Σπύ­ρος Κρόκος: Ἀριάδνη



Σπύ­ρος Κρόκος


Ἀ­ριά­δνη


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕ­να πα­γω­μέ­νο βρά­δι, σερ­γι­α­νών­τας, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ με­θύ­σι μὲ φί­λους. Κά­πνι­ζε ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­γον­ταν τὸ Three O’ Clock in the Morning τοῦ Ντέξ­τερ Γκόρ­ντον. Ἕ­νας μάλ­λι­νος πλε­κτὸς σκοῦ­φος, χω­μέ­νος μέ­χρι τ’ αὐ­τιά, ἔ­κρυ­βε μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που της. Ἦ­ταν σέ­ξι μ’ ἑλ­κυ­στι­κὸ σῶ­μα, ἂν κι ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὄ­μορ­φη. Τί­να­ζε τὶς στά­χτες σὲ μιὰ γλά­στρα-τε­νε­κέ, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α σά­πι­ζε ἕ­να πα­χύ­φυ­το. Τ’ ἀν­θι­σμέ­να νυ­χτο­λού­λου­δα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ ἀλ­σύλ­λιο ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ναν λε­πτὰ ἀ­ρώ­μα­τα λε­μο­νιοῦ, βα­νί­λιας καὶ με­λιοῦ, ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν μὲ τὴν ὑ­γρα­σί­α τῆς νύ­χτας.

       «Ἔ­λα, ἔ­χει βρα­διὰ ἀ­νά­γνω­σης» μὲ πα­ρό­τρυ­νε γέρ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ κα­τώ­φλι. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα. Τῆς χα­μο­γέ­λα­σα ἐν­στι­κτω­δῶς. Ἀν­τα­πέ­δω­σε, κα­θὼς μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Κα­τέ­βη­κα τὰ σκα­λιὰ κι ἔ­σπρω­ξα τὴν τζα­μέ­νια πόρ­τα. Ὁ χῶ­ρος ἔ­φερ­νε σὲ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἄ­το­μα ἔ­πι­ναν καὶ κά­πνι­ζαν, μό­νοι ἢ σὲ πα­ρέ­ες. Μύ­ρι­ζε μπά­φο κι ἀλ­κο­όλ. Μιὰ γυ­ναί­κα σ’ ἕ­να μι­κρὸ ξύ­λι­νο βά­θρο κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της με­ρι­κὲς σκι­σμέ­νες σε­λί­δες βι­βλί­ου καὶ δι­ά­βα­ζε δυ­να­τά. Γύ­ρω της εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ κά­ποι­οι ποὺ τὴν ἄ­κου­γαν, γε­λών­τας καὶ σχο­λι­ά­ζον­τας. Τὸ βι­βλίο ἦ­ταν πε­τα­μέ­νο δί­πλα της. Πλη­σί­α­σα καὶ τὸ σή­κω­σα. Οἱ Ση­μει­ώ­σεις ἑ­νὸς Πορ­νό­γε­ρου, τοῦ Μπου­κόφ­σκι. Ἔ­νι­ω­σα στὸ χέ­ρι μου τὸ ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο στρι­φο­γύ­ρι­σμα τῆς κυ­λιν­δρι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μπου­κα­λιοῦ. Κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μό­λις γύ­ρι­σα μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε καὶ ζή­τη­σε κά­νον­τάς μου νό­η­μα, τὸ βι­βλί­ο. Τὸ ἀν­ταλ­λά­ξα­με μὲ τὴν μπύ­ρα, χέ­ρι μὲ χέ­ρι. Τὴν κοι­τοῦ­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μέ­σα στὴν τσι­γα­ρί­λα πρὸς μιὰ αὐ­το­σχέ­δια βι­βλι­ο­θή­κη στὸ βά­θος. Ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς τὸ βι­βλί­ο, ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Μ’ ἐ­πι­α­σε ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο.

       «Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν εἶ­σαι πο­λὺ ξε­νέ­ρω­τος» μου εἶ­πε. Ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­ραγ­μα, νο­μί­ζω, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α ἔν­δει­ξη στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ στὸ ὕ­φος της ποὺ νὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο.

       Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρέ­ες μὲ σύ­στη­σε ὡς Θη­σέ­α. Εἶ­πε πὼς εἶ­μαι φί­λος της καὶ πὼς ἦρ­θα γιὰ νὰ τὴ “μα­ζέ­ψω”.

       Βγαί­νον­τας ἀ­π’ τὸ μπὰρ εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ φυ­σά­ει καὶ νὰ ψι­χα­λί­ζει. Περ­πα­τή­σα­με με­ρι­κὰ τε­τρά­γω­να πί­νον­τας ἐ­ναλ­λὰξ μπύ­ρα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε πέ­ρα­σα τὸ χέ­ρι μου γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση της καὶ πά­νω στοὺς γο­φούς της. Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της.

       «Οὐ­ί­σκι;» ρώ­τη­σε.

       «Ναί­».

       «Πά­γο;»

       «Ὄ­χι».

       Δὲν ἔ­βα­λε οὔ­τε ἐ­κεί­νη. Τρά­βη­ξε τὸν σκοῦ­φο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὸ γυ­μνό, ξυ­ρι­σμέ­νο κρα­νί­ο της. Τὰ μαλ­λιὰ της εἶ­χαν πέ­σει. Τὴν κοι­τοῦ­σα ἀ­μή­χα­να.

       «Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σκέ­φτε­σαι.» Τὸ βλέμ­μα της ὁ­δή­γη­σε τὸ δι­κό μου στὸ στῆ­θος της.

       Πα­ρέ­μει­να ἀ­μή­χα­νος, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ πῶ κά­τι.

       «Θὲς νὰ δεῖς;»

       Ἔ­γνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά. Ἔ­βγα­λε τὴν μπλού­ζα καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Φά­νη­καν δύ­ο ἐ­κτε­νεῖς δι­α­γώ­νι­ες οὐ­λές, μί­α σὲ κά­θε στῆ­θος. Ἄγ­γι­ξα δι­στα­κτι­κά. Τὰ δά­χτυ­λά μου ἀν­τέ­δρα­σαν στὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς οὐ­λῆς. Ἀρ­γὰ καὶ τρυ­φε­ρά, πί­ε­σε τὶς πα­λά­μες μου πά­νω της, πλέ­κον­τας τὰ δά­χτυ­λά της ἀ­νά­με­σα στὰ δι­κά μου. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς τρα­χύ­τη­τας ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ, μέ­χρι ποὺ ἐ­ξα­λεί­φθη­κε. Φι­λη­θή­κα­με.

       Κά­να­με ἔ­ρω­τα ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι… Τὸ πρω­ί, μό­λις ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια, ἦ­ταν ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       «Κα­λη­μέ­ρα. Εἶ­μαι ἡ Ἀ­ριά­δνη» εἶ­πε χα­μο­γε­λών­τας. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τὴν ξα­να­έ­βλε­πα.

       «Ἴ­σως», μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ξέ­ρεις ποὺ συ­χνά­ζω.»

       Δυ­ὸ βρά­δια ἀρ­γό­τε­ρα κα­τη­φό­ρι­σα πρὸς τὸ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Ἔ­μοια­ζε ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο. Ἡ τζα­μα­ρί­α του ἦ­ταν βαμ­μέ­νη μ’ ἕ­να ἄ­σπρο χρῶ­μα ποὺ τὴν ἔ­κα­νε ἀ­δι­α­φα­νῆ. Κά­ποι­α δι­α­λυ­μέ­να βα­ρέ­λια ποὺ ἔ­παι­ζαν τὸ ρό­λο τρα­πε­ζι­ῶν καὶ πάγ­κων, ἦ­ταν πα­ρα­τη­μέ­να πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Τὸ βά­θρο ἀ­νά­γνω­σης κι αὐ­τὸ πε­τα­μέ­νο μπρο­στὰ στὴν εἴ­σο­δο. Μαῦ­ρες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ξέ­χει­λες ἀ­πὸ ἄ­δεια μπου­κά­λια, στοι­βά­ζον­ταν δί­πλα στοὺς μπλὲ καὶ πρά­σι­νους κά­δους ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο λί­γο πα­ρα­κά­τω ἔ­μα­θα πὼς ὁ χῶ­ρος λει­τουρ­γεῖ σὰν πε­ρι­στα­σια­κὸ στέ­κι, κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα νοι­κι­ά­ζε­ται καὶ γί­νον­ται δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις. Ὁ τύ­πος ποὺ ρώ­τη­σα δὲ φά­νη­κε νὰ ἤ­ξε­ρε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψα γιὰ ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο. Βο­λεύ­τη­κα δί­πλα στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνὸ φῶς τῆς φλό­γας τοῦ ἀ­να­πτή­ρα δι­έ­κρι­να στὴ βά­ση τῆς γλά­στρας κά­τι ποὺ μοῦ φά­νη­κε γνώ­ρι­μο. Τὸ πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου. Ἀ­συ­ναί­σθη­τα γύ­ρι­σα στὴν πρώ­τη σε­λί­δα. Βα­σι­κά, στὴ σε­λί­δα ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι εἶ­χε συγ­κυ­ρια­κὰ βρε­θεῖ πρώ­τη. Στὸ ἐ­πά­νω της πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πῆρ­χε γραμ­μέ­νο κά­τι: «Τε­λι­κὰ εἶ­σαι τυ­χε­ρός! Ἢ πει­σμα­τά­ρης κι αἰ­σι­ό­δο­ξος… Τὸ ἴ­διο μοῦ κά­νει. Σί­γου­ρα πάν­τως τζέν­τλε­μαν. Τὴ δι­εύ­θυν­ση γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­στρέ­ψεις ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὶς ση­μει­ώ­σεις τοῦ πορ­νό­γε­ρου, τὴ θυ­μᾶ­σαι φαν­τά­ζο­μια.» Ἔ­σβη­σα τὸ τσι­γά­ρο στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Ξε­κί­νη­σα, ἔ­χον­τας στὸ μυα­λό μου κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ νὰ πά­ρω τὸν τε­νε­κέ, νὰ τὸν κα­θα­ρί­σω καὶ νὰ τοῦ χα­ρί­σω γιὰ συν­τρο­φιὰ μιὰ ἀ­λο­κά­σια. Ὡς ἰ­δα­νι­κὸ φόν­το τῆς θέ­σης ποὺ θὰ ἔμ­παι­νε σκε­φτό­μουν τὸν λό­φο τοῦ Φι­λο­πάπ­που, ἔ­τσι ὅ­πως αὐ­τὸς φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι της.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπύ­ρος Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Συμ­με­τέ­χει ἐ­πί­σης στὸν πρῶ­το ἐ­τή­σιο κύ­κλο τῆς Σχο­λῆς Πυ­ρο­δό­τη­σης Θε­α­τρι­κῆς Γρα­φῆς τῶν Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­γι­αν­νί­δη καὶ Θα­νά­ση Τρι­α­ρί­δη, τοῦ Θε­ά­τρου Πο­ρεί­α. Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Σχε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρές:Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου, Southern Point, Chop Chop Square, Ἀ­ριά­δνη στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι — Ἡ Αἰ­σθη­τι­κή του Μι­κροῦ· Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eyelands· Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης στὸν ἱ­στό­το­πο­ Literature. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κὸ καὶ Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των «Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ «Ἱ­στο­ρί­ες στὶς Ρά­γες» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀν­τί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Σπῦρος Κρόκος: Chop Chop Square


Σπῦ­ρος Κρό­κος


Chop Chop Square


 ΠΡΩΪΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ στὴν πλα­τεί­α ἔ­χει τε­λει­ώ­σει. Φρε­σκο­πλυ­μέ­να σεν­τό­νια ἔ­χουν ἀρ­χί­σει ἤ­δη ν’ ἁ­πλώ­νον­ται πά­νω στὶς πλά­κες της. Ἡ θέ­α τῶν λευ­κῶν πε­ρι­στε­ρι­ῶν ποὺ πε­τοῦν στὸν κα­θα­ρὸ ὁ­ρί­ζον­τα ἀ­να­κα­λεῖ στὴ μνή­μη του τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ αἵ­μα­τος. Στὸ νοῦ του ἔρ­χον­ται κι ἐ­κεῖ­νοι οἱ στί­χοι ποὺ εἶ­χε βρεῖ γραμ­μέ­νους χρό­νια πρίν, σ’ ἕ­να ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο κομ­μά­τι χαρ­τί, πε­τα­μέ­νο στὴ ρί­ζα μιᾶς γέ­ρι­κης χουρ­μα­διᾶς: «Στὶς μέ­ρες καὶ στὶς νύ­χτες τοῦ Προ­φή­τη πει­να­σμέ­να γε­ρά­κια κα­ρα­δο­κοῦν, κομ­μα­τι­ά­ζον­τας τὶς νό­τες ποὺ ξε­γλι­στροῦν ἀ­μέ­ρι­μνα στὴ σι­ω­πὴ τῆς ἄμ­μου. Ὁρ­μοῦν ἐ­πά­νω στὶς ἄ­ψυ­χες σκι­ὲς τῆς ὀ­θό­νης καὶ στὶς φι­γοῦ­ρες τῆς σκη­νῆς, ὅ­ταν αὐ­τὲς δὲν ὑ­πο­κλί­νον­ται φι­λών­τας εὐ­λα­βι­κά τοὺς ὤ­μους τῶν το­πο­τη­ρη­τῶν του.»

        Βα­δί­ζει πρῶ­τος στὴ σει­ρά, μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους, ἔ­χον­τας τὰ χέ­ρια δε­μέ­να πι­σθάγ­κω­να. Πα­ρὰ τὸ βά­λιουμ, νι­ώ­θει τὴν ἀ­νά­σα του κο­φτὴ καὶ τὴν καρ­διά του νὰ χτυ­πᾶ γρή­γο­ρα καὶ ἄρ­ρυθ­μα. Ἀ­πρό­σκλη­τες θύ­μη­σες τοῦ τρα­γου­δοῦν καὶ τὸν τα­ξι­δεύ­ουν σὲ εἰ­κό­νες τοῦ χθές, ἀ­να­ζη­τών­τας ἀ­έ­ρα καὶ φῶς μέ­σα ἀ­πὸ λα­βύ­ριν­θους θο­λοὺς καὶ οἰ­κεί­ους. Γνώ­ρι­μες κραυ­γὲς συ­νο­δεύ­ουν τὴ δι­α­δρο­μή του πρὸς τὸ ση­μεῖ­ο τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης. Ὅ­μως σὲ αὐ­τὲς δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζει πιὰ τὴ χροι­ὰ τῆς δι­κῆς του φω­νῆς μὲ τὶς ξέ­γνοια­στες μέ­ρες στὴν πλα­τεί­α, τὰ γι­ορ­τι­νὰ πρω­ϊ­νά τῆς Πα­ρα­σκευ­ῆς, τὸ πο­δό­σφαι­ρο καὶ τὸ κυ­νη­γη­τὸ κά­τω ἀ­πὸ τὰ κρε­μα­σμέ­να ἀ­κέ­φα­λα σώ­μα­τα. Τοῦ εἶ­χαν πεῖ τό­τε, πὼς αὐ­τὰ ἦ­ταν σκιά­χτρα ποὺ κρα­τοῦ­σαν μα­κριά τὰ στοι­χειὰ τῆς ἐ­ρή­μου. Ἡ στέρ­φα γῆ ἐ­ξά­γνι­ζε τὸ παι­χνί­δι τους ἀ­πὸ τὸ μό­λε­μα καὶ τὸ προ­στά­τευ­ε, ἔ­τσι ὅ­πως ἄ­τμι­ζε ρου­φών­τας ἀ­χόρ­τα­γα τὸ ζε­στὸ αἷ­μα ποὺ ἔ­ρε­ε ἄ­φθο­νο.

        Γο­να­τί­ζει πά­νω στὸ λευ­κὸ σεν­τό­νι μὲ βλέμ­μα στραμ­μέ­νο στὴ γε­νέ­τει­ρα τοῦ Προ­φή­τη. Ἕ­να θρη­νη­τι­κὸ οὐρ­λια­χτὸ δι­εκ­δι­κεῖ δι­έ­ξο­δο. Μὰ τε­λι­κὰ μέ­νει βου­βό. Ἀ­νεί­πω­το. Μαῦ­ρο πα­νὶ τυ­λί­γει τὰ μά­τια του κα­θὼς αἰ­σθά­νε­ται τὸν δή­μιο νὰ στέ­κει δί­πλα του. Ὁ ἥ­λιος ἀρ­χί­ζει ν’ ἀ­νε­βαί­νει κι ἡ δου­λειὰ πρέ­πει νὰ ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ πρὶν τὴν ἀ­νυ­πό­φο­ρη ζέ­στη τοῦ με­ση­με­ριοῦ. Δὲν ἔ­χει πρό­θε­ση νὰ δυ­σκο­λέ­ψει τὸ ἔρ­γο τοῦ ὑ­παλ­λή­λου. Ἀ­κού­ει τὴν ἀ­πό­φα­ση τῆς κα­τα­δί­κης καὶ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει ψι­θυ­ρι­στὰ τοὺς στί­χους ἀ­πὸ τὸ Κο­ρά­νι. Παύ­ση. Ξέ­ρει τί πρέ­πει νὰ κά­νει ἀ­πὸ ἐ­δῶ κι ἔ­πει­τα. Γέρ­νει τὸ σῶ­μα του ἐ­λα­φριὰ μπρο­στά. Αἰ­σθά­νε­ται τὴν κό­ψη τῆς λε­πί­δας νὰ τοῦ χα­ϊ­δεύ­ει ἁ­πα­λὰ τὸν λαι­μὸ κι ὕ­στε­ρα νὰ ση­κώ­νε­ται ἀ­πό­το­μα. Τὸ σπα­θὶ κα­τε­βαί­νει μὲ δύ­να­μη. Δι­α­χω­ρι­σμός — δη­λα­δὴ κα­ρα­τό­μη­ση. Ἡ λύ­τρω­ση στὴν Chop Chop Square μό­λις ἦρ­θε. Τὸ πλῆ­θος κραυ­γά­ζει. Κά­ποι­ος του­ρί­στας φώ­να­ξε γκόλ.

        Τρί­α δευ­τε­ρό­λε­πτα ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ κρα­νί­ο του δί­χως αἰ­σθή­σεις, βού­λη­ση, προσ­δο­κί­ες καὶ μνή­μη πιά, κα­τρα­κυ­λᾶ στὸ πυ­ρω­μέ­νο τσι­μέν­το τῆς πλα­τεί­ας. Σὲ αὐ­τὸν τὸν χρό­νο ποὺ χρει­ά­στη­κε γιὰ νὰ σκορ­πί­σει ἡ ψυ­χὴ καὶ νὰ ἑ­νω­θεῖ μὲ τὴ σκό­νη ποὺ ἀ­φή­νουν πί­σω τους τὰ κα­ρα­βά­νια τῶν νο­μά­δων τῆς ἐ­ρή­μου, αὐ­το­μό­λη­σαν μα­ζί της καὶ οἱ ἦ­χοι ἀ­πὸ τὶς ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νες ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ χρό­νια μου­σι­κές, οἱ εἰ­κό­νες ἀ­πὸ τὰ ἀ­πο­κλει­σμέ­να θε­ά­μα­τα, ἡ γλυ­κιὰ γεύ­ση τοῦ ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νου ἱ­δρώ­τα καὶ τῶν ἀγ­γιγ­μά­των τῆς σάρ­κας, ἡ μυ­ρω­διὰ τῆς ἁρ­μύ­ρας ποὺ ὁ νο­τι­ο­α­να­το­λι­κὸς ἄ­νε­μος ἔ­φερ­νε ἀ­πὸ τὸν ὠ­κε­α­νό. Ἕ­ναν ὠ­κε­α­νὸ ποὺ ἐ­κεῖ­νος δὲν ἀν­τί­κρι­σε πο­τέ, μὰ κά­θε βρά­δι ὀ­νει­ρεύ­ον­ταν πὼς πα­τοῦ­σε τὴν ἀν­τί­πε­ρα στε­ριά του.

        «Σκα­τά!» μούγ­κρι­σε ὁ πα­χύ­σαρ­κος ἄν­τρας κοι­τά­ζον­τας τὸ ρο­λό­ϊ του, δε­κα­τρεῖς χι­λιά­δες χι­λι­ό­με­τρα μα­κριά. Ἅρ­πα­ξε τὸ τη­λε­κον­τρὸλ ποὺ ἦ­ταν χω­μέ­νο στὰ μα­ξι­λά­ρια τοῦ κα­να­πὲ καὶ τί­να­ξε στὸ πά­τω­μα τὰ τρίμ­μα­τα ἀ­πὸ τὰ πα­τα­τά­κια ποὺ εἶ­χαν στα­θεῖ στὴν κοι­λιά, στὰ μπού­τια καὶ στὸ λευ­κό του σώ­βρα­κο. Ἔ­κλει­σε τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ ση­κω­θεῖ ἀ­πὸ τὸν κα­να­πέ, κά­τι ποὺ δὲν τὸ κα­τά­φε­ρε οὔ­τε τὴ δεύ­τε­ρη οὔ­τε τὴν τρί­τη φο­ρὰ ποὺ τὸ ἐ­πι­χεί­ρη­σε. Τοῦ πῆ­ρε κάμ­πο­ση ὥ­ρα νὰ χω­ρέ­σει στὴ φρε­σκο­πλυ­μέ­νη στο­λὴ ποὺ εἶ­χε φέ­ρει νω­ρί­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ κα­θα­ρι­στή­ριο. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔ­φτα­νε στὸ τε­λευ­ταῖ­ο κουμ­πὶ τοῦ που­κα­μί­σου μὲ τὸ κεν­τη­μέ­νο γε­ρά­κι στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μα­νί­κι, κον­το­στά­θη­κε στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Κοί­τα­ξε ἀ­δι­ά­φο­ρα τὸν βρο­χε­ρὸ οὐ­ρα­νὸ κι ἔ­πει­τα τὸ βλέμ­μα του καρ­φώ­θη­κε στὴ νο­η­τὴ εὐ­θεία ποὺ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ 13η πτέ­ρυ­γα τῶν Πο­λι­τεια­κῶν Φυ­λα­κῶν, τὴν Death Row. Ἔ­μει­νε ἔ­τσι ἀ­κί­νη­το καὶ ἀ­πλα­νὲς γιὰ με­ρι­κὲς στιγ­μές. Ἔ­φε­ρε τὸ χέ­ρι του στὸ στέρ­νο καὶ σχη­μά­τι­σε φευ­γα­λέ­α τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ Σταυ­ροῦ. Ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τῆς εἰ­σό­δου σή­κω­σε τὸν φά­κε­λο μὲ τί­τλο: «Πρω­τό­κολ­λο Chapman —Ἐ­φαρ­μο­γὴ καὶ Δι­α­χεί­ρι­ση Ἐ­κτε­λέ­σε­ων.» Ἡ τε­λευ­ταί­α σκέ­ψη ποὺ ἔ­κα­νε πρὶν κλεί­σει πί­σω του τὴν πόρ­τα καὶ χα­θεῖ, ἦ­ταν ὅ­τι ἂν τὰ πράγ­μα­τα συ­νε­χί­σουν νὰ πη­γαί­νουν κα­λὰ στὴ δου­λειά, ἴ­σως μπο­ρέ­σει νὰ πε­ρά­σει ἕ­να μέ­ρος ἀ­πὸ τὴν κα­λο­και­ρι­νή του ἄ­δεια τα­ξι­δεύ­ον­τας κά­που στὴ Με­σό­γει­ο. Ἰ­τα­λί­α, Ἱ­σπα­νί­α, Γαλ­λί­α, Ἑλ­λά­δα ἴ­σως. Τὰ χεί­λη του συ­σπά­στη­καν σ’ ἕ­να ἐ­λα­φρὺ χα­μό­γε­λο προ­σμο­νῆς καὶ ἱ­κα­νο­ποί­η­σης.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Σπύ­ρος Ε. Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Ἐν­δει­κτι­κὲς ἀ­να­φο­ρές: «Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου», «Southern Point», «Chop Chop Squa­re» στὸν ἱστο­χῶ­ρο Ἱ­­στο­­ρί­­ες Μπον­­ζά­ι – Ἡ αἰ­σθη­τι­κὴ τοῦ μ­ικροῦ. «Θραύ­σμα­τα & Ἀνα­μνή­σεις» στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eye­lands· «Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης» στὸν ἱστό­το­πο Li­te­ra­tu­re.  Τὰ δι­η­γή­μα­τά του «Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κό» καὶ «Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο» ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δώ­μα­τα μὲ Θέα (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ Ἱ­στο­ρίες στὶς Ρά­γες (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀ­ντί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.


 

Σπύρος Ε. Κρόκος: Southern Point


Σπύ­ρος Ε. Κρό­κος


Southern Point


ΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ περ­νοῦ­σα τὴν ξε­ρα­μέ­νη λι­μνο­θά­λασ­σα ἀν­τι­κρί­ζον­τας τὴν ἀ­πο­μο­νω­μέ­νη πα­ρα­λί­α τῆς Τρυ­πη­τῆς. Δὲν ἤ­μουν μό­νος. Κα­τευ­θύν­θη­κα στὸν ἀ­πό­σκιο ἑ­νὸς βρά­χου κά­τω ἀ­πὸ τὸ ἀ­κρω­τή­ρι. Ἔ­στη­σα τὴν τέν­τα μου με­ρι­κὲς δε­κά­δες μέ­τρα μα­κρύ­τε­ρα ἀ­πὸ τὴ σκη­νὴ ποὺ εἶ­χα δεῖ κα­θὼς πλη­σί­α­ζα. Δι­έ­κρι­να ἕ­να ζευ­γά­ρι. Κά­θι­σα ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος στὴν ἄμ­μο μὲ τὴν πλά­τη στὸν βρά­χο. Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα. Ξύ­πνη­σα ἀ­πὸ κραυ­γὲς ἡ­δο­νῆς. Ἦ­ταν ὁ­λο­σκό­τει­να. Ἔ­κα­ναν ἔ­ρω­τα. Ἀ­προ­κά­λυ­πτα, ἔν­το­να, ὁ­ρια­κά, ἀ­πε­λευ­θε­ρω­μέ­να. Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ῒ ποὺ κα­τέ­βη­καν στὴν πα­ρα­λί­α γιὰ μπά­νιο, τοὺς πλη­σί­α­σα. Πρό­σφε­ρα κον­σέρ­βα κομ­πό­στα γιὰ πρω­ϊ­νό. Ἦ­ταν κι οἱ δύ­ο πο­λὺ ὄ­μορ­φοι, ὄ­χι πά­νω ἀ­πὸ τριά­ντα πέν­τε ἐ­τῶν. Ἐ­κεί­νη με­λα­χρι­νή, ψι­λόλι­γνη, μὲ μα­κριὰ ἄ­κρα. Μαλ­λιὰ κα­τά­μαυ­ρα ποὺ ἔ­φτα­ναν μέ­χρι τὴ μέ­ση καὶ πρό­σω­πο ὀ­στε­ῶ­δες, θύ­μι­ζε Ἰν­διά­να. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­νοι­χτό­χρω­μος. Ἀ­δύ­να­τος καὶ νευ­ρώ­δης. Πα­ρ’ ὅ­τι κι­νοῦν­ταν μὲ πα­τε­ρί­τσες μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἡ πλα­στι­κό­τη­τα, ἡ ἁρ­μο­νί­α στὶς κι­νή­σεις του. Θὰ στοι­χη­μά­τι­ζα πὼς ὑ­πῆρ­ξε χο­ρευ­τής. Βα­θι­ὲς κι ἐ­κτε­τα­μέ­νες οὐ­λὲς ση­μά­δευ­αν καὶ τὰ δυ­ό του πό­δια. Στὸ δε­ξὶ μά­λι­στα ἡ οὐ­λὴ ἦ­ταν τό­σο με­γά­λη ποὺ τὸ εἶ­χε πα­ρα­μορ­φώ­σει. Ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν ἀ­πὸ τὸ Κά­διθ, μιὰ πό­λη στὶς ἀ­κτὲς τοῦ Ἀ­τλαν­τι­κοῦ. Ἀ­πὸ μι­κρὸς λά­τρευ­ε τὶς ταυ­ρο­μα­χί­ες. Στὴ σχο­λὴ ἦ­ταν ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους. Ἔ­φτα­σε νὰ γί­νει μα­τα­δὸρ καὶ νὰ ταυ­ρο­μα­χεῖ στὶς με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­ρέ­νες τῆς Ἀν­δα­λου­σί­ας. Κά­ποι­α στιγ­μὴ κά­τι πῆ­γε στρα­βά. Μοῦ εἶ­πε πὼς ἦ­ταν τυ­χε­ρός, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χτυ­πή­μα­τα τοῦ ταύ­ρου πέ­ρα­σε με­ρι­κὰ χι­λι­ο­στὰ ἀ­πὸ τὴ μη­ρια­ία ἀρ­τη­ρί­α. Ὅ­μως κά­ποι­οι μύ­ες καὶ νεῦ­ρα πει­ρά­χτη­καν ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα. Ἐ­κεί­νη ἦ­ταν Ἑλ­λη­νί­δα. Ἡ φυ­σι­κο­θε­ρα­πεύ­τριά του ὅ­ταν ἀ­νάρ­ρω­νε. Τῆς χρω­στοῦ­σε τὰ πάν­τα. Ἔ­τσι ἔ­λε­γε ἐ­κεῖ­νος. Ἐ­κεί­νη πί­στευ­ε πὼς ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κός. Τὸ ἴ­διο βρά­δι ξα­πλώ­σα­με στὴν ἄμ­μο. Ση­κώ­νει τὸ χέ­ρι καὶ δεί­χνει μιὰ συ­στά­δα ἀ­στε­ρι­ῶν.

        «Ὁ ἀ­στε­ρι­σμὸς τοῦ Ταύ­ρου. Τὸ πρῶ­το σμῆ­νος εἶ­ναι οἱ Ὑ­ά­δες, τὸ ἄλ­λο οἱ Πλειά­δες.» Τὰ δι­έ­κρι­να. Ἔ­πει­τα ἔ­στρε­ψε τὸ δά­κτυ­λο πρὸς ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­στέ­ρι στὸ σμῆ­νος τῶν Πλειά­δων.

        «Ἡ Ἠ­λέ­κτρα» εἶ­πε.

        Ἐ­κεί­νη γέ­λα­σε. Τῆς ἄ­ρε­σε ν’ ἀ­κού­ει τ’ ὄ­νο­μά της…



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Σπύ­ρος Ε. Κρό­κος (Ἀ­θή­να, 1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ δι­δά­σκει στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει κά­νει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα τοῦ ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες: «Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου» στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι-Ἡ αἰ­σθη­τι­κή τοῦ Μι­κροῦ· «Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις» στὴν ἰ­στο­σε­λί­δα Eyelands. Τὸ ἔρ­γο του «Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κό» δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες).


Σπύ­ρος Κρό­κος: Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου



Σπύ­ρος Κρό­κος


Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου


ΕΡΝΩ ΤΗΝ πε­ρισ­σό­τε­ρη ὥ­ρα κα­θι­σμέ­νος σ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νο ξύ­λι­νο παγ­κά­κι, δί­πλα ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­τη­μέ­νη πλά­στιγ­γα γιὰ τὰ ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς τά­βλες ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὸν λει­τουρ­γι­κό του κορ­μό, κά­τω ἀ­πὸ τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ σφυ­ρο­κό­πη­μα τῶν και­ρι­κῶν συν­θη­κῶν καὶ τοῦ χρό­νου, ἔ­χουν σα­πί­σει καὶ δι­α­λυ­θεῖ. Οἱ κα­ρό­βι­δες ποὺ συγ­κρα­τοῦν τὸ με­ταλ­λι­κὸ σκε­λε­τὸ μὲ τὰ ξύ­λα τῆς πλά­της καὶ τοῦ κα­θί­σμα­τος ποὺ ἀ­πέ­μει­ναν, ἔ­χουν ρι­λα­ξά­ρει, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ συν­δέ­σεις νὰ ξε­θυ­μά­νουν. Ἔ­τσι, ἡ πα­ρα­μι­κρὴ κί­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος ἐ­ξα­ναγ­κά­ζει τὸ σύ­νο­λο τῆς κα­τα­σκευ­ῆς σὲ μιὰ ἄ­ναρ­χη τα­λάν­τω­ση πό­τε δε­ξιὰ καὶ πό­τε ἀ­ρι­στε­ρά, δί­νον­τας, γιὰ ὅ­ποι­ον κά­θε­ται, τὴν εἰ­κό­να τῆς ἀ­κού­σιας συμ­με­το­χῆς του σὲ θε­α­τρι­κὴ φαρ­σο­κω­μω­δί­α. Μοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ ἔρ­χο­μαι ἐ­δῶ. Ἰ­δι­αί­τε­ρά τα δρο­σε­ρὰ κα­λο­και­ρι­ά­τι­κα δει­λι­νὰ καὶ τὰ μουν­τὰ χει­με­ρι­νὰ ἀ­πο­με­σή­με­ρα. Τό­τε ποὺ τὸ ψι­λό­βρο­χο δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νο στὴ σι­γα­λιὰ τῆς ἐγ­κα­τά­λει­ψης, συ­νε­πι­κου­ρού­με­νο ἀ­πὸ τὸν τσίγ­κο τοῦ ὑ­πο­στέ­γου, ἐκ­φρά­ζει τὶς ἀν­τιρ­ρή­σεις του κα­τὰ τρό­πο ἐκ­κω­φαν­τι­κό. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ ρη­μαγ­μέ­νου το­πί­ου μὲ σα­γη­νεύ­ει, ἀ­σκών­τας μου πα­ράλ­λη­λα μιὰ ἕλ­ξη μυ­στη­ρια­κή, σχε­δὸν ἱ­ε­ρή. Μιὰ ἱ­ε­ρό­τη­τα ποὺ ἐ­φορ­μεῖ ἀ­πὸ τὸ ρό­λο ποὺ δι­α­δρα­μα­τί­ζει ἡ ἄρ­ρη­κτη σχέ­ση πα­ρελ­θόν­τος καὶ μνή­μης, τό­σο ἐ­πά­νω στὸ πα­ρὸν ποὺ βι­ώ­νε­ται, ὅ­σο καὶ στὸ μέλ­λον ποὺ σχε­δι­ά­ζε­ται καὶ προσ­δο­κᾶ­ται.

       Ἐ­κεῖ­νος δὲν κά­θε­ται πο­τέ. Τοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ κι­νεῖ­ται. Ὅ­πως τό­τε. Ἀρ­γὰ καὶ με­θο­δι­κά. Ἐ­πι­θε­ω­ρών­τας τὶς πα­ρο­πλι­σμέ­νες σι­δη­ρο­τρο­χι­ὲς καὶ τοὺς σκα­σμέ­νους στὸν ἥ­λιο στρω­τῆ­ρες, μὲ τὸ βλέμ­μα νὰ τα­λαν­τεύ­ε­ται ἀ­δι­ά­κο­πα ἀ­πὸ τὴ μί­α ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ στὴν ἄλ­λη. Ἡ μυ­ρω­διὰ τῆς φρέ­σκιας πίσ­σας ἔ­χει ἀν­τι­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τῶν ἀ­γρι­ό­χορ­των ποὺ ἔ­χουν φυ­τρώ­σει πα­ρα­πλεύ­ρως τῶν γραμ­μῶν. Ξα­να­σαί­νει στὸ γε­ρα­σμέ­νο σῶ­μα τῆς γῆς ποὺ πό­τι­σε μὲ ἱ­δρώ­τα, ἀ­γω­νί­ες, ἄγ­χη, ἐλ­πί­δες καὶ ὄ­νει­ρα. Οἱ δεῖ­κτες τοῦ με­γά­λου ρο­λο­γιοῦ τῆς ἀ­πο­βά­θρας ἔ­χουν ἀ­πὸ χρό­νια πα­γώ­σει καὶ ἡ δί­γλωσ­ση πι­να­κί­δα τοῦ σταθ­μοῦ δὲν ἔ­χει πλέ­ον δη­λω­τι­κὸ νό­η­μα ἄ­φι­ξης γιὰ κα­νέ­ναν τα­ξι­δι­ώ­τη. Ὁ ὑ­γρὸς δυ­τι­κὸς ἄ­νε­μος ἐ­ξα­ναγ­κά­ζει τὶς σκου­ρι­α­σμέ­νες ἁ­λυ­σί­δες ποὺ τὴν κρα­τᾶ­νε δε­μέ­νη στὸ στέ­γα­στρο, σ’ ἕ­να ἄρ­ρυθ­μο μοι­ρο­λό­ι ἀ­να­μνή­σε­ων κι ἀ­να­πό­λη­σης. Δὲν εἶ­ναι μό­νο οἱ μνῆ­μες ἀ­πὸ τοὺς συ­ριγ­μοὺς τοῦ τραί­νου κα­θὼς μπαί­νει στὸ σταθ­μό, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λες ἐ­κεῖ­νες οἱ εἰ­κό­νες καὶ οἱ ἦ­χοι ποὺ τοῦ ἔ­δι­ναν ζω­ή: οἱ δο­νή­σεις ἀ­πὸ τὶς τρα­βέρ­σες ποὺ συγ­κρα­τοῦν τὶς ρά­γες ὅ­ταν τὸ σι­δε­ρέ­νιο φί­δι κυ­λά­ει ἐ­πά­νω τους, οἱ κλαγ­γὲς τῆς πέ­δη­σης, ὁ προ­ει­δο­ποι­η­τι­κὸς ἦ­χος τῶν φα­να­ρι­ῶν καὶ οἱ μπά­ρες ποὺ κα­τε­βαί­νουν στὰ γει­το­νι­κὰ πα­σά­για, τὸ λε­φού­σι τῶν ἐ­πι­βα­τῶν μὲ τὶς ἀ­πο­σκευ­ές τους καὶ ἡ σπου­δή τους γιὰ ἐ­πι­βί­βα­ση καὶ ἀ­πο­βί­βα­ση, τὸ σφύ­ριγ­μα τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης, ὁ στριγ­κὸς ἦ­χος τῶν σι­δη­ρο­τρο­χι­ῶν ἀ­πὸ τοὺς ἑ­λιγ­μοὺς ποὺ ἐ­κτε­λεῖ ὁ κλει­δοῦ­χος.

       Τὸ βλέμ­μα μου ἀ­κο­λου­θεῖ τὸ δι­κό του κα­θὼς αὐ­τὸ δι­α­τρέ­χει τὰ τρί­α με­γά­λα μπλὲ παν­τζού­ρια —κλει­στὰ πλέ­ον— στὸν ἐ­πά­νω ὄ­ρο­φο τοῦ δί­πα­του κτη­ρί­ου. Στιγ­μὲς ἀρ­γό­τε­ρα, τὸ πα­ρα­κο­λου­θῶ νὰ κα­τε­βαί­νει νο­η­τὰ τὴ βαμ­μέ­νη μὲ κα­φε­τὶ λα­δομ­πο­γιὰ δρύ­ι­νη σκά­λα, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴ μι­κρὴ ἀ­πο­θή­κη στὸ ἰ­σό­γει­ο. Τώ­ρα στέ­κε­ται στὴν ξύ­λι­νη, ξε­φλου­δι­σμέ­νη, δί­φυλ­λη πόρ­τα τῆς εἰ­σό­δου, μὲ τὴν το­ξο­ει­δὴ κά­σα καὶ τὰ σι­δε­ρέ­νια κάγ­κε­λα. Ἡ ζω­ὴ τῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν τῶν σι­δη­ρο­δρο­μι­κῶν κυ­λοῦ­σε πάν­τα δί­πλα στὸ σταθ­μό. Ὑ­πῆρ­χαν κι ἄλ­λες δύ­ο κα­τοι­κί­ες, μι­κρό­τε­ρες, ἰ­σό­γει­ες αὐ­τές, στὴν πί­σω πλευ­ρὰ τοῦ σταθ­μοῦ. Ἔ­βλε­παν στὸν ἀ­κά­λυ­πτο χῶ­ρο μὲ τοὺς φοί­νι­κες καὶ τὶς λε­μο­νι­ές. Πα­ρα­τη­ρῶ μα­ζί του τὶς ἄ­δει­ες ἀ­πο­βά­θρες κι ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι τὶς λο­γι­ῶν-λο­γι­ῶν ψυ­χὲς ποὺ τὶς μοι­ρά­στη­καν: φοι­τη­τές, ἐρ­γα­ζό­με­νοι, του­ρί­στες, τα­ξι­δευ­τές, φαν­τά­ροι, μα­θη­τές, τυ­χο­δι­ῶ­κτες. Χι­λιά­δες πρό­σω­πα πό­τι­σαν τὸ χῶ­μα αὐ­τὸ μὲ δά­κρυ­α, εἴ­τε ἀ­πὸ τὴ συγ­κί­νη­ση τῆς ἀν­τά­μω­σης εἴ­τε ἀ­πὸ τοὺς λυγ­μοὺς τοῦ ἀ­πο­χω­ρι­σμοῦ.

       Ἡ στέρ­φα γῆ δὲ μαρ­τυ­ρᾶ σή­με­ρα τί­πο­τα ἀ­πὸ τοὺς ἔν­δο­ξους χρό­νους της. Βι­ώ­νω τὴ βου­βή του θλί­ψη κα­θὼς πα­ρα­τη­ρεῖ τὸ γε­μά­το φθο­ρὲς ἑ­τοι­μόρ­ρο­πο κτί­ριο, ποὺ νο­μο­τε­λεια­κὰ θὰ τὸ ὁ­δη­γή­σουν σὲ κα­τάρ­ρευ­ση. Πάν­τα πο­νᾶς ὅ­ταν κά­τι ξε­ρι­ζώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν ψυ­χή σου. Μὲ κοι­τά­ζει. Νο­μί­ζω πὼς ἔ­χει βουρ­κώ­σει. Ἴ­σως νὰ βούρ­κω­σα ἐ­γώ… Κα­τα­φέρ­νω νὰ ση­κω­θῶ ἀ­πὸ τὸ παγ­κά­κι ἀ­φοῦ πρῶ­τα χρη­σι­μο­ποι­οῦ­μαι γιὰ κάμ­πο­σα δευ­τε­ρό­λε­πτα ὡς κομ­πάρ­σος, σὲ ἄλ­λη μί­α ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς κα­κό­τρο­πα σκη­νο­θε­τη­μέ­νες πα­ρα­στά­σεις του. Βα­δί­ζω πρὸς ἐ­κεῖ­νον προ­σπα­θών­τας νὰ μι­λή­σω κα­θα­ρὰ καὶ στα­θε­ρά, κοι­τών­τας τον στὰ μά­τια.

       «Πα­τέ­ρα μή­πως νὰ πη­γαί­νου­με; Τὸ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νὸ au­to­mo­tri­ce φαί­νε­ται πὼς ἔ­βα­λε κα­θυ­στέ­ρη­ση…». Κά­νω μιὰ προ­σπά­θεια νὰ χα­μο­γε­λά­σω, μά­ται­η…

       «Πᾶ­με ἀ­γό­ρι μου» ἀ­πο­κρί­νε­ται σφίγ­γον­τας τὰ χεί­λη σὲ μιὰ γλυ­κό­πι­κρη ἔκ­φρα­ση.

       Κα­τευ­θύ­νε­ται πρὸς τὴν ἔ­ξο­δο. Ἐ­πι­τα­χύ­νω γιὰ νὰ τὸν προ­λά­βω. Περ­πα­τῶ πλά­ι του. Ἁ­πλώ­νω τὸ χέ­ρι καὶ τοῦ σφίγ­γω τὸν ὦ­μο. Ἀν­τα­πο­δί­δει χτυ­πών­τας με στορ­γι­κὰ στὴν πλά­τη. Γυ­ρί­ζω τὸ κε­φά­λι ὠ­θού­με­νος ἀ­πὸ τὴν ὁρ­μέμ­φυ­τη ἀ­νάγ­κη τῆς στερ­νῆς μα­τιᾶς. Ἀν­τι­κρί­ζω τὸ πε­ρι­φραγ­μέ­νο πί­σω μέ­ρος τοῦ σταθ­μοῦ. Εἶ­μαι σί­γου­ρος πὼς ἄ­κου­σα τὸ «κλὶκ» τῆς χρο­νο­μη­χα­νῆς. Κα­ρὲ μιᾶς ἄλ­λης ἐ­πο­χῆς ἀρ­χί­ζουν νὰ ξε­τυ­λί­γον­ται στὸ πα­νὶ τῆς μνή­μης, ρά­θυ­μα κι ἐ­πι­λε­κτι­κά. Κα­τα­νι­κῶ τὴν πρό­κλη­ση καὶ ἐ­πα­νέρ­χο­μαι. Σὲ μιὰ τυ­χαί­α συ­νάν­τη­ση μα­κριὰ ἀ­πὸ ἐ­δῶ, ἔ­μα­θα πὼς πά­ει και­ρὸς ποὺ οἱ φοί­νι­κες ἔ­χουν ξε­ρα­θεῖ. Ἀ­λή­θεια… πό­σο θὰ ἤ­θε­λα νὰ μυ­ρί­σω τὰ ἄν­θη ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς δί­φο­ρες λε­μο­νιές…



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπῦ­ρος Ε. Κρό­κος (Ἀ­θή­να, 1973) Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ καὶ διδάσκει στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔκανε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση καὶ στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς, ἐ­νῶ βρί­σκον­ται σὲ ἐ­ξέ­λι­ξη οἱ με­τα­πτυ­χια­κές του σπου­δὲς στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Οἱ πει­ρα­μα­τι­σμοὶ του ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται πρὸς τὸ πα­ρὸν στὸ δι­ή­γη­μα καὶ στὸ μι­κρὸ-δι­ή­γη­μα.