Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης: Ὁ πα­τέ­ρας



Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης


Ὁ πα­τέ­ρας


ΕΣΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ βα­σι­λι­κός. Τὸ φύλ­λω­μά του ἔ­χει ἀ­ραι­ώ­σει, πολ­λὰ φύλ­λα του ἔ­χουν μα­ρα­θεῖ. Ἕ­να σύν­νε­φο ἀ­πὸ πρά­σι­να μι­κρο­σκο­πι­κὰ μυ­γά­κια ση­κώ­νε­ται ὅ­ταν ἀ­να­μο­χλεύ­ω τὰ κλα­διά του. Μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ σά­πιο χῶ­μα μέ­νει στὰ χέ­ρια μου. Ψά­χνω στὸ ἴν­τερ­νετ γιὰ λύ­ση. Μᾶλ­λον με­λίγ­κρα, κα­τα­λή­γω, καὶ τὸν ψε­κά­ζω ἕ­να αὐ­το­σχέ­διο μεῖγ­μα μὲ σα­πού­νι καὶ νε­ρό. Μαύ­ρη ἐ­πί­στρω­ση κα­λύ­πτει κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ κλω­νά­ρια του. Μύ­κη­τας τῆς κα­πνιᾶς, ἀ­π’ ὅ­τι δι­α­βά­ζω. Τὸν πα­ρα­τη­ρῶ ἀ­δύ­να­μο καὶ κα­τσού­φη. Χα­ϊ­δεύ­ω τὰ φύλ­λα του ποὺ τρί­βον­ται σὰν τσι­γα­ρό­χαρ­τα. Πό­σα πράγ­μα­τα δὲν ξέ­ρω γι’ αὐ­τόν. Ἔ­πρε­πε ν’ ἀρ­ρω­στή­σει γιὰ νὰ ἀ­σχο­λη­θῶ. Τί ρά­τσα νὰ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε; Σγου­ρός, πλα­τύ­φυλ­λος, τζε­νο­βέζ, νυ­χά­τος, κόκ­κι­νος (μᾶλ­λον ὄ­χι), ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κος, δεν­τρο­βα­σι­λι­κός; Πῶς νὰ πεῖ κα­νεὶς στὰ χά­λια ποὺ εἶ­ναι; Εἶ­ναινὰ τὸν λυ­πᾶ­σαι.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κη­ς ζεῖ στὴ Ση­τεί­α μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Παι­δί­α­τρος. Εἶ­ναι φα­να­τι­κὸς ἀ­να­γνώ­στης.


Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.



		

	

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Λαθροβίωση



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Λαθροβίωση


ΠΕΡΑΣΑΝ χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε, ἀλ­λὰ ἡ εἰ­κό­να της μὲ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται συ­χνά. Ἦ­ταν τὸ πρῶ­το μου τα­ξί­δι στὴν Ἀγγλία. Σὲ μιὰ ἐ­παρ­χια­κὴ πό­λη τοῦ Νό­του, ὄ­μορ­φη, λαμ­πε­ρὴ καὶ ἀλ­λό­κο­τη μιὰ κο­πέ­λα στε­κό­ταν στὴν εἴ­σο­δο τῆς ἀ­νοι­χτῆς ἀ­γο­ρᾶς. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν ἂν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κή —πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πα πάνκ—, μαλ­λιὰ μι­σὰ μώβ, μι­σὰ πρά­σι­να, χτε­νι­σμέ­να σὰν λο­φί­ο, ροῦ­χα πα­ρά­ται­ρα, ἁ­λυ­σί­δες, πα­πού­τσια ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να.

       Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­κολ­λή­σω τὸ βλέμ­μα μου ἀ­πὸ πά­νω της. Τὴν πλη­σί­α­σα προ­σπα­θών­τας νὰ ἀρ­θρώ­σω τὰ σα­στι­σμέ­να ἀγ­γλι­κά μου:

       «Δὲν ἔ­χω δεῖ πιὸ ὄ­μορ­φο κο­ρί­τσι. Για­τί κά­νεις ὅ,τι μπο­ρεῖς γιὰ νὰ χα­λά­σεις τὸ δῶ­ρο ποὺ σοῦ ἔ­δω­σε ἡ φύ­ση;»

       «Βλέ­πεις τί­πο­τε ὄ­μορ­φο σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο; Παν­τοῦ ἀ­σχή­μια… Δὲν θέ­λω νὰ ξε­χω­ρί­ζω.»

       Καὶ ρού­φη­ξε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸ τσι­γά­ρο της.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Χρῖ­στος Δάλ­κος: Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη



Χρῖ­στος Δάλ­κος


Εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη


ΦΑΝΤΑΣΤΗΚΑ μιὰν εἴ­δη­ση ἀ­να­πο­δο­γυ­ρι­σμέ­νη: Ἕ­νας ἀ­νό­η­τος ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ση­μά­δε­ψε κά­ποι­ο δε­κα­ο­χτά­χρο­νο παι­δί -ἄ­γνω­στο τ᾿ ὄ­νο­μά του- μὲ δα­κρυ­γό­νο στὸν μη­ρό. Τὸ ἄ­τυ­χο, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο θύ­μα χα­ρο­πα­λεύ­ει στὴν ἐν­τα­τι­κή.

       Ὄ­χι, δὲν κά­η­κε ἡ χώ­ρα, ἡ χρό­νια τώ­ρα ἀ­νά­πη­ρη. Ἔ­γι­ναν ἀ­να­λύ­σεις αἵ­μα­τος ἀπ᾿ τοὺς ἁρ­μό­διους θε­ρά­πον­τες ἰα­τροὺς καὶ βρέ­θη­κε πὼς τὰ αἱ­μο­σφαί­ρια τοῦ ὡς ἄ­νω δὲν ἤ­τα­νε ἀρ­κούν­τως ἀν­τε­ξου­σι­α­στι­κά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς τρα­γω­δί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019). Ἐκδίδει τὰ Ἐνδο­συγκρι­τικά, ἑ­ξαμη­νιαῖο βιβλι­οπεριο­δικὸ γλωσ­σικῆς, ἐθνι­κῆς καὶ πο­λιτι­σμι­κῆς αὐ­τοσυ­νειδη­σίας, ἐκδ. Δί­αυ­λος.

Εἰκόνα: «Πέθανε ο α­στυ­νομι­κός που είχε χτυ­πη­θεί από φω­το­βο­λί­δα στου Ρέν­­τη»



		

	

Τζί­μης Πα­νού­σης: Γράμμα ἀπὸ τὸ μέτωπο



Τζί­μης Πα­νού­σης (ἀφιέρωμα, 6/6)


Γράμ­μα ἀ­πὸ τὸ μέ­τω­πο


ΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ τὴν Ἀγ­γλί­α, ἀ­πὸ τὴν πρω­τεύ­ου­σα τῆς ἀ­σχή­μιας, για­τί τὸ Ἀγ­γλί­α βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ ἄγ­γλι, ποὺ ση­μαί­νει ἄ­σχη­μο. Δὲν ἔ­χει σχῆ­μα, δη­λα­δή, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὸ δι­κό μας τὸ λε­κα­νο­πέ­διο ποὺ ἔ­χει τὸ σχῆ­μα τῆς λε­κά­νης —τῆς παι­δι­κῆς λε­κά­νης, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πιὸ σα­φεῖς—, τὸ γνω­στὸ γκιὸ-γκιὸ, γι­ο­μά­το μὲ ἀ­χνι­στὰ παι­δι­κὰ κό­πρα­να. Ἔ­χου­με καὶ κα­ζα­νά­κι χα­λα­σμέ­νο ἀ­πὸ πά­νω μας στὸ βρά­χο τῆς Ἀ­κρό­πο­λης, ποὺ φαν­τά­ζει πα­ρά­ται­ρο ἐ­ξάμ­βλω­μα κα­τα­με­σῆς της ἄ­ναρ­χης δό­μη­σης τῶν ἐρ­γο­λά­βων τοῦ Κα­ρα­μαν­λῆ. Εὐ­τυ­χῶς ποὺ βά­λα­νε τὶς σκα­λω­σι­ὲς γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν να­ὸ τῆς παρ­θέ­νας νο­νᾶς καὶ δὲν κλο­τσά­ει τό­σο κραυ­γα­λέ­α το ἀρ­χαῖ­ο μνη­μεῖ­ο τῆς ἀ­γά­μη­της πνευ­μα­τι­κῆς μας μη­τέ­ρας. Δὲν εἶ­ναι μύ­θος, ἀ­ρά­πη μου, εἶ­ναι γε­γο­νός! Τὰ που­λιὰ δὲν πε­τᾶ­νε πά­νω ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κρό­πο­λη, τὴν πα­ρα­κάμ­πτου­νε ἀ­πὸ σε­βα­σμό, ἐ­νῶ τὴ Βου­λή, ἂς ποῦ­με, τὴν ἔ­χου­νε πνί­ξει στὴν κου­τσου­λιά. Ὁ­τι­δή­πο­τε φύ­γει ἀ­πὸ ἐ­δῶ, πά­ει ἔ­ξω καὶ μᾶς ξα­νάρ­θει, τὸ ἴ­διο πράγ­μα, φαν­τά­ζει ἀλ­λι­ῶς, γι’ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λοι ψά­χνον­ται με­τὰ μα­νί­ας γιὰ δι­ε­θνῆ κα­μα­ρι­έ­ρα. Ἀ­πὸ φι­λιπ­πι­νέ­ζα μά­να καὶ ἀλ­βα­νὸ πα­τέ­ρα ὁ νέ­ος μεσ­σί­ας, μὲ σχι­στὰ μά­τια καὶ μα­κριὰ χέ­ρια, θὰ κλέ­ψει τὶς καρ­δι­ὲς τῶν νέ­ων Ἑλ­λή­νων στὸν με­τα­ο­λυμ­πια­κὸ χει­μώ­να μὲ τὶς ἄ­χρη­στες ἀ­νι­σό­πε­δες καὶ τὰ γή­πε­δα τοῦ ράγ­κμπι.

       Μαύ­ρη δι­α­σκέ­δα­ση, μαύ­ρη κω­μω­δί­α, εἶ­ναι ὅ­λα μαῦ­ρα ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ κα­τά­λευ­κο δι­κό σου ση­μαιά­κι, τῆς ἄ­νευ ὅ­ρων πα­ρά­δο­σης, ποὺ προσ­δί­δει τὸ ἄλ­λο χρῶ­μα στὴν ἀ­σπρό­μαυ­ρη ζω­ή μας. Πά­ρε χαρ­τὶ καὶ μο­λύ­βι καὶ ση­μεί­ω­νε: Ἀγ­γε­λό­που­λος, Μι­χα­λό­που­λος, Τρι­αν­τα­φυλ­λό­που­λος, ὅ­λοι σὲ -ό­που­λος.


Κα­κούρ­γα. Πε­λο­πόν­νη­σος,

μιὰ μούν­τζα εἶ­σαι στὸ χάρ­τη,

ὁ δι­ά­ο­λος σ’ τὴν ἔ­ρι­ξε,

κι ἐ­σύ, Ἑλ­λά­δα, πά­ρ’ τη.


Γιὰ νὰ τὰ πι­ά­σου­με ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή, ἡ Πε­λο­πόν­νη­σος, μὲ ἐ­πέμ­βα­ση τῶν βυ­ζαν­τι­νῶν χρι­στι­α­νι­κῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων ἔ­μει­νε ἀ­κα­τοί­κη­τη γιὰ πολ­λὰ χρό­νια, ἀ­φοῦ ἔ­στει­λαν τὸν βάρ­βα­ρο Ἀ­λά­ρι­χο νὰ ἀ­φα­νί­σει ὅ,τι ἀ­να­πνέ­ει. Με­τά, κά­ποι­α στιγ­μὴ (τὰ γρά­φω γρή­γο­ρα νὰ μὴ σὲ κου­ρά­ζω), φέ­ρα­νε ἐ­ποί­κους, τοῦ φυ­ρά­μα­τος τῶν κα­τα­δί­κων ποὺ ἐ­ποί­κη­σαν τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο καὶ τὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες. Τουρ­καλ­βα­νούς, κυ­ρί­ως, ἀ­εκ­τζῆ­δες, κολ­λη­μέ­να μυα­λά, χα­νού­μια, βά­ζε­λους, γαύ­ρους, χα­σι­σέμ­πο­ρους, ντα­βα­τζῆ­δες, δη­μο­σι­ο­γρά­φους, μπά­τσους, ὑ­πουρ­γούς, τὸν Πα­πα­δό­που­λο, τὸν Πα­παν­δρέ­ου, τοὺς πα­πά­δες… καὶ φτά­σα­με σ’ αὐ­τὸ τὸ χά­λι. Ἕ­να εἶ­ναι τὸ πρό­σω­πο ποὺ ξε­χω­ρί­ζει ἀ­π’ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν πε­λο­πον­νη­σια­κὴ λέ­ρα. Ὁ μο­να­χὸς Πα­που­λά­κος! Ποι­οὶ σκο­τει­νοὶ κύ­κλοι φρε­νά­ρουν τὴν ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου; Ὁ ἕλ­λη­νας πι­στὸς φο­ρο­λο­γού­με­νος δὲν μα­σά­ει. Ἀ­νή­κει σὲ ἄλ­λη φυ­λή, κά­τι σὰν πα­πού­α, μὲ τὸν ἅ­γιο Πα­που­λά­κο σὲ εἰ­κό­νι­σμα στὸ καν­τράν. Ντρέ­πο­μαι ποὺ τὸ λέ­ω, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ εἶ­μαι ὑ­πὲρ τῆς ἁ­γι­ο­ποί­η­σης τοῦ Πρό­δρο­μου Τσα­ου­σά­κη.

       Τὴν ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου ὑ­πο­στη­ρί­ζει ἐν­θέρ­μως καὶ ὁ ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Χρι­στό­δου­λος. Ἡ Μπέμ­πα δὲν ἔ­χει τσί­πα. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἁ­γι­ο­ποί­η­ση ποὺ ἔ­κα­με ἡ ἐκ­κλη­σί­α μας, εἶ­ναι αὐ­τὴ τοῦ Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ, τοῦ Πα­τρο­κο­σμᾶ, μὲ τὶς πρω­το­πο­ρια­κὲς ἰ­δέ­ες σὲ σχέ­ση μὲ τὶς σε­ξου­α­λι­κὲς σχέ­σεις τῶν ἀν­θρώ­πων, ἕ­να βῆ­μα μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸν αὐ­το­ευ­νου­χι­σμὸ τοῦ πα­τέ­ρα τῆς ἐκ­κλη­σί­ας μας, χαλ­κέν­τε­ρου Ὠ­ρι­γέ­νη. Ὅ,τι εἶ­ναι ὁ Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λὸς γιὰ τὴ Βό­ρεια Ἑλ­λά­δα, Μα­κε­δο­νί­α, Σκό­πια, Ἀλ­βα­νι­κὴ Ἤ­πει­ρο, εἶ­ναι κι ὁ Πα­που­λά­κος ποὺ ἔ­δρα­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Κα­λα­βρύ­των καὶ προ­φή­τε­ψε τὰ ἀ­ε­ρο­πλά­να καὶ τὰ στα­θε­ρὰ τη­λέ­φω­να. Ὁ Πα­που­λά­κος εἶ­πε πρῶ­τος γιὰ τὰ ἱ­πτά­με­να μαῦ­ρα κο­ρά­κια καὶ γιὰ τὸ πε­ρί­φη­μο σύρ­μα ποὺ θὰ πε­ρι­κυ­κλώ­σει ὅ­λα τα κρά­τη καὶ τὰ σύμ­παν­τα.

       Για­τί κω­λυ­σι­ερ­γεῖ, ἑ­πο­μέ­νως, ἡ ἁ­γι­ο­ποί­η­ση τοῦ Πα­που­λά­κου; Ποι­οί ἑ­βραῖ­οι ἔ­χου­νε συμ­φέ­ρον νὰ μὴ γί­νει ἅ­γιος ὁ Πα­που­λά­κος;

       Μὲ τὸ ποὺ θ’ ἀ­νοί­ξει τὸ πα­γα­νι­στι­κὸ καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὸ τρι­ώ­διο, σὲ κα­λῶ, ἀ­ρά­πη μου, νὰ καυ­λώ­σου­με ποῦλ­μαν καὶ νὰ πᾶ­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς, οἱ ὀ­πα­δοὶ τῆς ἁ­γι­ο­ποί­η­σης Πα­που­λά­κου, στὸ χι­ο­νο­δρο­μι­κὸ στὰ Κα­λά­βρυ­τα καὶ νὰ κά­νου­με συμ­βο­λι­κὴ κα­τά­λη­ψη στὶς πί­στες. Ἐμ­πρὸς νὰ στε­ρή­σου­με ἀ­πὸ τὸν Ἕλ­λη­να τὸ σκί. Κι ὁ ἅ­γιος, φο­βέ­ρα θέ­λει!



Πη­γή: Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Ὁ Παπουλᾶκος (1770-1861) στὴ μοναδική του φωτογραφία. Βλ. καὶ ἄρθρο τῆς Μαίρης Παπαγιαννίδου στὸ Βῆμα:

https://www.tovima.gr/2009/12/20/books-ideas/agios-i-diabolos/



		

	

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 6/6)


Ὁ θά­να­τος τοῦ ρο­λο­γιοῦ


Ε ΤΑ ΞΕΦΩΝΗΤΑ του ἀ­να­τί­να­ξε τὸν πιὸ γλυ­κό μου ὕ­πνο. Ἴ­σως κά­τι νὰ στρά­βω­σε στὰ σω­θι­κά του. Τὸ κο­πά­νη­σα ἀ­λύ­πη­τα μ’ ἕ­να σφυ­ρί. Ἔ­λα ὅ­μως πού, ἂν καὶ πτῶ­μα, οὔρ­λια­ζε ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως καὶ πρίν… Στὰ πρό­θυ­ρα τῆς τρέ­λας ξε­ρί­ζω­σα μιὰ τού­φα ἀ­π’ τὰ μαλ­λιά μου. Καὶ τό­τε μό­νο εἶ­δα ποιός πα­ρα­λη­ροῦ­σε. Ἦ­ταν τὸ ἄ­θλιο Deluxe. Μ’ ἕ­να τι­πο­τέ­νιο κλὶκ τοῦ βού­λω­σα τὸ στό­μα. Ἀλ­λὰ ποι­ό τὸ ὄ­φε­λος; Ἡ σκέ­ψη τοῦ ἀ­δι­κο­σκο­τω­μέ­νου Casio ἐ­ξα­φά­νι­σε ὁ­λο­σχε­ρῶς τὸν ὕ­πνο μου. Κάλ­λιο νὰ εἶ­χα πνί­ξει τὸν Ἰ­ά­γο ἢ τὸν Ὀ­θέλ­λο.



Πη­γή: Ἄ­χθος Ἀ­ρού­ρης (Ποι­ή­μα­τα-Πε­ζὰ 2011-2013, Ἀ­θή­να, 2014).

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).

Νιόβη Κώστογλου: Γάτος στὸ χιόνι



Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου


Γά­τος στὸ χι­ό­νι


Στὸν Hendrix

ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ ἀ­νά­με­σα στοὺς βρά­χους εἶ­ναι στρω­μέ­νος μὲ ἕ­να ἀ­φρᾶ­το χα­λὶ ἀ­πὸ χι­ό­νι. Πλη­σιά­ζεις καὶ βλέ­πεις πὼς κι οἱ ψη­λοὶ αὐ­τοὶ βρά­χοι δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τε­ρά­στιοι στα­λαγ­μῖ­τες σχη­μα­τι­σμέ­νοι ἀ­πὸ πά­γο. Προ­χω­ρᾶς στὸν χι­ο­νι­σμέ­νο δι­ά­δρο­μο ἀ­νά­με­σά τους καὶ κα­θρε­φτί­ζε­σαι στὰ πα­γω­μέ­να τεί­χη ποὺ χτί­ζον­ται ἀ­κό­μα – μιὰ στα­γό­να τὴ φο­ρά. Δί­πλα σου, κα­θρε­φτί­ζε­ται καὶ μιὰ ὁ­λό­μαυ­ρη γά­τα ποὺ σὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ἐ­δῶ καὶ ἀρ­κε­τὸ και­ρό. Ὅ­σο πη­γαί­νεις πρὸς τὰ μέ­σα, ὁ ἀ­έ­ρας σφυ­ρί­ζει μιὰ δι­α­κρι­τι­κὴ με­λω­δί­α. Τὰ πό­δια σου βου­λιά­ζουν στὸ χι­ό­νι καὶ κρα­τοῦν τὸν ρυθ­μὸ στὸ σφύ­ριγ­μα, σπά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να ἀ­μέ­τρη­τες, μο­να­δι­κὲς χιο­νο­νι­φά­δες. Τὰ βή­μα­τα τῆς γά­τας δὲν ἀ­κού­γον­ται κα­θό­λου, εἶ­ναι τό­σο ἐ­λα­φρὺ τὸ πά­τη­μά της ποὺ ἴ­σα ποὺ ἀ­φή­νει με­ρι­κὰ χνά­ρια στὸ χι­ό­νι. Μό­νο ἡ ἀν­τα­νά­κλα­ση στὸν πά­γο θυ­μί­ζει τὴν ὕ­παρ­ξή της. Στὸ τέ­λος τοῦ δι­α­δρό­μου, οἱ στα­λαγ­μῖ­τες ἔ­χουν σχη­μα­τί­σει ἕ­ναν θό­λο ποὺ μοιά­ζει μὲ με­γά­λη σπη­λιά. Μπαί­νεις μέ­σα κι ἀλ­λά­ζει ὁ ρυθ­μός, τώ­ρα ἀ­κοῦς τὰ βή­μα­τά σου νὰ τρί­ζουν τα­ρά­ζον­τας τὸ χῶ­μα καὶ τὶς πέ­τρες. Ἡ γά­τα, ἀ­κό­μα ἀ­θό­ρυ­βη. Στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς βρί­σκε­ται ἕ­να κου­τί, τὸ πε­ρι­ερ­γά­ζε­σαι καὶ φαί­νε­ται ὅ­τι τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό του λεί­πει ἀ­πὸ και­ρό. Τὸ γυ­ρί­ζεις ἀ­νά­πο­δα καὶ πέ­φτει σκό­νη. Τί­πο­τα καὶ στὸ κά­τω μέ­ρος, εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλὸ ξύ­λι­νο κου­τί. Τὸ ἀ­φή­νεις ξα­νὰ κά­τω. Ἡ γά­τα πλη­σιά­ζει γιὰ νὰ τὸ πε­ρι­ερ­γα­στεῖ. Τὸ κε­νό του τὴν τρα­βά­ει σὰν μα­γνή­της, πα­τά­ει τὸ ἕ­να της πό­δι καὶ βε­βαι­ώ­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι στα­θε­ρό. Μὲ μιὰ γρή­γο­ρη κί­νη­ση μπαί­νει μέ­σα, ἀ­φή­νει ἕ­να κε­λα­η­δι­στὸ νι­α­ού­ρι­σμα χα­ρᾶς καὶ στρογ­γυ­λο­κά­θε­ται. Τώ­ρα, τὸ μό­νο ποὺ ἀ­κού­γε­ται εἶ­ναι τὸ γουρ­γου­ρη­τό της.


Κα­μί­α γά­τα δὲν ἀν­τι­στέ­κε­ται σὲ ἕ­να ἄ­δει­ο κου­τί, ἀ­κό­μα κι ἂν αὐ­τὸ εἶ­ναι τό­σο-δά-μι­κρὸ καὶ ἐ­κεί­νη θε­ό­χον­τρη. Οἱ γά­τες ἔ­χουν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ὅ­ρα­ση, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὸ ἴ­διο ἄ­δει­ο κου­τὶ μὲ τὸ σκι­ε­ρὸ κε­νὸ μέ­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους. Εἰ­δι­κὰ σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ συμ­πα­θοῦν. Ἂν ἀρ­ρω­στή­σει ὁ ἄν­θρω­πός τους ἢ πλη­γω­θεῖ, ἐ­κεῖ­νες βλέ­πουν ἕ­να ἀ­δεια­νὸ κου­τὶ μέ­σα στὸ σῶ­μα του. Βρί­σκε­ται ἄλ­λο­τε στὴν κοι­λιά, ἄλ­λο­τε στὴν καρ­διὰ κι ἄλ­λο­τε στὸ κε­φά­λι, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὸ εἶ­δος τοῦ λα­βώ­μα­τος ἢ τῆς ἀ­σθέ­νειας. Τὸ κε­νὸ τοῦ κου­τιοῦ τὶς προ­κα­λεῖ ὅ­σο τί­πο­τα ἄλ­λο καὶ τρέ­χουν νὰ τὸ γε­μί­σουν. Πη­δοῦν καὶ κουρ­νιά­ζουν ἐ­πά­νω στὸν ἄν­θρω­πο καὶ βυ­θί­ζουν στὸ ἄ­δει­ο του κου­τὶ τὴ γουρ­γου­ρι­στή τους ὕ­παρ­ξη. Ξε­χνοῦν νὰ παί­ξουν ἢ νὰ κυ­νη­γή­σουν ζω­ύ­φια, μό­νο κά­θον­ται μὲ τὶς ὧ­ρες καὶ ζυ­μώ­νουν τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὰ μπρο­στι­νά τους πό­δια. Τό­τε, τὸ κε­νὸ γε­μί­ζει μὲ τὴν ἁ­πα­λή τους γού­να καὶ ἡ κρύ­α σκιὰ τῆς ἀ­δει­ο­σύ­νης ξε­χει­λί­ζει μὲ γα­τί­σια ζε­στα­σιά.


* * *


Τὸ τρα­γού­δι σώ­πα­σε, ἡ γά­τα κοι­μή­θη­κε μέ­σα στὸ κου­τί. Τὸ κοι­τᾶς καὶ φαί­νε­ται πά­λι ἄ­δει­ο. Τὸ ση­κώ­νεις καὶ τὸ γυρ­νᾶς ἀ­νά­πο­δα, πέ­φτουν με­ρι­κὲς μαῦ­ρες τρί­χες. Ἦ­ταν με­γά­λο τὸ κε­νὸ ποὺ εἶ­χε νὰ γε­μί­σει καὶ δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ σὲ ἀ­κο­λου­θή­σει στὴν ἐ­πι­στρο­φή. Πιά­νεις μιὰ πέ­τρα καὶ σκα­λί­ζεις μιὰ γά­τα ἐ­πά­νω στὸ ξύ­λο τοῦ κου­τιοῦ. Τὸ το­πο­θε­τεῖς προ­σε­κτι­κὰ στὸ κέν­τρο τῆς σπη­λιᾶς καὶ γυρ­νᾶς νὰ φύ­γεις. Ἔ­χεις πολ­λὲς μο­να­δι­κὲς χι­ο­νο­νι­φά­δες νὰ σπά­σεις στὴ δι­α­δρο­μή. Ἴ­σως κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς νὰ ἔ­χει καὶ σχῆ­μα γά­τας.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νι­ό­βη Κώ­στο­γλου (Ἀ­θή­να, 1983). Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να, ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δι­α­φή­μι­ση καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ συγ­γρα­φὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ποι­η­μά­των. Ἔρ­γα της ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ στὴ συλ­λο­γὴ Σὰν βγῶ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ φυ­λα­κή ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Γρα­φή, στὴ συλ­λο­γὴ Δώ­μα­τα μὲ θέ­α ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες καὶ ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης: Ο/Γ ΜΗΛΟΣ



Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης (Ἀφιέρωμα: 5/6)


Ο/Γ ΜΗΛΟΣ


Ε ΧΟΡΤΑΙΝΑ νὰ τὴν κοι­τά­ζω. Ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νη ἀ­νά­σκε­λα στὸ κά­θι­σμά της. Μαλ­λιὰ ξαν­θω­πά. Νύ­χια ἄ­βα­φα. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ λε­πτά. Στὸ μπρά­τσο κεν­τη­μέ­νη νε­κρο­κε­φα­λή. Μέ­ση ἡ­λι­ο­κα­μέ­νη. Μά­τια μι­σό­κλει­στα, στὰ πρό­θυ­ρα τοῦ ὕ­πνου. Τώ­ρα ἀ­νοί­γουν δι­ά­πλα­τα. Τὸ κά­θι­σμα πρέ­πει νὰ τὸ μοι­ρα­στεῖ. Μα­ζεύ­ει τὰ πό­δια της. Πά­ει πε­ρί­πα­το ὁ ὕ­πνος της. Καὶ μ’ ἕ­να «γα­μῶ τὶς Ἑλ­λη­νί­δες», ἂν κι Ἑλ­λη­νί­δα, ἀ­πο­χω­ρεῖ. Νέ­ες ἀ­φί­ξεις καὶ κα­τα­λή­ψεις στοῦ κα­ρα­βιοῦ τὰ πέ­ριξ. «Νὰ μὴν κά­τσω; Θὰ κά­τσω. Ὁ δι­κός σας ἂς κά­τσει ἀλ­λοῦ.» Νεῦ­ρα καὶ στὶς του­α­λέ­τες. Κύ­ριος ἀ­νύ­πο­πτος εἰ­σέρ­χε­ται στὸ γυ­ναι­κών. Κυ­ρί­α φι­λύ­πο­πτος τὸν ἀ­πω­θεῖ. Ἀν­ταλ­λα­γὴ πυ­ρῶν. Τὸ Ο/Γ ρί­χνει ἄγ­κυ­ρα στὸ νη­σί. Καὶ ὁ πό­λε­μος ποὺ ἄρ­χι­σε θὰ δι­α­κο­πεῖ.



Πη­γή: Τοῦ Ἀ­λῆ Πα­σᾶ τὸ ἄ­λο­γο (Ποι­ή­μα­τα 1989-2009, Θερ­μα­ϊ­κὸς ἐκ­δό­σεις, Θεσ­σα­λο­νί­κη,  2011).

 

Μᾶρ­κος Δρα­γού­μης τοῦ Φι­λίπ­που (Ἀ­θή­να, 1934-2023). Μου­σι­κο­λό­γος. Σπού­δα­σε μου­σι­κο­λο­γί­α στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὴν Ἀγ­γλί­α (Ὀξ­φόρ­δη). Ὑ­πῆρ­ξε δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Μου­σι­κοῦ Λα­ο­γρα­φι­κοῦ Ἀρ­χεί­ου «Μέλ­πως Μερ­λι­έ». Δι­ε­τέ­λε­σε κα­θη­γη­τὴς Ἱ­στο­ρί­ας τῆς Μου­σι­κῆς στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν. Ἔ­χει γρά­ψει βι­βλί­α καὶ με­λέ­τες κυ­ρί­ως γιὰ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ πολ­λὰ το­πι­κὰ καὶ δι­ε­θνῆ μου­σι­κο­λο­γι­κὰ συ­νέ­δρια. Ἐ­ξέ­δω­σε πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Τὸ 1992 βρα­βεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν γιὰ τὴν 30χρονη δρά­ση του στὸ χῶ­ρο τῆς ἐ­θνο­μου­σι­κο­λο­γί­ας. Ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε ἐ­πί­τι­μος δι­δά­κτο­ρας τοῦ Τμή­μα­τος Μου­σι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν (2008).

            Ἀπὸ τὸ 144 Βογατσικό -Μάρκος Δράγουμης μπορεῖτε νὰ κατεβάσετε τὸ ἀφιέρωμα τοῦ περιοδικὸ Βογατσικό στὸν Μᾶρκο Δραγούμη (ἐπιμ. Νώντας Τσίγκας).