Ἑλένη Μπουραντάνη: Ὁ Ἠλίας Μαμαλάκης στὸ στούντιο τοῦ Ζὸρζ Μελιὲ γυρίζει διαφημιστικὸ γιὰ τὸν «Παυλίδη»

 

 

Ἑλένη Μπουραντάνη

 

Ὁ Ἠ­λί­ας Μα­μα­λά­κης στὸ στούν­τιο τοῦ Ζὸρζ Με­λι­ὲ

γυ­ρί­ζει δι­α­φη­μι­στι­κὸ γιὰ τὸν «Παυ­λί­δη»

 

ΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ 1913, με­τὰ τὸ «Τα­ξί­δι στὴ Σε­λή­νη», ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς πρω­το­πό­ρους τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου, ὁ Ζὸρζ Με­λι­έ, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει σὲ πιὸ γή­ι­νες ἀ­πο­λαύ­σεις καὶ νὰ ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὴ σο­κο­λά­τα, λί­γο πρὶν χρε­ο­κο­πή­σει καὶ ἀ­ναγ­κα­στεῖ νὰ γί­νει ἕ­νας ἁ­πλὸς πω­λη­τὴς παι­χνι­δι­ῶν. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἡ ἑλ­λη­νι­κὴ σο­κο­λα­το­ποι­ΐ­α «Παυ­λί­δης» θέ­λη­σε νὰ γυ­ρί­σει ἕ­να φιλ­μά­κι, κά­τι σὰν ση­με­ρι­νὸ δι­α­φη­μι­στι­κὸ σπότ, γιὰ νὰ προ­βλη­θεῖ σὲ γνω­στὴ ἔκ­θε­ση προ­ϊ­όν­των, ὅ­που θὰ βρα­βευ­ό­ταν μὲ τὸ «Χρυ­σὸ Σο­κο­λα­τά­κι» γιὰ τὴν πο­ρεί­α της στὴν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ ἀ­γο­ρά. Γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τό, ἔ­στει­λε τὸν Ἠ­λί­α Μα­μα­λά­κη, παπ­ποὺ τοῦ γνω­στοῦ στὶς μέ­ρες μας γευ­σι­γνώ­στη καὶ πα­ρου­σια­στὴ ἐκ­πομ­πῶν μα­γει­ρι­κῆς καὶ πο­λι­τι­σμοῦ, στὸ Πα­ρί­σι.

 

Δο­κι­μα­στι­κό:

       Ἕ­νας πάγ­κος, ἕ­να μά­τι κου­ζί­νας, ἕ­να μπὲν μα­ρὶ μέ­σα σὲ μιὰ κα­τσα­ρό­λα μὲ νε­ρὸ ποὺ βρά­ζει. Ξαφ­νι­κὰ ἀ­νοί­γει ἡ πόρ­τα. Ὁ Ἠ­λί­ας Μα­μα­λά­κης μὲ τὰ μά­­τια του κλει­σμέ­να μὲ μιὰ μαύ­ρη κορ­δέ­λα. Ὁ Με­λι­ὲ τὸν ὁ­δη­γεῖ μπρο­στὰ στὸν πάγ­κο καὶ τοῦ ζη­τᾶ νὰ βου­τή­ξει τὸ δά­κτυ­λό του στὸ μπὲν μα­ρὶ καὶ νὰ δο­κι­μά­σει. Ἡ γλώσ­σα τοῦ Ἠ­λί­α Μα­μα­λά­κη πε­τά­γε­ται σὰν φί­δι γιὰ νὰ ἁρ­­πά­ξει καὶ νὰ κλεί­σει μὲς στὸ στό­μα λί­γο ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ μπὲν μα­ρί.

 

Ὁ Ζὸρζ Με­λι­ὲ θὰ δου­λέ­ψει ἀ­κρι­βῶς πά­νω σὲ αὐ­τὸ τὸ στιγ­μι­ό­τυ­πο.

 

Σκη­νὴ πρώ­τη:

       Ὁ Ἠ­λί­ας Μα­μα­λά­κης μπαί­νει στὴν κου­ζί­να. Ἔ­χει μιὰ μαύ­ρη κορ­δέ­λα γύ­ρω ἀ­πὸ τὰ μά­τια του. Ἕ­νας βο­η­θὸς τοῦ Με­λι­έ, ὁ Ζάκ, τὸν ὁ­δη­γεῖ μπρο­στὰ στὸν πάγ­κο καὶ τοῦ ζη­τᾶ νὰ βου­τή­ξει τὸ δά­κτυ­λό του στὸ μπὲν μα­ρὶ καὶ νὰ δο­κι­μά­σει. Ἡ γλώσ­σα πε­τά­γε­ται ἀ­κρι­βῶς μὲ τὸν ἴ­διο τρό­πο, ὅ­πως καὶ στὸ δο­κι­μα­στι­κό.

 

Κι ὕ­στε­ρα μὲ μιὰ τε­χνι­κή, ποὺ μό­νο ὁ Ζὸρζ Με­λι­ὲ γνω­ρί­ζει, τὸ στό­μα τοῦ Ἠ­λί­α Μα­μα­λά­κη ἀ­νοί­γει δι­ά­πλα­τα μπρο­στὰ στὸ στα­θε­ρὸ φα­κὸ καὶ τὸν κα­τα­βρο­χθί­ζει. Ὁ φα­κὸς τα­λα­νί­ζε­ται, ἀλ­λὰ κα­τα­γρά­φει. Ἡ γλώσ­σα ἀ­νε­βαί­νει ὡς τὸν οὐ­ρα­νί­σκο, γλεί­φει τὰ δόν­τια, συ­στρέ­φε­ται, πλα­ταί­νει, μα­ζεύ­ε­ται. Μοιά­ζει μὲ φί­δι ποὺ μι­λά­ει μό­νο μὲ ὑ­πό­τιτ­λους:

        «Μμμ… γλυκόοοο…Ἔχει μιὰ γεύση… Θὰ ἔλεγα μαύρης σοκολάτας. Τὸ πρωὶ στρώσεις ἀπὸ μπισκότα μὲ ἐπικάλυψη σοκολάτας. Τὸ μεσημέρι, μαύρη σοκολάτα… 70% κακάο, κατὰ πάσα πιθανότητα. Καὶ τώρα κουβερτούρα ποὺ λιώνει πάνω μου γιὰ νὰ φτιάξεις σοκολατάκια.»

«Μμμ… ὑπέροχα!»

«Ἀλλά, γιὰ μιὰ στιγμή! Αὐτὸ παραπάει! Τέλος γιὰ σήμερα! Τὸ στομάχι δυσανασχετεῖ. Φοβᾶμαι μὴ μοῦ τὰ ξαναστείλει πίσω ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν ἀντέχω μὲ τίποτα τὴ γεύση ἀπὸ τὰ ὄξινα στομαχικὰ ὑγρά. Πιὲς λίγο γαλατάκι νὰ ἠρεμήσουν τὰ πράγ­μα­τα!»

 

Κλείνει τὸ πλάνο. Βλέπουμε τὸν Ἠλία Μαμαλάκη νὰ στέκεται μπροστὰ στὸ μπὲν μαρὶ μὲ τὰ δάκτυλα πασσαλειμμένα.

 

Σκηνὴ δεύτερη:

       Ὁ Ζάκ, ὁ βοηθὸς τοῦ Μελιέ, ντυμένος μὲ μιὰ λευκὴ ποδιά, σὰν ὀ­δον­τί­ατ­ρος, λύνει τὴ μαύρη κορδέλα ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἠλία Μαμαλάκη. Ὕ­στε­ρα ἀνοίγει διάπλατα τὸ στόμα τοῦ γευσιγνώστη, σὰν θηριο­δα­μα­στής, καὶ κρατώντας τὸ ὀρ­θά­νοιχτο, βά­ζει τὶς φω­νὲς στὴ γλώσ­σα τοῦ Ἠλία­ Μα­μα­λά­κη, κου­νώντας δει­κτικὰ τὸ δεί­κτη τοῦ δε­ξιοῦ του χε­ριοῦ.

        «Ἡ σοκολάτα εἶναι μιὰ καταπληκτικὴ ἐπιλογή. Ὁ κ. Μαμαλάκης εἶναι μέ­γας γευσιγνώστης. Ὁ καλύτερος στὴν Ἑλλάδα καὶ μὲ βραβεῖα στὸ ἐξω­τε­ρι­κό. Πρέπει νὰ τὸν σέβεσαι. Ἐξάλλου, ἐσὺ εἶσαι ἁπλὰ ἕνα ὄργανο. Βασι­κό, δὲν λέω, ἀλλὰ ὁ ρόλος σου εἶναι νὰ ἐκτελεῖς καὶ νὰ σέβεσαι τὸν κύριό σου! Ἐξάλλου, ἡ συγκεκριμένη σοκολάτα εἶναι ὑψίστης ποιό­­τη­τας, μο­­να­­­δι­­­κῆς θὰ ἔλεγα! Εἶναι ἡ βρα­βευ­­μέ­­νη σο­κο­­λά­­τα τοῦ “Παυ­­λί­δη”!»

       Ὁ κ. Μαμαλάκης ἀνοίγει τὰ μάτια του μὲ ἔκπληξη καὶ λέει στὸ Ζὰκ μὲ ἐν­θου­­σιασμό:

        «Πὲς τὰ χρυσόστομε! Αὐ­τὴ ἡ γλώσ­σα δὲν βά­ζει πο­τὲ γλώσ­­σα μέ­­σα της! Καὶ ἐγὼ δὲν μπο­­ρῶ νὰ ἀ­ντι­­σταθῶ μὲ τίπο­τα σὲ μία σοκο­­λά­τα τοῦ “Παυ­­λί­δη”»

 

Ἂν καὶ φανταστικό, αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ φὶλμ ποὺ γύρι­σε ὁ εὐφάνταστος Ζὸρζ Μελιὲ σὲ σελιλόιντ, πρὶν κι αὐτὸ τὸ φὶλμ γίνει σό­­λα γιὰ τὶς μπότες τῶν Γάλ­λων στρα­τιω­τῶν κα­τὰ τὴ διάρ­κεια τοῦ 1ου Πα­­γκό­­­σμιου Πολέ­μου.

 

 

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Ἑλένη Μπουραντάνη (Πειραιᾶς, 1976). Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία καὶ ἔκανε μεταπτυχιακὸ στὴ Μετά­­φραση-Με­­τα­φρα­σε­ολογία στὸ Πανεπι­στημίο τῆς Ἀθήνας. Ἐργάζε­ται ὡς καθη­γήτρια Ἀγγλι­κῆς Γλώσ­σας στὴ μέ­­ση ἐκπαί­­δευση. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε τὸ πρῶ­το σε­μι­νάριο δημιουργικῆς γρα­φῆς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας (Τμῆμα Ἀγγλικῆς Γλώσσας καὶ Φιλο­λο­­γίας) μὲ τὴν Λιάνα Σακελλίου-Σουλτς. Ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀρκετὲς με­τα­φρά­σεις της. Τὸ 2009 συμμετεῖχε καὶ δια­κρίθηκε στὸ διαγωνισμὸ συγ­γρα­φῆς διηγήματος γιὰ τὸ διαπολιτισμικὸ διάλογο ποὺ ὀργανώθηκε ἀπὸ τὸ Βρε­τανικὸ Συμβούλιο, τὴν ἐφημερίδα Τὰ Νέα καὶ τὸν Ἰα­νό («Habari Rafiki!» στὸ βιβλίο Φανταστεῖτε τὸ μέλλον σας σὲ μιὰ πόλη ποὺ ἀλλάζει).