Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán): Βρο­χὴ στοὺς χει­μῶ­νες τοῦ Μί­σιγ­καν


Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán)

 

Βρο­χὴ στοὺς χει­μῶ­νες τοῦ Μί­σιγ­καν

(Lluvia en los inviernos de Michigan)


 ΛΕΡΟΪ ἔ­φτα­σε στὸ σπί­τι του στὶς ἕ­ξι τὸ πρω­ῒ τοῦ Σαβ­βά­του, ἔ­βγα­λε τὰ πα­πού­τσια καὶ μπῆ­κε στὶς μύ­τες τῶν πο­δι­ῶν προ­σπα­θών­τας νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὸν θό­ρυ­βο. Στὸ δω­μά­τιό του, ἡ γυ­ναί­κα του κοι­μό­ταν βα­θιά· στὸ πλά­ι της, ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τάς την, δι­έ­κρι­νε ἕ­ναν ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο ὄγ­κο. Πε­ρί­με­νε κρα­τών­τας τὴν ἀ­να­πνο­ὴ καί, μό­λις τὸ φῶς τῆς μέ­ρας ἄρ­χι­σε νὰ τὸν βο­η­θᾶ ἀ­πὸ τὰ πα­ρά­θυ­ρα, ἀ­να­κά­λυ­ψε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ὁ ὄγ­κος ποὺ ἀγ­κά­λια­ζε τὴν γυ­ναί­κα του ἦ­ταν ἕ­νας ἄν­δρας. Πλή­ρης δι­σταγ­μῶν, ἔ­πε­σε στὸ κρεβ­βά­τι δί­πλα τους, προ­σπα­θών­τας νὰ ἀ­πο­φύ­γει ἀ­πό­το­μες κι­νή­σεις ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τοὺς ξυ­πνή­σουν. Κοι­μή­θη­κε ἄ­βο­λα, κουρ­νι­α­σμέ­νος στὰ σεν­τό­νια, ἀ­κί­νη­τος. Ξύ­πνη­σε στὴ μί­α τὸ ἀ­πό­γευ­μα. Ὁ ἄν­δρας δὲν ὑ­πῆρ­χε πιὰ καὶ αὐ­τὴ πα­ρέ­με­νε κοι­μι­σμέ­νη. Τί θὰ ἔ­κα­νε; Σκέ­φτη­κε ὅ­τι, μό­λις ξύ­πνα­γε, θὰ τὴν ἐ­πέ­πλητ­τε γιὰ τὴ δι­α­γω­γή της, ἀλ­λὰ ὕ­στε­ρα δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι οὔ­τε αὐ­τὸς ἦ­ταν ἐν­τά­ξει, ὅ­τι εἶ­χε ὁρ­κι­στεῖ νὰ γυ­ρί­σει στὶς δώ­δε­κα καὶ τὸ ἔ­κα­νε ἕ­ξι ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα καὶ ὅ­τι ἂν αὐ­τὸς ἄρ­χι­ζε μὲ τὶς ἐ­πι­πλή­ξεις θὰ ἔ­κα­νε καὶ αὐ­τὴ τὸ ἴ­διο, πράγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ τοὺς ἐ­νέ­πλε­κε σὲ μιὰ πυ­ρε­τώ­δη, ἐ­κρη­κτι­κὴ δι­α­φω­νί­α ποὺ θὰ τοῦ δι­α­τά­ρα­ζε τὴν συ­νή­θη ἠ­ρε­μί­α τοῦ ὑ­πό­λοι­πού του Σαβ­βά­του καί, ἴ­σως καὶ τῆς Κυ­ρια­κῆς.

        Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ μὴν πεῖ τί­πο­τα. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ κά­νει ἕ­να ντοὺς μὲ νε­ρὸ τό­σο κρύ­ο ὅ­σο ἡ βρο­χὴ στοὺς χει­μῶ­νες τοῦ Μί­σιγ­καν.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλ­λογὴ δι­η­γη­μά­των De­sen­cuen­tros (ἐκδ. Pá­gi­nas de E­spu­ma, 2018).

Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán): Γεν­νή­θη­κε στὴν Κο­τσαμ­πάμ­πα (Βο­λι­βί­α) τὸ 1967. Σπό­υ­δα­σε Δι­ε­θνεῖς Σχέ­σεις, Πο­λι­τι­κὲς Ἐ­πι­στῆ­μες καὶ Ἱ­σπα­νό­φω­νη Λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των. Τὸ ἔρ­γο του ἔ­χει λά­βει πολ­λὲς δι­α­κρί­σεις καὶ ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τὰ ἑ­ξῆς βρα­βεῖ­α: Χου­ὰν Ροῦλ­φο (Pre­mio Ju­an Rul­fo 1997), Ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος (Pre­mio Na­cio­nal de No­ve­la) (Bo­li­via) 2002), Γκούγ­κεν­χά­ιμ (Guggen­heim Fellow­ship, 2006). Σύγ­χρο­νοι με­λε­τη­τὲς κα­τα­τάσ­σουν τὸ ἔρ­γο του στὸ Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα Μα­κόν­το (McΟndo), ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Μα­γι­κοῦ Ρε­α­λι­σμοῦ, με­του­σι­ω­μέ­νου ὡς Μον­τέρ­νου Ρε­α­λι­σμοῦ μὲ συ­χνὲς τε­χνο­λο­γι­κὲς ἀ­να­φο­ρές. Ἀ­πὸ τὸ 1991 ζεῖ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, δι­δά­σκει Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Cornell University ἀ­πὸ τὸ 1997 κα­θὼς ἐ­πί­σης ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­πως: The New York Ti­­mesEl PaisTi­me καὶ E­ti­­que­­ta Ne­­gra. Ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πολ­λὲς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ δυ­ὸ ται­νί­ες τοῦ Ἀλ­φόν­σο Μά­γιο (Alfonso Mayo) ἔ­χουν βα­σι­στεῖ σὲ δι­η­γή­μα­τά του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Χρη­στά­κου Βάσω. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κῆς γλώσ­σας καὶ Πο­λι­τι­σμοῦ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


			

Ἐντμοῦντο Πὰς Σολδάν (Edmundo Paz Soldán): Παραμύθι μὲ δικτάτορα καὶ κάρτες


Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δάν (Edmundo Paz Soldán)


Πα­ρα­μύ­θι μὲ δι­κτά­το­ρα καὶ κάρ­τες

(Cuento con dictador y tarjetas)


ΚΕΙΝΟΥΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ ὁ δι­κτά­το­ρας Χο­α­κὶν Ἰ­τουρ­βί­δε δι­α­φέν­τευ­ε μιὰ βι­ο­τε­χνί­α καρ­τῶν καὶ εἶ­χε τὸ μο­νο­πώ­λιο τῆς πώ­λη­σης τῶν καρ­τῶν στὴ χώ­ρα καὶ μιὰ μέ­ρα τοῦ ἦρ­θε ἡ ἰ­δέ­α νὰ κη­ρύ­ξει τὴν 26η Ἰ­ου­νί­ου Ἡ­μέ­ρα τῆς Φι­λί­ας καὶ οἱ κάρ­τες ποὺ φτι­ά­χτη­καν γιὰ ἐ­κεί­νη τὴν ἡ­μέ­ρα εἶ­χαν μιὰ ἀ­πρό­σμε­νη ἐ­πι­τυ­χί­α στὸν πλη­θυ­σμὸ καὶ πραγ­μα­το­ποί­η­σαν θε­α­μα­τι­κὲς εἰ­σπρά­ξεις γιὰ τὴν ἐ­πι­χεί­ρη­ση· αὐ­τὸ ὤ­θη­σε τὸν δι­­κτάτο­ρα νὰ κη­ρύ­ξει τὴν 14η τοῦ Αὐ­γού­στου Ἡ­μέ­ρα τῆς Ζή­λειας καὶ ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α ἐ­πα­να­λή­φθη­κε. Καὶ μὲ φό­ρα του ἡ δυ­να­μι­κή τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας συ­νε­χί­στη­κε καὶ σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ μιὰ πεν­τα­ε­τί­α ὅ­λες οἱ μέ­ρες τοῦ ἔ­τους ἐ­ξαν­τλή­θη­καν καὶ ὑ­πῆρ­χε Ἡ­μέ­ρα τῆς Μνη­σι­κα­κί­ας καὶ Ἡ­μέ­ρα τῆς Ἄ­πι­στης Μνη­στῆς καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Προ­πα­πού­δων καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Συ­ζύ­γων ποὺ Ἀ­γα­πι­οῦν­ται ἀλ­λὰ στὴν Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα Μι­σοῦν­ται καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Λα­τρῶν τοῦ Αὐ­νάν καὶ Ἡ­μέ­ρα αὐ­τῶν ποὺ Θά­θε­λαν νὰ κοι­μη­θοῦν μὲ τὶς Ὑ­πη­ρέ­τρι­ές τους καὶ Ἡ­μέ­ρα τῶν Ἀ­να­γνω­στῶν τοῦ Μαρ­κή­σιου Ντὲ Σὰντ καὶ Ἡ­μέ­ρα αὐ­τῶν ποὺ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται Κεν­ταύ­ρους. Γιὰ νὰ δώ­σει χῶ­ρο σὲ νέ­ες ἐ­πι­νο­ή­σεις ἔ­πρε­πε νὰ χω­ρί­σει τὴν μέ­ρα σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη: τὸ σού­ρου­πο τῆς 3ης τοῦ Γε­νά­ρη κη­ρύ­χτη­κε Στιγ­μὴ αὐ­τῶν ποὺ Τοὺς Ἀ­ρέ­σει νὰ κά­νουν Σὲξ στὸ Σκο­τά­δι ἑ­νὸς Κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ τὸ ξη­μέ­ρω­μα τῆς 16ης τοῦ Ὀ­κτώ­βρη Στιγ­μὴ αὐ­τῶν ποὺ Δὲν Σκο­τώ­νουν οὔ­τε μιὰ Μύ­γα καὶ τὸ με­ση­μέ­ρι τῆς 21ης  τοῦ Δε­κέμ­βρη Στιγ­μὴ τῶν Νο­σταλ­γῶν τοῦ Τσα­τσα­τσά. Καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Ὁ δι­κτά­το­ρας ἤ­δη κο­νο­μοῦ­σε πιὸ πο­λὺ χρῆ­μα ἐ­τη­σί­ως μὲ τὴν πώ­λη­ση τῶν καρ­τῶν πα­ρὰ μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κλε­βε ἀ­προ­κά­λυ­πτα ἀ­πὸ τὰ τα­μεῖ­α τοῦ Κρά­τους, ἀλ­λὰ δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἀ­φή­σει τὴν ἐ­ξου­σί­α. Ἤ­θε­λε νὰ πε­θά­νει μα­ζί της, ὑ­πέρ­γη­ρος πιὰ καὶ σε­βά­σμιος πα­τριά­ρχης. Ὅ­ταν πέ­θα­νε ἦ­ταν ἕ­νας ὑ­πέρ­γη­ρος. Πρὸς τι­μήν του, ἡ Σύ­νο­δος τῶν Ἐ­ξε­χόν­των τῆς χώ­ρας κή­ρυ­ξε τὴν ὥ­ρα τέσ­σε­ρις καὶ εἴ­κο­σι ἑ­πτὰ λε­πτὰ καὶ δε­κα­πέν­τε δευ­τε­ρό­λε­πτα τῆς 2ης τοῦ Ἀ­πρί­λη σὰν τὴν Φευ­γα­λέ­α Στιγ­μὴ τῶν Ἰ­σό­βι­ων Δι­κτα­τό­ρων.



Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἰ­στο­σε­λί­δα Rio Fugitivo:

http://riofugitivo.blogspot.com/2008/02/cuento-con-dictador-y-tarjeta-s-un.html

Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δὰν (Edmundo Paz Soldán): Γεν­νή­θη­κε στὴν Κο­τσαμ­πάμ­πα (Βο­λι­βί­α) τὸ 1967. Σπό­υ­δα­σε Δι­ε­θνεῖς Σχέ­σεις, Πο­λι­τι­κὲς Ἐ­πι­στῆ­μες καὶ Ἱ­σπα­νό­φω­νη Λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των. Τὸ ἔρ­γο του ἔ­χει λά­βει πολ­λὲς δι­α­κρί­σεις καὶ ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τὰ ἑ­ξῆς βρα­βεῖ­α: Χου­ὰν Ροῦλ­φο (Pre­mio Ju­an Rul­fo 1997), Ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος (Pre­mio Na­cio­nal de No­ve­la) (Bo­li­via) 2002), Γκούγ­κεν­χά­ιμ (Guggen­heim Fellow­ship, 2006). Σύγ­χρο­νοι με­λε­τη­τὲς κα­τα­τάσ­σουν τὸ ἔρ­γο του στὸ Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα Μα­κόν­το (McΟndo), ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Μα­γι­κοῦ Ρε­α­λι­σμοῦ, με­του­σι­ω­μέ­νου ὡς Μον­τέρ­νου Ρε­α­λι­σμοῦ μὲ συ­χνὲς τε­χνο­λο­γι­κὲς ἀ­να­φο­ρές. Ἀ­πὸ τὸ 1991 ζεῖ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, δι­δά­σκει Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Cornell University ἀ­πὸ τὸ 1997 κα­θὼς ἐ­πί­σης ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­πως: The New York Ti­­mes, El Pais, Ti­me καὶ E­ti­­que­­ta Ne­­gra. Ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πολ­λὲς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ δυ­ὸ ται­νί­ες τοῦ Ἀλ­φόν­σο Μά­γιο (Alfonso Mayo) ἔ­χουν βα­σι­στεῖ σὲ δι­η­γή­μα­τά του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:

Χρη­στά­κου Βάσω. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τός του τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.


Ἐντμοῦνδο Πὰς Σολδάν (Edmundo Paz Soldán): Μπάρνες


Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δάν (Edmundo Paz Soldán)


Μπάρ­νες

(Barnes)


ΤΟ ΚΕΛΙ ποὺ πα­ρέ­με­νε ὑ­πὸ κρά­τη­ση, ὁ Μπάρ­νες σκέ­φτη­κε ὅ­τι ὅ­λα ἦ­ταν μιὰ πα­ρε­ξή­γη­ση. Γιὰ αὐ­τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ γαν­τζω­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θεια μὲ ἔ­παρ­ση. Ὅ­μως λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν τὸν με­τέ­φε­ραν σὲ ἕ­να σκο­τει­νὸ δω­μά­τιο καὶ τὸν ση­μά­δε­ψαν στὰ μά­τια μὲ ἕ­ναν ἐ­κτυ­φλω­τι­κὸ ἀ­να­κλα­στή­ρα καὶ ξε­κί­νη­σε ἡ ἀ­νά­κρι­ση, ὅ­ταν τοῦ ἀ­πήγ­γει­λαν κα­τη­γο­ρί­ες γιὰ τὴν δο­λο­φο­νί­α τοῦ προ­έ­δρου, ἀ­να­λο­γί­στη­κε τὴν με­τρι­ό­τη­τά του, τὴν ἀ­πό­λυ­τη ἀ­ση­μαν­τό­τη­τα τῆς ζω­ῆς του καὶ τό­τε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­νι­ω­σε τὸ βά­ρος τῆς ὕ­παρ­ξης, πε­ρή­φα­νο καὶ μη­δα­μι­νὸ καὶ τό­τε ἀ­πο­κρί­θη­κε πὼς ναί, ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε δο­λο­φο­νή­σει τὸν πρό­ε­δρο.Ἔ­πει­τα τὸν κα­τη­γό­ρη­σαν γιὰ τὴν βομ­βι­στι­κὴ ἐ­πί­θε­ση ποὺ προ­κά­λε­σε τὸν θά­να­το 287 στρα­τι­ω­τῶν στὴν Τα­ρα­πα­κὰ καὶ ἡ μο­να­δι­κή του ἀν­τί­δρα­ση ἦ­ταν νὰ γε­λά­σει ὑ­πο­τι­μη­τι­κὰ καὶ νὰ δε­χτεῖ τὶς κα­τη­γο­ρί­ες. Στὴν συ­νέ­χεια, ὁ­μο­λό­γη­σε δί­χως δεύ­τε­ρη σκέ­ψη ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ἦ­ταν ὑ­παί­τιος γιὰ τὸ σαμ­πο­τὰζ τοῦ ἀ­ε­ρα­γω­γοῦ ποὺ προ­κά­λε­σε τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ κα­τάρ­ρευ­ση τῆς Βο­λι­βί­ας, γιὰ τὴν πυρ­κα­γιὰ ποὺ ἀ­φά­νι­σε τὸ 92% τῶν δα­σι­κῶν ἐ­κτά­σε­ων τῆς Κο­τσαμ­πάμ­πα, γιὰ τὴν ἀ­να­τί­να­ξη τεσ­σά­ρων ἀ­ε­ρο­πλά­νων τῆς LAB* ἐν πτή­σει καὶ τέ­λος γιὰ τὸν βια­σμὸ τῆς κό­ρης τοῦ Νο­τι­α­με­ρι­κα­νοῦ πρέ­σβη στὴν Λὰ Πάθ. Τοῦ ἀ­να­κοί­νω­σαν ὅ­τι θὰ τὸν ἐ­κτε­λοῦ­σαν τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ῒ καὶ ἐ­κεῖ­νος συμ­φώ­νη­σε ὅ­τι ἕ­νας ἄν­θρω­πος σὰν κι αὐ­τὸν δὲν ἄ­ξι­ζε νὰ ζεῖ.

* Ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κὴ ἑ­ται­ρεί­α τῆς Βο­λι­βί­ας.


Πη­γή: Desecuentros, Santillana USA Publishing Company, 2004.

Ἐν­τμοῦν­δο Πὰς Σολ­δάν (Edmundo Paz Soldán) γεν­νή­θη­κε στὴν Κο­τσαμ­πάμ­πα (Βο­λι­βί­α) τὸ 1967. Σπό­υ­δα­σε Δι­ε­θνεῖς Σχέ­σεις, Πο­λι­τι­κὲς Ἐ­πι­στῆ­μες καὶ Ἱ­σπα­νό­φω­νη Λο­γο­τε­χνί­α. Ἀ­πὸ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των. Τὸ ἔρ­γο του ἔ­χει λά­βει πολ­λὲς δι­α­κρί­σεις καὶ ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τὰ ἑ­ξῆς βρα­βεῖ­α: Χου­ὰν Ροῦλ­φο (Premio Juan Rulfo 1997), Ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος (Premio Nacional de Novela) (Bolivia) 2002), Γκούγ­κεν­χά­ιμ (Guggenheim Fellowship, 2006). Σύγ­χρο­νοι με­λε­τη­τὲς κα­τα­τάσ­σουν τὸ ἔρ­γο του στὸ Λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κο λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα Μα­κόν­το (McΟndo), ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ Μα­γι­κοῦ Ρε­α­λι­σμοῦ, με­του­σι­ω­μέ­νου ὡς Μον­τέρ­νου Ρε­α­λι­σμοῦ μὲ συ­χνὲς τε­χνο­λο­γι­κὲς ἀ­να­φο­ρές. Ἀ­πὸ τὸ 1991 ζεῖ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, δι­δά­σκει Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Cornell University ἀ­πὸ τὸ 1997 κα­θὼς ἐ­πί­σης ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἀρ­θρο­γρά­φος σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κὰ ὅ­πως: The New York Ti­mes, El Pais, Time καὶ E­ti­que­ta Ne­gra. Ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πολ­λὲς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ δυ­ὸ ται­νί­ες τοῦ Ἀλ­φόν­σο Μά­γιο (Alfonso Mayo) ἔ­χουν βα­σι­στεῖ σὲ δι­η­γή­μα­τά του.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ Ἱ­σπα­νι­κά:

Μά­γδα Κόσ­συ­βα (Ἀ­θή­να,1985). Κοι­νω­νι­ο­λό­γος, κα­θη­γή­τρια ἱ­σπα­νι­κῆς γλώσ­σας, συγ­γρα­φέ­ας μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των. Δι­δά­σκει ἱ­σπα­νι­κὰ καὶ ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν με­τά­φρα­ση ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας.