Βασίλης Μανουσάκης: Τὶ δὲν εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία;


Βα­σί­λη Μα­νου­σά­κη


Τί δὲν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α;

 

ΑΛΙ ΚΟΙΜΑΤΑΙ, ἄρ­χι­σε νὰ μουρ­μου­ρί­ζει ἡ Βα­λεν­τί­να μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια της, ὅ­ταν τὸν εἶ­δε πά­λι στὸν κα­να­πὲ μὲ τὸ βι­βλί­ο πε­σμέ­νο στὰ μοῦ­τρα.

 

        Τί θὰ ἀ­πο­γί­νω;

 

        Δὲν θέ­λω ἄλ­λο…

 

        Θέ­λω νὰ φύ­γω…

 

        Πῶς θὰ φύ­γω…

 

        Καὶ ποῦ νὰ πά­ω…


        Οἱ σκέ­ψεις τὴ χτυ­ποῦ­σαν μὲ ὁρ­μὴ πυ­ραύ­λων καὶ τὸ μυα­λὸ της ἄρ­χι­σε νὰ πο­νά­ει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά. Σὰν νὰ ἔ­νι­ω­θε τὸν ἐγ­κέ­φα­λό της νὰ κι­νεῖ­ται μέ­σα στὸ κε­φά­λι της καὶ νὰ χτυ­πά­ει στὰ τοι­χώ­μα­τα τοῦ κρα­νί­ου της, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε τὸ θέ­α­μα ἐ­κεί­νου ποὺ ἄλ­λο­τε θαύ­μα­ζε νὰ κοι­μᾶ­ται χα­μέ­νος μέ­σα στὶς ἴ­δι­ες λέ­ξεις μὲ τὸ χέ­ρι πε­σμέ­νο στὸ πά­τω­μα.

 

        Του­λά­χι­στον, κά­πο­τε μά­θαι­νε καὶ κά­τι καὶ γυρ­νοῦ­σα καὶ μοῦ τὸ ἔ­λε­γε…

 

        Τώ­ρα…

 

        Στὴν ἴ­δια σε­λί­δα πάν­τα…

 

        Στὸ ἴ­διο ἔρ­γο θε­α­τές…

 

        Καὶ πῆ­γε πρὸς τὴν κου­ζί­να νὰ ἀ­δειά­σει τὰ ψώ­νια. Στὸ κρα­σὶ κον­το­στά­θη­κε καὶ χά­ι­δε­ψε λί­γο τὸν λαι­μὸ τοῦ μπου­κα­λιοῦ σὰν νὰ ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος.

        Λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα ἀ­κό­μα καὶ τὸ ἅρ­πα­ξε, ἀ­φή­νον­τας ἀ­κό­μα καὶ τὰ γι­α­ούρ­τια ἐ­κτὸς ψυ­γεί­ου, κι ἀ­νέ­βη­κε τὶς σκά­λες πρὸς τὴν τα­ρά­τσα. Ἐ­κεῖ εἶ­χαν στή­σει ἕ­να ἐ­ρα­σι­τε­χνι­κὸ τη­λε­σκό­πιο γιὰ νὰ ἀ­να­ζη­τοῦν μα­ζὶ τὴν ὕ­παρ­ξη ζω­ῆς, ὅ­πως ἔ­λε­γαν χα­μο­γε­λών­τας. Τοὺς πῆ­ρε και­ρὸ αὐ­τὴ ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση, ὥ­σπου ἐ­κεῖ­νος στα­μά­τη­σε νὰ ψά­χνει τὴν ὕ­παρ­ξη σὲ ὁ­τι­δή­πο­τε. Κι εἶ­χε μεί­νει μό­νη, ἀ­ραι­ὰ καὶ ποὺ νὰ ἀ­νε­βαί­νει στὴν τα­ρά­τσα καὶ νὰ ἀ­να­ζη­τεῖ στὴν Ἀ­φρο­δί­τη τὴ γέν­νη­ση ζω­ῆς ἢ στὸν Ἄ­ρη τὴν ὕ­παρ­ξη μιᾶς μά­χης γιὰ ζω­ὴ ἔ­στω.

        Καὶ τώ­ρα ἦ­ταν πά­λι ἐ­κεῖ μὲ τὸ κρα­σί της καὶ ἕ­να πο­τή­ρι γε­μά­το. Τὸ κα­τέ­βα­σε ὅ­λο προ­τοῦ κοι­τά­ξει καὶ ἔ­νι­ω­σε καὶ πά­λι τὸν ἐγ­κέ­φα­λό της νὰ πάλ­λε­ται. Γιὰ ἄλ­λο λό­γο τώ­ρα.

        Κοί­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τη­λε­σκό­πιο. Ἡ Μι­κρὴ Ἄρ­κτος ἐ­κεῖ. Ἡ Ἀ­φρο­δί­τη εἶ­χε δει­λὰ φα­νεῖ, ἀλ­λὰ κα­νέ­να ση­μά­δι ἐ­ρω­τι­κῆς πά­λης ἀ­κό­μα. Ὁ Κρό­νος μὲ τοὺς δα­κτύ­λιους χό­ρευ­ε χού­λα χούπ.

        Κά­τι εἶ­ναι κι ὁ Κρό­νος…

        Ὁ Δί­ας με­γά­λος καὶ βα­ρύς. Δύ­σθυ­μος. Δυ­σκί­νη­τος. Σὰν τὶς σκέ­ψεις της.

        Ἤ­πι­ε καὶ δεύ­τε­ρο πο­τή­ρι κρα­σί. Ὁ ἐγ­κέ­φα­λος ἀ­να­ρί­γη­σε αὐ­τὴ τὴ φο­ρά.

        Ἄρ­χι­σε νὰ κι­νεῖ τὸ τη­λε­σκό­πιο πιὸ γρή­γο­ρα δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν νὰ ἔ­ψα­χνε κά­τι.

        Τώ­ρα ἔ­πι­νε τὸ κρα­σὶ ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Βα­ρι­ό­ταν τὴν κομ­ψό­τη­τα τοῦ πο­τη­ριοῦ.

        Νὰ ὁ Δί­ας καὶ πά­λι. Στά­σι­μος. Σὰν τὴ ζω­ή της.

        Ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ Δί­α, τὸ τη­λε­σκό­πιο ἔπι­α­σε κά­τι. Ἕ­να ἀ­στέ­ρι, ἕ­ναν πλα­νή­τη. Κά­τι.

        Ἤ­πι­ε μιὰ με­γά­λη γου­λιὰ ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι, τί­να­ξε τὸ κε­φά­λι της καὶ ξα­να­κοί­τα­ξε. Κά­τι ἦ­ταν αὐ­τό.

        Μι­σὴ ὥ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­κό­μα τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Οὔ­τε με­γά­λω­νε οὔ­τε μί­κραι­νε. Ἦ­ταν ἐ­κεῖ. Παι­δὶ τοῦ Δί­α.

        Κοί­τα­ξε τὸ ρο­λό­ι της. Εἶ­χε πε­ρά­σει μι­ά­μι­ση ὥ­ρα ποὺ εἶ­χε γυ­ρί­σει σπί­τι. Θὰ εἶ­χε ξυ­πνή­σει ἐ­κεῖ­νος καὶ θὰ δι­ά­βα­ζε καὶ πά­λι τὴν ἴ­δια σε­λί­δα. Προ­τοῦ κοι­μη­θεῖ γιὰ βρά­δυ.

        Γύ­ρι­σε πρὸς τὴν πόρ­τα τῆς τα­ρά­τσας, μή­πως τὸν προ­λά­βει ξύ­πνιο καὶ ποῦν κα­μιὰ κου­βέν­τα. Με­τὰ ὅ­μως εἶ­δε ὅ­τι εἶ­χε ἀ­φή­σει μι­σὸ πο­τή­ρι κρα­σὶ ἀ­πὸ πρίν. Τὸ σή­κω­σε, τὸ ἔ­φε­ρε στὰ χεί­λη της, τὸ γεύ­τη­κε καὶ κοί­τα­ξε μέ­σα ἀ­πὸ τὸ τη­λε­σκό­πιο. Τὸ παι­δὶ τοῦ Δί­α ἦ­ταν ἀ­κό­μα δί­πλα του. Ἀ­κί­νη­το κι αὐ­τό. Σὰν τὸν πα­τέ­ρα του.

        Ἡ Βα­λεν­τί­να ἔ­στρε­ψε τὸ τη­λε­σκό­πιο ἀ­πό­το­μα μα­κριά. Σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο κε­νό, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν μό­νο ἄ­στρα πε­θα­μέ­να και­ρὸ πρὶν καὶ μαῦ­ρος οὐ­ρα­νός. Τε­λεί­ω­σε τὸ κρα­σί, ἄ­φη­σε τὸ πο­τή­ρι στὸ πλά­ι καὶ κόλ­λη­σε τὸ μά­τι της στὸ κε­νό. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μεί­νει ἐ­κεῖ ὡς ἀρ­γά. Κι ἄς ἕ­λι­ω­ναν τὰ γι­α­ούρ­τια. Κι ἄς ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν ἴ­σως ἐ­κεῖ­νος.

 

        Ἄλ­λω­στε, τί δὲν εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α;

 


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­νου­σά­κης, Βα­σί­λης. (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ποί­η­ση. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ με­τά­φρα­ση στὸ Hellenic American College. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νο­ς (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Movie Stills (ποί­η­ση στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα, 2013), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­δι­ο­ν γιὰ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ τὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει πά­νω ἀ­πὸ 20 λο­γο­τε­χνι­κὰ βι­βλί­α καὶ δε­κά­δες δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις καὶ ἄρ­θρα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ.


%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: