Τ. Κοράγκεσαν Μπόιλ (T. Coraghessan Boyle)
Ὁ Ἐκτελεστής
(The Hit Man)
Νεότητα
Α ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ εἶναι ταραγμένα ἐξαιτίας τῆς μαύρης σακούλας ποὺ φορᾶ πάνω στὸ κεφάλι. Δάσκαλοι διορθώνουν τὴν προφορά του, ὁ προπονητὴς ἐπικρίνει τὴ συμπεριφορά του, ὁ διευθυντὴς τὸν ξεβρακώνει γιατί ἔκαιγε τὰ μικρὰ μὲ τὴν κάφτρα τοῦ τσιγάρου. Εἶναι ἕνας κακὸς μαθητής. Στὰ γεύματα κάθεται μόνος, τροφοδοτώντας τὴ σκοτεινὴ σχισμὴ τοῦ στόματός του μὲ γλυκοπίπερα καὶ σαλάμι. Στοὺς διαδρόμους, λεπτοὶ καὶ μυώδεις νεαροὶ ἀθλητὲς τραβοῦν τὴν μαύρη κουκούλα καὶ τὸν σφαλιαρίζουν στὸ σβέρκο. Στὰ δεκατρία του τὸν πλησιάζει ὁ ἀρχηγὸς τὴν ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας, ποὺ τὸν ἀκινητοποιεῖ καὶ τοῦ βγάζει τὴν κουκούλα. Ὁ Ἐκτελεστὴς τὸν καθαρίζει. Πέντε χρόνια, ἀποφαίνεται ὁ δικαστής.
Πίσω στοὺς Δρόμους
Ὁ Ἐκτελεστὴς ἐπιστρέφει στοὺς δρόμους μέσα σ’ ἕνα δίμηνο.
Πρῶτο Ραντεβού
Ἡ κοπέλα ὀνομάζεται Σύνθια. Ὁ Ἐκτελεστὴς σταματᾶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ διαμέρισμά της μὲ τὴ νεκροφόρα τοῦ πατέρα του. (Ὁ πατέρας τοῦ Ἐκτελεστῆ, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ἀπεχθάνεται καὶ μισεῖ, εἶναι νεκροθάφτης. Στὸ πρωινό, ὁ πατέρας τοῦ Ἐκτελεστῆ, ἐκσφενδόνισε τὰ κόρνφλεϊκς ἀπὸ τὸ μπὸλ τοῦ γιοῦ του. Ὁ γιὸς ἀπείλησε νὰ καθαρίσει τὸν πατέρα. Δὲν τὸ κάνει, συγκρατιέται ἀναλογιζόμενος χωρὶς ἀμφιβολία λόγους ὅπως ὁ «σεβασμὸς πρὸς τὸν γονιό» καὶ τὰ βαθιὰ ἑδραιωμένα ταμποὺ κατὰ τῆς πατροκτονίας ποὺ διαποτίζουν τὸ συλλογικὸ ἀσυνείδητο.)
Ὁ πατέρας τῆς Σύνθια ἔχει ἀσημένιες φαβορίτες καὶ παίζει τένις. Ἀπαντᾶ στὸ χτύπημα τοῦ Ἐκτελεστῆ, δείχνει ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἐκτελεστῆ. Ὁ Ἐκτελεστὴς ἁρπάζει τὴν Σύνθια ἀπὸ τὸν ἀγκώνα, κολλᾶ ἕνα εἰκοσαδόλαρο στὴν παλάμη τοῦ πατέρα της, καὶ ἐξαφανίζεται μέσα στὴ νύχτα.
Θάνατος Πατέρα
Στὸ πρωινὸ ὁ Ἐκτελεστὴς, ἐκσφενδονίζει τὰ κόρνφλεϊκς ἀπὸ τὸ μπὸλ τοῦ πατέρα του. Μετὰ τὸν καθαρίζει.
Θάνατος Μητέρας
Ὁ Ἐκτελεστὴς εἶναι πλέον εἴκοσι καὶ κάτι. Παίζει μπιλιάρδο, σηκώνει βάρη καὶ πίνει τὸ γάλα ἀπὸ τὸ μπουκάλι. Ἡ μητέρα του εἶναι στὸ νοσοκομεῖο, πεθαίνοντας ἀπὸ καρκίνο ἢ καρδιά. Ὁ ἱερέας φοράει μαῦρα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἐκτελεστής.
Πρώτη Δουλειά
Ὁ Πορφύριο Μπουνιόζ, ἕνας κουβανὸς χρηματιστής, προσκαλεῖ τὸν Ἐκτελεστὴ σὲ γεῦμα. Ἀκούω ψάχνεις δουλειά, λέει ὁ Μπουνιόζ.
Σωστά, λέει ὁ Ἐκτελεστής.
Μπιζέλια
Στὸν Ἐκτελεστὴ δὲν ἀρέσουν τὰ μπιζέλια. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ἰσορροπήσουν στὸ πιρούνι.
Ἐκπομπὴ Λόγου
Ὁ Ἐκτελεστὴς περιμένει στὰ παρασκήνια, ἡ λεύκη κόψη ἑνὸς τσιγάρου χαράζει τὴ βαθειὰ σκοτεινιὰ τοῦ κεφαλιοῦ καὶ τῶν ἄνω ἄκρων του. Ἡ μακιγιὲζ τοῦ ἔχει φτιάξει τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, ἔχει καθαρίσει τὸ χνούδι ἀπ’ τὴν κουκούλα του. Τὸν ἔχουν ἐνημερώσει. Ὁ καλεσμένος πρὶν ἀπ’ αὐτὸν εἶναι ἕνας παιδίατρος. Μιὰ πλανητικὴ λάμψη λούζει τὴ σκηνὴ ὅπου ὁ παρουσιαστὴς καὶ ὁ παιδίατρος, χωρισμένοι ἀπὸ ἕνα φοίνικα σὲ γλάστρα, κάθονται σταυροπόδι καὶ συζητοῦν γιὰ μικροδιαταραχὲς βρεφῶν καὶ νηπίων.
Μετὰ τὸ διάλειμμα τῆς ἐκπομπῆς ὁ Ἐκτελεστὴς βρίσκει τὸν ἑαυτό του στριμωγμένο σὲ μιὰ καρέκλα σκηνοθέτη, μὲ τὰ λευκὰ φῶτα στὰ ματιά του. Ὁ παρουσιαστὴς τῆς ἐκπομπῆς εἶναι ἕνας ἄνδρας μὲ παιδικὸ πρόσωπο ποὺ μόλις ἔχει πατήσει τὰ σαράντα. Χαμογελᾶ σὰν νά ’ταν ὁ Θεὸς μὲ ὅλους Του τοὺς ἀγγέλους. Ὥστε, λοιπόν, εἶσαι Ἐκτελεστής, τοῦ λέει. Πές μου —πάντα ἤθελα νὰ ξέρω— πῶς εἶναι νὰ ἐκτελεῖς κάποιον;
Θάνατος τοῦ Ματέο Μαρία Μπουνιόζ
Τὸ πτῶμα τοῦ Ματέο Μαρία Μπουνιόζ, ξάδελφου καὶ συνέταιρου ἑνὸς διακεκριμένου χρηματιστῆ, ἀνακαλύπτεται κάτω στὶς ἀποβάθρες ἕνα ζεστὸ καλοκαιριάτικο πρωινό. Ὁμίχλη ἀναδύεται ἀπὸ τὸ νερὸ σὰν ἀτμός, μυρίζει ψαρίλα. Ἕνα μεγάλο μαυροπούλι κουρνιάζει στὸ μέτωπο τοῦ νεκροῦ ἄντρα.
Γάμος
Ἡ Σύνθια καὶ ὁ Ἐκτελεστὴς στέκονται μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, πλάι-πλάι Αὐτὴ φορᾶ ἕνα λευκὸ σατὲν νυφικὸ καὶ ἕνα δαντελωτὸ βέλο. Ὁ Ἐκτελεστὴς ἔχει νοικιάσει ἕνα σμόκιν, τὸ πολὺ μεγάλο νούμερο, καὶ μιὰ μαύρη βελούδινη κουκούλα μὲ μεταξωτὸ περίγυρο.
…Μέχρι νὰ σᾶς χωρίσει ὁ θάνατος, λέει ὁ ἱερέας.
Διαθέσεις
Ὁ Ἐκτελεστὴς εἶναι δύσθυμος, ἀπρόβλεπτος. Μιὰ φορὰ σὲ ἕνα ἑστιατόριο, ἡ σερβιτόρα τοῦ ἔφερε τὴ σπεσιαλιτέ, ρολὸ-κιμά, ὅμως ξέχασε νὰ ἀφαιρέσει τὰ μπιζέλια. Ὑπῆρχε μιὰ κηλίδα σάλτσας στὴν κουκούλα τοῦ Ἐκτελεστῆ, περίπου ἐκεῖ ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πηγούνι του. Σήκωσε τὸ βλέμμα του στὴ σερβιτόρα, τὰ μάτια του σὰν καρφιὰ πίσω ἀπὸ τὶς τριγωνικὲς σχισμές, καὶ τὴν καθάρισε.
Μιὰ ἄλλη φορὰ πῆγε στὸν ἱππόδρομο μὲ 25 δολάρια, ἐπέστρεψε μὲ 1.800. Σταμάτησε στὸ καπνοπωλεῖο. Καθὼς ἔβγαινε ἀπ’ τὸ μαγαζὶ ἕνας μέθυσος κρεμάστηκε ἀπ’ τὸ μανίκι του καὶ ἱκέτευσε γιὰ ψιλά. Ὁ Ἐκτελεστὴς ἔβαλε τὸ χέρι στὴ τσέπη, ἔβγαλε τὰ 1.800 καὶ τά ’δωσε στὸν μέθυσο. Μετὰ τὸν καθάρισε.
Πρωτότοκος
Ἀγόρι. Ὁ Ἐκτελεστὴς εἶναι κατευχαριστημένος. Γέρνει πάνω ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ παρκοκρέβατου καὶ βάζει τὰ μικροσκοπικὰ δαχτυλάκια γύρω ἀπὸ τὴν λαβὴ ἑνὸς ἐπινικελωμένου πλατύστομου πιστολιοῦ. Τὸ ὅπλο εἶναι γεμισμένο μὲ ἄσφαιρα – ὁ Ἐκτελεστὴς θέλει τὸ ἀγόρι νὰ συνηθίσει τὸν ἦχο. Περίπου σὲ ἡλικία τεσσάρων χρόνων τὸ ἀγόρι ἔχει κατακτήσει τὶς βασικὲς ἀρχὲς τοῦ Τάε Κβὸν Ντό, μπορεῖ νὰ καρφώσει ἕνα μαχαίρι στὸν τοῖχο ἀπὸ ἀπόσταση τριῶν μέτρων, καὶ νὰ πυροβολήσει ἕναν κινούμενο στόχο καὶ μὲ τὰ δυὸ χέρια. Ὁ Ἐκτελεστὴς ἀκούμπα τὴ φαρδιά του παλάμη στὸ κεφάλι τοῦ ἀγοριοῦ. Ἐσὺ Τίγρη, λέει, θά ’σαι γιὰ τὰ μεγάλα κόλπα.
Δουλειά
Πετᾶ στὸ Σινσινάτι. Στὸ Λὸς Ἄντζελες. Στὴ Βοστόνη. Στὸ Λονδίνο. Στὶς ἀεροσυνοδοὺς εἶναι πιὰ γνώριμος.
Δυὸ Στρέμματα καὶ ἕνα Γκαράζ
Ὁ Ἐκτελεστὴς μαζεύει τὰ φύλλα μὲ τὴν τσουγκράνα, σὲ μεγάλους ἀσταθεῖς σωρούς. Φορᾶ ἕνα μαῦρο μπλουζάκι, κομμένο στοὺς ὤμους, καὶ μιὰ βαμβακερὴ κουκούλα ἐργασίας, ἐπίσης μαύρη. Ἡ Σύνθια περιποιεῖται τὸ παρτέρι, ὁ γιός του παίζει στὸ γρασίδι. Ὁ Ἐκτελεστὴς χαιρετᾶ τοὺς γείτονες καθὼς περνοῦν μὲ τὸ ἁμάξι. Ὁ γείτονες ἀνταποδίδουν τὸν χαιρετισμό.
Ὅταν ἔχει καθαρίσει ἱκανοποιητικὰ τὸ γκαζόν, ὁ Ἐκτελεστὴς μαζεύει ὅλους τους μικροὺς λοφίσκους φύλλων σὲ ἕνα μεγαλύτερο σωρὸ στὸ μέγεθος ἑνὸς φορτηγοῦ. Μετὰ σκύβει γιὰ νὰ τὰ ἀνάψει μὲ τὸν ἀναπτήρα του. Ἀμέσως οἱ φλόγες ξεπηδοῦν ἀπ’ τὰ φύλλα, δημιουργοῦν αὐλάκια ποὺ διασχίζουν τὸν σωρό, τὸν τυλίγουν σὲ μιὰ πύρινη μπάλα. Ὁ Ἐκτελεστὴς στέκεται ἀπόμερα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα κάτω ἀπὸ τοὺς τεράστιους μυώδεις δικεφάλους του. Στὸ πλευρό του εἶναι ὁ τρικέφαλος σκύλος. Σκύβει γιὰ νὰ χαϊδέψει κάθε κεφάλι, ἐνῶ καπνὸς καὶ σπίθες μαίνονται πρὸς τὸν οὐρανό.
Παραμονεύοντας στοὺς Δρόμους τῆς Πόλης
Παραμονεύει τοὺς δρόμους τῆς πόλης, γιακὰς ἀνεβασμένος, χαμηλὰ τὸ καπέλο. Εἶναι ἀργὰ τὴ νύχτα. Παραμονεύει σὲ παλιὰ πολυκαταστήματα, μικροεπιχειρήσεις, πάρκα, βενζινάδικα. Παλιὰ διαμερίσματα, φράχτες, βιτρίνες. Σκυλιὰ γρυλίζουν στὶς σκιές, μετὰ ἀπομακρύνονται στὰ μουλωχτά. Μπορεῖ νὰ ἐκτελέσει ὁποιονδήποτε ἀπὸ ἐμᾶς.
Ἀποχώρηση
Μιὰ ὁμάδα ἐπιχειρηματίες στὸ σινάφι —ἑξηντάρηδες, ἑβδομηντάρηδες, εὐτραφεῖς καὶ ἀξιοπρεπεῖς, μὲ διαμαντένια δακτυλίδια, ποῦρα, μέσα στὴ χλίδα— τοῦ κάνουν ἕνα πάρτι. Ὁ Πορφύριο Μπουνιόζ, τώρα πιὰ στὰ ὀγδόντα του, βγάζει λόγο καὶ τιμᾶ τὸν Ἐκτελεστὴ μὲ ἕνα ἐπιχρυσωμένο δρεπάνι. Ὁ Ἐκτελεστὴς τὸν εὐχαριστεῖ, μετὰ ἀποσύρεται στὴ λίμνη, ὅπου φαίνεται μέσα στὸ ταχύπλοό του νὰ ἐπιταχύνει πρὸς τ’ ἀνοιχτά, μὲ τὴν κουκούλα νὰ ἀνεμίζει στὸ ἀεράκι.
Θάνατος
Εἶναι τσακισμένος, μαραμένος, μισὸς ὁ παλιὸς ἑαυτός του. Βρίσκεται ἀνασηκωμένος στὰ μαξιλάρια τοῦ κρεβατιοῦ του στὸ Νοσοκομεῖο τοῦ Ἐλέους, μιὰ θάλασσα ἀπὸ γεντιανὲς κρέμονται γύρω ἀπὸ τὸ κρεβάτι του. Σωληνάκια χώνονται στὴν κουκούλα ἀπ’ τὰ ἀναπνευστικὰ ἀνοίγματα, τὰ ματιά του εἶναι θολὰ καὶ κόκκινα, βουλιαγμένα βαθιὰ πίσω ἀπ’ τὶς τριγωνικὲς σχισμές. Ὁ ἱερέας φορᾶ μαῦρα. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Ἐκτελεστής.
Στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης ὁ γιὸς τοῦ Ἐκτελεστῆ στέκεται μπροστὰ ἀπ’ τὸν καθρέφτη ἑνὸς μαγαζιοῦ ποὺ εἰδικεύεται σὲ ἀμφιέσεις Ἐκτελεστῶν. Προβάρει τὴν πρώτη του κουκούλα.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories,Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986.
Τ. Κοράγκεσαν Μπόιλ (T. Coraghessan Boyle) (Πίλσκιλ, Νέα Ὑόρκη, 1948). Γνωστὸς γιὰ τὸ χιοῦμορ καὶ τὸν σαρκασμό του. Ἔχει γράψει πολυάριθμα διηγήματα καὶ ἔχει δημοσιεύσει 8 συλλογὲς καὶ 12 μυθιστορήματα. Ἔχει λάβει σημαντικὰ βραβεῖα καὶ ἱστορίες του ἔχουν μεταφερθεῖ στὸν κινηματογράφο.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Ἀλέξανδρος Γιουμουξούζης. Φοιτητὴς τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20ου αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης.
Τ. Κοράγκεσαν Μπόιλ: Εἰκόνες καὶ ἔργα: http://www.youtube.com/watch?v=6Mw-YSY1sJM
Filed under: Coraghessan Boyle T.,Αγγλικά,Ανάλυση,Γιουμουξούζης Αλ.,Παραβατικότητα | Tagged: Αλέξανδρος Γιουμουξούζης,Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,T. Coraghessan Boyle | Τὰ σχόλια στὸ Τ. Κοράγκεσαν Μπόιλ (T. Coraghessan Boyle): Ὁ Ἐκτελεστής ἔχουν κλείσει