Στιούαρτ Ντίμπεκ (Stuart Dybek): Χρυσὴ Ἀκτή

 

 

Στιούαρτ Ντίμπεκ (Stuart Dybek)

 

Χρυσὴ Ἀκτή

(Gold Coast)

 

ΥΠΝΟΥΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ σὲ ἕ­να δω­μά­τιο ξε­νο­δο­χεί­ου στὸν τρι­α­κο­στὸ ἕ­βδο­μο ὄ­ρο­φο. Κα­νέ­νας τους δὲν ἦ­ταν σί­γου­ρος γιὰ τὴν ὥ­ρα, καὶ οἱ δυ­ὸ ἀ­κό­μα, λί­γο με­θυ­σμέ­νοι, λί­γο μου­δι­α­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴ σι­ω­πὴ ποὺ με­γά­λω­νε ἀ­νά­με­σά τους.

 

       «Κοί­τα τὸν οὐ­ρα­νό! Κοί­τα τὸ φῶς!» ἀ­να­φω­νεῖ.

      Αὐ­τὸς τὸ ἔ­χει ἤ­δη δεῖ – πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μὴν τὸ ἔ­χει δεῖ; Τὸ τε­ρά­στιο κρε­βά­τι το­πο­θε­τη­μέ­νο ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ ἕ­να τοῖ­χο μὲ πα­ρά­θυ­ρα. Ἔ­χουν ἀ­φή­σει τὶς κουρ­τί­νες ἀ­νοι­χτές. Ὁ τοῖ­χος μὲ τὰ πα­ρά­θυ­ρα τώ­ρα μοιά­ζει σὰν τοῖ­χος ἀ­πὸ οὐ­ρα­νό, σχε­δὸν λου­λα­κὶ καὶ πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ ἰ­ρι­δι­σμὸ σὰν φλέ­βες κά­ποι­ου πο­λύ­τι­μου με­ταλ­λεύ­μα­τος ποὺ μό­λις ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ. Δὲν ἔ­χει ξη­με­ρώ­σει ἀ­κό­μη. Ἐ­πι­κρα­τεῖ ἡ με­ταλ­λα­γὴ τῆς νύ­χτας, ἀλ­λὰ μὲ τὸ αὔ­ριο ἤ­δη φω­τει­νὸ πί­σω της σὰν τὸ ἀ­σή­μι πί­σω ἀ­πὸ τὸ γυα­λὶ βα­θυ­γά­λα­νου κα­θρέ­φτη.

 

      Μπο­ρεῖ νὰ δεῖ τὸν οὐ­ρα­νὸ ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμέ­νο στὰ πα­ρά­θυ­ρα ὅ­λων τῶν γύ­ρω κτη­ρί­ων ποὺ ὑ­ψώ­νον­ταν γιὰ νὰ σχη­μα­τί­σουν τοὺς γυ­ά­λι­νους λό­φους τῆς χρυ­σῆς ἀ­κτῆς ποὺ πε­ρι­πλα­νή­θη­καν. Ξέ­ρει ὅ­τι κά­θε πό­λη ἔ­χει τέ­τοια χρώ­μα­τα καὶ δὲν τὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται. Πα­ρό­λο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­μοια­ζαν κα­λαί­σθη­τα, τοῦ φαί­νον­ται ἀ­πα­τη­λά, μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ὴ τῶν πό­λε­ων. Τοῦ μοιά­ζουν σὰν τό­ποι ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι τό­ποι. Ἀν­τα­να­κλά­σεις ποὺ ἐ­πι­πλέ­ουν σὰν φω­τει­νὸ στρῶ­μα ἀ­φροῦ, πά­νω στὴν ἐ­πι­φά­νεια κά­ποι­ου πο­τα­μοῦ. Θυ­μᾶ­ται πώς, ὡς ἔ­φη­βοι, αὐ­τὸς καὶ ἕ­να φι­λα­ρά­κι περ­νοῦ­σαν τὶς νύ­χτες τους ἐ­ξε­ρευ­νών­τας τὴ χρυ­σὴ ἀ­κτὴ τῆς πό­λης, ὅ­που εἶ­χαν με­γα­λώ­σει, κα­θὼς καὶ τὴν ἀ­νά­μει­ξη τοῦ δέ­ους καὶ τῆς πε­ρι­φρό­νη­σης ποὺ ἔ­νι­ω­σαν πρὸς αὐ­τή.

 

      Πλέ­ον, δὲν νι­ώ­θει ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πὸ τὶς χρυ­σὲς ἀ­κτές. Ἀ­να­ρω­τι­έ­ται πό­σες ἀ­πὸ τὶς συν­τρό­φους του ποὺ κοι­μοῦν­ταν μα­ζί, ξα­γρυ­πνοῦν ὅ­πως αὐ­τὸς καὶ ἥ­συ­χα προ­σπα­θοῦν νὰ κοι­τά­ζουν μέ­σα ἀ­πὸ δω­μά­τια πο­λυ­ώ­ρο­φων κτι­ρί­ων ὅ­που οἱ κουρ­τί­νες τῶν πε­λώ­ρι­ων πα­ρα­θύ­ρων εἶ­ναι ἀ­νοι­χτές. Πα­ρά­θυ­ρα γιὰ γί­γαν­τες, τα­ξι­νο­μη­μέ­να γιὰ νὰ ἀ­νοί­γουν πρὸς τὸν ὁ­ρί­ζον­τα τῆς πό­λης ποὺ ἀ­να­βο­σβή­νει. Φθο­νεῖ ἐ­κεί­νους ποὺ ἀ­κό­μη κοι­μοῦν­ται γα­λή­νια ἀλ­λὰ καὶ τοὺς λυ­πᾶ­ται ποὺ χά­νουν ἐ­κεῖ­νες τὶς μι­κρὲς στιγ­μὲς ποὺ δὲν κα­το­νο­μά­ζον­ται, ποὺ ξέ­ρει ἤ­δη ὅ­τι θὰ εἶ­ναι ἀ­ξέ­χα­στες. Ἀ­να­ρω­τι­έ­ται ποι­ὸ ἀ­πὸ τὰ δυ­ὸ συ­ναι­σθή­μα­τα θὰ φα­νε­ρώ­σει τὸ μέλ­λον ὡς τὸ πιὸ σω­στό. Κά­πο­τε, ἀ­μέ­σως μό­λις εἶ­χαν γί­νει ἐ­ρα­στές, τοῦ εἶ­πε, «Δὲν εἶ­μαι σί­γου­ρη ἂν τὸ ὅ­τι σὲ γνώ­ρι­σα εἶ­ναι τὸ πιὸ τυ­χε­ρὸ ἢ ἄ­τυ­χο πράγ­μα ποὺ μοῦ ἔ­χει συμ­βεῖ πο­τέ».

      Εἶ­χε γε­λά­σει.

      «Δὲν ἀ­στει­ευ­ό­μου­να», εἶ­πε αὐ­τή.

      «Ξέ­ρω», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος, «Ἁ­πλῶς γε­λά­ω για­τί αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς σκε­φτό­μου­να σχε­τι­κὰ μὲ τὴν συ­νάν­τη­σή μας».

      «Βλέ­πεις; Ὅ­ταν εἶ­ναι μοι­ραῖ­ο ἴ­σως αὐ­τὸ συμ­βαί­νει. Ἕ­νας πάν­τα νι­ώ­θει ὅ,τι νι­ώ­θει ὁ ἄλ­λος, τὴν ἴ­δια ὥ­ρα, μα­ζί.» Γέ­λα­σε κι αὐ­τή.

      «Τη­λε­πά­θεια συ­ναι­σθη­μά­των, ἔ;»

 

      «Αὐ­τὸ τὸ κά­νει νὰ ἀ­κού­γε­ται πο­λὺ ἀ­δε­νι­κό», εἶ­πε μὲ τὸν κο­ρο­ϊ­δευ­τι­κὸ τρό­πο ποὺ εἶ­χε ὅ­ταν ἔ­κα­νε προ­σω­πι­κὰ ἀ­στεῖ­α με­τα­ξύ τους. «Δὲν μι­λῶ γιὰ κά­τι στοὺς ἀ­δέ­νες, μι­λῶ γιὰ κά­τι στὰ ἀ­στέ­ρια.»

 

      Τώ­ρα, πλά­ι του στὸ κρε­βά­τι, ψι­θυ­ρί­ζει, «Για­τί ἔ­πρε­πε νὰ τὸ δοῦ­με αὐ­τὸ μα­ζί;» Δὲν εἰ­πώ­θη­κε σκλη­ρά. Κα­τα­λα­βαί­νει τί ἐν­νο­εῖ. Ἐν­νο­εῖ ὅ­τι ἔ­χουν δεῖ αὐ­τὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ μό­νο ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν μα­ζί, ὅ­τι εἶ­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ποὺ ἔ­χουν νὰ θυ­μοῦν­ται οἱ δυό τους. Ξέ­ρει ἐ­πί­σης ὅ­τι δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­παν­τή­σει, ὅ­τι εἶ­ναι σὰν νὰ τὴν ἀ­κού­ει νὰ μι­λά­ει στὸν ἑ­αυ­τό της, σχε­δὸν σὰν νὰ μὴν ἦ­ταν ἐ­κεῖ πιά. Σὰν νὰ εἶ­χε ξυ­πνή­σει μό­νη της, σὲ κά­ποι­α ἄ­γνω­στη ὥ­ρα, σὲ μιὰ χρυ­σὴ ἀ­κτή.

  

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992. Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ἀ­πὸ τὸ προ­σε­χὲς τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μπον­ζά­ι

 

Στι­ού­αρτ Ντίμ­πεκ (Stuart Dybek). Βρα­βευ­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας. Γεν­νή­θη­κε στὸ Σι­κά­γο καὶ ἔ­χει γρά­ψει δύο συλ­λο­γὲς ποι­η­μά­των καὶ τρεῖς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Ἄν­τρια Μι­χα­ὴλ. Φοι­τή­τρια τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.