Σπύ­ρος Κρόκος: Ἀριάδνη



Σπύ­ρος Κρόκος


Ἀ­ριά­δνη


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕ­να πα­γω­μέ­νο βρά­δι, σερ­γι­α­νών­τας, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ με­θύ­σι μὲ φί­λους. Κά­πνι­ζε ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­γον­ταν τὸ Three O’ Clock in the Morning τοῦ Ντέξ­τερ Γκόρ­ντον. Ἕ­νας μάλ­λι­νος πλε­κτὸς σκοῦ­φος, χω­μέ­νος μέ­χρι τ’ αὐ­τιά, ἔ­κρυ­βε μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που της. Ἦ­ταν σέ­ξι μ’ ἑλ­κυ­στι­κὸ σῶ­μα, ἂν κι ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὄ­μορ­φη. Τί­να­ζε τὶς στά­χτες σὲ μιὰ γλά­στρα-τε­νε­κέ, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α σά­πι­ζε ἕ­να πα­χύ­φυ­το. Τ’ ἀν­θι­σμέ­να νυ­χτο­λού­λου­δα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ ἀλ­σύλ­λιο ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ναν λε­πτὰ ἀ­ρώ­μα­τα λε­μο­νιοῦ, βα­νί­λιας καὶ με­λιοῦ, ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν μὲ τὴν ὑ­γρα­σί­α τῆς νύ­χτας.

       «Ἔ­λα, ἔ­χει βρα­διὰ ἀ­νά­γνω­σης» μὲ πα­ρό­τρυ­νε γέρ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ κα­τώ­φλι. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα. Τῆς χα­μο­γέ­λα­σα ἐν­στι­κτω­δῶς. Ἀν­τα­πέ­δω­σε, κα­θὼς μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Κα­τέ­βη­κα τὰ σκα­λιὰ κι ἔ­σπρω­ξα τὴν τζα­μέ­νια πόρ­τα. Ὁ χῶ­ρος ἔ­φερ­νε σὲ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἄ­το­μα ἔ­πι­ναν καὶ κά­πνι­ζαν, μό­νοι ἢ σὲ πα­ρέ­ες. Μύ­ρι­ζε μπά­φο κι ἀλ­κο­όλ. Μιὰ γυ­ναί­κα σ’ ἕ­να μι­κρὸ ξύ­λι­νο βά­θρο κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της με­ρι­κὲς σκι­σμέ­νες σε­λί­δες βι­βλί­ου καὶ δι­ά­βα­ζε δυ­να­τά. Γύ­ρω της εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ κά­ποι­οι ποὺ τὴν ἄ­κου­γαν, γε­λών­τας καὶ σχο­λι­ά­ζον­τας. Τὸ βι­βλίο ἦ­ταν πε­τα­μέ­νο δί­πλα της. Πλη­σί­α­σα καὶ τὸ σή­κω­σα. Οἱ Ση­μει­ώ­σεις ἑ­νὸς Πορ­νό­γε­ρου, τοῦ Μπου­κόφ­σκι. Ἔ­νι­ω­σα στὸ χέ­ρι μου τὸ ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο στρι­φο­γύ­ρι­σμα τῆς κυ­λιν­δρι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μπου­κα­λιοῦ. Κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μό­λις γύ­ρι­σα μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε καὶ ζή­τη­σε κά­νον­τάς μου νό­η­μα, τὸ βι­βλί­ο. Τὸ ἀν­ταλ­λά­ξα­με μὲ τὴν μπύ­ρα, χέ­ρι μὲ χέ­ρι. Τὴν κοι­τοῦ­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μέ­σα στὴν τσι­γα­ρί­λα πρὸς μιὰ αὐ­το­σχέ­δια βι­βλι­ο­θή­κη στὸ βά­θος. Ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς τὸ βι­βλί­ο, ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Μ’ ἐ­πι­α­σε ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο.

       «Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν εἶ­σαι πο­λὺ ξε­νέ­ρω­τος» μου εἶ­πε. Ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­ραγ­μα, νο­μί­ζω, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α ἔν­δει­ξη στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ στὸ ὕ­φος της ποὺ νὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο.

       Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρέ­ες μὲ σύ­στη­σε ὡς Θη­σέ­α. Εἶ­πε πὼς εἶ­μαι φί­λος της καὶ πὼς ἦρ­θα γιὰ νὰ τὴ “μα­ζέ­ψω”.

       Βγαί­νον­τας ἀ­π’ τὸ μπὰρ εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ φυ­σά­ει καὶ νὰ ψι­χα­λί­ζει. Περ­πα­τή­σα­με με­ρι­κὰ τε­τρά­γω­να πί­νον­τας ἐ­ναλ­λὰξ μπύ­ρα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε πέ­ρα­σα τὸ χέ­ρι μου γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση της καὶ πά­νω στοὺς γο­φούς της. Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της.

       «Οὐ­ί­σκι;» ρώ­τη­σε.

       «Ναί­».

       «Πά­γο;»

       «Ὄ­χι».

       Δὲν ἔ­βα­λε οὔ­τε ἐ­κεί­νη. Τρά­βη­ξε τὸν σκοῦ­φο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὸ γυ­μνό, ξυ­ρι­σμέ­νο κρα­νί­ο της. Τὰ μαλ­λιὰ της εἶ­χαν πέ­σει. Τὴν κοι­τοῦ­σα ἀ­μή­χα­να.

       «Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σκέ­φτε­σαι.» Τὸ βλέμ­μα της ὁ­δή­γη­σε τὸ δι­κό μου στὸ στῆ­θος της.

       Πα­ρέ­μει­να ἀ­μή­χα­νος, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ πῶ κά­τι.

       «Θὲς νὰ δεῖς;»

       Ἔ­γνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά. Ἔ­βγα­λε τὴν μπλού­ζα καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Φά­νη­καν δύ­ο ἐ­κτε­νεῖς δι­α­γώ­νι­ες οὐ­λές, μί­α σὲ κά­θε στῆ­θος. Ἄγ­γι­ξα δι­στα­κτι­κά. Τὰ δά­χτυ­λά μου ἀν­τέ­δρα­σαν στὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς οὐ­λῆς. Ἀρ­γὰ καὶ τρυ­φε­ρά, πί­ε­σε τὶς πα­λά­μες μου πά­νω της, πλέ­κον­τας τὰ δά­χτυ­λά της ἀ­νά­με­σα στὰ δι­κά μου. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς τρα­χύ­τη­τας ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ, μέ­χρι ποὺ ἐ­ξα­λεί­φθη­κε. Φι­λη­θή­κα­με.

       Κά­να­με ἔ­ρω­τα ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι… Τὸ πρω­ί, μό­λις ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια, ἦ­ταν ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       «Κα­λη­μέ­ρα. Εἶ­μαι ἡ Ἀ­ριά­δνη» εἶ­πε χα­μο­γε­λών­τας. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τὴν ξα­να­έ­βλε­πα.

       «Ἴ­σως», μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ξέ­ρεις ποὺ συ­χνά­ζω.»

       Δυ­ὸ βρά­δια ἀρ­γό­τε­ρα κα­τη­φό­ρι­σα πρὸς τὸ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Ἔ­μοια­ζε ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο. Ἡ τζα­μα­ρί­α του ἦ­ταν βαμ­μέ­νη μ’ ἕ­να ἄ­σπρο χρῶ­μα ποὺ τὴν ἔ­κα­νε ἀ­δι­α­φα­νῆ. Κά­ποι­α δι­α­λυ­μέ­να βα­ρέ­λια ποὺ ἔ­παι­ζαν τὸ ρό­λο τρα­πε­ζι­ῶν καὶ πάγ­κων, ἦ­ταν πα­ρα­τη­μέ­να πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Τὸ βά­θρο ἀ­νά­γνω­σης κι αὐ­τὸ πε­τα­μέ­νο μπρο­στὰ στὴν εἴ­σο­δο. Μαῦ­ρες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ξέ­χει­λες ἀ­πὸ ἄ­δεια μπου­κά­λια, στοι­βά­ζον­ταν δί­πλα στοὺς μπλὲ καὶ πρά­σι­νους κά­δους ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο λί­γο πα­ρα­κά­τω ἔ­μα­θα πὼς ὁ χῶ­ρος λει­τουρ­γεῖ σὰν πε­ρι­στα­σια­κὸ στέ­κι, κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα νοι­κι­ά­ζε­ται καὶ γί­νον­ται δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις. Ὁ τύ­πος ποὺ ρώ­τη­σα δὲ φά­νη­κε νὰ ἤ­ξε­ρε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψα γιὰ ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο. Βο­λεύ­τη­κα δί­πλα στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνὸ φῶς τῆς φλό­γας τοῦ ἀ­να­πτή­ρα δι­έ­κρι­να στὴ βά­ση τῆς γλά­στρας κά­τι ποὺ μοῦ φά­νη­κε γνώ­ρι­μο. Τὸ πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου. Ἀ­συ­ναί­σθη­τα γύ­ρι­σα στὴν πρώ­τη σε­λί­δα. Βα­σι­κά, στὴ σε­λί­δα ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι εἶ­χε συγ­κυ­ρια­κὰ βρε­θεῖ πρώ­τη. Στὸ ἐ­πά­νω της πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πῆρ­χε γραμ­μέ­νο κά­τι: «Τε­λι­κὰ εἶ­σαι τυ­χε­ρός! Ἢ πει­σμα­τά­ρης κι αἰ­σι­ό­δο­ξος… Τὸ ἴ­διο μοῦ κά­νει. Σί­γου­ρα πάν­τως τζέν­τλε­μαν. Τὴ δι­εύ­θυν­ση γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­στρέ­ψεις ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὶς ση­μει­ώ­σεις τοῦ πορ­νό­γε­ρου, τὴ θυ­μᾶ­σαι φαν­τά­ζο­μια.» Ἔ­σβη­σα τὸ τσι­γά­ρο στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Ξε­κί­νη­σα, ἔ­χον­τας στὸ μυα­λό μου κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ νὰ πά­ρω τὸν τε­νε­κέ, νὰ τὸν κα­θα­ρί­σω καὶ νὰ τοῦ χα­ρί­σω γιὰ συν­τρο­φιὰ μιὰ ἀ­λο­κά­σια. Ὡς ἰ­δα­νι­κὸ φόν­το τῆς θέ­σης ποὺ θὰ ἔμ­παι­νε σκε­φτό­μουν τὸν λό­φο τοῦ Φι­λο­πάπ­που, ἔ­τσι ὅ­πως αὐ­τὸς φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι της.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπύ­ρος Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Συμ­με­τέ­χει ἐ­πί­σης στὸν πρῶ­το ἐ­τή­σιο κύ­κλο τῆς Σχο­λῆς Πυ­ρο­δό­τη­σης Θε­α­τρι­κῆς Γρα­φῆς τῶν Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­γι­αν­νί­δη καὶ Θα­νά­ση Τρι­α­ρί­δη, τοῦ Θε­ά­τρου Πο­ρεί­α. Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Σχε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρές:Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου, Southern Point, Chop Chop Square, Ἀ­ριά­δνη στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι — Ἡ Αἰ­σθη­τι­κή του Μι­κροῦ· Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eyelands· Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης στὸν ἱ­στό­το­πο­ Literature. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κὸ καὶ Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των «Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ «Ἱ­στο­ρί­ες στὶς Ρά­γες» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀν­τί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: