Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.


			

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Οἱ τυ­ραν­νό­σαυ­ροι δὲν βγά­ζουν φλάς


ΑΡΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ξη­με­ρώ­σει ἀ­κό­μη γιὰ τὰ κα­λὰ (μό­λις ποὺ ἄρ­χι­ζε νὰ δι­α­κρί­νε­ται πρὸς ἀ­να­το­λὰς τὸ γα­λα­κτῶ­δες φῶς τῆς αὐ­γῆς) τὸ εἶ­δα σχε­τι­κὰ ἔγ­και­ρα ἀ­πὸ τὸν ἀ­ρι­στε­ρὸ κα­θρέ­φτη.

        Ἡ με­γά­λη εὐ­θεί­α ἐ­ξα­σφά­λι­ζε στὰ ἔμ­πει­ρα μά­τια μου (δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα στὸ τι­μό­νι) τὸν ἀ­πό­λυ­το ἔ­λεγ­χο τῆς κί­νη­σης. Τῆς «ἔλ­λει­ψης κί­νη­σης» στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ἀ­φοῦ δὲν δι­α­κρι­νό­ταν κα­νέ­να ὄ­χη­μα σὲ κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς δύ­ο κα­τευ­θύν­σεις.

        Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, βρι­σκό­μουν σὲ συ­νε­χῆ ἐ­γρή­γορ­ση κι ἔ­τσι τὸ εἶ­δα (σὲ οὐ­δέ­τε­ρο, ἀ­φοῦ δὲν ἤ­ξε­ρα τί ἦ­ταν) ἀ­πὸ με­γά­λη ἀ­πό­στα­ση. Ἕ­νας πε­ρί­ερ­γος σκο­τει­νὸς ὄγ­κος ποὺ κι­νοῦν­ταν μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα κά­που στὸ ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο πί­σω μου.

        «Ὁ μα­λά­κας πά­ει χω­ρὶς φῶ­τα», πρό­λα­βα νὰ μο­νο­λο­γή­σω δευ­τε­ρό­λε­πτα πρὶν τὸ ἀ­πό­κο­σμο ὃν μὲ προ­σπε­ρά­σει ἀ­πὸ ἀ­ρι­στε­ρὰ μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα. «Ἕ­νας τυ­ραν­νό­σαυ­ρος στὴν Ἀ­θη­νῶν – Λα­μί­ας!!!», μο­νο­λό­γη­σα ξα­νά. Τὸ ὀγ­κῶ­δες κε­φά­λι, ὁ κον­τὸς μυ­ώ­δης λαι­μός, τὰ με­γά­λα ὀ­πί­σθια ἄ­κρα, ἡ μα­κριὰ καὶ βα­ριὰ οὐ­ρὰ χά­θη­καν στὸ βά­θος τοῦ ὁ­ρί­ζον­τα στὸ ἄ­ψε σβῆ­σε.

        Ὅ­ταν συ­νῆλ­θα (λέ­με τώ­ρα) ἀ­πὸ τὴν ἔκ­πλη­ξη, ἡ κο­ρυ­φο­γραμ­μὴ τοῦ Παρ­νασ­σοῦ δι­α­γρα­φό­ταν πλέ­ον πεν­τα­κά­θα­ρα στὰ δε­ξιά μου καὶ μιὰ κα­τά­φω­τη ντα­λί­κα, μ’ ἕ­να εὐ­τυ­χι­σμέ­νο ἀν­θρω­πά­κι Michelin στὴν ὀ­ρο­φὴ τῆς καμ­πί­νας, κα­τέ­βαι­νε ἀ­πὸ τὸ ἀν­τί­θε­το ρεῦ­μα.

        «Ἥ­μαρ­τον, Θε­έ μου», δι­πλο­σταυ­ρο­κο­πή­θη­κα, παίρ­νον­τας γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή μου καὶ τὰ δυ­ό μου χέ­ρια ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι, «Τζου­ρά­σικ Πὰρκ γί­να­με!»



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi): Συνέντευξη στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο



­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) [Ἀφιέρωμα 5/5 (κάθε Κυ­ρια­κή)]


Συνέντευξη

στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Πό­τε ἀρ­χί­σα­τε νὰ ἐν­δι­α­φέ­ρε­στε γιὰ τὴ μι­κρο­α­φή­γη­ση; Ποι­ά ἦ­ταν τὰ πρῶ­τα δι­α­βά­σμα­τά σας σὲ αὐ­τὸ τὸ εἶ­δος;


Ἐ­στὲρ Ἀν­τρά­δι: Ἡ ποί­η­ση καὶ τὰ σύν­το­μα εἴ­δη λο­γο­τε­χνί­ας, πάν­τα μοῦ τρα­βοῦ­σαν τὴν προ­σο­χὴ ὡς ἀ­να­γνώ­στρια· τὰ συν­το­μό­τα­τα ἐ­κεῖ­να κεί­με­να ποὺ ὑ­πάρ­χουν ἀ­πὸ τὶς ἀ­παρ­χὲς ἤ­δη τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ ποὺ μέ­χρι πρὶν ἀ­πὸ με­ρι­κὲς δε­κα­ε­τί­ες ἦ­ταν «ἀ­τα­ξι­νό­μη­τα». Τὸ Βι­βλί­ο τῶν φαν­τα­στι­κῶν ὄν­των τοῦ Χόρ­χε Λου­ὶς Μπόρ­χες, τὸ Ἱ­στο­ρί­ες τῶν Κρο­νό­πιο καὶ τῶν Φά­μα τοῦ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ, τὸ A descoberta do mundo τῆς Κλα­ρί­σε Λι­σπέ­κτορ, ἡ Ὀ­νει­ρο­πα­γί­δα τῆς Ἄ­να Μα­ρί­α Σού­α, ὁ Μο­νό­δρο­μος τοῦ Βάλ­τερ Μπέν­για­μιν, Οἱ ἀ­ό­ρα­τες πό­λεις τοῦ Ἴ­τα­λο Καλ­βί­νο… καὶ πα­ρα­λεί­πω πολ­λὰ ἀ­κό­μα. Ἔ­γρα­ψα ἕ­να βι­βλί­ο ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὰ γεύ­μα­τα μὲ τί­τλο Come este es mi cuerpo [Φά­γε­τε, τοῦ­το μου ἐ­στ τὸ Σῶ­μα μου], ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸ δι­ά­βα­σμα τοῦ La feria τοῦ Χου­ὰν Χο­σὲ Ἀ­ρε­ό­λα καὶ μὲ με­γά­λο ἐν­θου­σια­σμὸ τὸ ἔ­δω­σα στὸν ποι­η­τὴ Ἀμ­πε­λάρ­δο Ὀ­κέν­το, ἰ­δι­ο­κτή­τη τοῦ ἐκ­δο­τι­κοῦ οἴ­κου «Mosca Azul», στὴ Λί­μα, ὅ­που ζοῦ­σα ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χή. Τὸ δι­ά­βα­σε μὲ πολ­λὴ ἀ­γά­πη, ἀλ­λὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χή, μι­λά­ω γιὰ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’80, οἱ ἐκ­δό­τες ἔ­ψα­χναν μό­νο γιὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ἔ­τσι, λοι­πόν, νι­έτ. Ἔ­πρε­πε νὰ πε­ρι­μέ­νω ἀρ­κε­τὰ χρό­νια γιὰ νὰ ἐν­θου­σια­στεῖ ὁ ἀρ­γεν­τι­νὸς ποι­η­τὴς Βί­κτορ Ρε­δόν­δο καὶ νὰ τὸ δη­μο­σι­εύ­σει στὴ σει­ρὰ ποί­η­σης τοῦ ἐκ­δο­τι­κοῦ του οἴ­κου Último Reino. Ἐ­γὼ ὅ­μως ἤ­ξε­ρα ὅ­τι ἡ λο­γο­τε­χνί­α μου δὲν ἦ­ταν οὔ­τε ποί­η­ση οὔ­τε αὐ­τὸ ποὺ λέ­νε ποι­η­τι­κὴ πε­ζο­γρα­φί­α. Ἦ­ταν μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, μι­νι­α­τού­ρα. Πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­να­κά­λυ­ψα ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ ἔ­γρα­φα ποῦ καὶ ποῦ ἦ­ταν ἕ­να εἶ­δος ἀ­πὸ μό­νο του: τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα.


Κ.Π.: Μι­λῆ­στε μας, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ, γιὰ τὸ Microcósmicas, ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἰ­δέ­α ποὺ κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο;


Ε.Α.: Στὸ Microcósmicas προ­σπα­θῶ νὰ δώ­σω φω­νὴ σὲ ὅ­σους δὲν ἔ­χουν, ἢ ἂν τὴν ἔ­χουν, εἴ­μα­στε ἀ­νί­κα­νοι νὰ τὴν ἀ­κού­σου­με, καὶ ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρο νὰ τὴ με­τα­φρά­σου­με καὶ νὰ τὴν κα­τα­νο­ή­σου­με. Ἀ­να­φέ­ρο­μαι σε μὴ ἀν­θρώ­πι­να ἔμ­βια ὄν­τα ἀ­πὸ τὸ ζω­ϊ­κὸ βα­σί­λει­ο, σπον­δυ­λω­τὰ καὶ ἀ­σπόν­δυ­λα, καὶ σὲ ὄν­τα ἀ­πὸ τὸ φυ­τι­κὸ βα­σί­λει­ο. Προ­σπα­θῶ νὰ βρῶ μιὰ φω­νὴ ποὺ νὰ κα­τα­γρά­φει, σὲ πρῶ­το πρό­σω­πο, τὶς ἀν­θρώ­πι­νες πα­ρεμ­βά­σεις σὲ αὐ­τὰ τὰ βα­σί­λεια. Πα­ρεμ­βά­σεις πού, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, μέ­σῳ γε­νε­τι­κῶν ἢ χη­μι­κῶν χει­ρι­σμῶν, προ­σπα­θοῦν νὰ ὁ­μο­γε­νο­ποι­ή­σουν καὶ νὰ ἰ­δι­ω­τι­κο­ποι­ή­σουν τὴν ποι­κι­λο­μορ­φί­α τῆς ζω­ῆς, πε­ρι­ο­ρί­ζον­τάς την σὲ ἐ­λά­χι­στα δείγ­μα­τα, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν ἐν­τυ­πω­σια­κὴ πλη­θώ­ρα εἰ­δῶν ποὺ προ­σφέ­ρει ἡ φύ­ση. Πολ­λὲς πα­νάρ­χαι­ες ποι­κι­λί­ες δη­μη­τρια­κῶν, ὅ­πως ἡ κι­νό­α ἢ τὸ κα­λαμ­πό­κι, καὶ κον­δύ­λων, ὅ­πως οἱ πα­τά­τες, εἶ­ναι πα­ρα­δείγ­μα­τα αὐ­τῆς τῆς χει­ρι­στι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Προ­τι­μῶ νὰ φαν­τά­ζο­μαι τὴν ἀν­τί­στα­ση αὐ­τῶν τῶν ὄν­των καὶ τὴν ἐ­ξέ­γερ­σή τους ἐ­νάν­τια στὴν ἀν­θρώ­πι­νη μι­κρο­πρέ­πεια, για­τὶ ἡ μνή­μη τῶν ρι­ζῶν τους ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ὑ­φί­στα­ται σὲ τού­τη ἐ­δῶ τὴ γῆ. Μή­πως αὐ­τὴ ἡ μνή­μη πε­ρι­έ­χει τὸ μυ­στι­κὸ καὶ τὴν ἐλ­πί­δα γιὰ ἕ­να κα­λύ­τε­ρο μέλ­λον γιὰ τὸν πλα­νή­τη; Πί­σω ἀ­πὸ τὴν εἰ­ρη­νι­κὴ εἰ­κό­να ἑ­νὸς πε­ρι­στε­ριοῦ βρί­σκε­ται ἴ­σως ὁ δει­νό­σαυ­ρος ποὺ δὲν ἔ­χει ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ, ἔ­χει κυ­νό­δον­τες καὶ πε­τά­ει. Καὶ κά­θε «οἰ­κια­κὸ» βό­τα­νο, ποὺ ἀ­λε­σμέ­νο δί­νει ὑ­πέ­ρο­χη νο­στι­μιὰ σὲ ἕ­να κα­λὸ μα­γει­ρευ­τό, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἦ­ταν ἡ βα­σί­λισ­σα τῆς ζούγ­κλας στὸ μα­κρι­νὸ πα­ρελ­θόν. Κά­θε σῶ­μα πε­ρι­έ­χει τὸ μυ­στι­κὸ τοῦ εἴ­δους του. Κα­θε­μί­α μας, κα­θέ­νας μας, κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ ἕ­να χά­ος.


Κ.Π.: Κα­τὰ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες, ἡ ἀρ­γεν­τι­νὴ μι­κρο­α­φή­γη­ση ποὺ γρά­φε­ται ἀ­πὸ γυ­ναῖ­κες (Λου­ί­σα Βα­λεν­σου­έ­λα, Νέ­λι­δα Κά­νιας, Ἄ­να Μα­ρί­α Σού­α κ.ἄ.) βρί­σκε­ται στὴν πρώ­τη γραμ­μὴ τῆς ἐ­πι­και­ρό­τη­τας, ποι­ές εἶ­ναι, κα­τὰ τὴ γνώ­μη σας, οἱ αἰ­τί­ες αὐ­τῆς τῆς ἄν­θη­σης;


Ε.Α.: Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, στὴν ποί­η­ση, στὸ δι­ή­γη­μα, στὸ θέ­α­τρο, στὸ δο­κί­μιο… σὲ ὅ­λα τα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη ἀλ­λὰ καὶ γε­νι­κό­τε­ρα στὶς τέ­χνες, ὑ­πάρ­χει ἐν­το­νό­τα­τη πα­ρου­σί­α γυ­ναι­κών. Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι μό­νο ἡ πο­σό­τη­τα: οἱ γυ­ναῖ­κες πα­ρά­γουν ποι­ό­τη­τα καὶ πρω­το­πο­ρί­α. Πάν­τα ὑ­πῆρ­χαν γυ­ναῖ­κες δη­μι­ουρ­γοί, ἀλ­λὰ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες ἔ­χει βελ­τι­ω­θεῖ ἡ ὁ­ρα­τό­τη­τα τῶν γυ­ναι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων. Ἡ ἀ­νά­γνω­ση ἀ­νέ­κα­θεν ἦ­ταν γυ­ναι­κεί­α ὑ­πό­θε­ση, ἀλ­λὰ γιὰ χρό­νια οἱ γυ­ναῖ­κες ἀ­να­γνώ­στρι­ες προ­τι­μοῦ­σαν ἄν­τρες συγ­γρα­φεῖς. Μὲ τὴν ἄ­νο­δο τοῦ φε­μι­νι­σμοῦ καὶ τὴν κι­νη­το­ποί­η­ση τε­ρά­στι­ων ὁ­μά­δων γυ­ναι­κῶν ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς κοι­νω­νι­κοὺς το­μεῖς ὑ­πὲρ τῶν δι­και­ω­μά­των τους, πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μιὰ ἀλ­λα­γὴ στὸ βλέμ­μα: οἱ ἀ­να­γνώ­στρι­ες δι­α­βά­ζουν πιὰ ἀ­δη­φά­γα γυ­ναῖ­κες, οἱ ὁ­ποῖ­ες πλέ­ον ἀν­θί­ζουν στὸν δο­κι­μια­κὸ λό­γο, στὴ λο­γο­τε­χνί­α, στὶς τέ­χνες καὶ σὲ ὅ­λους τους το­μεῖς τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ ξε­χω­ρί­ζουν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν πλέ­ον τὴν ἐ­ξαί­ρε­ση. Ἦ­ταν και­ρὸς νὰ ἀρ­χί­σει νὰ γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὸ αὐ­τό.


Κ.Π.: Τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νὸ πρό­κει­ται νὰ δι­α­βά­σει, σὲ ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση στὰ ἑλ­λη­νι­κά, τέσ­σε­ρα ἀ­πὸ τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα τοῦ Microcósmicas («Ὁ λα­βύ­ριν­θος», «Τὸ πιὸ βα­θὺ εἶ­ναι τὸ δέρ­μα», «Ὑ­βρί­διο» καὶ «Αὔ­ριο»), θὰ θέ­λα­τε νὰ τοῦ δώ­σε­τε κά­ποι­α συγ­κε­κρι­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρί­α γιὰ αὐ­τὲς τὶς τέσ­σε­ρις ἱ­στο­ρί­ες;


Ε.Α.: Ἐλ­πί­ζω τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ κοι­νὸ νὰ πε­ρά­σει κα­λὰ δι­α­βά­ζον­τάς τα ὅ­πως ἔ­κα­να ἐ­γὼ ὅ­ταν τὰ ἔ­γρα­φα. Καὶ ἐλ­πί­ζω νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν ὅ­λες τὶς πι­θα­νὲς ἀ­να­γνώ­σεις, για­τὶ ἐ­κεῖ κρύ­βε­ται τὸ μυ­στι­κό της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος: στὴν ἀ­νά­γνω­ση ὡς ἄ­σκη­ση δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ ὡς συ­νέ­χεια τῆς γρα­φῆς. Καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι κά­τι τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρα γό­νι­μο. Θέ­λω μό­νο νὰ σᾶς πῶ ὅ­τι «Ὁ Λα­βύ­ριν­θος» εἶ­ναι ἐμ­πνευ­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴ σι­α­μέ­ζα γά­τα μας, ἕ­να ὄ­μορ­φο καὶ σο­φὸ πλά­σμα ποὺ συν­τρό­φευ­ε τὴν οἰ­κο­γέ­νειά μου γιὰ σχε­δὸν δύ­ο δε­κα­ε­τί­ες, καὶ ποὺ μιὰ μέ­ρα ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ κά­νει τὸ με­γά­λο ἅλ­μα, ἀ­φή­νον­τάς μας ἀ­νά­στα­τους καὶ πο­νε­μέ­νους. Χρει­α­στή­κα­με χρό­νο γιὰ νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι αὐ­τὸ μᾶς ἔ­δω­σε τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ ἀρ­χί­σου­με νὰ με­γα­λώ­νου­με αὐ­τό­νο­μοι πιά, ὅ­πως κά­νει μιὰ κα­λή, μιὰ ἔ­ξο­χη μη­τέ­ρα. Τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι «Ὁ Λα­βύ­ριν­θος», μὲ τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς σο­φί­ας τῆς Μί­τσι, εἶ­ναι μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἐ­πι­λέ­χθη­καν πρὸς με­τά­φρα­ση, εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος οἰ­ω­νός.


Κ.Π.: Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ!

Ε.Α.: Ἐ­γὼ σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ!



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Με­τά­φρα­ση συ­νέν­τευ­ξης: Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος.

­στὲρ Ἀν­τρά­δι (Esther Andradi) (Ataliva, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1956). Ἀρ­γεν­τι­νὴ συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ μοι­ρά­ζει τὸ χρό­νο της με­τα­ξὺ Βε­ρο­λί­νου καὶ Μπου­έ­νος Ἄϊ­ρες. Γρά­φει μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, δι­η­γή­μα­τα, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ποί­η­ση. Ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Microcósmicas κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2017, ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Macedonia στὴν πό­λη Μορὸν τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Κων­σταν­τῖ­νος Παλαιολόγος: Ὁ αἰ­ω­νό­βιος


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


αἰ­ω­νό­βιος


ΤΑΝ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ νὰ γρά­ψει τὰ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, τὸ ἔ­κα­νε με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρι­μη σκέ­ψη, ἄλ­λω­στε σὲ λί­γους μῆ­νες θὰ ἔ­κλει­νε τὰ 70 καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι δὲν εἶ­χε και­ρὸ γιὰ χά­σι­μο. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες μιᾶς ζω­ῆς ἄρ­χι­σαν νὰ ξε­πη­δοῦν σὰν χεί­μαρ­ρος πά­νω στὸ χαρ­τί· ἔ­γρα­φε μὲ τέ­τοι­ο ρυθ­μὸ ὥ­στε μέ­σα σὲ τρεῖς μῆ­νες ἔ­φτα­σε στὸ πα­ρόν (του).

        Ὁ κύ­ριος Βα­σί­λης, ὅ­μως, εἶ­χε γλυ­κα­θεῖ ἀ­πὸ τὸ ἐ­θι­στι­κὸ με­θύ­σι τῆς αὐ­το­μυ­θο­πλα­σί­ας. Οἱ τρεῖς μῆ­νες τοῦ εἶ­χαν φα­νεῖ λί­γοι· τὸ χέ­ρι του δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­φή­σει τὸ μπλὲ Bic στυ­λό. Ἄρ­χι­σε, λοι­πόν, νὰ γρά­φει γιὰ τὰ μελ­λού­με­νά του, ὄ­χι ὅ­μως ἐν εἴ­δει προ­φη­τεί­ας, πα­ρὰ ἐν εἴ­δει βι­ώ­μα­τος.

        Συ­νέ­χι­σε μὲ τὸν ἴ­διο φρε­νή­ρη ρυθ­μὸ γιὰ ἄλ­λους τρεῖς μῆ­νες, ὅ­ταν καὶ πέ­θα­νε (πολ­λοὶ εἶ­παν ὅ­τι τὸν ἐ­ξάν­τλη­σε ἡ πυ­ρε­τώ­δης συγ­γρα­φή), κα­τα­φέρ­νον­τας νὰ γί­νει, ἔ­τσι, ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ ἔ­ζη­σε 101 χρό­νια ἂν καὶ πέ­θα­νε στὰ 70 του.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Konstantinos Paleologos: Meri Linda


 

Konstantinos Paleologos


Meri Linda


LA ÚNICA vez que fui a Venecia, todavía no había nacido.

     El 6 de mayo de 1962, Fanis y Keti subieron, en ese orden, la escalinata de la iglesia de San Basilio en el barrio de Exarjia. Iban a permanecer juntos hasta el 2010, pero en ese momento ni lo sabían ni les interesaba. La ceremonia tuvo lo de siempre: vestido de novia, trajes de sastre, trajes de noche, niños que ahora ya se encuentran en el umbral de la tercera edad, adultos que ya no existen.

     Nunca me interesó el álbum de fotos de aquella tarde pri­ma­ve­ral San Basilio de Exarjia; en mi memoria ha permanecido imborrable lo que ocurrió después, aun cuando lo único que ha llegado hasta mis manos de ese después sea una sola foto en blanco y negro: SALA DE FIESTAS TRIANA, en la Avenida Singrú. Allí se celebró, al parecer, la fiesta nupcial; cantan Manolis Jiotis y Meri Linda, aunque en la mencionada foto él, Jiotis, no está, y Keti tampoco. Con fondo una docena de hombres engafados, totalmente desconocidos para mí, Meri Linda, con el micrófono en la mano izquierda (cantando «Tú también pareces un mar», porque esa es la canción que quiero que cante), embutida en un largo y ceñido vestido rojo que deja su resplandeciente espalda expuesta al flash del fotógrafo, se ha acercado a la mesa donde están sentados los novios y, con la mano derecha, está pellizcando con picardía la barbilla de un Fanis deslumbrado que la mira a los ojos sonriendo a medias, la mirada lasciva y ambas manos sosteniendo la silla que tiene delante y donde descansa su sombrero, sobre algo que nunca he comprendido lo que es.

     Yo nací exactamente nueve meses más tarde, el 6 de febrero de 1963. Entremedias, a finales de junio, había ido a Venecia dentro de la barriga de Keti, que me paseaba orgullosamente por la Plaza de San Marcos, mientras daba de comer a las palomas y miraba a Fanis como si todavía no le hubiera perdonado la lasciva mirada del 6 de mayo.


 

Fuente: Primera publicación, Planodion-Bonsái, 1 de diciembre de 2020.

Konstantinos Paleologos (Atenas, 1963) es traductor y catedrático de Traductología Aplicada y Literatura Española en la Universidad Aristóteles de Salónica.

Traducción: Ioanna Nikolaidou



		

	

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Τὸ ράγισμα



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Τὸ ρά­γι­σμα


ΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ, σκύ­βον­τας χα­μη­λὰ στὴν μπαλ­κο­νό­πορ­τα γιὰ νὰ δῶ ἕ­να ρά­γι­σμα στὸ τζά­μι (ἀ­νε­παί­σθη­το ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ 1.95 μου ἀλ­λὰ αἰ­σθη­τό, καὶ μά­λι­στα πο­λύ, ἀ­πὸ κον­τά) πα­ρα­τή­ρη­σα ξαφ­νι­κά, μὲ με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη, ὅ­τι ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι μου φαί­νε­ται ἡ θά­λασ­σα. Στὴ στιγ­μὴ ξέ­χα­σα τὸ ρά­γι­σμα (καὶ τὸ ἄγ­χος μου νὰ ψά­χνω στὰ κα­λὰ κα­θού­με­να γιὰ τζα­μὰ) καί, γο­να­τι­στός, ἄρ­χι­σα νὰ πα­ρα­τη­ρῶ, σὰν μέ­σα σὲ ὄ­νει­ρο, τὴ βρα­χώ­δη ἀ­κτὴ ποὺ ἀ­χνο­φαι­νό­ταν στὸ βά­θος, ἀ­νά­με­σα ἀ­πὸ τὶς ἀ­πέ­ναν­τι πο­λυ­κα­τοι­κί­ες.

       Ἡ ἔκ­πλη­ξή μου ἔ­γι­νε ἀ­κό­μα με­γα­λύ­τε­ρη ὅ­ταν μὲ εἶ­δα (ἀ­πὸ ἀ­πό­στα­ση, ἀλ­λὰ πεν­τα­κά­θα­ρα) νὰ κα­τα­φτά­νω στὴν προ­α­να­φερ­θεῖ­σα ἀ­κτὴ μέ­σα σ’ ἕ­να φου­σκω­τὸ τα­χύ­πλο­ο μὲ πέν­τε βα­ριὰ ὁ­πλι­σμέ­νους κα­τα­δρο­μεῖς κι ἕ­να σκύ­λο. Ἀ­πο­βι­βα­σθή­κα­με καὶ οἱ ἑ­πτά, πα­ρὰ τὶς ἄ­σχη­μες και­ρι­κὲς συν­θῆ­κες καὶ τὰ τε­ρά­στια κύ­μα­τα, καί, ἀ­φοῦ σκαρ­φα­λώ­σα­με (μὲ σχε­τι­κὴ ἄ­νε­ση) τὰ βρά­χια, κα­τευ­θυν­θή­κα­με μὲ ὕ­φος ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ πρὸς τὴν πό­λη.

       Ση­κώ­θη­κα ὅ­ταν μὲ εἶ­δα νὰ δεί­χνω στοὺς πέν­τε κα­τα­δρο­μεῖς (καὶ στὸ σκύ­λο) τὴ βε­ράν­τα τοῦ σπι­τιοῦ μου.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λο­γὴ μι­κρο­κει­μέ­νων Πλα­σμέ­νοι [Ἀ­φορ­μές], Ἐκ­δό­σεις Πο­τα­μός, 2021.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Μαίρη Λίντα



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Μαί­ρη Λίν­τα


ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΦΟΡΑ ποὺ πῆ­γα στὴ Βε­νε­τί­α, δὲν εἶ­χα γεν­νη­θεῖ ἀ­κό­μα.

       Στὶς 6 Μα­ΐου τοῦ 1962 ὁ Φά­νης καὶ ἡ Καί­τη, μὲ αὐ­τὴ τὴ σει­ρά, ἀ­νέ­βη­καν τὰ σκα­λιὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­σι­λεί­ου στὰ Ἑ­ξάρ­χεια. Ἔ­μελ­λε νὰ μεί­νουν μα­ζὶ μέ­χρι τὸ 2010, ἀλ­λὰ τό­τε οὔ­τε τὸ ἤ­ξε­ραν οὔ­τε τοὺς ἐν­δι­έ­φε­ρε. Ἡ τε­λε­τὴ ἔ­χει τὰ γνω­στά: νυ­φι­κό, κου­στού­μια, του­α­λέ­τες, παι­δά­κια ποὺ πιὰ βρί­σκον­ται στὴν ἀρ­χὴ τῆς τρί­της ἡ­λι­κί­ας, ἐ­νή­λι­κες ποὺ πιὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν.

       Πο­τὲ δὲν μὲ ἐν­δι­έ­φε­ρε τὸ ἄλ­μπουμ μὲ τὶς φω­το­γρα­φί­ες ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­νοι­ξιά­τι­κο ἀ­πό­γευ­μα στὸν Ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο Ἑ­ξαρ­χεί­ων· στὴ μνή­μη μου ἔ­χει μεί­νει ἀ­νε­ξί­τη­λο τὸ με­τά, κι ἂς ἔ­χει φτά­σει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο τὸ με­τὰ μί­α καὶ μό­νο ἀ­σπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φί­α στὰ χέ­ρια μου: ΚΟΣΜΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΡΙΑΝΑ, ἐ­πὶ τῆς λε­ω­φό­ρου Συγ­γροῦ. Ἐ­κεῖ, ἀ­π’ ὅ,τι φαί­νε­ται, ἔ­γι­νε τὸ γα­μή­λιο γλέν­τι· τρα­γου­δοῦν ὁ Μα­νώ­λης Χι­ώ­της καὶ ἡ Μαί­ρη Λίν­τα, ἀλ­λὰ στὴ φω­το­γρα­φί­α ποὺ προ­α­νέ­φε­ρα, δὲν ὑ­πάρ­χει ὁ Χι­ώ­της, ὅ­πως οὔ­τε καὶ ἡ Καί­τη. Μὲ φόν­το κα­μιὰ ντου­ζί­να δι­ο­πτρο­φό­ρους ἄν­τρες, ποὺ μοῦ εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἄ­γνω­στοι, ἡ Μαί­ρη Λίν­τα ἔ­χει πλη­σιά­σει, μὲ τὸ μι­κρό­φω­νο στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ χέ­ρι [τρα­γου­δών­τας τὸ «Μοιά­ζεις καὶ σὺ μὲ θά­λασ­σα», για­τὶ αὐ­τὸ θέ­λω νὰ τρα­γου­δά­ει] μὲ ἕ­να κόκ­κι­νο ἐ­φαρ­μο­στὸ μα­κρὺ φό­ρε­μα καὶ τὴ λευ­κή της πλά­τη ἐ­κτε­θει­μέ­νη στὸ φλὰς τοῦ φω­το­γρά­φου, στὸ τρα­πέ­ζι ὅ­που κά­θον­ται οἱ νε­ό­νυμ­φοι καί, μὲ τὸ δε­ξί της χέ­ρι τσιμ­πά­ει τσαχ­πί­νι­κα τὸ πη­γού­νι ἑ­νὸς ἔκ­θαμ­βου Φά­νη, ποὺ τὴν κοι­τά­ζει στὰ μά­τια ὑ­πο­μει­δι­ών­τας, μὲ βλέμ­μα λά­γνο καὶ κρα­τών­τας καὶ μὲ τὰ δυ­ό του χέ­ρια τὴν μπρο­στι­νή του κα­ρέ­κλα ὅ­που ἀ­να­παύ­ε­ται τὸ κα­πέ­λο του πά­νω σὲ κά­τι ποὺ πο­τὲ δὲν κα­τά­λα­βα τί εἶ­ναι.

       Ἐ­γὼ γεν­νή­θη­κα ἀ­κρι­βῶς ἐν­νέ­α μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, στὶς 6 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1963. Ἐν­δι­ά­με­σα, στὰ τέ­λη Ἰ­ου­νί­ου, εἶ­χα πά­ει στὴ Βε­νε­τί­α, στὴν κοι­λιὰ τῆς Καί­της ποὺ μὲ πε­ρι­έ­φε­ρε ὅ­λο κα­μά­ρι στὴν πλα­τεί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Μάρ­κου, τα­ΐ­ζον­τας τὰ πε­ρι­στέ­ρια καὶ κοι­τά­ζον­τας τὸν Φά­νη σὰν νὰ μὴν τοῦ εἶ­χε συγ­χω­ρέ­σει ἀ­κό­μη τὸ λά­γνο βλέμ­μα τῆς 6ης Μα­ΐ­ου.


Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Konstantinos Paleologos: El buen traductor



Konstantinos Paleologos


El buen traductor


ÉL LE ENVIABA con puntualidad religiosa cada capítulo de la novela que estaba traduciendo, justo después de acabarlos. Era una manera, ahora que vivían lejos, de imaginar que ella se ocupaba de él, de suponer sus ansias cuando le leía, de sentir su mirada sobre algo suyo.

       Poco a poco –larga la novela– fue observando que las si­tu­a­cio­nes que experimentaba la heroína afectaban mucho a su amada; comprendía que sentían a la par, que se alegraba se ponía triste se angustiaba se desilusionaba soñaba junto a ella, como si muchas veces la imitara.

       De ahí que los lectores de la novela en griego nunca supieran que Paula abandonaba a Kim en el último capítulo. Al contrario, los vieron abrazados en mitad de las Ramblas compartiendo un helado de cucurucho y mirándose a los ojos de ese modo que a él tanto le gustaba.



Fuente: Primera publicación, Planodion-Bonsái, 26 de mayo de 2020.

Konstantinos Paleologos (Atenas, 1963). es traductor y catedrático de Traductología Aplicada y Literatura Española en la Universidad Aristóteles de Salónica.

Traducción: Eduardo Lucena



		

	

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ὁ κα­λὸς με­τα­φρα­στής



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ὁ κα­λὸς με­τα­φρα­στής


ΚΕΙΝΟΣ τῆς ἔ­στελ­νε μὲ εὐ­λά­βεια κά­θε κε­φά­λαι­ο τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ποὺ με­τέ­φρα­ζε, ἀ­μέ­σως μό­λις τὸ τε­λεί­ω­νε. Ἦ­ταν ἕ­νας τρό­πος, τώ­ρα ποὺ ζοῦ­σαν μα­κριά, νὰ φαν­τά­ζε­ται ὅ­τι ἀ­σχο­λεῖ­ται μα­ζί του, νὰ ὑ­πο­θέ­τει τὴν ἀ­δη­μο­νί­α της ὅ­ταν τὸν δι­ά­βα­ζε, νὰ νι­ώ­θει τὸ βλέμ­μα της πά­νω σὲ κά­τι δι­κό του.

       Στα­δια­κὰ —με­γά­λο τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα— πα­ρα­τή­ρη­σε ὅ­τι οἱ κα­τα­στά­σεις ποὺ βί­ω­νε ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα ἐ­πη­ρέ­α­ζαν τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του πο­λύ· κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­τι συ­νέ­πα­σχε μα­ζί της, χαι­ρό­ταν λυ­πό­ταν ἀγ­χω­νό­ταν ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­ταν ὀ­νει­ρευ­ό­ταν μα­ζί της, θά ’­λε­γε κα­νεὶς ὅ­τι πολ­λὲς φο­ρὲς τὴ μι­μοῦν­ταν.

       Γι’ αὐ­τὸ καὶ οἱ ἀ­να­γνῶ­στες τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ δὲν ἔ­μα­θαν πο­τὲ ὅ­τι ἡ Πά­ου­λα ἐγ­κα­τέ­λει­πε τὸν Κὶμ στὸ κε­φά­λαι­ο 17. Ἀν­τί­θε­τα τοὺς πα­ρα­κο­λού­θη­σαν ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νους στὴ μέ­ση τῆς Ράμ­πλα νὰ μοι­ρά­ζον­ται ἕ­να πα­γω­τὸ χω­νά­κι καὶ νὰ κοι­τά­ζον­ται στὰ μά­τια μὲ τὸν τρό­πο ποὺ τό­σο πο­λὺ τοῦ ἄ­ρε­σε ἐ­κεί­νου.


 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Δυσλειτουργία



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Δυσ­λει­τουρ­γί­α


K. ὑ­πο­σχέ­θη­κε στὸν Z. ἕ­να δῶ­ρο ποὺ θὰ τοῦ ἔ­δι­νε τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ κα­τα­κτή­σει τὴν ἀ­γά­πη ὅ­ποι­ου προ­σώ­που ἐ­πι­θυ­μεῖ διὰ τῆς τέ­χνης τῆς μα­γεί­ας.

       Μό­λις τοῦ ἔ­δω­σε τὸ ρα­βδὶ ποὺ ὑ­πο­τί­θε­ται πὼς θὰ ἔ­δι­νε στὸν Ζ. τὴν ἐν λό­γῳ μα­γι­κὴ δύ­να­μη, ὁ Ζ. ἄγ­γι­ξε ἀ­μέ­σως μὲ αὐ­τὸ τὸν ὦ­μο τῆς Κ.

       Ἡ Κ. τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε ὅ­τι με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὸ δῶ­ρο δὲν λει­τουρ­γεῖ.


 


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἀναπληρωτὴς κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.