Πάμπλο Χένρικ Λαμπίας (Pablo Henrik Llambías): Οἱ Χιβίτατς

 

 

Πάμ­πλο Χέν­ρικ Λαμ­πί­ας (P­a­b­lo H­e­n­r­ik L­l­a­m­b­í­as)

 

Ο Χι­βί­τατς

(T­he H­i­v­i­t­a­ts)

 

ΗΤΑΝ Η ΜΕΡΑ πρὶν ἐ­κεί­νη φύ­γει σὲ τα­ξί­δι – θὰ ἔ­λει­πε γιὰ τέσ­σε­ρις μῆ­νες.

 

         Τὸ ὄ­νει­ρο

 

Εἴ­χα­με πά­ει νὰ φᾶ­με ἔ­ξω. Ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να πιά­τα ποὺ ἀ­κρο­βα­τοῦ­σαν ἀ­νά­με­σα στὸ ἐ­ξαί­σιο καὶ τὸ πε­νι­χρό. Ἀρ­γό­τε­ρα πή­γα­με σι­νε­μὰ καὶ εἴ­δα­με τὸ A­r­i­z­o­na D­r­e­am. Ὅ­ταν πιὰ κα­θί­σα­με ἐ­κεῖ μέ­σα συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πὼς τὴν ται­νί­α τὴν εἶ­χα ξα­να­δεῖ. Ὅ­σο ἔ­βλε­πα τὴν ται­νί­α ἀ­πο­φά­σι­σα πὼς αὐ­τὴ θὰ ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α μου ται­νί­α, δὲν ἤ­θε­λα νὰ δῶ ἄλ­λες: «Ὄ­νει­ρα στὸ σκο­τά­δι», ὅ­πως λέ­νε ὅ­σοι θέ­λουν νὰ ἐ­πεν­δύ­σουν μὲ λί­γη ποί­η­ση αὐ­τὸ τὸ ἐν­τρύ­φη­μα καὶ νὰ ζή­σουν τὴ ζω­ή τους ἀ­πὸ δεύ­τε­ρο χέ­ρι.

 

        Περ­πα­τή­σα­με γιὰ λί­γο στὴ βρο­χή. Τὸ φθι­νό­πω­ρο εἶ­χε ἔρ­θει νω­ρὶς θὰ ἔ­λε­γε κα­νείς, μὰ ὄ­χι ἐ­γώ. Ἀν­τ’ αὐ­τοῦ εἶ­πα πὼς μοῦ ἄ­ρε­σε τὸ ὅ­λο πράγ­μα μὲ τὸ ὄ­νει­ρο, στὴν ται­νί­α.

        Ἦ­ταν μι πο­λὺ ἐ­πι­τυ­χὴς ἀ­πει­κό­νι­ση το ὀ­νεί­ρου, εἶ­πα, καὶ ἔ­νι­ω­σα τὰ λό­για μου νὰ μπερ­δεύ­ον­ται μὲ ρή­σεις βι­βλι­ο­θη­κά­ρι­ων δε­κα­ε­τί­ας. Δὲν τὸ ἐν­νο­οῦ­σα ἔ­τσι. Αὐ­τὸ πο ἐν­νο­οῦ­σα, ἄρ­χι­σα νὰ ἐ­ξη­γῶ, εἶ­ναι πς ται­νί­α ἀ­πει­κο­νί­ζει πρῶ­τα κα κύ­ρια τν ἀ­πο­κα­θή­λω­ση το Ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ Ὀ­νεί­ρου, ὡ­στό­σο ἀ­κο­λου­θεῖ τ εὐ­ρω­πα­ϊ­κό, T­he E­u­r­o­p­ä­i­s­he R­ê­ve: Τ ὄ­νει­ρο πε­ρὶ ἑ­νὸς τα­ξι­διοῦ πο πε­ραι­ώ­νε­ται, ἑ­νὸς χει­ρο­γρά­φου πο ἀγ­κα­λιά­ζει τ πάν­τα, πε­ρὶ τς σύν­τη­ξης το πνεύ­μα­τος, πε­ρὶ τς ἐγ­γύ­τη­τας το Θε­οῦ. «Τ ὄ­νει­ρα εἶ­ναι ὄ­μορ­φα», λέ­ει δυ­τι­κὸς κό­σμος ἀ­να­μει­γνύ­ον­τας στ συ­νη­θι­σμέ­νο του χαρ­μά­νι τ μοι­ρο­λα­τρι­κὴ με­λαγ­χο­λί­α μ τν εὐ­οί­ω­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό. Κι ἔ­τσι ἐ­κεῖ­νος πη­γαί­νει δι­α­κο­πὲς μᾶλ­λον στν ἐ­ρη­μιά, συν­θέ­τει ἕ­να χει­ρό­γρα­φο ἔρ­γο κα βρί­σκει ἐ­ρω­μέ­νη – κι ἔ­πει­τα κα­ταρ­ρέ­ει σν ἕ­να κομ­μά­τι πα­νί. Για­τὶ ν δν ἦ­ταν αὐ­τό, τό­τε τί ἦ­ταν;

 

        «Πρέ­πει νὰ συ­νε­χί­σου­με νὰ πι­στεύ­ου­με στὸ ὄ­νει­ρο» εἶ­πα ἔ­χον­τας τὴ γλυ­κε­ρί­νη τῆς χα­ρᾶς καὶ τοῦ πό­νου κά­τω ἀ­πὸ τὸ δε­ξὶ μά­τι.

 

        Ἡ γλώσ­σα τῆς ἀ­γά­πης

 

Μὲ τὸ κέ­λυ­φος ἀ­π’ τὰ μύ­δια στὸ στό­μα μου ἄρ­χι­σα νὰ κλαί­ω στὸν ὦ­μο της. Ἔ­πε­φτε ἕ­να ἥ­συ­χο, δρο­σε­ρὸ πρω­το­βρό­χι κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ μα­ζί. Προ­σπά­θη­σα νὰ ἐ­ξη­γη­θῶ ψελ­λί­ζον­τας πὼς φο­βό­μουν τὴ γλώσ­σα ποὺ ἀρ­θρώ­νε­ται μὲ ἀ­σφα­λι­στι­κὲς δι­κλί­δες. Θ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς ν πνι­γεῖ ἐ­κεῖ μέ­σα, πρν προ­λά­βει ν μι­λή­σει τ γλώσ­σα τς ἀ­γά­πης, εἶ­πα χω­ρὶς νὰ ξέ­ρω ἂν μί­λη­σα.  

 

        Οἱ Χι­βί­τατς

 

Εἴ­χα­με ξα­πλώ­σει στὸ κρε­βά­τι κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ. Αἰ­σθα­νό­μουν ἀ­πό­γνω­ση στὴ σκέ­ψη πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἴ­χα­με σκί­σει ὁ ἕ­νας τὰ ροῦ­χα τοῦ ἄλ­λου, πὼς ἡ γλώσ­σα μου θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­ταν θαμ­μέ­νη ἀ­νά­με­σα στὰ χεί­λη τοῦ αἰ­δοί­ου της, πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἴ­χα­με κά­νει ἔ­ρω­τα μέ­χρι οἱ κα­θρέ­φτες νὰ θρυμ­μα­τι­στοῦν στὸ πά­τω­μα. Ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ πρὶν ἀ­πὸ ἕ­ναν τε­τρά­μη­νο, βα­σα­νι­στι­κὸ χω­ρι­σμό. Κι ἐ­μεῖς βουρ­τσί­σα­με τὰ δόν­τια μας καὶ ξα­πλώ­σα­με ἀγ­κα­λιὰ νὰ ζε­στα­θοῦ­με, χα­ϊ­δέ­ψα­με τὸ δέρ­μα καὶ τὰ μαλ­λιὰ ὁ ἕ­νας του ἄλ­λου, μὰ δέν… Πές μου μι ἱ­στο­ρί­α, μὲ πα­ρα­κά­λε­σε ἐ­κεί­νη χα­μο­γε­λών­τας.  Ἐν­τά­ξει, ἀ­πάν­τη­σα χω­ρὶς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη. Θ σο π ἐ­κεί­νη γι Τ Κόκ­κι­να Βου­νά. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἢ ἐ­σὺ τν ἐ­πι­νό­η­σες; ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη. Εἶ­ναι μι ἱ­στο­ρί­α πο θ ἐ­πι­νο­ή­σω τώ­ρα, εἶ­πα ἐ­γώ, κα­θὼς ἀν­τι­λή­φθη­κα ὅ­λο τὸν ἄ­πλε­το χρό­νο, ποὺ τώ­ρα εἶ­χα. Ἤλ­πι­ζα πὼς θὰ ἔ­βγαι­νε μιὰ ἱ­στο­ρί­α μὲ νό­η­μα, ἂν καὶ κα­τὰ βά­θος δὲν μ’ ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

        Ὅ­ταν τα­ξί­δευ­α στς ἑ­πτὰ θά­λασ­σες, ἄρ­χι­σα νὰ δι­η­γοῦ­μαι, εἶ­χα πά­ρει τν ἀ­πό­φα­ση ν φτά­σω στ Κόκ­κι­να Βου­νά, γι τ ὁ­ποῖ­α εἶ­χα ἀ­κού­σει τό­σα πολ­λά. Κά­πο­τε ἔ­πια­σα στε­ριὰ κα βρέ­θη­κα ν πε­ρι­πλα­νι­έ­μαι στς με­γά­λες πε­διά­δες, πί­σω ἀ­π’ τς ὁ­ποῖ­ες μπο­ροῦ­σα ν δ τ Κόκ­κι­να Βου­νά. 

        Στν πε­διά­δα ὑ­πῆρ­χαν με­ρι­κοὶ με­γά­λοι κά­κτοι. Ἦ­ταν ψη­λοὶ ὅ­σο ἕ­να ἑ­ξα­ώ­ρο­φο σπί­τι. Ἐ­κεῖ ὑ­πῆρ­χε ἀ­κό­μα ἕ­νας αὐ­τό­χθων λα­ός, ο Χι­βί­τατς. Ο Χι­βί­τατς δν ἦ­ταν πο­λὺ ψη­λοί, μό­νο ἕ­να μέ­τρο κα εἴ­κο­σι. Φο­ροῦ­σαν ὡ­στό­σο κά­τι τε­ρά­στια σομ­πρέ­ρο, πο τος ἔ­κα­ναν ν μοιά­ζουν μ κον­τὸ ζυ­γὸ κά­ρου μ ρό­δες,  πο ἔ­χει στη­θεῖ ὄρ­θιος κα χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ς τρα­πε­ζά­κι κή­που σ ἐ­ξο­χι­κό.

        Ο Χι­βί­τατς ἔ­με­ναν μέ­σα σ αὐ­τοὺς τος κά­κτους, ο ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν τό­σο εὐ­ρύ­χω­ροι, ὥ­στε σ κα­θέ­ναν ἀ­π’ αὐ­τοὺς μπο­ροῦ­σε ν μεί­νει μι ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια. Ο Χι­βί­τατς ζοῦ­σαν πα­ράλ­λη­λα ἀ­π’ τος κά­κτους. Ἔ­τρω­γαν κά­κτους κα ἔ­πι­ναν κά­κτους. κά­θε οἰ­κο­γέ­νεια ἔ­τρω­γε κα ἔ­πι­νε τν κά­κτο μέ­σα στν ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­νε. κά­θε κά­κτος μπο­ροῦ­σε ν τρο­φο­δο­τή­σει μι ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια γι μι ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ή.  Συ­νε­πῶς ο Χι­βί­τατς δν ἔ­κα­ναν ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα. Μό­νο ἔ­τρω­γαν κι ἔ­πι­ναν κα τν ὑ­πό­λοι­πη μέ­ρα τρι­γυρ­νοῦ­σαν ἄ­σκο­πα στν πε­διά­δα σν σβοῦ­ρες, τύ­φλα ἀ­πὸ τν εὐ­φο­ρι­κὸ χυ­μὸ το κά­κτου – πη­δι­όν­του­σαν κα ἔ­κα­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρους Χι­βί­τατς.  

        Κά­πο­τε ἦρ­θε στν πε­διά­δα ἕ­να κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ συ­νερ­γεῖ­ο γι ν γυ­ρί­σει μι ται­νί­α σχε­τι­κὰ μ τν συ­ναρ­πα­στι­κὸ ἀ­γώ­να ἐ­πι­βί­ω­σης τν Χι­βί­τατς, μ κα­θὼς ο Χι­βί­τατς δν ἔ­κα­ναν ἄλ­λο στ ζω­ὴ τος ἀ­π’ τ ν τρῶ­νε τ σπί­τι στ ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­ναν κα κα­τό­πιν ν πη­γαί­νουν σ και­νού­ριο, πά­λι ν τρι­γυρ­νοῦν ἄ­σκο­πα στ πε­διά­δα ν πη­δι­οῦν­ται κα ν κά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρους Χι­βί­τατς, ναί, ἔ­τσι τ συ­νερ­γεῖ­ο τ μά­ζε­ψε γρή­γο­ρα κα γύ­ρι­σε πί­σω.

        Ἀρ­γό­τε­ρα τ συ­νερ­γεῖ­ο ἐ­πέ­στρε­ψε στν πε­διά­δα, ἀ­φοῦ ὁ κό­σμος ἤ­θε­λε τώ­ρα ν ἀ­κού­σει τος συ­ναρ­πα­στι­κοὺς μύ­θους κα τς τε­λε­τουρ­γί­ες πε­ρὶ τς ἁ­πλό­τη­τας κα τς ὁ­μό­νοι­ας πο λε­γό­ταν πς χα­ρα­κτή­ρι­ζε τος Χι­βί­τατς. σκη­νο­θέ­της εἶ­χε δι­α­βά­σει κά­τι γι τ συ­ναρ­πα­στι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α τν ἰν­διά­νων τς Βο­ρεί­ου Ἀ­με­ρι­κῆς κα ἦ­ταν πε­πει­σμέ­νος πς ο Χι­βί­τατς θ εἶ­χαν ἀ­νά­λο­γες ἱ­στο­ρί­ες, τς ὁ­ποῖ­ες θ μπο­ροῦ­σε ν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει στν ται­νί­α του. Ὡ­στό­σο δν εἶ­χαν. Δν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε μί­α ἱ­στο­ρί­α γι τν Θε­ὸ το Ἥ­λιου, γι τ μη­τέ­ρα γ γι τν πα­νοῦρ­γο σκί­ου­ρο, ἔ­τσι τ συ­νερ­γεῖ­ο πῆ­ρε πι­κρα­μέ­νο τ δρό­μο τς ἐ­πι­στρο­φῆς.

 

        Οὔ­τε ἐ­μέ­να μ ἐν­δι­έ­φε­ραν ο Χι­βί­τατς, ἤ­θε­λα μό­νο ν πε­ρά­σω ἀ­πέ­ναν­τι στ Κόκ­κι­να Βου­νά.  

 

Με­σο­λά­βη­σε μιὰ μι­κρὴ παύ­ση, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ἐ­γὼ κοί­τα­ζα τρι­γύ­ρω γε­νι­κὰ καὶ ἀ­ό­ρι­στα. Ἔ­τσι τε­λει­ώ­νει; ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη. Ναί, ἀ­πάν­τη­σα.

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to J­ø­r­g­e­n­s­en, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­k­l­æ­r­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 1996.

 

P­a­b­lo H­e­n­r­ik L­l­a­m­b­í­as (Ἄλ­μπορκ, Δα­νί­α, 1964). Γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ μη­τέ­ρα Δα­νὴ καὶ πα­τέ­ρα Ἀρ­γεν­τί­νο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε τὸ 1996 μὲ μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ἔ­χει γρά­ψει σει­ρὰ μυ­θι­στο­ρη­μά­των κα­θὼς καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Δί­δα­ξε δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ σὲ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια καὶ τὸ φθι­νό­πω­ρο τοῦ 2009 ἔ­γι­νε πρύ­τα­νης τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Συγ­γρα­φι­κῆς Τέ­χνης τῆς Κο­πεγ­χά­γης.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ δα­νέ­ζι­κα:

Εὔ­η Ξη­ρο­με­ρί­τη (Ἀ­θή­να, 1979). Σπού­δα­σε Μη­χα­νι­κὸς Πε­ρι­βάλ­λον­τος στὸ Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο τῆς Κρή­της. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ δα­νέ­ζι­κα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Κο­πεγ­χά­γη.

  

Μπέννυ Ἄντερσεν (Benny Andersen): Ἀπ΄τὸ σπίτι ξυστά

 

 

Μπέν­νυ Ἄν­τερ­σεν (Benny Andersen)

 

Ἀ­π’ τὸ σπί­τι ξυ­στά

(Hus forbid)

 

Ε ΞΥΠΝΑΕΙ τὸ κου­δού­νι. Πε­τά­γο­μαι πά­νω καὶ ἔ­ξω.

Ἕ­νας νε­α­ρὸς μὲ ἀ­στυ­νο­μι­κὴ στο­λὴ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ ξε­δι­άντροπα.

         — Ἔ­χω ἔρ­θει νὰ μα­ζέ­ψω τὴν κό­ρη σας!

         — Ἡ κό­ρη μου ἔ­χει με­τα­κο­μί­σει ἐ­δῶ καὶ πολ­λὰ χρό­νια, ζεῖ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό.

        — Καὶ τό­τε ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τή; Μοῦ δεί­χνει τὴ γριὰ στὴν ἀ­να­πη­ρι­κὴ κα­ρέ­κλα ποὺ παί­ζει τὸ We shall overcome* στὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα.

        — Αὐ­τὴ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ μά­να μου.

        — Ἡ μά­να σου δὲν ἔ­χει παί­ξει πο­τὲ στὴ ζω­ή της φυ­σαρ­μό­νι­κα. Μὲ προ­σπερ­νά­ει ἀρ­γὰ καὶ μπαί­νει στὸ σπί­τι.

        — Ἕ­να λε­πτό, μὲ ποι­ό δι­καί­ω­μα…αὐ­τὸ ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου!

        Θαυ­μά­σια, τὸ κα­θι­στι­κὸ δὲν μοῦ θυ­μί­ζει ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα.

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ἀρ­πά­ζει ἕ­να-δυ­ὸ μῆ­λα ἀ­πὸ μιὰ πι­α­τέ­λα. Μπαί­νει στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

        — Καὶ ποι­οί εἶ­ναι τό­τε αὐ­τοὶ οἱ δυ­ό; Ἕ­να νε­α­ρὸ ζευ­γά­ρι κοι­μᾶ­ται στὸ δι­πλὸ κρε­βά­τι, κι οἱ δυ­ό τους γυ­μνοί. Δὲν τοὺς πρό­σε­ξα ὅ­ταν ση­κώ­θη­κα. Δὲν τοὺς ἔ­χω ξα­να­δεῖ. Ἢ κά­νω λά­θος; Μή­πως συμ­με­τεῖ­χα σὲ ἐ­ρω­τι­κὸ τρί­γω­νο χω­ρὶς νὰ τὸ ξέ­ρω;

        Τὸ ζευ­γά­ρι ση­κώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι, ντύ­νε­ται καὶ πη­γαί­νει στὴ κου­ζί­να χω­ρὶς νὰ μᾶς προ­σέ­ξει.

        Ἀ­π’ ἔ­ξω ἀ­κού­γον­ται γέ­λια νε­α­ρῶν κο­ρι­τσι­ῶν.

        — Καὶ ποι­ά εἶ­ναι τό­τε αὐ­τὰ τὰ κο­ρί­τσια;

        Ἂν καὶ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὰ βλέ­πω, ξε­στο­μί­ζω βι­α­στι­κά:  — Οἱ­ ἀ­δελ­φές μου – ἐν­νο­ῶ οἱ ἀ­νι­ψι­ές μου.

        Δὲν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ πό­σο χρο­νῶν εἶ­μαι, ἂν εἶ­μαι παν­τρε­μέ­νος, χω­ρι­σμέ­νος ἢ χῆ­ρος.

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς πε­τά­ει τὰ μῆ­λα ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μα­κριὰ ἔ­ξω στὸ δρό­μο. Τὰ κο­ρί­τσια τρέ­χουν ξε­φω­νί­ζον­τας νὰ τὰ πιά­σουν.

        Ἀ­να­κτῶ τὴν αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α μου: — Θὰ τη­λε­φω­νή­σω ἀ­μέ­σως στὸ δι­κη­γό­ρο μου!

        Ὅ­μως οἱ λέ­ξεις ποὺ τε­λι­κὰ ξε­στο­μί­ζω εἶ­ναι οἱ ἀ­κό­λου­θες: — Θὰ βά­λω ἀ­μέ­σως μπου­γά­δα! Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς κά­νει νὰ πέ­σει κά­τω, ση­κώ­νε­ται πά­λι ὄρ­θιος, πα­ρα­πα­τά­ει. — Μπο­ρῶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὴν του­α­λέ­τα σας;

        — Νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις; Μπο­ρεῖς νὰ τὴν πά­ρεις καὶ νὰ φύ­γεις. Δὲν ξέ­ρω ποὺ εἶ­ναι, αὐ­τὸ ἐ­δῶ δὲν εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου καὶ δὲν δί­νω δε­κά­ρα!

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ἀρ­χί­ζει νὰ κλα­ψου­ρί­ζει: — Εἶ­μαι τό­σο μὰ τό­σο κου­ρα­σμέ­νος.

        — Κου­ρα­σμέ­νος; Ἂμ ἐ­γὼ τί εἶ­μαι, ἔρ­χε­σαι καὶ μὲ ξυ­πνᾶς στὴ μέ­ση ἑνὸς ἐ­ρω­τι­κοῦ τρι­γώ­νου ποὺ οὔ­τε κὰν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ!

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς βγά­ζει κλαί­γον­τας τὴ στο­λή του καὶ μοῦ τὴ δί­νει:  — Ὁ­ρί­στε, εἶ­ναι ὅ­λη δι­κή σου —  καὶ συγ­γνώ­μη…

        Πέ­φτει στὸ δι­πλὸ κρε­βά­τι. Τὸν παίρ­νει ἀ­μέ­σως ὁ ὕ­πνος.

        Τὸ νε­α­ρὸ ζευ­γά­ρι ἔ­χει βά­λει μπρο­στὰ τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Τὰ νε­α­ρὰ κο­ρί­τσια τσι­ρί­ζουν ἐν­θου­σι­α­σμέ­να καὶ πε­τᾶ­νε κου­κού­τσια στὸ κα­τό­πι τους.

        Ἡ γριὰ ἔ­χει ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ πά­νω στὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα, ὅ­μως ἕ­να ἀ­δέ­σπο­το κου­κού­τσι τὴ βρί­σκει στὸ λαι­μὸ καὶ τὴ ξυ­πνά­ει. Ἀρ­χί­ζει ἀ­μέ­σως νὰ παί­ζει ἀ­π’ τὸ ση­μεῖ­ο ποὺ εἶ­χε στα­μα­τή­σει, κά­πως πα­ρά­φω­να αὐ­τὴ τὴ φο­ρά: We shall overcome…        

        Πρὶν τὸ αὐ­το­κί­νη­το ξε­κι­νή­σει, ἡ γυ­ναί­κα κα­τε­βά­ζει τὸ πα­ρά­θυ­ρο, κοι­τά­ζει πρὸς τὸ μέ­ρος μου, μοῦ κλεί­νει τὸ μά­τι καὶ κά­νει ἕ­να εἶ­δος χαι­ρε­τι­σμοῦ ἢ τὸ σῆ­μα τῆς νί­κης μὲ δύο δά­χτυ­λα.

        Ἀ­π’ ὅ,τι φαί­νε­ται ἡ χθε­σι­νὴ νύ­χτα ἦ­ταν μᾶλ­λον ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα.

   

      

* Θὰ Θρι­αμ­βεύ­σου­με! Τρα­γού­δι δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὸ τοῦ Κι­νή­μα­τος γιὰ τὰ Πο­λι­τι­κὰ Δι­και­ώ­μα­τα στὶς Η.Π.Α. (ἀγ­γλι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο).

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο: Kortprosa 1990-2003, Ἐ­πι­μέ­λεια Max Ipsen, Ἐκ­δό­σεις Systime, 2003. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση: 2001.

 

Benny Andersen (1929). Δα­νὸς τρα­γου­δο­ποι­ός, ποι­η­τής, μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, συν­θέ­της καὶ πι­α­νί­στας. Ὁ πιὸ πο­λυ­δι­α­βα­σμέ­νος, πο­λυ­τρα­γου­δι­σμέ­νος καὶ ἀ­γα­πη­μέ­νος ποι­η­τὴς τῆς Δα­νί­ας. Ἡ συλ­λο­γὴ μὲ τὰ ἅ­παν­τα ποιή­­μα­τά του ἔ­χει που­λή­σει πά­νω ἀ­πὸ 100.000 ἀν­τί­τυ­πα. Μέ­λος τῆς Δα­νι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας ἀ­πὸ τὸ 1972.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­λυ­τεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.

 

Εἰκόνα: Ἔργο τοῦ Pablo Picasso.

  

Max Ipsen: Πές μου, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, μὰ γρήγορα…

 

 

Μὰξ Ἴπ­σεν (M­ax I­p­s­en)

 

Πές μου, γιὰ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, μὰ γρή­γο­ρα….

– τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, κι ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα

 

[Fortæl mig det, for Guds skyld, men hurtigt…- et eksempel]

 

Ε Α­ΦΟΡ­ΜΗ τὴν ἔκ­δο­ση τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς ἀν­θο­λο­γί­ας μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος S­u­d­d­en F­i­c­t­i­on, οἱ ἐ­πι­με­λη­τές της ζή­τη­σαν ἀ­πὸ μιὰ σει­ρὰ ἀ­με­ρι­κα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων νὰ δώ­σουν τὸ δι­κό τους ὁ­ρι­σμὸ τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος. Ἕ­νας ἀ­πὸ αὐ­τούς, ὁ T­o­b­i­as W­o­l­ff, ἔ­δω­σε τὴν ἑ­ξῆς ἀ­πάν­τη­ση:

 

Ἤ­μουν ἐ­πι­βά­της σὲ ἕ­να λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ τὴν Οὐ­ά­σιγ­κτον. Τα­ξί­δευ­α ἤ­δη δύο μέ­ρες καὶ ἤ­μουν κου­ρα­σμέ­νος, πο­λὺ κου­ρα­σμέ­νος. Ἡ γυ­ναί­κα ποὺ κα­θό­ταν δί­πλα μου, μιὰ Γερ­μα­νί­δα μὲ εἰ­σι­τή­ριο χω­ρὶς συγ­κε­κρι­μέ­νο προ­ο­ρι­σμό, φλυ­α­ροῦ­σε ἀ­κα­τά­παυ­στα. Δὲν κα­τα­λά­βαι­να πολ­λὰ ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­λε­γε, ὅ­μως τὰ λί­γα ποὺ κα­τα­λά­βαι­να ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ γιὰ νὰ μὲ πεί­σουν πὼς δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου στὰ κα­λά της.

     Κον­τὰ στὸ Ρί­τσμοντ τὴν πῆ­ρε ἐ­πι­τέ­λους ὁ ὕ­πνος. Ἦ­ταν ἀρ­γὰ τὴ νύ­χτα. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἑ­λισ­σό­ταν ἀρ­γὰ στοὺς θλι­βε­ροὺς δρό­μους προ­σεγ­γί­ζον­τας τὸν σταθ­μό. Πή­ρα­με μιὰ στρο­φή, καὶ δί­πλα σὲ μιὰ λάμ­πα τοῦ δρό­μου εἶ­δα νὰ στέ­κον­ται ἕ­νας λευ­κὸς ἄν­τρας καὶ μιὰ μαύ­ρη γυ­ναί­κα. Ἡ γυ­ναί­κα φο­ροῦ­σε κί­τρι­νο φό­ρε­μα καὶ κρα­τοῦ­σε στὴ ἀγ­κα­λιά της ἕ­να μω­ρό. Μὲ τὸ κε­φά­λι ριγ­μέ­νο πρὸς τὰ πί­σω ἔ­δει­χνε πα­ρα­δο­μέ­νη στὸ γέ­λιο. Ὁ ἄν­τρας ἦ­ταν κοκ­κι­νο­μάλ­λης, μὲ σκλη­ρὴ ὄ­ψη, καὶ ἦ­ταν γυ­μνὸς ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ πά­νω. Τὸ δέρ­μα του ἔ­μοια­ζε νὰ ἐκ­πέμ­πει φῶς. Γε­λοῦ­σε πρὸς τὸ μέ­ρος τῆς γυ­ναί­κας, κι ἐ­κεί­νη εἶ­χε τὸ βλέμ­μα της καρ­φω­μέ­νο πά­νω του ἐ­νῶ γε­λοῦ­σε. Θρυμ­μα­τι­σμέ­να γυα­λιὰ λαμ­πο­κο­ποῦ­σαν δί­πλα στὰ πό­δια τους.

     Ὑ­πάρ­χει κά­τι ἀ­νά­με­σά τους, κά­τι στὴν ἴ­δια τὴ στιγ­μή, ποὺ μὲ κά­νει νὰ ἀ­να­κα­θί­σω καὶ νὰ στυ­λώ­σω τὰ μά­τια μου πά­νω τους. Μὰ τί εἶ­ναι αὐ­τό, τί ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει ἐ­δῶ; Για­τί δὲν μπο­ρῶ μὲ τί­πο­τα νὰ τοὺς ξε­χά­σω; Πές μου, γιὰ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, μὰ γρή­γο­ρα – εἶ­μαι κου­ρα­σμέ­νος, καὶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ὅ­που νά ‘ναι θὰ ξε­κι­νή­σει, κι αὐ­τὴ ἡ τρε­λὴ δί­πλα μου ἑ­τοι­μά­ζε­ται πά­λι νὰ μι­λή­σει.

 

Εἶ­ναι ἄ­ρα­γε αὐ­τὴ ἡ ἀ­πό­πει­ρα ὁ­ρι­σμοῦ τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος ἀ­πο­γο­η­τευ­τι­κή; Ὁ T­o­b­i­as W­o­l­ff δὲν μᾶς ἐ­ξη­γεῖ ἐ­ξάλ­λου τὶ εἶ­ναι τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα. Μή­πως ὡ­στό­σο προ­σπα­θεῖ νὰ μᾶς τὸ δεί­ξει; Ὁ T­o­b­i­as W­o­l­ff ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ἔμ­με­σα πὼς μὲ τὸ κεί­με­νό του μᾶς λέ­ει κά­τι γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα (αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε τοῦ ζη­τή­θη­κε), καὶ γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ἴ­σως εἶ­ναι γό­νι­μο νὰ ἐ­πα­νε­ξε­τά­σου­με τὸ κεί­με­νό του – τό­σο ὡς μιὰ δή­λω­ση γιὰ τὸ τὶ εἶ­ναι τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, ὅ­σο καὶ ὡς ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα τοῦ εἴ­δους.

         Τὸ κεί­με­νο τοῦ T­o­b­i­as W­o­l­ff δὲν ἔ­χει τίτ­λο. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης δὲν ἔ­χει στὴ δι­ά­θε­σή του κα­νέ­να στοι­χεῖ­ο ποὺ νὰ τοῦ ὑ­πο­δει­κνύ­ει πῶς θὰ πρέ­πει νὰ ἐ­κλά­βει τὸ κεί­με­νο αὐ­τό. Τὸ μό­νο ποὺ γνω­ρί­ζου­με εἶ­ναι πὼς ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ μιὰ συλ­λο­γὴ μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα κεί­με­να, τὰ ὁ­ποῖ­α μὲ με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια καὶ ἀ­με­σό­τη­τα ἐ­πι­χει­ροῦν νὰ δώ­σουν ἕ­ναν ὁ­ρι­σμὸ τοῦ ὅ­ρου μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, δη­λα­δὴ μα­ζὶ μὲ μιὰ σει­ρὰ μὴ-μυ­θο­πλα­στι­κῶν δο­κι­μί­ων. Σὲ τέ­τοι­ου τύ­που δο­κί­μια ταυ­τί­ζου­με κα­τὰ κα­νό­να χω­ρὶς ἰ­δι­αί­τε­ρη δυ­σκο­λί­α τὸ ἐ­γὼ ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται στὸ κεί­με­νο μὲ τὸν ἑ­κά­στο­τε συγ­γρα­φέ­α. Μπο­ροῦ­με λοι­πὸν νὰ ὑ­πο­θέ­σου­με πὼς οἱ ὑ­πό­λοι­ποι συγ­γρα­φεῖς, στοὺς ὁ­ποί­ους ζη­τή­θη­κε νὰ δώ­σουν ἕ­ναν ὁ­ρι­σμὸ τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος, μι­λοῦν ἐξ ἰ­δί­ου ὀ­νό­μα­τος ὅ­ταν γρά­φουν ἐ­γώ, κα­θὼς τί­πο­τα στὰ δο­κί­μιά τους δὲν ὑ­πο­δη­λώ­νει τὸ ἀν­τί­θε­το. Συμ­βαί­νει ὡ­στό­σο τὸ ἴ­διο μὲ τὸν T­o­b­i­as W­o­l­ff; Εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ κα­νεὶς μὲ τὴν πρώ­τη. Στὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ δὲν εἴ­χα­με ἰ­δέ­α γιὰ τὰ ὑ­πό­λοι­πα δο­κί­μια ποὺ ἀ­παρ­τί­ζουν τὴν ἀν­θο­λο­γί­α, θὰ τὸ ἐ­κλαμ­βά­να­με χω­ρὶς ἀμ­φι­βο­λί­α ὡς μυ­θο­πλα­σί­α. Πολ­λὰ εἶ­ναι τὰ στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ μᾶς ὁ­δη­γοῦ­σαν στὸ συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ μυ­θο­πλα­σί­α, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἡ πε­ρί­τε­χνη σύν­θε­σή του. Ἐ­φό­σον ὅ­μως γνω­ρί­ζου­με τὸ γε­νι­κό­τε­ρο πλαί­σιο, δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νὰ τὸ πα­ρα­βλέ­ψου­με, καὶ μπο­ροῦ­με ἑ­πο­μέ­νως νὰ ποῦ­με ὅ­τι τὸ σύν­το­μο κεί­με­νο τοῦ T­o­b­i­as W­o­l­ff κι­νεῖ­ται σὲ ἕ­να πε­δί­ο ἀ­νά­με­σα στὴ μυ­θο­πλα­σί­α καὶ τὴ μὴ-μυ­θο­πλα­σί­α. Εἶ­ναι ἄ­ρα­γε μιὰ αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κὴ ἀ­να­φο­ρά, μιὰ προ­σω­πι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α; Ἢ θὰ πρέ­πει κα­λύ­τε­ρα νὰ τὸ θε­ω­ρή­σου­με μιὰ σύν­το­μη πραγ­μα­τεί­α πε­ρὶ τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος, ἕ­να δο­κί­μιο; Μή­πως πρό­κει­ται γιὰ μιὰ δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κὴ κα­τα­γρα­φὴ ἑ­νὸς τα­ξι­διοῦ μὲ λε­ω­φο­ρεῖ­ο πρὸς τὴν Οὐ­ά­σιγ­κτον; Ἢ τε­λι­κὰ εἶ­ναι ἁ­πλὰ μιὰ μι­κρὴ ἱ­στο­ρί­α; Ἡ δυ­σκο­λί­α τοῦ ἀ­να­γνώ­στη νὰ ἀ­πο­φαν­θεῖ μὲ βε­βαι­ό­τη­τα πῶς πρέ­πει νὰ ἐ­κλά­βει τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι κά­τι ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα. Ἴ­σως ἐ­πει­δὴ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα εἶ­ναι ἕ­να λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος-κρά­μα, ἢ ἕ­να πε­δί­ο ὅ­που συ­ναν­τι­οῦν­ται χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ εἴ­δη – κά­ποι­οι του­λά­χι­στον αὐ­τὸ ὑ­πο­στη­ρί­ζου­ν(1). Στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ T­o­b­i­as W­o­l­ff δὲν εἴ­μα­στε σὲ θέ­ση νὰ ἀ­πο­φαν­θοῦ­με ἂν τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι μυ­θο­πλα­σί­α ἢ ὄ­χι, κι αὐ­τὸ μᾶς κά­νει νὰ αἰ­σθα­νό­μα­στε ἀ­να­σφα­λεῖς: Πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει κα­νεὶς ἕ­να κεί­με­νο, ὅ­ταν δὲν ξέ­ρει ἂν πρό­κει­ται γιὰ μυ­θο­πλα­στι­κὴ φαν­τα­σί­α ἢ γιὰ δο­κί­μιο πε­ρὶ ἑ­νὸς λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους;

        Ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὴ σύν­θε­ση, τὸ κεί­με­νο τοῦ W­o­l­ff πα­ρου­σιά­ζει ἐ­ξαι­ρε­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ ἡ ἀ­νά­λυ­σή του μπο­ρεῖ κάλ­λι­στα νὰ ξε­κι­νή­σει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ. Τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νο σὲ τρί­α μέ­ρη, ὅ­πως εὐ­κρι­νῶς ὑ­πο­δει­κνύ­ουν οἱ τρεῖς πα­ρά­γρα­φοί του. Στὸ πρῶ­το μέ­ρος πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε γιὰ ἕ­να ἐ­γὼ ποὺ τα­ξι­δεύ­ει μὲ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ τὴν Οὐ­ά­σιγ­κτον, κα­θι­σμέ­νο δί­πλα σὲ μιὰ πο­λυ­λο­γοῦ Γερ­μα­νί­δα πού, σύμ­φω­να πάν­τα μὲ τὸ ἐ­γώ, «δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου στὰ κα­λά της». Στὸ δεύ­τε­ρο μέ­ρος ὁ ἀ­φη­γη­τὴς πε­ρι­γρά­φει μιὰ σκη­νὴ ἐ­κτὸς τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου με­τα­ξὺ μιᾶς μαύ­ρης γυ­ναί­κας μὲ ἕ­να παι­δὶ στὴν ἀγ­κα­λιὰ καὶ ἑ­νὸς λευ­κοῦ ἄν­τρα. Στὸ τρί­το καὶ τε­λευ­ταῖ­ο μέ­ρος τὸ λε­ω­φο­ρεῖο εἶ­ναι ἕ­τοι­μο νὰ ξε­κι­νή­σει ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ στά­ση στὸ Ρί­τσμοντ, καὶ τὸ ἐ­γὼ συλ­λο­γί­ζε­ται τὴ σκη­νὴ τῆς ὁ­ποί­ας ἔ­γι­νε μάρ­τυ­ρας στὸ δεύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ κει­μέ­νου.

        Μιὰ σει­ρὰ κι­νή­σε­ων λαμ­βά­νει χώ­ρα στὰ τρί­α μέ­ρη τοῦ κει­μέ­νου. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο κι­νεῖ­ται πρὸς τὸ Ρί­τσμοντ, κά­νει ἐ­κεῖ μιὰ στά­ση καὶ ξε­κι­νά­ει πά­λι μὲ τε­λι­κὸ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν Οὐ­ά­σιγ­κτον, τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο περ­νά­ει δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν κί­νη­ση στὴ στα­σι­μό­τη­τα καὶ σὲ ἐκ νέ­ου κί­νη­ση, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να προ­σεγ­γί­ζει μιὰ πό­λη, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ σύν­το­μη στά­ση ἀ­φή­νει καὶ πά­λι πί­σω του. Ἡ γυ­ναί­κα-συ­νε­πι­βά­της φλυα­ρεῖ ἀ­κα­τά­παυ­στα στὸ πρῶ­το μέ­ρος, παύ­ει στὸ δεύ­τε­ρο, μὰ εἶ­ναι ἕ­τοι­μη νὰ μι­λή­σει καὶ πά­λι στὸ τρί­το. Τὸ ἐ­γὼ εἶ­ναι κου­ρα­σμέ­νο στὸ πρῶ­το μέ­ρος, ἡ σκη­νὴ τοῦ ἀ­πο­σπᾶ τὴν προ­σο­χὴ καὶ τὸν κά­νει νὰ ξε­χά­σει τὴν κού­ρα­σή του στὸ δεύ­τε­ρο, ἐ­νῶ στὸ τρί­το ἐμ­φα­νί­ζε­ται καὶ πά­λι κου­ρα­σμέ­νο. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης κι­νεῖ­ται ἀ­πὸ ἕ­να ἐ­γὼ ποὺ τὸ ἀ­πα­σχο­λεῖ ἡ δι­κή του κα­τά­στα­ση, σὲ ἕ­να ἐ­γὼ ποὺ στρέ­φει τὴν προ­σο­χή του σὲ μιὰ σκη­νὴ ποὺ δὲν τὸ ἀ­φο­ρᾶ, καὶ τέ­λος σὲ ἕ­να ἐ­γὼ ποὺ τὸ ἀ­πα­σχο­λεῖ ξα­νὰ ἡ κα­τά­στα­σή του, ἡ κού­ρα­σή του καὶ ἡ Γερ­μα­νί­δα. Κοι­νὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­λων τῶν κι­νή­σε­ων τοῦ κει­μέ­νου εἶ­ναι πὼς ὅ,τι ἰ­σχύ­ει στὸ πρῶ­το μέ­ρος, παύ­ει νὰ ἰ­σχύ­ει στὸ δεύ­τε­ρο, ἐ­νῶ στὸ τρί­το τὰ πράγ­μα­τα ἐ­πα­νέρ­χον­ται στὴν ἀρ­χι­κή τους κα­τά­στα­ση ἢ ἐ­ξε­λίσ­σον­ται πε­ραι­τέ­ρω. Τὸ πρῶ­το καὶ τὸ τρί­το μέ­ρος ἀ­πο­τε­λοῦν συ­νε­πῶς τὸ πλαί­σιο τοῦ δεύ­τε­ρου μέ­ρους, τὸ πλαί­σιο ἑ­νὸς ἀ­κα­τα­νό­η­του ἐ­πει­σο­δί­ου, τό­σο γιὰ τὸν ἀ­φη­γη­τὴ ὅ­σο καὶ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη. Δε­δο­μέ­νης τῆς ἔ­κτα­σής του, ἡ δο­μὴ τοῦ κει­μέ­νου εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ πε­ρί­πλο­κη, ὡ­στό­σο τὸ κεί­με­νο ἀ­πο­τε­λεῖ —ἀ­πὸ τὴν σκο­πιὰ τῆς σύν­θε­σης, κι ὄ­χι ἀ­πα­ραί­τη­τα τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου— μιὰ ἄρ­τια ὁ­λό­τη­τα.

        Τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι δο­μη­μέ­νο πά­νω σὲ μιὰ σει­ρὰ ἀν­τι­θέ­σε­ων – οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν εἶ­ναι λί­γες δε­δο­μέ­νης καὶ πά­λι τῆς ἔ­κτα­σής του. Κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση τῆς ἀ­νά­λυ­σης τῆς δο­μῆς τοῦ κει­μέ­νου μπο­ροῦ­με εὔ­κο­λα νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὴν κυ­ρί­αρ­χη ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξὺ κί­νη­σης καὶ στα­σι­μό­τη­τας (ἡ κί­νη­ση τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου, μὰ ἐ­πί­σης ἡ ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξὺ τοῦ νὰ εἶ­σαι κου­ρα­σμέ­νος καὶ νὰ χρει­ά­ζε­σαι ξε­κού­ρα­ση, καὶ τοῦ νὰ εἶ­σαι ὁ­μι­λη­τι­κὸς καὶ γε­μά­τος ἐ­νέρ­γεια, ὅ­πως ἡ Γερ­μα­νί­δα). Κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση τῆς ἀν­τί­θε­σης με­τα­ξὺ κί­νη­σης καὶ στα­σι­μό­τη­τας ἐν­το­πί­ζου­με τὴν ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξὺ τοῦ νὰ κι­νεῖ­σαι μὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο προ­ο­ρι­σμὸ (Οὐ­ά­σιγ­κτον) καὶ τοῦ νὰ κι­νεῖ­σαι χω­ρὶς προ­ο­ρι­σμὸ (ἡ γυ­ναί­κα ἔ­χει εἰ­σι­τή­ριο ποὺ ἰ­σχύ­ει παν­τοῦ). Μιὰ ἀ­κό­μη ἀν­τί­θε­ση λει­τουρ­γεῖ σὲ δύο δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ἐ­πί­πε­δα στὸ κεί­με­νο: ἡ ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξὺ ἄν­τρα καὶ γυ­ναί­κας – τό­σο μέ­σα ὅ­σο καὶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Στὰ πα­ρα­πά­νω μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μα νὰ προ­σθέ­σου­με τὴν ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξὺ τοῦ νὰ βρί­σκε­σαι μέ­σα στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο καὶ ἐ­κτὸς λε­ω­φο­ρεί­ου, καὶ με­τα­ξὺ τῆς μαύ­ρης γυ­ναί­κας καὶ τοῦ λευ­κοῦ ἄν­τρα, καὶ με­τα­ξὺ τοῦ νὰ εἶ­σαι ντυ­μέ­νος (ἀ­να­φέ­ρε­ται ρη­τὰ στὴν κα­τὰ τ’ ἄλ­λα λα­κω­νι­κὴ πε­ρι­γρα­φή της πὼς ἡ γυ­ναί­κα φο­ρά­ει κί­τρι­νο φό­ρε­μα) καὶ τοῦ νὰ εἶ­σαι γυ­μνός —ἢ μᾶλ­λον ἡ­μί­γυ­μνος— ὅ­πως ὁ ἄν­τρας. Τὸ κεί­με­νο δὲν εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως σύν­θε­το μό­νο ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη τῆς δο­μῆς, ἀλ­λὰ καὶ λό­γῳ τῶν συ­χνὰ δύ­σκο­λα ἐρ­μη­νεύ­σι­μων ἀν­τι­θέ­σε­ων ποὺ τὸ δι­α­τρέ­χουν.

        Τὸ δι­πο­λι­κὸ ζεῦ­γος κί­νη­ση-στα­σι­μό­τη­τα συ­νο­ψί­ζει πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ θε­με­λι­ώ­δη στοι­χεῖ­α τοῦ κει­μέ­νου, γε­γο­νὸς ποὺ ὑ­πο­δη­λώ­νει πὼς τὸ κεν­τρι­κὸ μή­νυ­μα πρέ­πει νὰ κρύ­βε­ται σὲ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ ζεῦ­γος. Σὲ ἕ­να πα­ράλ­λη­λο ἐ­πί­πε­δο, τὸ κεί­με­νο τοῦ T­o­b­i­as W­o­l­ff κρύ­βει μιὰ ἀ­κό­μη ἀν­τί­θε­ση ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν κί­νη­ση καὶ τὴ στα­σι­μό­τη­τα. Ἡ σκη­νὴ ποὺ δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται ἐ­κτὸς τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου, ὅ­πως τὴν πε­ρι­γρά­φει σὲ ἐ­μᾶς τὸ ἐ­γώ, εἶ­ναι μιὰ σχε­δὸν πα­γω­μέ­νη στιγ­μή. Κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ ἐμ­πλε­κό­με­να πρό­σω­πα δὲν κι­νεῖ­ται, τὰ γυα­λιὰ εἶ­ναι θρυμ­μα­τι­σμέ­να. Ὑ­πο­θέ­του­με πὼς πρέ­πει νὰ ὑ­πῆρ­ξε κί­νη­ση, ὅ­μως στὴν σκη­νὴ ὅ­πως μᾶς πε­ρι­γρά­φε­ται κά­θε κί­νη­ση ἔ­χει ἀ­να­στα­λεῖ. Ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς σκη­νῆς με­τα­ξὺ τῆς μαύ­ρης γυ­ναί­κας καὶ τοῦ λευ­κοῦ ἄν­τρα μπο­ρεῖ κάλ­λι­στα νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἕ­να γλωσ­σι­κὸ φω­το­γρα­φι­κὸ στιγ­μι­ό­τυ­πο (s­n­a­p­s­h­ot).

        Εἶ­ναι ἄ­ρα­γε πι­θα­νὸν νὰ πε­ρι­έ­χε­ται μιὰ κά­ποι­α δή­λω­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα σὲ αὐ­τὸ τὸ γλωσ­σι­κὸ s­n­a­p­s­h­ot; Εἶ­ναι πο­λὺ πι­θα­νόν, εἰ­δι­κὰ ἂν δι­α­βά­σου­με τὸ κεί­με­νο ὡς με­τα­λο­γο­τε­χνί­α [meta­fi­ction], δη­λα­δὴ ὡς ἕ­να λο­γο­τε­χνι­κὸ κεί­με­νο ποὺ δὲν εἶ­ναι μό­νο λο­γο­τε­χνί­α, ἀλ­λὰ ἐμ­πε­ρι­έ­χει μιὰ δή­λω­ση γι τὴν λο­γο­τε­χνί­α. Ἂν λοι­πὸν δι­α­βά­σου­με τὸ κεί­με­νο ὡς με­τα­λο­γο­τε­χνί­α, μπο­ροῦ­με νὰ ἰ­σχυ­ρι­στοῦ­με πὼς ὑ­πο­νο­εῖ­ται ἔμ­με­σα ἡ ἑ­ξῆς δή­λω­ση: Τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα πα­γώ­νει τὴ στιγ­μή. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α δὲν ση­μαί­νει πὼς τὴ στά­σι­μη στιγ­μὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ δι­α­δε­χθεῖ μιὰ και­νού­ρια κί­νη­ση – γιὰ πα­ρά­δειγ­μα μιὰ κί­νη­ση ἀ­πὸ τὴ με­ριὰ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Ναί, αὐ­τὴ ἡ κί­νη­ση εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­να­πό­φευ­κτη, κα­θὼς ὁ ἀ­να­γνώ­στης θὰ χρεια­στεῖ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ κεί­με­νο – καὶ αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ δύ­σκο­λη δου­λειά, εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν οἱ λέ­ξεις ποὺ ἔ­χει στὴ δι­ά­θε­σή του εἶ­ναι με­τρη­μέ­νες. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας φαί­νε­ται νὰ ἔ­χει ἀ­φή­σει με­γά­λο μέ­ρος τῆς δου­λειᾶς πά­νω μας, ἢ του­λά­χι­στον με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χου­με συ­νη­θί­σει. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης πρέ­πει νὰ συμ­πλη­ρώ­σει μό­νος ὅ­λα τὰ κε­νά. «Μὰ τί εἶ­ναι αὐ­τό, τί ἀ­κρι­βῶς συμ­βαί­νει ἐ­δῶ;» ἀ­να­ρω­τι­έ­ται τὸ ἐ­γὼ τοῦ κει­μέ­νου, καὶ τὸ ἴ­διο πρέ­πει νὰ ἀ­να­ρω­τη­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς ὡς ἀ­να­γνῶ­στες τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος. Τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα εἶ­ναι τό­σο αἰ­νιγ­μα­τι­κὸ καὶ δύ­σκο­λα ἐρ­μη­νεύ­σι­μο, ὅ­σο ἡ σκη­νὴ ποὺ δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται ἐ­κτὸς τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου. «Για­τὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ τοὺς ξε­χά­σω»; ἀ­να­ρω­τι­έ­ται ὁ ἥ­ρω­ας, καὶ αὐ­τὴ ἡ ἐ­ρώ­τη­ση μᾶς ὁ­δη­γεῖ στὴν καρ­διὰ τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος: Οἱ ἀ­ρι­στο­τέ­χνες τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος εἶ­ναι ἱ­κα­νοὶ μὲ λί­γες λέ­ξεις νὰ πλά­σουν σκη­νὲς ποὺ πα­ρα­μέ­νουν τό­σο ζων­τα­νὲς στὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, ὥ­στε τοῦ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ τὶς ξε­χά­σει, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ συ­νε­χί­ζει τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ νο­ή­μα­τός τους. Εἶ­ναι φο­ρὲς ποὺ ὁ ἀ­να­γνώ­στης κα­τα­φέρ­νει νὰ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τὴ ση­μα­σί­α τους, ἐ­νῶ εἶ­ναι φο­ρὲς ποὺ ἁ­πλὰ ἀ­πο­τυγ­χά­νει.

        Σὲ ἕ­να πρω­ταρ­χι­κὸ ἐ­πί­πε­δο τὸ κεί­με­νο τοῦ T­o­b­i­as W­o­l­ff λει­τουρ­γεῖ ὡς μία δή­λω­ση ποὺ δεί­χνει (s­h­o­w­i­ng) ἀν­τὶ νὰ λέ­γει (t­e­l­l­i­ng)(2). Ὡ­στό­σο ὁ Wolff δὲν μᾶς πα­ρου­σιά­ζει αὐ­τοὺς τοὺς δύο τρό­πους ἀ­φή­γη­σης μό­νο μ τὸ κεί­με­νό του, τὸ κά­νει πα­ράλ­λη­λα καὶ μέ­σα στὸ κεί­με­νό του. Ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ πρώ­του μέ­ρους πὼς ἡ Γερ­μα­νί­δα, σύμ­φω­να πάν­τα μὲ τὸ ἐ­γώ, «δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου στὰ κα­λά της» καὶ ἡ ἀ­να­φο­ρὰ σὲ ἐ­κεί­νη ὡς «τρε­λὴ» στὸ τρί­το, κα­τα­δει­κνύ­ουν πὼς σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση ὁ ἀ­φη­γη­τὴς κά­νει χρή­ση τοῦ λέ­γω, εἶ­ναι δη­λα­δὴ ἐ­πε­ξη­γη­μα­τι­κός. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης παίρ­νει ἄ­με­σα τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α πὼς ἡ γυ­ναί­κα εἶ­ναι ψυ­χι­κὰ δι­α­τα­ραγ­μέ­νη, καὶ δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­να­λύ­σει μό­νος του τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ τῆς γυ­ναί­κας. Ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς σκη­νῆς ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­θέ­τως πα­ρά­δειγ­μα τοῦ δεί­χνω. Σὲ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση ὁ ἀ­φη­γη­τὴς πα­ρα­λεί­πει νὰ ἐ­πε­ξη­γή­σει τὴν ση­μα­σί­α τῆς σκη­νῆς καὶ ὁ ἀ­να­γνώ­στης εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ βγά­λει τὰ δι­κά του συμ­πε­ρά­σμα­τα. Τὸ μό­νο ποὺ ἔ­χου­με στὴ δι­ά­θε­σή μας εἶ­ναι μιὰ οὐ­δέ­τε­ρη κα­τα­γρα­φὴ τοῦ τί συμ­βαί­νει στὴ γω­νί­α τοῦ δρό­μου, στὸ σύν­το­μο αὐ­τὸ δι­ά­στη­μα ποὺ τὸ ἐ­γὼ πα­ρα­τη­ρεῖ τὴ σκη­νὴ ἀ­πὸ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Ὁ ἀ­φη­γη­τὴς εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ κα­τα­νο­ή­σει καὶ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὴν δι­κή του κα­τά­στα­ση στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο, ὅ­που βρί­σκε­ται κα­θι­σμέ­νος δί­πλα στὴ Γερ­μα­νί­δα, καὶ γιὰ τὸ λό­γο αὐ­τὸ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς τὴν ἐ­πε­ξη­γή­σει. Ὁ ἀ­φη­γη­τὴς ὡ­στό­σο δὲν εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ κα­τα­νο­ή­σει ἢ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὴ σκη­νὴ μὲ τὴ μαύ­ρη γυ­ναί­κα, τὸ παι­δὶ καὶ τὸν λευ­κὸ ἄν­τρα, εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ μᾶς δεί­ξει τὴν κα­τά­στα­ση. Ἡ σκη­νὴ αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὸν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο καὶ μυ­στη­ρια­κὸ πυ­ρή­να τοῦ σύν­το­μου κει­μέ­νου.

        Τὰ πα­ρα­πά­νω χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­να­λύ­σα­με στὸ κεί­με­νο τοῦ W­o­l­ff, μπο­ροῦν νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν νὰ ὁ­ρί­σου­με τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ὡς λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος. Τὸ πρῶ­το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ποὺ ἐν­το­πί­σα­με ἦ­ταν πὼς δὲν μᾶς ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ κα­τα­τά­ξου­με τὸ κεί­με­νο σὲ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο εἶ­δος. Οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ κα­τα­πι­ά­νον­ται μὲ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα συ­χνὰ ἐ­κμε­ταλ­λεύ­ον­ται αὐ­τὴ τὴν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα, καὶ αὐ­τὸ ποὺ τὴν προ­κά­λε­σε στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ W­o­l­ff ἦ­ταν ὁ σκο­πὸς γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο γρά­φτη­κε τὸ κεί­με­νο. Σὲ ἄλ­λα κεί­με­να ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι ἔ­τσι σκη­νο­θε­τη­μέ­νο, ὥ­στε νὰ δί­νει ἠ­θε­λη­μέ­να τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς ἀ­νή­κει σὲ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο εἶ­δος. Μὲ ἄλ­λα λό­για: Τὰ δι­ά­φο­ρα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη καὶ ταυ­τό­χρο­να οἱ δι­κές μας προσ­δο­κί­ες ἀ­πὸ αὐ­τὰ μπαί­νουν συ­χνὰ στὸ παι­χνί­δι, ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα.

        Τὸ κεί­με­νο τοῦ W­o­l­ff εἶ­ναι σύν­θε­το, ἂν καὶ μὲ μιὰ πρώ­τη μα­τιὰ φαν­τά­ζει ἴ­σως ἁ­πλό. Τὸ γε­γο­νὸς πὼς ὁ W­o­l­ff ἐ­πι­τυγ­χά­νει ἕ­ναν τέ­τοι­ο βαθ­μὸ πο­λυ­πλο­κό­τη­τας μὲ τό­σες λί­γες γραμ­μὲς ση­μαί­νει πὼς τὸ κεί­με­νο ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ συμ­πτυγ­μέ­νη καὶ συμ­πυ­κνω­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση: Πο­λὺ πε­ρι­ε­χό­με­νο συμ­πι­ε­σμέ­νο σὲ λί­γο χῶ­ρο. Ἡ σύμ­πτυ­ξη καὶ ἡ συμ­πύ­κνω­ση εἶ­ναι δύο θε­με­λι­ώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ο συ­χνὰ ἐ­πι­κεν­τρώ­νε­ται σὲ ἕ­να μό­νο πε­ρι­στα­τι­κό, μί­α μό­νο σκη­νὴ ἢ σὲ με­ρι­κὰ κεν­τρι­κὰ πε­ρι­στα­τι­κά. Ἡ σύμ­πτυ­ξη καὶ ἡ συμ­πύ­κνω­ση πραγ­μα­τώ­νον­ται στὸ κεί­με­νο μὲ δύο δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς τρό­πους, ὡ­στό­σο ὁ ἀ­να­γνώ­στης αἰ­σθά­νε­ται καὶ στὶς δύο πε­ρι­πτώ­σεις πὼς ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἔ­χει κά­νει πε­ρι­κο­πές. Ὅ­ταν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἡ πλο­κὴ ἐ­πι­κεν­τρώ­νε­ται σὲ μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη σκη­νή, τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ ὁ­δή­γη­σαν σὲ αὐ­τὴ τὴ σκη­νὴ πα­ρα­λεί­πον­ται, πρὸς ὄ­φε­λος μιᾶς πιὸ λε­πτο­με­ρεια­κῆς πε­ρι­γρα­φῆς τῆς σκη­νῆς. Ὅ­ταν ἀν­τι­θέ­τως στὸ ἐ­πί­κεν­τρο βρί­σκε­ται ἕ­να πιὸ ἐ­κτε­τα­μέ­νο πε­ρι­στα­τι­κό, ἡ λε­πτο­με­ρεια­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς κά­θε στιγ­μῆς πα­ρα­λεί­πε­ται πρὸς ὄ­φε­λος τοῦ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ση­μαν­τι­κοῦ πε­ρι­στα­τι­κοῦ. Ἡ ρή­ση τοῦ Ἰ­ού­λιου Καί­σα­ρα «Ἦλ­θα, εἶ­δα, ἐ­νί­κη­σα» ἀ­πο­τε­λεῖ πα­σί­γνω­στο καὶ ρι­ζο­σπα­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τοῦ τοῦ τρό­που ἐ­ξι­στό­ρη­σης – τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ἱ­στο­ρί­ας πα­ρα­λεί­πε­ται, ὡ­στό­σο ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ πλο­κή, ἂν καὶ σκι­α­γρα­φεῖ­ται μὲ λί­γες λέ­ξεις, εἶ­ναι ἐ­παρ­κής. Ἡ πο­λυ­πλο­κό­τη­τα τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος ὀ­φεί­λε­ται μὲ ἄλ­λα λό­για σὲ ἕ­ναν ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς δύο τύ­πους σύμ­πτυ­ξης καὶ συμ­πύ­κνω­σης. Στὴ δι­ά­θε­σή μας ἔ­χου­με μό­νο λί­γες λέ­ξεις, μὰ αὐ­τὲς οἱ λέ­ξεις ἔ­χουν με­γά­λη ση­μα­σί­α.

        Ἡ πο­λυ­πλο­κό­τη­τα ἑ­νὸς μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα νὰ ὀ­φεί­λε­ται στὸ γε­γο­νὸς πὼς ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἀ­πο­κρύ­πτει πλη­ρο­φο­ρί­ες μὲ ἄλ­λους τρό­πους, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα μὲ τὸ νὰ κά­νει χρή­ση τοῦ δεί­χνω ἀν­τὶ τοῦ λέ­γω. Οἱ ἐ­ξη­γή­σεις συ­χνὰ πε­ρι­κό­πτον­ται καὶ ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἐ­πι­λέ­γει νὰ μᾶς δεί­ξει ἀν­τὶ νὰ μᾶς ἐ­ξη­γή­σει τὰ γε­γο­νό­τα. Ἡ τε­χνι­κὴ αὐ­τὴ μπο­ρεῖ νὰ κά­νει τὰ γε­γο­νό­τα, τῶν ὁ­ποί­ων τὸ νό­η­μα μό­νο ὑ­πο­νο­εῖ­ται, νὰ φαν­τά­ζουν μυ­στη­ρια­κὰ στὰ μά­τια τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, ἐ­νῶ ἡ συ­χνὰ πε­ρί­πλο­κη δο­μὴ ὑ­περ­το­νί­ζει τὸ μυ­στη­ρια­κὸ στοι­χεῖ­ο.

        Ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νον­τας μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με πὼς οἱ συγ­γρα­φεῖς μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των συ­χνὰ παί­ζουν μὲ τὶς προσ­δο­κί­ες το ἀ­να­γνώ­στη σὲ σχέ­ση μὲ τὰ δι­ά­φο­ρα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη, πὼς τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα εἶ­ναι ἕ­να πε­ρί­πλο­κο εἶ­δος, μιὰ συμ­πτυγ­μέ­νη καὶ συμ­πυ­κνω­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση, πὼς οἱ συγ­γρα­φεῖς μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των κά­νουν συ­χνὰ χρή­ση τῆς τε­χνι­κῆς τοῦ δεί­χνω, καὶ πὼς τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα συ­χνὰ φαν­τά­ζει μυ­στη­ρια­κό.

 

ΣΗ­ΜΕΙ­Ω­ΣΕΙΣ

         1. Στὸν ἐ­πί­λο­γο τῆς Ἀν­θο­λο­γί­ας δα­νέ­ζι­κης πρό­ζας [A­n­t­o­l­o­gi af d­a­n­sk k­o­r­t­p­r­o­sa], οἱ δύο ἐ­πι­με­λη­τὲς J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to J­o­r­g­e­n­s­en, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὡς συγ­γρα­φεῖς ἔ­χουν γρά­ψει καὶ συ­νε­χί­ζουν νὰ γρά­φουν μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα, ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γοῦν ὑ­πὲρ αὐ­τῆς τῆς ἄ­πο­ψης. Θε­ω­ροῦν τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα «ἕ­να εἶ­δος-κρά­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἔν­το­να ἀ­πὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ στοι­χεῖ­α, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἀ­πὸ λυ­ρι­κά, στο­χα­στι­κά, προ­σω­πι­κὰ καὶ δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κά. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἴ­σως πιὸ συ­νε­τὸ νὰ τὸ ἀ­πο­κα­λέ­σου­με ἕ­να εἶ­δος-πε­δί­ο, δη­λα­δὴ ἕ­να πε­δί­ο ὅ­που ποι­κί­λες λο­γο­τε­χνι­κὲς ἀ­ρε­τὲς τί­θεν­ται ἡ μί­α δί­πλα στὴν ἄλ­λη μὲ στό­χο νὰ συ­νυ­πάρ­ξουν ἁρ­μο­νι­κὰ ἢ νὰ δη­μι­ουρ­γή­σουν κον­τρά­στ». (B­r­i­x­v­o­ld καὶ J­o­r­g­e­n­s­en 1998, σελ. 169)

        2. Δύο εἶ­ναι οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς τε­χνι­κὲς ἀ­φή­γη­σης ποὺ ὑ­φί­σταν­ται: show­ing καὶ tel­ling, δη­λα­δὴ ἡ τε­χνι­κὴ ὅ­που ὁ συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει τὰ πρό­σω­πα καὶ τὶς πρά­ξεις τους καὶ ἡ τε­χνι­κὴ ὅ­που λέ­γει γι’ αὐ­τά. Ὅ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας δεί­χνει, ἀρ­κεῖ­ται στὸ νὰ πα­ρου­σιά­σει τὰ πρό­σω­πα καὶ τὶς πρά­ξεις τους, καὶ ἀ­φή­νει τὸν ἀ­να­γνώ­στη νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει μό­νος του τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πὸ αὐτά. Ὅταν ὁ συγγραφέας λέγει, ἐξηγεῖ τὰ κίνητρα πίσω ἀπὸ τὶς πράξεις τῶν προσώπων.

 

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο: Kortprosa 1990-2003, Ἐ­πι­μέ­λεια Max Ipsen, Ἐκ­δό­σεις Systime, 2003.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­λυ­τεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.

 

Morten Søndergaard: Δὲν τοῦ ἀρέσει

 

 

Μόρ­τεν Σί­νεγ­κορ (Morten Søndergaard)

 

Δὲν τοῦ ἀ­ρέ­σει

(H­an k­an i­k­ke l­i­de d­et)

 

ΕΝ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕΙ, συμ­βαί­νει ὅ­ταν ξυ­πνά­ει τὸ πρω­ί, ὅ­ταν δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα ἂν ἁ­πλώ­σει τὸ χέ­ρι του, ὅ­ταν δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα νὰ κά­νει. Μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει τη­λε­ό­ρα­ση, ἢ ἁ­πλῶς νὰ κοι­τά­ζει ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μὰ ὅ­ταν γυ­ρί­σει τὸ κε­φά­λι καὶ ἀ­πο­στρέ­ψει τὸ βλέμ­μα, αὐ­τὸ ποὺ μό­λις ἔ­βλε­πε δι­α­γρά­φει μιὰ κυ­κλι­κὴ τρο­χιὰ πά­νω στὸν ἀμ­φι­βλη­στρο­ει­δῆ. Ἀ­πο­στρέ­φει τὸ βλέμ­μα. Τὸ ἀ­πο­στρέ­φει καὶ τὸ γυ­ρί­ζει. Αὐ­τὸ ποὺ βλέ­πει, δὲν λέ­ει νὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ, τὸ ὀ­πτι­κὸ πε­δί­ο ἐ­πι­κά­θε­ται βα­ρὺ σὰν κολ­λώ­δης οὐ­σί­α ποὺ ἔ­χει ξε­ρα­θεῖ, σὰν σφι­χτὸ στρῶ­μα δέρ­μα­τος, ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ δι­α­πε­ρά­σει προ­κει­μέ­νου νὰ δεῖ κά­τι και­νού­ριο. Ὁ κό­σμος μέ­νει γαν­τζω­μέ­νος στὰ μά­τια του, μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ πι­εῖ κά­τι ἢ θὰ κα­πνί­σει. Τό­τε εὐ­τυ­χῶς παύ­ει, ὁ κό­σμος γλι­στρά­ει λί­γο πα­ρα­κά­τω, ὑ­πάρ­χουν μι­κρο­σκο­πι­κὰ γλωσ­σί­δια ποὺ τὰ μά­τια μπή­γουν στὰ ἰ­δω­μέ­να, κι ἐ­κεῖ­να γλι­στροῦν παίρ­νον­τας τὴ θέ­ση τους στὸ μυα­λό. Ἔ­τσι ἐ­κεῖ­νος μπο­ρεῖ γιὰ πα­ρά­δειγ­μα νὰ ἀ­τε­νί­ζει γιὰ ὦ­ρες τὴν σκε­πὴ τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι σπι­τιοῦ, νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ πῶς τὸ χρῶ­μα ἀλ­λά­ζει ἀ­πὸ γκρὶ σὲ κί­τρι­νο καὶ ρο­ζέ. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς εἶ­ναι λὲς καὶ δὲν εἶ­ναι πλέ­ον τὰ μά­τια, αὐ­τὰ ποὺ βλέ­πουν, ἀλ­λὰ ἡ ἴ­δια ἡ σκε­πὴ ποὺ τε­λι­κὰ γλι­στρά­ει μέ­σα στὸ κα­θι­στι­κὸ γιὰ νὰ ἐ­ξε­τά­σει τὸ πρό­σω­πό του σὰν ὀρ­θά­νοι­χτη κό­ρη.

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to Jø­r­g­e­n­sen, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­klær­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998.

 

Morten Søndergaard (Κο­πεγ­χά­γη, 1964). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, ἐκ­δό­της λογοτεχνικῶν περιοδικῶν καὶ ἔχει μεταφράσει με­τα­ξὺ ἄλλων ἔργα τοῦ Jorge Luis Borges. Πρώ­τη του ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή: Sahara i mi­ne hænder (Ἡ Σα­χά­ρα στὰ χέ­ρια μου, 1992).

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­λυ­τεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.

 

Max Ipsen: Ἑπτὰ θέσεις γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα

 

 

Μὰξ Ἴπ­σεν (M­ax I­p­s­en)

 

Ἑ­πτὰ θέ­σεις γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα

[S­yv p­u­n­k­t­er om k­o­r­t­p­r­o­sa]

 

 ΓΕΡ­ΜΑ­ΝΟΣ ΣΥΓ­ΓΡΑ­ΦΕ­ΑΣ Walter Höllerer (1), (μι­κρο)δι­η­γη­μα­το­γρά­φος με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ἐ­πι­χεί­ρη­σε ἤ­δη τὸ 1962 σὲ ἕ­να ἄρ­θρο του μὲ τίτ­λο «D­ie K­u­r­ze F­o­rm d­er P­r­o­sa» [«Ἡ πρό­ζα στὴ σύν­το­μη ἐκ­δο­χή της»] (2) νὰ ἐν­το­πί­σει τὰ ἰ­δι­αί­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος.

         Τὸ ἄρ­θρο τοῦ Walter Höllerer εἶ­ναι με­τα­ξὺ ἄλ­λων χρή­σι­μο ἐ­πει­δὴ εἰ­σά­γει ἑ­πτὰ θέ­σεις ποὺ μᾶς βο­η­θοῦν νὰ ὁ­ρί­σου­με κα­λύ­τε­ρα τὸ εἶ­δος τοῦ μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος:

 

     1. Τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα αἰχ­μα­λω­τί­ζει τὴ στιγ­μή. Ἔμ­φα­ση δί­νε­ται σὲ με­μο­νω­μέ­να πρό­σω­πα, πράγ­μα­τα ἢ κα­τα­στά­σεις, ἐ­νῶ ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α κα­τέ­χουν με­μο­νω­μέ­νες λέ­ξεις καὶ με­μο­νω­μέ­νες κι­νή­σεις.

    2. Στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἡ δι­α­φο­ρὰ με­τα­ξὺ τοῦ οὐ­σι­ώ­δους καὶ τοῦ μὴ οὐ­σι­ώ­δους εἶ­ναι θο­λή. Κά­τι τὸ ἀ­σή­μαν­το μπο­ρεῖ ξαφ­νι­κὰ νὰ με­τα­τρα­πεῖ σὲ κά­τι οὐ­σι­ῶ­δες, ἐ­νῶ ἀν­τί­στρο­φα τὸ πα­ρα­δο­σια­κὰ οὐ­σι­ῶ­δες μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­κτή­σει δευ­τε­ρεύ­ου­σα ση­μα­σί­α.

    3. Στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἡ ἐ­ξι­στό­ρη­ση εἶ­ναι συ­χνὰ ὑ­παι­νι­κτι­κή, καὶ συ­νε­πῶς τὰ γε­γο­νό­τα φαν­τά­ζουν δι­φο­ρού­με­να καὶ χα­ο­τι­κά.

    4. Στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα τὸ ὑ­πο­κεί­με­νο καὶ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο (πρό­σω­πα καὶ πράγ­μα­τα) προ­σεγ­γί­ζουν τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο. Σὲ πολ­λὲς μά­λι­στα πε­ρι­πτώ­σεις ἡ ἀ­πό­στα­ση με­τα­ξὺ ὑ­πο­κει­μέ­νου καὶ ἀν­τι­κει­μέ­νου ἐ­ξα­λεί­φε­ται παν­τε­λῶς.

    5. Στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἡ πλο­κὴ ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται σὲ με­μο­νω­μέ­νες πα­ρα­γρά­φους.

    6. Στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ὁ ἀ­φη­γη­τὴς δὲν προ­σπα­θεῖ νὰ κρύ­ψει τὸ γε­γο­νὸς πὼς ἀ­φη­γεῖ­ται – τὸ ἀ­φή­νει ἀν­τι­θέ­τως νὰ φα­νεῖ ἀ­νοι­χτὰ καὶ εἶ­ναι αἰ­σθη­τὰ πα­ρὼν στὸ κεί­με­νο ὡς ἀ­φη­γη­τής.

    7. Στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἡ πλο­κὴ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὸ σῶ­μα τοῦ κει­μέ­νου καὶ δὲν ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μὲ τὸ τέ­λος τοῦ κει­μέ­νου – εἶ­ναι ἀ­κα­τά­λη­κτη. Τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἔ­χει συ­χνὰ ἀ­νοι­χτὴ ἀρ­χὴ καὶ ἀ­νοι­χτὸ τέ­λος.

 

 

 

(1) W­a­l­t­er H­ö­l­l­e­r­er (1922-2003). Γερ­μα­νὸς ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, ἐκ­δό­της. Σπού­δα­σε Θε­ο­λο­γί­α, Ἱ­στο­ρί­α, Φι­λο­σο­φί­α, ρω­μα­νι­κὲς γλῶσ­σες καὶ Λο­γο­τε­χνί­α. Ἔ­γι­νε γνω­στὸς μὲ τὸ ποι­η­τι­κό του βι­βλί­ο D­er a­n­d­e­re G­a­st (Ὁ ἄλ­λος κα­λε­σμέ­νος). Ἐκ­δό­της μὲ τὸν H­a­ns B­e­n­d­er τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ γιὰ τὴν ποί­η­ση A­k­z­e­n­te ἀ­πὸ τὸ 1954 ἕ­ως τὸ 1967. (Σ.τ.Ἐ.)

(2) Walter Höllerer: “Die kurze Form der Prosa”. Στὸ: Akzente 9 (1962) Heft 3. S. 226-245. (Σ.τ.Ἐ.)

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο: Kortprosa 1990-2003, Ἐ­πι­μέ­λεια Max Ipsen, Ἐκ­δό­σεις Systime, 2003.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­λυ­τεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.

 

Peter Seeberg: Ἡ δημιουργία ἑνὸς δωματίου

 

 

Πῆ­τερ Σή­ημ­περκ (P­e­t­er S­e­e­b­e­rg)

 

Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νὸς δω­μα­τί­ου

(Udvikling af et rum)

 

ΑΡΕ ΔΥΟ ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἐ­πί­πε­δα ἐ­πί­πε­δα καὶ το­πο­θέ­τη­σέ τα κά­θε­τα με­τα­ξύ τους, ἔ­τσι θὰ ἔ­χεις κά­νει μιὰ κα­λὴ ἀρ­χή. Ἂν ἡ γω­νί­α δὲν βγεῖ ἀ­κρι­βῶς 90 μοῖ­ρες, τὸ δω­μά­τιο ἔ­χει ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ λέ­ει κά­τι πα­ρα­πά­νω γιὰ τὸ ποι­όν του. Ἡ μὲ μέ­τρο στρε­βλό­τη­τα εἶ­ναι μιὰ ἐ­παρ­κὴς γλώσ­σα.

          Σκέ­ψου κα­λά. Δὲν χρει­ά­ζε­σαι σφυ­ρί, οὔ­τε πρό­κες. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὰ ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα. Στρῶ­σε ἕ­να χα­λά­κι εἰ­σό­δου ἐ­κεῖ στὴν ἄ­κρη, γιὰ νὰ ξέ­ρουν ὅ­λοι, ὅ­σοι ἔρ­θουν ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­πὸ ποῦ νὰ μποῦν – πόρ­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη.

          Γρά­ψε νε­ρὸ ἢ γρά­ψε Εἰ­ρη­νι­κὸς Ὠ­κε­α­νὸς σὲ μιὰ κα­τάλ­λη­λη γω­νί­α, ἔ­τσι τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο δὲν θὰ εἶ­ναι μα­κριά, κι ἐ­κεῖ­να τὰ κιά­λια, ποὺ ἀ­γό­ρα­σες προ­χθές, θὰ φα­νοῦν χρή­σι­μα.

          Σή­κω καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω. Ἔ­χεις φτιά­ξει ἕ­να μπαλ­κό­νι.

          Ἤ­δη τὸ πρῶ­το αὐ­το­κί­νη­το περ­νά­ει τώ­ρα ἀ­π’ ἔ­ξω στὸ δρό­μο. Ἡ καγ­κε­λό­πορ­τα τρί­ζει. ­Ἕ­νας κα­λε­σμέ­νος ἀ­νε­βαί­νει μὲ βα­ριὰ βή­μα­τα τὶς σκά­λες καὶ χτυ­πά­ει. Χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ χα­λά­κι εἰ­σό­δου καὶ κρα­τά­ει ἕ­να μπου­κά­λι οὐ­ί­σκι.

          Περ­νᾶ­τε κα­λά. Ὡ­στό­σο κα­τα­φθά­νουν κι ἄλ­λοι. Οἱ κά­τοι­κοι τῆς ὑ­φη­λί­ου θέ­λουν νὰ σοῦ κά­νουν ἐ­πί­σκε­ψη. Πα­ρα­λαμ­βά­νεις μπου­κέ­τα καὶ σο­κο­λά­τες, κι ἐ­κεί­νη ποὺ τό­σο πο­λὺ θέ­λεις νὰ δεῖς νὰ χα­μο­γε­λά­ει, στέ­κε­ται ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὰ κάγ­κε­λα κά­τω στὴν πα­ρα­λί­α καὶ κοι­τά­ζει μὲ τὰ κιά­λια τὸν Εἰ­ρη­νι­κό.

          — Γιὰ φαν­τά­σου νὰ μπο­ρού­σα­με νὰ δοῦ­με ὣς τὴ Χα­βά­η, λέ­ει.

          Κι ἕ­νας ἄλ­λος κα­λε­σμέ­νος, ὀ­νει­ρο­πο­λών­τας: — Ἢ ἀ­κό­μη πα­ρα­πέ­ρα ὣς τὴν Ἰ­α­πω­νί­α.

 

Ὅ­μως ἐ­σὺ ξέ­ρεις πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, για­τὶ ἡ γῆ εἶ­ναι κυρ­τή, ἐ­νῶ τὸ δω­μά­τιό σου ὄ­χι. Συ­νε­χί­ζει ὅ­λο εὐ­θεί­α.

 

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to Jø­r­g­e­n­sen, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­klær­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση: 1990.

 

P­e­t­er S­e­e­b­e­rg (1925-1999). Δα­νὸς μον­τερ­νι­στὴς συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ στὸ ἔρ­γο του ἐ­ξε­ρεύ­νη­σε κυ­ρί­ως τὰ ὅ­ρια τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ καὶ τῆς ἴ­διας της ζω­ῆς. Ἔ­κα­νε τὸ ντεμ­ποῦ­το του τὸ 1956 μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα B­i­p­e­r­s­o­n­e­r­ne (Δευ­τε­ρεύ­ον­τα πρό­σω­πα) καὶ τι­μή­θη­κε μὲ πλῆ­θος βρα­βεί­ων.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­­λυ­­τε­χνεῖο τῆς Κρή­της. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κο­πεγ­χάγη.