Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ: Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ


Ἕ­νας Τυ­χε­ρὸς Κρο­κό­δει­λος


ΟΥΤΗΓΜΕΝΗ μέ­σα στὶς λά­σπες, μιὰ κρο­κο­δει­λί­να λυ­πη­μέ­νη, δὲ βρί­σκει ἡ­συ­χί­α. Μὲ δά­κρυ­α ἀ­λη­θι­νὰ στὰ βουρ­κω­μέ­να μά­τια της, ἀ­να­λο­γί­ζε­ται τὸν κα­λό της κι εἶ­ναι νὰ σκά­σει! Κι ἂν ἔ­χει πε­ρά­σει τό­σος και­ρὸς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ χω­ρί­σα­νε, πα­ρα­μέ­νει ἀ­φό­ρη­τη ἡ ἀ­που­σί­α του. Ἕ­να φαι­νο­με­νι­κὰ ἀ­νώ­δυ­νο συ­ζυ­γι­κὸ καυ­γα­δά­κι ἔ­δει­χνε στὸ ξε­κί­νη­μα, μὰ σι­γὰ-σι­γὰ τὸ πράγ­μα στρά­βω­σε. Λό­γο στὸ λό­γο, εἰ­πώ­θη­καν πι­κρὲς κου­βέν­τες ἀ­να­με­τα­ξύ τους, ἀ­κού­στη­καν πολ­λὰ πα­ρά­λο­γα, ἐ­κεί­νη τὴν ἀ­πο­φρά­δα μέ­ρα.

       Ὁ Κρο­κό­δει­λος ἔ­φυ­γε ἔ­ξω φρε­νῶν. Πλα­τσου­ρί­ζον­τας δυ­να­τὰ τὴν οὐ­ρά του, τρά­βη­ξε δυ­τι­κά, χά­θη­κε μέ­σα στὰ σκου­ρο­πρά­σι­να νε­ρά. Μπο­ρεῖ νὰ αἰχ­μα­λω­τί­στη­κε ἀ­πὸ λα­θρο­κυ­νη­γούς, νὰ πέ­ρα­σε χί­λι­ες-δυ­ὸ τα­λαι­πω­ρί­ες, ἀλ­λὰ στὸ τέ­λος στά­θη­κε τυ­χε­ρὸς στὴ ζω­ή του. Κα­τέ­λη­ξε στὸ Λὸς Ἀν­τζε­λὲς κι ἐ­κεῖ γνω­ρί­στη­κε τυ­χαί­α μ’ ἕ­ναν σπου­δαῖ­ο φω­το­γρά­φο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε δι­ά­ση­μο μον­τέ­λο δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ρα­σκόλ­νικ:

Εἰκόνα: φωτογραφία τοῦ Helmut Newton: «Crocodile Eating Ballerina», Wuppertal, 1983.


			

Εἰρήνη Σκούρα: Πόσο διαρκεῖ τὸ πράσινο;


Εἰ­ρή­νη Σκού­ρα 


Πό­σο δια­ρκεῖ τὸ πρά­σι­νο;


Ε ΚΟΚΚΙΝΟ σὲ δι­ορ­θώ­νω. Χρη­σι­μο­ποι­ῶ πάν­τα στυ­λὸ δι­αρ­κεί­ας. Σβή­νω, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω, κά­νω βελ­τι­ώ­σεις. Τὸ κόκ­κι­νο εἶ­ναι γιὰ τὸ λά­θος, τὸ πρά­σι­νο γιὰ τὶς βελ­τι­ώ­σεις, τὸ κί­τρι­νο ση­μαί­νει πρέ­πει νὰ τὸ ξα­να­δῶ. Ὅ­μως, προ­σο­χή! Μπο­ρεῖ ξαφ­νι­κὰ νὰ γί­νει κι αὐ­τὸ κόκ­κι­νο. Μό­νο τὸ πρά­σι­νο νὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι.

        Τὸ ἔ­μα­θες πιά. Τὸ κόκ­κι­νο εἶ­ναι κίν­δυ­νος, μέ­νεις ἀ­κί­νη­τος. Τὸ κί­τρι­νο θέ­λει προ­σο­χή, κοι­τᾶς δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά. Πρέ­πει νὰ εἶ­σαι σύν­το­μος καὶ πάν­τα ἕ­τοι­μος, μή­πως ἀλ­λά­ξει κά­τι ξαφ­νι­κά. Μὲ τὸ πρά­σι­νο εἶ­σαι ἐν­τά­ξει. Ἀλ­λὰ καὶ πά­λι πρέ­πει νὰ μά­θεις πό­ση ὥ­ρα κρα­τά­ει.

        Λὲς Πρέ­πει νὰ φύ­γω… Ἀ­μέ­σως ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κόκ­κι­νο. Γιὰ ἔμ­φα­ση βά­ζω καὶ τρί­α θαυ­μα­στι­κά. Δὲν ξα­να­μι­λᾶς, πε­ρι­μέ­νεις. Σὲ βλέ­πω λυ­πη­μέ­νο, κά­νω τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες βελ­τι­ώ­σεις. Ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κόκ­κι­νο τὸ Λυ­πη­μέ­νος, τὸ κλεί­νω σὲ πα­ρεν­θέ­σεις γιὰ σι­γου­ριά. Γρά­φω δί­πλα μὲ πρά­σι­νο Χα­ρού­με­νος. Μιὰ χα­ρὰ ται­ριά­ζει, μιὰ μι­κρὴ ἀλ­λα­γὴ καὶ ὅ­λα φτιά­χνουν.

        Ὅ­ταν πιὰ ση­κώ­νε­σαι νὰ φύ­γεις, ὅ­λα γί­νον­ται κόκ­κι­να. Ὅ­ταν λὲς Θὰ ξα­νάρ­θω, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ κί­τρι­νο. Τὸ κί­τρι­νο βα­σι­κὰ ση­μαί­νει Προ­σο­χὴ ! Τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κό. Ὅ­ταν μὲ ἀγ­κα­λιά­ζεις, ὅ­λα εἶ­ναι πρά­σι­να. Ὅ­ταν μὲ φι­λᾶς, ὑ­πο­γραμ­μί­ζω μὲ πρά­σι­νο καὶ γρά­φω στὸ πε­ρι­θώ­ριο Μπρά­βο!Πο­λὺ κα­λά! Ἐν­θαρ­ρύ­νω τὴ σω­στὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά.

        Χρη­σι­μο­ποι­ῶ πάν­τα στυ­λὸ δι­αρ­κεί­ας.Τὸ μό­νο ποὺ δὲν ξέ­ρω εἶ­ναι πό­σο δια­ρκεῖ τὸ πρά­σι­νο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰ­ρή­νη Σκού­ρα (Ἀ­θή­να). Σπού­δα­σε ἑλ­λη­νι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας. Ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ δι­δα­κτο­ρι­κὴ δι­α­τρι­βὴ μὲ θέ­μα τὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας σὲ συν­δυα­σμὸ μὲ τὴν ἀ­γω­γὴ εἰ­ρή­νης καὶ τὰ ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς κα­θη­γή­τρια καὶ ὡς σχο­λι­κὴ σύμ­βου­λος στὴ δη­μό­σια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἄρ­θρα, με­λέ­τες καὶ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες σὲ παι­δα­γω­γι­κὰ καὶ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Γρά­φει μι­κρὲς καὶ πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες κα­θὼς καὶ σε­νά­ρια γιὰ μι­κροῦ μή­κους ται­νί­ες.


Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση: Μπά­ου Τρά­ϊμπ



Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση


Μπά­ου Τρά­ϊμπ


Α ΦΤΑΝΑΜΕ στὸ νησὶ μὲ τὰ κα­γιάκ. Χω­ρι­στή­κα­με σὲ ὁ­μά­δες, πε­ρι­ερ­γα­στή­κα­με τὰ πτε­ρύ­για τῶν κου­πι­ῶν μας, κά­να­με πλά­κα μὲ τὸ ποι­ός θὰ φτά­σει πρῶ­τος, λέ­γον­τας συν­θή­μα­τα. Μέ­σα στὸ νε­ρό, εἴ­δα­με τὰ ἀ­γό­ρια νὰ προ­πο­ρεύ­ον­ται, με­τρή­σα­με τὶς κου­πι­ές μας, «ἕ­να» «δύ­ο», «ἕ­να» «δύ­ο», «ἕ­να» «δύ­ο» καὶ βρή­κα­με πὼς εἴ­μα­στε κα­λοὶ στὸ συγ­χρο­νι­σμό, ξορ­κί­σα­με τὸν πό­νο στοὺς ὤ­μους καὶ τὸ πῶς θὰ βγά­λου­με αὔ­ριο τὴν ἐ­φη­με­ρί­α. Πι­ά­σα­με κου­βέν­τες γιὰ ροῦ­χα, ἕ­να δυ­ὸ μα­θη­τὲς ποὺ ἔ­χου­με κοι­νούς, καὶ —ὅ­ταν πιὰ φτά­σα­με στὰ βα­θιὰ— γιὰ φί­λους ποὺ μᾶς ἔ­χουν λεί­ψει, πό­τε θὰ μᾶς ἐ­πι­σκε­φτοῦν καὶ πό­σο δὲν θέ­λου­με νὰ γυ­ρί­σου­με στὴν Ἀ­θή­να. Ἡ στε­ριὰ τοῦ νη­σιοῦ φά­νη­κε πί­σω ἀ­πὸ τὰ βρά­χια ποὺ προ­σπε­ρά­σα­με. «Θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρου­με;» «Θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρου­με.»

       Ὁ Ἑλ­λη­νο­α­με­ρι­κά­νος ὁ­δη­γός μας, μό­λις τὰ κα­γιάκ μας σύρ­θη­καν στὴ στε­ριά, μοῦ τὸ εἶ­πε: «ΒΑΟU ΤRΙΒΕ». Τὸν ρώ­τη­σα δυ­ὸ τρεῖς φο­ρές, δὲν εἶ­χα κα­τα­λά­βει τὴ δεύ­τε­ρη λέ­ξη, πε­τσό­κο­βε τὸ «ρ» σὰν ὀρ­γι­σμέ­νος Γάλ­λος· κού­νη­σα τὸ κε­φά­λι πὼς δῆ­θεν κα­τα­λα­βαί­νω, προ­σπα­θών­τας νὰ βρῶ τὴ λέ­ξη ποὺ ἔ­χα­σα. «Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 80-90 ἔ­με­νε σὲ αὐ­τὸ τὸ νη­σὶ ἕ­να ρὸκ συγ­κρό­τη­μα μὲ αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα. Εἶ­ναι γραμ­μέ­νο καὶ μὲ βό­τσα­λα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι ποὺ ἔ­με­ναν.» Εἴ­χα­με στὰ πό­δια μιὰ και­νού­ρια στε­ριὰ τὴν ὁ­ποί­α πή­ρα­με νὰ ἀ­νε­βαί­νου­με.

       Προ­σεγ­γί­σα­με τὸ σπί­τι ἀ­πὸ τὸ πλά­ι. Κα­τε­βή­κα­με ἀ­πὸ τὸν λό­φο ποὺ ἦ­ταν τὸ ἐκ­κλη­σά­κι τοῦ Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου, ὅ­που φά­γα­με τὸ κο­λα­τσιό μας, ρεμ­βά­ζον­τας τὴ θά­λασ­σα, λέ­γον­τας τρο­μα­κτι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο γλά­ρων. Τὸ σπί­τι δὲν θὰ ἔ­μοια­ζε που­θε­νὰ ἀ­ξι­ο­θέ­α­το, μὰ ἐ­δῶ, ἄ­σπρο καὶ γα­λα­νό, μο­να­δι­κὸ ση­μά­δι κα­τά­κτη­σης αὐ­τῆς τῆς βρα­χο­νη­σί­δας, τὸ ἔν­στι­κτο μᾶς ὠ­θοῦ­σε νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σου­με τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια τῶν προ­κα­τό­χων μας.

       Ἴ­χνη πα­λαι­ό­τε­ρης ζω­ῆς, εὐ­τυ­χι­σμέ­νης ζω­ῆς, ξε­πρό­βα­λαν γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι, σκά­φες, πο­τι­στή­ρια, γυ­ά­λι­να μπου­κά­λια μπύ­ρες, μιὰ σκου­ρι­α­σμέ­νη μη­χα­νὴ πά­νω στὴ μάν­τρα. Πα­ρά­θυ­ρα ἀ­νοι­χτὰ καὶ σπα­σμέ­να, μὲ τὸ γα­λά­ζιο γύ­ρω ξε­φλου­δι­σμέ­νο χορ­τα­στι­κά, τσι­μέν­το καὶ δου­λει­ὲς μι­σο­τε­λει­ω­μέ­νες. Κά­τι στρώ­μα­τα κα­τε­στραμ­μέ­να ἀ­πὸ τὸ νε­ρό, τὴν ὑ­γρα­σί­α ξε­θη­κω­μέ­να ἀ­πὸ τὰ κρε­βά­τια, πε­τα­μέ­να κά­τω. Μέ­σα στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο μό­νο τὰ ξύ­λα τῶν κρε­βα­τι­ῶν, χω­ροῦ­σαν μέ­σα δύ­ο. Στοὺς τοί­χους πέ­τρες ποὺ προ­ε­ξεῖ­χαν, σὰν ρά­φια βι­βλι­ο­θή­κης καὶ χω­ροῦ­σαν βι­βλί­α, κά­δρα ἢ τὴν πλα­τιὰ βά­ση κά­ποι­ας λάμ­πας θυ­έλ­λης. Στὸ κα­τώ­φλι τοῦ σπι­τιοῦ μὲ πε­τρα­δά­κια τῆς θά­λασ­σας γραμ­μέ­νο «BA­OU TRI­BE». Εἰ­σερ­χό­μα­σταν στὸν κα­ταυ­λι­σμὸ μιᾶς φυ­λῆς τῆς ζούγ­κλας, οἱ αἰ­σθή­σεις μας ὀ­ξύ­νον­ταν, μό­νοι σὲ μιὰ και­νού­ρια στε­ριά, μιὰ μι­κρὴ στρα­τιὰ ξε­λο­γι­α­σμέ­νων νέ­ων.

       Ἀρ­χί­σα­με νὰ σκε­φτό­μα­στε πῶς θὰ ἦ­ταν νὰ ζοῦ­με σ’ αὐ­τὸ τὸ ρη­μαγ­μέ­νο σπί­τι. Νὰ ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σου­με τὴν κου­ζί­να, νὰ ρί­ξου­με ἕ­να κα­λὸ χέ­ρι κα­θά­ρι­σμα, νὰ με­τα­φέ­ρου­με τὰ κρε­βά­τια ἀ­πὸ τὴν αὐ­λὴ μέ­σα στὸ σπί­τι – ἴ­σως καὶ ὄ­χι. Κά­ποι­οι σή­κω­σαν ἀν­τι­κεί­με­να ἀ­πὸ τὶς γω­νι­ές, ἕ­να σκου­ρι­α­σμέ­νο ντέ­φι πά­νω ἀ­πὸ τὸ τζά­κι, ἕ­να πλα­κά­κι μὲ πε­ρί­τε­χνα σχέ­δια, σὰν πορ­το­γα­λι­κά, ἕ­να γα­λά­ζιο πάγ­κο φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ ξύ­λα οἰ­κο­δο­μῆς καὶ ἔ­βγα­ζαν φω­το­γρα­φί­ες. Κά­ποι­α κομ­μά­τια τοῦ σπι­τιοῦ ἦ­ταν μι­σο­τε­λει­ω­μέ­να, πα­ρά­θυ­ρα ποὺ δὲν εἶ­χαν κλεί­σει, ἡ πόρ­τα εἶ­χε πέ­σει ὁ­λό­κλη­ρη καὶ πα­τού­σα­με προ­σε­κτι­κὰ κομ­μά­τια ἀ­πὸ τὰ τζά­μια της. Ἡ αὐ­λή, μὲ τὶς ἄ­σπρες πε­ζοῦ­λες χρει­α­ζό­ταν ἕ­να κα­λὸ ἀ­σβέ­στω­μα. Μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ τζά­κι κον­το­στα­θή­κα­με σὰν νὰ ἀ­να­πο­λοῦ­με πράγ­μα­τα ποὺ ζή­σα­με ἐ­κεῖ μέ­σα, ἀ­νά­με­σα στὰ μέ­λη τοῦ ρὸκ συγ­κρο­τή­μα­τος· με­θύ­σια, τζα­μα­ρί­σμα­τα, τρι­πα­ρί­σμα­τα, νη­φά­λια καὶ ὄ­χι με­ρό­νυ­χτα. Τὸ σπί­τι ἔ­γι­νε γιὰ λί­γο δι­κό μας καὶ ἄς μὴν τὸ εἴ­πα­με. Τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ ὑ­πνο­δω­μα­τί­ου δὲν εἶ­χε τζά­μια, οὔ­τε κὰν ξύ­λι­νη κά­σα, πα­ρὰ μό­νο ἕ­να ὀρ­θο­γώ­νιο σχῆ­μα καὶ μιὰ προ­ο­πτι­κή: ἡ ἄ­κρη τοῦ νη­σιοῦ, πέ­ρα τὸ βα­θὺ μπλέ τῆς θά­λασ­σας καὶ στὸ βά­θος ἡ Χώ­ρα.

       Ὅ­ταν πιὰ χορ­τά­σα­με νὰ κοι­τᾶ­με τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια αὐ­τῆς τῆς φυ­λῆς μεί­να­με λί­γο σι­ω­πη­λοὶ μέ­σα στὸ σπί­τι. Ἄλ­λοι βγῆ­καν ἔ­ξω στὴν αὐ­λὴ νὰ κά­νουν τσι­γά­ρο. Ἀ­να­ρω­τη­θή­κα­με, ἴ­σως, μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα, πῶς νι­ώ­θα­με ὄ­μορ­φα μέ­σα στὰ συν­τρίμ­μια, σὲ ἕ­να ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο του­λά­χι­στον τριά­ντα χρό­νια κα­τα­φύ­γιο, δί­πλα σὲ ἕ­να νε­κρο­τα­φεῖ­ο γλά­ρων; Κά­ποι­οι σκέ­φτη­καν ἡ θά­λασ­σα, ποὺ ἡ θέ­α της χυ­νό­ταν μέ­σα στὸ σπί­τι ἀ­πὸ τὰ ὀρ­θά­νοι­χτα πα­ρά­θυ­ρα, χω­ρὶς νὰ τὴ συγ­κρα­τεῖ κα­νέ­να ἄλ­λο ἀν­θρώ­πι­νο κτί­σμα καὶ ὄγ­κος. Ἄλ­λων ἡ σκέ­ψη γλί­στρη­σε στὸ μυ­στι­κι­στι­κό: βι­ώ­να­με τὴν ἐ­νέρ­γεια τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ πέ­ρα­σαν, ρου­φή­ξα­με τὴν κά­πο­τε ὑ­παρ­κτὴ ζω­ὴ μέ­σα στὸ σπί­τι.

       Κα­τη­φο­ρί­ζον­τας πρὸς τὰ ἐ­κεῖ ποὺ εἴ­χα­με δέ­σει, μιὰ αἴ­σθη­ση πλη­ρό­τη­τας καὶ νο­σταλ­γί­ας μᾶς ἀ­κο­λού­θη­σε. Ἀ­φή­να­με πί­σω ἕ­να σπί­τι —τὸ δι­κό μας;— ἕ­να νε­κρο­τα­φεῖ­ο γλά­ρων καὶ μιὰ μη­χα­νὴ πά­νω στὴ μάν­τρα. Σ’ αὐ­τὸ τὸ νη­σί, ποὺ φτά­σα­με μὲ τὶς βάρ­κες, σὰν ἄλ­λοι κα­τα­κτη­τές, ἀ­να­ζη­τη­τὲς μιᾶς και­νού­ριας γῆς, τὸ ξέ­ρα­με. Μό­νοι ἐ­δῶ πά­νω ποὺ βρε­θή­κα­με —τὰ κό­κα­λά μας τὸ ἔ­νι­ω­σαν— γί­να­με γιὰ λί­γα λε­πτά, στὸ ὀ­νει­ρι­κὸ σύμ­παν, ποὺ οἱ αἰ­σθή­σεις πα­ρα­λη­ροῦν, μιὰ φυ­λή. Κά­που ἐ­κεῖ, σκέ­φτη­κα πὼς σὲ ἤ­θε­λα μό­νο γιὰ μέ­να. Νὰ σὲ φέ­ρω ἐ­δῶ πά­νω. Νὰ ζή­σου­με μα­ζὶ με­ρι­κὲς μέ­ρες. Νὰ κοι­τά­ζου­με τὴν ἀ­πέ­ναν­τι γῆ, σὰν κά­τι ποὺ δὲν μᾶς νοιά­ζει, πο­τὲ δὲν μᾶς ἔ­νοια­ζε, για­τί τώ­ρα ἔ­χου­με τὴν οὐ­σί­α, ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰ­ρή­νη Γι­α­βά­ση (Πέ­ρα­μα, 1988). Ἐρ­γά­ζε­ται στὴν πρω­το­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση καὶ ἔ­χει με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴν Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ βι­βλί­α: Ἡ Νε­φέ­λη, ὁ κύ­ριος Μ καὶ τὰ Ρομ­πο­φρὶ­ξ1­81 (παι­δι­κό, ἐκδ. Πα­τά­κης) καὶ τὸ Ἐ­μεῖς (μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐκδ. Ὁ Μὼβ σκί­ου­ρος).



		

	

Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά



Ἰωάννα Γαλανάκη


Τὸ παιδὶ ποὺ ξεδιψοῦσε τὰ πουλιά


ΤΗ ΜΑΚΡΙΝΗ Ζαν­σκάρ, στὰ Ἰ­μα­λά­ϊ­α, σχε­δὸν τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες μέ­τρα πά­νω ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα βρί­σκε­ται τὸ χω­ριὸ ποὺ γεν­νή­θη­κε ὁ μι­κρὸς Κεν­ράπ. Τὰ κα­λο­καί­ρια ὁ Κεν­ρὰπ θέ­ρι­ζε χόρ­τα στὰ πλα­τώ­μα­τα τρι­γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ χω­ριό του μα­ζὶ μὲ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­δέλ­φια του, τοὺς γο­νεῖς του καὶ τὴν ὀ­γδον­τά­χρο­νη τυ­φλὴ για­γιά του. Ὅ­πως ἄλ­λω­στε καὶ ὅ­λοι στὸ χω­ριό του. Ἀ­πὸ τὸ πρω­ῒ ὣς τὸ βρά­δι, χω­ρὶς στα­μα­τη­μὸ θέ­ρι­ζαν καὶ ἔ­φτια­χναν δε­μά­τια. Νὰ προ­λά­βουν πρὶν τοὺς βροῦν τὰ χι­ό­νια τοῦ Σε­πτέμ­βρη νὰ μα­ζέ­ψουν ἀρ­κε­τὰ χόρ­τα καὶ νὰ τὰ στοι­βά­ξουν πά­νω στὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν τους. Μὰ τὰ δε­μά­τια δὲν ἦ­ταν πο­τὲ ἀρ­κε­τά, κι ἂς ἔ­μοια­ζαν τὰ σπί­τια καὶ τὸ χω­ριὸ ὁ­λό­κλη­ρο κα­μιὰ φο­ρὰ χορ­τα­ρέ­νιοι λό­φοι ἀ­π’ τὸ ὑ­περ­βο­λι­κὸ φορ­τί­ο τους. Κι αὐ­τὸ σή­μαι­νε πὼς ὅ­ταν τὸ χι­ό­νι θὰ γι­νό­ταν βα­θὺ καὶ τὰ γιὰκ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν πιὰ νὰ βροῦν τί­πο­τα νὰ βο­σκή­σουν καὶ τὸ χορ­τά­ρι στὸ χω­ριὸ θά ’­χε σω­θεῖ, τό­τε, τὰ γιὰκ θὰ πέ­θαι­ναν. Κι ἂν πέ­θαι­ναν τὰ γιὰκ τό­τε θὰ πει­νοῦ­σε καὶ ἴ­σως νὰ πέ­θαι­νε κι­ό­λας ὁ­λό­κλη­ρο τὸ χω­ριό. Ἀ­φοῦ ἡ μό­νη τρο­φὴ ποὺ ὑ­πῆρ­χε γιὰ νὰ τοὺς θρέ­ψει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ γά­λα τους ἦ­ταν τὸ κρι­θά­ρι.

       Για­τὶ ἡ ζω­ὴ στὰ ἀ­πο­μο­νω­μέ­να χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων δὲν συγ­χω­ροῦ­σε λά­θη καὶ δὲν σ’ ἄ­φη­νε ν’ ὀ­νει­ρευ­τεῖς. Κι ἂς ἦ­ταν τοῦ­το τὸ μέ­ρος τό­σο πο­λὺ κον­τὰ στὸν οὐ­ρα­νό. Ὁ Κεν­ρὰπ λοι­πὸν κά­θε πρω­ῒ ὅ­λο το κα­λο­καί­ρι κρα­τών­τας μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὴν τυ­φλὴ για­γιὰ καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο τὸ μι­κρὸ δρε­πά­νι ποὺ τοῦ ’­χε χα­ρί­σει ὁ πα­τέ­ρας του μό­λις ἔ­γι­νε τεσ­σά­ρων χρο­νῶν ἔ­βγαι­νε νὰ θε­ρί­σει.

       Μὰ ἕ­να πρω­ὶ ξύ­πνη­σε ἀλ­λι­ώ­τι­κος. Δὲν εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ φά­ει τὸν κρι­θα­ρέ­νιο χυ­λὸ μὲ γι­α­ούρ­τι ποὺ τοῦ ’­χε ἑ­τοι­μά­σει ἡ μά­να του. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο του δρε­πά­νι καὶ δὲν ἄ­κου­γε τὶς προ­τρο­πὲς τῆς τυ­φλῆς για­γιᾶς του. Δὲν θέ­λη­σε κὰν νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι καὶ ὅ­λοι νό­μι­σαν πὼς ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος.

       Ὅ­μως, ὁ Κεν­ρὰπ εἶ­χε δεῖ ἕ­να ὄ­νει­ρο ποὺ τὸν ἔ­κα­νε κά­τι νὰ θυ­μη­θεῖ…

       Ἔ­τσι τὸ βρά­δι ὅ­ταν γύ­ρι­σε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­π’ τὸ θέ­ρι­σμα καὶ κά­θι­σαν ὅ­λοι γύ­ρω ἀ­π’ τὴ χα­μη­λὴ σόμ­πα γιὰ νὰ βρά­σουν τὸν χυ­λό τους εἶ­πε πὼς θὰ πή­γαι­νε σὲ μο­να­στή­ρι. Σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ κον­τι­νὸ μο­να­στή­ρι ποὺ ἦ­ταν καὶ ὁ θεῖ­ος του μο­να­χὸς καὶ ποὺ γιὰ νὰ πᾶς ἔ­πρε­πε νὰ περ­πα­τή­σεις πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­κο­λου­θών­τας ἕ­να ἐ­πι­κίν­δυ­νο στε­νὸ μο­νο­πά­τι πά­νω στὸ φρύ­δι τοῦ γκρε­μοῦ κα­τὰ μῆ­κος τοῦ με­γά­λου πο­τα­μοῦ. Σὲ κεῖ­νο τὸ μο­να­στή­ρι τοὺς εἶ­πε πὼς κά­τι εἶ­χε ξε­χά­σει, πὼς εἶ­χε ἀ­φή­σει μιὰ δου­λειὰ στὴ μέ­ση κι ἔ­πρε­πε ὁ­πωσ­δή­πο­τε νὰ τὴ συ­νε­χί­σει. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του δὲν λυ­πή­θη­κε κα­θό­λου. Δὲν ἔ­δω­σαν βέ­βαι­α με­γά­λη ση­μα­σί­α στὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ παι­διοῦ μὰ στὸ μο­να­στή­ρι ἡ ζω­ή του θὰ ἦ­ταν πιὸ ἄ­νε­τη καὶ πιὸ ἐ­ξα­σφα­λι­σμέ­νη. Κι ὕ­στε­ρα δὲν θὰ ἦ­ταν μό­νο του. Καὶ θὰ ’ρ­χό­ταν του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο νὰ τοὺς δεῖ ὅ­πως κά­νουν ὅ­λοι οἱ μο­να­χοὶ στὰ χω­ριὰ τῶν Ἰ­μα­λα­ΐ­ων.

       Ἀ­φοῦ ἦρ­θε τὸ παι­δὶ στὸ μο­να­στή­ρι οἱ με­γα­λύ­τε­ροι στὴν ἡ­λι­κί­α μο­να­χοὶ πα­ρα­ξε­νεύ­τη­καν ὅ­ταν ἕ­να πρω­ῒ εἶ­δαν τὸν Κεν­ρὰπ νὰ παίρ­νει τὸ με­γά­λο πλα­στι­κὸ μπι­τό­νι, νὰ κα­τε­βαί­νει στὴν πη­γή, νὰ τὸ γε­μί­ζει κι ὕ­στε­ρα νὰ τὸ κου­βα­λᾶ καὶ νὰ τὸ ἀ­δειά­ζει σὲ πολ­λὰ μι­κρὰ δο­χεῖ­α στὸν πιὸ ψη­λὸ ἐ­ξώ­στη τοῦ μο­να­στη­ριοῦ. Ἐ­κεῖ ποὺ κά­πο­τε, ὅ­ταν ζοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος μο­να­χὸς ποὺ τὸν κα­τά­πι­ε ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα, πή­γαι­ναν τὰ που­λιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σουν. Οἱ μο­να­χοὶ κοι­τά­χτη­καν με­τα­ξύ τους μὲ νό­η­μα κι ὅ­ταν τέ­λει­ω­σε ὁ μι­κρὸς Κεν­ρὰπ τὸν φώ­να­ξαν κον­τά τους.

       — Πῶς ἤ­ξε­ρες ποῦ εἶ­ναι ἡ πη­γή, Κεν­ράπ; Καὶ για­τί ἀ­νέ­βα­σες τὸ νε­ρὸ στὸν ἐ­ξώ­στη; Καὶ για­τί τὸ ἄ­δεια­σες μέ­σα στὰ πή­λι­να; τὸν ρώ­τη­σαν.

       Κι ἔ­πει­τα προ­σποι­ού­με­νοι πὼς εἶ­χαν θυ­μώ­σει μα­ζί του τοῦ εἶ­παν:

       — Δὲν ἔ­μα­θες, Κεν­ράπ, πὼς τὸ νε­ρὸ δὲν σπα­τα­λι­έ­ται ἔ­τσι ἄ­σκο­πα;

       Ὁ Κεν­ρὰπ ὄ­χι μό­νο δὲν τοὺς φο­βή­θη­κε μὰ γέ­λα­σε κι­ό­λας μα­ζί τους μ’ ὅ­λη του τὴν καρ­διά. Κι ἀ­φοῦ κου­ρά­στη­κε πιὰ νὰ γε­λᾶ τοὺς εἶ­πε:

       — Μο­να­χοί, μά ἐ­πι­τέ­λους τί ἔ­χε­τε πά­θει; Δὲν μὲ θυ­μᾶ­στε; Εἶ­μαι ἐ­γὼ ὁ χα­μέ­νος σας ἀ­δελ­φὸς ποὺ μὲ κα­τά­πι­ε ἐ­κεῖ­νο τὸ βα­ρὺ χει­μώ­να ἡ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα! Δὲν ἄ­κου­σα τὶς συμ­βου­λές σας καὶ σᾶς λύ­πη­σα. Ὅ­μως νὰ ποὺ τώ­ρα γύ­ρι­σα καὶ σᾶς ζη­τῶ νὰ μὲ συγ­χω­ρέ­σε­τε καὶ νὰ μὲ δε­χτεῖ­τε πά­λι ἀ­νά­με­σά σας. Γύ­ρι­σα γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σω τὰ που­λιά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.



		

	

Θανάσης Μανιφάβας: Χαϊδεύω τὴ λύρα του


Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας


Χα­ϊ­δεύ­ω τὴ λύ­ρα του


Α ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΛΥΡΑΣ μὲ τὸν με­γά­λο Κώ­στα Μουν­τά­κη βρί­σκον­ταν στὸν πέμ­πτο μή­να. Μό­λις τε­λεί­ω­σε τὸ μά­θη­μα, πλη­σι­ά­σα­με τὸν δά­σκα­λο καὶ τοῦ ἀ­να­κοι­νώ­σα­με ὅ­τι ὁ πιὸ ἀ­γα­πη­μέ­νος του μα­θη­τὴς ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ στα­μα­τή­σει τὰ μα­θή­μα­τα για­τί ὑ­πα­κού­ον­τας στὶς ἀ­νάγ­κες τὶς δη­μο­σι­ο­ϋ­παλ­λη­λι­κῆς του ἰ­δι­ό­τη­τας, ἔ­πρε­πε νὰ δε­χτεῖ τὴ με­τά­θε­σή του γιὰ τὴν Ξάν­θη.

        Σὲ λί­γο πλη­σί­α­σε καὶ ὁ μα­θη­τής· ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε ὅ­σα ἤ­δη εἴ­χα­με πεῖ ἐ­μεῖς στὸ δά­σκα­λο κι ἐ­ξέ­φρα­σε τὴ λύ­πη του, για­τί θὰ δι­έ­κο­πτε τὰ μα­θή­μα­τα λύ­ρας, στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­χε ση­μει­ώ­σει ση­μαν­τι­κὴ πρό­ο­δο. Ὁ δά­σκα­λος δὲν ἔ­κρυ­ψε τὴ στε­νο­χώ­ρια του καὶ τοῦ συ­νέ­στη­σε νὰ συ­νε­χί­σει τὴ λύ­ρα μό­νος του.

        Ὁ μα­θη­τὴς ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε τὸ δά­σκα­λο καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐ­μᾶς τοὺς ὑ­πό­λοι­πους· τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ ἔ­φευ­γε, ὁ δά­σκα­λος εἶ­πε:

        — Φέ­ρε μου λι­γά­κι τὴ λύ­ρα σου.

        Ὁ μα­θη­τὴς μὲ κά­ποι­α ἀ­πο­ρί­α ἔ­φε­ρε τὴ λύ­ρα, τὴν ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴ θή­κη της καὶ τὴν ἔ­δω­σε στὸ δά­σκα­λο. Κεῖ­νος μὲ ἀρ­γὲς ἥ­συ­χες κι­νή­σεις τὴν κρά­τη­σε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι καὶ μὲ τὸ ἄλ­λο ἄρ­χι­σε νὰ τὴν χα­ϊ­δεύ­ει. Τὸ χέ­ρι του πε­ρι­έ­τρε­ξε τὸ σκά­φος καὶ τὸ κα­πά­κι, ἔ­κρου­ξε ἀ­λα­φρὰ τὶς χορ­δές, ἀ­κράγ­γι­ξε τὰ κλει­διὰ καὶ χω­ρὶς νὰ πά­ρει τὰ μά­τια του ἀ­πὸ πά­νω της, τὴν ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μα­θη­τή.

        Ἡ ὅ­λη δι­α­δι­κα­σί­α ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­α κρά­τη­σε δυὸ–τρί­α λε­πτά.

        — Τί ἔ­κα­νες δά­σκα­λε; ρώ­τη­σα ἐ­γώ!

        — Τί ἔ­κα­να, μω­ρέ, εἴ­μα­στε καὶ οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες καὶ ντρέ­πο­μαι νὰ χα­ϊ­δέ­ψω τὸ πρό­σω­πό του· χα­ϊ­δεύ­ω λοι­πὸν τὴ λύ­ρα του.


* * *

Ὁ Κώστας Μουντάκης παίζει τὴ λύρα του.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ ντοκυμανταὶρ τῆς ΥΕΝΕΔ “Οἱ ρίζες μου” (δεκαετία τοῦ’70):

 



Πη­γή: Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ἀ­γρι­νί­ου, 2021).

Θα­νά­σης Μα­νι­φά­βας (Ἀ­γρί­νιο) Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α. Γιὰ τὸ βι­βλί­ο του Μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ μιὰ χα­μέ­νη ὅ­ρα­ση ὁ συγ­γρα­φέ­ας ση­μει­ώ­νει με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὰ ἑ­ξῆς: «[…] Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν εἶ­ναι μιὰ προ­σπά­θεια χαρ­το­γρά­φη­σης τῆς λα­ϊ­κῆς ψυ­χῆς, ὅ­πως αὐ­τὴ ἀ­να­δεί­χνε­ται ἀ­νό­θευ­τα καὶ αὐ­θόρ­μη­τα στὶς ἁ­πλὲς στιγ­μὲς τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Εἶ­ναι ὅ­λες ἀ­λη­θι­νὰ πε­ρι­στα­τι­κά. […] Με­τὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τη­ση τοῦ ἀ­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἄρ­χι­σε ἡ λε­η­λα­σί­α τοῦ λα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ […] Στὸν ἑ­αυ­τό μου ἐ­πι­φυ­λάσ­σω ἕ­να ρό­λο: τοῦ ἁ­πλοῦ κα­τα­γρα­φέ­α ὁ ὁ­ποῖ­ος πρέ­πει νὰ δώ­σει στὸν ἀ­να­γνώ­στη καὶ κά­ποι­ες ἀ­πα­ραί­τη­τες γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση πλη­ρο­φο­ρί­ες, μὲ τὴν ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἀ­σκή­σεις εὐ­αι­σθη­σί­ας καὶ εὐ­και­ρί­ες γαλ­βα­νι­σμοῦ τῆς ψυ­χῆς…» (red line agrinio, 2017).

Είκόνα: Δημήτρης Δήμας· ἀπὸ τὴν πρωτότυπη εἰκονογράφιση γιὰ τὸ βιβλίο, (μεικτὴ τεχνικὴ, 11,5Χ16,5 ἐκ.)


		

	

Ἰωάννα Γαλανάκη: Τὸ γράδο



Ἰωάννα Γαλανάκη


Τὸ γρά­δο


ΕΝΝΗΘΗΚΑ σ’ ἕ­να χω­ριὸ τῆς Ἀ­τλαν­τί­δας. Ἔ­φυ­γα νω­ρὶς μὰ νά ποὺ τά ‘φέ­ρε ἔ­τσι ἡ τύ­χη καὶ ὁ κό­βιντ καὶ ξα­να­γύ­ρι­σα σχε­δὸν δυ­ὸ χρό­νια στὸ χω­ριό μου. Στὴν κα­ραν­τί­να ἔ­μα­θα πολ­λά. Ἀ­νά­με­σά τους μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ μιὰ γριά. Μοῦ τὴν εἶ­πε ἕ­να κα­λὸ παι­δὶ ποὺ κα­θὼς ἔ­μα­θα πέ­θα­νε, ἀ­φοῦ ἔ­τσι γί­νε­ται μὲ τὰ κα­λὰ παι­διά, κά­τι κα­κὸ τοὺς συμ­βαί­νει στὸ τέ­λος. Αὐ­τὴ ἡ γριὰ λοι­πόν, κα­λὴ γυ­ναί­κα, μό­νο ποὺ ἔ­πι­νε κρυ­φὰ γι’ αὐ­τὸ καὶ τὰ σαΐνια τοῦ χω­ριοῦ τῆς κόλ­λη­σαν τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἐ­γὼ δὲν τὴν θυ­μᾶ­μαι, θυ­μᾶ­μαι ὅ­μως μί­α ἄλ­λη γριά. Ἤ­τα­νε χή­ρα μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, μὲ μαν­τή­λι στὸ κε­φά­λι κι ὅ­λο μι­λοῦ­σε γιὰ τὸν ἄν­τρα της, τὸ μα­κα­ρί­τη. «Ἔ­χα­σα τὸ στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ μου, ἀ­πό­μει­να ἔ­ρη­μη καὶ μο­να­χή» καὶ ἄλ­λα τέ­τοια. Ὁ μα­κα­ρί­της ἐν­τω­με­τα­ξὺ κα­θώς μοῦ λε­γαν οἱ γο­νεῖς μου ἤ­τα­νε με­γά­λο κά­θαρ­μα. Τὴν εἶ­χε ἀ­πο­πλα­νή­σει κο­ρι­τσά­κι ἀ­κό­μη κι ὕ­στε­ρα τὴν ἔ­φε­ρε στὸ χω­ριὸ καὶ τὴν ἔ­ρι­ξε στὶς βα­ρει­ὲς δου­λει­ές. Κι ἀ­πὸ πά­νω τὴν ξυ­λο­φόρ­τω­νε σχε­δὸν κα­θη­με­ρι­νά. Ἄ­κου­γε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ κοι­λά­δα τὶς κραυ­γὲς της ἀλ­λὰ κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὰ βά­λει μὲ τὸ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ ὅ­πως προ­εῖ­πα ὁ μα­κα­ρί­της ἤ­τα­νε με­γά­λη λέ­ρα. Ἔ­κα­νε κι ἄλ­λα χει­ρό­τε­ρα ὅ­πως κα­τα­λά­βαι­να ἀ­π’ τοὺς ὑ­παι­νιγ­μοὺς τῶν γο­νι­ῶν μου, μὰ ὅ­ταν τοὺς ρω­τοῦ­σα δὲ μι­λοῦ­σαν, μό­νο ἔ­δει­χναν τὸν ἀ­πο­τρο­πια­σμό τους γιὰ τὸ «στύ­λο τοῦ σπι­θιοῦ». Ἡ γριὰ αὐ­τὴ ἡ ἄλ­λη, ὄ­χι τὸ γρά­δο, ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Ἔ­πι­νε βέ­βαι­α κι κεί­νη, ἂν καὶ χω­ρὶς τὸ πα­ρα­τσού­κλι. Ἔ­βη­χε κι ὄ­λας καὶ γε­νι­κὰ εἶ­χε κα­κὴ ὑ­γεί­α ὁ­πό­τε τῆς μά­νας μου τῆς κόλ­λη­σε ὅ­τι εἶ­χε κά­ποια με­τα­δο­τι­κὴ ἀρ­ρώ­στια. Κά­θε ποὺ ἐρ­χό­ταν σπί­τι μας καὶ τρώ­γα­με ὅ­λοι μα­ζὶ τὴν ἔ­βα­ζε νὰ κά­θε­ται μα­κριὰ ἀ­πὸ μέ­να, μὴ μὲ πλη­σιά­σουν τὰ μι­κρό­βια. Ὕ­στε­ρα ἀ­φοῦ μά­ζευ­ε τὰ πιά­τα ξε­χώ­ρι­ζε τὸ δι­κό της μα­ζὶ καὶ τὸ πο­τή­ρι της καὶ τοὺς ἔ­χυ­νε καυ­τὸ νε­ρὸ μὲ σα­που­νά­δα. Τέ­λος, ἀ­πο­φά­σι­σε πὼς οὔ­τε αὐ­τὴ ἡ μέ­θο­δος δὲν ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ ἐγ­γυ­η­μέ­νη ὁ­πό­τε τῆς εἶ­χε πάν­τα το ἴ­διο πιά­το καὶ τὸ ἴ­διο πο­τή­ρι ποὺ τὰ κρα­τοῦ­σε σὲ εἰ­δι­κὸ ση­μεῖ­ο στὸ ντου­λά­πι. Ἡ γριὰ ὅ­πως προ­εῖ­πα ἤ­τα­νε ψυ­χὴ ἁ­γί­α. Μὲ ἀ­γα­ποῦ­σε καὶ ὅ­λο μὲ συμ­βού­λευ­ε. Ἔ­λε­γε γιὰ μέ­να τὰ κα­λύ­τε­ρα λό­για σ’ ὁ­λό­κλη­ρό το χω­ριό. Πί­στευ­ε πὼς μοῦ ἄ­ξι­ζε μιὰ κα­λὴ τύ­χη καὶ ὅ­λο σχε­δί­α­ζε μέ­σα της κι ἔ­ξω της πῶς θά ‘πρε­πε νὰ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ θὰ μὲ πά­ρει, πό­σο ἄ­ξιος καὶ κα­λός, πό­σο ὄ­μορ­φα θά ’­πρε­πε νὰ μοῦ φέ­ρε­ται. Ἀ­φοῦ ἔ­φυ­γα, ἐ­κεί­νη, κα­θὼς μά­θαι­να, ἀ­κό­μη ἀ­γω­νι­οῦ­σε προ­σπα­θών­τας νὰ βρεῖ τὸν κα­λύ­τε­ρο συν­δυα­σμὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν τοῦ ὑ­πο­ψή­φιου συ­ζύ­γου μου. Ὅ­ταν τὴν εἶ­δα τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ θά ’­μου­να γύ­ρω στὰ 25, μοῦ ’­πε μὲ ἀ­γά­πη στορ­γι­κὴ «ἀρ­γο­μοί­ρα- κα­λο­μοί­ρα». Καὶ μοῦ ‘δω­σε κι ἄλ­λες πολ­λὲς εὐ­χές. Δὲν ἔ­πι­α­σαν τε­λι­κά, μᾶλ­λον για­τὶ τὶς στοί­χει­ω­σε τὸ φάν­τα­σμα τοῦ μα­κα­ρί­τη. Ἀ­φοῦ πέ­θα­νε τὴν εἶ­δα ἄλ­λες δυ­ὸ φο­ρές, στὸ χω­μα­τό­δρο­μο, κον­τὰ στὸ σπί­τι μας. Τό­τε τὴν ἔ­λε­γαν Λί­λα. Ἦ­ταν ἡ ἴ­δια πα­ρα­δεί­σια πο­νε­μέ­νη ψυ­χὴ καὶ γῶ θὰ ἤ­μουν τό­τε γύ­ρω στὰ 35. Μοῦ ‘πε «ἐ­σὺ ἀ­να­γεν­νι­έ­σαι ἀ­π’ τὶς στά­χτες σου», εἶ­σαι ἀ­κό­μη ὄ­μορ­φη, νὰ βια­στεῖς νὰ κά­νεις ἕ­να παι­δά­κι, ἔ­χεις χρό­νο, νὰ δὲς ἡ τά­δε ποὺ εἶ­στε καὶ στὴν ἴ­δια ἡ­λι­κί­α. Ἡ Λί­λα ἔ­μα­θα εἶ­χε τέ­λος κα­κὸ κλει­σμέ­νη σ’ ἕ­να ἵ­δρυ­μα. Καὶ ἡ δι­κή της ἱ­στο­ρί­α πο­λὺ λυ­πη­τε­ρή, τό­σο ποὺ δὲν τὴν ἔ­λε­γε κα­νεὶς ἐ­κτὸς ἀ­πὸ κά­τι μι­σό­λο­γα καὶ κά­τι εἰ­ρω­νεῖ­ες ἀ­π’ τὰ τσό­κα­ρα γιὰ τὴν κα­τάν­τια της. Πα­νέ­μορ­φη στὰ νιά­τα της, τὴν εἶ­δα σὲ πα­λι­ὲς φω­το­γρα­φί­ες, τό­τε, στὴν κα­ραν­τί­να. Μιὰ μέ­ρα στὴν πρω­τεύ­ου­σα τὴ θυ­μή­θη­κα. Κα­θό­μα­σταν με­γά­λη πα­ρέ­α, τρώ­γα­με καὶ πί­να­με. Δί­πλα μου αὐ­τός, πα­ρα­δί­πλα ἡ γυ­ναί­κα του καὶ ἀ­πέ­ναν­τι μιὰ ἀ­π’ τὶς φι­λε­νά­δες. Ἤ­τα­νε βλέ­πεις τέ­τοι­α ἡ «ἰ­δε­ο­λο­γί­α» του. Σε­βα­στόν. Μὲ πε­ρι­ποι­οῦν­ταν χω­ρὶς νὰ τὸ ζη­τή­σω. Τοὺς κα­λύ­τε­ρους με­ζέ­δες, τὸ πο­τή­ρι μου πάν­τα μι­σο­γε­μά­το. Κά­πο­τε ἅ­πλω­νε τὸ χέ­ρι του καὶ μοῦ ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὸ γό­να­το ἔ­τσι ποὺ οἱ φί­λοι του νὰ βλέ­που­νε. Ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ φύ­γω με­τα­νά­στις νὰ μὴ βλέ­πω του­λά­χι­στον ἐ­γώ. Εἶ­χα μιὰ φί­λη ἀ­πὸ τὴ Χιὸ καὶ μοῦ βρῆ­κε βα­πό­ρι ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ σαλ­πά­ρει γιὰ Νό­τιο Ἀ­με­ρι­κή. Τὸ λέ­γα­νε «Lά­y­os». Πάν­τα ἔ­λε­γα στὴ μά­να μου πὼς ἤ­θε­λα νὰ πά­ω στὴ γῆ τοῦ πυ­ρός. Ἀ­πο­φά­σι­σα πὼς εἶ­χε ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα. Μπάρ­κα­ρα τὸ λοι­πόν. Τὸ βα­πό­ρι κου­βα­λοῦ­σε τό­νους πα­λιὰ ροῦ­χα ποὺ προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ θά­ψι­μο στὴν ἔ­ρη­μο Ἀ­τα­κά­μα. Ἐ­κεῖ, τε­τρα­κό­σια χρό­νια δὲν ἔ­χει πέ­σει οὔ­τε στά­λα βρο­χή. Στὸ βα­πό­ρι γνώ­ρι­σα καὶ μιὰ ἰν­διά­να Χι­λια­νὴ ποὺ πή­γαι­νε νὰ με­λε­τή­σει τὴν ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza. Δὲν τὸ με­τά­νοι­ω­σα κα­θό­λου ποὺ ἔ­φυ­γα με­τα­νά­στις. Θυ­μᾶ­μαι καὶ τὸ συ­χω­ρε­μέ­νο τὸ Χρι­στι­α­νό­που­λο ποὺ ἔ­λε­γε αὐ­τὰ πε­ρὶ σπό­ρων καὶ θά­ψι­μου καὶ νοι­ώ­θω θαλ­πω­ρή. Πάν­τως στὴν Ἀ­τα­κά­μα καὶ νὰ θα­φτεῖ ὁ σπό­ρος δὲ φυ­τρώ­νει, φταί­ει βλέ­πεις τὸ ἔ­δα­φος ποὺ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ξη­ρό. Ἡ ξε­χα­σμέ­νη γλώσ­σα Kunza ὅ­μως ὑ­πάρ­χει ἐλ­πί­δα νὰ ἀ­να­βι­ώ­σει.


Σα­ου­θάμ­πτον, 7 Φε­βρου­α­ρί­ου 2023


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἰ­ω­άν­να Γα­λα­νά­κη. Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε σ’ ἕ­να μι­κρὸ χω­ριὸ κον­τὰ στὰ Χα­νιά. Σπού­δα­σε Ἱ­στο­ρί­α, Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α καὶ Ἱ­στο­ρί­α τῆς Τέ­χνης στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀρ­χαι­ο­λό­γο­ς καὶ ἐ­ρευ­νή­τρια. Συ­νέ­χι­σε τὶς σπου­δές της μὲ ὑ­πο­τρο­φί­ες στὴν Ἀγ­γλί­α. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μιὰ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ (Ἀ­ρα­δήν). Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­πί­σης δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Νέα Εὐ­θύ­νη. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ δη­μο­σι­εύ­σει στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Τὸ Δέν­τρο ποί­η­ση τῆς σύγ­χρο­νης Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας ποι­ή­τρια­ς Jes­si­ca Green­ba­um. Μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ με­τα­φρα­σμέ­να στὰ ἀγ­γλι­κὰ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Two Words For. Κεί­με­νά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά Li­fo, Mo­nu­men­ta καὶ σε blogs. Αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο ζεῖ στὸ Σα­ου­θάμ­πτον τῆς Ἀγ­γλί­ας καὶ ἑ­τοι­μά­ζει μιὰ μι­κρὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των γιὰ δη­μο­σί­ευ­ση.

Εἰκονα: Ἔρημος Ἀτακάμα.



		

	

Ἀλεξάνδρα Μυλωνᾶ: (Φανταστικὲς ἱστορίες) “Τὸ φλαμίγκο”


Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


(Φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες)

Τὸ «φλα­μίγ­κο»

 

ΥΣΟΥΣΕ ἕ­να μι­­κρὸ ἀ­ε­ρά­κι ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα τοῦ με­ση­με­ριοῦ καὶ τὸ ρὸζ «φλα­μίγ­κο» ὅ­λο καὶ ξε­μά­κραι­νε. Κα­νεὶς δὲν νοι­α­ζό­ταν ὅ­μως. Μο­χί­το καὶ μπί­ρες, μου­σι­κὴ δυ­να­τὴ ἀ­πὸ τὰ ἠ­χεῖ­α, γέ­λια καὶ φω­νές, ἡ ζω­ὴ στὴν πα­ρα­λί­α συ­νε­χι­ζό­ταν στὸν ξέ­φρε­νο ρυθ­μὸ τοῦ κα­λο­και­ριοῦ φο­ρών­τας μαῦ­ρα γυα­λιὰ ἡ­λί­ου. Ποι­ός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ πραγ­μα­τι­κά τὸ φου­σκω­τὸ παι­χνί­δι νὰ ξα­νοί­γε­ται στὴ θά­λασ­σα κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, νὰ κά­νει κά­τι γιὰ νὰ ἀ­να­κό­ψει τὴν πο­ρεί­α του;

        Ἡ μι­κρὴ Ἀ­λί­α ὅ­μως ἤ­ξε­ρε πὼς εἶ­χε γλι­τώ­σει τὸ «φλα­μίγ­κο» ἀ­πὸ τὸν θό­ρυ­βο τοῦ beach bar καὶ τὴν ἐ­νο­χλη­τι­κὴ βρεγ­μέ­νη ἄμ­μο ποὺ κολ­λοῦ­σε στὴν κοι­λιά. Κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, πὼς εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει κου­λου­ρι­α­σμέ­νη στὸν λαι­μό του νὰ ξε­κι­νή­σει μα­ζί του τὸ με­γά­λο τα­ξί­δι πα­ρὰ τὸν φό­βο ποὺ εἶ­χε πὼς οἱ τω­ρι­νοὶ σύμ­μα­χοί τους, ὁ ἀ­έ­ρας, ὁ ἥ­λιος καὶ τὸ θα­λασ­σι­νὸ νε­ρὸ ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ γί­νον­ταν θα­νά­σι­μοι ἐ­χθροί. Τὸ μό­νο ποὺ ἤ­θε­λε ἦ­ταν νὰ συ­νε­χι­στεῖ αὐ­τὸ τὸ ἡ­δο­νι­κὸ λί­κνι­σμα στὸ κύ­μα μέ­χρι τέ­λους· μέ­χρι νὰ φτά­σουν στὸν ὁ­ρί­ζον­τα…

        «Κα­λέ, μή­πως εἴ­δα­τε που­θε­νά τὸ παι­δί;», ρώ­τη­σε κά­ποι­α στιγ­μὴ κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὴν πα­ρέ­α πα­ρα­πα­τών­τας.

        (Γιὰ τὸ «φλα­μίγ­κο» κα­μιὰ ἐ­ρώ­τη­ση – ποι­ὸς με­γά­λος νοι­ά­ζε­ται γιὰ ἕ­να παι­χνί­δι;)



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος τῆς Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, τοῦ Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Ἐργάζεται ὡς φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο. Τελευταῖο της βιβλίο Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020),

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/ )

Γιώτα Ἀναγνώστου: Δὲν θ’ ἀργήσει


Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου 

 

Δὲν θ’ ἀρ­γή­σει


ΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ τὰ ἄ­με­τρα,  τὰ ἀ­βυσ­σα­λέ­α βά­θη,  τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο κῆ­τος. Τὸν ὄγ­κο του ὠ­θεῖ μὲς στὸ νε­ρὸ ση­κώ­νον­τας τὴν ἄμ­μο ἀ­π’ τὸν πυθ­μέ­να. Τὸν ὕ­πνο τῶν πε­τα­λού­δων τοῦ βυ­θοῦ τα­ρά­ζει καὶ σπᾶ­νε ἐ­κεῖ­νες τὰ κου­κού­λια καὶ φτε­ρο­κο­ποῦν τρι­γύ­ρω φω­σφο­ρί­ζου­σες. Τὸ μά­τι του θο­λὸ ἀ­πὸ δά­κρυ­α θυ­μοῦ γιὰ τὰ μι­κρό­τε­ρα ψα­ρά­κια ποὺ ἐ­νο­χλοῦ­νε τὴν πο­ρεί­α του. Κά­νει ἑ­λιγ­μοὺς νὰ τὰ ἀ­πο­φύ­γει ἐ­πι­δέ­ξιους. Τὸν μυ­ρί­ζει ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν φό­βο ποὺ τρι­γύ­ρω σπέρ­νει κι ἀ­κού­ει τῶν ὠ­κε­α­νῶν τὸ λά­λον ὕ­δωρ ποὺ τοῦ με­τα­φέ­ρει τὴν ἀ­πό­γνω­ση μι­κρῶν ζω­ῶν.

        Πτε­ρύ­για καὶ οὐ­ρὰ ἔ­χει ἀ­πὸ με­τά­ξι. Γα­λα­ζο­πρά­σι­νο τὸ χρῶ­μα του μὰ τὸ κε­φά­λι φού­ξια, ξε­χω­ρί­ζει. Τὸ στό­μα σὰν ἀ­νοί­γει κα­τα­πί­νει ὅ­λο τὸ πλαγ­κτὸν τῆς θά­λασ­σας κι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὸν φυ­ση­τή­ρα του ἐ­κτι­νάσ­σει ἀ­πεί­θαρ­χα βρο­χὴ ἀ­στε­ρι­ῶν ποὺ σκᾶ­νε ἄλ­λα μέ­σα στὸ νε­ρὸ καὶ ἄλ­λα, ἀ­κό­μα πιὸ με­γά­λα, ἔ­ξω στὸν κα­τα­σκό­τει­νο οὐ­ρα­νό.

        Ἕ­να πε­λώ­ριο κῆ­τος. Πλέ­ει πρὸς τὰ ρη­χὰ γιὰ νὰ μὲ βρεῖ. Ἕ­νας βα­ρὺς καὶ ἐ­ξαί­σιος ὑ­πο­βρύ­χιος κό­σμος θὰ ἐ­ξο­κεί­λει στὰ ρη­χὰ καὶ θὰ μὲ κα­τα­πι­εῖ για­τί ἄλ­λο σκο­πὸ δὲν ἔ­χει ἡ ὕ­παρ­ξή του καὶ ἡ πλεύ­ση του αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὸ νὰ ἀ­πο­δώ­σει δι­και­ο­σύ­νη. Εἶ­ναι ἕ­να κῆ­τος δι­κα­στής. Μοῦ στέλ­νει τὴ φω­νή του μὲ τὰ ρεύ­μα­τα καὶ σὲ συ­χνό­τη­τες ποὺ ξέ­ρει πὼς δι­α­κρί­νω ἀ­πὸ χι­λι­ό­με­τρα μα­κριά, ἐ­νῶ τὸ πε­ρι­μέ­νω μὲ λα­χτά­ρα, ἄ­ο­πλη ἐν­τε­λῶς – ὅ­πως αὐ­τὸς ποὺ ξέ­ρει ὅ­τι φταί­ει ποὺ τὰ ὅ­πλα του ἀ­παρ­νή­θη­κε καὶ λα­χτα­ρᾶ τὴν τι­μω­ρί­α, κι εἶ­ναι ἡ φω­νὴ καὶ τὸ τρα­γού­δι του κλά­μα μω­ροῦ πού μοῦ ζη­τά­ει νὰ τὸ θη­λά­σω.

        Τὸ νι­ώ­θω. Πλη­σιά­ζει. Δὲν εἶ­ναι ποὺ τὸ στῆ­θος μου φου­σκώ­νει καὶ  τὴν ἄ­φι­ξή του ἀ­ναγ­γέλ­λει. Εἶ­ναι ποὺ ξέ­ρει, τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο κῆ­τος, ὅ­τι δὲν ἀν­τέ­χω γιὰ πο­λὺ νὰ πε­ρι­μέ­νω.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ώ­τα Ἀ­να­γνώ­στου (Ἀ­θή­να). Τε­λεί­ω­σε τὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ζεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κη­γο­ρί­α.


Ἀλέξανδρος Ἀδαμόπουλος: Τὸ φασόλι


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ἀ­δα­μό­που­λος


Τὸ φασόλι


…ΧΙΛΙΟΕΙΠΩΜΕΝΕΣ μα­ται­ό­τη­τες:

Ποι­ός ἔ­χει τί, καὶ ποῦ τὰ βρί­σκει, καὶ ποι­ός εἶ­ναι φί­λος μὲ ποι­όν, καὶ ποῦ­θε κρα­τᾶ ἡ σκού­φια του, καὶ πό­σες γε­νι­ὲς βα­στά­ει τὸ τά­δε τζά­κι, καὶ ἂν ἡ Ἀ­νά­στα­σις εἶ­ναι ἐν­τὸς ἢ ἐ­κτός μας, καὶ ἂν ὁ Ἔ­ρως εἶν΄ ἔ­τσι ἢ ἂν εἶ­ναι ἀλ­λι­ῶς…

         Ἡ ἴ­δια φάρ­σα καὶ πάν­τα, πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα, τὸ ἴ­διο πάν­τα ψέ­μα.

            Ἔ­σκυ­βα σι­ω­πη­λὸς στὰ δί­χως ἀ­γά­πη μα­γει­ρε­μέ­να φα­γη­τὰ καὶ κα­τά­πι­να μὲ δυ­σκο­λί­α τὶς μπου­κι­ές, ὥ­σπου ὁ μι­κρὸς με­λα­ψὸς λα­κὲς —ποι­ός ξέ­ρει ποῦ τὸ ψά­ρε­ψαν καὶ τὸ μα­σκά­ρε­ψαν ἔ­τσι τὸ παι­δὶ— γε­μί­ζον­τας κρα­σὶ τὸ πο­τή­ρι μου, συ­νάν­τη­σε τὸ βλέμ­μα μου. Μι­σὴ στιγ­μὴ τὰ εἴ­πα­με ὅ­λα· ἔ­σκα­σαν δυ­ὸ λακ­κά­κια στὶς ἄ­κρες τῶν χει­λι­ῶν του κι ἔ­φυ­γε. Καὶ στὸν ἑ­πό­με­νο γύ­ρο, γε­μί­ζον­τας πά­λι τὸ πο­τή­ρι μου κρα­σί, ἀ­πί­θω­σ’ ἐ­πι­δέ­ξια πά­νω στὴν πε­τσέ­τα μου ἕ­να φα­σό­λι.

         Κα­νεὶς δὲν εἶ­δε τί­πο­τα, για­τί μι­λού­σα­νε γιὰ τὴν Ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς.

        Τὸ πῆ­ρα στὴ χού­φτα μου κι ἔ­βα­λα τὸ χέ­ρι στὴν τσέ­πη. Τὸ φα­σό­λι ἀ­κούμ­πη­σε μα­λα­κὰ πά­νω σε μί­α φλέ­βα καὶ μοῦ ἔ­στελ­νε τὶς ἀ­νά­σες του:

        …«Ἦ­ταν, ἔ­λε­γε, ἕ­να χω­ρά­φι γε­μά­το φα­σο­λι­ὲς καὶ ζου­ζού­νια καὶ σα­λιγ­κά­ρια καὶ μέ­ρα καὶ νύ­χτα καὶ κρύ­ο καὶ ζέ­στη καὶ που­λιὰ καὶ βρο­χὴ καὶ ἥ­λιο καὶ κα­λά­μια ποὺ τὶς στή­ρι­ζαν. Κι ὅ­ταν μὲ τὰ πολ­λὰ οἱ φα­σο­λι­ὲς ἔ­φτια­ξαν τὰ φα­σό­λια τους, ἤρ­θα­νε χέ­ρια καὶ τὰ μά­ζε­ψαν. Καὶ τὰ ’­βα­λαν σ’ ἕ­να τσου­βά­λι. Καὶ τὸ τσου­βά­λι τὸ ἄ­φη­σαν στὸ μα­γα­ζί. Κι ἐρ­χό­τα­νε ἡ σέ­σου­λα καὶ κά­θε τό­σο ἔ­παιρ­νε φα­σό­λια καὶ τὰ ’­βα­ζε σὲ σα­κοῦ­λες. Καὶ ἀ­πὸ μιὰ σα­κού­λα, ἀ­πὸ μιὰ τρύ­πα· ἕ­να ἔ­πε­σε. Ἔ­πε­σε στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου κι ἔ­μει­νε μό­νο του, κά­τω ἀ­πὸ κά­τι πα­πα­ροῦ­νες. Κι ὅ­ταν ἔ­μει­νε ἔ­τσι μό­νο, θυ­μό­τα­νε τὸ πε­ρι­βό­λι μὲ τὶς φα­σο­λι­ὲς κι ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε ζή­σει ἴ­σα­με τώ­ρα. Μὰ τώ­ρα νό­μι­ζε πὼς τί­πο­τα δὲν τοῦ θύ­μι­ζε τὴ ζω­ή του. Τί­πο­τα. Τώ­ρα ἤ­τα­νε μό­νο. Κα­τά­μο­νο. Καὶ τὸ κο­φί­νι μὲ τὴ σα­κού­λα ποὺ εἶ­χε τ’ ἄλ­λα φα­σό­λια, ξε­μά­κραι­νε πά­νω στὴ ρά­χη ἑ­νὸς γα­ϊ­δου­ριοῦ. Τὸ φα­σό­λι πά­γω­σε. Φώ­να­ξε· κα­νεὶς δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Ξα­να­φώ­να­ξε· κα­νέ­νας. Δά­κρυ­σε καὶ βάλ­θη­κε νὰ κλαί­ει.

        »Ἔ­κλαι­γε, ἔ­κλαι­γε, ἔ­κλαι­γε. Μὲ τὶς μέ­ρες ἔ­κλαι­γε… Ὥ­σπου ἀ­π’ τὸ κλά­μα ἡ γῆς γύ­ρω του ἄρ­χι­σε νὰ νο­τί­ζει, νὰ μου­σκεύ­ει, καὶ τὸ φα­σό­λι φύ­τρω­σε.»

        «Μὴ χει­ρό­τε­ρα!» εἶ­πα. Ἄ­νοι­ξα τὴν πα­λά­μη, κι ἔ­βγα­λα τὸ χέ­ρι ἀ­π’ τὴν τσέ­πη καὶ σή­κω­σα τὸ πο­τή­ρι μου, κά­τι νὰ εὐ­χη­θῶ κι ἐ­γὼ μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους. Με­τά· πά­λι στὴν τσέ­πη, ἔ­πι­α­σα τὸ φα­σό­λι, τό ’­σφι­ξα. Μὰ δὲν μοῦ ἔ­στελ­νε τί­πο­τα. Τί­πο­τα. Οὔ­τε μί­αν ἀ­νά­σα. Δαγ­κώ­θη­κα· για­τί ἔ­τσι;

        Ὅ­ταν φεύ­γα­με, ὁ μι­κρὸς λα­κὲς ἔ­σπευ­σε χα­ρού­με­νος νὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ βά­λω τὸ πα­νω­φό­ρι μου. Μὲ κοι­τοῦ­σε λάμ­πον­τας.

       «Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νό­η­τη ἱ­στο­ρί­α» τοῦ εἶ­πα. Εἶ­χα πει­ρα­χτεῖ για­τὶ τὸ φα­σό­λι τὰ εἶ­πε ἔ­τσι ξε­ρὰ κι ὕ­στε­ρα στα­μά­τη­σε νὰ μοῦ λέ­ει. Τὸ χα­μό­γε­λό του ἔ­σβη­σε. Μὲ κοί­τα­ξε σο­βα­ρά, σκο­τει­νι­α­σμέ­νος, μὲ ὀ­δύ­νη:

        «Μά· ξέ­ρε­τε πό­σο πο­νά­ει ἕ­να φα­σό­λι ποὺ ἀρ­χί­ζει νὰ φυ­τρώ­νει, ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ τό­σο κλά­μα;»

        Ὅ­μως εἶ­χα ἤ­δη φο­ρέ­σει τὸ ἕ­να μα­νί­κι τοῦ πα­νω­φο­ριοῦ μου. Ἔ­πρε­πε νὰ φο­ρέ­σω καὶ τ’ ἄλ­λο. Καὶ οἱ ἄλ­λοι ἔ­φευ­γαν. Δὲν εἶ­χα και­ρό.



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ἀ­δα­μό­που­λος (1953) σπού­δα­σε Νο­μι­κὴ στὸ ΕΚΠ, σκη­νο­θε­σί­α καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα στὴν Ἀ­θή­να, καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὰ στὴ Σορ­βόν­νη (Sociologie Politique, Paris II). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὸ θέ­α­τρο, τὴν με­τά­φρα­ση, τὴν πε­ζο­γρα­φί­α καὶ τὴν ποί­η­ση. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Μου­σεῖ­ο Ἑλ­λη­νι­κῶν Λα­ϊ­κῶν Μου­σι­κῶν Ὀρ­γά­νων ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ τὸ ’91, ὡς γε­νι­κὸς γραμ­μα­τέ­ας καὶ ὡς πρό­ε­δρος τοῦ Σω­μα­τεί­ου Φί­λων του Μου­σεί­ου. Δι­ε­τέ­λε­σε γε­νι­κὸς γραμ­μα­τέ­ας τοῦ δι­οι­κη­τι­κοῦ συμ­βου­λί­ου τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ Θε­ά­τρου. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Δώ­δε­κα καὶ ἕ­να ψέ­μα­τα (δι­η­γή­μα­τα Ἴ­κα­ρος 1991, Ἄ­γρα 2009) ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γαλ­λι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ τούρ­κι­κα καὶ κυ­κο­φό­ρη­σε στὴν Τουρ­κί­α, τὴ Γερ­μα­νί­α, τὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴν Ἰν­δί­α. Ψέ­μα­τα πά­λι (δι­η­γή­μα­τα, Ἄ­γρα 1999). Οἱ Δαι­μο­νι­σμέ­νοι θε­α­τρι­κὴ προ­σαρ­μο­γὴ τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου ἔρ­γου τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι ἀ­πὸ τὸν Albert Camus, με­τά­φρα­ση (ΚΘΒΕ 1991), Ὁ Σι­μι­γδα­λέ­νιος θέ­α­τρο-ποί­η­ση (13η ἔκ­δο­ση, Ἑ­στί­α 1993), κ.ἄ.


Μαρώ Τριανταφύλλου: Μακρακώμη Ἠλείας


Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου


Μα­κρα­κώ­μη Ἠ­λεί­ας

 

ΙΝΑΙ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΠΩΣ τὰ το­πω­νύ­μια ἀ­σκοῦν μιὰ ἰ­δι­ό­τυ­πη γο­η­τεί­α εἰ­δι­κὰ στὸν ἀ­γε­ω­γρά­φη­το, πῶς κι­νη­το­ποι­οῦν τὴν φαν­τα­σί­α ὀ­δη­γών­τάς την σὲ θαυ­μα­στὲς οὐ­το­πί­ες. Βε­βαί­ως ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα μα­θαί­νει τὴν ἀ­λή­θεια κά­πως ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται ἀλ­λὰ τί ση­μα­σί­α ἔ­χει; Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ θυ­μᾶ­ται μὲ σω­μα­τι­κὴ ἡ­δο­νὴ τὶς πε­ρι­πέ­τει­ες ποὺ φαν­τά­στη­κε. Αἴφ­νης ἐ­γώ, σὰν πρω­τά­κου­σα τὴν πό­λη Μα­κρα­κώ­μη μα­γεύ­τη­κα. Ἤ­μουν πο­λὺ μι­κρὸ παι­δί, δὲν θυ­μᾶ­μαι πό­σων ἐ­τῶν ἀ­κρι­βῶς, ἀλ­λὰ θυ­μᾶ­μαι πὼς μό­λις εἶ­χα πά­ει στὸ σχο­λεῖ­ο, ἄ­ρα ἕ­ξι ἢ ἑ­φτὰ μᾶλ­λον. Μα­κρα­κώ­μη, μοῦ φά­νη­κε σὰν ὄ­νο­μα ἀ­στε­ριοῦ. Θὰ ἦ­ταν κά­που μα­κριὰ ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ἕ­να μέ­ρος δύ­σκο­λο νὰ πά­ει κα­νείς, ἴ­σως καὶ ἀ­δύ­να­το γιὰ τοὺς κοι­νοὺς θνη­τούς, ἀλ­λὰ φω­τει­νό, πο­λὺ φω­τει­νό, ἴ­σως καὶ λί­γο κρύ­ο, ὄ­χι, θὰ ἦ­ταν ἕ­να μέ­ρος πο­λὺ κρύ­ο ἀλ­λὰ τὸ κρύ­ο του θὰ ἦ­ταν λαμ­πε­ρὸ καὶ παι­χνι­δι­ά­ρι­κο. Κι ἔ­λε­γα μέ­σα μου πὼς ἐ­κεῖ θὰ ἔ­με­ναν κά­ποι­οι σπου­δαῖ­οι ἄν­θρω­ποι ποὺ βα­ρέ­θη­καν τὸν κό­σμο τοῦ­το καὶ με­τα­κό­μι­σαν στὸ θαῦ­μα ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σαν οἱ  ἴ­διοι καὶ γί­νε­ται ὅ­λο καὶ πιὸ ὑ­πέ­ρο­χο, πιὸ ἰ­ρι­δί­ζον κα­θὼς προ­στί­θεν­ται κα­θη­με­ρι­νὰ κι ἄλ­λοι σπου­δαῖ­οι ἄν­θρω­ποι, ποὺ ἐ­πι­λέ­γουν, δι­α­κρι­τι­κά, χω­ρὶς κα­κί­α καὶ ζή­λεια, νὰ ζή­σουν ὅ­λοι μα­ζὶ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι ὁ κα­θέ­νας σὲ ὅ,τι ἀ­γα­πᾶ. Ἀρ­γό­τε­ρα, μὴν μὲ ρω­τή­σε­τε πό­τε καὶ για­τί, θε­ώ­ρη­σα ὅ­τι ἡ Μα­κρα­κώ­μη ἀ­πὸ μό­νη της δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὴ καὶ κόλ­λη­σα αὐ­θαί­ρε­τα τὸν προσ­δι­ο­ρι­σμὸ «Ἠ­λεί­ας» (τό­τε δὲν ἤ­ξε­ρα καν τί θὰ πεῖ «αὐ­θαί­ρε­τα», κι οὔ­τε μὲ ἔ­νοια­ζε γιὰ νά ΄μαι εἰ­λι­κρι­νής, ἡ φαν­τα­σί­α εἶ­ναι βα­σί­λει­ο τῶν παι­δι­ῶν, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α εἶ­ναι στὸ στό­χα­στρο τῆς ἐ­ξου­σί­ας). «Μα­κρα­κώ­μη Ἠ­λεί­ας» λοι­πόν. Για­τί καὶ ἡ «Ἠ­λεί­α» φάν­τα­ζε στὰ παι­δι­κά μου μά­τια ὡς τό­πος ξε­χω­ρι­στὸς καὶ μὲ ἀρ­χέ­γο­νη ὀ­μορ­φιὰ καὶ ποι­ό­τη­τα. Στὰ δι­α­γω­νί­σμα­τα γε­ω­γρα­φί­ας —ποὺ τώ­ρα τὰ λέ­με «τέ­στ», θε­ω­ρών­τας ὅ­τι ἡ ἀγ­γλι­κὴ λέ­ξη, τὰ κά­νει λι­γό­τε­ρα φο­βε­ρὰ καὶ ἀγ­χο­γό­να γιὰ τὰ παι­διά, ποὺ ὅ­λο καὶ πιὸ δύ­σκο­λα πιὰ μα­θαί­νουν νὰ τα­ξι­δεύ­ουν μὲ μα­γι­κὰ τρέ­να καὶ ὅ­λο καὶ πιὸ μι­κρὰ κα­βα­λοῦν πυ­ραύ­λους ποὺ τὰ σφη­νώ­νουν σὲ ἄ­πρε­πες ἀ­λή­θει­ες τῶν με­γά­λων, δη­λα­δὴ στὰ ψέ­μα­τα ποὺ γρή­γο­ρα ἀ­φο­μοι­ώ­νουν λαί­μαρ­γα οἱ μπόμ­πι­ρες γιὰ νὰ κερ­δί­σουν τὴν προ­σο­χὴ τῶν ἐ­νη­λί­κων, τὴν ἀ­πο­δο­χή τους ἢ ἁ­πλῶς τὴν ἡ­συ­χί­α τους) σ’ αὐ­τὰ τὰ δι­α­γω­νί­σμα­τα ἔ­γρα­φα μὲ ὡ­ραῖ­α στρογ­γυ­λὰ εὐ­α­νά­γνω­στα γράμ­μα­τα πὼς ὁ νο­μὸς Ἠ­λεί­ας βρί­σκε­ται στὴν βο­ρει­ο­δυ­τι­κὴ Πε­λο­πόν­νη­σο καὶ ἔ­χει με­γά­λη καὶ ἀρ­χαί­α ἱ­στο­ρί­α, ὅ­πως ὁ γει­το­νι­κός του νο­μὸς Ἀ­χα­ΐ­ας. Ἔ­παιρ­να κα­λὸ βαθ­μό.

        Κρυ­φὰ ὅ­μως στὸν χάρ­τη ποὺ κα­τα­σκεύ­α­ζαν οἱ λάμ­ψεις τῶν ἄ­στρων, στε­ρέ­ω­να μὲ δι­α­μαν­τέ­νι­ες πι­νε­ζοῦ­λες τὴν το­πο­θε­σί­α Μα­κρα­κώ­μη Ἠ­λεί­ας, ση­μει­ώ­νον­τας πὼς κά­πο­τε πρέ­πει νὰ τα­ξι­δέ­ψω ὡς ἐ­κεῖ. Τε­λευ­ταῖα τὰ μά­τια μου σκο­τει­νιά­ζουν ὅ­λο καὶ πιὸ πο­λύ, δυ­σκο­λεύ­ο­μαι νὰ ξε­χω­ρί­σω τὰ ἀν­τι­κεί­με­να καὶ τὶς λέ­ξεις ποὺ τὰ προ­βάλ­λουν στὴν ὀ­θό­νη τοῦ νοῦ. Γερ­νῶ καὶ φο­βοῦ­μαι μή­πως δὲν προ­λά­βω.

Κυ­ρια­κή, 30/1/2022



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου (Ἀθήνα 1963). Ἱ­στο­ρι­κός, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κὴ κρι­τι­κός. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας καὶ δο­κι­μί­ω­ν ἀρ­χαί­ας ἱ­στο­ρί­ας καὶ φι­λο­σο­φί­ας,­ ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κὰ καὶ ἀγ­γλι­κὰ καὶ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων τῆς πρω­το­χρι­στι­α­νι­κῆς γραμματείας. Τελευταῖο της βι­βλί­ο­:­ Τι νέα από το στρατόπεδο του Κρίσενβελτ (ἐκδ. Εὔμαρος, 2013).