Στιούαρτ Ντίμπεκ (Stuart Dybek)
Χρυσὴ Ἀκτή
(Gold Coast)
ΥΠΝΟΥΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ σὲ ἕνα δωμάτιο ξενοδοχείου στὸν τριακοστὸ ἕβδομο ὄροφο. Κανένας τους δὲν ἦταν σίγουρος γιὰ τὴν ὥρα, καὶ οἱ δυὸ ἀκόμα, λίγο μεθυσμένοι, λίγο μουδιασμένοι ἀπὸ τὴ σιωπὴ ποὺ μεγάλωνε ἀνάμεσά τους.
«Κοίτα τὸν οὐρανό! Κοίτα τὸ φῶς!» ἀναφωνεῖ.
Αὐτὸς τὸ ἔχει ἤδη δεῖ – πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μὴν τὸ ἔχει δεῖ; Τὸ τεράστιο κρεβάτι τοποθετημένο ἀπέναντι ἀπὸ ἕνα τοῖχο μὲ παράθυρα. Ἔχουν ἀφήσει τὶς κουρτίνες ἀνοιχτές. Ὁ τοῖχος μὲ τὰ παράθυρα τώρα μοιάζει σὰν τοῖχος ἀπὸ οὐρανό, σχεδὸν λουλακὶ καὶ πλημμυρισμένος ἀπὸ ἰριδισμὸ σὰν φλέβες κάποιου πολύτιμου μεταλλεύματος ποὺ μόλις ἔχει ἀνακαλυφθεῖ. Δὲν ἔχει ξημερώσει ἀκόμη. Ἐπικρατεῖ ἡ μεταλλαγὴ τῆς νύχτας, ἀλλὰ μὲ τὸ αὔριο ἤδη φωτεινὸ πίσω της σὰν τὸ ἀσήμι πίσω ἀπὸ τὸ γυαλὶ βαθυγάλανου καθρέφτη.
Μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν οὐρανὸ ἀντικατοπτρισμένο στὰ παράθυρα ὅλων τῶν γύρω κτηρίων ποὺ ὑψώνονταν γιὰ νὰ σχηματίσουν τοὺς γυάλινους λόφους τῆς χρυσῆς ἀκτῆς ποὺ περιπλανήθηκαν. Ξέρει ὅτι κάθε πόλη ἔχει τέτοια χρώματα καὶ δὲν τὰ ἐμπιστεύεται. Παρόλο ποὺ μπορεῖ νὰ ἔμοιαζαν καλαίσθητα, τοῦ φαίνονται ἀπατηλά, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ ζωὴ τῶν πόλεων. Τοῦ μοιάζουν σὰν τόποι ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι τόποι. Ἀντανακλάσεις ποὺ ἐπιπλέουν σὰν φωτεινὸ στρῶμα ἀφροῦ, πάνω στὴν ἐπιφάνεια κάποιου ποταμοῦ. Θυμᾶται πώς, ὡς ἔφηβοι, αὐτὸς καὶ ἕνα φιλαράκι περνοῦσαν τὶς νύχτες τους ἐξερευνώντας τὴ χρυσὴ ἀκτὴ τῆς πόλης, ὅπου εἶχαν μεγαλώσει, καθὼς καὶ τὴν ἀνάμειξη τοῦ δέους καὶ τῆς περιφρόνησης ποὺ ἔνιωσαν πρὸς αὐτή.
Πλέον, δὲν νιώθει ἀνώτερος ἀπὸ τὶς χρυσὲς ἀκτές. Ἀναρωτιέται πόσες ἀπὸ τὶς συντρόφους του ποὺ κοιμοῦνταν μαζί, ξαγρυπνοῦν ὅπως αὐτὸς καὶ ἥσυχα προσπαθοῦν νὰ κοιτάζουν μέσα ἀπὸ δωμάτια πολυώροφων κτιρίων ὅπου οἱ κουρτίνες τῶν πελώριων παραθύρων εἶναι ἀνοιχτές. Παράθυρα γιὰ γίγαντες, ταξινομημένα γιὰ νὰ ἀνοίγουν πρὸς τὸν ὁρίζοντα τῆς πόλης ποὺ ἀναβοσβήνει. Φθονεῖ ἐκείνους ποὺ ἀκόμη κοιμοῦνται γαλήνια ἀλλὰ καὶ τοὺς λυπᾶται ποὺ χάνουν ἐκεῖνες τὶς μικρὲς στιγμὲς ποὺ δὲν κατονομάζονται, ποὺ ξέρει ἤδη ὅτι θὰ εἶναι ἀξέχαστες. Ἀναρωτιέται ποιὸ ἀπὸ τὰ δυὸ συναισθήματα θὰ φανερώσει τὸ μέλλον ὡς τὸ πιὸ σωστό. Κάποτε, ἀμέσως μόλις εἶχαν γίνει ἐραστές, τοῦ εἶπε, «Δὲν εἶμαι σίγουρη ἂν τὸ ὅτι σὲ γνώρισα εἶναι τὸ πιὸ τυχερὸ ἢ ἄτυχο πράγμα ποὺ μοῦ ἔχει συμβεῖ ποτέ».
Εἶχε γελάσει.
«Δὲν ἀστειευόμουνα», εἶπε αὐτή.
«Ξέρω», εἶπε ἐκεῖνος, «Ἁπλῶς γελάω γιατί αὐτὸ ἀκριβῶς σκεφτόμουνα σχετικὰ μὲ τὴν συνάντησή μας».
«Βλέπεις; Ὅταν εἶναι μοιραῖο ἴσως αὐτὸ συμβαίνει. Ἕνας πάντα νιώθει ὅ,τι νιώθει ὁ ἄλλος, τὴν ἴδια ὥρα, μαζί.» Γέλασε κι αὐτή.
«Τηλεπάθεια συναισθημάτων, ἔ;»
«Αὐτὸ τὸ κάνει νὰ ἀκούγεται πολὺ ἀδενικό», εἶπε μὲ τὸν κοροϊδευτικὸ τρόπο ποὺ εἶχε ὅταν ἔκανε προσωπικὰ ἀστεῖα μεταξύ τους. «Δὲν μιλῶ γιὰ κάτι στοὺς ἀδένες, μιλῶ γιὰ κάτι στὰ ἀστέρια.»
Τώρα, πλάι του στὸ κρεβάτι, ψιθυρίζει, «Γιατί ἔπρεπε νὰ τὸ δοῦμε αὐτὸ μαζί;» Δὲν εἰπώθηκε σκληρά. Καταλαβαίνει τί ἐννοεῖ. Ἐννοεῖ ὅτι ἔχουν δεῖ αὐτὸ τὸν οὐρανὸ μόνο ἐπειδὴ ἦταν μαζί, ὅτι εἶναι κάτι περισσότερο ποὺ ἔχουν νὰ θυμοῦνται οἱ δυό τους. Ξέρει ἐπίσης ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ ἀπαντήσει, ὅτι εἶναι σὰν νὰ τὴν ἀκούει νὰ μιλάει στὸν ἑαυτό της, σχεδὸν σὰν νὰ μὴν ἦταν ἐκεῖ πιά. Σὰν νὰ εἶχε ξυπνήσει μόνη της, σὲ κάποια ἄγνωστη ὥρα, σὲ μιὰ χρυσὴ ἀκτή.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James, Denise Thomas and Tom Hazuka, eds., Flash Fiction – 72 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 1992. Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ προσεχὲς τεῦχος τοῦ Πλανόδιου τὸ ἀφιερωμένο στὸ ἀμερικανικὸ μπονζάι
Στιούαρτ Ντίμπεκ (Stuart Dybek). Βραβευμένος συγγραφέας. Γεννήθηκε στὸ Σικάγο καὶ ἔχει γράψει δύο συλλογὲς ποιημάτων καὶ τρεῖς συλλογὲς διηγημάτων.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Ἄντρια Μιχαὴλ. Φοιτήτρια τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20οῦ αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης.
Filed under: Dybek Stuart,Αγγλικά,Ανάλυση,Ερωτας,Μιχαήλ Άντρια,Πόλη-Χώροι,Ψυχογραφία | Tagged: Άντρια Μιχαήλ,Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Stuart Dybek | Τὰ σχόλια στὸ Στιούαρτ Ντίμπεκ (Stuart Dybek): Χρυσὴ Ἀκτή ἔχουν κλείσει