Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada): Τὸ παι­δὶ ποὺ ἔ­τρω­γε τὶς λέ­ξεις


espadamanuel-topaidipouetrogetislekseis-eikona-01


Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada)


Τὸ παι­δὶ ποὺ ἔ­τρω­γε τὶς λέ­ξεις


02-SigmaΕ ΚΑΠΟΙΑ ΑΤΟΜΑ κά­νουν με­τα­μό­σχευ­ση πνευ­μό­νων. Σὲ ἄλ­λα, με­τα­μό­σχευ­ση καρ­διᾶς ἢ κε­ρα­το­ει­δοῦς, ὅ­μως πάν­το­τε πρέ­πει νὰ πε­θά­νει κά­ποι­ος. Ἡ πε­ρί­πτω­σή μου ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κή. Ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρὸς δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ μι­λή­σω, του­λά­χι­στον ὄ­χι ὅ­πως τὰ ἄλ­λα παι­διά. Κά­θε συλ­λα­βὴ ἀ­παι­τοῦ­σε τὸ μέ­γι­στο τῶν προ­σπα­θει­ῶν μου. Ὡ­στό­σο, ὁ πα­τέ­ρας μου κέρ­δι­ζε τὸ ψω­μί του μὲ τὶς λέ­ξεις. Πα­ρά­δο­ξο. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­μαι μιὰ Κυ­ρια­κὴ ποὺ γύ­ρι­σε μὲ μιὰ πα­λιὰ γρα­φο­μη­χα­νή. Μπῆ­κα στὸ δω­μά­τιό του, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ἔ­βα­ζε τὴν πα­λιὰ Olivetti πά­νω στὸ γρα­φεῖ­ο. Το­πο­θέ­τη­σε ἕ­να φύλ­λο ρι­ζό­χαρ­το στὸν κύ­λιν­δρο, πῆ­ρε τὸν δεί­κτη μου καὶ γρά­ψα­με τὸ ὄ­νο­μά μου. Ὁ πα­τέ­ρας μου τὸ ἔ­κο­ψε μὲ τὸ ψα­λί­δι, τὸ ἔ­κα­νε μιὰ μπα­λί­τσα καὶ μοῦ εἶ­πε: «Νό­στι­μο». Ὅ­ταν τὸ χαρ­τὶ κα­τέ­βη­κε τὸν οἰ­σο­φά­γο μου εἶ­πα τὸ ὄ­νο­μά μου δυ­να­τά. Ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα, ὁ πα­τέ­ρας μου δὲν μπό­ρε­σε νὰ τὸ προ­φέ­ρει ξα­νά. Ἔ­πει­τα ἀ­κο­λού­θη­σαν πολ­λὲς ἄλ­λες λέ­ξεις. Ὁ πα­τέ­ρας μου μοῦ ἔ­παιρ­νε τὸ δά­χτυ­λο, μοῦ ψι­θύ­ρι­ζε πράγ­μα­τα στὸ αὐ­τί, τὰ πλη­κτρο­λο­γού­σα­με κι ὕ­στε­ρα μοῦ ἔ­βα­ζε τὶς λέ­ξεις στὸ στό­μα. Ἐ­κεῖ­νος δὲν τὶς χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε πο­τὲ ξα­νά. Πρῶ­τα ἔ­μει­νε χω­ρὶς οὐ­σι­α­στι­κά, ὕ­στε­ρα χω­ρὶς ρή­μα­τα, ἀρ­γό­τε­ρα μοῦ πέ­ρα­σε τὰ ἐ­πί­θε­τα, τὰ ἄρ­θρα, τὶς προ­θέ­σεις, μέ­χρι ποὺ μοῦ με­τα­μό­σχευ­σε ὅ­λες τὶς λέ­ξεις τοῦ κό­σμου. Ἕως ποὺ ἔ­μει­νε βου­βός.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Manuel Espada, Per­so­na­jes se­cun­da­ri­os [Δευ­τε­ρεύ­ον­τες ρό­λοι], ἐκ­δό­σεις me­no­scu­ar­to, 2015.

Μα­νου­ὲλ Ἐ­σπά­δα (ManuelEspada) (Σα­λα­μάν­κα, 1974). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (El desguace, 2007 καὶ Fuera de temario, 2010). Τὸ Zoom (Ἐκ­δό­σεις Parentesis, 2011) εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο του μὲ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μὲ τὸ εἶ­δος ἤ­δη δε­κα­τρί­α χρό­νια πρὶν στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Radio 3, «El ojo de ya ve», κι ἔ­χει κερ­δί­σει πά­νω ἀ­πὸ δώ­δε­κα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Εἶ­ναι δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ γρά­φει τὸ blog La espada oxidada

(www.manuespada.-blogspot.com). Βλ. περισσότερα ἐδῶ.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της ἰ­σπα­νό­φω­νων λο­γο­τε­χνῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ e-poema, Ποι­εῖν καὶ Τὸ Δέν­τρο. Γιὰ τὸ ἰ­στο­λό­γιό μας, ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Μα­νου­ὲλ Ἐ­σπά­δα καὶ με­τά­φρα­σε δι­η­γή­μα­τα τοῦ Κα­τα­λα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Κὶμ Μουν­ζό.


			

Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada): Πλύ­ση σὲ ὑ­ψη­λὴ θερ­μο­κρα­σί­α


espadamanuel-plysiseypsilithermokrasia-eikona-01


Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada)


Πλύ­ση σὲ ὑ­ψη­λὴ θερ­μο­κρα­σί­α


03-PiΑΝΤΑ μοῦ ἔ­πλε­νες τὰ ροῦ­χα, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τό­τε ποὺ μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­ψες ἔ­πρε­πε νὰ μά­θω νὰ κά­νω τὴ μπου­γά­δα. Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα ἕ­να πρό­γραμ­μα ὑ­ψη­λῆς θερ­μο­κρα­σί­ας, καὶ τὰ παν­τε­λό­νια καὶ τὰ που­λό­βερ μου μά­ζευ­αν, τό­σο ποὺ ἔ­μοια­ζαν μω­ροῦ. Μιὰ μέ­ρα ξέ­χα­σα ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα τῶν πε­νήν­τα εὐ­ρώ. Με­τὰ τὸ στύ­ψι­μο με­τα­τρά­πη­κε σὲ ἕ­να τῶν πέν­τε. Τὴ μέ­ρα ποὺ ἄ­φη­σα τὸ κι­νη­τὸ μά­ζε­ψα μιὰ συ­σκευ­ὴ μι­κρο­σκο­πι­κή, με­γέ­θους ἑ­νὸς με­γά­λου δα­χτύ­λου. Ἄλ­λη φο­ρὰ τὸ πλυν­τή­ριο με­τέ­τρε­ψε μί­α κα­νο­νι­κὴ μπά­λα πο­δο­σφαί­ρου σὲ ἕ­ναν ἀ­σή­μαν­το βῶ­λο. Ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ βά­λω ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα. Πῆ­ρα στὴν τύ­χη ἕ­να ἀ­πὸ τὸ ρά­φι: Τζου­ρά­σικ Πάρκ τοῦ Μά­ι­κλ Κρά­ι­τον. Με­τὰ τὴν πλύ­ση βγῆ­κε τὸ δι­ή­γη­μα μὲ τὸν δει­νό­σαυ­ρο τοῦ Μον­τε­ρό­σο. Σή­με­ρα μπῆ­κα ἐ­γὼ στὸ πλυν­τή­ριο. Σοῦ γρά­φω αὐ­τὸ τὸ ση­μεί­ω­μα μὲ τὴν καρ­διὰ μα­ζε­μέ­νη. Του­λά­χι­στον ξε­πέ­ρα­σα τὸ χω­ρι­σμό μας.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Manuel Espada, Per­so­na­jes se­cun­da­ri­os [Δευ­τε­ρεύ­ον­τες ρό­λοι], ἐκ­δό­σεις me­no­scu­ar­to, 2015.

Μα­νου­ὲλ ­σπά­δα (ManuelEspada) (Σα­λα­μάν­κα, 1974). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (El desguace, 2007 καὶ Fuera de temario, 2010). Τὸ Zoom (Ἐκ­δό­σεις Parentesis, 2011) εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο του μὲ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μὲ τὸ εἶ­δος ἤ­δη δε­κα­τρί­α χρό­νια πρὶν στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Radio 3, «El ojo de ya ve», κι ἔ­χει κερ­δί­σει πά­νω ἀ­πὸ δώ­δε­κα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Εἶ­ναι δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ γρά­φει τὸ blog La espada oxidada

(www.manuespada.-blogspot.com). Βλ. περισσότερα ἐδῶ.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της ἰ­σπα­νό­φω­νων λο­γο­τε­χνῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ e-poema, Ποι­εῖν καὶ Τὸ Δέν­τρο. Γιὰ τὸ ἰ­στο­λό­γιό μας, ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Μα­νου­ὲλ Ἐ­σπά­δα καὶ με­τά­φρα­σε δι­η­γή­μα­τα τοῦ Κα­τα­λα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Κὶμ Μουν­ζό.


Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada): Ὁ πιὸ γρή­γο­ρος ἥ­ρω­ας τοῦ κό­σμου


espadamanuel-opiogrigorosiroastoukosmou-eikona-03


Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada)


— Φυ­σι­κά!


Ὁ πιὸ γρή­γο­ρος ἥ­ρω­ας τοῦ κό­σμου


— Θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖς πρὶν ἀπὸ τὸν τί­τλο;


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Manuel Espada, Per­so­na­jes se­cun­da­ri­os [Δευ­τε­ρεύ­ον­τες ρό­λοι], ἐκ­δό­σεις me­no­scu­ar­to, 2015.

Μα­νου­ὲλ ­σπά­δα (ManuelEspada) (Σα­λα­μάν­κα, 1974). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (El desguace, 2007 καὶ Fuera de temario, 2010). Τὸ Zoom (Ἐκ­δό­σεις Parentesis, 2011) εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο του μὲ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μὲ τὸ εἶ­δος ἤ­δη δε­κα­τρί­α χρό­νια πρὶν στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Radio 3, «El ojo de ya ve», κι ἔ­χει κερ­δί­σει πά­νω ἀ­πὸ δώ­δε­κα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Εἶ­ναι δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ γρά­φει τὸ blog La espada oxidada

(www.manuespada.-blogspot.com). Βλ. περισσότερα ἐδῶ.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της ἰ­σπα­νό­φω­νων λο­γο­τε­χνῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ e-poema, Ποι­εῖν καὶ Τὸ Δέν­τρο. Γιὰ τὸ ἰ­στο­λό­γιό μας, ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Μα­νου­ὲλ Ἐ­σπά­δα καὶ με­τά­φρα­σε δι­η­γή­μα­τα τοῦ Κα­τα­λα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Κὶμ Μουν­ζό.



		

	

Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada): Βουβὸς κινηματογράφος


Espada,Manuel-BoubosKinimatografos-Eikona-03


Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada)

 

Βου­βὸς κι­νη­μα­το­γρά­φος


ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΙΑΝΟΥ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΠΙΤΙ/ΣΑΛΟΝΙ

Ὁ ἠ­θο­ποι­ὸς βά­ζει ἕ­να πο­τή­ρι οὐ­ί­σκι καὶ κά­θε­ται σὲ ἕ­ναν κα­να­πέ. Κά­ποι­ος χτυ­πᾶ τὴν πόρ­τα. Ὁ ἠ­θο­ποι­ὸς ση­κώ­νε­ται καὶ ἀ­νοί­γει. Στὸ κα­τώ­φλι στέ­κε­ται ἕ­νας κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος ἄν­τρας.


Espada,Manuel-BoubosKinimatografos-Eikona-02


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΠΙΤΙ/ΣΑΛΟΝΙ

Ὁ ἠ­θο­ποι­ὸς κά­νει μιὰ χει­ρο­νο­μί­α καὶ ὁ κου­στου­μα­ρι­σμέ­νος ἄν­τρας μπαί­νει μέ­σα. Κά­θον­ται.

— Γειά σου, Τζόρτζ. Συγ­γνώ­μη ποὺ εἰ­σβάλ­λω στὴν ται­νί­α σου. Θέ­λω νὰ σοῦ προ­σφέ­ρω ἕ­να πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο στὸ Ὁ τρα­γου­δι­στὴς τῆς τζάζ. Θὰ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη ται­νί­α μὲ ἦ­χο στὴν Ἱ­στο­ρία. Σὲ ἐν­δι­α­φέ­ρει; Ἡ Γου­όρ­νερ προ­τι­μᾶ τὸν Ἂλ Τζόλ­σον, ἀλ­λὰ σκέ­φτη­κα ἐ­σέ­να. Τί λές;


Espada,Manuel-BoubosKinimatografos-Eikona-03


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΠΙΤΙ/ΣΑΛΟΝΙ

Ὁ Τζὸρτζ Τζέ­σελ ἀρ­νεῖ­ται μὲ τὸ κε­φά­λι, δί­νον­τας νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι δὲν δέ­χε­ται τὸν ρό­λο. Ἔ­πει­τα προ­σπα­θεῖ νὰ πεῖ κά­τι, ἀλ­λὰ τὸ σε­νά­ριο δὲν προ­βλέ­πει κά­ποι­α κάρ­τα τί­τλου.

— Τό­τε ὁ ρό­λος θὰ πά­ει στὸν Ἂλ Τζόλ­σον.


ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ/ΣΠΙΤΙ/ΣΑΛΟΝΙ

Ὁ Τζὸρτζ κου­νᾶ τὰ χεί­λη, θέ­λει νὰ πεῖ κά­τι, ἀλ­λὰ μέ­νει βου­βός. Γιὰ πάν­τα…


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Manuel Espada, Per­so­na­jes se­cun­da­ri­os [Δευ­τε­ρεύ­ον­τες ρό­λοι], ἐκ­δό­σεις me­no­scu­ar­to, 2015.

Μα­νου­ὲλ ­σπά­δα (ManuelEspada) (Σα­λα­μάν­κα, 1974). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (El des­gu­ace, 2007 καὶ Fu­era de te­ma­rio, 2010). Τὸ Zoom (Ἐκ­δό­σεις Pa­re­nte­sis, 2011) εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο του μὲ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μὲ τὸ εἶ­δος ἤ­δη δε­κα­τρί­α χρό­νια πρὶν στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Radio 3, «El ojo de ya ve», κι ἔ­χει κερ­δί­σει πά­νω ἀ­πὸ δώ­δε­κα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Εἶ­ναι δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ γρά­φει τὸ blog La es­pa­da o­xi­da­da

(www.manuespada.-blogspot.com). Βλ. περισσότερα ἐδῶ.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της ἰ­σπα­νό­φω­νων λο­γο­τε­χνῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ e-poema, Ποι­εῖν καὶ Τὸ Δέν­τρο. Γιὰ τὸ ἰ­στο­λό­γιό μας, ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Μα­νου­ὲλ Ἐ­σπά­δα καὶ με­τά­φρα­σε δι­η­γή­μα­τα τοῦ Κα­τα­λα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Κὶμ Μουν­ζό.

Κὶμ Μονζό (Quim Monzó): Ρωσικὲς κοῦκλες

Monzo,Quim-RosikesKoukles-Eikona-02


Κὶμ Μουνζό (Quim Monzó)

 

Ρωσικὲς κοῦκλες

(Nines russes)


 02-DeltaΙΑΣΧΙΖΕΙ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ τὰ λι­βά­δια, κρύ­βε­ται ἀ­νά­με­σα στὰ ψη­λὰ χόρ­τα, πί­σω ἀ­πὸ τοὺς κί­ο­νες. Τὸ σπί­τι βρί­σκε­ται κά­θε φο­ρὰ καὶ πιὸ μα­κριά. Στὰ δε­ξιὰ τοῦ δρό­μου, δέν­τρα κα­τὰ μῆ­κος τῆς λί­μνης καί, κά­που κά­που, μιὰ πι­να­κί­δα ἀ­πὸ ἄ­σπρο ξύ­λο μὲ μαῦ­ρα γράμ­μα­τα: BADEN VERBOTEN. Ὅ­λα τὰ μι­κρὰ μο­νο­πά­τια, κά­θε­τα στὸ κεν­τρι­κό, τε­λει­ώ­νουν σὲ σκά­λες ποὺ βυ­θί­ζον­ται στὴ λί­μνη, μὲ κου­πα­στὲς δι­α­κο­σμη­μέ­νες μὲ πέ­τρι­να βά­ζα καὶ λου­λού­δια. Ἀγ­κο­μα­χεῖ. Ἱ­δρώ­νει. Εἶ­ναι πο­λὺ κου­ρα­σμέ­νος. Στη­ρί­ζε­ται στὴν κου­πα­στή. Κοι­τᾶ πρὸς τὰ πί­σω καὶ πρὸς τὸ νε­ρό, ἐ­ναλ­λὰξ καὶ ἀ­νή­συ­χα. Τώ­ρα περ­πα­τᾶ, πη­γαί­νον­τας γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ λί­μνη μέ­χρι τὴν προ­βλή­τα ποὺ εἶ­ναι ἔ­ρη­μη. Πα­ρα­τη­ρεῖ τὸν ὁ­ρί­ζον­τα. Ξέ­ρει ὅ­τι, ἂν ἀρ­γή­σουν πο­λύ, θὰ τὸν πιά­σουν. Γυρ­νᾶ πί­σω πρὸς τὶς σκά­λες. Πη­δά­ει τὴν κου­πα­στή. Κρύ­βε­ται μέ­σα στὰ δέν­τρα. Ἀ­πὸ κεῖ δι­α­κρί­νει τὴ λί­μνη. Εἶ­ναι ἀ­νυ­πό­μο­νος. Κοι­τά­ει συ­νε­χῶς τὸ ρο­λό­ι. Δὲν ἔ­χει πε­ρά­σει πολ­λὴ ὥ­ρα, ὅ­ταν ἀ­κού­ει ἕ­να θό­ρυ­βο ποὺ ἐ­ξα­πλώ­νε­ται: στὸ βά­θος, με­τα­ξὺ τῶν σκού­ρων μπλὲ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τοῦ νε­ροῦ, ἐμ­φα­νί­ζε­ται μιὰ ἐ­ξω­λέμ­βιος. Ἕ­να που­λὶ σχί­ζει τὸν ἀ­έ­ρα. Ση­κώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος. Μὲ πολ­λὴ προ­σο­χή, πα­ρα­με­ρί­ζει τὰ κλα­διά, κοι­τᾶ πρὸς τὸν δρό­μο, πη­δᾶ τὴν κου­πα­στή. Κα­θὼς κα­τε­βαί­νει τὴν πέ­τρι­νη σκά­λα ποὺ μᾶλ­λον ὁ­δη­γεῖ στὴν προ­βλή­τα, ἀ­κού­ει πί­σω του ἕ­να θό­ρυ­βο. Γυρ­νᾶ τὸ κε­φά­λι: ἡ με­λα­χρι­νὴ κο­πέ­λα, μὲ τὰ σκοῦ­ρα γυα­λιά, τὸν ση­μα­δεύ­ει μὲ ἕ­να πι­στό­λι. Ἡ μου­σι­κὴ δυ­να­μώ­νει. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει νὰ τρέ­χει πρὸς τὸ νε­ρό.

       Ἡ ὀ­θό­νη γί­νε­ται μαύ­ρη, ἔ­πει­τα λευ­κή. Ὁ κό­σμος σφυ­ρί­ζει. Κά­ποι­οι φω­νά­ζουν. Ἀ­νά­βουν τὰ φῶ­τα. Γιὰ λί­γη ὥ­ρα χα­μη­λώ­νει ὁ θό­ρυ­βος. Ἔ­πει­τα περ­νοῦν δέ­κα ἀρ­γὰ λε­πτά, κα­τὰ τὰ ὁ­ποῖ­α τὸ κοι­νὸ γλι­στρᾶ ἀ­πὸ τὴν σχε­τι­κὰ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὴ ἀ­να­μο­νὴ στὴν ἐ­νό­χλη­ση: χτυ­πᾶ τὰ πό­δια καὶ ζη­τᾶ ἐ­ξη­γή­σεις. Σύγ­χυ­ση δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὅ­ταν ἐ­πι­τέ­λους ἕ­νας ἀν­τι­πρό­σω­πος κα­τε­βαί­νει νὰ δι­και­ο­λο­γη­θεῖ, σα­στι­σμέ­νος, καὶ ἐ­ξη­γεῖ πὼς συ­νέ­βη κά­τι πα­ρά­ξε­νο: τὸ τέ­λος τῆς ται­νί­ας δὲν ὑ­πάρ­χει. Καὶ δὲν φαί­νε­ται, προ­σθέ­τει, νὰ τὸ ἔ­χει κό­ψει κά­ποι­ος, για­τὶ, χω­ρὶς κα­νέ­να ρα­κόρ, με­τὰ ἀ­πὸ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες εἰ­κό­νες ποὺ προ­βλή­θη­καν, ὑ­πάρ­χει ἕ­να με­γά­λο κομ­μά­τι μαύ­ρου φίλμ. Ζη­τᾶ εἰ­λι­κρι­νὰ συγ­γνώ­μη γιὰ τὴν ἐ­νό­χλη­ση, κυ­ρί­ως για­τὶ κα­τα­νο­εῖ ὅ­τι γε­γο­νό­τα ὅ­πως αὐ­τὸ εἶ­ναι δυ­σά­ρε­στα, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς πρώ­της προ­βο­λῆς. Κα­τα­λή­γει ὅ­τι τὸ κα­λύ­τε­ρο ποὺ ἔ­χει νὰ κά­νει κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς συν­θῆ­κες εἶ­ναι νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει τὰ χρή­μα­τα τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρα­κα­λεῖ τὸ κοι­νὸ νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὴν αἴ­θου­σα μὲ σει­ρὰ καὶ νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἐκ­δο­τή­ρια. Προ­σθέ­τει πὼς μί­λη­σαν μὲ τὴν ἑ­ται­ρεί­α δι­α­νο­μῆς, ἡ ὁ­ποί­α δι­α­βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι δὲν γνω­ρί­ζει τί­πο­τα καὶ ὑ­πό­σχε­ται νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σει μὲ τὴν ἑ­ται­ρεί­α πα­ρα­γω­γῆς μὲ τὴν πρώ­τη εὐ­και­ρί­α. Ὁ ἀν­τι­πρό­σω­πος τῆς ἑ­ται­ρεί­ας κά­νει στὸ τέ­λος μί­α χει­ρο­νο­μί­α ἀ­πό­γνω­σης καὶ φεύ­γει. Με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ ἔ­κρη­ξη πα­ρα­πό­νων, τὸ κοι­νὸ βγαί­νει ἀρ­γά. Ὁ θε­α­τὴς (ἕ­νας ἀ­π’ ὅ­λους: ἕ­νας ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε) χα­σμου­ρι­έ­ται, ση­κώ­νε­ται νω­θρά, βγαί­νει στὴν εἴ­σο­δο. Ἡ οὐ­ρὰ γιὰ τὸ ἀν­τί­τι­μο τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου στὰ ἐκ­δο­τή­ρια μπλέ­κε­ται μὲ ἐ­κεί­νη ὅ­σων πε­ρί­με­ναν γιὰ τὴν ἑ­πό­με­νη προ­βο­λὴ καὶ ποὺ τώ­ρα, μπερ­δε­μέ­νοι, δὲν ἀ­πο­φα­σί­ζουν νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψουν τὴν προ­νο­μι­ού­χα θέ­ση ποὺ τοὺς ἐ­ξα­σφά­λι­σε ἡ ἀ­να­μο­νή τους. Ὁ ἄν­θρω­πός μας δὲν ἔ­χει ὄ­ρε­ξη νὰ πε­ρι­μέ­νει: θε­ω­ρεῖ τὰ χρή­μα­τά του χα­μέ­να καὶ ἀ­νη­φο­ρί­ζει τὸ δρό­μο. Στὰ μι­σὰ τῆς οὐ­ρᾶς ἀ­κού­ει πὼς τὰ νέ­α φτά­νουν δι­α­στρε­βλω­μέ­να: λέ­νε πὼς κά­ποι­ος ἔ­κλε­ψε τὸ φὶλμ μὲ τὴν πρό­θε­ση νὰ κα­τα­φέ­ρει νὰ προ­ω­θή­σει ἕ­να κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ πρό­τζε­κτ ποὺ δὲν εἶ­χε βρεῖ στή­ρι­ξη ἀ­πὸ κα­μί­α ἑ­ται­ρεί­α πα­ρα­γω­γῆς. Στὸ τέ­λος τῆς οὐ­ρᾶς τὰ νέ­α κυ­κλο­φο­ροῦν τε­λεί­ως ἀλ­λοι­ω­μέ­να: λέ­νε πὼς κά­ποι­ος τη­λε­φώ­νη­σε στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο γιὰ νὰ πεῖ ὅ­τι στὸ κτί­ριο εἶ­χε το­πο­θε­τη­θεῖ βόμ­βα. Ὁ κό­σμος δι­α­λύ­ε­ται στοὺς πα­ρά­πλευ­ρους δρό­μους, δι­α­κρι­τι­κὰ ἀ­να­στα­τω­μέ­νος. Ἐ­κεῖ­νος μπαί­νει στὸ αὐ­το­κί­νη­το, βά­ζει μπρο­στά. Ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­κού­γε­ται ὁ Dizzy Gillespie. Ἐ­πι­λέ­γει δρό­μους τῶν προ­α­στί­ων, κα­λυμ­μέ­νους μὲ μί­α ἀ­δι­α­πέ­ρα­στη λευ­κὴ ὁ­μί­χλη. Τώ­ρα, ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, ἕ­νας τραυ­λὸς δη­μο­σι­ο­γρά­φος παίρ­νει συ­νέν­τευ­ξη ἀ­πὸ μιὰ γυ­ναί­κα χω­ρὶς χέ­ρια ποὺ γέν­νη­σε ἕ­να παι­δὶ χω­ρὶς πό­δια. Ὁ ὁ­μι­λη­τὴς συμ­πε­ραί­νει ξαφ­νι­α­σμέ­νος ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει Πέμ­πτη χω­ρὶς Πα­ρα­σκευ­ή, κι ἀ­μέ­σως, βά­ζει ξα­νὰ Gillespie, τὸ Russian Lullaby, τρα­γού­δι ποὺ ὁ ἄν­τρας ἀ­κού­ει ἐ­πί­σης (καὶ ξαφ­νι­ά­ζε­ται) ὡς μου­σι­κὴ ὑ­πό­κρου­ση στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο ποὺ μό­λις μπαί­νει. Μό­λις κά­θε­ται στὸ τρα­πέ­ζι, πα­ραγ­γέλ­νει ἕ­να γα­στρο­νο­μι­κὸ πα­λίν­δρο­μο (γιὰ πρῶ­το πιά­το, πε­πό­νι μὲ προ­σοῦ­το· γιὰ δεύ­τε­ρο, ζαμ­πόν· γιὰ ἐ­πι­δόρ­πιο, πε­πό­νι) μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ κα­τα­πλή­ξει τὸν μέ­τρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡ­στό­σο δὲν φαί­νε­ται δι­α­τε­θει­μέ­νος νὰ ἀ­φή­σει νὰ τὸν ἐκ­πλή­ξουν τό­σο εὔ­κο­λα. Σὲ ἕ­να δι­πλα­νὸ τρα­πέ­ζι, κά­ποι­ος μι­λᾶ γιὰ μιὰ Αὐ­στρα­λὴ ποὺ ἀ­σκεῖ τη­λε­πά­θεια καὶ πού, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νη, ξύ­πνη­σε ἀ­πὸ ἕ­να ὄ­νει­ρο τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ποὺ ἕ­νας συ­νά­δελ­φός της, Ἐλ­βε­τός, ἔ­παιρ­νε μιὰ με­γά­λη τρο­μά­ρα ἀ­πὸ μιὰ παι­χνι­διά­ρα ἀ­νι­ψιὰ ποὺ ἀ­ρε­σκό­ταν σὲ ἀ­κραῖ­ες με­ταμ­φι­έ­σεις. Ὁ ἄν­θρω­πός μας γε­λᾶ καὶ τὸ γέ­λιο δυ­να­μώ­νει ὅ­ση ὥ­ρα δει­πνεῖ, μέ­χρι πού, στὸ ἐ­πι­δόρ­πιο, εἶ­ναι ἕ­νας πί­δα­κας ἀ­πὸ κου­δου­νί­σμα­τα καὶ κύμ­βα­λα ποὺ ἀν­τη­χοῦν σὲ ὅ­λα τα μπουν­τρού­μια τοῦ κά­στρου.

       Τὸ ξυ­πνη­τή­ρι. Ση­κώ­νε­ται μὲ νω­θρό­τη­τα, πλέ­νε­ται, ξυ­ρί­ζε­ται, ντύ­νε­ται. Παίρ­νει τὸ πρω­ι­νό του στὸ μπὰρ ἀ­πέ­ναν­τι. Ἔ­πει­τα μπαί­νει στὸ αὐ­το­κί­νη­το: ἡ πό­λη σύν­το­μα μέ­νει πί­σω καὶ γιὰ δέ­κα λε­πτὰ ὁ αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μος εἶ­ναι ἄ­δει­ος. Βλέ­πει τὸ σπί­τι στὸ βά­θος. Σταθ­μεύ­ει κα­λὰ στὴν ἄ­κρη. Στὰ δε­ξιὰ τοῦ δρό­μου, δέν­τρα κα­τὰ μῆ­κος τῆς λί­μνης. Στὶς ὄ­χθες της, προ­βο­λεῖς, κα­λώ­δια καὶ πί­να­κες μὲ πρί­ζες.

       Τὸν πε­ρί­με­ναν ἐ­δῶ καὶ κά­ποι­α ὥ­ρα. Ἀλ­λά­ζει στὴ στιγ­μή. Τὸν μα­κι­γιά­ρουν. Ὁ σκη­νο­θέ­της δί­νει ἐν­το­λὴ νὰ ἀρ­χί­σουν τὸ γύ­ρι­σμα. Ἐ­κεῖ­νος κρύ­βε­ται μέ­σα στὰ δέν­τρα. Γυ­ρί­ζουν δι­ά­φο­ρα πλά­να. Ἔ­πει­τα πη­δᾶ τὴν κου­πα­στή. Τὸ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει δύ­ο φο­ρές. Κα­θὼς κα­τε­βαί­νει τὴν πέ­τρι­νη σκά­λα, ἀ­κού­ει ἕ­να θό­ρυ­βο πί­σω του· γυρ­νᾶ τὸ κε­φά­λι: ἡ με­λα­χρι­νὴ κο­πέ­λα, μὲ τὰ σκοῦ­ρα γυα­λιά, τὸν ση­μα­δεύ­ει μὲ ἕ­να πι­στό­λι. Ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει νὰ τρέ­χει πρὸς τὸ νε­ρό. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν τὴ σκη­νή: δύ­ο φο­ρὲς ἡ κο­πέ­λα ση­μα­δεύ­ει μὲ τὸ πι­στό­λι κι ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει νὰ τρέ­χει. Ὁ σκη­νο­θέ­της δὲν μέ­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος. Τὸ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν γιὰ τρί­τη φο­ρά: ἡ κο­πέ­λα τὸν ση­μα­δεύ­ει μὲ τὸ πι­στό­λι, ἐ­κεῖ­νος ἀρ­χί­ζει νὰ τρέ­χει πρὸς τὸ νε­ρό. Ὁ σκη­νο­θέ­της δὲν δι­α­κό­πτει τὸ γύ­ρι­σμα. Ἡ κο­πέ­λα πυ­ρο­βο­λεῖ. Ὁ ἠ­θο­ποι­ὸς πέ­φτει στὸ ἔ­δα­φος.

       Στὴν αἴ­θου­σα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου κυ­ρια­ρχεῖ μιὰ στιγ­μὴ σύγ­χυ­σης: ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς θε­α­τὲς ἔ­χει πέ­σει κι αὐ­τὸς στὸ ἔ­δα­φος. Τὸν με­τα­φέ­ρουν καὶ ἡ ται­νί­α τε­λει­ώ­νει ἀ­μέ­σως με­τά.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Olivetti, Moulinex, Chaffoteaux et Maury (ἔκδ. Crema,1980).

Κὶμ Μουν­ζὸ (Quim Monzó) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1952). Κα­τα­λα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας μυ­θι­στο­ρη­μά­των καὶ δι­η­γη­μά­των, καὶ ἀρ­θρο­γρά­φος. Τὰ ἔρ­γα του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι γλῶσ­σες. Ὁ ἴ­διος ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων, ὅ­πως οἱ Ἄρ­θουρ Μίλ­λερ, Τρού­μαν Κα­πό­τε καὶ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ, πρὸς τὰ κα­τα­λα­νι­κά. Ἔ­χει κερ­δί­σει δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ αὐ­τῶν τὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῆς Serra d’ Or τὸ 1981 γιὰ τὸ βι­βλί­ο Olivetti, Moulinex, Chaffoteaux et Maury, τὸ Βρα­βεῖ­ο Κα­τα­λα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων καὶ τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τὸ 2000 γιὰ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Vuitantasis contes. Tὸ 2007 τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε ἡ ἐ­ναρ­κτή­ριος ὁ­μι­λί­α γιὰ τὴν Δι­ε­θνῆ Ἔκ­θε­ση Βι­βλί­ου τῆς Φραν­κφούρ­της, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­ψε σὲ μορ­φὴ δι­η­γή­μα­τος. Εἶ­ναι τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας La Vanguardia.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της Ἰ­σπα­νῶν ποι­η­τῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό e-poema. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέα Μανου­ὲλ Ἐ­σπά­δα.

 

Κὶμ Μουνζό (Quim Monzó): Ἡ Μοναρχία

Monzo,Quim-IMonarchia-Eikona-01

Κὶμ Μουνζό (Quim Monzó)


 

Μοναρχία

 

(La Monarquia)

 


11-Omikron-Field_of_Boliauns_-_Initial_letterΛΑ ΣΥΝΕΒΗΣΑΝ χά­ρη σὲ κεῖ­νο τὸ γο­βά­κι ποὺ ἔ­χα­σε ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γει βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ χο­ρὸ για­τί στὶς δώ­δε­κα λύ­νον­ταν τὰ μά­για, τὸ φου­στά­νι γι­νό­ταν πά­λι κου­ρέ­λια, ἡ ἅ­μα­ξα ἔ­παυ­ε νὰ εἶ­ναι ἅ­μα­ξα καὶ γι­νό­ταν πά­λι κο­λο­κύ­θα, τὰ ἄ­λο­γα πον­τί­κια, καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Πάν­τα τῆς φαι­νό­ταν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο πῶς μό­νο σὲ ἐ­κεί­νη ταί­ρια­ζε τὸ γο­βά­κι τέ­λεια, δι­ό­τι τὸ πό­δι της (νού­με­ρο 36) δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου ἀ­συ­νή­θι­στο καὶ ἄλ­λες κο­πέ­λες στὴ χώ­ρα θὰ εἶ­χαν τὸ ἴ­διο νού­με­ρο. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­ται τὸ ξαφ­νι­α­σμέ­νο πρό­σω­πο τῶν δύ­ο ἑ­τε­ρο­θα­λῶν ἀ­δερ­φῶν της, ὅ­ταν εἶ­δαν ὅ­τι ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ποὺ παν­τρευ­ό­ταν μὲ τὸν πρίγ­κι­πα καὶ ποὺ (με­ρι­κὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν οἱ βα­σι­λιά­δες πέ­θα­ναν) γι­νό­ταν ἡ νέ­α βα­σί­λισ­σα.

       Ὁ βα­σι­λιὰς ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας σύ­ζυ­γος στορ­γι­κὸς καὶ θερ­μός. Εἶ­χαν μιὰ ὀ­νει­ρε­μέ­νη ζω­ὴ μέ­χρι τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε, στὸ βα­σι­λι­κὸ που­κά­μι­σο, ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κρα­γιόν. Ἡ γῆ γκρε­μί­στη­κε κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Τί τα­ρα­χή! Πῶς ἔ­πρε­πε νὰ ἀν­τι­δρά­σει, ἐ­κεί­νη, ποὺ πάν­τα συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ χω­ρὶς κα­κί­α, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τὴ προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη;

       Ὅ­τι ὁ βα­σι­λιὰς εἶ­χε μί­α ἐ­ρω­μέ­νη ἦ­ταν σί­γου­ρο. Ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κρα­γιὸν στὸ που­κά­μι­σο πάν­τα ἦ­ταν μί­α ξε­κά­θα­ρη ἀ­πό­δει­ξη μοι­χεί­ας. Ποιά μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι, ἡ ἐ­ρω­μέ­νη τοῦ συ­ζύ­γου της; Πρέ­πει νὰ τοῦ πεῖ ὅ­τι τὸ ἀ­να­κά­λυ­ψε ἢ κα­λύ­τε­ρα νὰ προ­σποι­η­θεῖ, ὅ­πως ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι ἡ πα­ρά­δο­ση γιὰ τὶς βα­σί­λισ­σες, σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, γιὰ νὰ μὴ θέ­σουν σὲ κίν­δυ­νο τὸ θε­σμὸ τῆς μο­ναρ­χί­ας; Καὶ για­τί ἔ­ψα­ξε γιὰ ἐ­ρω­μέ­νη, ὁ βα­σι­λιάς; Εἶ­ναι ποὺ δὲν τὸν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ ἀρ­κε­τὰ ἐ­κεί­νη; Ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ἀρ­νεῖ­ται πρα­κτι­κὲς ποὺ θε­ω­ρεῖ δι­ε­στραμ­μέ­νες (σο­δο­μι­σμὸ καὶ χρυ­σὴ βρο­χή, κα­τὰ βά­ση) ὁ σύ­ζυ­γός της τὶς ἀ­να­ζη­τεῖ ἐ­κτὸς σπι­τιοῦ;

       Ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ σι­ω­πή­σει. Σι­ω­πᾶ καὶ ὅ­ταν ὁ βα­σι­λιὰς ἐ­πι­στρέ­φει στὴν βα­σι­λι­κὴ κά­μα­ρα στὶς ὀ­χτὼ τὸ πρω­ί, μὲ χον­τρὰ γυα­λιὰ καὶ ἄ­ρω­μα γυ­ναί­κας. (Ποῦ συ­ναν­τι­οῦν­ται; Σὲ κά­ποι­ο ξε­νο­δο­χεῖ­ο, στὸ σπί­τι ἐ­κεί­νης, στὸ ἴ­διο τὸ πα­λά­τι; Ὑ­πάρ­χουν τό­σα δω­μά­τια, σὲ αὐ­τὸ τὸ πα­λά­τι, ποὺ εὔ­κο­λα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει τὴν ἐ­ρω­μέ­νη σὲ κά­ποι­ο ἀ­πὸ τὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει.) Δὲν λέ­ει τί­πο­τα οὔ­τε ὅ­ταν οἱ σαρ­κι­κὲς ἐ­πα­φὲς ποὺ πρὶν συ­νέ­βαι­ναν μὲ στα­θε­ρό­τη­τα με­τρο­νό­μου (μιὰ νύ­χτα ναί, μί­α ὄ­χι) ἀ­ραι­ώ­νουν μέ­χρι ποὺ μί­α μέ­ρα συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι ἔ­χουν πε­ρά­σει πά­νω ἀ­πὸ δύ­ο μῆ­νες ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρά.

       Κλαί­ει σι­ω­πη­λά, στὸ βα­σι­λι­κὸ δω­μά­τιο, κά­θε βρά­δυ· για­τὶ πλέ­ον, κα­νέ­να βρά­δυ ὁ βα­σι­λιὰς δὲν πη­γαί­νει στὸ κρε­βά­τι μα­ζί της. Ἡ μο­να­ξιὰ τὴν πλη­γώ­νει. Θὰ προ­τι­μοῦ­σε νὰ μὴν εἶ­χε πά­ει πο­τὲ στὸν χο­ρό, ἢ τὸ πό­δι κά­ποι­ας ἄλ­λης κο­πέ­λας νὰ εἶ­χε ται­ριά­ξει μὲ τὸ γο­βά­κι ἀν­τὶ γιὰ ἐ­κεί­νης. Ἔ­τσι, ἔ­χον­τας ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του, ὁ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ πρίγ­κι­πα δὲν θὰ εἶ­χε φτά­σει πο­τὲ σπί­τι της. Καί, ἂν εἶ­χε φτά­σει, θὰ προ­τι­μοῦ­σε, τε­λι­κῶς, κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς ἀ­δερ­φές της νὰ φο­ροῦ­σε τὸ 36, ἀν­τὶ γιὰ 40 καὶ 41, νού­με­ρα πο­λὺ με­γά­λα γιὰ κο­πέ­λα. Ἔ­τσι, ὁ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος δὲν θὰ εἶ­χε κά­νει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ τώ­ρα, κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α τοῦ συ­ζύ­γου, τῆς φαί­νε­ται προ­φη­τι­κή: ἂν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη κο­πέ­λα στὸ σπί­τι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν μη­τριὰ καὶ τὶς δύ­ο ἑ­τε­ρο­θα­λεῖς ἀ­δερ­φές.

       Τί νό­η­μα ἔ­χει νὰ εἶ­ναι βα­σί­λισ­σα ἂν δὲν ἔ­χει τὴν ἀ­γά­πη τοῦ βα­σι­λιᾶ; Θὰ ἔ­δι­νε τὰ πάν­τα γιὰ νὰ εἶ­ναι ἡ γυ­ναί­κα μὲ τὴν ὁ­ποί­α ὁ βα­σι­λιὰς συ­νευ­ρί­σκε­ται ἐ­ξω­συ­ζυ­γι­κά. Χί­λι­ες φο­ρὲς θὰ προ­τι­μοῦ­σε νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ στὶς νύ­χτες πα­ρά­νο­μης ἀ­γά­πης τοῦ μο­νάρ­χη πα­ρὰ νὰ ξα­πλώ­νει στὸ ἄ­δει­ο συ­ζυ­γι­κὸ κρε­βά­τι. Κα­λύ­τε­ρα ἐ­πι­θυ­μη­τὴ πα­ρὰ βα­σί­λισ­σα.

       Ἡ πα­λιὰ ὑ­πη­ρέ­τρια ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ βο­λευ­τεῖ μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση καὶ νὰ μὴν πεῖ στὸν βα­σι­λιὰ τί ἔ­χει ἀ­να­κα­λύ­ψει. Θὰ δρά­σει μὲ σι­βυλ­λι­κὸ τρό­πο. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη τὸ βρά­δυ, ὅ­ταν με­τὰ τὸ δεῖ­πνο ὁ βα­σι­λιὰς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μὲ τρό­πο, τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ κρυ­φά. Τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ μέ­σα ἀ­πὸ δι­α­δρό­μους ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει, ἀ­πὸ πτέ­ρυ­γες τοῦ πα­λα­τιοῦ ποὺ ἀ­γνο­εῖ, ἀ­πὸ δι­α­με­ρί­σμα­τα ποὺ οὔ­τε κὰν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν. Ὁ βα­σι­λιὰς προ­η­γεῖ­ται μὲ ἕ­να δαυ­λό. Τε­λι­κὰ κλεί­νε­ται σὲ ἕ­να δω­μά­τιο καὶ ἐ­κεί­νη μέ­νει στὸ δι­ά­δρο­μο, στὶς σκι­ές. Ἀ­μέ­σως ἀ­κού­ει φω­νὲς ποὺ φτά­νουν ἀ­πὸ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τοῦ δω­μα­τί­ου. Τοῦ συ­ζύ­γου της, σί­γου­ρα. Καὶ τὸ κα­κα­ρι­στὸ γέ­λιο μιᾶς γυ­ναί­κας. Ἀλ­λὰ πά­νω ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ γέ­λιο ἀ­κού­ει καὶ τὴ φω­νὴ μιᾶς ἄλ­λης γυ­ναί­κας. Εἶ­ναι μὲ δύ­ο; Σι­γὰ σι­γά, προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κά­νει θό­ρυ­βο, ἀ­νοί­γει λί­γο τὴν πόρ­τα. Ξα­πλώ­νει στὸ ἔ­δα­φος ὥ­στε νὰ μὴν τὴν βλέ­πουν ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι· μπαί­νει ἡ μι­σὴ μέ­σα στὸ δω­μά­τιο. Στοὺς τοί­χους, τὸ φῶς ἀ­πὸ τὰ καν­τη­λέ­ρια προ­βάλ­λει τὶς σκι­ὲς τῶν τρι­ῶν σω­μά­των ποὺ ἑ­νώ­νον­ται. Θὰ ἤ­θε­λε νὰ ση­κω­θεῖ γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός εἶ­ναι στὸ κρε­βά­τι, για­τὶ τὰ γέ­λια καὶ τὰ μουρ­μου­ρη­τὰ δὲν τῆς ἐ­πι­τρέ­πουν νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὶς γυ­ναῖ­κες. Ἀ­πὸ κεῖ ποὺ βρί­σκε­ται, ξα­πλω­μέ­νη στὸ πά­τω­μα, δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρα· μο­νά­χα βλέ­πει, στὰ πό­δια τοῦ κρε­βα­τιοῦ, πε­τα­μέ­να ὅ­πως νά ‘ναι, τὰ πα­πού­τσια τοῦ συ­ζύ­γου της καὶ δύ­ο ζευ­γά­ρια γυ­ναι­κεῖ­α πα­πού­τσια, μὲ ψη­λὸ τα­κού­νι, τὸ ἕ­να μαῦ­ρο, νού­με­ρο 40, καὶ τὸ ἄλ­λο κόκ­κι­νο, νού­με­ρο 41.


 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 


Πηγή: Δημοσιεύτηκε στὸ El per­què de tot ple­gat, Βαρ­κε­λώ­νη: Quaderns Cre­ma, 1999.

Κὶμ Μουν­ζὸ (Quim Monzó) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1952). Κα­τα­λα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας μυ­θι­στο­ρη­μά­των καὶ δι­η­γη­μά­των, καὶ ἀρ­θρο­γρά­φος. Τὰ ἔρ­γα του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι γλῶσ­σες. Ὁ ἴ­διος ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων, ὅ­πως οἱ Ἄρ­θουρ Μίλ­λερ, Τρού­μαν Κα­πό­τε καὶ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ, πρὸς τὰ κα­τα­λα­νι­κά. Ἔ­χει κερ­δί­σει δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ αὐ­τῶν τὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῆς Serra d’ Or τὸ 1981 γιὰ τὸ βι­βλί­ο Olivetti, Moulinex, Chaffoteaux et Maury, τὸ Βρα­βεῖ­ο Κα­τα­λα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων καὶ τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τὸ 2000 γιὰ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Vuitantasis contes. Tὸ 2007 τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε ἡ ἐ­ναρ­κτή­ριος ὁ­μι­λί­α γιὰ τὴν Δι­ε­θνῆ Ἔκ­θε­ση Βι­βλί­ου τῆς Φραν­κφούρ­της, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­ψε σὲ μορ­φὴ δι­η­γή­μα­τος. Εἶ­ναι τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας La Vanguardia.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της Ἰ­σπα­νῶν ποι­η­τῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό e-poema. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέα Μανου­ὲλ Ἐ­σπά­δα.



		

	

Κὶμ Μουνζό (Quim Monzó): Ἔγγαμος βίος


Monzo,Quim-EggamosBios-Eikona-01a


Κὶμ Μουνζό (Quim Monzó)


Ἔγγαμος βίος

(Vida matrimonial)


01-GammaΙΑ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΟΥΝ κά­ποι­α ἔγ­γρα­φα, ὁ Ζγκ­ντ καὶ ἡ Μπστ (παν­τρε­μέ­νοι ἐ­δῶ καὶ ὀ­χτὼ χρό­νια), ἔ­πρε­πε νὰ πᾶ­νε σὲ κά­ποι­α μα­κρι­νὴ πό­λη. Ἔ­φτα­σαν ἐ­κεῖ το βρα­δά­κι. Κα­θὼς μέ­χρι τὴν ἑ­πο­μέ­νη δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­πι­λύ­σουν τὸ ζή­τη­μα, ψά­χνουν ἕ­να ξε­νο­δο­χεῖ­ο γιὰ νὰ πε­ρά­σουν τὴ νύ­χτα. Τοὺς δί­νουν ἕ­να δω­μά­τιο μὲ δύ­ο μο­νὰ κρε­βά­τια, δύ­ο κο­μο­δί­να, ἕ­να σε­κρε­τὲρ (ὑ­πάρ­χουν φά­κε­λοι καὶ ἐ­πι­στο­λό­χαρ­τα μὲ τὸ λο­γό­τυ­πο τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου, σὲ ἕ­να ντο­σι­έ), μί­α κα­ρέ­κλα καὶ ἕ­να μι­κρὸ μπὰρ μὲ μί­α τη­λε­ό­ρα­ση ἐ­πά­νω. Δει­πνοῦν, κά­νουν βόλ­τα στὴν ὄ­χθη τοῦ πο­τα­μοῦ κι ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­φουν στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο, ὁ κα­θέ­νας ξα­πλώ­νει στὸ κρε­βά­τι του καὶ βγά­ζει ἕ­να βι­βλίο.

       Λί­γα λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­κοῦν πὼς στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο πη­δι­οῦν­ται. Ἀ­κοῦν κα­θα­ρὰ τὸ τρί­ξι­μο τοῦ σο­μι­έ, τὰ βογ­κη­τὰ τῆς γυ­ναί­κας καί, πιὸ χα­μη­λά, τὸ λα­χά­νια­σμα τοῦ ἄν­τρα. Ὁ Ζγκ­ντ καὶ ἡ Μπστ κοι­τι­οῦν­ται, χα­μο­γε­λοῦν, κά­νουν κά­ποι­ο ἀ­στεῖ­ο σχό­λιο, κα­λη­νυ­χτί­ζουν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον καὶ σβή­νουν τὸ φῶς. Ὁ Ζγκ­ντ, ξα­ναμ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ πή­δη­μα ποὺ ἀ­κό­μα ἀ­κού­γε­ται ἀ­πὸ τὸν τοῖ­χο, σκέ­φτε­ται νὰ πεῖ κά­τι στὴν Μπστ. Ἴ­σως νὰ ἔ­χει ἀ­νά­ψει κι ἐ­κεί­νη τό­σο ὅ­σο κι αὐ­τός. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πλη­σιά­σει, νὰ κα­θί­σει στὸ κρε­βά­τι, νὰ κά­νει κά­ποι­ο ἀ­στεῖ­ο γιὰ τοὺς γεί­το­νες τοῦ ἄλ­λου δω­μα­τί­ου καί, σὰν νὰ μὴ συμ­βαί­νει τί­πο­τα, νὰ τῆς χα­ϊ­δέ­ψει πρῶ­τα τα μαλ­λιὰ καὶ τὸ πρό­σω­πο, κι ἔ­πει­τα, τὸ στῆ­θος. Πο­λὺ πι­θα­νόν, ἡ Μπστ νὰ ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν ἀ­μέ­σως. Ἂν δὲν ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν ὅ­μως; Ἂν τοῦ ἀ­πο­μά­κρυ­νε τὸ χέ­ρι καὶ πλα­τά­γι­ζε τὴ γλώσ­σα ἤ, ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, τοῦ ἔ­λε­γε: «Δὲν ἔ­χω ὄ­ρε­ξη»; Πρὶν χρό­νια δὲν θὰ εἶ­χε δι­στά­σει. Θὰ ἤ­ξε­ρε, ἀ­κρι­βῶς πρὶν σβή­σουν τὸ φῶς, ἂν ἡ Μπστ εἶ­χε ὄ­ρε­ξη, ἂν τὰ βογ­κη­τὰ ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο τὴν εἶ­χαν ἀ­νά­ψει ἢ ὄ­χι. Ἀλ­λὰ τώ­ρα, με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια ἀ­ρα­χνι­ά­σμα­τος, τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο. Ὁ Ζγκντ ἀλ­λά­ζει πλευ­ρὸ καὶ αὐ­να­νί­ζε­ται προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κά­νει κα­θό­λου θό­ρυ­βο.

       Δέ­κα λε­πτὰ ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σε, ἡ Μπστ τὸν ρω­τᾶ ἂν κοι­μᾶ­ται. Ὁ Ζγκ­ντ τῆς ἁ­παν­τὰ πὼς ὄ­χι ἀ­κό­μη. Στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο δὲν βογ­κοῦν πιά. Τώ­ρα ἀ­κού­γε­ται μιὰ χα­μη­λό­φω­νη συ­ζή­τη­ση καὶ πνι­χτὰ γέ­λια. Ἡ Μπστ ση­κώ­νε­ται καὶ πη­γαί­νει πρὸς τὸ κρε­βά­τι τοῦ Ζγκ­ντ. Πα­ρα­με­ρί­ζει τὰ σεν­τό­νια, ξα­πλώ­νει καὶ ἀρ­χί­ζει νὰ τοῦ χα­ϊ­δεύ­ει τὴν πλά­τη. Τὸ χέ­ρι κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὴν πλά­τη πρὸς τὰ ὀ­πί­σθια. Χω­ρὶς πο­λὺ κου­ρά­γιο γιὰ νὰ τῆς πεῖ ὅ­τι μό­λις αὐ­να­νί­στη­κε, ὁ Ζγκ­ντ τῆς λέ­ει ὅ­τι δὲν ἔ­χει ὄ­ρε­ξη. Ἡ Μπστ στα­μα­τᾶ νὰ τὸν χα­ϊ­δεύ­ει. Ἀ­κο­λου­θεῖ μί­α σύν­το­μη σι­ω­πή, πο­λὺ μα­κρά, καὶ ἐ­πι­στρέ­φει στὸ κρε­βά­τι της. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­κού­ει πῶς πα­ρα­με­ρί­ζει τὰ σεν­τό­νια, πῶς ξα­πλώ­νει μέ­σα, πῶς ἀλ­λά­ζει πλευ­ρό. Σὲ κά­θε ἀλ­λα­γὴ πλευ­ροῦ, πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται οἱ τύ­ψεις τοῦ Ζγκ­ντ ποὺ αὐ­να­νί­στη­κε χω­ρὶς νὰ προ­σπα­θή­σει πρῶ­τα νὰ μά­θει ἂν ἡ Μπστ θὰ ἤ­θε­λε νὰ πη­δη­χτοῦν. Αἰ­σθά­νε­ται, ἐ­πί­σης, ἔ­νο­χος ποὺ δὲν τῆς εἶ­πε τὴν ἀ­λή­θεια. Τό­σο λί­γη ἐμ­πι­στο­σύ­νη ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σά τους, τό­σο ξέ­νοι ἔ­χουν γί­νει πλέ­ον, ποὺ οὔ­τε αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τῆς πεῖ; Ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι, ὅ­τι ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χει μιὰ σπί­θα ἐμ­πι­στο­σύ­νης, ὅ­τι ἴ­σως θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­σουν τὴ φλό­γα, παίρ­νει θάρ­ρος, γυρ­νᾶ πρὸς τὸ μέ­ρος της καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ ὅ­τι πρὶν με­ρι­κὰ λε­πτὰ εἶ­χε αὐ­να­νι­στεῖ, για­τὶ πί­στευ­ε πὼς ἐ­κεί­νη δὲν θὰ εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ πη­δη­χτοῦν. Ἡ Μπστ δὲν λέ­ει τί­πο­τα.

       Κά­ποι­α λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ Ζγκ­ντ ὑ­πο­θέ­τει, ἀ­πὸ τοὺς συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νους θο­ρύ­βους ποὺ φτά­νουν ὣς αὐ­τόν, ὅ­τι ἡ Μπστ αὐ­να­νί­ζε­ται. Ὁ Ζγκντ νι­ώ­θει μιὰ ἀ­πέ­ραν­τη θλί­ψη. Σκέ­φτε­ται ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι γκρο­τέ­σκα καὶ ἄ­δι­κη, καὶ ξε­σπᾶ σὲ κλά­μα­τα. Κλαί­ει μὲ τὸ πρό­σω­πο στὸ μα­ξι­λά­ρι, πι­έ­ζον­τάς το ὅ­σο πιὸ βα­θιὰ μπο­ρεῖ. Τὰ δά­κρυ­α εἶ­ναι ἄ­φθο­να καὶ ζε­στά. Κι ὅ­ταν ἀ­κού­ει ὅ­τι ἡ Μπστ πνί­γει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο βογ­κη­τὸ μὲ τὴν πα­λά­μη, φω­νά­ζει μὲ μιὰ φω­νὴ ποὺ εἶ­ναι ἡ φω­νὴ ποὺ ἐ­κεί­νη δαγ­κώ­νει.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Δημοσιεύτηκε στὸ El per­què de tot ple­gat, Βαρ­κε­λώ­νη: Quaderns Cre­ma, 1999.

Κὶμ Μουν­ζὸ (Quim Monzó) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1952). Κα­τα­λα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας μυ­θι­στο­ρη­μά­των καὶ δι­η­γη­μά­των, καὶ ἀρ­θρο­γρά­φος. Τὰ ἔρ­γα του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι γλῶσ­σες. Ὁ ἴ­διος ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων, ὅ­πως οἱ Ἄρ­θουρ Μίλ­λερ, Τρού­μαν Κα­πό­τε καὶ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ, πρὸς τὰ κα­τα­λα­νι­κά. Ἔ­χει κερ­δί­σει δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ αὐ­τῶν τὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῆς Serra d’ Or τὸ 1981 γιὰ τὸ βι­βλί­ο Olivetti, Moulinex, Chaffoteaux et Maury, τὸ Βρα­βεῖ­ο Κα­τα­λα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων καὶ τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τὸ 2000 γιὰ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Vuitantasis contes. Tὸ 2007 τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε ἡ ἐ­ναρ­κτή­ριος ὁ­μι­λί­α γιὰ τὴν Δι­ε­θνῆ Ἔκ­θε­ση Βι­βλί­ου τῆς Φραν­κφούρ­της, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­ψε σὲ μορ­φὴ δι­η­γή­μα­τος. Εἶ­ναι τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας La Vanguardia.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της Ἰ­σπα­νῶν ποι­η­τῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό e-poema. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέα Μανου­ὲλ Ἐ­σπά­δα.



		

	

Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada): Μιὰ συνέντευξη στὸ ἱστολόγιο «Πλανόδιον Ἱστορίες Μπονζάι»

.

07-Espada,Manuel-SynenteyksiStinDanaiTachtara-Eikona-01

.

Μανουὲλ Ἐσπάδα (ManuelEspada)

 .

Μιὰ συ­νέν­τευ­ξη στὴ Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ

γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο «Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι»

 .

Δ.Τ.: Εἶ­χες ἐκ­δώ­σει ἤ­δη δύ­ο βι­βλί­α μὲ δι­η­γή­μα­τα ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­στη­κε τὸ Ζούμ, τὸ πρῶ­το σου βι­βλί­ο μὲ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα. Σὲ τί ὀ­φεί­λε­ται αὐ­τὴ ἡ ἀλ­λα­γή, πῶς αὐ­τὸ τὸ εἶ­δος κέρ­δι­σε τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον σου;

M.O.: Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ξε­κί­νη­σα νὰ γρά­φω μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα πρὶν ἀ­πὸ τὰ δι­η­γή­μα­τα, ἀλ­λὰ πρῶ­τα ἐ­ξέ­δω­σα τὰ δεύ­τε­ρα, ἐ­πει­δὴ κέρ­δι­σα σὲ ἕ­να δι­α­γω­νι­σμὸ ποὺ εἶ­χε ὡς ἔ­πα­θλο τὴν ἔκ­δο­ση ἑ­νὸς βι­βλί­ου μὲ δι­η­γή­μα­τα. Ἔ­τσι προ­έ­κυ­ψε τὸ πρῶ­το μου βι­βλί­ο «El desguace». Ξε­κί­νη­σα νὰ γρά­φω μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἀρ­κε­τὰ νω­ρί­τε­ρα, πρὶν δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια πε­ρί­που, στὸ πλαί­σιο ἑ­νὸς ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νου προ­γράμ­μα­τος τῆς Ἰ­σπα­νι­κῆς Ἐ­θνι­κῆς Ρα­δι­ο­φω­νί­ας [Radio Nacional de Espana], στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐρ­γά­στη­κα ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Ὀ­νο­μα­ζό­ταν «El ojo de Yahve» καὶ μὲ τὰ χρό­νια με­τα­τρά­πη­κε σὲ πρό­γραμ­μα ἀ­να­φο­ρᾶς γιὰ τὸ ἀ­νε­ξάρ­τη­το ρα­δι­ό­φω­νο στὴν Ἱ­σπα­νί­α. Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα προ­σαρ­μό­ζε­ται τέ­λεια στὸ ρα­δι­ό­φω­νο κα­θὼς ἔ­χει τὸ κα­τάλ­λη­λο μέ­γε­θος γιὰ νὰ μὴν κου­ρά­σει τὸν ἀ­κρο­α­τὴ ποὺ δὲν εἶ­ναι συ­νη­θι­σμέ­νος στὶς μα­κρο­σκε­λεῖς σα­που­νό­πε­ρες ποὺ ἄ­κου­γαν οἱ πρό­γο­νοί μας, ὅ­ταν δὲν ὑ­πῆρ­χε ἡ τη­λε­ό­ρα­ση.

.

Δ.Τ.: Ὁ ὑ­πό­τι­τλος τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι «Ἑ­κα­τὸν καὶ κά­τι δι­η­γή­μα­τα ὑ­πὸ κλί­μα­κα». Πρό­κει­ται γιὰ δι­η­γή­μα­τα «ὑ­πὸ κλί­μα­κα» ἢ γιὰ ἕ­να και­νού­ριο εἶ­δος; Ποι­ὰ εἶ­ναι τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του;

M.O.: Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα ὑ­πάρ­χει ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἐ­φευ­ρέ­θη­κε ἡ γρα­φή. Στὴ Βί­βλο ὑ­πάρ­χουν τό­σα πολ­λὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ποὺ θὰ λέ­γα­με ὅ­τι τὸ βι­βλί­ο ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὶς θε­ω­ρή­σου­με μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ θρη­σκευ­τι­κό τους στοι­χεῖ­ο. Ὁ Δὸν Κι­χώ­της εἶ­ναι γε­μά­τος ἀ­πὸ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα, ἂν τὶς ἀ­πο­μο­νώ­σου­με ἀ­πὸ τὸ σύ­νο­λο. Ἀλ­λὰ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ εἴ­δους, ὡς ἔ­χει, εἶ­ναι πο­λὺ νέ­ο. Πα­λι­ό­τε­ρα ἔ­παιρ­νε δι­ά­φο­ρα ὀ­νό­μα­τα Μί­νι Μυ­θο­πλα­σί­α [Minificcion], Ὑ­περ­σύν­το­μο [Hiperbreve] κλπ., ἀλ­λὰ ἡ ὀ­νο­μα­σί­α Μι­κρο­δι­ή­γη­μα [Microrrelato] ξε­κί­νη­σε νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἐ­δῶ καὶ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα χρό­νια, στὴν ἀκ­μὴ τῶν blog στὸ δι­α­δί­κτυ­ο. Τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του εἶ­ναι τὰ ἴ­δια μὲ τοῦ δι­η­γή­μα­τος, δη­λα­δὴ πρέ­πει νὰ ἔ­χει ἀ­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τα, νὰ ἀ­φη­γεῖ­ται μιὰ ἱ­στο­ρί­α μέ­σῳ ἡ­ρώ­ων, δὲν πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μιὰ πα­ρά­θε­ση, ἕ­νας ἀ­φο­ρι­σμός, οὔ­τε ἕ­να ἀ­στεῖ­ο, ἂν καὶ δὲν πρέ­πει νὰ λεί­πει τὸ χιοῦ­μορ. Θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει μιὰ σύγ­κρου­ση καὶ μιὰ ἀλ­λα­γὴ στὸ πρό­σω­πο. Τὰ σκη­νι­κὰ εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­να, ἕ­να ἢ δύ­ο, καὶ ἡ δρά­ση ἐ­πί­σης. Οἱ πε­ρι­γρα­φὲς τῶν ἡ­ρώ­ων, ποὺ κι αὐ­τοὶ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι λί­γοι, πρέ­πει νὰ εἶ­ναι σύν­το­μες. Δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να σχη­μα­τι­κὸ εἶ­δος, οὔ­τε κα­τὰ δι­ά­νοι­α, ἀλ­λὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται πο­λὺ τὸ πο­λι­τι­σμι­κὸ ὑ­πό­βα­θρο τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Ὑ­πάρ­χουν πολ­λὰ κεί­με­να ποὺ δὲν γί­νον­ται κα­τα­νο­η­τά, ἂν τὸ ἄ­το­μο ποὺ τὰ δι­α­βά­ζει δὲν ἔ­χει κά­ποι­ο ἀ­να­γνω­στι­κὸ ὑ­πό­βα­θρο. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἕ­να κεί­με­νο τοῦ Juan Pedro Aparicio μὲ τί­τλο «Luis XIV» [«Λου­δο­βί­κος 14ος»] μὲ μο­να­δι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τὴ λέ­ξη «Yo» [«Ἐ­γὼ»] δὲν γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό, ἂν ὁ ἀ­να­γνώ­στης δὲν γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ Λου­δο­βί­κος ὁ 14ος ἦ­ταν «Ὁ Βα­σι­λιὰς Ἥ­λιος», ἕ­νας ἀ­πό­λυ­τος μο­νάρ­χης ποὺ ἔ­λε­γε «Τὸ Κρά­τος εἶ­μαι ἐ­γώ». Ἐν κα­τα­κλεί­δι, ἔ­χου­με μπρο­στά μας ἕ­να εἶ­δος στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἀ­να­γνώ­στης πρέ­πει νὰ συμ­με­τά­σχει, ἕ­να εἶ­δος δι­α­δρα­στι­κῆς ἀ­νά­γνω­σης.

 .

Δ.Τ.: Γιὰ ποι­ό λό­γο πι­στεύ­εις, τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό, τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα εἶ­χε τό­ση ἀ­πή­χη­ση στὸ κοι­νό;

M.O.: Πι­στεύ­ω ὅ­τι ἡ ἀ­πή­χη­ση ποὺ ἔ­χει σή­με­ρα τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα ὀ­φεί­λε­ται, χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λί­α, στὴν ἀκ­μὴ τῶν blog, κα­θὼς ἔ­χουν τὸ τέ­λει­ο μέ­γε­θος γιὰ τὴν ἐ­ξά­σκη­σή του, τό­σο ὡς πρὸς τὴν ἀ­νά­γνω­ση, ὅ­σο καὶ ὡς πρὸς τὴ συγ­γρα­φή. Ἕ­να μα­κρο­σκε­λὲς δι­ή­γη­μα κου­ρά­ζει στὴν ὀ­θό­νη τοῦ ὑ­πο­λο­γι­στῆ, ἀλ­λὰ ἕ­να κεί­με­νο τό­σο σύν­το­μο εἶ­ναι εὐ­χά­ρι­στο στὴ συγ­γρα­φὴ καὶ στὴν ἀ­νά­γνω­ση. Ἐ­πι­πλέ­ον, γιὰ τοὺς συγ­γρα­φεῖς προ­σφέ­ρει ἄ­με­ση ἀν­τα­μοι­βὴ μέ­σῳ τῶν blog τους μὲ τὰ σχό­λια καὶ τὴν δι­α­δρά­ση μὲ τοὺς ἄλ­λους συγ­γρα­φεῖς.

 .

Δ.Τ.: Τὸ βι­βλί­ο σου τι­τλο­φο­ρεῖ­ται Ζούμ, ὅ­πως ἕ­να ἀ­πὸ τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα. Πι­στεύ­εις ὅ­τι ἡ φω­το­γρα­φί­α καὶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα φέ­ρουν ὁ­μοι­ό­τη­τες, ἴ­σως ὡς ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς μο­νά­δες;

M.O.: Πράγ­μα­τι, πι­στεύ­ω ὅ­τι ἡ φω­το­γρα­φί­α εἶ­ναι κα­θα­ρὴ ἀ­φή­γη­ση. Καὶ ἡ φω­το­γρα­φί­α λει­τουρ­γεῖ ἀ­κρι­βῶς μὲ τοὺς ἴ­διους μη­χα­νι­σμοὺς ὅ­πως καὶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα, μὲ τὴν ἔλ­λει­ψη. Ὅ­ταν ἕ­νας φω­το­γρά­φος κα­δρά­ρει σὲ ἕ­να μέ­ρος τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καὶ ὄ­χι σὲ ἄλ­λο ἀ­φη­γεῖ­ται, δι­ό­τι ἂν γυρ­νοῦ­σε με­ρι­κὲς μοῖ­ρες τὸ σκό­πευ­τρό του, θὰ ἀ­γνο­οῦ­σε ἄλ­λο κομ­μά­τι τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καὶ ἡ φω­το­γρα­φί­α θὰ ἦ­ταν ἄλ­λη, τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κή. Ξε­κί­νη­σα νὰ ἐρ­γά­ζο­μαι πρὶν χρό­νια ὡς φω­το­γρά­φος, καὶ ἤ­ξε­ρα ὅ­τι ἂν τρα­βοῦ­σα τὴ φω­το­γρα­φί­α ἑ­νὸς ἀ­τό­μου καὶ ἐ­πι­κεν­τρω­νό­μουν στὰ χέ­ρια του, ἦ­ταν τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὸ ἂν τρα­βοῦ­σα τὴ φω­το­γρα­φί­α τοῦ ἴ­διου ἀ­τό­μου, ἀλ­λὰ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σῶ­μα. Στὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα συμ­βαί­νει τὸ ἴ­διο, ἐ­σύ, ὡς συγ­γρα­φέ­ας ἀ­πο­φα­σί­ζεις τί θέ­λεις νὰ ἀ­πει­κο­νί­σεις καὶ τί θέ­λεις νὰ ἀ­πο­κρύ­ψεις ἤ, ἔ­στω, νὰ ὑ­πο­νο­ή­σεις, ὅ­πως στὴν ἔλ­λει­ψη, τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ σχῆ­μα, χω­ρὶς τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θὰ ὑ­πῆρ­χε τὸ εἶ­δος. Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα ἀν­τι­στοι­χεῖ στὴ φω­το­γρα­φί­α μά­κρο (macro), καὶ κα­τὰ ἕ­να πα­ρά­δο­ξο τρό­πο, ἡ φω­το­γρα­φί­α μά­κρο εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ τρα­βι­έ­ται ἀ­πὸ πο­λὺ κον­τά, ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το ἀ­πὸ τὴ φω­το­γρα­φί­α μὲ εὐ­ρυ­γώ­νιο φα­κό, ὅ­που βγαί­νουν ὅ­λα. Ἡ φω­το­γρα­φί­α μὲ εὐ­ρυ­γώ­νιο φα­κὸ θὰ ἦ­ταν τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, καὶ ἡ μά­κρο τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα.

 .

Δ.Τ.: Τὸ Ζούμ γεν­νή­θη­κε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ blog σου La espada oxidada. Τί ἐ­πί­δρα­ση ἔ­χει στὴ γρα­φή σου ἡ ψη­φια­κὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α (ἀ­νά­γνω­ση καὶ συγ­γρα­φή); Εἶ­ναι εὔ­κο­λο γιὰ ἕ­να νέ­ο συγ­γρα­φέ­α νὰ πε­ρά­σει στὸ χαρ­τί, νὰ μπεῖ στὸν ἐκ­δο­τι­κὸ κό­σμο;

M.O.: Ἡ ψη­φια­κὴ ἐμ­πει­ρί­α ὑ­πῆρ­ξε θε­με­λι­ώ­δης γιὰ μέ­να. Μπό­ρε­σα νὰ ἔρ­θω σὲ ἐ­πα­φὴ μὲ ἄ­το­μα τῆς γε­νιᾶς μου, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α ἀν­τάλ­λα­ξα ἐν­τυ­πώ­σεις γιὰ ἕ­να νέ­ο εἶ­δος ποὺ ἀ­κό­μη θέ­τει τὶς βά­σεις του. Ἀ­κό­μα, λει­τούρ­γη­σε ὡς πλατ­φόρ­μα δι­ά­δο­σης τῶν κει­μέ­νων μου, ἀ­πὸ τὴ μί­α, καὶ ὡς μέ­σο πει­θαρ­χί­ας, για­τί ἕ­να blog χρει­ά­ζε­ται τρο­φὴ σχε­δὸν κα­θη­με­ρι­νά. Ἰ­σχυ­ρί­ζο­μαι πάν­τα ὅ­τι τὸ blog εἶ­ναι χρο­νο­βό­ρο, ἀλ­λὰ σὲ ἀν­τα­μεί­βει κα­θὼς σοῦ ἐ­πι­βάλ­λει αὐ­τὴ τὴν δη­μι­ουρ­γι­κὴ πει­θαρ­χί­α. Σὲ κα­λεῖ, ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ σέ­να, σοῦ ζη­τά­ει κεί­με­να γιὰ κα­τα­νά­λω­ση.

 .

Δ.Τ.: Ποιές εἶ­ναι οἱ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἀ­να­φο­ρές σου, οἱ ἀ­γα­πη­μέ­νοι σου συγ­γρα­φεῖς;

M.O.: Ἂν ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὸ μα­κρο­σκε­λὲς δι­ή­γη­μα, ὁ Κα­τα­λα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας Quim Monzo. Χά­ριν τῆς ἀ­νά­γνω­σης τῶν κει­μέ­νων του ξε­κί­νη­σα νὰ γρά­φω καὶ νὰ πα­θι­ά­ζο­μαι μὲ τὴ δι­ή­γη­ση. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα μοῦ ἀ­ρέ­σουν τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ Javier Tomeo, σὲ μορ­φὴ θε­α­τρι­κοῦ λιμ­πρέ­του. Ἐ­πί­σης θαυ­μά­ζω τοὺς Raúl Brasca, Ana María Shúa, Borges, Cortázar, Bioy Casares, Horacio Quiroga, Juan José Arreola,  καὶ πολ­λοὺς ἄλ­λους, ἡ λί­στα εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τη.

 .

Δ.Τ.: Ποι­ά ἡ γνώ­μη σου γιὰ τὸ σύγ­χρο­νο λο­γο­τε­χνι­κὸ πα­νό­ρα­μα;

M.O.: Ἂν πε­ρι­ο­ρι­στοῦ­με στὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα, πι­στεύ­ω ὅ­τι ἀ­κό­μη ἔ­χου­με πο­λὺ δρό­μο νὰ δι­α­νύ­σου­με, δι­ό­τι, μιᾶς καὶ εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος τό­σο νέ­ο (ἂν καὶ κα­τὰ βά­θος τό­σο πα­λιό), ἀ­κό­μα ἔ­χει νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὴ φά­ση τῆς ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σης ἀ­πὸ τὰ κόμ­πλεξ, νὰ κερ­δί­σει τὸ σε­βα­σμὸ τῆς κρι­τι­κῆς, νὰ ἀρ­χί­σει νὰ δι­δά­σκε­ται στὰ πα­νε­πι­στή­μια ὡς ἀ­νε­ξάρ­τη­το εἶ­δος, νὰ ἀ­να­ζη­τη­θοῦν νέ­οι ἀ­φη­γη­μα­τι­κοὶ τρό­ποι, νὰ πει­ρα­μα­τι­στοῦ­με μὲ αὐ­τό, νὰ τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με σο­βα­ρά, ἐν κα­τα­κλεί­δι, νὰ τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με ὡς ἕ­να ρεῦ­μα καὶ ὄ­χι σὰν μί­α μό­δα.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­νου­ὲλ Ἐ­σπά­δα (ManuelEspada) (Σα­λα­μάν­κα, 1974). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (El desguace, 2007 καὶ Fuera de temario, 2010). Τὸ Zoom (Ἐκ­δό­σεις Parentesis, 2011) εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο του μὲ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μὲ τὸ εἶ­δος ἤ­δη δε­κα­τρί­α χρό­νια πρὶν στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Radio 3, «El ojo de ya ve», κι ἔ­χει κερ­δί­σει πά­νω ἀ­πὸ δώ­δε­κα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Εἶ­ναι δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ γρά­φει τὸ blog La espada oxidada

(www.manuespada.-blogspot.com). Βλ. περισσότερα ἐδῶ.

Ἐρωτήσεις καὶ μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της Ἰ­σπα­νῶν ποι­η­τῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ e-poema.

.

 * * *

.

07-Espada,Manuel-SynenteyksiStinDanaiTachtara-Eikona-02

.

MANUEL ESPADA – DANAI TACHTARA * ENTREVISTA

.

Danai Tachtara: Habías publicado ya dos libros de relatos cuando apareció Zoom, tu primer libro de microrrelatos. ¿A qué se debe ese giro, qué te llevó a interesarte por ese género?

Manuel Espada: En realidad empecé a escribir microrrelatos antes que relatos, pero primero publiqué los cuentos largos porque gané un concurso cuya publicación era un libro de relatos, y de esta manera vio la luz mi primer libro, titulado “El desguace”. Comencé a escribir microrrelatos bastante antes, hace unos catorce años, en un programa especializado en el que trabajé de guionista, en Radio Nacional de España, un espacio llamado “El ojo de Yahvé” que con los años se convertiría en toda una referencia de la radio independiente en España. El microrrelato es un formato que se adapta a la perfección a la radio porque tiene la distancia justa para no cansar a un oyente que no está acostumbrado a los largos culebrones que escuchaban nuestros antepasados, cuando no existía la televisión.

Danai Tachtara: El subtítulo del libro es «Ciento y pico novelas a escala». ¿Es una cuestión de «escala» o se trata de un nuevo género? ¿Cuáles son sus características específicas?

Manuel Espada: En realidad el microrrelato existe desde que se inventó la escritura. En la Biblia hay tal cantidad de microrrelatos que podríamos decir que el libro se compone de pequeñas historias que podríamos considerar como tales más allá del componente religioso. El Quijote está lleno de historias mínimas que pueden considerarse microrrelatos si los aislamos del conjunto. Pero el nombre del género, como tal, en realidad sí es muy joven. Antes recibía muchos nombres, como Minificción, Hiperbreve, etc., pero el bautismo como Microrrelato comenzó a utilizarse hace menos de diez años, con el auge de los blogs en Internet. Sus características son las mismas que las de un relato, es decir, debe tener narratividad, contar una historia a través de personajes, no debe ser una cita, ni un aforismo, ni un chiste, aunque no debe prescindir del humor. Debe haber un conflicto y un cambio en el personaje. Los escenarios son limitados, uno o dos, y las acciones también son escasas. Las descripciones de los personajes, que también tienen que ser poco numerosos, tienen que ser muy sucintas. No quiere decir que se trata de un género esquemático, ni mucho menos, sino que confía mucho en el bagaje cultural del lector. Hay muchos textos que no se entenderían si la persona que los lee no tiene muchas lecturas a sus espaldas. Por ejemplo, hay un texto de Juan Pedro Aparicio titulado Luis XIV cuyo único texto es “Yo” que no se entendería si el lector no sabe que Luis XIV fue “El Rey Sol”, un monarca absoluto que decía “El Estado soy yo”. En definitiva, estamos ante un género en el que el lector debe poner de su parte, una especie de lectura interactiva.

Danai Tachtara:¿Por qué crees que, de un tiempo a esta parte, el microrrelato ha tenido tanto impacto en el público lector?

Manuel Espada: Creo que el impacto del microrrelato en la actualidad se debe, sin duda, al auge de los blogs, ya que es el formato perfecto para su práctica, tanto para la lectura como para la escritura. Un relato largo en la pantalla de un ordenador cansa, pero un texto tan corto es gratificante tanto de leer como de escribir. Además, para los escritores tiene una recompensa inmediata en sus blogs a través de los comentarios y la interactividad con el resto de autores.

Danai Tachtara: Tu libro se titula Zoom, como uno de los microrrelatos. ¿Crees que la fotografía y el microrrelato guardan alguna semejanza, quizás como unidades narrativas?

Manuel Espada: En efecto, creo que la fotografía es pura narrativa. Y la fotografía funciona exactamente con los mismos mecanismos que un microrrelato, con la elipsis. Cuando un fotógrafo encuadra una parte de la realidad y no otra está narrando, porque si girase tan solo unos grados su visor, ignoraría otra parte de la realidad y la fotografía sería otra absolutamente diferente. Yo comencé a trabajar hace años como fotógrafo, y sabía que si hacía la foto de una persona y me centraba en sus manos, no tenía mana que ver si hacía la foto de la misma persona pero de cuerpo entero. En el microrrelato pasa lo mismo, tú como autor decides qué decides encuadrar y mostrar y qué quieres ocultar o al menos insinuar, como la elipsis, una figura literaria sin la que se entendería el género. El microrrelato es el equivalente al macro en fotografía, y paradójicamente, el macro es la foto que se hace muy de cerca, todo lo contrario al gran angular, donde sale todo. El gran angular sería novela, y el macro, el microrrelato.

Danai Tachtara: Zoom nació por tu blog La espada oxidada. ¿De qué manera influye en tu escritura la experiencia literaria digital (lectura y escritura)? ¿Es fácil para un joven escritor pasar al papel, acceder al mundo editorial?

Manuel Espada: La experiencia digital ha sido fundamental para mí. He podido entrar en contacto con gente de mi generación con la que he intercambiado impresiones sobre un género joven que aún está sentando las bases y además me ha servido como plataforma de difusión, por un lado, y como disciplina, porque un blog te pide de comer prácticamente a diario. Siempre digo que el blog es cronófago, se come tu tiempo, pero compensa porque te impone esa disciplina creativa. Te llama, te exige, te pide textos que llevarse a la boca.

Danai Tachtara:¿Cuáles son tus referentes literarios, tus autores preferidos?

Manuel Espada: Si hablamos de relato largo, me quedo con el autor catalán Quim Monzó. Gracias a la lectura de sus textos comencé a escribir y a apasionarme por los cuentos. En cuanto a microrrelato me gusta el microteatro de Javier Tomeo, microrrelatos con formato de libreto teatral. También admiro a Raúl Brasca, Ana María Shúa, Borges, Cortázar, Bioy Casares, Horacio Quiroga, Juan José Arreola, y muchos otros, la lista sería interminable.

Danai Tachtara:¿Cómo ves el panorama literario actual?

Manuel Espada: Si nos ceñimos al microrrelato, creo que aún queda mucho por hacer, porque al ser un género tan joven (aunque en el fondo sea tan antiguo) todavía tiene que pasar por las fases de la liberación de los complejos, afianzar el género entre la crítica, que comience a estudiarse en las universidades como un género independiente, que se busquen nuevas fórmulas narrativas, que se experimente, que se tome en serio el género, en definitiva, como una corriente y no como una moda.

.

Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada): Γενεαλογικὸ Δέντρο

.

06-Espada,Manuel-GenealogikoDentro-Eikona-03

.

Μανουὲλ Ἐ­σπά­δα (Manuel Espada)

 .

Γε­νε­α­λο­γι­κὸ Δέν­τρο

(Árbol Genealógico)

 .

03-PiΗΡΑ τὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο, ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶ­χε ἀ­φή­σει ἡ μη­τέ­ρα μου πά­νω στὴν ἐ­τα­ζέ­ρα τοῦ σα­λο­νιοῦ καὶ τὸ με­τα­φύ­τε­ψα στὸν κῆ­πο, δί­πλα ἀ­πὸ τὴ μη­λιά. Τοῦ ἔ­ρι­ξα φυ­σι­κὸ λί­πα­σμα ἀ­πὸ πρό­βα­το καὶ ἀ­γε­λά­δα. Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα, τοῦ εἶ­χε φυ­τρώ­σει μιὰ και­νού­ρια θειά, δύ­ο γιοί, τέσ­σε­ρα ἀ­δέρ­φια καὶ δώ­δε­κα ἀ­νί­ψια. Ἦ­ταν τό­σο φουν­τω­τό, ὥ­στε ἀ­ναγ­κά­στη­κα νὰ κλα­δέ­ψω τὰ μα­κρι­νὰ ξα­δέρ­φια. Ἐ­κεῖ­νο τῆς γει­τό­νισ­σάς μου ἦ­ταν μι­κρό­τε­ρο. Τὸ εἶ­χε μι­σο­κρυμ­μέ­νο δί­πλα στὰ γε­ρά­νια. Ἴ­σα ποὺ εἶ­χε κά­ποι­ους συγ­γε­νεῖς. Μοῦ φαι­νό­ταν κρί­μα ποὺ ἦ­ταν τό­σο μό­νη καὶ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ τῆς μπο­λιά­σω τὸ κλα­δὶ στὸ ὁ­ποῖ­ο βρι­σκό­ταν τὸ ὄ­νο­μά μου. Πή­δη­ξα τὸ φρά­χτη τοῦ πε­ρι­βο­λιοῦ της καὶ κα­τά­φε­ρα νὰ φτά­σω μέ­χρι τὰ γε­ρά­νια χω­ρὶς νὰ μὲ δεῖ κα­νείς. Ἡ γει­τό­νισ­σά μου δὲν πα­ρα­τή­ρη­σε τὸ μπό­λια­σμα, κι ἐ­γὼ τὸ πό­τι­ζα κα­θη­με­ρι­νὰ μὲ τὸ λά­στι­χο, ὅ­πως καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα λου­λού­δια της. Στὴν ἀρ­χή, τῆς βγῆ­καν ζι­ζά­νια, ἀλ­λὰ πή­δη­ξα καὶ πά­λι τὸ φρά­χτη καὶ ἔ­ρι­ξα ζι­ζα­νι­ο­κτό­νο. Σὲ τέσ­σε­ρις ἑ­βδο­μά­δες, ἡ γει­τό­νισ­σά μου κι ἐ­γὼ ἐμ­φα­νι­ζό­μα­σταν πλέ­ον στὸ δέν­τρο ὡς ἄν­τρας καὶ γυ­ναί­κα. Ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ κό­ψω ἀ­πὸ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά μου. Ἔ­βγα­λα ἕ­να τσε­κού­ρι καὶ ἔ­κο­ψα τὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο. Τὸ ἴ­διο βρά­δυ κοι­μη­θή­κα­με κου­λου­ρι­α­σμέ­νοι μπρο­στὰ στὸ τζά­κι, στὴ ζε­στα­σιὰ τῆς φω­τιᾶς. Ἐν­τω­με­τα­ξύ, και­νού­ρια βλα­στά­ρια με­γά­λω­ναν στὸ πε­ρι­βό­λι, μα­ζὶ μὲ τὰ ζι­ζά­νια τῶν γε­ρα­νι­ῶν.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πηγή: Manuel Espada, Zoom, Sevilla: Parentesis Editorial, 2011.

Μα­νου­ὲλ ­σπά­δα (Manuel Espada) (Σα­λα­μάν­κα, 1974). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (El desguace, 2007 καὶ Fuera de temario, 2010). Τὸ Zoom (Ἐκ­δό­σεις Parentesis, 2011) εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο του μὲ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μὲ τὸ εἶ­δος ἤ­δη δε­κα­τρί­α χρό­νια πρὶν στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Radio 3, «El ojo de ya ve», κι ἔ­χει κερ­δί­σει πά­νω ἀ­πὸ δώ­δε­κα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Εἶ­ναι δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ γρά­φει τὸ blog La espada oxidada

(www.manuespada.-blogspot.com). Βλ. περισσότερα ἐδῶ.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της Ἰ­σπα­νῶν ποι­η­τῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ e-poema.

.

Μανουὲλ Ἐσπάδα (Manuel Espada): Τὸ μυστικό

.

05-Espada,Manuel-ToMystiko-Eikona-02

.

Μα­νου­ὲλ Ἐ­σπά­δα (Manuel Espada)

 .

Τὸ μυ­στι­κό

(El secreto)

 .

H-Itta-SomataΜΑΡΙΣΑ ἔ­φτα­σε στὸν ξε­νώ­να, χτύ­πη­σε τὸ κου­δού­νι καὶ μὲ κοί­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ρί­μελ της.

— Θέ­λω ἕ­να δω­μά­τιο, ἀ­γό­ρι μου, εἶ­πε μὲ στι­βα­ρὴ φω­νή.

      Πα­ρα­τή­ρη­σα τὰ ἀ­τε­λεί­ω­τα πό­δια της, τὰ πε­τα­χτὰ κα­πού­λια της καὶ τὰ γεν­ναι­ό­δω­ρα στή­θια της. Τῆς ἔ­δω­σα ἕ­να μὲ πα­λιὰ κλει­δα­ριά, ἀ­πὸ κεῖ­νες ποὺ μπο­ρεῖς νὰ κοι­τά­ξεις μέ­σα. Δὲν ἤ­μουν ἀ­κό­μα οὔ­τε δε­κα­πέν­τε χρο­νῶν, ἀλ­λὰ οἱ ὁρ­μό­νες μου εἶ­χαν ἐ­πα­να­στα­τή­σει. Ἡ Μα­ρί­σα τό ‘ξε­ρε. Ὅ­ταν ἔ­βα­λα τὸ μά­τι στὴν κλει­δα­ρό­τρυ­πα, ἔ­βγα­λε τὸ σου­τι­έν της. Ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα, μοῦ ἔ­κα­νε νό­η­μα καὶ ξά­πλω­σα. Ὅ­ταν ἡ Μα­ρί­σα τε­λεί­ω­σε, μοῦ ψι­θύ­ρι­σε στὸ αὐ­τί:

      — Ἐ­σύ μπο­ρεῖς νὰ μὲ φω­νά­ζεις Λου­ίς, μω­ρό μου, ὑ­πάρ­χει οἰ­κει­ό­τη­τα.

 . Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πηγή: Manuel Espada, Zoom, Sevilla: Parentesis Editorial, 2011.

Μα­νου­ὲλ ­σπά­δα (Manuel Espada) (Σα­λα­μάν­κα, 1974). Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των (El desguace, 2007 καὶ Fuera de temario, 2010). Τὸ Zoom (Ἐκ­δό­σεις Parentesis, 2011) εἶ­ναι τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο του μὲ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, πα­ρό­λο ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ πει­ρα­μα­τί­ζε­ται μὲ τὸ εἶ­δος ἤ­δη δε­κα­τρί­α χρό­νια πρὶν στὸ πρό­γραμ­μα τοῦ Radio 3, «El ojo de ya ve», κι ἔ­χει κερ­δί­σει πά­νω ἀ­πὸ δώ­δε­κα βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του. Εἶ­ναι δη­μο­σι­ο­γρά­φος, ἐρ­γά­ζε­ται ὡς σε­να­ρι­ο­γρά­φος γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ γρά­φει τὸ blog La espada oxidada

(www.manuespada.-blogspot.com). Βλ. περισσότερα ἐδῶ.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (Με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της Ἰ­σπα­νῶν ποι­η­τῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ e-poema.

.