Κατερίνα Χαραλαμποπούλου: Παύση-Σκηνή-Περίληψη

 

 

 

 

Κα­τε­ρί­να Χα­ρα­λαμ­πο­πού­λου

 

Παύ­ση – Σκη­νή – Πε­ρί­λη­ψη

 

1. Παύ­ση: Χρό­νος Ἀ­φή­γη­σης > Χρό­νος Ἱ­στο­ρί­ας

 

ΩΣ ΕΙΝΑΙ νὰ πρέ­πει νὰ πά­ρεις τὴν σω­στὴ ἀ­πό­φα­ση σὲ ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο; Τὴν ἀ­πό­φα­ση μιὰ γιὰ πάν­τα. Τὸ τώ­ρα ἢ πο­τέ. Ἡ Λά­ου­ρα τὸ ἔ­νι­ω­σε. Ἢ τώ­ρα ἢ πο­τέ. Θὰ ἔμ­παι­ναν ὅ­λα σὲ τά­ξη. Τὸ τέ­λος τῶν ἐ­πα­να­λή­ψε­ων, τὸ τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας.

       Κοι­τοῦ­σε τὸ Μι­χά­λη καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­νι­ω­σε νὰ μὴν φο­βᾶ­ται. Εἶ­χε φο­βη­θεῖ ἀρ­κε­τὰ τὰ τε­λευ­ταῖ­α βρά­δια, αὐ­τὸ ἐ­κεῖ, τὸ δι­κό τους, δὲν ἦ­ταν πιὰ τί­πο­τα.

       Ὁ κό­σμος και­γό­ταν καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α τους ἔ­γι­νε τὸ τί­πο­τα. Και­γό­ταν στὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α. Καὶ ὁ λαι­μός της ἔ­και­γε. Ὄ­χι ὁ κόμ­πος στὸ λαι­μό. Ὁ λαι­μός, ἡ μύ­τη, τὰ μά­τια. Τὰ χη­μι­κὰ εἶ­ναι πιὸ δυ­να­τὰ ἀ­πὸ τὰ αἰ­σθή­μα­τα, σκέ­φτη­κε. Τὰ δα­κρυ­γό­να τῆς εἶ­χαν ἀ­φή­σει μιὰ πί­κρα παν­τοῦ. Θὰ πά­θου­με καρ­κί­νο μὲ ὅ­λη αὐ­τὴν τὴν ἀ­η­δί­α. Θὰ πά­θου­με καρ­κί­νο καὶ ὁ μα­λά­κας φο­βᾶ­ται ὅ­τι ἔ­χει a­i­ds. Ἡ Λά­ου­ρα ἄρ­χι­σε νὰ σκέ­φτε­ται ὅ­λο τὸ οἰ­κο­γε­νεια­κὸ ἰ­α­τρι­κὸ ἱ­στο­ρι­κό της γιὰ νὰ κα­θη­συ­χα­στεῖ πὼς στὴν οἰ­κο­γέ­νεια δὲν ὑ­πάρ­χει προ­δι­ά­θε­ση γιὰ καρ­κί­νο. Μὲ τὴ ζω­ὴ ὅ­μως ποὺ κά­νω; ἔ­σβη­σε τὸ τσι­γά­ρο κα­πνι­σμέ­νο μό­νο κα­τὰ τὸ ἕ­να τρί­το καὶ πα­ρα­τή­ρη­σε πὼς στὸ τα­σά­κι ὁ Μι­χά­λης εἶ­χε ἤ­δη κα­τα­θέ­σει τέσ­σε­ρα κα­πνι­σμέ­να ἀ­πὸ τὴν κορ­φὴ μέ­χρι τὰ νύ­χια. Τὴν πε­ρί­με­νε νὰ ἀ­παν­τή­σει καὶ ἐ­κεί­νη σκε­φτό­ταν ὅ,τι νά ­’­ναι.

       Τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε κου­λου­ρι­α­σμέ­νο στὸν κα­να­πὲ μὲ τὸ κε­φά­λι μέ­σα στὰ χέ­ρια. Τὰ νύ­χια του ἤ­θε­λαν κό­ψι­μο. Χρει­ά­ζο­μαι ἀ­έ­ρα, σκέ­φτη­κε, ἀλ­λὰ ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­ξω ἦ­ταν δο­λο­φο­νι­κός. Μύ­ρι­ζε κά­πνα, σκό­νη καὶ στά­χτη. Ἀ­να­ρω­τή­θη­κε πό­σες φο­ρὲς ὁ Μι­χά­λης ἔ­χει μυ­ρί­σει αὐ­τὴ τὴ μυ­ρω­διὰ καὶ πῶς τὴν ἀν­τέ­χει. Ἡ Λά­ου­ρα δὲν εἶ­χε με­γά­λη ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πὸ δα­κρυ­γό­να καὶ δὲν ἤ­θε­λε κα­θό­λου νὰ ἀ­πο­κτή­σει. Ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν πό­σα κο­ρί­τσια νὰ ἦ­ταν τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ στοὺς δρό­μους, τί φο­ροῦ­σαν, πῶς ἄν­τε­χαν καὶ ἂν ὁ Μι­χά­λης τὶς θαύ­μα­ζε. Ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν ἂν στὴ Γερ­μα­νί­α του ἔ­τρε­χε στὶς πο­ρεῖ­ες μα­ζὶ μὲ τὴ γερ­μα­νί­δα του. Κα­τά­λα­βε πὼς οἱ σκέ­ψεις της ἦ­ταν τε­λεί­ως ἐ­κτὸς θέ­μα­τος καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ αὐ­το­πει­θαρ­χη­θεῖ. Ξε­σκό­νι­σε τὸ μπρά­τσο τοῦ κα­να­πὲ ποὺ ἦ­ταν τίγ­κα στὸ καυ­σα­έ­ριο. Τὸ πῶς γέ­μι­ζαν καυ­σα­έ­ριο τὰ ἀ­θη­να­ϊ­κὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα τοῦ κέν­τρου ἦ­ταν τὸ κά­τι ἄλ­λο. Τὸ καυ­σα­έ­ριο κολ­λοῦ­σε πά­νω στοὺς τοί­χους καὶ στὴν μπου­γά­δα, ἂν τὴν ξε­χνοῦ­σες ἔ­ξω κα­μιὰ μέ­ρα πα­ρα­πά­νω.

       Δὲν τὰ πή­γαι­νε κα­λὰ μὲ τὴν αὐ­το­πει­θαρ­χί­α. Προ­σπά­θη­σε νὰ φέ­ρει στὸ μυα­λό της εἰ­κό­νες ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θόν τους γιὰ νὰ συγ­κι­νη­θεῖ. Παι­δι­κοὶ ἔ­ρω­τες καὶ βλα­κεῖ­ες. Τὸν θυ­μή­θη­κε στὸ δη­μο­τι­κὸ νὰ τῆς ζη­τά­ει νὰ χο­ρέ­ψουν τὸ «Cher­ri­es f­or lo­ve» καὶ νὰ τρέ­μει. Συγ­κι­νή­θη­κε. Εἴ­κο­σι χρό­νια μπρὸς-πί­σω. Κυ­ρί­ως πί­σω, σκέ­φτη­κε.

       Ὁ Μι­χά­λης ἔ­κλαι­γε μέ­σα στὶς πα­λά­μες του. Ἔ­τρε­με. Τοῦ χά­ι­δε­ψε τὰ μαλ­λιά. Εἶ­χαν ἀρ­χί­σει νὰ ἀ­ραι­ώ­νουν, ὅ­μως πα­ρέ­με­ναν κα­τά­ξαν­θα. Σὰν γερ­μα­νός σὲ δι­α­φή­μι­ση. J­o­h­n­s­o­n­’s B­a­by s­h­a­m­p­oo. Ὁ Μι­χά­λης σκέ­φτη­κε πὼς θέ­λει κού­ρε­μα. Αὐ­τὸ εἶ­ναι. Ὅ­ταν θέ­λεις νὰ βά­λεις τὴ ζω­ή σου σὲ τά­ξη εἶ­ναι κα­λὸ νὰ ξε­κι­νᾶς ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά. Καὶ πιὸ εὔ­κο­λο.

       Ἡ δι­κή τους ἱ­στο­ρί­α δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ μπεῖ σὲ τά­ξη. Ἔ­πρε­πε ἁ­πλὰ νὰ κο­πεῖ. Ἄ­φη­σε ὅ­λες τὶς ἀ­πο­φά­σεις σὲ κεί­νη. Τῆς πα­ρου­σί­α­σε τὴν ἀ­λή­θεια σὲ ὅ­λο της τὸ με­γα­λεῖ­ο καὶ ἂς ἔ­βγα­ζε μό­νη της τὸ φί­δι ἀ­πὸ τὴν τρύ­πα. Ἀ­λή­θει­ες καὶ βλα­κεῖ­ες. Τὸ μό­νο ποὺ ξέ­ρω σί­γου­ρα ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι φο­βᾶ­μαι, σκέ­φτη­κε. Φο­βό­ταν πὼς δὲν θὰ ξα­να­δεῖ τὰ μαλ­λιά της καὶ τὰ χέ­ρια της στὰ μαλ­λιά του. Φο­βό­ταν πὼς ἡ γερ­μα­νί­δα, ἂν τὰ μά­θαι­νε ὅ­λα αὐ­τά, θὰ τὸν ἔ­δι­ω­χνε μὲ τὶς κλω­τσι­ές. Φο­βό­ταν πὼς χω­ρὶς τὴ γερ­μα­νί­δα δὲ θὰ εἶ­χε τί­πο­τα τὸ στα­θε­ρό, θὰ βρι­σκό­ταν στὸ δρό­μο, θὰ πα­ρα­τοῦ­σε τὰ πάν­τα καὶ θὰ τὸν πα­ρα­τοῦ­σαν τὰ πάν­τα, ἡ δου­λειά, ἡ Λο­γι­κὴ καὶ ἡ ζω­ή. Ἦ­ταν χα­μέ­νος. Ὁ φό­βος ἦ­ταν κα­κὸς σύμ­βου­λος, ἀλ­λὰ ἦ­ταν ὁ μό­νος ποὺ εἶ­χε. Τοῦ εἶ­χε καρ­φω­θεῖ ἡ ἰ­δέ­α πὼς θὰ πε­θά­νει. Πὼς μιὰ ἀρ­ρώ­στια θὰ τὸν τι­μω­ρή­σει γιὰ ὅ­λα τα λά­θη του. Ὁ ψυ­χο­λό­γος τοῦ τὸ εἶ­χε πεῖ. Ἡ φο­βί­α του μὲ τὶς ἀρ­ρώ­στι­ες εἶ­ναι ἁ­πλὰ ὁ φό­βος τῆς τι­μω­ρί­ας.

       «Θὰ κά­νεις αὐ­τὸ τὸ τέ­στ;» τὴν ξα­να­ρώ­τη­σε. Ἡ Λά­ου­ρα κού­νη­σε κα­τα­φα­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι. Τὰ τέ­στ αὐ­τὰ εἶ­ναι σὰν νὰ μη­δε­νί­ζεις, σκέ­φτη­κε. Σὰν νὰ ἀρ­χί­ζεις ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή. Θὰ βε­βαι­ω­θεῖ πὼς ὁ θε­ὸς δὲν τὸν τι­μώ­ρη­σε καὶ θὰ κά­νου­με μιὰ νέ­α ἀρ­χὴ χω­ρὶς λά­θη. Θε­έ μου, εἶ­ναι ἀ­ναρ­χι­κὸς καὶ φο­βᾶ­ται τὴ θεί­α τι­μω­ρί­α. Στὰ μά­τια του ἔ­βλε­πε μό­νο φό­βο.

       «Δὲν κα­τα­λή­γουν ὅ­λες οἱ ἱ­στο­ρί­ες σὲ αἴ­σιο τέ­λος», τοῦ εἶ­πε, «δὲν πει­ρά­ζει». Πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι ἦ­ταν ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο τὸ Χω­ρὶς αἴ­σιο τέ­λος τοῦ Taibo. Τὸ πρῶ­το βι­βλί­ο τοῦ Taibo ποὺ δι­ά­βα­σε. Ὅ­λα γί­νον­ται γιὰ κά­ποι­ο λό­γο, σκέ­φτη­κε. Χά­ι­δε­ψε τὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο μη­χα­νι­κὰ ἀλ­λὰ ὁ Μι­χά­λης δὲν κα­τά­λα­βε τί­πο­τα. Ὁ τί­τλος τοῦ βι­βλί­ου τῆς ἔ­δω­σε κά­ποι­α δια­ύγεια. Πάν­τα πί­στευ­α στὰ ση­μά­δια, τὸ ξέ­ρω. Ὁ κό­σμος ἔ­ξω και­γό­ταν καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α τους τε­λεί­ω­σε. Χω­ρὶς αἴ­σιο τέ­λος καὶ χω­ρὶς ση­μα­σί­α.

 

2. Σκη­νή: Χρό­νος Ἀ­φή­γη­σης = Χρό­νος Ἱ­στο­ρί­ας

 

ΕΙΧΕ ΚΑΚΟ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ. Ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα καὶ τὸν εἶ­δε νὰ ἀ­νε­βαί­νει τὰ σκα­λιά. Φο­ροῦ­σε γυα­λιὰ ἡ­λί­ου πα­ρό­τι ὁ δι­ά­δρο­μος τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας ἦ­ταν κα­τα­σκό­τει­νος.

       — Βρω­μά­ει ἀ­κό­μα, τῆς εἶ­πε. Πρέ­πει νὰ ἀ­νοί­ξεις νὰ ἀ­ε­ρι­στεῖ τὸ σπί­τι. Μὴν κά­θε­σαι ἔ­τσι, δὲν κά­νει.

       Βρω­μοῦ­σε ὄν­τως. Τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ εἶ­χαν πέ­σει τό­νοι δα­κρυ­γό­νων καὶ εἶ­χαν κα­εῖ κα­μιὰ δε­κα­ριὰ αὐ­το­κί­νη­τα ἐ­κεῖ γύ­ρω.

       — Μά, ἔ­χω ἀ­νοί­ξει ἐ­δῶ καὶ ὥ­ρα. Ἔ­λα.

       Ὁ Μι­χά­λης μπῆ­κε καὶ ἔ­βγα­λε τὰ γυα­λιά του. Τὰ μά­τια του ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ κόκ­κι­να. Ὅ­πως ὅ­λων ἐ­κεῖ­νες τὶς μέ­ρες.

       — Θέ­λεις κα­φέ;

       — Ὄ­χι, δὲ θὰ μεί­νω πο­λύ.

       — Ἐ­δῶ τὰ ἔ­χω τὰ πράγ­μα­τά σου. Τί ὥ­ρα πρέ­πει νὰ φύ­γεις;

       — Πρέ­πει νὰ εἶ­μαι σὲ κα­μιὰ ὥ­ρα στὴν Ἡ­λι­ού­πο­λη.

       Πο­τὲ δὲν ἔ­με­νε στὸ σπί­τι της γιὰ πά­νω ἀ­πὸ δυ­ὸ-τρεῖς μέ­ρες. Πάν­τα ἔ­πρε­πε νὰ δεῖ κά­ποι­ον, ἢ νὰ γυ­ρί­σει στὴν ἄλ­λη.

       — Γιὰ πές, ἤ­σουν κά­τω χθές;

       — Ναί, τὸ πρω­ὶ δη­λα­δή. Στὴν κη­δεί­α δὲν πή­γα­με. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν τὸν πό­νο τους. Τί δου­λειὰ ἔ­χου­με ἐ­μεῖς;

       Ἡ Λά­ου­ρα φαν­τά­στη­κε τὴ μη­τέ­ρα τοῦ παι­διοῦ νὰ κλαί­ει καὶ τὸ πλῆ­θος νὰ φω­νά­ζει μπά­τσοι-γου­ρού­νια-δο­λο­φό­νοι. Ἴ­σα ποὺ δὲν ἔ­βα­λε κι αὐ­τὴ τὰ κλάμ­μα­τα.

       — Κα­λὰ κά­να­τε. Τί εἶ­ναι ὅ­λο αὐ­τὸ ποῦ ζοῦ­με θε­έ μου;

       Μπρο­στά του δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀρ­θρώ­σει κου­βέν­τα γιὰ πο­λι­τι­κὰ ζη­τή­μα­τα. Ἦ­ταν δι­κή του εἰ­δι­κό­τη­τα. Τὴν εἶ­χε κερ­δί­σει ἀ­πὸ χρό­νια. Ἡ Λά­ου­ρα μπλό­κα­ρε τό­σο πο­λὺ μ’ αὐ­τά, ποὺ ἀ­πὸ τὴν ἀ­γω­νί­α της πε­τοῦ­σε κά­τι θει­τσί­στι­κα θε­έ μου-χρι­στέ μου-πα­να­γί­α μου ποὺ δὲν ταί­ρια­ζαν κα­θό­λου στὴν πε­ρί­στα­ση. Ἤ­θε­λε πάν­τα τὴ γνώ­μη του γιὰ ὅ­σα συ­νέ­βαι­ναν ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν ρω­τοῦ­σε. Ἄλ­λα­ξε συ­ζή­τη­ση ἀ­πὸ τὴ ντρο­πή.

       — Στὸ τη­λέ­φω­νο κά­πως μοῦ φά­νη­κες. Ἔ­χεις κά­τι;

       Ἤ­θε­λα νὰ μι­λή­σου­με ρὲ Λα­ου­ρά­κι. Τὰ ἔ­χω κά­νει τε­λεί­ως σκα­τὰ τε­λευ­ταῖ­α.

       Ἡ Λά­ου­ρα σκέ­φτη­κε πὼς τε­λευ­ταῖα τὸ μό­νο ποὺ εἶ­χαν πεῖ ἦ­ταν πὼς τὸ κα­λο­καί­ρι ἐ­πι­τέ­λους θὰ ἔ­φευ­γαν μα­ζὶ γιὰ τὴν Ἀ­φρι­κή. Θὰ εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τὸ δι­δα­κτο­ρι­κό του καὶ θὰ πα­ρα­τοῦ­σε τὴ Γερ­μα­νί­α καὶ τὴ γερ­μα­νί­δα του γιὰ νὰ εἶ­ναι μα­ζί.

       — Μὲ τὸ δι­δα­κτο­ρι­κό;

       — Μὲ τὸ δι­δα­κτο­ρι­κὸ καὶ μὲ ὅ­λα. Ἔ­χω χά­σει τὸν ὕ­πνο μου τε­λευ­ταῖ­α. Δὲν κοι­μᾶ­μαι.

       — Για­τί ρὲ Μι­χά­λη; Για­τί τό­σο πο­λύ;

       — Δὲν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο. Πρέ­πει νὰ βά­λω μιὰ τά­ξη στὴ ζω­ή μου. Τὰ ἔ­χω κά­νει ὅ­λα σκα­τά.

       — Θὰ βά­λεις. Δὲν εἴ­πα­με; Τώ­ρα ποὺ τε­λει­ώ­νεις;

       Ὁ Μι­χά­λης δὲν μί­λη­σε. Ἡ Λά­ου­ρα κα­τά­λα­βε πὼς δὲν εἶ­χε κά­νει τὴ σω­στὴ ἐ­ρώ­τη­ση.

       — Μὲ τί πι­έ­ζε­σαι; Μὲ μᾶς;

       Ἦ­ταν «μᾶς» μὲ ἕ­ναν πε­ρί­ερ­γο τρό­πο σχε­δὸν ὅ­λη τους τὴ ζω­ή. Παι­δι­κοὶ ἔ­ρω­τες, φοι­τη­τι­κοί, ἐ­νή­λι­κοι. Ὁ Μι­χά­λης ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν καὶ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν πε­ρι­ο­δι­κά. Δὲν ἔ­με­νε μα­ζί της καὶ δὲν ἄν­τε­χε μα­κριά της. Ἦ­ταν ὁ με­γά­λος του ἔ­ρω­τας ἀ­πὸ τὸ δη­μο­τι­κό.

       — Δὲν εἶ­μαι μό­νος, τὸ ξέ­ρεις.

       — Τὸ ξέ­ρω, ἀλ­λά…

       — Δὲν ἀν­τέ­χω νὰ εἶ­μαι ἔ­τσι ἄ­δι­κος. Ἄ­δι­κος μὲ σέ­να, μέ… ἔ­χω νὰ κλεί­σω μά­τι τρεῖς μέ­ρες. Σκέ­φτο­μαι πῶς θὰ γυ­ρί­σω… τί θὰ πῶ…

       — Τί θὰ πεῖς; Τί θέ­λεις νὰ πεῖς;

       — Μέ­νου­με μα­ζί, τὸ ξέ­ρεις. Κοι­μό­μα­στε μα­ζί.

       — Τὸ ξέ­ρω Μι­χά­λη. Για­τί μοῦ τὰ λὲς τώ­ρα ὅ­λα αὐ­τά;

       — Για­τί κά­να­με βλα­κεῖ­ες τὶς προ­άλ­λες καὶ ἔ­χω χά­σει τὸν ὕ­πνο μου.

       — Τί βλα­κεῖ­ες κά­να­με;

       — Κοι­μη­θή­κα­με μα­ζὶ χω­ρὶς προ­φυ­λά­ξεις…

       — Καί;

       — Καὶ πρέ­πει νὰ εἶ­μαι ὑ­πεύ­θυ­νος μὲ αὐ­τά. Δὲν εἶ­μαι μό­νος. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πρό­βλη­μα. Τί θὰ τῆς πῶ τώ­ρα;

       — Τί­πο­τα. Ὅ,τι θές. Δὲν ξέ­ρω. Ποῦ νὰ ξέ­ρω ἐ­γώ;

       Ἡ Λά­ου­ρα τὰ εἶ­χε χα­μέ­να, ὅ­πως σ’­ἐ­κεῖ­νες τὶς πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ ἔ­χεις ἀρ­χί­σει νὰ κα­τα­λα­βαί­νεις κά­τι ποὺ δὲν ἤ­θε­λες νὰ ἀρ­χί­σεις νὰ κα­τα­λα­βαί­νεις.

       — Θέ­λω νὰ κά­νου­με ἐ­κεῖ­νο τὸ τέ­στ, νὰ βε­βαι­ω­θῶ ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι ἐν­τά­ξει. Ἀλ­λι­ῶς θὰ τρε­λα­θῶ.

       — Νὰ βε­βαι­ω­θεῖς πὼς δὲν ἔ­χω a­i­ds, ὥ­στε νὰ γυ­ρί­σεις στὴν ἄλ­λη καὶ νὰ κοι­μᾶ­στε μα­ζὶ χω­ρὶς νὰ φο­βᾶ­σαι, αὐ­τὸ μοῦ λές.

       — Ὄ­χι.

       — Αὐ­τὸ μοῦ λές.

       Αὐ­τὸ ἔ­λε­γε. Ὁ Μι­χά­λης ἔ­βα­λε τὰ χέ­ρια στὸ πρό­σω­πό του καὶ κου­λου­ρι­ά­στη­κε στὸν κα­να­πέ. Ἔ­τρε­με. Τὰ εἶ­χε κά­νει ὄν­τως σκα­τά. Ὅ­λα ἦ­ταν σκα­τά. Σπα­σμέ­να πε­ζο­δρό­μια, πέ­τρες καὶ κα­πνοὶ παν­τοῦ.

       — Ξέ­ρεις τί; Δὲν θὰ εἴ­μα­στε πο­τὲ μα­ζί.

       Ὁ Μι­χά­λης δὲν μί­λη­σε.

       — Δὲν θὰ εἴ­μα­στε πο­τὲ μα­ζί. Δὲν θὰ πᾶ­με πο­τὲ στὴν Ἀ­φρι­κή, οὔ­τε στὴν Ἀ­με­ρι­κή, οὔ­τε στὴν Ἱ­σπα­νί­α, οὔ­τε κὰν μέ­χρι τὴν Αἴ­γι­να δὲν θὰ πᾶ­με. Τε­λει­ώ­σα­με.

       — Ἤ­θε­λα νὰ κά­νου­με σχέ­δια μα­ζί.

       — Καὶ ’­γώ, Μι­χά­λη. Ἀλ­λὰ δὲν εἶ­χα κα­τα­λά­βει ὅ­τι εἶ­ναι μό­νο σχέ­δια. Τὰ σχέ­δια, ἂν εἶ­ναι μό­νο σχέ­δια, τί νό­η­μα ἔ­χουν;

       — Τὰ ἔ­χω κά­νει ὅ­λα τό­σο σκα­τά.

       Ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει. Τὰ εἶ­χε ὄν­τως χα­μέ­να. Ἡ Λά­ου­ρα τὸν λυ­πή­θη­κε. Ὁ κό­σμος ποὺ και­γό­ταν ἔ­ξω τῆς εἶ­χε δώ­σει κά­ποι­α δια­ύγεια. Ὅ­λα ἔ­πρε­πε νὰ συμ­βοῦν τώ­ρα. Ὅ­λο τους τὸ πα­ρελ­θὸν τα­κτο­ποι­οῦν­ταν σὲ μί­α σκη­νή, σ’­ἕ­να δι­ά­λο­γο μὲ λά­θος ἐ­ρω­τή­σεις.

 

3. Πε­ρί­λη­ψη: Χρό­νος Ἀ­φή­γη­σης < Χρό­νος Ἱ­στο­ρί­ας

 

ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΝ στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο τοῦ χω­ριοῦ. Ὁ Μι­χά­λης εἶ­χε μό­λις με­τα­κο­μί­σει ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να. Ἡ Λά­ου­ρα ἦ­ταν ἤ­δη δυ­ὸ χρό­νια στὴν Ἑλ­λά­δα. Οἱ δι­κοί της εἶ­χαν ἔρ­θει ἀ­πὸ τὴ Λυ­όν. Ὁ Μι­χά­λης ἔ­μοια­ζε μὲ γερ­μα­νά­κι καὶ τὸν φώ­να­ζαν «γερ­μα­νό», ἐ­πει­δὴ ἤ­ξε­ρε γερ­μα­νι­κά. Ἡ Λά­ου­ρα ἦ­ταν ἑλ­λη­νο­γαλ­λί­δα καὶ δὲν χώ­νευ­ε τὰ γερ­μα­νι­κά, μέ­χρι ποὺ τὸν γνώ­ρι­σε. Ὅ­μως, εἶ­χε ἤ­δη δε­σμευ­τεῖ ἐ­νώ­πιον ὅ­λης τῆς τά­ξης πὼς ὁ ἀ­γα­πη­μέ­νος της ἦ­ταν ἕ­νας συμ­μα­θη­τής τους ἀ­τί­θα­σος καὶ σχε­δὸν ἀ­ναλ­φά­βη­τος. Ἐ­πι­πλέ­ον, μιὰ φί­λη της, μὲ τὸ ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­κε ὁ γερ­μα­νός, τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε πὼς τῆς ἀ­ρέ­σει πο­λύ. Οἱ παι­δι­κοὶ ἔ­ρω­τες καὶ τὰ θρα­νί­α εἶ­χαν μοι­ρα­στεῖ μέ­σα στὴν τά­ξη. Δὲν ὑ­πῆρ­χαν πολ­λὰ πε­ρι­θώ­ρια γιὰ ἀ­να­κα­τα­τά­ξεις.

       Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σαν τὸ δη­μο­τι­κὸ οἱ δρό­μοι τους χώ­ρι­σαν. Ἐ­κεί­νη τὸν σκε­φτό­ταν μό­νο γιὰ κα­νέ­να χρό­νο ἀ­κό­μα. Με­τὰ ἐ­ρω­τεύ­τη­κε δρα­μα­τι­κὰ κάμ­πο­σα ἄλ­λα ἀ­γό­ρια. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­πει­σε τὸν ἑ­αυ­τό του πὼς δὲν θὰ τὴν ξε­χά­σει πο­τέ.

       Με­τα­κό­μι­σαν καὶ οἱ δυ­ὸ στὴν Ἀ­θή­να γιὰ σπου­δές, ὅ­μως οἱ φοι­τη­τι­κές τους ζω­ὲς δὲν συ­ναν­τή­θη­καν. Ὁ Μι­χά­λης ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ δι­ά­βα­σμα τοῦ Μπα­κού­νιν, τοῦ Μπούκ­τσιν καὶ τοῦ Γκὺ Ντεμ­πόρ. Ἔ­τρε­χε στὶς κα­τα­λή­ψεις καὶ στὶς πο­ρεῖ­ες καὶ μι­σοῦ­σε κα­θε­τὶ ἐ­ξου­σι­α­στι­κό. Πα­ρά­τη­σε τὴν κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα γιὰ τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ μπά­σο καὶ τὸ τσι­γά­ρο γιὰ τὸ χόρ­το.

       Ἡ Λά­ου­ρα δι­α­τη­ροῦ­σε ἕ­να πε­ρί­βλη­μα κο­ρι­τσιοῦ κα­λῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας μό­νο ποὺ τὰ βρά­δια ἔ­τρε­χε στὰ πα­ρακ­μια­κὰ μπὰρ καὶ ἔ­πι­νε πέν­τε-ἕ­ξι πο­τά. Ἄ­κου­γε ὅ­λη μέ­ρα μου­σι­κὴ καὶ ἀ­σχο­λι­ό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὶς συ­ναυ­λί­ες, μὲ τὸ τί θὰ φο­ρέ­σει, μὲ τὸ ἂν πῆ­ρε κα­νέ­να γραμ­μά­ριο ἢ κα­νέ­να τη­λέ­φω­νο αὐ­τὸς ποὺ εἶ­χε βά­λει στὸ μά­τι.

       Συ­ναν­τή­θη­καν τυ­χαῖ­α με­τὰ ἀ­πὸ δέ­κα χρό­νια. Πά­λι στὸ χω­ριό, στὶς κα­λο­και­ρι­νὲς δι­α­κο­πές, σ’ ἕ­να μπὰρ λί­γο πρὶν τὸ ξη­μέ­ρω­μα. Ὁ Μι­χά­λης εἶ­χε ἀ­κό­μα τὸ τη­λέ­φω­νό της σὲ μιὰ παι­δι­κὴ ἀ­τζέν­τα μὲ τὸ Σνού­πι. Τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε τὸν χρό­νιο ἔ­ρω­τά του. Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­λύ­τε­ρο πα­ρα­μύ­θι γιὰ ἕ­να κο­ρί­τσι. Ἔ­κα­νε ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες της σκό­νη. Τὴν κα­τέ­κτη­σε. Ἔ­μει­ναν μα­ζὶ στὴν Ἀ­θή­να γιὰ ἕ­ξι μῆ­νες. Δὲν ἔ­μοια­ζε ὅ­μως μὲ πα­ρα­μύ­θι. Ὁ Μι­χά­λης ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν, προ­τι­μοῦ­σε τοὺς ἀ­ναρ­χι­κοὺς φί­λους του, τὸ χόρ­το, καὶ τὶς πο­ρεῖ­ες. Ἡ Λά­ου­ρα πα­ρα­ῆ­ταν γυ­α­λι­στε­ρὴ γιὰ νὰ χω­ρά­ει σὲ ὅ­λα αὐ­τά. Τὴν ἀ­νάγ­κα­σε νὰ φύ­γει.

       Ξα­νά­κου­σε γιὰ αὐ­τὸν στὶς εἰ­δή­σεις, ὅ­ταν τὸν ἔ­πι­α­σαν σὲ κά­τι δι­α­δη­λώ­σεις. «Ἡ φυ­λα­κὴ εἶ­ναι σχο­λεῖ­ο καὶ τὸ σχο­λεῖ­ο φυ­λα­κή» τῆς εἶ­χε πεῖ. Ἄρ­χι­σε νὰ κα­τα­λα­βαί­νει τί σή­μαι­ναν ὅ­λα αὐ­τὰ γι­’ αὐ­τόν. Τὸ πό­σο γε­λοῖ­ες θὰ τοῦ φαί­νον­ταν οἱ σκη­νὲς ζη­λο­τυ­πί­ας της, ὅ­ταν ἀρ­γοῦ­σε νὰ τη­λε­φω­νή­σει. Τὰ κα­τά­λα­βε ὅ­λα. Κα­τέ­βα­σε τρεῖς βι­βλι­ο­θῆ­κες σ’­ἕ­να χρό­νο καὶ κα­τά­λα­βε.

       Ξα­να­συ­ναν­τή­θη­καν τυ­χαῖα στὸ ἴ­διο μπάρ. Ἦ­ταν 17 Νο­έμ­βρη ἀλ­λὰ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ χα­μὸ τοῦ Πο­λυ­τε­χνεί­ου. Ὁ Μι­χά­λης ξα­νάρ­χι­σε τὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τὸ παι­δι­κὸ τραῦ­μα τοῦ παι­δι­κοῦ ἔ­ρω­τα. Τὴν ξα­να­κα­τέ­κτη­σε καὶ ξα­να­ε­ξα­φα­νί­στη­κε. Δὲν πί­στευ­ε στὶς σχέ­σεις, εἶ­πε. «Τί νὰ μᾶς ποῦν καὶ οἱ σχέ­σεις;» Οὔ­τε ἐ­κεί­νη πί­στευ­ε πιά. Εἶ­χε ξε­πε­ρά­σει ὅ­λες τὶς συμ­βά­σεις καὶ ὅ­λα τὰ κλι­σὲ τῶν ἐ­ρώ­των. Δὲν ζη­τοῦ­σε τί­πο­τα. Ζοῦ­σαν ἕ­να πα­ρα­μύ­θι δυ­ὸ-τρι­ῶν ἡ­με­ρῶν καὶ ξα­να­χά­νον­ταν.

       Ὁ γερ­μα­νὸς ἔ­φυ­γε γιὰ τὴ Γερ­μα­νί­α μὲ μιὰ γερ­μα­νί­δα. Ἔ­κα­ναν σχέ­ση κι ἂς μὴν πί­στευ­ε σὲ αὐ­τὲς. Ζοῦ­σε μα­ζί της. Ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ὅ­μως, κά­θε πά­σχα, χρι­στού­γεν­να, κα­λο­καί­ρι, ἔ­λε­γε στὴ Λά­ου­ρα πὼς εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή του ἀ­γά­πη, πὼς μό­νο μα­ζί της μπο­ρεῖ νὰ φαν­τα­στεῖ τὸ μέλ­λον καὶ πὼς εἶ­ναι ἡ ὀ­μορ­φό­τε­ρη γυ­ναί­κα τοῦ πλα­νή­τη. Με­τὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν πά­λι, ἀ­πὸ τύ­ψεις.

       Ἡ Λά­ου­ρα θύ­μω­νε μό­νο γιὰ λί­γο, ὄ­χι πά­νω ἀ­πὸ μιὰ μέ­ρα. Τὸν θαύ­μα­ζε καὶ τὸν πί­στευ­ε σὲ ἴ­σες δό­σεις. Ζοῦ­σε μιὰ ζω­ὴ προ­σαρ­μο­σμέ­νη στὸ νὰ ἐ­πι­δέ­χε­ται αὐ­τὰ τὰ δι­α­λείμ­μα­τα. Φρόν­τι­ζε νὰ ἀ­πο­φεύ­γει τὰ ψέ­μα­τα. Σὲ ὅ­σες ἱ­στο­ρί­ες ἄρ­χι­ζε, ξε­κα­θά­ρι­ζε πὼς ὑ­πάρ­χει ἕ­νας θρυ­λι­κὸς Μι­χά­λης ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μή.

       Πέ­ρα­σαν ἄλ­λα δέ­κα χρό­νια. Ὁ χρό­νος τους ἦ­ταν οἱ δε­κα­ε­τί­ες. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τους ἦ­ταν πε­ρι­ο­δι­κὴ μὲ ἐ­πα­να­λη­πτι­κοὺς πα­ρα­τα­τι­κοὺς καὶ θα­μι­στι­κὲς ἀ­φη­γή­σεις.

       Ὁ δέ­κα­τος Δε­κέμ­βρης ἦ­ταν μοι­ραῖ­ος. Ἡ Ἀ­θή­να φλέ­γον­ταν ἀ­πὸ βί­α-ἐ­ξε­γέρ­σεις-δο­λο­φο­νί­ες. Λί­γο πρίν, ἔ­κα­ναν τὰ συ­νη­θι­σμέ­να τους ὄ­νει­ρα γιὰ τα­ξί­δια, γιὰ τὴ μέ­ρα ποὺ θὰ μεί­νουν μα­ζὶ στὴν Ἀ­φρι­κή, στὴν Κα­ρα­ϊ­βι­κή, στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή. Λί­γο με­τά, ὁ Μι­χά­λης ἦ­ταν πά­λι στοὺς δρό­μους. Ἦ­ταν ἡ μέ­ρα τῶν τύ­ψε­ων. Πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι της, για­τί ἤ­θε­λε νὰ μι­λή­σουν. Μύ­ρι­ζε ἔν­το­να δα­κρυ­γό­νο ἀλ­λὰ δὲν εἶ­χαν ἀρ­χί­σει τὰ δά­κρυ­α.

       Τῆς εἶ­πε ὅ­τι αὐ­τό πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σει. Πὼς πρέ­πει νὰ πά­ρει ἀ­πο­φά­σεις, πὼς δὲν θέ­λει ἄλ­λο νὰ κο­ρο­ϊ­δεύ­ει οὔ­τε τὴ μί­α οὔ­τε τὴν ἄλ­λη. Εἶ­χε πε­θά­νει ἀ­πὸ τύ­ψεις καὶ ἀ­γω­νί­α, για­τί τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ εἶ­χαν κοι­μη­θεῖ μα­ζὶ χω­ρὶς προ­φυ­λά­ξεις. Τῆς ζή­τη­σε νὰ κά­νει ἕ­να τέ­στ, ἀ­πὸ αὐ­τὰ γιὰ τὸν ἰ­ὸ τοῦ a­i­ds.

       Ἡ Λά­ου­ρα κοί­τα­ζε τὸ δρό­μο. Ἦ­ταν γε­μά­τος σπα­σμέ­να μάρ­μα­ρα ἀ­πὸ τὶς ὁ­δο­μα­χί­ες τῆς προ­η­γού­με­νης μέ­ρας καὶ ξαφ­νι­κὰ ἔ­νι­ω­σε κά­τι σὰν διαύ­γεια. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τους εἶ­χε πε­ρά­σει ἐ­πι­τέ­λους ἀ­πὸ τὴν ἐ­πα­να­λη­πτι­κή, re­pe­ti­tif ἀ­φή­γη­ση στὴν ἑ­νι­κή. Sin­gu­latif.

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Κα­τε­ρί­να Χα­ρα­λαμ­πο­πού­λου (Πά­τρα, 1976). Σπού­δα­σε στὴν σχο­λὴ Ἀρ­χι­τε­κτό­νων τοῦ ΕΜΠ ἀ­πὸ ὅ­που ἀ­πο­φοί­τη­σε τὸ 2003 καὶ ἀ­πέ­κτη­σε με­τα­πτυ­χια­κὸ Δί­πλω­μα M­Sc A­r­c­h­i­t­e­c­t­u­r­al H­i­s­t­o­ry ἀ­πὸ τὴν σχο­λὴ B­a­r­t­l­e­tt τοῦ U­CL. Σή­με­ρα, εἶ­ναι ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ στὸ ΕΜΠ καὶ ὑ­πό­τρο­φος τοῦ EΛ­ΚΕ. Τὸ θέ­μα τῆς Δι­α­τρι­βῆς εἶ­ναι «Πε­ρι­γρα­φή, Ρε­α­λι­σμὸς καὶ Λε­πτο­μέ­ρεια στὴν Ἱ­στο­ρί­α Ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς». Ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ὡς ἀρ­χι­τέ­κτων ἀλ­λὰ καὶ ὡς ὡ­ρο­μί­σθια ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Τμῆ­μα Ἀ­να­καί­νι­σης τοῦ ΤΕΙ Πά­τρας. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὰ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα: 13 νέ­οι συγ­γρα­φεῖς (Νε­φέ­λη, 2002) καὶ Ἐ­πι­στρο­φὴ στὸ χω­ριό (Α/συ­νέ­χεια, 2011).