Μὰξ Ἴπσεν (Max Ipsen)
Πές μου, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ γρήγορα….
– τὸ μικρὸ διήγημα, κι ἕνα παράδειγμα
[Fortæl mig det, for Guds skyld, men hurtigt…- et eksempel]
Ε ΑΦΟΡΜΗ τὴν ἔκδοση τῆς ἀμερικανικῆς ἀνθολογίας μικροῦ διηγήματος Sudden Fiction, οἱ ἐπιμελητές της ζήτησαν ἀπὸ μιὰ σειρὰ ἀμερικανῶν συγγραφέων νὰ δώσουν τὸ δικό τους ὁρισμὸ τοῦ μικροῦ διηγήματος. Ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ Tobias Wolff, ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἀπάντηση:
Ἤμουν ἐπιβάτης σὲ ἕνα λεωφορεῖο γιὰ τὴν Οὐάσιγκτον. Ταξίδευα ἤδη δύο μέρες καὶ ἤμουν κουρασμένος, πολὺ κουρασμένος. Ἡ γυναίκα ποὺ καθόταν δίπλα μου, μιὰ Γερμανίδα μὲ εἰσιτήριο χωρὶς συγκεκριμένο προορισμό, φλυαροῦσε ἀκατάπαυστα. Δὲν καταλάβαινα πολλὰ ἀπ’ ὅσα ἔλεγε, ὅμως τὰ λίγα ποὺ καταλάβαινα ἦταν ἀρκετὰ γιὰ νὰ μὲ πείσουν πὼς δὲν ἦταν καθόλου στὰ καλά της.
Κοντὰ στὸ Ρίτσμοντ τὴν πῆρε ἐπιτέλους ὁ ὕπνος. Ἦταν ἀργὰ τὴ νύχτα. Τὸ λεωφορεῖο ἑλισσόταν ἀργὰ στοὺς θλιβεροὺς δρόμους προσεγγίζοντας τὸν σταθμό. Πήραμε μιὰ στροφή, καὶ δίπλα σὲ μιὰ λάμπα τοῦ δρόμου εἶδα νὰ στέκονται ἕνας λευκὸς ἄντρας καὶ μιὰ μαύρη γυναίκα. Ἡ γυναίκα φοροῦσε κίτρινο φόρεμα καὶ κρατοῦσε στὴ ἀγκαλιά της ἕνα μωρό. Μὲ τὸ κεφάλι ριγμένο πρὸς τὰ πίσω ἔδειχνε παραδομένη στὸ γέλιο. Ὁ ἄντρας ἦταν κοκκινομάλλης, μὲ σκληρὴ ὄψη, καὶ ἦταν γυμνὸς ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω. Τὸ δέρμα του ἔμοιαζε νὰ ἐκπέμπει φῶς. Γελοῦσε πρὸς τὸ μέρος τῆς γυναίκας, κι ἐκείνη εἶχε τὸ βλέμμα της καρφωμένο πάνω του ἐνῶ γελοῦσε. Θρυμματισμένα γυαλιὰ λαμποκοποῦσαν δίπλα στὰ πόδια τους.
Ὑπάρχει κάτι ἀνάμεσά τους, κάτι στὴν ἴδια τὴ στιγμή, ποὺ μὲ κάνει νὰ ἀνακαθίσω καὶ νὰ στυλώσω τὰ μάτια μου πάνω τους. Μὰ τί εἶναι αὐτό, τί ἀκριβῶς συμβαίνει ἐδῶ; Γιατί δὲν μπορῶ μὲ τίποτα νὰ τοὺς ξεχάσω; Πές μου, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ γρήγορα – εἶμαι κουρασμένος, καὶ τὸ λεωφορεῖο ὅπου νά ‘ναι θὰ ξεκινήσει, κι αὐτὴ ἡ τρελὴ δίπλα μου ἑτοιμάζεται πάλι νὰ μιλήσει.
Εἶναι ἄραγε αὐτὴ ἡ ἀπόπειρα ὁρισμοῦ τοῦ μικροῦ διηγήματος ἀπογοητευτική; Ὁ Tobias Wolff δὲν μᾶς ἐξηγεῖ ἐξάλλου τὶ εἶναι τὸ μικρὸ διήγημα. Μήπως ὡστόσο προσπαθεῖ νὰ μᾶς τὸ δείξει; Ὁ Tobias Wolff ἰσχυρίζεται ἔμμεσα πὼς μὲ τὸ κείμενό του μᾶς λέει κάτι γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα (αὐτὸ ἄλλωστε τοῦ ζητήθηκε), καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἴσως εἶναι γόνιμο νὰ ἐπανεξετάσουμε τὸ κείμενό του – τόσο ὡς μιὰ δήλωση γιὰ τὸ τὶ εἶναι τὸ μικρὸ διήγημα, ὅσο καὶ ὡς ἕνα παράδειγμα τοῦ εἴδους.
Τὸ κείμενο τοῦ Tobias Wolff δὲν ἔχει τίτλο. Ὁ ἀναγνώστης δὲν ἔχει στὴ διάθεσή του κανένα στοιχεῖο ποὺ νὰ τοῦ ὑποδεικνύει πῶς θὰ πρέπει νὰ ἐκλάβει τὸ κείμενο αὐτό. Τὸ μόνο ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πὼς ἔχει δημοσιευθεῖ σὲ μιὰ συλλογὴ μαζὶ μὲ ἄλλα κείμενα, τὰ ὁποῖα μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια καὶ ἀμεσότητα ἐπιχειροῦν νὰ δώσουν ἕναν ὁρισμὸ τοῦ ὅρου μικρὸ διήγημα, δηλαδὴ μαζὶ μὲ μιὰ σειρὰ μὴ-μυθοπλαστικῶν δοκιμίων. Σὲ τέτοιου τύπου δοκίμια ταυτίζουμε κατὰ κανόνα χωρὶς ἰδιαίτερη δυσκολία τὸ ἐγὼ ποὺ ἐμφανίζεται στὸ κείμενο μὲ τὸν ἑκάστοτε συγγραφέα. Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ὑποθέσουμε πὼς οἱ ὑπόλοιποι συγγραφεῖς, στοὺς ὁποίους ζητήθηκε νὰ δώσουν ἕναν ὁρισμὸ τοῦ μικροῦ διηγήματος, μιλοῦν ἐξ ἰδίου ὀνόματος ὅταν γράφουν ἐγώ, καθὼς τίποτα στὰ δοκίμιά τους δὲν ὑποδηλώνει τὸ ἀντίθετο. Συμβαίνει ὡστόσο τὸ ἴδιο μὲ τὸν Tobias Wolff; Εἶναι δύσκολο νὰ ἀποφανθεῖ κανεὶς μὲ τὴν πρώτη. Στὴν περίπτωση ποὺ δὲν εἴχαμε ἰδέα γιὰ τὰ ὑπόλοιπα δοκίμια ποὺ ἀπαρτίζουν τὴν ἀνθολογία, θὰ τὸ ἐκλαμβάναμε χωρὶς ἀμφιβολία ὡς μυθοπλασία. Πολλὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγοῦσαν στὸ συμπέρασμα ὅτι πρόκειται γιὰ μυθοπλασία, γιὰ παράδειγμα ἡ περίτεχνη σύνθεσή του. Ἐφόσον ὅμως γνωρίζουμε τὸ γενικότερο πλαίσιο, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ παραβλέψουμε, καὶ μποροῦμε ἑπομένως νὰ ποῦμε ὅτι τὸ σύντομο κείμενο τοῦ Tobias Wolff κινεῖται σὲ ἕνα πεδίο ἀνάμεσα στὴ μυθοπλασία καὶ τὴ μὴ-μυθοπλασία. Εἶναι ἄραγε μιὰ αὐτοβιογραφικὴ ἀναφορά, μιὰ προσωπικὴ ἐμπειρία; Ἢ θὰ πρέπει καλύτερα νὰ τὸ θεωρήσουμε μιὰ σύντομη πραγματεία περὶ τοῦ μικροῦ διηγήματος, ἕνα δοκίμιο; Μήπως πρόκειται γιὰ μιὰ δημοσιογραφικὴ καταγραφὴ ἑνὸς ταξιδιοῦ μὲ λεωφορεῖο πρὸς τὴν Οὐάσιγκτον; Ἢ τελικὰ εἶναι ἁπλὰ μιὰ μικρὴ ἱστορία; Ἡ δυσκολία τοῦ ἀναγνώστη νὰ ἀποφανθεῖ μὲ βεβαιότητα πῶς πρέπει νὰ ἐκλάβει τὸ κείμενο εἶναι κάτι ποὺ χαρακτηρίζει τὸ μικρὸ διήγημα. Ἴσως ἐπειδὴ τὸ μικρὸ διήγημα εἶναι ἕνα λογοτεχνικὸ εἶδος-κράμα, ἢ ἕνα πεδίο ὅπου συναντιοῦνται χαρακτηριστικὰ ἀπὸ διαφορετικὰ εἴδη – κάποιοι τουλάχιστον αὐτὸ ὑποστηρίζουν(1). Στὴν περίπτωση τοῦ Tobias Wolff δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἀποφανθοῦμε ἂν τὸ κείμενο εἶναι μυθοπλασία ἢ ὄχι, κι αὐτὸ μᾶς κάνει νὰ αἰσθανόμαστε ἀνασφαλεῖς: Πῶς μπορεῖ νὰ ἑρμηνεύσει κανεὶς ἕνα κείμενο, ὅταν δὲν ξέρει ἂν πρόκειται γιὰ μυθοπλαστικὴ φαντασία ἢ γιὰ δοκίμιο περὶ ἑνὸς λογοτεχνικοῦ εἴδους;
Ἀναφορικὰ μὲ τὴ σύνθεση, τὸ κείμενο τοῦ Wolff παρουσιάζει ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ ἀνάλυσή του μπορεῖ κάλλιστα νὰ ξεκινήσει ἀπὸ ἐκεῖ. Τὸ κείμενο εἶναι χωρισμένο σὲ τρία μέρη, ὅπως εὐκρινῶς ὑποδεικνύουν οἱ τρεῖς παράγραφοί του. Στὸ πρῶτο μέρος πληροφορούμαστε γιὰ ἕνα ἐγὼ ποὺ ταξιδεύει μὲ λεωφορεῖο γιὰ τὴν Οὐάσιγκτον, καθισμένο δίπλα σὲ μιὰ πολυλογοῦ Γερμανίδα πού, σύμφωνα πάντα μὲ τὸ ἐγώ, «δὲν εἶναι καθόλου στὰ καλά της». Στὸ δεύτερο μέρος ὁ ἀφηγητὴς περιγράφει μιὰ σκηνὴ ἐκτὸς τοῦ λεωφορείου μεταξὺ μιᾶς μαύρης γυναίκας μὲ ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ καὶ ἑνὸς λευκοῦ ἄντρα. Στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τὸ λεωφορεῖο εἶναι ἕτοιμο νὰ ξεκινήσει ἔπειτα ἀπὸ μιὰ στάση στὸ Ρίτσμοντ, καὶ τὸ ἐγὼ συλλογίζεται τὴ σκηνὴ τῆς ὁποίας ἔγινε μάρτυρας στὸ δεύτερο μέρος τοῦ κειμένου.
Μιὰ σειρὰ κινήσεων λαμβάνει χώρα στὰ τρία μέρη τοῦ κειμένου. Τὸ λεωφορεῖο κινεῖται πρὸς τὸ Ρίτσμοντ, κάνει ἐκεῖ μιὰ στάση καὶ ξεκινάει πάλι μὲ τελικὸ προορισμὸ τὴν Οὐάσιγκτον, τὸ λεωφορεῖο περνάει δηλαδὴ ἀπὸ τὴν κίνηση στὴ στασιμότητα καὶ σὲ ἐκ νέου κίνηση, ἐνῶ ταυτόχρονα προσεγγίζει μιὰ πόλη, τὴν ὁποία ἔπειτα ἀπὸ μιὰ σύντομη στάση ἀφήνει καὶ πάλι πίσω του. Ἡ γυναίκα-συνεπιβάτης φλυαρεῖ ἀκατάπαυστα στὸ πρῶτο μέρος, παύει στὸ δεύτερο, μὰ εἶναι ἕτοιμη νὰ μιλήσει καὶ πάλι στὸ τρίτο. Τὸ ἐγὼ εἶναι κουρασμένο στὸ πρῶτο μέρος, ἡ σκηνὴ τοῦ ἀποσπᾶ τὴν προσοχὴ καὶ τὸν κάνει νὰ ξεχάσει τὴν κούρασή του στὸ δεύτερο, ἐνῶ στὸ τρίτο ἐμφανίζεται καὶ πάλι κουρασμένο. Ὁ ἀναγνώστης κινεῖται ἀπὸ ἕνα ἐγὼ ποὺ τὸ ἀπασχολεῖ ἡ δική του κατάσταση, σὲ ἕνα ἐγὼ ποὺ στρέφει τὴν προσοχή του σὲ μιὰ σκηνὴ ποὺ δὲν τὸ ἀφορᾶ, καὶ τέλος σὲ ἕνα ἐγὼ ποὺ τὸ ἀπασχολεῖ ξανὰ ἡ κατάστασή του, ἡ κούρασή του καὶ ἡ Γερμανίδα. Κοινὸ χαρακτηριστικὸ ὅλων τῶν κινήσεων τοῦ κειμένου εἶναι πὼς ὅ,τι ἰσχύει στὸ πρῶτο μέρος, παύει νὰ ἰσχύει στὸ δεύτερο, ἐνῶ στὸ τρίτο τὰ πράγματα ἐπανέρχονται στὴν ἀρχική τους κατάσταση ἢ ἐξελίσσονται περαιτέρω. Τὸ πρῶτο καὶ τὸ τρίτο μέρος ἀποτελοῦν συνεπῶς τὸ πλαίσιο τοῦ δεύτερου μέρους, τὸ πλαίσιο ἑνὸς ἀκατανόητου ἐπεισοδίου, τόσο γιὰ τὸν ἀφηγητὴ ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀναγνώστη. Δεδομένης τῆς ἔκτασής του, ἡ δομὴ τοῦ κειμένου εἶναι ἀρκετὰ περίπλοκη, ὡστόσο τὸ κείμενο ἀποτελεῖ —ἀπὸ τὴν σκοπιὰ τῆς σύνθεσης, κι ὄχι ἀπαραίτητα τοῦ περιεχομένου— μιὰ ἄρτια ὁλότητα.
Τὸ κείμενο εἶναι δομημένο πάνω σὲ μιὰ σειρὰ ἀντιθέσεων – οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι λίγες δεδομένης καὶ πάλι τῆς ἔκτασής του. Κατ’ ἐπέκταση τῆς ἀνάλυσης τῆς δομῆς τοῦ κειμένου μποροῦμε εὔκολα νὰ ἐπισημάνουμε τὴν κυρίαρχη ἀντίθεση μεταξὺ κίνησης καὶ στασιμότητας (ἡ κίνηση τοῦ λεωφορείου, μὰ ἐπίσης ἡ ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ νὰ εἶσαι κουρασμένος καὶ νὰ χρειάζεσαι ξεκούραση, καὶ τοῦ νὰ εἶσαι ὁμιλητικὸς καὶ γεμάτος ἐνέργεια, ὅπως ἡ Γερμανίδα). Κατ’ ἐπέκταση τῆς ἀντίθεσης μεταξὺ κίνησης καὶ στασιμότητας ἐντοπίζουμε τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ νὰ κινεῖσαι μὲ συγκεκριμένο προορισμὸ (Οὐάσιγκτον) καὶ τοῦ νὰ κινεῖσαι χωρὶς προορισμὸ (ἡ γυναίκα ἔχει εἰσιτήριο ποὺ ἰσχύει παντοῦ). Μιὰ ἀκόμη ἀντίθεση λειτουργεῖ σὲ δύο διαφορετικὰ ἐπίπεδα στὸ κείμενο: ἡ ἀντίθεση μεταξὺ ἄντρα καὶ γυναίκας – τόσο μέσα ὅσο καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο. Στὰ παραπάνω μποροῦμε ἀκόμα νὰ προσθέσουμε τὴν ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ νὰ βρίσκεσαι μέσα στὸ λεωφορεῖο καὶ ἐκτὸς λεωφορείου, καὶ μεταξὺ τῆς μαύρης γυναίκας καὶ τοῦ λευκοῦ ἄντρα, καὶ μεταξὺ τοῦ νὰ εἶσαι ντυμένος (ἀναφέρεται ρητὰ στὴν κατὰ τ’ ἄλλα λακωνικὴ περιγραφή της πὼς ἡ γυναίκα φοράει κίτρινο φόρεμα) καὶ τοῦ νὰ εἶσαι γυμνός —ἢ μᾶλλον ἡμίγυμνος— ὅπως ὁ ἄντρας. Τὸ κείμενο δὲν εἶναι ἑπομένως σύνθετο μόνο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς δομῆς, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῶν συχνὰ δύσκολα ἐρμηνεύσιμων ἀντιθέσεων ποὺ τὸ διατρέχουν.
Τὸ διπολικὸ ζεῦγος κίνηση-στασιμότητα συνοψίζει πολλὰ ἀπὸ τὰ θεμελιώδη στοιχεῖα τοῦ κειμένου, γεγονὸς ποὺ ὑποδηλώνει πὼς τὸ κεντρικὸ μήνυμα πρέπει νὰ κρύβεται σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ζεῦγος. Σὲ ἕνα παράλληλο ἐπίπεδο, τὸ κείμενο τοῦ Tobias Wolff κρύβει μιὰ ἀκόμη ἀντίθεση ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν κίνηση καὶ τὴ στασιμότητα. Ἡ σκηνὴ ποὺ διαδραματίζεται ἐκτὸς τοῦ λεωφορείου, ὅπως τὴν περιγράφει σὲ ἐμᾶς τὸ ἐγώ, εἶναι μιὰ σχεδὸν παγωμένη στιγμή. Κανένα ἀπὸ τὰ ἐμπλεκόμενα πρόσωπα δὲν κινεῖται, τὰ γυαλιὰ εἶναι θρυμματισμένα. Ὑποθέτουμε πὼς πρέπει νὰ ὑπῆρξε κίνηση, ὅμως στὴν σκηνὴ ὅπως μᾶς περιγράφεται κάθε κίνηση ἔχει ἀνασταλεῖ. Ἡ περιγραφὴ τῆς σκηνῆς μεταξὺ τῆς μαύρης γυναίκας καὶ τοῦ λευκοῦ ἄντρα μπορεῖ κάλλιστα νὰ θεωρηθεῖ ἕνα γλωσσικὸ φωτογραφικὸ στιγμιότυπο (snapshot).
Εἶναι ἄραγε πιθανὸν νὰ περιέχεται μιὰ κάποια δήλωση σχετικὰ μὲ τὸ μικρὸ διήγημα σὲ αὐτὸ τὸ γλωσσικὸ snapshot; Εἶναι πολὺ πιθανόν, εἰδικὰ ἂν διαβάσουμε τὸ κείμενο ὡς μεταλογοτεχνία [metafiction], δηλαδὴ ὡς ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο ποὺ δὲν εἶναι μόνο λογοτεχνία, ἀλλὰ ἐμπεριέχει μιὰ δήλωση γιὰ τὴν λογοτεχνία. Ἂν λοιπὸν διαβάσουμε τὸ κείμενο ὡς μεταλογοτεχνία, μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε πὼς ὑπονοεῖται ἔμμεσα ἡ ἑξῆς δήλωση: Τὸ μικρὸ διήγημα παγώνει τὴ στιγμή. Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει πὼς τὴ στάσιμη στιγμὴ δὲν μπορεῖ νὰ διαδεχθεῖ μιὰ καινούρια κίνηση – γιὰ παράδειγμα μιὰ κίνηση ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ ἀναγνώστη. Ναί, αὐτὴ ἡ κίνηση εἶναι σχεδὸν ἀναπόφευκτη, καθὼς ὁ ἀναγνώστης θὰ χρειαστεῖ νὰ ἑρμηνεύσει τὸ κείμενο – καὶ αὐτὴ εἶναι μιὰ δύσκολη δουλειά, εἰδικὰ ὅταν οἱ λέξεις ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του εἶναι μετρημένες. Ὁ συγγραφέας φαίνεται νὰ ἔχει ἀφήσει μεγάλο μέρος τῆς δουλειᾶς πάνω μας, ἢ τουλάχιστον μεγαλύτερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἔχουμε συνηθίσει. Ὁ ἀναγνώστης πρέπει νὰ συμπληρώσει μόνος ὅλα τὰ κενά. «Μὰ τί εἶναι αὐτό, τί ἀκριβῶς συμβαίνει ἐδῶ;» ἀναρωτιέται τὸ ἐγὼ τοῦ κειμένου, καὶ τὸ ἴδιο πρέπει νὰ ἀναρωτηθοῦμε κι ἐμεῖς ὡς ἀναγνῶστες τοῦ μικροῦ διηγήματος. Τὸ μικρὸ διήγημα εἶναι τόσο αἰνιγματικὸ καὶ δύσκολα ἐρμηνεύσιμο, ὅσο ἡ σκηνὴ ποὺ διαδραματίζεται ἐκτὸς τοῦ λεωφορείου. «Γιατὶ δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ξεχάσω»; ἀναρωτιέται ὁ ἥρωας, καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτηση μᾶς ὁδηγεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ διηγήματος: Οἱ ἀριστοτέχνες τοῦ μικροῦ διηγήματος εἶναι ἱκανοὶ μὲ λίγες λέξεις νὰ πλάσουν σκηνὲς ποὺ παραμένουν τόσο ζωντανὲς στὴ συνείδηση τοῦ ἀναγνώστη, ὥστε τοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὶς ξεχάσει, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συνεχίζει τὴν ἀναζήτηση τοῦ νοήματός τους. Εἶναι φορὲς ποὺ ὁ ἀναγνώστης καταφέρνει νὰ ἀποκρυπτογραφήσει τὴ σημασία τους, ἐνῶ εἶναι φορὲς ποὺ ἁπλὰ ἀποτυγχάνει.
Σὲ ἕνα πρωταρχικὸ ἐπίπεδο τὸ κείμενο τοῦ Tobias Wolff λειτουργεῖ ὡς μία δήλωση ποὺ δείχνει (showing) ἀντὶ νὰ λέγει (telling)(2). Ὡστόσο ὁ Wolff δὲν μᾶς παρουσιάζει αὐτοὺς τοὺς δύο τρόπους ἀφήγησης μόνο μὲ τὸ κείμενό του, τὸ κάνει παράλληλα καὶ μέσα στὸ κείμενό του. Ἡ παρατήρηση τοῦ πρώτου μέρους πὼς ἡ Γερμανίδα, σύμφωνα πάντα μὲ τὸ ἐγώ, «δὲν ἦταν καθόλου στὰ καλά της» καὶ ἡ ἀναφορὰ σὲ ἐκείνη ὡς «τρελὴ» στὸ τρίτο, καταδεικνύουν πὼς σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ ἀφηγητὴς κάνει χρήση τοῦ λέγω, εἶναι δηλαδὴ ἐπεξηγηματικός. Ὁ ἀναγνώστης παίρνει ἄμεσα τὴν πληροφορία πὼς ἡ γυναίκα εἶναι ψυχικὰ διαταραγμένη, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἀναλύσει μόνος του τὴν συμπεριφορὰ τῆς γυναίκας. Ἡ περιγραφὴ τῆς σκηνῆς ἔξω ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο ἀποτελεῖ ἀντιθέτως παράδειγμα τοῦ δείχνω. Σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ ἀφηγητὴς παραλείπει νὰ ἐπεξηγήσει τὴν σημασία τῆς σκηνῆς καὶ ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἀναγκασμένος νὰ βγάλει τὰ δικά του συμπεράσματα. Τὸ μόνο ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας εἶναι μιὰ οὐδέτερη καταγραφὴ τοῦ τί συμβαίνει στὴ γωνία τοῦ δρόμου, στὸ σύντομο αὐτὸ διάστημα ποὺ τὸ ἐγὼ παρατηρεῖ τὴ σκηνὴ ἀπὸ τὸ λεωφορεῖο. Ὁ ἀφηγητὴς εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήσει καὶ νὰ ἑρμηνεύσει τὴν δική του κατάσταση στὸ λεωφορεῖο, ὅπου βρίσκεται καθισμένος δίπλα στὴ Γερμανίδα, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ μπορεῖ νὰ μᾶς τὴν ἐπεξηγήσει. Ὁ ἀφηγητὴς ὡστόσο δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήσει ἢ νὰ ἑρμηνεύσει τὴ σκηνὴ μὲ τὴ μαύρη γυναίκα, τὸ παιδὶ καὶ τὸν λευκὸ ἄντρα, εἶναι ἑπομένως ἀναγκασμένος νὰ μᾶς δείξει τὴν κατάσταση. Ἡ σκηνὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τὸν ἀνεξιχνίαστο καὶ μυστηριακὸ πυρήνα τοῦ σύντομου κειμένου.
Τὰ παραπάνω χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα ἀναλύσαμε στὸ κείμενο τοῦ Wolff, μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ ὁρίσουμε τὸ μικρὸ διήγημα ὡς λογοτεχνικὸ εἶδος. Τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ ποὺ ἐντοπίσαμε ἦταν πὼς δὲν μᾶς ἦταν εὔκολο νὰ κατατάξουμε τὸ κείμενο σὲ ἕνα ὁρισμένο εἶδος. Οἱ συγγραφεῖς ποὺ καταπιάνονται μὲ τὸ μικρὸ διήγημα συχνὰ ἐκμεταλλεύονται αὐτὴ τὴν ἀβεβαιότητα, καὶ αὐτὸ ποὺ τὴν προκάλεσε στὴν περίπτωση τοῦ Wolff ἦταν ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκε τὸ κείμενο. Σὲ ἄλλα κείμενα ἡ ἀμφιβολία πηγάζει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ κείμενο εἶναι ἔτσι σκηνοθετημένο, ὥστε νὰ δίνει ἠθελημένα τὴν ἐντύπωση πὼς ἀνήκει σὲ ἕνα ὁρισμένο εἶδος. Μὲ ἄλλα λόγια: Τὰ διάφορα λογοτεχνικὰ εἴδη καὶ ταυτόχρονα οἱ δικές μας προσδοκίες ἀπὸ αὐτὰ μπαίνουν συχνὰ στὸ παιχνίδι, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα.
Τὸ κείμενο τοῦ Wolff εἶναι σύνθετο, ἂν καὶ μὲ μιὰ πρώτη ματιὰ φαντάζει ἴσως ἁπλό. Τὸ γεγονὸς πὼς ὁ Wolff ἐπιτυγχάνει ἕναν τέτοιο βαθμὸ πολυπλοκότητας μὲ τόσες λίγες γραμμὲς σημαίνει πὼς τὸ κείμενο ἀποτελεῖ μιὰ συμπτυγμένη καὶ συμπυκνωμένη λογοτεχνικὴ ἔκφραση: Πολὺ περιεχόμενο συμπιεσμένο σὲ λίγο χῶρο. Ἡ σύμπτυξη καὶ ἡ συμπύκνωση εἶναι δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικὰ τοῦ μικροῦ διηγήματος, τὸ ὁποῖο συχνὰ ἐπικεντρώνεται σὲ ἕνα μόνο περιστατικό, μία μόνο σκηνὴ ἢ σὲ μερικὰ κεντρικὰ περιστατικά. Ἡ σύμπτυξη καὶ ἡ συμπύκνωση πραγματώνονται στὸ κείμενο μὲ δύο διαφορετικοὺς τρόπους, ὡστόσο ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται καὶ στὶς δύο περιπτώσεις πὼς ὁ συγγραφέας ἔχει κάνει περικοπές. Ὅταν γιὰ παράδειγμα ἡ πλοκὴ ἐπικεντρώνεται σὲ μιὰ συγκεκριμένη σκηνή, τὰ γεγονότα ποὺ ὁδήγησαν σὲ αὐτὴ τὴ σκηνὴ παραλείπονται, πρὸς ὄφελος μιᾶς πιὸ λεπτομερειακῆς περιγραφῆς τῆς σκηνῆς. Ὅταν ἀντιθέτως στὸ ἐπίκεντρο βρίσκεται ἕνα πιὸ ἐκτεταμένο περιστατικό, ἡ λεπτομερειακὴ περιγραφὴ τῆς κάθε στιγμῆς παραλείπεται πρὸς ὄφελος τοῦ ἐξαιρετικὰ σημαντικοῦ περιστατικοῦ. Ἡ ρήση τοῦ Ἰούλιου Καίσαρα «Ἦλθα, εἶδα, ἐνίκησα» ἀποτελεῖ πασίγνωστο καὶ ριζοσπαστικὸ παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἐξιστόρησης – τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ἱστορίας παραλείπεται, ὡστόσο ἡ ἀφηγηματικὴ πλοκή, ἂν καὶ σκιαγραφεῖται μὲ λίγες λέξεις, εἶναι ἐπαρκής. Ἡ πολυπλοκότητα τοῦ μικροῦ διηγήματος ὀφείλεται μὲ ἄλλα λόγια σὲ ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δύο τύπους σύμπτυξης καὶ συμπύκνωσης. Στὴ διάθεσή μας ἔχουμε μόνο λίγες λέξεις, μὰ αὐτὲς οἱ λέξεις ἔχουν μεγάλη σημασία.
Ἡ πολυπλοκότητα ἑνὸς μικροῦ διηγήματος μπορεῖ ἀκόμα νὰ ὀφείλεται στὸ γεγονὸς πὼς ὁ συγγραφέας ἀποκρύπτει πληροφορίες μὲ ἄλλους τρόπους, γιὰ παράδειγμα μὲ τὸ νὰ κάνει χρήση τοῦ δείχνω ἀντὶ τοῦ λέγω. Οἱ ἐξηγήσεις συχνὰ περικόπτονται καὶ ὁ συγγραφέας ἐπιλέγει νὰ μᾶς δείξει ἀντὶ νὰ μᾶς ἐξηγήσει τὰ γεγονότα. Ἡ τεχνικὴ αὐτὴ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ γεγονότα, τῶν ὁποίων τὸ νόημα μόνο ὑπονοεῖται, νὰ φαντάζουν μυστηριακὰ στὰ μάτια τοῦ ἀναγνώστη, ἐνῶ ἡ συχνὰ περίπλοκη δομὴ ὑπερτονίζει τὸ μυστηριακὸ στοιχεῖο.
Ἀνακεφαλαιώνοντας μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς οἱ συγγραφεῖς μικρῶν διηγημάτων συχνὰ παίζουν μὲ τὶς προσδοκίες τοῦ ἀναγνώστη σὲ σχέση μὲ τὰ διάφορα λογοτεχνικὰ εἴδη, πὼς τὸ μικρὸ διήγημα εἶναι ἕνα περίπλοκο εἶδος, μιὰ συμπτυγμένη καὶ συμπυκνωμένη λογοτεχνικὴ ἔκφραση, πὼς οἱ συγγραφεῖς μικρῶν διηγημάτων κάνουν συχνὰ χρήση τῆς τεχνικῆς τοῦ δείχνω, καὶ πὼς τὸ μικρὸ διήγημα συχνὰ φαντάζει μυστηριακό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Στὸν ἐπίλογο τῆς Ἀνθολογίας δανέζικης πρόζας [Antologi af dansk kortprosa], οἱ δύο ἐπιμελητὲς Jeppe Brixvold καὶ Hans Otto Jorgensen, οἱ ὁποῖοι ὡς συγγραφεῖς ἔχουν γράψει καὶ συνεχίζουν νὰ γράφουν μικρὰ διηγήματα, ἐπιχειρηματολογοῦν ὑπὲρ αὐτῆς τῆς ἄποψης. Θεωροῦν τὸ μικρὸ διήγημα «ἕνα εἶδος-κράμα, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπὸ ἀφηγηματικὰ στοιχεῖα, ὅπως ἐπίσης ἀπὸ λυρικά, στοχαστικά, προσωπικὰ καὶ δημοσιογραφικά. Στὴν πραγματικότητα εἶναι ἴσως πιὸ συνετὸ νὰ τὸ ἀποκαλέσουμε ἕνα εἶδος-πεδίο, δηλαδὴ ἕνα πεδίο ὅπου ποικίλες λογοτεχνικὲς ἀρετὲς τίθενται ἡ μία δίπλα στὴν ἄλλη μὲ στόχο νὰ συνυπάρξουν ἁρμονικὰ ἢ νὰ δημιουργήσουν κοντράστ». (Brixvold καὶ Jorgensen 1998, σελ. 169)
2. Δύο εἶναι οἱ διαφορετικὲς τεχνικὲς ἀφήγησης ποὺ ὑφίστανται: showing καὶ telling, δηλαδὴ ἡ τεχνικὴ ὅπου ὁ συγγραφέας δείχνει τὰ πρόσωπα καὶ τὶς πράξεις τους καὶ ἡ τεχνικὴ ὅπου λέγει γι’ αὐτά. Ὅταν ὁ συγγραφέας δείχνει, ἀρκεῖται στὸ νὰ παρουσιάσει τὰ πρόσωπα καὶ τὶς πράξεις τους, καὶ ἀφήνει τὸν ἀναγνώστη νὰ ἑρμηνεύσει μόνος του τί κρύβεται πίσω ἀπὸ αὐτά. Ὅταν ὁ συγγραφέας λέγει, ἐξηγεῖ τὰ κίνητρα πίσω ἀπὸ τὶς πράξεις τῶν προσώπων.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο: Kortprosa 1990-2003, Ἐπιμέλεια Max Ipsen, Ἐκδόσεις Systime, 2003.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:
Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πολυτεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.
Filed under: Ipsen Max,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Ξηρομερίτη Εύη | Tagged: Διήγημα,Max Ipsen | Τὰ σχόλια στὸ Max Ipsen: Πές μου, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ γρήγορα… ἔχουν κλείσει