Κατερίνα Χαραλαμποπούλου
Παύση – Σκηνή – Περίληψη
1. Παύση: Χρόνος Ἀφήγησης > Χρόνος Ἱστορίας
ΩΣ ΕΙΝΑΙ νὰ πρέπει νὰ πάρεις τὴν σωστὴ ἀπόφαση σὲ ἕνα δευτερόλεπτο; Τὴν ἀπόφαση μιὰ γιὰ πάντα. Τὸ τώρα ἢ ποτέ. Ἡ Λάουρα τὸ ἔνιωσε. Ἢ τώρα ἢ ποτέ. Θὰ ἔμπαιναν ὅλα σὲ τάξη. Τὸ τέλος τῶν ἐπαναλήψεων, τὸ τέλος τῆς ἱστορίας.
Κοιτοῦσε τὸ Μιχάλη καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔνιωσε νὰ μὴν φοβᾶται. Εἶχε φοβηθεῖ ἀρκετὰ τὰ τελευταῖα βράδια, αὐτὸ ἐκεῖ, τὸ δικό τους, δὲν ἦταν πιὰ τίποτα.
Ὁ κόσμος καιγόταν καὶ ἡ ἱστορία τους ἔγινε τὸ τίποτα. Καιγόταν στὴν κυριολεξία. Καὶ ὁ λαιμός της ἔκαιγε. Ὄχι ὁ κόμπος στὸ λαιμό. Ὁ λαιμός, ἡ μύτη, τὰ μάτια. Τὰ χημικὰ εἶναι πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὰ αἰσθήματα, σκέφτηκε. Τὰ δακρυγόνα τῆς εἶχαν ἀφήσει μιὰ πίκρα παντοῦ. Θὰ πάθουμε καρκίνο μὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἀηδία. Θὰ πάθουμε καρκίνο καὶ ὁ μαλάκας φοβᾶται ὅτι ἔχει aids. Ἡ Λάουρα ἄρχισε νὰ σκέφτεται ὅλο τὸ οἰκογενειακὸ ἰατρικὸ ἱστορικό της γιὰ νὰ καθησυχαστεῖ πὼς στὴν οἰκογένεια δὲν ὑπάρχει προδιάθεση γιὰ καρκίνο. Μὲ τὴ ζωὴ ὅμως ποὺ κάνω; ἔσβησε τὸ τσιγάρο καπνισμένο μόνο κατὰ τὸ ἕνα τρίτο καὶ παρατήρησε πὼς στὸ τασάκι ὁ Μιχάλης εἶχε ἤδη καταθέσει τέσσερα καπνισμένα ἀπὸ τὴν κορφὴ μέχρι τὰ νύχια. Τὴν περίμενε νὰ ἀπαντήσει καὶ ἐκείνη σκεφτόταν ὅ,τι νά ’ναι.
Τὸν παρατηροῦσε κουλουριασμένο στὸν καναπὲ μὲ τὸ κεφάλι μέσα στὰ χέρια. Τὰ νύχια του ἤθελαν κόψιμο. Χρειάζομαι ἀέρα, σκέφτηκε, ἀλλὰ ὁ ἀέρας ἔξω ἦταν δολοφονικός. Μύριζε κάπνα, σκόνη καὶ στάχτη. Ἀναρωτήθηκε πόσες φορὲς ὁ Μιχάλης ἔχει μυρίσει αὐτὴ τὴ μυρωδιὰ καὶ πῶς τὴν ἀντέχει. Ἡ Λάουρα δὲν εἶχε μεγάλη ἐμπειρία ἀπὸ δακρυγόνα καὶ δὲν ἤθελε καθόλου νὰ ἀποκτήσει. Ἀναρωτιόταν πόσα κορίτσια νὰ ἦταν τὸ προηγούμενο βράδυ στοὺς δρόμους, τί φοροῦσαν, πῶς ἄντεχαν καὶ ἂν ὁ Μιχάλης τὶς θαύμαζε. Ἀναρωτιόταν ἂν στὴ Γερμανία του ἔτρεχε στὶς πορεῖες μαζὶ μὲ τὴ γερμανίδα του. Κατάλαβε πὼς οἱ σκέψεις της ἦταν τελείως ἐκτὸς θέματος καὶ προσπάθησε νὰ αὐτοπειθαρχηθεῖ. Ξεσκόνισε τὸ μπράτσο τοῦ καναπὲ ποὺ ἦταν τίγκα στὸ καυσαέριο. Τὸ πῶς γέμιζαν καυσαέριο τὰ ἀθηναϊκὰ διαμερίσματα τοῦ κέντρου ἦταν τὸ κάτι ἄλλο. Τὸ καυσαέριο κολλοῦσε πάνω στοὺς τοίχους καὶ στὴν μπουγάδα, ἂν τὴν ξεχνοῦσες ἔξω καμιὰ μέρα παραπάνω.
Δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὴν αὐτοπειθαρχία. Προσπάθησε νὰ φέρει στὸ μυαλό της εἰκόνες ἀπὸ τὸ παρελθόν τους γιὰ νὰ συγκινηθεῖ. Παιδικοὶ ἔρωτες καὶ βλακεῖες. Τὸν θυμήθηκε στὸ δημοτικὸ νὰ τῆς ζητάει νὰ χορέψουν τὸ «Cherries for love» καὶ νὰ τρέμει. Συγκινήθηκε. Εἴκοσι χρόνια μπρὸς-πίσω. Κυρίως πίσω, σκέφτηκε.
Ὁ Μιχάλης ἔκλαιγε μέσα στὶς παλάμες του. Ἔτρεμε. Τοῦ χάιδεψε τὰ μαλλιά. Εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀραιώνουν, ὅμως παρέμεναν κατάξανθα. Σὰν γερμανός σὲ διαφήμιση. Johnson’s Baby shampoo. Ὁ Μιχάλης σκέφτηκε πὼς θέλει κούρεμα. Αὐτὸ εἶναι. Ὅταν θέλεις νὰ βάλεις τὴ ζωή σου σὲ τάξη εἶναι καλὸ νὰ ξεκινᾶς ἀπὸ τὰ μαλλιά. Καὶ πιὸ εὔκολο.
Ἡ δική τους ἱστορία δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ μπεῖ σὲ τάξη. Ἔπρεπε ἁπλὰ νὰ κοπεῖ. Ἄφησε ὅλες τὶς ἀποφάσεις σὲ κείνη. Τῆς παρουσίασε τὴν ἀλήθεια σὲ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο καὶ ἂς ἔβγαζε μόνη της τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα. Ἀλήθειες καὶ βλακεῖες. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω σίγουρα ὅτι εἶναι ἀλήθεια εἶναι ὅτι φοβᾶμαι, σκέφτηκε. Φοβόταν πὼς δὲν θὰ ξαναδεῖ τὰ μαλλιά της καὶ τὰ χέρια της στὰ μαλλιά του. Φοβόταν πὼς ἡ γερμανίδα, ἂν τὰ μάθαινε ὅλα αὐτά, θὰ τὸν ἔδιωχνε μὲ τὶς κλωτσιές. Φοβόταν πὼς χωρὶς τὴ γερμανίδα δὲ θὰ εἶχε τίποτα τὸ σταθερό, θὰ βρισκόταν στὸ δρόμο, θὰ παρατοῦσε τὰ πάντα καὶ θὰ τὸν παρατοῦσαν τὰ πάντα, ἡ δουλειά, ἡ Λογικὴ καὶ ἡ ζωή. Ἦταν χαμένος. Ὁ φόβος ἦταν κακὸς σύμβουλος, ἀλλὰ ἦταν ὁ μόνος ποὺ εἶχε. Τοῦ εἶχε καρφωθεῖ ἡ ἰδέα πὼς θὰ πεθάνει. Πὼς μιὰ ἀρρώστια θὰ τὸν τιμωρήσει γιὰ ὅλα τα λάθη του. Ὁ ψυχολόγος τοῦ τὸ εἶχε πεῖ. Ἡ φοβία του μὲ τὶς ἀρρώστιες εἶναι ἁπλὰ ὁ φόβος τῆς τιμωρίας.
«Θὰ κάνεις αὐτὸ τὸ τέστ;» τὴν ξαναρώτησε. Ἡ Λάουρα κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι. Τὰ τέστ αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ μηδενίζεις, σκέφτηκε. Σὰν νὰ ἀρχίζεις ἀπὸ τὴν ἀρχή. Θὰ βεβαιωθεῖ πὼς ὁ θεὸς δὲν τὸν τιμώρησε καὶ θὰ κάνουμε μιὰ νέα ἀρχὴ χωρὶς λάθη. Θεέ μου, εἶναι ἀναρχικὸς καὶ φοβᾶται τὴ θεία τιμωρία. Στὰ μάτια του ἔβλεπε μόνο φόβο.
«Δὲν καταλήγουν ὅλες οἱ ἱστορίες σὲ αἴσιο τέλος», τοῦ εἶπε, «δὲν πειράζει». Πάνω στὸ τραπέζι ἦταν ἀκουμπισμένο τὸ Χωρὶς αἴσιο τέλος τοῦ Taibo. Τὸ πρῶτο βιβλίο τοῦ Taibo ποὺ διάβασε. Ὅλα γίνονται γιὰ κάποιο λόγο, σκέφτηκε. Χάιδεψε τὸ ἐξώφυλλο μηχανικὰ ἀλλὰ ὁ Μιχάλης δὲν κατάλαβε τίποτα. Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου τῆς ἔδωσε κάποια διαύγεια. Πάντα πίστευα στὰ σημάδια, τὸ ξέρω. Ὁ κόσμος ἔξω καιγόταν καὶ ἡ ἱστορία τους τελείωσε. Χωρὶς αἴσιο τέλος καὶ χωρὶς σημασία.
2. Σκηνή: Χρόνος Ἀφήγησης = Χρόνος Ἱστορίας
ΕΙΧΕ ΚΑΚΟ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ. Ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ τὸν εἶδε νὰ ἀνεβαίνει τὰ σκαλιά. Φοροῦσε γυαλιὰ ἡλίου παρότι ὁ διάδρομος τῆς πολυκατοικίας ἦταν κατασκότεινος.
— Βρωμάει ἀκόμα, τῆς εἶπε. Πρέπει νὰ ἀνοίξεις νὰ ἀεριστεῖ τὸ σπίτι. Μὴν κάθεσαι ἔτσι, δὲν κάνει.
Βρωμοῦσε ὄντως. Τὸ προηγούμενο βράδυ εἶχαν πέσει τόνοι δακρυγόνων καὶ εἶχαν καεῖ καμιὰ δεκαριὰ αὐτοκίνητα ἐκεῖ γύρω.
— Μά, ἔχω ἀνοίξει ἐδῶ καὶ ὥρα. Ἔλα.
Ὁ Μιχάλης μπῆκε καὶ ἔβγαλε τὰ γυαλιά του. Τὰ μάτια του ἦταν ἀρκετὰ κόκκινα. Ὅπως ὅλων ἐκεῖνες τὶς μέρες.
— Θέλεις καφέ;
— Ὄχι, δὲ θὰ μείνω πολύ.
— Ἐδῶ τὰ ἔχω τὰ πράγματά σου. Τί ὥρα πρέπει νὰ φύγεις;
— Πρέπει νὰ εἶμαι σὲ καμιὰ ὥρα στὴν Ἡλιούπολη.
Ποτὲ δὲν ἔμενε στὸ σπίτι της γιὰ πάνω ἀπὸ δυὸ-τρεῖς μέρες. Πάντα ἔπρεπε νὰ δεῖ κάποιον, ἢ νὰ γυρίσει στὴν ἄλλη.
— Γιὰ πές, ἤσουν κάτω χθές;
— Ναί, τὸ πρωὶ δηλαδή. Στὴν κηδεία δὲν πήγαμε. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸν πόνο τους. Τί δουλειὰ ἔχουμε ἐμεῖς;
Ἡ Λάουρα φαντάστηκε τὴ μητέρα τοῦ παιδιοῦ νὰ κλαίει καὶ τὸ πλῆθος νὰ φωνάζει μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι. Ἴσα ποὺ δὲν ἔβαλε κι αὐτὴ τὰ κλάμματα.
— Καλὰ κάνατε. Τί εἶναι ὅλο αὐτὸ ποῦ ζοῦμε θεέ μου;
Μπροστά του δὲν μποροῦσε νὰ ἀρθρώσει κουβέντα γιὰ πολιτικὰ ζητήματα. Ἦταν δική του εἰδικότητα. Τὴν εἶχε κερδίσει ἀπὸ χρόνια. Ἡ Λάουρα μπλόκαρε τόσο πολὺ μ’ αὐτά, ποὺ ἀπὸ τὴν ἀγωνία της πετοῦσε κάτι θειτσίστικα θεέ μου-χριστέ μου-παναγία μου ποὺ δὲν ταίριαζαν καθόλου στὴν περίσταση. Ἤθελε πάντα τὴ γνώμη του γιὰ ὅσα συνέβαιναν ἀλλὰ ποτὲ δὲν ρωτοῦσε. Ἄλλαξε συζήτηση ἀπὸ τὴ ντροπή.
— Στὸ τηλέφωνο κάπως μοῦ φάνηκες. Ἔχεις κάτι;
Ἤθελα νὰ μιλήσουμε ρὲ Λαουράκι. Τὰ ἔχω κάνει τελείως σκατὰ τελευταῖα.
Ἡ Λάουρα σκέφτηκε πὼς τελευταῖα τὸ μόνο ποὺ εἶχαν πεῖ ἦταν πὼς τὸ καλοκαίρι ἐπιτέλους θὰ ἔφευγαν μαζὶ γιὰ τὴν Ἀφρική. Θὰ εἶχε τελειώσει τὸ διδακτορικό του καὶ θὰ παρατοῦσε τὴ Γερμανία καὶ τὴ γερμανίδα του γιὰ νὰ εἶναι μαζί.
— Μὲ τὸ διδακτορικό;
— Μὲ τὸ διδακτορικὸ καὶ μὲ ὅλα. Ἔχω χάσει τὸν ὕπνο μου τελευταῖα. Δὲν κοιμᾶμαι.
— Γιατί ρὲ Μιχάλη; Γιατί τόσο πολύ;
— Δὲν ἀντέχω ἄλλο. Πρέπει νὰ βάλω μιὰ τάξη στὴ ζωή μου. Τὰ ἔχω κάνει ὅλα σκατά.
— Θὰ βάλεις. Δὲν εἴπαμε; Τώρα ποὺ τελειώνεις;
Ὁ Μιχάλης δὲν μίλησε. Ἡ Λάουρα κατάλαβε πὼς δὲν εἶχε κάνει τὴ σωστὴ ἐρώτηση.
— Μὲ τί πιέζεσαι; Μὲ μᾶς;
Ἦταν «μᾶς» μὲ ἕναν περίεργο τρόπο σχεδὸν ὅλη τους τὴ ζωή. Παιδικοὶ ἔρωτες, φοιτητικοί, ἐνήλικοι. Ὁ Μιχάλης ἐξαφανιζόταν καὶ ἐμφανιζόταν περιοδικά. Δὲν ἔμενε μαζί της καὶ δὲν ἄντεχε μακριά της. Ἦταν ὁ μεγάλος του ἔρωτας ἀπὸ τὸ δημοτικό.
— Δὲν εἶμαι μόνος, τὸ ξέρεις.
— Τὸ ξέρω, ἀλλά…
— Δὲν ἀντέχω νὰ εἶμαι ἔτσι ἄδικος. Ἄδικος μὲ σένα, μέ… ἔχω νὰ κλείσω μάτι τρεῖς μέρες. Σκέφτομαι πῶς θὰ γυρίσω… τί θὰ πῶ…
— Τί θὰ πεῖς; Τί θέλεις νὰ πεῖς;
— Μένουμε μαζί, τὸ ξέρεις. Κοιμόμαστε μαζί.
— Τὸ ξέρω Μιχάλη. Γιατί μοῦ τὰ λὲς τώρα ὅλα αὐτά;
— Γιατί κάναμε βλακεῖες τὶς προάλλες καὶ ἔχω χάσει τὸν ὕπνο μου.
— Τί βλακεῖες κάναμε;
— Κοιμηθήκαμε μαζὶ χωρὶς προφυλάξεις…
— Καί;
— Καὶ πρέπει νὰ εἶμαι ὑπεύθυνος μὲ αὐτά. Δὲν εἶμαι μόνος. Αὐτὸ εἶναι τὸ πρόβλημα. Τί θὰ τῆς πῶ τώρα;
— Τίποτα. Ὅ,τι θές. Δὲν ξέρω. Ποῦ νὰ ξέρω ἐγώ;
Ἡ Λάουρα τὰ εἶχε χαμένα, ὅπως σ’ἐκεῖνες τὶς περιπτώσεις ποὺ ἔχεις ἀρχίσει νὰ καταλαβαίνεις κάτι ποὺ δὲν ἤθελες νὰ ἀρχίσεις νὰ καταλαβαίνεις.
— Θέλω νὰ κάνουμε ἐκεῖνο τὸ τέστ, νὰ βεβαιωθῶ ὅτι ὅλα εἶναι ἐντάξει. Ἀλλιῶς θὰ τρελαθῶ.
— Νὰ βεβαιωθεῖς πὼς δὲν ἔχω aids, ὥστε νὰ γυρίσεις στὴν ἄλλη καὶ νὰ κοιμᾶστε μαζὶ χωρὶς νὰ φοβᾶσαι, αὐτὸ μοῦ λές.
— Ὄχι.
— Αὐτὸ μοῦ λές.
Αὐτὸ ἔλεγε. Ὁ Μιχάλης ἔβαλε τὰ χέρια στὸ πρόσωπό του καὶ κουλουριάστηκε στὸν καναπέ. Ἔτρεμε. Τὰ εἶχε κάνει ὄντως σκατά. Ὅλα ἦταν σκατά. Σπασμένα πεζοδρόμια, πέτρες καὶ καπνοὶ παντοῦ.
— Ξέρεις τί; Δὲν θὰ εἴμαστε ποτὲ μαζί.
Ὁ Μιχάλης δὲν μίλησε.
— Δὲν θὰ εἴμαστε ποτὲ μαζί. Δὲν θὰ πᾶμε ποτὲ στὴν Ἀφρική, οὔτε στὴν Ἀμερική, οὔτε στὴν Ἱσπανία, οὔτε κὰν μέχρι τὴν Αἴγινα δὲν θὰ πᾶμε. Τελειώσαμε.
— Ἤθελα νὰ κάνουμε σχέδια μαζί.
— Καὶ ’γώ, Μιχάλη. Ἀλλὰ δὲν εἶχα καταλάβει ὅτι εἶναι μόνο σχέδια. Τὰ σχέδια, ἂν εἶναι μόνο σχέδια, τί νόημα ἔχουν;
— Τὰ ἔχω κάνει ὅλα τόσο σκατά.
Ἄρχισε νὰ κλαίει. Τὰ εἶχε ὄντως χαμένα. Ἡ Λάουρα τὸν λυπήθηκε. Ὁ κόσμος ποὺ καιγόταν ἔξω τῆς εἶχε δώσει κάποια διαύγεια. Ὅλα ἔπρεπε νὰ συμβοῦν τώρα. Ὅλο τους τὸ παρελθὸν τακτοποιοῦνταν σὲ μία σκηνή, σ’ἕνα διάλογο μὲ λάθος ἐρωτήσεις.
3. Περίληψη: Χρόνος Ἀφήγησης < Χρόνος Ἱστορίας
ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΝ στὸ δημοτικὸ σχολεῖο τοῦ χωριοῦ. Ὁ Μιχάλης εἶχε μόλις μετακομίσει ἐκεῖ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἡ Λάουρα ἦταν ἤδη δυὸ χρόνια στὴν Ἑλλάδα. Οἱ δικοί της εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴ Λυόν. Ὁ Μιχάλης ἔμοιαζε μὲ γερμανάκι καὶ τὸν φώναζαν «γερμανό», ἐπειδὴ ἤξερε γερμανικά. Ἡ Λάουρα ἦταν ἑλληνογαλλίδα καὶ δὲν χώνευε τὰ γερμανικά, μέχρι ποὺ τὸν γνώρισε. Ὅμως, εἶχε ἤδη δεσμευτεῖ ἐνώπιον ὅλης τῆς τάξης πὼς ὁ ἀγαπημένος της ἦταν ἕνας συμμαθητής τους ἀτίθασος καὶ σχεδὸν ἀναλφάβητος. Ἐπιπλέον, μιὰ φίλη της, μὲ τὸ ποὺ ἐμφανίστηκε ὁ γερμανός, τῆς ἐξομολογήθηκε πὼς τῆς ἀρέσει πολύ. Οἱ παιδικοὶ ἔρωτες καὶ τὰ θρανία εἶχαν μοιραστεῖ μέσα στὴν τάξη. Δὲν ὑπῆρχαν πολλὰ περιθώρια γιὰ ἀνακατατάξεις.
Ὅταν τελείωσαν τὸ δημοτικὸ οἱ δρόμοι τους χώρισαν. Ἐκείνη τὸν σκεφτόταν μόνο γιὰ κανένα χρόνο ἀκόμα. Μετὰ ἐρωτεύτηκε δραματικὰ κάμποσα ἄλλα ἀγόρια. Ἐκεῖνος ἔπεισε τὸν ἑαυτό του πὼς δὲν θὰ τὴν ξεχάσει ποτέ.
Μετακόμισαν καὶ οἱ δυὸ στὴν Ἀθήνα γιὰ σπουδές, ὅμως οἱ φοιτητικές τους ζωὲς δὲν συναντήθηκαν. Ὁ Μιχάλης ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὸ διάβασμα τοῦ Μπακούνιν, τοῦ Μπούκτσιν καὶ τοῦ Γκὺ Ντεμπόρ. Ἔτρεχε στὶς καταλήψεις καὶ στὶς πορεῖες καὶ μισοῦσε καθετὶ ἐξουσιαστικό. Παράτησε τὴν κλασικὴ κιθάρα γιὰ τὸ ἠλεκτρικὸ μπάσο καὶ τὸ τσιγάρο γιὰ τὸ χόρτο.
Ἡ Λάουρα διατηροῦσε ἕνα περίβλημα κοριτσιοῦ καλῆς οἰκογενείας μόνο ποὺ τὰ βράδια ἔτρεχε στὰ παρακμιακὰ μπὰρ καὶ ἔπινε πέντε-ἕξι ποτά. Ἄκουγε ὅλη μέρα μουσικὴ καὶ ἀσχολιόταν περισσότερο μὲ τὶς συναυλίες, μὲ τὸ τί θὰ φορέσει, μὲ τὸ ἂν πῆρε κανένα γραμμάριο ἢ κανένα τηλέφωνο αὐτὸς ποὺ εἶχε βάλει στὸ μάτι.
Συναντήθηκαν τυχαῖα μετὰ ἀπὸ δέκα χρόνια. Πάλι στὸ χωριό, στὶς καλοκαιρινὲς διακοπές, σ’ ἕνα μπὰρ λίγο πρὶν τὸ ξημέρωμα. Ὁ Μιχάλης εἶχε ἀκόμα τὸ τηλέφωνό της σὲ μιὰ παιδικὴ ἀτζέντα μὲ τὸ Σνούπι. Τῆς ἐξομολογήθηκε τὸν χρόνιο ἔρωτά του. Δὲν ὑπάρχει καλύτερο παραμύθι γιὰ ἕνα κορίτσι. Ἔκανε ὅλες τὶς ἄλλες ἱστορίες της σκόνη. Τὴν κατέκτησε. Ἔμειναν μαζὶ στὴν Ἀθήνα γιὰ ἕξι μῆνες. Δὲν ἔμοιαζε ὅμως μὲ παραμύθι. Ὁ Μιχάλης ἐξαφανιζόταν, προτιμοῦσε τοὺς ἀναρχικοὺς φίλους του, τὸ χόρτο, καὶ τὶς πορεῖες. Ἡ Λάουρα παραῆταν γυαλιστερὴ γιὰ νὰ χωράει σὲ ὅλα αὐτά. Τὴν ἀνάγκασε νὰ φύγει.
Ξανάκουσε γιὰ αὐτὸν στὶς εἰδήσεις, ὅταν τὸν ἔπιασαν σὲ κάτι διαδηλώσεις. «Ἡ φυλακὴ εἶναι σχολεῖο καὶ τὸ σχολεῖο φυλακή» τῆς εἶχε πεῖ. Ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει τί σήμαιναν ὅλα αὐτὰ γι’ αὐτόν. Τὸ πόσο γελοῖες θὰ τοῦ φαίνονταν οἱ σκηνὲς ζηλοτυπίας της, ὅταν ἀργοῦσε νὰ τηλεφωνήσει. Τὰ κατάλαβε ὅλα. Κατέβασε τρεῖς βιβλιοθῆκες σ’ἕνα χρόνο καὶ κατάλαβε.
Ξανασυναντήθηκαν τυχαῖα στὸ ἴδιο μπάρ. Ἦταν 17 Νοέμβρη ἀλλὰ μακριὰ ἀπὸ τὸ χαμὸ τοῦ Πολυτεχνείου. Ὁ Μιχάλης ξανάρχισε τὴν ἱστορία μὲ τὸ παιδικὸ τραῦμα τοῦ παιδικοῦ ἔρωτα. Τὴν ξανακατέκτησε καὶ ξαναεξαφανίστηκε. Δὲν πίστευε στὶς σχέσεις, εἶπε. «Τί νὰ μᾶς ποῦν καὶ οἱ σχέσεις;» Οὔτε ἐκείνη πίστευε πιά. Εἶχε ξεπεράσει ὅλες τὶς συμβάσεις καὶ ὅλα τὰ κλισὲ τῶν ἐρώτων. Δὲν ζητοῦσε τίποτα. Ζοῦσαν ἕνα παραμύθι δυὸ-τριῶν ἡμερῶν καὶ ξαναχάνονταν.
Ὁ γερμανὸς ἔφυγε γιὰ τὴ Γερμανία μὲ μιὰ γερμανίδα. Ἔκαναν σχέση κι ἂς μὴν πίστευε σὲ αὐτὲς. Ζοῦσε μαζί της. Ἐμφανιζόταν ὅμως, κάθε πάσχα, χριστούγεννα, καλοκαίρι, ἔλεγε στὴ Λάουρα πὼς εἶναι ἡ μοναδική του ἀγάπη, πὼς μόνο μαζί της μπορεῖ νὰ φανταστεῖ τὸ μέλλον καὶ πὼς εἶναι ἡ ὀμορφότερη γυναίκα τοῦ πλανήτη. Μετὰ ἐξαφανιζόταν πάλι, ἀπὸ τύψεις.
Ἡ Λάουρα θύμωνε μόνο γιὰ λίγο, ὄχι πάνω ἀπὸ μιὰ μέρα. Τὸν θαύμαζε καὶ τὸν πίστευε σὲ ἴσες δόσεις. Ζοῦσε μιὰ ζωὴ προσαρμοσμένη στὸ νὰ ἐπιδέχεται αὐτὰ τὰ διαλείμματα. Φρόντιζε νὰ ἀποφεύγει τὰ ψέματα. Σὲ ὅσες ἱστορίες ἄρχιζε, ξεκαθάριζε πὼς ὑπάρχει ἕνας θρυλικὸς Μιχάλης ποὺ μπορεῖ νὰ ἐμφανιστεῖ ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή.
Πέρασαν ἄλλα δέκα χρόνια. Ὁ χρόνος τους ἦταν οἱ δεκαετίες. Ἡ ἱστορία τους ἦταν περιοδικὴ μὲ ἐπαναληπτικοὺς παρατατικοὺς καὶ θαμιστικὲς ἀφηγήσεις.
Ὁ δέκατος Δεκέμβρης ἦταν μοιραῖος. Ἡ Ἀθήνα φλέγονταν ἀπὸ βία-ἐξεγέρσεις-δολοφονίες. Λίγο πρίν, ἔκαναν τὰ συνηθισμένα τους ὄνειρα γιὰ ταξίδια, γιὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ μείνουν μαζὶ στὴν Ἀφρική, στὴν Καραϊβική, στὴν Λατινικὴ Ἀμερική. Λίγο μετά, ὁ Μιχάλης ἦταν πάλι στοὺς δρόμους. Ἦταν ἡ μέρα τῶν τύψεων. Πέρασε ἀπὸ τὸ σπίτι της, γιατί ἤθελε νὰ μιλήσουν. Μύριζε ἔντονα δακρυγόνο ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀρχίσει τὰ δάκρυα.
Τῆς εἶπε ὅτι αὐτό πρέπει νὰ σταματήσει. Πὼς πρέπει νὰ πάρει ἀποφάσεις, πὼς δὲν θέλει ἄλλο νὰ κοροϊδεύει οὔτε τὴ μία οὔτε τὴν ἄλλη. Εἶχε πεθάνει ἀπὸ τύψεις καὶ ἀγωνία, γιατί τὸ προηγούμενο βράδυ εἶχαν κοιμηθεῖ μαζὶ χωρὶς προφυλάξεις. Τῆς ζήτησε νὰ κάνει ἕνα τέστ, ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τὸν ἰὸ τοῦ aids.
Ἡ Λάουρα κοίταζε τὸ δρόμο. Ἦταν γεμάτος σπασμένα μάρμαρα ἀπὸ τὶς ὁδομαχίες τῆς προηγούμενης μέρας καὶ ξαφνικὰ ἔνιωσε κάτι σὰν διαύγεια. Ἡ ἱστορία τους εἶχε περάσει ἐπιτέλους ἀπὸ τὴν ἐπαναληπτική, repetitif ἀφήγηση στὴν ἑνική. Singulatif.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Κατερίνα Χαραλαμποπούλου (Πάτρα, 1976). Σπούδασε στὴν σχολὴ Ἀρχιτεκτόνων τοῦ ΕΜΠ ἀπὸ ὅπου ἀποφοίτησε τὸ 2003 καὶ ἀπέκτησε μεταπτυχιακὸ Δίπλωμα MSc Architectural History ἀπὸ τὴν σχολὴ Bartlett τοῦ UCL. Σήμερα, εἶναι ὑποψήφια διδάκτωρ στὸ ΕΜΠ καὶ ὑπότροφος τοῦ EΛΚΕ. Τὸ θέμα τῆς Διατριβῆς εἶναι «Περιγραφή, Ρεαλισμὸς καὶ Λεπτομέρεια στὴν Ἱστορία Ἀρχιτεκτονικῆς». Ἔχει ἐργαστεῖ ὡς ἀρχιτέκτων ἀλλὰ καὶ ὡς ὡρομίσθια ἐκπαιδευτικὸς στὸ Τμῆμα Ἀνακαίνισης τοῦ ΤΕΙ Πάτρας. Διηγήματά της ἔχουν συμπεριληφθεῖ στὰ συλλογικὰ ἔργα: 13 νέοι συγγραφεῖς (Νεφέλη, 2002) καὶ Ἐπιστροφὴ στὸ χωριό (Α/συνέχεια, 2011).
Filed under: Ερωτας,Ιστορία,Καθημερινά,Ρεαλισμός,Συγκρούσεις,Χαραλαμποπούλου Κατερίνα,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Κατερίνα Χαραλαμποπούλου,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Κατερίνα Χαραλαμποπούλου: Παύση-Σκηνή-Περίληψη ἔχουν κλείσει