Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ: Τὰ γυαλιά



Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


Τὰ γυα­λιά


ΟΣΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΔΕΙ αὐ­τὰ τὰ γυα­λιά! Βι­βλί­α, σχο­λεῖ­α, πρό­σω­πα, ὅ­λα ὅ­σα ἔ­βλε­πε ἡ Τα­σού­λα, φι­λό­λο­γος κλα­σι­κῆς εἰ­δί­κευ­σης, τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ποὺ τὴ βρῆ­κε ἡ πρε­σβυ­ω­πί­α μέ­σα ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε· μα­ζί τους. Καὶ τὰ μα­κρὰ τὰ ἀ­τε­λεί­ω­τα τὰ κα­λο­καί­ρια τῶν δι­α­κο­πῶν ποὺ τὰ περ­νοῦ­σε μό­νη στὸ ἐ­ξο­χι­κὸ τὰ φο­ροῦ­σε, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­χει μὴν τυ­χὸν καὶ πά­ει κά­ποι­ο μυρ­μηγ­κά­κι στὸ φα­γη­τό. Καὶ τὰ βρα­χέ­α τὰ ἐ­πει­σό­δια τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νά­τα­σης φο­ρών­τας τὰ μα­το­γυά­λια της τὰ ζοῦ­σε – μα­το­γυά­λια τὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζε χα­ρι­το­λο­γών­τας ὅ­ταν δι­ά­βα­ζε Πλά­τω­να, ἐ­πει­δὴ θό­λω­ναν καὶ αὐ­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­λα­φρη μέν, πλὴν ὅ­μως ὑ­γρὴ συγ­κί­νη­ση τοῦ στο­χα­σμοῦ. Καὶ τὰ δί­χρο­να τὰ ὄ­νει­ρα, μι­σά τῶν σφα­λι­στῶν βλε­φά­ρων καὶ μι­σά τῶν ἀ­νοι­χτῶν ὀ­φθαλ­μῶν μὲ τὰ γυα­λιά της τὰ ἔ­βλε­πε, ἀ­φοῦ μ’ αὐ­τὰ στε­ρε­ω­μέ­να στὴ μύ­τη ἀ­πο­κοι­μι­ό­ταν ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ στὴ με­γά­λη πο­λυ­θρό­να τοῦ σα­λο­νιοῦ, μ’ αὐ­τὰ καὶ ξη­με­ρω­νό­ταν μὲ τὴν πρώ­τη ἀ­χτί­δα τοῦ ἥ­λιου – πῶς μπερ­δευ­ό­ταν γλυ­κὰ τὸ ὄ­νει­ρο μὲ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, κά­θε μέ­ρα ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λύ…

       Καὶ νὰ τώ­ρα, σὲ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο μέ­σα, ποὺ ἔ­σπα­σαν καὶ οἱ κρυ­στάλ­λι­νοι φα­κοὶ καὶ ὁ σκε­λε­τὸς ποὺ τοὺς συγ­κρα­τοῦ­σε. Μιὰ ξαφ­νι­κὴ ἀ­να­στά­τω­ση ἀ­πὸ ἕ­να παν­τζού­ρι ποὺ ἔ­κλει­σε μὲ δύ­να­μη ἀ­πὸ τὸν ἀ­έ­ρα, ἕ­να ἀ­πό­το­μο τί­ναγ­μα τοῦ κε­φα­λιοῦ καὶ νὰ ποὺ ἔ­πε­σαν τὰ «δεύ­τε­ρα μά­τια» της στὸ μάρ­μα­ρο τῆς σκά­λας καὶ ἔ­γι­ναν θρύ­ψα­λα – τί­πο­τα ἄ­θραυ­στο σ’ αὐ­τὸ τὸν κό­σμο, ὅ­ποι­α ἐγ­γύ­η­ση καὶ νὰ τὸ συ­νο­δεύ­ει, τί­πο­τα.

       Γο­νά­τι­σε ἡ Τα­σού­λα πά­νω στὸ σκα­λο­πά­τι κι ἄρ­χι­σε νὰ μα­ζεύ­ει συν­τε­τριμ­μέ­νη τὰ κομ­μα­τά­κια τῶν σπα­σμέ­νων γυ­α­λι­ῶν – ὅ­σα μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει. Σφιγ­μέ­νο τὸ στό­μα, στο­μω­μέ­νη ἡ ψυ­χή της. Τί θὰ ἔ­κα­νε τώ­ρα χω­ρὶς αὐ­τά; Τὰ γυα­λιὰ ἦ­ταν τὸ στή­ριγ­μά της· ὁ φρά­χτης τῆς ἀ­πελ­πι­σί­ας ποὺ κα­ρα­δο­κοῦ­σε στὸν ἄ­χα­ρο χει­μώ­να τῆς ὑ­πε­ρή­λι­κης μο­να­ξιᾶς. Κι ἂς εἶ­χε δια­βεῖ ὅ­λη της τὴ ζω­ὴ ἡ φι­λό­λο­γος ἀ­νά­με­σα στὸ πο­λύ­χρω­μο πε­τά­ρι­σμα τῶν παι­δι­ῶν. Τί ση­μα­σί­α εἶ­χε ποὺ δὲν εἶ­χε δι­κή της οἰ­κο­γέ­νεια; Δι­κά της ἦ­ταν ὅ­λα τὰ μα­θη­τού­δια τοῦ σχο­λεί­ου, συ­νή­θι­ζε νὰ λέ­ει πα­λιά, πρὶν βγεῖ στὴ σύν­τα­ξη. Τὰ παι­διὰ ὅ­μως εἶ­ναι που­λιά, ἔρ­χε­ται ἡ στιγ­μὴ ποὺ πε­τοῦν, πε­τοῦν καὶ φεύ­γουν· χά­νον­ται γιὰ ἐ­κεί­νους ποὺ τὰ πῆ­ραν ἀ­π’ τὸ χέ­ρι καὶ τὰ περ­πά­τη­σαν βῆ­μα βῆ­μα πά­νω στὰ Γράμ­μα­τα.

       Γο­να­τι­σμέ­νη ἡ γη­ραι­ὰ γυ­ναί­κα εἶ­δε τὸν ἑ­αυ­τὸ της νέ­ο —παι­δὶ σχε­δόν— νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται μὲ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὰ κά­τω· νὰ ἵ­πτα­ται ξυ­πό­λη­τη, μὲ ξέ­πλε­κα μαλ­λιά, μιὰ ἀγ­κα­λιὰ βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας καὶ γυα­λιὰ ἀ­πα­στρά­πτον­τα, σὲ κρε­μα­στὸ λι­βά­δι μὲ πα­πα­ροῦ­νες καὶ χα­μο­μή­λια ρι­ζω­μέ­να πά­νω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νό. Κι ὅ­λο νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὴ γῆ, νὰ τα­ξι­δεύ­ει…

       Ἡ Τα­σού­λα ἔ­βγα­λε μὲ μιὰ μα­κρό­συρ­τη ἐκ­πνο­ὴ ὅ­λο τὸν ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὰ πνευ­μό­νια της, ἄ­δεια­σε ἐν­τε­λῶς καὶ ἄ­φη­σε τὸ ἀ­δύ­να­μο χέ­ρι της ποὺ κρα­τοῦ­σε τὴν κου­πα­στὴ νὰ γλι­στρή­σει σι­γὰ σι­γὰ πρὸς τὰ κά­τω. Κε­νὸ εἴ­δω­λο πλέ­ον σω­ρι­ά­στη­κε, ἔ­πε­σε πά­νω στὰ σκα­λιὰ μὲ τὰ γυα­λιά· ἔ­σπα­σε ὅ­μως – πάν­τα ἀ­μεί­λι­κτη ἡ ὀ­στε­ο­πό­ρω­ση. Ἔ­σπα­σε ὁ­ρι­στι­κὰ γι’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο, ἀλ­λὰ μπρο­στά της ἄ­νοι­ξε εὐ­θὺς ἕ­νας ἄλ­λος, ποὺ πε­ρί­με­νε τὴν Ἀ­να­στα­σί­α νὰ τὸν δι­α­σχί­σει μὲ τ’ ἀ­χώ­ρι­στα πιὰ ἀ­κό­μα καὶ στὴν ἰ­δε­α­τὴ συν­θή­κη γυ­α­λά­κια της· μα­ζί τους.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ. Γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο: Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020), Πῶς τὰ πᾶς μὲ τὴν ἀ­πώ­λεια; (Ὀ­ρο­πέ­διο, 2018), Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου (Γρά­φη­μα, 2009), Ἡ Φω­νὴ τοῦ Νε­ροῦ (Ἄ­χθος, 2001) κ.ἄ. Συ­νερ­γα­σί­ες μὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ λό­γου καὶ τέ­χνης (Ἕ­νε­κεν, Θεσ­σα­λο­νι­κέ­ων Πό­λις, Θεῦθ, Κα­ρυ­ο­θραύ­στις, Τὸ Νό­η­μα, Πα­ρέμ­βα­ση, Ὀ­ρο­πέ­διο, Τὸ κο­ράλ­λι, Χάρ­της). Blog: «Προ­σμο­νά­ριος ἀ­φή­γη­σης»

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/)


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς: Τὸ Δῶ­ρο


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς


Τὸ Δῶ­ρο


Δευ­τέ­ρα, Τρί­τη, Τε­τρά­δη, Πέ­φτη, Πα­ρα­σκευ­ή,

Σαβ­βά­το καὶ τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ ἡ­μέ­ρα


ΛΛΟΣ ΚΑΝΕΙΣ ἀ­π’ τοὺς δι­κούς μου δὲν τὴν εἶ­χε δεῖ. Θά ‘χαν πε­ρά­σει κα­μιὰ δε­κα­ριὰ μέ­ρες, μπο­ρεῖ καὶ πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ τὴν κη­δεί­α της – ὄ­χι πά­νω ἀ­πὸ σα­ράν­τα, τό­σο χρει­ά­ζον­ται οἱ ψυ­χὲς νὰ κά­νουν τὶς βόλ­τες τους, πρὶν πᾶ­νε ὅ­που εἶ­ναι νὰ πᾶ­νε…- ἐ­γὼ θά ‘μουν ἀ­κό­μα μα­θη­τὴς τοῦ δη­μο­τι­κοῦ καὶ μιὰ νύ­χτα ἦρ­θε καὶ μ’ ἐ­πι­σκέ­φτη­κε. Στε­κό­ταν στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα, οὔ­τε εἶ­χα δεῖ πῶς μπῆ­κε, σή­κω­σε τὰ μά­τια καὶ μὲ κοί­τα­ξε. Ὄ­μορ­φη, ντυ­μέ­νη τὰ κα­λά της, τὰ μαλ­λιὰ στὸ σιν­τε­φέ­νιο της κε­φά­λι στὴν ἐν­τέ­λεια χω­ρι­σμέ­να ἀ­κρι­βῶς στὴ μέ­ση νὰ μὴν ξε­φεύ­γει τρί­χα, ζά­χα­ρη καὶ λε­μό­νι τὸ μυ­στι­κό της. Κι ἕ­να μαν­τή­λι νὰ πέ­φτει πί­σω στὸν αὐ­χέ­να. Τὴν πε­ρί­με­να στὸ πλα­τύ­σκα­λο, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ μας, μᾶς χώ­ρι­ζαν φαρ­διὰ σκα­λιὰ μαρ­μά­ρι­να. Πῆ­ρε ν’ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­νά­λα­φρη σὰ νὰ τὰ πη­δοῦ­σε πέν­τε πέν­τε κι οὔ­τε ποὺ φαί­νον­ταν τὰ πό­δια της νὰ ἀγ­γί­ζουν χά­μω.

        Ἀρ­χόν­τισ­σα. Ἔ­τσι τὴ λέ­γα­νε ὅ­λοι, ἔ­τσι τὴ θυ­μοῦν­ταν. Τὸ ἴ­διο κι ἐ­γὼ σὲ μέ­ρες γι­ορ­τι­νὲς κι ὅ­ταν ἑ­τοι­μα­ζό­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νεια νὰ πά­ει στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Σπά­νιο πράγ­μα νὰ τὴ δεῖ κα­νεὶς νὰ τρι­γυρ­νά­ει στὰ σο­κά­κια τοῦ χω­ριοῦ, ἐ­κτὸς κι ἂν ἔ­τρε­χε με­γά­λη ἀ­νάγ­κη, χα­ρὰ ἢ λύ­πη. Ὅ­μως στὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς Πα­να­γί­ας στὴν πλα­τεί­α ἔ­σερ­νε πρώ­τη τὸν κα­λα­μα­τια­νό, «στὴν κεν­τη­μέ­νη σου πο­διά, μώ­ρ’ βλά­χα», τ’ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, τὸ πα­ράγ­γελ­νε νὰ τὸ βα­ρέ­σει τὸ κλα­ρί­νο, στὸν ἑ­αυ­τό της δῶ­ρο μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο, πή­γαι­νε μπρο­στὰ σὰ βάρ­κα σὲ νε­ρὰ γα­λη­νε­μέ­να μ’ ἐ­κεί­νη τὴ σε­μνὴ τὴ πε­ρη­φά­νια ἀλ­λο­τι­νοῦ και­ροῦ, ποὺ ὅ­πως καὶ νὰ τὴν πεῖς τὴ λέ­ξη, δὲν τὴν πιά­νεις· πάν­τα θὰ σοῦ ξε­φεύ­γει.

         Ἔ­φτα­νε πιὰ στὴ μέ­ση της με­γά­λης σκά­λας. Κι ἐρ­χό­ταν. Οὔ­τε καὶ δῶ στὸν ὕ­πνο μοῦ χα­μο­γε­λοῦ­σε. Μό­νο ποὺ στύ­λω­νε τὰ μά­τια σο­βα­ρὴ κι ἀ­νέ­βαι­νε. Κι ἐ­γὼ τὴν πε­ρί­με­να. Σὰ μου­σα­φί­ρη.

        Σὰν κα­τε­βαί­να­με στὸ χω­ριό, ὅ,τι γλυ­κὰ κι ἂν τῆς πη­γαί­να­με, τὰ πιὸ πολ­λά τα ἔ­κρυ­βε μπᾶς καὶ πε­ρά­σει κα­τα­λα­χά­ρης* ἔ­λε­γε, νά ‘χει νὰ τὸν φι­λέ­ψει, κι ἂς ἦ­ταν γλυ­κα­τζοῦ. Τὰ βρί­σκα­με ξε­ρὰ με­τὰ ἀ­πὸ μῆ­νες στὸ ψυ­γεῖ­ο, οἱ δι­κοί μου τὴ μα­λώ­να­νε, για­τί δὲν τά ‘τρωγε καὶ νά, χα­λά­σαν πιά, μὰ ἐ­κεί­νη πά­λι ἔ­κα­νε τὰ δι­κά της σὰν παίρ­να­με ξα­νὰ τὸ γυ­ρι­σμὸ γιὰ τὴν Ἀ­θή­να. Τῆς Γι­ωρ­γού­λας λέ­γαν τὰ παι­διὰ κι ὄ­χι τοῦ Χρή­στου, μοῦ ‘λέ­γε ἡ μά­να μου, κι ὅ­ταν κα­τέ­βη­κε κι ἐ­κεί­νη νύ­φη στὸ χω­ριό, τὴν ἔ­πι­α­ναν ἀ­πὸ κον­τὰ καὶ τῆς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­ον­ταν, στὴν Κα­το­χὴ ἡ πε­θε­ρά σου ἔ­σω­σε τὰ παι­διά μας. Φόρ­τω­νε νύ­χτα τὸ γα­ϊ­δού­ρι καὶ πού­λα­γε χα­ρά­μα­τα τὸ γά­λα στὴν πο­λι­τεί­α, κι ὅ­σους ἤ­ξε­ρε πὼς δὲν εἶ­χαν νὰ τῆς δώ­σουν, ἄ­φη­νε ἀ­πέ­ξω ὅ­σο χρει­ά­ζον­ταν κι ἔ­φευ­γε, προ­τοῦ ν’ ἀ­νοί­ξουν οἱ νοι­κο­κυ­ραῖ­οι καὶ ντρα­ποῦ­νε…

        Μ’ ἔ­φτα­σε ἡ για­γιὰ στὸ κε­φα­λό­σκα­λο, ἔ­λυ­σε ἀ­ε­ρι­κὸ τὸν κόμ­πο ἀ­π’ τὸ μαν­τή­λι, τὸ τρά­βη­ξε καὶ τ’ ἄ­φη­σε νὰ πέ­σει στὰ δυ­ό μου χέ­ρια τ’ ἁ­πλω­μέ­να. Ἔ­μει­να νὰ τὸ κοι­τά­ζω, μαῦ­ρο μὲ πορ­το­κα­λὶ καὶ ρὸζ τρι­αν­τά­φυλ­λα μέ­σα ἀ­πὸ φύλ­λα πρά­σι­να. Καὶ τώ­ρα ἀ­κό­μα, ἂν μὲ ρω­τᾶς, τὸ βλέ­πω ὁ­λο­ζών­τα­να μπρο­στά μου. Μοῦ εἶ­παν κα­τό­πιν πῶς εἶ­χε στ΄ ἀ­λή­θεια ἕ­να μαν­τή­λι ὁ­λό­ι­διο. Γύ­ρι­σε καὶ κα­τέ­βη­κε τὴ σκά­λα χω­ρὶς νὰ πεῖ μιὰ λέ­ξη, τὸ χεί­λι της νὰ σπά­σει, ἴ­δια πά­χνη πρω­ϊ­νὴ μπαμ­πά­κι. Χά­θη­κε. Κι ἀ­πὸ τό­τε, κα­νεὶς δὲν τὴν ξα­νά­δε.

 
*καταλαχάρης: ξένος, περαστικός.

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βαλ­κα­νᾶς. Γεν­νή­θη­κε στὴ Μελ­βούρ­νη τῆς Αὐ­στρα­λί­ας καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που καὶ ζεῖ. Σπούδασε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στήμιο Κρή­της, πα­ράλ­λη­λα έκανε σπου­δὲς στὸ τρα­γού­δι καὶ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Μου­σι­κῆς. Ἐρ­γά­στη­κε στὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ ἐκ­παί­δευ­ση ὡς κα­θη­γη­τὴς φι­λό­λο­γος. Δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ) ἐ­νῶ κεί­με­να καὶ θε­α­τρι­κά του ἔρ­γα ἔ­χουν ἀ­νέ­βει σὲ θε­α­τρι­κὲς καὶ μου­σι­κὲς σκη­νὲς τῆς Ἀ­θή­νας. Θε­α­τρι­κά του ἔ­χουν δι­α­κρι­θεῖ στοὺς Δι­α­γω­νι­σμοὺς Θε­α­τρι­κοῦ Ἔρ­γου τῆς Ἕ­νω­σης Σε­να­ρι­ο­γρά­φων Ἑλ­λά­δας («Τὸ Κου­τὶ» Α΄ βρα­βεῖ­ο 2018, «Μιὰ Σχε­δὸν Ἀ­λη­θι­νὴ Ἱ­στο­ρί­α» Ἔ­παι­νος 2017). Ὡς ἑρ­μη­νευ­τὴς συμ­με­τεῖ­χε στὸν δί­σκο (EP) Ὁ Κῆ­πος ποὺ Ἔ­σβη­σε κι Ἐ­χά­θη, σὲ ποί­η­ση Να­πο­λέ­ον­τος Λα­πα­θιώ­τη καὶ μου­σι­κὴ σύν­θε­ση Anastazios.


Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά



Ἰωάννα Γαλανάκη


Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά


ΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ Ζαν­σκάρ, στὰ Ἰ­μα­λά­ϊ­α, σχε­δὸν τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες μέ­τρα πά­νω ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα βρί­σκε­ται τὸ χω­ριὸ ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ μι­κρὸς Κεν­ράπ. Τὰ κα­λο­καί­ρια ὁ Κεν­ρὰπ θέ­ρι­ζε χόρ­τα στὰ πλα­τώ­μα­τα τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ χω­ριό του μα­ζὶ μὲ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέλ­φια του, τοὺς γο­νεῖς του καὶ τὴν ὀ­γδον­τά­χρο­νη τυ­φλὴ για­γιά του. Ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ ὅ­λοι στὸ χω­ριό του. Ἀ­πὸ τὸ πρω­ῒ ὣς τὸ βρά­δι, χω­ρὶς στα­μα­τη­μὸ θέ­ρι­ζαν καὶ ἔ­φτια­χναν δε­μά­τια. Νὰ προ­λά­βουν πρὶν τοὺς βροῦν τὰ χι­ό­νια τοῦ Σε­πτέμ­βρη νὰ μα­ζέ­ψουν ἀρ­κε­τὰ χόρ­τα καὶ νὰ τὰ στοι­βά­ξουν πά­νω στὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν τους. Μὰ τὰ δε­μά­τια δὲν ἦ­ταν πο­τὲ ἀρ­κε­τά, κι ἂς ἔ­μοια­ζαν τὰ σπί­τια καὶ τὸ χω­ριὸ ὁ­λό­κλη­ρο κα­μιὰ φο­ρὰ χορ­τα­ρέ­νιοι λό­φοι ἀ­π’ τὸ ὑ­περ­βο­λι­κὸ φορ­τί­ο τους. Κι αὐ­τὸ σή­μαι­νε πὼς ὅ­ταν τὸ χι­ό­νι θὰ γι­νό­ταν βα­θὺ καὶ τὰ γιὰκ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν πιὰ νὰ βροῦν τί­πο­τα νὰ βο­σκή­σουν καὶ τὸ χορ­τά­ρι στὸ χω­ριὸ θά ’­χε σω­θεῖ, τό­τε, τὰ γιὰκ θὰ πέ­θαι­ναν. Κι ἂν πέ­θαι­ναν τὰ γιὰκ τό­τε θὰ πει­νοῦ­σε καὶ ἴ­σως νὰ πέ­θαι­νε κι­ό­λας ὁ­λό­κλη­ρο τὸ χω­ριό. Ἀ­φοῦ ἡ μό­νη τρο­φὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε γιὰ νὰ τοὺς θρέ­ψει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ γά­λα τους ἦ­ταν τὸ κρι­θά­ρι.

       Για­τὶ ἡ ζω­ὴ στὰ ἀ­πο­μο­νω­μέ­να χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων δὲν συγ­χω­ροῦ­σε λά­θη καὶ δὲν σ’ ἄ­φη­νε ν’ ὀ­νει­ρευ­τεῖς. Κι ἂς ἦ­ταν τοῦ­το τὸ μέ­ρος τό­σο πο­λὺ κον­τὰ στὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ Κεν­ρὰπ λοι­πὸν κά­θε πρω­ῒ ὅ­λο το κα­λο­καί­ρι κρα­τών­τας μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὴν τυ­φλὴ για­γιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο τὸ μι­κρὸ δρε­πά­νι ποὺ τοῦ ’­χε χα­ρί­σει ὁ πα­τέ­ρας του μό­λις ἔ­γι­νε τεσ­σά­ρων χρο­νῶν ἔ­βγαι­νε νὰ θε­ρί­σει.

       Μὰ ἕ­να πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἀλ­λι­ώ­τι­κος. Δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ φά­ει τὸν κρι­θα­ρέ­νιο χυ­λὸ μὲ γι­α­ούρ­τι ποὺ τοῦ ’­χε ἑ­τοι­μά­σει ἡ μά­να του. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του δρε­πά­νι καὶ δὲν ἄ­κου­γε τὶς προ­τρο­πὲς τῆς τυ­φλῆς για­γιᾶς του. Δὲν θέ­λη­σε κὰν νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ ὅ­λοι νό­μι­σαν πὼς ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος.

       Ὅ­μως, ὁ Κεν­ρὰπ εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὄ­νει­ρο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε κά­τι νὰ θυ­μη­θεῖ…

       Ἔ­τσι τὸ βρά­δι ὅ­ταν γύ­ρι­σε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­π’ τὸ θέ­ρι­σμα καὶ κά­θι­σαν ὅ­λοι γύ­ρω ἀ­π’ τὴ χα­μη­λὴ σόμ­πα γιὰ νὰ βρά­σουν τὸν χυ­λό τους εἶ­πε πὼς θὰ πή­γαι­νε σὲ μο­να­στή­ρι. Σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ κον­τι­νὸ μο­να­στή­ρι ποὺ ἦ­ταν καὶ ὁ θεῖ­ος του μο­να­χὸς καὶ ποὺ γιὰ νὰ πᾶς ἔ­πρε­πε νὰ περ­πα­τή­σεις πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­κο­λου­θών­τας ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο στε­νὸ μο­νο­πά­τι πά­νω στὸ φρύ­δι τοῦ γκρε­μοῦ κα­τὰ μῆ­κος τοῦ με­γά­λου πο­τα­μοῦ. Σὲ κεῖ­νο τὸ μο­να­στή­ρι τοὺς εἶ­πε πὼς κά­τι εἶ­χε ξε­χά­σει, πὼς εἶ­χε ἀ­φή­σει μιὰ δου­λειὰ στὴ μέ­ση κι ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ τὴ συ­νε­χί­σει. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του δὲν λυ­πή­θη­κε κα­θό­λου. Δὲν ἔ­δω­σαν βέ­βαι­α με­γά­λη ση­μα­σί­α στὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ παι­διοῦ μὰ στὸ μο­να­στή­ρι ἡ ζω­ή του θὰ ἦ­ταν πιὸ ἄ­νε­τη καὶ πιὸ ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νη. Κι ὕ­στε­ρα δὲν θὰ ἦ­ταν μό­νο του. Καὶ θὰ ’ρ­χό­ταν του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο νὰ τοὺς δεῖ ὅ­πως κά­νουν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοὶ στὰ χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων.

       Ἀ­φοῦ ἦρ­θε τὸ παι­δὶ στὸ μο­να­στή­ρι οἱ με­γα­λύ­τε­ροι στὴν ἡ­λι­κί­α μο­να­χοὶ πα­ρα­ξε­νεύ­τη­καν ὅ­ταν ἕ­να πρω­ῒ εἶ­δαν τὸν Κεν­ρὰπ νὰ παίρ­νει τὸ με­γά­λο πλα­στι­κὸ μπι­τό­νι, νὰ κα­τε­βαί­νει στὴν πη­γή, νὰ τὸ γε­μί­ζει κι ὕ­στε­ρα νὰ τὸ κου­βα­λᾶ καὶ νὰ τὸ ἀ­δειά­ζει σὲ πολ­λὰ μι­κρὰ δο­χεῖ­α στὸν πιὸ ψη­λὸ ἐ­ξώ­στη τοῦ μο­να­στη­ριοῦ. Ἐ­κεῖ ποὺ κά­πο­τε, ὅ­ταν ζοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος μο­να­χὸς ποὺ τὸν κα­τά­πι­ε ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα, πή­γαι­ναν τὰ που­λιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σουν. Οἱ μο­να­χοὶ κοι­τά­χτη­καν με­τα­ξύ τους μὲ νό­η­μα κι ὅ­ταν τέ­λει­ω­σε ὁ μι­κρὸς Κεν­ρὰπ τὸν φώ­να­ξαν κον­τά τους.

       — Πῶς ἤ­ξε­ρες ποῦ εἶ­ναι ἡ πη­γή, Κεν­ράπ; Καὶ για­τί ἀ­νέ­βα­σες τὸ νε­ρὸ στὸν ἐ­ξώ­στη; Καὶ για­τί τὸ ἄ­δεια­σες μέ­σα στὰ πή­λι­να; τὸν ρώ­τη­σαν.

       Κι ἔ­πει­τα προ­σποι­ού­με­νοι πὼς εἶ­χαν θυ­μώ­σει μα­ζί του τοῦ εἶ­παν:

       — Δὲν ἔ­μα­θες, Κεν­ράπ, πὼς τὸ νε­ρὸ δὲν σπα­τα­λι­έ­ται ἔ­τσι ἄ­σκο­πα;

       Ὁ Κεν­ρὰπ ὄ­χι μό­νο δὲν τοὺς φο­βή­θη­κε μὰ γέ­λα­σε κι­ό­λας μα­ζί τους μ’ ὅ­λη του τὴν καρ­διά. Κι ἀ­φοῦ κου­ρά­στη­κε πιὰ νὰ γε­λᾶ τοὺς εἶ­πε:

       — Μο­να­χοί, μά ἐ­πι­τέ­λους τί ἔ­χε­τε πά­θει; Δὲν μὲ θυ­μᾶ­στε; Εἶ­μαι ἐ­γὼ ὁ χα­μέ­νος σας ἀ­δελ­φὸς ποὺ μὲ κα­τά­πι­ε ἐ­κεῖ­νο τὸ βα­ρὺ χει­μώ­να ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα! Δὲν ἄ­κου­σα τὶς συμ­βου­λές σας καὶ σᾶς λύ­πη­σα. Ὅ­μως νὰ ποὺ τώ­ρα γύ­ρι­σα καὶ σᾶς ζη­τῶ νὰ μὲ συγ­χω­ρέ­σε­τε καὶ νὰ μὲ δε­χτεῖ­τε πά­λι ἀ­νά­με­σά σας. Γύ­ρι­σα γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σω τὰ που­λιά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.



		

	

Βασίλης Μανουσάκης: Τὶ δὲν εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία;


Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη


Τί δὲν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α;

 

ΑΛΙ ΚΟΙΜΑΤΑΙ, ἄρ­χι­σε νὰ μουρ­μου­ρί­ζει ἡ Βα­λεν­τί­να μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια της, ὅ­ταν τὸν εἶ­δε πά­λι στὸν κα­να­πὲ μὲ τὸ βι­βλί­ο πε­σμέ­νο στὰ μοῦ­τρα.

 

        Τί θὰ ἀ­πο­γί­νω;

 

        Δὲν θέ­λω ἄλ­λο…

 

        Θέ­λω νὰ φύ­γω…

 

        Πῶς θὰ φύ­γω…

 

        Καὶ ποῦ νὰ πά­ω…


        Οἱ σκέ­ψεις τὴ χτυ­ποῦ­σαν μὲ ὁρ­μὴ πυ­ραύ­λων καὶ τὸ μυα­λὸ της ἄρ­χι­σε νὰ πο­νά­ει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά. Σὰν νὰ ἔ­νι­ω­θε τὸν ἐγ­κέ­φα­λό της νὰ κι­νεῖ­ται μέ­σα στὸ κε­φά­λι της καὶ νὰ χτυ­πά­ει στὰ τοι­χώ­μα­τα τοῦ κρα­νί­ου της, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε τὸ θέ­α­μα ἐ­κεί­νου ποὺ ἄλ­λο­τε θαύ­μα­ζε νὰ κοι­μᾶ­ται χα­μέ­νος μέ­σα στὶς ἴ­δι­ες λέ­ξεις μὲ τὸ χέ­ρι πε­σμέ­νο στὸ πά­τω­μα.

 

        Του­λά­χι­στον, κά­πο­τε μά­θαι­νε καὶ κά­τι καὶ γυρ­νοῦ­σα καὶ μοῦ τὸ ἔ­λε­γε…

 

        Τώ­ρα…

 

        Στὴν ἴ­δια σε­λί­δα πάν­τα…

 

        Στὸ ἴ­διο ἔρ­γο θε­α­τές…

 

        Καὶ πῆ­γε πρὸς τὴν κου­ζί­να νὰ ἀ­δειά­σει τὰ ψώ­νια. Στὸ κρα­σὶ κον­το­στά­θη­κε καὶ χά­ι­δε­ψε λί­γο τὸν λαι­μὸ τοῦ μπου­κα­λιοῦ σὰν νὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος.

        Λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα ἀ­κό­μα καὶ τὸ ἅρ­πα­ξε, ἀ­φή­νον­τας ἀ­κό­μα καὶ τὰ γι­α­ούρ­τια ἐ­κτὸς ψυ­γεί­ου, κι ἀ­νέ­βη­κε τὶς σκά­λες πρὸς τὴν τα­ρά­τσα. Ἐ­κεῖ εἶ­χαν στή­σει ἕ­να ἐ­ρα­σι­τε­χνι­κὸ τη­λε­σκό­πιο γιὰ νὰ ἀ­να­ζη­τοῦν μα­ζὶ τὴν ὕ­παρ­ξη ζω­ῆς, ὅ­πως ἔ­λε­γαν χα­μο­γε­λών­τας. Τοὺς πῆ­ρε και­ρὸ αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση, ὥ­σπου ἐ­κεῖ­νος στα­μά­τη­σε νὰ ψά­χνει τὴν ὕ­παρ­ξη σὲ ὁ­τι­δή­πο­τε. Κι εἶ­χε μεί­νει μό­νη, ἀ­ραι­ὰ καὶ ποὺ νὰ ἀ­νε­βαί­νει στὴν τα­ρά­τσα καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τεῖ στὴν Ἀ­φρο­δί­τη τὴ γέν­νη­ση ζω­ῆς ἢ στὸν Ἄ­ρη τὴν ὕ­παρ­ξη μιᾶς μά­χης γιὰ ζω­ὴ ἔ­στω.

        Καὶ τώ­ρα ἦ­ταν πά­λι ἐ­κεῖ μὲ τὸ κρα­σί της καὶ ἕ­να πο­τή­ρι γε­μά­το. Τὸ κα­τέ­βα­σε ὅ­λο προ­τοῦ κοι­τά­ξει καὶ ἔ­νι­ω­σε καὶ πά­λι τὸν ἐγ­κέ­φα­λό της νὰ πάλ­λε­ται. Γιὰ ἄλ­λο λό­γο τώ­ρα.

        Κοί­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τη­λε­σκό­πιο. Ἡ Μι­κρὴ Ἄρ­κτος ἐ­κεῖ. Ἡ Ἀ­φρο­δί­τη εἶ­χε δει­λὰ φα­νεῖ, ἀλ­λὰ κα­νέ­να ση­μά­δι ἐ­ρω­τι­κῆς πά­λης ἀ­κό­μα. Ὁ Κρό­νος μὲ τοὺς δα­κτύ­λιους χό­ρευ­ε χού­λα χούπ.

        Κά­τι εἶ­ναι κι ὁ Κρό­νος…

        Ὁ Δί­ας με­γά­λος καὶ βα­ρύς. Δύ­σθυ­μος. Δυ­σκί­νη­τος. Σὰν τὶς σκέ­ψεις της.

        Ἤ­πι­ε καὶ δεύ­τε­ρο πο­τή­ρι κρα­σί. Ὁ ἐγ­κέ­φα­λος ἀ­να­ρί­γη­σε αὐ­τὴ τὴ φο­ρά.

        Ἄρ­χι­σε νὰ κι­νεῖ τὸ τη­λε­σκό­πιο πιὸ γρή­γο­ρα δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν νὰ ἔ­ψα­χνε κά­τι.

        Τώ­ρα ἔ­πι­νε τὸ κρα­σὶ ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Βα­ρι­ό­ταν τὴν κομ­ψό­τη­τα τοῦ πο­τη­ριοῦ.

        Νὰ ὁ Δί­ας καὶ πά­λι. Στά­σι­μος. Σὰν τὴ ζω­ή της.

        Ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ Δί­α, τὸ τη­λε­σκό­πιο ἔπι­α­σε κά­τι. Ἕ­να ἀ­στέ­ρι, ἕ­ναν πλα­νή­τη. Κά­τι.

        Ἤ­πι­ε μιὰ με­γά­λη γου­λιὰ ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι, τί­να­ξε τὸ κε­φά­λι της καὶ ξα­να­κοί­τα­ξε. Κά­τι ἦ­ταν αὐ­τό.

        Μι­σὴ ὥ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­κό­μα τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Οὔ­τε με­γά­λω­νε οὔ­τε μί­κραι­νε. Ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Παι­δὶ τοῦ Δί­α.

        Κοί­τα­ξε τὸ ρο­λό­ι της. Εἶ­χε πε­ρά­σει μι­ά­μι­ση ὥ­ρα ποὺ εἶ­χε γυ­ρί­σει σπί­τι. Θὰ εἶ­χε ξυ­πνή­σει ἐ­κεῖ­νος καὶ θὰ δι­ά­βα­ζε καὶ πά­λι τὴν ἴ­δια σε­λί­δα. Προ­τοῦ κοι­μη­θεῖ γιὰ βρά­δυ.

        Γύ­ρι­σε πρὸς τὴν πόρ­τα τῆς τα­ρά­τσας, μή­πως τὸν προ­λά­βει ξύ­πνιο καὶ ποῦν κα­μιὰ κου­βέν­τα. Με­τὰ ὅ­μως εἶ­δε ὅ­τι εἶ­χε ἀ­φή­σει μι­σὸ πο­τή­ρι κρα­σὶ ἀ­πὸ πρίν. Τὸ σή­κω­σε, τὸ ἔ­φε­ρε στὰ χεί­λη της, τὸ γεύ­τη­κε καὶ κοί­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τη­λε­σκό­πιο. Τὸ παι­δὶ τοῦ Δί­α ἦ­ταν ἀ­κό­μα δί­πλα του. Ἀ­κί­νη­το κι αὐ­τό. Σὰν τὸν πα­τέ­ρα του.

        Ἡ Βα­λεν­τί­να ἔ­στρε­ψε τὸ τη­λε­σκό­πιο ἀ­πό­το­μα μα­κριά. Σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο κε­νό, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­στρα πε­θα­μέ­να και­ρὸ πρὶν καὶ μαῦ­ρος οὐ­ρα­νός. Τε­λεί­ω­σε τὸ κρα­σί, ἄ­φη­σε τὸ πο­τή­ρι στὸ πλά­ι καὶ κόλ­λη­σε τὸ μά­τι της στὸ κε­νό. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μεί­νει ἐ­κεῖ ὡς ἀρ­γά. Κι ἄς ἕ­λι­ω­ναν τὰ γι­α­ούρ­τια. Κι ἄς ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν ἴ­σως ἐ­κεῖ­νος.

 

        Ἄλ­λω­στε, τί δὲν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α;

 


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­νου­σά­κης, Βα­σί­λης. (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ποί­η­ση. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ με­τά­φρα­ση στὸ Hellenic American College. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νο­ς (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Movie Stills (ποί­η­ση στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα, 2013), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­δι­ο­ν γιὰ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ τὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει πά­νω ἀ­πὸ 20 λο­γο­τε­χνι­κὰ βι­βλί­α καὶ δε­κά­δες δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις καὶ ἄρ­θρα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ.



		

	

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς: Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας



Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς

 

Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας


Waiting for Godot

ΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ. Θὰ μὲ ἐ­κτε­λοῦ­σαν. Ὄ­χι ὅ­τι μὲ ἔ­νοια­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἀλ­λὰ ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νεις ἕ­νας θά­να­τος εἶ­ναι θά­να­τος καὶ εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν εἶ­ναι βί­αι­ος.

       Ἦρ­θε στὸ κε­λί μου ὁ φρου­ρὸς καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα νὰ πᾶ­με.

       Τὸ κα­τά­λα­βε καὶ ὁ ἴ­διος ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ μὲ ἁ­λυ­σο­δέ­σει. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ὄ­ρε­ξη νὰ φύ­γω.

       Ἄ­νοι­ξε τὴ με­ταλ­λι­κὴ πόρ­τα καὶ βγή­κα­με στὸ μα­κρο­σκε­λὴ δι­ά­δρο­μο. Περ­πά­τη­σα ἀρ­κε­τὰ μέ­τρα δί­πλα του, σι­ω­πη­ρὸς καὶ βα­ρι­ε­στη­μέ­νος.

       Μπή­κα­με στὸ δω­μά­τιο. Πέν­τε ἄν­τρες ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σὲ μιὰ γω­νιὰ συ­ζη­τών­τας ψι­θυ­ρι­στά.

       Εἶ­χαν τό­σο κοι­νὰ πρό­σω­πα ποὺ τοὺς ξέ­χνα­γες τὸ ἑ­πό­με­νο λε­πτὸ ποὺ τοὺς ἔ­βλε­πες.

       Ὅ­ταν μᾶς ἀν­τι­λή­φθη­καν, στα­μά­τη­σαν καὶ ἕ­νας τους ἦρ­θε πρὸς τὸ μέ­ρος μας. Ἦ­ταν ἐ­ξί­σου βα­ρι­ε­στη­μέ­νος μὲ ἐ­μέ­να. Τὸ ἔ­βλε­πα στὸ πρό­σω­πό του καὶ στὰ ὑ­πο­το­νι­κὰ λό­για μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μοῦ μί­λη­σε.

       «Ἄν­τε ἔ­λα, νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἠ­λε­κτρι­κὴ κα­ρέ­κλα. Κα­λὸ εἶ­ναι νὰ σὲ δέ­σου­με, για­τὶ ὁ προ­η­γού­με­νος, ποὺ ἐ­πέ­με­νε τὸ ἀν­τί­θε­το, πε­τά­χτη­κε μι­σο­πε­θα­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του κι ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ δι­α­κό­ψου­με καὶ νὰ τὸν ξα­να­κα­θί­σου­με, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος οὔρ­λια­ζε ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Ἦ­ταν πο­λὺ ἐ­πώ­δυ­νο γιὰ ὅ­λους. Χώ­ρια ὅ­τι κα­τα­λέ­ρω­σε τὸν τό­πο μὲ κα­μέ­νες σάρ­κες καὶ αἵ­μα­τα.»

       Δὲν εἶ­χα ὄ­ρε­ξη νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σω, οὔ­τε ποὺ μὲ συγ­κί­νη­σε ἡ φρι­κι­α­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φή του. Μὰ δὲν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦρ­θε.

       «Θὰ ἤ­θε­λα μιὰ χά­ρη κύ­ρι­ε ἐ­κτε­λε­στή.»

       «Ὢχ αὐ­τοὶ οἱ κα­τά­δι­κοι μὲ τὶς χά­ρες τους. Ὅ­λο μπε­λά­δες μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν», σκέ­φτη­κε.

       Εἶ­δα τὶς σκέ­ψεις του στὸ πρό­σω­πό του, ποὺ σφί­χτη­κε ἀ­συ­ναί­σθη­τα, μὰ δὲν εἶ­πα κου­βέν­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος.

       «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἀ­να­βά­λου­με τὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ μιὰ ἄλ­λη φο­ρά. Ἴ­σως σὲ λί­γες μέ­ρες. Βα­ρι­έ­μαι ἀ­φό­ρη­τα σή­με­ρα.»

       Ἔ­κα­νε ἕ­ναν μορ­φα­σμὸ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης.

       «Δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Κα­λύ­τε­ρα νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο καὶ γιὰ ­σέ­να. Ἂν θε­λή­σεις κά­τι, ἂς ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πί­μο­να ἀρ­νεῖ­σαι τό­σο και­ρό. Νὰ ζη­τή­σεις χά­ρη καὶ δι­α­γρα­φὴ τῆς ποι­νῆς σου ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σουν. Ἔ­χει συμ­βεῖ σὲ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη καὶ τὸ ξέ­ρε­τε. Μό­νο λί­γο χρό­νο θὰ χρεια­στῶ.»

       «Τί νὰ τὸν κά­νεις τὸν χρό­νο; Ξέ­ρεις ὅ­τι τί­πο­τα δὲ θὰ συμ­βεῖ καὶ θὰ μεί­νεις κλει­σμέ­νος ὅ­λη τὴν ὥ­ρα στὸ κε­λί σου μό­νος.»

       «Δὲν εἶ­μαι χα­ζός, τὸ κα­τα­λα­βαί­νω. Μπο­ρεῖ νὰ μὲ κα­τη­γο­ρή­σε­τε γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε καὶ νὰ ἔ­χε­τε καὶ δί­κιο, ἀλ­λὰ χα­ζὸς δὲν εἶ­μαι.»

       «Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω για­τί δὲν ζη­τᾶς χά­ρη. Τό­σα χρό­νια καὶ πρώ­τη φο­ρὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό. Μά­λι­στα τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σει. Ἀρ­κεῖ νὰ τὴ ζη­τή­σεις. Εἶ­ναι πα­ρά­βα­ση κα­θή­κον­τος ποὺ στὸ λέω, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τέ­χω νὰ βλέ­πω αὐ­τὸν τὸν πα­ρα­λο­γι­σμό, πα­ρό­λο ποὺ δὲ μοῦ πέ­φτει λό­γος.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη, στὸ λέ­ω γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρά. Θέ­λω νὰ πε­θά­νω ὅ­πως ὅ­λοι. Μό­νο νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ ἡ ἐ­κτέ­λε­ση ἐ­πι­θυ­μῶ. Του­λά­χι­στον νὰ μὴ γί­νει σή­με­ρα.»

       Δί­στα­σε. «Πε­ρι­μέ­νεις καὶ ­σὺ νά ’ρ­θει. Τὸ βλέ­πω στὰ μά­τια σου. Πε­ρι­μέ­νεις. Εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α. Πο­τὲ δὲν ἔ­χει συμ­βεῖ μέ­χρι τώ­ρα καὶ εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲ θὰ γί­νει πο­τέ. Καὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ ποὺ κά­πο­τε, λέ­νε, ὅ­τι τὸ βί­ω­σαν, ἦ­ταν μι­σό­τρε­λοι ἢ τό­σο στε­ρη­μέ­νοι ποὺ δὲν ἔ­βλε­παν τὴν τύ­φλα τους. Ἄ­σε ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει πιὰ κα­νέ­νας τους νὰ μᾶς τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει.

       »Κά­ποι­οι ἄλ­λοι μά­λι­στα εἶ­παν, ὅ­τι μό­λις τὸ ἔ­νοι­ω­σαν, ἔ­πα­ψε νὰ τοὺς συγ­κι­νεῖ καὶ ἦ­ταν ἁ­πλῶς μιὰ τε­τριμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια ἢ μιὰ ἀ­νού­σια συ­νή­θεια.

       »Στα­μά­τα λοι­πὸν τὶς χα­ζο­μά­ρες, ἐ­πί­στρε­ψε στὴ ζω­ή, καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἰ­θύ­νον­τες χά­ρη. Θὰ στὴ δώ­σουν σί­γου­ρα καὶ θὰ γλι­τώ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν κό­πο.»

       Τὸν κοί­τα­ξα ἀ­δι­ά­φο­ρα. Ἂν μπο­ροῦ­σα νὰ ἐ­κτε­λε­στῶ μό­νος μου καὶ τὸν γλύ­τω­να ἀ­πὸ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν θὰ τὸν ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

       «Σοῦ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι δὲν εἶ­μαι χα­ζός. Δὲν πε­ρι­μέ­νω τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς ὅ­λα πρέ­πει νὰ γί­νουν ὅ­πως πρέ­πει. Ἡ ἐ­κτέ­λε­ση πρέ­πει νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ. Ἄν μοῦ τὸ ἀρ­νη­θεῖς θὰ τὸ ζη­τή­σω ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους σου καὶ σί­γου­ρα θὰ δε­χθοῦν.»

       «Ἔμ­πλε­ξα μὲ μουρ­λό», σκέ­φτη­κε.

       Μοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στοὺς ἄλ­λους στὴν ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ξα­νάρ­χι­σαν πά­λι νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν.

       Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε φα­νε­ρὰ μπου­χτι­σμέ­νος.

       «Ἄν­τε, πή­γαι­νε στὸ κε­λί σου. Δὲν ἔ­χει ἐ­κτέ­λε­ση σή­με­ρα. Αὔ­ριο πά­λι.»

       Ὁ φρου­ρὸς μὲ χτύ­πη­σε φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη καὶ ξε­κι­νή­σα­με γιὰ τὸ κε­λί.

       Τώ­ρα εἶ­μαι μό­νος καὶ πά­λι. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι θέ­λε­τε νὰ ζη­τή­σω αὐ­τὴν τὴν ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νη χά­ρη, ἀλ­λὰ δὲ θὰ σᾶς κά­νω τὸ χα­τί­ρι. Μά­λι­στα αὔ­ριο θὰ πά­ρω καὶ ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς μα­ζί μου στὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Πρέ­πει νὰ ξέ­ρει, για­τὶ καὶ ­σεῖς ἐ­κεῖ κά­πο­τε θὰ κα­τα­λή­ξε­τε.

       Μπο­ρεῖ νὰ μὴ σᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν, ἀλ­λὰ σί­γου­ρα θὰ πε­θά­νε­τε. Ὅ­σο γιὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὅ­λοι πε­ρι­μέ­νε­τε, σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἴ­σως ἦ­ταν μιὰ φάρ­σα, καὶ ἐ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ βε­βαι­ό­τη­τα. Ἄλ­λω­στε ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο γιὰ τὸν κα­θέ­να σας. Ἐ­γὼ πο­τὲ δὲν τὸ πί­στε­ψα, ἀλ­λὰ ἂν νοι­ώ­θε­τε κα­λύ­τε­ρα ἂς τὸ πε­ρι­μέ­νε­τε νά ’ρ­θει. Ἡ αὐ­τα­πά­τη…

       Σή­με­ρα εἶ­μαι πο­λὺ χα­ρού­με­νος. Ἐ­πι­τέ­λους θὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Καὶ τὸ πα­ρά­ξε­νο εἶ­ναι ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ἐ­θε­λον­τές. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ ἕ­να εἶ­δος δι­καί­ω­σης. Μή, ὄ­χι, μὴ μοῦ κρυ­φο­γε­λᾶ­τε. Μὴ μοῦ λέ­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ἔ­χει σχέ­ση μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­γὼ πε­ρι­μέ­νω νά ’ρ­θει. Δὲν ἀν­τέ­χω αὐ­τὴ τὴν εἰ­ρω­νεί­α.

       Θὰ σᾶς πῶ τί θὰ γί­νει στὸ μέλ­λον κι ἀ­μέ­σως θὰ στα­μα­τή­σε­τε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ θὰ ἀρ­χί­σουν οἱ ὁ­μα­δι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις ποὺ πάν­τα φο­βό­σα­στε. Μὴν ἀ­να­τρι­χι­ά­ζε­τε, οὔ­τε νὰ λυ­πᾶ­στε. Ἂν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­τε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο —ξέ­ρε­τε ποι­ό, μὴ κά­νε­τε τοὺς ἀ­νή­ξε­ρους— ποτὲ δὲ θὰ φα­νεῖ, δὲ θὰ σᾶς νοιά­ζει ὅ­πως καὶ ἐ­μέ­να. Μπο­ρεῖ τό­τε νὰ βα­ρι­έ­στε, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας.



Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς (Ἀ­θή­να,1968). Σπού­δα­σε θε­τι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ σχό­λιά του σὲ ἔρ­γα συ­να­δέλ­φων του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴν Ἔ­λε­να, κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἠ­ρι­δα­νὸς (2007). Ἀ­πὸ τὸ 2011 δι­ευ­θύ­νει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ὁ Σί­συ­φος». Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κοὺς δι­α­γω­νι­σμούς.

Δι­α­τη­ρεῖ τὸ blog: www.tehlemetzis.blogspot.com.



		

	

Δημήτρης Μιχελουδάκης: Ἡ συντήρηση


Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Ἡ συν­τή­ρη­ση


Ο ΠΡΩΪΝΟ ἔμοιαζε με ψηφοδέλτιο. Ὁ Δη­μι­ουρ­γὸς δὲν εἶ­χε δη­μι­ουρ­γι­κὲς ἀ­νη­συ­χί­ες κι εἶ­χε κά­νει πά­λι copy-paste τὴ μέ­ρα.

        «Τί θὰ θέ­λα­τε;» ρώ­τη­σε ὁ φύ­λα­κας καὶ χα­μο­γέ­λα­σε. «Ἐ­πι­βί­ω­ση» τοῦ ἀ­πάν­τη­σε δι­στα­κτι­κὰ ὁ Feldgrau. Μὲ ἐ­πί­ση­μο ὕ­φος καὶ  κα­λο­σι­δε­ρω­μέ­νο ὁ φύ­λα­κας μὲ τὰ μα­νι­κι­ου­ρι­σμέ­να νύ­χια τὸν σκούν­τη­ξε φι­λι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ ἀ­να­φώ­νη­σε: «Εἶ­στε τυ­χε­ρός, ἀ­γα­πη­τὲ κύ­ρι­ε! Σή­με­ρα δί­νου­με καὶ voucher δι­α­κο­πῶν! Λοι­πόν, μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ­τε κα­θό­λου. Θὰ πά­ρε­τε ὅ­λο εὐ­θεί­α αὐ­τὸν τὸν δι­ά­δρο­μο. Στὸ τέ­λος του θὰ δεῖ­τε μιὰ με­γά­λη λευ­κὴ πόρ­τα ποὺ γρά­φει Βα­θειὰ Κα­τά­ψυ­ξη. Ἐ­κεῖ θὰ ἀ­φή­σε­τε τὴ συ­νεί­δη­σή σας. Τὰ ὑ­πό­λοι­πα θὰ τὰ ἀ­να­λά­βου­με ἐ­μεῖς.»


Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).


Εἰκόνα: Ἔργο τῆς ἀμερικαδίδας σουρ­ρε­α­λί­στριας  Ka­theri­ne Linn Sa­ge  συ­νή­θως γνω­στῆς ὡς Kay Sage ποὺ δρα­στηριο­ποιή­θηκε μετα­ξὺ τοῦ 1936 καὶ 1963.

Ἰάσονας Μικρώνης: Ἡ ποινὴ


Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώνης


Ἡ ποι­νὴ


ΑΞΙΔΕΥΩ μὲ τὸ ὑ­πε­ρω­κε­ά­νιο «Βι­κτω­ρί­α». Εἶ­μαι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ χα­ρού­με­νος, πλέ­ω σὲ πε­λά­γη εὐ­τυ­χί­ας, για­τί κα­τά­φε­ρα ἐ­πι­τέ­λους ν’ ἀ­φή­σω πί­σω τὴν πα­λιά μου ζω­ή, νὰ ξε­φύ­γω ἀ­π’ ὅ­λους κι ἀ­π’ ὅ­λα, νὰ βά­λω πλώ­ρη γιὰ μιὰ νέ­α ἀρ­χή. Οὔ­τε ποὺ ξέ­ρω σὲ ποι­ό λι­μά­νι θὰ κα­τα­λή­ξου­με, μὰ οὔ­τε ποὺ ρώ­τη­σα κι οὔ­τε καὶ ποὺ μὲ νοιά­ζει. Μοῦ ἀρ­κεῖ ν’ ἀ­να­κου­φί­ζο­μαι στὴ σκέ­ψη πὼς θὰ πά­ψει πιὰ νὰ ἠ­χεῖ στ’ αὐ­τιά μου ἡ γλώσ­σα μου· ὅ­λα τὰ λό­για θὰ μέ­νουν στὸ νέ­ο τό­πο με­τέ­ω­ρα, ἀ­κω­δι­κο­ποί­η­τα, κε­νά· κα­μιὰ κα­κεν­τρέ­χεια, κα­νέ­νας ψό­γος καὶ κα­νεὶς ψι­θυ­ρι­σμὸς πιὰ δὲ θὰ μ’ ἀγ­γί­ζει.

        Οἱ μέ­ρες μου ἐν πλῶ εἶ­ναι μα­κά­ρι­ες κι ἀ­νέ­φε­λες. Ὁ­ρι­ζον­τι­ω­μέ­νος τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες στὸ στε­νὸ κρε­βά­τι τῆς ἰ­δι­ω­τι­κῆς μου καμ­πί­νας, δι­α­βά­ζω καὶ ξα­να­δι­α­βά­ζω τὰ ἀ­γα­πη­μέ­να μου ἀ­να­γνώ­σμα­τα κρα­τών­τας στὸ πλά­ι ση­μει­ώ­σεις κι ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας τὰ πιὸ ση­μαν­τι­κά. Τὸ με­ση­με­ρά­κι ἀ­νε­βαί­νω μὲ τὸ πά­σο μου στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο: ἔ­χω ἐ­ξα­σκή­σει τὸ στο­μά­χι μου ἔ­τσι ποὺ νὰ μὴ ζη­τά­ει πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να γεῦ­μα ἡ­με­ρη­σί­ως. Ἂν καὶ τὸ πλή­ρω­μα με­τρᾶ με­ρι­κὲς δε­κά­δες ἀν­θρώ­πους, ἐ­γὼ ἔ­χω κα­τα­φέ­ρει μέ­σα σὲ ὅ­λο ἐ­τοῦ­το τὸ δι­ά­στη­μα νὰ τοὺς μά­θω ὅ­λους τους μὲ τὰ μι­κρά. Κι εἶ­ναι μά­λι­στα ὅ­λοι τους πρό­θυ­μοι, ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ξέ­ρουν πὼς οἱ δρό­μοι μας ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ χω­ρί­σουν, νὰ μοῦ μι­λή­σουν μὲ τὸ κα­λη­μέ­ρα γιὰ τοὺς κα­η­μοὺς καὶ γιὰ τὰ ὄ­νει­ρα ποὺ πνί­γουν στὴ στε­ριά.

        Ὅ­ταν τὸ μυα­λό μου θο­λώ­νει ἀ­π’ τὴν πολ­λὴ με­λέ­τη, ξε­πορ­τί­ζω ὣς τὸ κα­τά­στρω­μα γιὰ νὰ ξε­μου­διά­σουν τὰ ἄ­κρα μου καὶ γιὰ νὰ τα­ΐ­σω μὲ τὶς χοῦ­φτες μου ἀ­πο­φά­για τὰ γλα­ρο­πού­λια.

        Μιὰ τέ­τοι­α μέ­ρα ἔρ­χε­ται ὁ Στέρ­γιος —ἕ­να ὀρ­φα­νὸ πού ‘χει ἐ­πι­φορ­τι­σθεῖ μὲ ἕ­να καὶ μο­να­δι­κὸ κα­θῆ­κον, νὰ τρί­βει ἀ­δι­α­κό­πως, μὲ μιὰ εἰ­δι­κὴ βούρ­τσα, ὅ­λες τὶς κου­πα­στὲς— καί, τρα­βών­τας με ἀ­π’ τὸ μα­νί­κι, μοῦ λέ­ει:

        «Μπάρ­μπα, ἐ­κεῖ­νος ἐ­κεῖ ὁ μπάρ­μπας εἶ­ναι ἀ­π’ τὰ μέ­ρη σου. Τό­νε ξέ­ρεις;»

        Εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­τρας τῆς ἡ­λι­κί­ας μου: ψη­λός, βλο­συ­ρός, εὐ­ρύ­στερ­νος καὶ σμι­χτο­φρύ­δης. Μὲ κοι­τᾶ κι ἐ­κεῖ­νος ἐ­τα­στι­κὰ ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ κα­τα­στρώ­μα­τος.

        «Μὰ πῶς δὲν τὸν ξέ­ρω», λέ­ω ἀ­μέ­σως τοῦ μι­κροῦ καὶ τοῦ ἀ­φή­νω ἕ­να κέρ­μα στὴν ἁ­πλω­μέ­νη του πα­λά­μη, δι­πλα­σι­ά­ζον­τάς του ἔ­τσι καὶ τὸ μπο­να­μά: στοί­χη­μα τὸ πά­ω πὼς τὸ ὀρ­φα­νό, μ’ αὐ­τὸ τὸ λαν­θά­νον ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κὸ δαι­μό­νιο ποὺ τὸ δέρ­νει, κα­τά­φε­ρε ν’ ἀ­φαι­μά­ξει πρῶ­τα καὶ τὸν συν­το­πί­τη μου τσιμ­πών­τας κι ἀ­πὸ ‘κεῖ τὸ εὐ­ρου­λά­κι του.

        Χω­ρὶς νὰ χά­νω χρό­νο, κι­νῶ πρὸς τὸ με­ριὰ τοῦ ἄν­τρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος φαί­νε­ται πάν­τως νὰ δυ­σκο­λεύ­ε­ται ἀ­κό­μα στὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση καὶ νὰ τὰ ἔ­χει ὀ­λί­γον τί χα­μέ­να.

        «Ἀρ­γύ­ρη», τοῦ λέ­ω, ἀ­φοῦ μει­ώ­σω τὴ με­τα­ξὺ μας ἀ­πό­στα­ση ἀρ­κε­τά.

        «Ρὲ σύ», μοῦ φω­νά­ζει κι αὐ­τός, «ἐ­σὺ δὲν εἶ­σαι;». Ἡ φω­νή του, ἔ­τσι τσα­κι­σμέ­νη καὶ σπη­λαι­ώ­δης ποὺ εἶ­ναι, σὲ τί­πο­τα δὲ θυ­μί­ζει ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πεί­θαρ­χο καὶ ζω­η­ρὸ παι­δί: ὑ­πο­κι­νη­τὴς πάν­τα τῶν κα­τα­λή­ψε­ων καὶ κόκ­κι­νο πα­νὶ γιὰ τοὺς κα­θη­γη­τές, κα­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ὴ γιὰ τοὺς συ­νο­μη­λί­κους του κι ὄ­νει­δος γιὰ τὴν κοι­νω­νί­α. Ἡ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση ποὺ κρα­τῶ ὡς τὰ σή­με­ρα ἀ­πὸ αὐ­τὸν εἶ­ναι πού, γιὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σει κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ μα­θή­μα­τος τὴν ἀ­νί­α του, μᾶς μοί­ρα­ζε ἐ­μᾶς τῶν συμ­μα­θη­τῶν του ρα­βα­σά­κια ποὺ ‘κρυ­βαν μέ­σα τὶς τρί­χες ποὺ εἶ­χε στὸ με­τα­ξὺ ἀ­πο­ψι­λώ­σει ἀ­π’ τὴ βου­βω­νι­κή του χώ­ρα.

        Πι­ά­νου­με πα­ρευ­θὺς τὴν κου­βέν­τα. Στὴν ἀρ­χὴ τὰ πα­ρα­φου­σκώ­νου­με ἀμ­φό­τε­ροι, καυ­χι­ό­μα­στε γιὰ ἐ­πι­τεύγ­μα­τα ποὺ φέ­ρα­με σὲ πέ­ρας, γιὰ λε­φτὰ ποὺ κά­να­με, γιὰ γυ­ναῖ­κες ποὺ κα­τα­φέ­ρα­με. Ἀλ­λὰ σὲ λί­γο σπᾶ­με κι οἱ δύ­ο, λυ­γί­ζου­με, κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ἀ­να­λυ­ό­μα­στε σὲ δά­κρυ­α: τί­πο­τα δὲν κα­τορ­θώ­σα­με, ἡ μιὰ ἀ­πο­τυ­χί­α ἔ­φε­ρε τὴν ἄλ­λη κι ὅ­λες μα­ζί μᾶς ἔ­φε­ραν ὣς ἐ­δῶ.

        «…ἄ­σε, ἀ­δερ­φέ, ἔμ­πλε­ξα», κλεί­νει τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του ὁ Ἀρ­γύ­ρης, «κι ἔ­κτο­τε ἐ­κτί­ω τὴν ποι­νή».

        Καί, με­τὰ κι ἀ­π’ αὐ­τό, χω­ρί­ζου­με.

        Τὸ ἴ­διο βρά­δυ, κα­θὼς ἀ­να­θυ­μᾶ­μαι τὴν ἀ­κρο­τε­λεύ­τια φρά­ση τοῦ πα­λαι­οῦ μου συμ­μα­θη­τῆ καὶ πα­σχί­ζω νὰ τὴν ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω, μί­α ψι­λὴ φω­νὴ ἔρ­χε­ται καὶ μ’ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τρυ­πώ­νον­τας ἀ­πὸ τὸ φι­νι­στρί­νι.

        «Χα­ζέ», μοῦ λέ­ει ἡ φω­νή, «ἀ­κό­μα νὰ τὸ κα­τα­λά­βεις; Δὲν πη­γαί­νου­με, ἐρ­χό­μα­στε».



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώ­νης (Ἀ­θή­να, 1990). Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν.


Ἀλέξανδρος Ἀδαμόπουλος: Τὸ φασόλι


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ἀ­δα­μό­που­λος


Τὸ φασόλι


…ΧΙΛΙΟΕΙΠΩΜΕΝΕΣ μα­ται­ό­τη­τες:

Ποι­ός ἔ­χει τί, καὶ ποῦ τὰ βρί­σκει, καὶ ποι­ός εἶ­ναι φί­λος μὲ ποι­όν, καὶ ποῦ­θε κρα­τᾶ ἡ σκού­φια του, καὶ πό­σες γε­νι­ὲς βα­στά­ει τὸ τά­δε τζά­κι, καὶ ἂν ἡ Ἀ­νά­στα­σις εἶ­ναι ἐν­τὸς ἢ ἐ­κτός μας, καὶ ἂν ὁ Ἔ­ρως εἶν΄ ἔ­τσι ἢ ἂν εἶ­ναι ἀλ­λι­ῶς…

         Ἡ ἴ­δια φάρ­σα καὶ πάν­τα, πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα, τὸ ἴ­διο πάν­τα ψέ­μα.

            Ἔ­σκυ­βα σι­ω­πη­λὸς στὰ δί­χως ἀ­γά­πη μα­γει­ρε­μέ­να φα­γη­τὰ καὶ κα­τά­πι­να μὲ δυ­σκο­λί­α τὶς μπου­κι­ές, ὥ­σπου ὁ μι­κρὸς με­λα­ψὸς λα­κὲς —ποι­ός ξέ­ρει ποῦ τὸ ψά­ρε­ψαν καὶ τὸ μα­σκά­ρε­ψαν ἔ­τσι τὸ παι­δὶ— γε­μί­ζον­τας κρα­σὶ τὸ πο­τή­ρι μου, συ­νάν­τη­σε τὸ βλέμ­μα μου. Μι­σὴ στιγ­μὴ τὰ εἴ­πα­με ὅ­λα· ἔ­σκα­σαν δυ­ὸ λακ­κά­κια στὶς ἄ­κρες τῶν χει­λι­ῶν του κι ἔ­φυ­γε. Καὶ στὸν ἑ­πό­με­νο γύ­ρο, γε­μί­ζον­τας πά­λι τὸ πο­τή­ρι μου κρα­σί, ἀ­πί­θω­σ’ ἐ­πι­δέ­ξια πά­νω στὴν πε­τσέ­τα μου ἕ­να φα­σό­λι.

         Κα­νεὶς δὲν εἶ­δε τί­πο­τα, για­τί μι­λού­σα­νε γιὰ τὴν Ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς.

        Τὸ πῆ­ρα στὴ χού­φτα μου κι ἔ­βα­λα τὸ χέ­ρι στὴν τσέ­πη. Τὸ φα­σό­λι ἀ­κούμ­πη­σε μα­λα­κὰ πά­νω σε μί­α φλέ­βα καὶ μοῦ ἔ­στελ­νε τὶς ἀ­νά­σες του:

        …«Ἦ­ταν, ἔ­λε­γε, ἕ­να χω­ρά­φι γε­μά­το φα­σο­λι­ὲς καὶ ζου­ζού­νια καὶ σα­λιγ­κά­ρια καὶ μέ­ρα καὶ νύ­χτα καὶ κρύ­ο καὶ ζέ­στη καὶ που­λιὰ καὶ βρο­χὴ καὶ ἥ­λιο καὶ κα­λά­μια ποὺ τὶς στή­ρι­ζαν. Κι ὅ­ταν μὲ τὰ πολ­λὰ οἱ φα­σο­λι­ὲς ἔ­φτια­ξαν τὰ φα­σό­λια τους, ἤρ­θα­νε χέ­ρια καὶ τὰ μά­ζε­ψαν. Καὶ τὰ ’­βα­λαν σ’ ἕ­να τσου­βά­λι. Καὶ τὸ τσου­βά­λι τὸ ἄ­φη­σαν στὸ μα­γα­ζί. Κι ἐρ­χό­τα­νε ἡ σέ­σου­λα καὶ κά­θε τό­σο ἔ­παιρ­νε φα­σό­λια καὶ τὰ ’­βα­ζε σὲ σα­κοῦ­λες. Καὶ ἀ­πὸ μιὰ σα­κού­λα, ἀ­πὸ μιὰ τρύ­πα· ἕ­να ἔ­πε­σε. Ἔ­πε­σε στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου κι ἔ­μει­νε μό­νο του, κά­τω ἀ­πὸ κά­τι πα­πα­ροῦ­νες. Κι ὅ­ταν ἔ­μει­νε ἔ­τσι μό­νο, θυ­μό­τα­νε τὸ πε­ρι­βό­λι μὲ τὶς φα­σο­λι­ὲς κι ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε ζή­σει ἴ­σα­με τώ­ρα. Μὰ τώ­ρα νό­μι­ζε πὼς τί­πο­τα δὲν τοῦ θύ­μι­ζε τὴ ζω­ή του. Τί­πο­τα. Τώ­ρα ἤ­τα­νε μό­νο. Κα­τά­μο­νο. Καὶ τὸ κο­φί­νι μὲ τὴ σα­κού­λα ποὺ εἶ­χε τ’ ἄλ­λα φα­σό­λια, ξε­μά­κραι­νε πά­νω στὴ ρά­χη ἑ­νὸς γα­ϊ­δου­ριοῦ. Τὸ φα­σό­λι πά­γω­σε. Φώ­να­ξε· κα­νεὶς δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Ξα­να­φώ­να­ξε· κα­νέ­νας. Δά­κρυ­σε καὶ βάλ­θη­κε νὰ κλαί­ει.

        »Ἔ­κλαι­γε, ἔ­κλαι­γε, ἔ­κλαι­γε. Μὲ τὶς μέ­ρες ἔ­κλαι­γε… Ὥ­σπου ἀ­π’ τὸ κλά­μα ἡ γῆς γύ­ρω του ἄρ­χι­σε νὰ νο­τί­ζει, νὰ μου­σκεύ­ει, καὶ τὸ φα­σό­λι φύ­τρω­σε.»

        «Μὴ χει­ρό­τε­ρα!» εἶ­πα. Ἄ­νοι­ξα τὴν πα­λά­μη, κι ἔ­βγα­λα τὸ χέ­ρι ἀ­π’ τὴν τσέ­πη καὶ σή­κω­σα τὸ πο­τή­ρι μου, κά­τι νὰ εὐ­χη­θῶ κι ἐ­γὼ μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους. Με­τά· πά­λι στὴν τσέ­πη, ἔ­πι­α­σα τὸ φα­σό­λι, τό ’­σφι­ξα. Μὰ δὲν μοῦ ἔ­στελ­νε τί­πο­τα. Τί­πο­τα. Οὔ­τε μί­αν ἀ­νά­σα. Δαγ­κώ­θη­κα· για­τί ἔ­τσι;

        Ὅ­ταν φεύ­γα­με, ὁ μι­κρὸς λα­κὲς ἔ­σπευ­σε χα­ρού­με­νος νὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ βά­λω τὸ πα­νω­φό­ρι μου. Μὲ κοι­τοῦ­σε λάμ­πον­τας.

       «Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νό­η­τη ἱ­στο­ρί­α» τοῦ εἶ­πα. Εἶ­χα πει­ρα­χτεῖ για­τὶ τὸ φα­σό­λι τὰ εἶ­πε ἔ­τσι ξε­ρὰ κι ὕ­στε­ρα στα­μά­τη­σε νὰ μοῦ λέ­ει. Τὸ χα­μό­γε­λό του ἔ­σβη­σε. Μὲ κοί­τα­ξε σο­βα­ρά, σκο­τει­νι­α­σμέ­νος, μὲ ὀ­δύ­νη:

        «Μά· ξέ­ρε­τε πό­σο πο­νά­ει ἕ­να φα­σό­λι ποὺ ἀρ­χί­ζει νὰ φυ­τρώ­νει, ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ τό­σο κλά­μα;»

        Ὅ­μως εἶ­χα ἤ­δη φο­ρέ­σει τὸ ἕ­να μα­νί­κι τοῦ πα­νω­φο­ριοῦ μου. Ἔ­πρε­πε νὰ φο­ρέ­σω καὶ τ’ ἄλ­λο. Καὶ οἱ ἄλ­λοι ἔ­φευ­γαν. Δὲν εἶ­χα και­ρό.



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ἀ­δα­μό­που­λος (1953) σπού­δα­σε Νο­μι­κὴ στὸ ΕΚΠ, σκη­νο­θε­σί­α καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα στὴν Ἀ­θή­να, καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὰ στὴ Σορ­βόν­νη (Sociologie Politique, Paris II). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὸ θέ­α­τρο, τὴν με­τά­φρα­ση, τὴν πε­ζο­γρα­φί­α καὶ τὴν ποί­η­ση. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Μου­σεῖ­ο Ἑλ­λη­νι­κῶν Λα­ϊ­κῶν Μου­σι­κῶν Ὀρ­γά­νων ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ τὸ ’91, ὡς γε­νι­κὸς γραμ­μα­τέ­ας καὶ ὡς πρό­ε­δρος τοῦ Σω­μα­τεί­ου Φί­λων του Μου­σεί­ου. Δι­ε­τέ­λε­σε γε­νι­κὸς γραμ­μα­τέ­ας τοῦ δι­οι­κη­τι­κοῦ συμ­βου­λί­ου τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ Θε­ά­τρου. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Δώ­δε­κα καὶ ἕ­να ψέ­μα­τα (δι­η­γή­μα­τα Ἴ­κα­ρος 1991, Ἄ­γρα 2009) ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γαλ­λι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ τούρ­κι­κα καὶ κυ­κο­φό­ρη­σε στὴν Τουρ­κί­α, τὴ Γερ­μα­νί­α, τὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴν Ἰν­δί­α. Ψέ­μα­τα πά­λι (δι­η­γή­μα­τα, Ἄ­γρα 1999). Οἱ Δαι­μο­νι­σμέ­νοι θε­α­τρι­κὴ προ­σαρ­μο­γὴ τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου ἔρ­γου τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι ἀ­πὸ τὸν Albert Camus, με­τά­φρα­ση (ΚΘΒΕ 1991), Ὁ Σι­μι­γδα­λέ­νιος θέ­α­τρο-ποί­η­ση (13η ἔκ­δο­ση, Ἑ­στί­α 1993), κ.ἄ.


Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς (Joy Williams): Ἀμέλεια



Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς (Joy Williams)  (Ἀφιέρωμα, 7/11)

[Μι­κρὴ ἐ­κλο­γὴ ἀ­πὸ τὶς Ἐ­νε­νήν­τα ἐν­νιὰ ἱ­στο­ρί­ες τοῦ Θε­οῦ (Ni­ne­ty-Νi­ne Sto­ri­es of God)]

Ἀ­μέ­λεια  

(Neglect)


ΡΩΤΗΣΑΝ τὸν Κύ­ριο ἂν πι­στεύ­ει στὴ με­τεν­σάρ­κω­ση.

       Βε­βαί­ως, εἶ­πε. Ἐ­ξη­γεῖ τό­σο πολ­λά.

       «Τί ἐ­ξη­γεῖ, ἀ­ξι­ό­τι­με κύ­ρι­ε;», τὸν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος.

       Κα­τὰ τοὺς πρό­σφα­τους ἑ­ορ­τα­σμούς σας γιὰ τὴν 4η Ἰ­ου­λί­ου μὲ κά­λε­σαν νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σω ἕ­ναν δι­α­γω­νι­σμὸ κα­τα­νά­λω­σης χὸτ ντὸγκ ποὺ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται κά­θε χρό­νο, εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, κι ἦ­ταν ὅ,τι πιὸ ἠ­λί­θιο ἔ­χω δεῖ πο­τέ μου.



Πη­γή: Joy Williams, Nine­tyNi­ne Sto­ri­es of God, Πόρ­τ­λαντ / Ὄ­­ρε­γ­κον / Μπρού­κλιν, Tin Hou­se Books, 2016 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση].

Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς (Joy Williams) (1944, Τσέλ­μσφορντ, Μα­σα­χου­σέ­τη). Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της The Quick and the Dead (2000) ἦ­ταν ὑ­πο­ψή­φιο γιὰ τὸ βρα­βεῖ­ο Πού­λι­τζερ καὶ ἡ συλ­λο­γή της μὲ δο­κί­μια Ill Nature: Rants and Reflections on Humanity and Other Animal (2001) ὑ­πο­ψή­φια γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ κύ­κλου τῶν κρι­τι­κῶν. Ἀ­πὸ τὸ 2008 εἶ­ναι μέ­λος τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς ἀ­κα­δη­μί­ας γραμ­μά­των καὶ τε­χνῶν, ἐ­νῶ τὸ 2021 τῆς ἀπο­νο­μή­θηκε τὸ βρα­βεῖο τῆς βι­βλι­ο­θή­κης τοῦ Κο­γκρέ­σου γιὰ τὴ συ­νο­λι­κὴ προ­σφο­ρά της στὴν ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ λο­γοτε­χνία. Τὸ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὸν ἐκ­δο­τι­κὸ οἶ­κο Knopf τὸ νέ­ο της μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ τί­τλο Harrow, εἴ­κο­σι ἕ­να χρό­νια με­τὰ τὸ The Quick and the Dead. Μοι­ρά­ζει τὸν χρό­νο της ἀ­νά­με­σα στὸ Τοῦ­σον τῆς Ἀ­ρι­ζό­να καὶ στὸ Λά­ρα­μι τοῦ Οὐ­α­ϊ­ό­μινγκ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης: Συνοδὸς σκιά


Νίκος Γαβριὴλ Πεν­τζί­κης


Συ­νο­δὸς σκιά


ΕΡΠΑΤΩ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ τῆς πα­λιᾶς πό­λης. Προ­σπα­θῶ νὰ συγ­κρα­τή­σω τὴ ρέ­ου­σα στιγ­μή, συν­δέ­ον­τάς την μὲ τὸ πα­ρελ­θόν. Νὰ ὁ­λο­κλη­ρωάσω ἕ­ναν κύ­κλο μέ­σα στὸ χά­ος τῶν αἰ­σθή­σε­ων. Προ­σπα­θῶ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σω τὰ βή­μα­τα τῆς ἐ­παύ­ριον, ποὺ μὲ τρο­μά­ζει. Μὲ πα­ρα­κι­νεῖ ἡ θύ­μη­ση κά­ποι­ας πε­ρα­σμέ­νης στιγ­μῆς. Στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ ὁ δρό­μος στρί­βει, περ­νών­τας πιὸ ψη­λά, σχη­μα­τί­ζον­τας εἶ­δος ἐ­ξώ­στη, μὲ θέ­α πα­νο­ρα­μα­τι­κή, πά­νω ἀ­πὸ τὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν, ποὺ κα­τε­βαί­νουν μέ­χρι τὴ θά­λασ­σα. Νύ­χτα μὲ ἀ­ναμ­μέ­να τὰ φῶ­τα, κα­θι­σμέ­νος σ’ ἕ­να κα­φε­νεῖ­ο, εἶ­χα με­θύ­σει. Μα­ζί μου τὸ πρό­σω­πο ἑνός νε­κροῦ. Πά­νω στὸ φθαρ­μέ­νο, βρώ­μι­κο τρα­πέ­ζι ἄ­δεια ἡ μπου­κά­λα. Τὸ πρά­σι­νο γυα­λὶ καὶ τὸ κόκ­κι­νο πε­ρι­ε­χό­με­νο. Βγαί­νον­τας ἀ­πὸ τὸ μα­γα­ζὶ μὲ τὸν χάρ­τι­νο κόκ­κι­νο δι­ά­κο­σμο, ἀ­να­παύ­τη­καν τὰ μά­τια μου στὸ γα­λά­ζιο πα­ρά­θυ­ρο τῆς ὄ­μορ­φης. Ἀ­χτέ­νι­στα τὰ σγου­ρὰ χα­ρι­τω­μέ­να μαλ­λιά της, ἴ­δια μὲ σι­δε­ρέ­νια στό­ρια μα­γα­ζι­ῶν, τὴν δι­α­σώ­ζουν ἀπ’ τοὺς πό­θους τοῦ λη­στῆ τῆς νύ­χτας. Τρο­μά­ζον­τας τὶς ἡ­μέ­ρες τοῦ μέλ­λον­τος, προ­φη­τεύ­ω, ἀκο­λου­θών­τας τὸν το­ρὸ τῶν πε­ρα­σμέ­νων. Κλαί­ω ὅ­σους πέ­θα­ναν. Ἀγωνίζομαι ν’ ἀ­πο­κα­τα­στή­σω τὴν ἑ­νότη­τα τῶν σπα­σμέ­νων κομ­μα­τι­ῶν σὲ κά­θε στρο­φή. Εἶ­χα πε­ρά­σει ἄλ­λο­τε ἀπ’ αὐτο­ῦ μα­ζὶ μὲ πρό­σω­πα ποὺ ἔ­πα­ψαν νὰ ὑ­πάρ­χουν ἐν ζω­ῇ. Τὸ καλ­ντε­ρί­μι πα­ρέ­μει­νε τὸ ἴ­διο. Ἴδια καὶ ἡ βρύ­ση, τὸ σπί­τι. Ταυ­τό­χρο­να κά­τι ἄλ­λο ποὺ δὲν ἦ­ταν ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ πα­λιοῦ, ἀλ­λὰ και­νού­ρια ὄ­ψη κολ­λη­μέ­νη στὸν πα­λιὸ δρό­μο. Προ­σθή­κη βη­μά­των. Μὲ χα­ρο­ποι­εῖ ἡ ἀν­τί­λη­ψη τῆς νέ­ας ζω­ῆς πά­νω στὰ κα­τά­λοι­πα τῶν πα­λι­ῶν. Χο­ρεύ­ουν νέ­α πα­λι­κά­ρια. Σαβ­βα­τι­ά­τι­κο ξα­λά­φρω­μα στὸ μα­γα­ζὶ μὲ τὴ λα­τέρ­να καὶ τὰ κρου­στὰ παι­χνί­δια. Χέ­ρια καὶ πό­δια σὲ κί­νη­ση. Κορ­μιὰ κα­μα­ρω­τὰ λυ­γο­ῦν ἀρ­γά. Ὁ Ραμ­πό­τας, ὁ λε­βέν­της τρα­γου­δι­στὴς, ποὺ τα­νών­τας τ’ αὐ­τὶ οἱ γυ­ναῖ­κες πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τὸ σκο­πό του, πά­νω σε μιά φούρ­λα τοῦ χο­ροῦ τσά­κι­σε τὰ δά­χτυ­λα στὸ ἕ­να του πό­δι. Βά­λε ρα­κὶ καὶ πι­ές. Μὴ δί­νεις προ­σο­χὴ σ’ ὅ­σα λέ­γον­ται. Σή­κω μὲ ὁρ­μὴ ἀ­πά­νω νὰ κα­τα­πι­εῖς τὸν δι­α­βα­τά­ρη χρό­νο. Ἡ κου­ρα­σμέ­νη γριὰ στὴ φου­βοὺ με­ρα­κλα­δί­ζει με­ζέ­δες γιὰ τὰ νιά­τα. Βγὲς στὴν πόρ­τα νὰ ὑ­πο­δε­χτεῖς τὴ Δδὰ Στιγ­μὴ τοῦ Γέ­ρου Χρό­νου, ποὺ ξε­κα­βα­λι­κεύ­ει καὶ γλεν­τᾶ. Με­τὰ ἕ­πε­ται ἡ μαύ­ρη ἀ­πο­χαύ­νω­ση καὶ ὁ λο­γα­ρια­σμός. Τὸ φι­λο­δώ­ρη­μα τοῦ χλω­μοῦ μου­ζι­κάν­τη μὲ τὸ κλεμ­μέ­νο ἀπὸ κά­ποι­ο ἀστέρι τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου λε­πτὸ μου­στά­κι. Χά­νον­ται μέ­σ’ ἀ­πό τὰ χέ­ρια μας οἱ ἄν­θρω­ποι περ­νών­τας ἀν­τί­κρυ. Συν­τρο­φιὰ μὲ εἰ­κό­νες τῆς μνή­μης ἄ­χρω­μες, ξε­κι­νῶ νὰ βρῶ τοὺς ἄλ­λους, ν’ ἀ­κε­ραι­ω­θῶ σμί­γον­τας μα­ζί τους. Δι­ερ­μη­νεύ­ω τὶς γε­ω­με­τρι­κὲς ἀ­ξι­ές τῶν οἰ­κο­δο­μῶν. Τὸ ὕ­ψος, τὸ πλά­τος. Ἡ κα­τά­λη­ξη τοῦ κά­θε σχή­μα­τος, μυ­στι­κὲς ὑ­πο­θῆ­κες τοῦ μα­τιοῦ. Μαῦ­ρο σκο­τά­δι κα­λύ­πτει μὲ ἄ­γνοι­α τοὺς ὄγ­κους τῶν κα­τοι­κι­ῶν. Βου­βαί­νον­ται τὰ πα­ρά­θυ­ρα. Ὁ ἦ­χος τῶν βη­μά­των σχη­μα­το­ποι­εῖ τὴν ξε­νι­τιά. Πί­σω ἀ­π’ τὶς κλει­στὲς πόρ­τες πα­ρα­φυ­λά­γουν φαν­τά­σμα­τα. Περ­νά­ω δί­πλα στὴ «Λα­ο­δη­γή­τρια». Κά­νω τὸ σταυ­ρό μου καὶ πά­ω νὰ προ­σκυ­νή­σω τὴ θαυ­μα­τουρ­γὴ Ἅ­για Εἰ­κό­να. Αἰ­ῶ­νες πα­ρέ­μει­νε θαμ­μέ­νη στὴ γῆ. Ἕ­να παι­δὶ τὴν ἀπο­κά­λυ­ψε. Ἔπαιζε στὴν ἀλάνα τῶν ἐ­ρει­πί­ων ἀ­πό τὸ πρω­ί. Ἡ μά­να του, ποὺ κά­ποι­α στιγ­μὴ ξαφ­νι­κά το’ ‘χά­σε ἀ­π’ τὰ μά­τια της, ἄρ­χι­σε νὰ τὸ ἀνα­ζη­τᾶ παν­τοῦ. Τὸ παι­δί, τρέ­χον­τας νὰ ψη­λώ­σει ἕ­ναν χαρ­τα­ε­τό, εἶ­χε πέ­σει σ’ ἕ­να βα­θὺ λα­γού­μι. Σι­μώ­νον­τας ἐ­πὶ τό­που, ἡ μά­να ἀ­κού­ει ζων­τα­νὴ τὴ λα­λιὰ τοῦ παι­διοῦ. «Μὴ νοι­ά­ζε­σαι γλυ­κιὰ μα­νού­λα. Εἶ­μαι πο­λὺ κα­λά. Μιὰ με­γά­λη Κυ­ρά, κι’ ἀ­πὸ σέ­να ἀ­κό­μη ὀ­μορ­φό­τε­ρη, μὲ κρα­τεῖ ἀγ­κα­λιά!» Ἀναζητώντας τὸ παι­δί, βρῆ­καν τὴ θαυ­μα­τουρ­γὴ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας στὸ βα­θὺ σκάμ­μα τῆς γῆς. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, το­πο­θε­τών­τας στὴν Ἔκ­κλη­σια τὴν ἱ­ε­ρὴ μνη­μι­κὴ ἀ­πει­κό­νι­ση, θυ­μή­θη­κε ὅ­τι τὴν πρώ­τη τοῦ Σε­πτέμ­βρη, ἀρ­χὴ τῆς Ἰν­δί­κτου καὶ τοῦ δω­δε­κά­μη­νου κύ­κλου τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ ἔ­τους, τι­μᾶ­ται ἡ μνή­μη πα­ρό­μοι­ας φα­νέ­ρω­σης, ἀ­πὸ τὸν βυ­θὸ τῆς λί­μνης Ζα­γου­ροῦς, εἰ­κό­νας πάν­τι­μης τῆς Παρ­θέ­νου. Λι­γο­στὲς ψι­χά­λες βρο­χῆς ἔ­κα­μαν τὶς στέ­γες νὰ λαμ­πυ­ρί­ζουν, ἀν­τα­να­κλών­τας τὸ λευ­τε­ρω­μέ­νο ἀ­πὸ τὰ σύν­νε­φα φεγ­γά­ρι. Συ­νέ­χι­σα τὸ δρό­μο πρὸς τὸ πα­τρι­κό τῆς μη­τέ­ρας μου. Ἀνοιχτὴ ἡ ἐ­ξώ­πορ­τα, ἄ­φη­νε νά ’ρ­χε­ται στὶς αἰ­σθή­σεις ἕ­να ἄ­ρω­μα λε­μο­νιᾶς, ποὺ γι­νό­ταν χρῶ­μα. Ὁ δι­ά­δρο­μος στρω­μέ­νος μὲ μαλ­τό­πε­τρες ἕ­ως τὴν ξύ­λι­νη σκά­λα. Λευ­κο­φο­ρε­μέ­νη παι­δί­σκη ἡ μά­να μου, κα­τέρ­χον­ταν τὴν κλί­μακα, σπεύ­δον­τας στὸ σχο­λει­ὸ νὰ μά­θει γράμ­μα­τα. Στη­ρί­ζο­μαι στὸν πα­λιὸ τοῖ­χο τοῦ Παρ­θε­να­γω­γεί­ου καὶ τὴν ἀ­κού­ω νὰ ἐ­πα­ναλαμ­βά­νει τὴν πρω­ι­νὴ προ­σευ­χή. Ἕνα πα­ρά­θυ­ρο ἀ­νοί­γει κα­τά­φω­το. Δυ­ὸ παι­διά. Ἕν’ ἀ­γό­ρι κι’ ἕ­να κο­ρί­τσι, ἀδέλ­φια, μα­λώ­νουν. Τὸ φῶς, ποὺ ἀν­τα­να­κλοῦ­σε τὸ πρό­σω­πο τῆς κό­ρης, μοῦ ἐ­πέτρε­ψε νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σω, ζών­τας, τὸν πε­­θα­μέ­νο ἴ­σκιο ποὺ μὲ συ­νό­δευ­ε.


1936



Πη­γή: Ἀν­δρέ­ας Δη­μα­κού­δης καὶ ἄλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες χα­μοῦ καὶ δεύ­τε­ρης πα­νο­πλί­ας (ἐκδ. ΑΣΕ. Α.Ε., 1977).

Νί­κος Γα­βρι­ὴλ Πεν­τζί­κης (1908-1993). Πε­ζο­γρά­φος, ποι­η­τὴς καὶ αυ­το­δί­δα­κτος ζω­γρά­φος. Σπού­δα­σε Φαρ­μα­κευ­τι­κὴ καὶ Ἰ­α­τρι­κὴ στὴ Γαλ­λί­α (πτυ­χί­ο Ὀ­πτι­κῆς Φυ­σι­ο­λο­γί­ας), καὶ στὴ συ­νε­χεί­α σπού­δα­σε Βο­τα­νο­λο­γί­α καὶ Φαρ­μα­κευ­τι­κὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Στρα­σβούρ­γου. Ὑ­πῆρ­ξε βα­σι­κὸς συ­νερ­γά­της καὶ ἱ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Κο­χλί­ας. Ἀ­νή­κει στὴν ὁ­μά­δα τῶν συγ­γρα­φέ­ων ποὺ εἶ­ναι γνω­στοὶ ὡς «Σχο­λὴ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης».  Βρα­βεύ­τη­κε μὲ τὸ Ρalmes Αcademi­ques (1951), τὸ Α’ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (1984), τὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμοῦ (1987), κ.ἄ. Τὰ ἔρ­γα του κι­νοῦν­ται με­τα­ξὺ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας καὶ φαν­τα­σί­ας. Παν­τρεύ­ει τὴν πα­ρά­δο­ση (ἀρ­χαί­α, βυ­ζαν­τι­νὴ καὶ δη­μο­τι­κὴ) μὲ τὴ νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα. Πιστὸς στὴν ὀρ­θο­δο­ξί­α, δι­α­βά­ζει πα­τε­ρι­κὰ κεί­με­να καὶ συ­να­ξά­ρια, ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α συ­χνὰ ἐμ­πνέ­ε­ται. Ὁ ἴ­διος ἀ­πο­κα­λοῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του “παι­ζω-γρά­φο”. Τὸ 1988 ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Ἀν­δρέ­ας Δη­μα­κού­δης καὶ ἄλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες χα­μοῦ καί δεύ­τε­ρης πα­νο­πλί­ας (ἐκδ. Α.Σ.Ε, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1982, α’ ἐκδ. 1935).