Κέβιν Μπροκμάιερν (Kevin Brockmeier): Τί ὡραία παπούτσια


Κέ­βιν Μπροκ­μά­ι­ερν (Kevin Brockmeier)


Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια

(I Like Your Shoes)


Ο ΜΗΝΥΜΑ ΕΛΕΓΕ «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια». Τὸ βρῆ­κε ση­μει­ω­μέ­νο στὸ θαμ­πὸ ἀ­π’ τὴ συμ­πύ­κνω­ση τῶν ὑ­δρα­τμῶν πα­ρά­θυ­ρο τοῦ κα­θι­στι­κοῦ, κι ἦ­ταν γραμ­μέ­νο μ’ ἕ­να εἶ­δος ἐ­πι­πό­λαι­ης χά­ρης, σὰν πι­νε­λι­ὲς στὸ μέ­γε­θος δα­κτύ­λου ποὺ γλι­στρᾶ. Δο­κί­μα­σε νὰ τὸ σβή­σει, ἀλ­λὰ ἡ πα­λά­μη της ἐ­πέ­στρε­ψε στε­γνή. Ἀ­κό­μα κι ἔ­τσι, τῆς πῆ­ρε λί­γη ὥ­ρα νὰ κα­τα­λά­βει τί εἶ­χε συμ­βεῖ. Τὸ μή­νυ­μα στὸ τζά­μι –δὲν ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀλ­λι­ώς– ἦ­ταν γραμ­μέ­νο ἀ­π’ τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ πλευ­ρά. Τὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της βρι­σκό­ταν στὸν δέ­κα­το ἕ­κτο ὄ­ρο­φο· δὲν εἶ­χε μπαλ­κό­νια, δὲν ὑ­πῆρ­χαν κὰν περ­βά­ζια. Πῶς στὸ κα­λὸ εἶ­χε βρε­θεῖ τὸ μή­νυ­μα ἐ­κεῖ, ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ τὸ εἶ­χε ἀ­φή­σει, τῆς ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­τα­λά­βει. Ὁ ἥ­λιος πῆ­ρε τὴν ἀ­νι­ού­σα, φέρ­νον­τας μα­ζὶ τὴ ζέ­στη τοῦ πρω­ι­νοῦ, καὶ οἱ λέ­ξεις χά­θη­καν, ἔ­γι­ναν ἀ­έ­ρας μπρο­στὰ στὰ μά­τια της.

        Τὸ δεύ­τε­ρο μή­νυ­μα ἔ­φτα­σε λί­γους μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα: «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια» – κι ἦ­ταν γραμ­μέ­νο μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸν εὐ­χά­ρι­στα στρογ­γυ­λε­μέ­νο γρα­φι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, ὅ­πως τὴν πρώ­τη φο­ρά. Ἀ­κούμ­πη­σε τὸ μά­γου­λό της στὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­να­ζη­τών­τας κά­ποι­ου εἴ­δους κρε­μα­στὴ πλατ­φόρ­μα, ἕ­να ἐ­λα­στι­κὸ σκοι­νί, σκα­λω­σι­ὲς ἢ ση­μά­δια ἀ­πὸ βεν­τοῦ­ζες, μὰ τὸ μό­νο ποὺ τῆς ἐ­πι­φύ­λα­ξε ἡ πρό­σο­ψη ἦ­ταν γυα­λὶ καὶ μέ­ταλ­λο.

        Τὸ τρί­το μή­νυ­μα ἐμ­φα­νί­στη­κε στὶς ἀρ­χὲς τοῦ ἑ­πό­με­νου χει­μώ­να· τὴν πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ στὴν πά­χνη πά­νω ἀ­π’ τὸν νε­ρο­χύ­τη, ὅ­σο ἐ­κεί­νη ἐ­πλέ­νε τὰ πιά­τα. Οἱ λέ­ξεις, ἴ­δι­ες κι ἀ­πα­ράλ­λα­χτες –«Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια»– πα­ρα­λί­γο νὰ δι­α­φύ­γουν τῆς προ­σο­χῆς της· ὁ γκρί­ζος οὐ­ρα­νὸς στὸ φόν­το εἶ­χε τὴ μαρ­μά­ρι­νη ἀ­πό­χρω­ση τοῦ πά­γου.

        Τὰ μη­νύ­μα­τα νού­με­ρο τέσ­σε­ρα, πέν­τε, ἕ­ξι καὶ ἑ­πτὰ κα­τέ­φθα­σαν ἕ­να ζε­στὸ Ἀ­πρι­λι­ά­τι­κο ἀ­πό­γευ­μα μὲ δι­α­φο­ρὰ λί­γων λε­πτῶν· ξε­θώ­ρια­ζαν, ἀν­τι­κα­θι­στών­τας τὸ ἕ­να τ’ ἄλ­λο, σὰν ρυθ­μι­κὴ ἀ­νά­σα: «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια», «Τί ὡ­ραί­α πα­πού­τσια». Εἶ­χε πλέ­ον με­τα­κο­μί­σει σ’ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα στὸν τρί­το ὄ­ρο­φο ἑ­νὸς κτι­ρί­ου δί­χως ἀ­σαν­σέρ, ποὺ κά­πο­τε χρη­σί­μευ­ε ὡς σχο­λεῖ­ο. Ὁ και­νούρ­γιος της φί­λος, ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος λό­γω τῆς ἀ­πό­στα­σης τῆς δου­λειᾶς του νὰ ξυ­πνᾶ μί­α ὥ­ρα νω­ρί­τε­ρα ἀ­πὸ κεί­νη, τῆς ἄ­φη­νε συ­χνὰ ση­μει­ώ­μα­τα, ἄλ­λο­τε στὸν πάγ­κο τῆς κου­ζί­νας κι ἄλ­λο­τε στὸν ἀ­σπρο­πί­να­κα, μὰ τὰ ὀρ­νι­θο­σκα­λί­σμα­τά του οὐ­δε­μί­α σχέ­ση εἶ­χαν μὲ τοῦ­τες τὶς δι­α­τυ­πώ­σεις, τό­σο ρευ­στὲς καὶ σκαν­τα­λι­ά­ρι­κες, ποὺ τὴν εἶ­χαν ἀ­κο­λου­θή­σει μὲς στὴν πό­λη. Δὲν ἦ­ταν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον, ἦ­ταν βέ­βαι­η.


Αὐ­τὸ ποὺ εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται ἦ­ταν ὅ­τι τὰ μη­νύ­μα­τα θὰ τὴ συ­νό­δευ­αν σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή της. Ὅ­τι μέ­χρι καὶ τὴ μέ­ρα ποὺ θὰ πέ­θαι­νε, κά­ποι­ο φάν­τα­σμα, κά­ποι­ος θε­ός, κά­ποι­ος δαί­μο­νας ἴ­σως, δὲν θὰ ἔ­παυ­ε νὰ βρί­σκει τὰ πα­πού­τσια της ὡ­ραί­α. Κι ὅ­τι ἀ­κό­μα κι ἂν με­σο­λα­βοῦ­σαν ἕν­τε­κα σπί­τια καὶ δι­α­με­ρί­σμα­τα, ἑ­κα­τον­τά­δες ξε­νῶ­νες καὶ σου­ί­τες ξε­νο­δο­χεί­ων, ἑ­πτὰ φί­λοι, δύ­ο σύ­ζυ­γοι, καὶ πολ­λὰ τε­τρα­γω­νι­κὰ μέ­τρα τζά­μι, δὲν θὰ ἔ­νι­ω­θε πο­τὲ σί­γου­ρη γιὰ τὸ ἂν τὸ μή­νυ­μα εἶ­χε τὴ χροι­ὰ φι­λο­φρό­νη­σης ἢ προ­σβο­λῆς. Ἡ φρά­ση της θύ­μι­ζε κά­τι ἔμ­με­σα σχό­λια ποὺ κά­νουν τὰ κο­ρί­τσια στὴν ἐ­φη­βεί­α, ὅ­ταν πα­σπα­λί­ζουν τὶς μπη­χτές τους μὲ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη γλύ­κα γιὰ ν’ ἀ­κου­στοῦν σὰν κο­λα­κεῖ­ες. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ πή­γαι­νε νὰ ψω­νί­σει πα­πού­τσια, ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν τὸ ἴ­διο πράγ­μα: Μὰ τὰ βρί­σκει στ’ ἀ­λή­θεια ὡ­ραῖ­α;



Πη­γή: Kevin Brockmeier, The Ghost Variations: One Hundred Stories, New York, Pantheon Books, 2020. [Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πε­ρι­ο­δι­κὸ New Yorker, στὴ στή­λη Flash Fiction (2019)].

Κέ­βιν Μπροκ­μά­ι­ερ (Kevin Brockmeier) (Φλό­ριν­τα, 1972). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ἔ­χει γρά­ψει συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των The Ghost Variations, Things That Fall from the Sky, The View from the Seventh Layer, μυ­θι­στο­ρή­μα­τα The Illumination, The Brief History of the Dead, The Truth About Celia καὶ παι­δι­κὰ βι­βλί­α City of Names, Grooves: A Kind of Mystery. Ἔ­χει τι­μη­θεῖ μὲ τρί­α βρα­βεῖ­α O. Henry. To ἔρ­γο του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ δε­κα­ε­πτὰ γλῶσ­σες. Ζεῖ στὸ Λι­τλ Ρὸκ τοῦ Ἄρ­καν­σο.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων


[people walking across the Shibuya crossing in Tokyo, Japan]


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τό­πος λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων

(Shrine of carp)


ΕΙΝΑΙ Πα­ρα­σκευ­ὴ βρά­δυ, τὰ μπὰρ κλεί­νουν στὴ Σιμ­πού­για καὶ χι­λιά­δες ξε­χύ­νον­ται στοὺς δρό­μους σὰν εὐ­τυ­χι­σμέ­νη, με­θυ­σμέ­νη ὀ­δον­τό­πα­στα, γε­λών­τας καὶ μι­λών­τας ἰ­α­πω­νι­κά.

       Οἱ δρό­μοι εἶ­ναι φρα­κα­ρι­σμέ­νοι ἀ­πὸ γε­μά­τα τα­ξί. Εἶ­ναι πα­σί­γνω­στο ὅ­τι πο­λὺ δύ­σκο­λα βρί­σκεις τα­ξὶ στὴ Σιμ­πού­για Πα­ρα­σκευ­ὴ ἢ Σάβ­βα­το βρά­δυ. Κά­ποι­ες φο­ρὲς δὲ εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­δύ­να­το, μό­νο το πε­πρω­μέ­νο κι ἡ θε­ϊ­κὴ πα­ρέμ­βα­ση θὰ σοῦ ἐ­ξα­σφα­λί­σουν τα­ξί.

       Στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ στὴ Σιμ­πού­για στὴν καρ­διὰ τοῦ τε­ρά­στιου αὐ­τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ πάρ­τι. Δὲν καί­γο­μαι νὰ γυ­ρί­σω πί­σω, για­τί εἶ­μαι μό­νος. Μό­λις ἐ­πι­στρέ­ψω, μὲ πε­ρι­μέ­νει ἕ­να ἄ­δει­ο κρε­βά­τι στὸ δω­μά­τιο ἑ­νὸς ξε­νο­δο­χεί­ου σὰν γέ­φυ­ρα ποὺ βγά­ζει σ’ ἔ­ρη­μο κι ἀ­συν­τρό­φευ­το ὕ­πνο.

       Ἔ­τσι, στέ­κο­μαι ἐ­κεῖ γα­λή­νιος σὰν μπα­νά­να, ἀ­φοῦ κά­πως ἔ­τσι μοιά­ζω, μό­νος μὴ Ἰ­ά­πω­νας σὲ πλῆ­θος Ἰ­α­πώ­νων. Ὅ­λα τὰ τα­ξὶ ποὺ περ­νοῦν στὸ πλά­ι μου εἶ­ναι γε­μά­τα κι ἔ­χει τό­ση κί­νη­ση, ποὺ μό­λις με­τὰ βί­ας κι­νοῦν­ται. Βλέ­πω μπρο­στά μου ὁ­ρι­σμέ­να ἄ­δεια, ὅ­μως, ἀ­μέ­σως μό­λις ἐμ­φα­νί­ζον­ται, τὰ παίρ­νουν.

       Δὲν μὲ νοιά­ζει.

       Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι δὲν ἔ­χω νὰ πά­ω καὶ σὲ τί­πο­τα σπου­δαῖ­ο, ἀν­τί­θε­τα μ’ ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς ποὺ βλέ­πω γύ­ρω μου καὶ πᾶ­νε πρὸς ἕ­να με­θυ­σμέ­νο, χα­ρού­με­νο γα­μή­σι.

       Δι­κά τους τὰ τα­ξί.

       Ἂς εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ εὐ­χή μου.

       Κά­πο­τε ἤ­μουν κι ἐ­γὼ νέ­ος.

       Τό­τε βλέ­πω ἕ­να ἄ­δει­ο τα­ξὶ νά ’ρ­χε­ται πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ γιὰ κά­ποι­ον πε­ρί­ερ­γο λό­γο ὅ­λοι οἱ ἐ­ρα­στὲς κοι­τοῦν ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη καὶ ση­κώ­νω τὸ χέ­ρι μη­χα­νι­κὰ καὶ τοῦ κά­νω νό­η­μα νὰ στα­μα­τή­σει. Δὲν τὸ κά­νω για­τὶ θέ­λω τὸ τα­ξί. Γί­νε­ται ἀ­συ­ναί­σθη­τα ἀ­πὸ συ­νή­θεια. Πο­σῶς μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει νὰ τοὺς κλέ­ψω τὸ τα­ξί.

       Μ’ ἕ­να τέ­τοι­ο νεῦ­μα, ἀ­σφα­λῶς, τὸ τα­ξὶ στα­μα­τᾶ, κι ἔ­τσι μπαί­νω μέ­σα. Καὶ ἡ κα­λο­σύ­νη ἔ­χει ὅ­ρια. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι ἰ­δι­ό­κτη­το, ἀ­φοῦ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό του κα­θρε­φτί­ζε­ται ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ κα­τό­χου καὶ φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ποὺ πη­γά­ζει ἀ­π’ τ’ ὅ­τι ἔ­χει δι­κό του τα­ξί.

       Λέ­ω στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ στὸν ὁ­δη­γὸ ποῦ πη­γαί­νω καὶ ξε­κι­νᾶ­με. Ἔκ­πλη­κτος ἀ­κό­μη ποὺ στα­μά­τη­σε τὸ τα­ξί, κά­νω ἕ­να λε­πτὸ πε­ρί­που νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω πλή­ρως τί ὑ­πάρ­χει μὲς στὸ τα­ξί. Μὲ τὸ ποὺ μπαί­νω ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι κά­τι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­συ­νή­θι­στο, πο­λὺ πέ­ρα ἀ­π’ τὶς προ­σω­πι­κὲς πι­νε­λι­ὲς ποὺ προ­σθέ­τουν στὰ τα­ξὶ οἱ τα­ξι­τζῆ­δες.

       Τό­τε, ὅ­πως λέ­νε, μοῦ ’ρ­χε­ται ἐ­πι­φοί­τη­ση μὲς στὸ κομ­φού­ζιο τοῦ κλει­σί­μα­τος τῶν μπὰρ τῆς Σιμ­πού­για καὶ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ποῦ πραγ­μα­τι­κὰ βρί­σκο­μαι. Δὲν εἶ­μαι σὲ τα­ξί. Εἶ­μαι σὲ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων. Τὸ τα­ξὶ εἶ­ναι γε­μά­το σκί­τσα, φω­το­γρα­φί­ες, ἀ­κό­μη καὶ πί­να­κες ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζουν κυ­πρί­νους. Στὸ πί­σω κά­θι­σμα βλέ­πω δύ­ο πί­να­κες μὲ κυ­πρί­νους μέ­σα σὲ χρυ­σὸ κά­δρο, ἕ­ναν σὲ κά­θε πόρ­τα.

       Παν­τοῦ μὲς στὸ τα­ξὶ κο­λυμ­ποῦν κυ­πρί­νοι.

       «Κυ­πρί­νοι», λέ­ω στὸν ὁ­δη­γὸ στὰ ἀγ­γλι­κά, ἐλ­πί­ζον­τας πὼς κά­τι θὰ κα­τα­λά­βει. Δὲν ξέ­ρω πῶς εἶ­ναι ὁ κυ­πρί­νος στὰ ἰ­α­πω­νι­κά.

       «Χά­ι», λέ­ει στὰ ἰ­α­πω­νι­κά, ποὺ ση­μαί­νει ναί. Τό­τε σχη­μα­τί­ζω τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς γνω­ρί­ζει πῶς λέ­νε τὸν κυ­πρί­νο ὅ­λοι οἱ λα­οὶ τῆς γῆς, ἀ­κό­μη κι οἱ Ἐ­σκι­μῶ­οι ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­θό­λου κυ­πρί­νους, μό­νο πα­γό­βου­να καὶ τὰ τοια­ῦτα. Ὁ τύ­πος γου­στά­ρει γιὰ τὰ κα­λὰ τοὺς κυ­πρί­νους.

       Τὸν κοι­τῶ προ­σε­χτι­κά.

       Εἶ­ναι εὐ­τυ­χὴς καὶ πρό­σχα­ρος.

       Θυ­μᾶ­μαι ὅ­τι στὴν Ἰ­α­πω­νί­α ὁ κυ­πρί­νος συμ­βο­λί­ζει τὴν κα­λὴ τύ­χη κι εἶ­μαι σ’ ἕ­ναν κι­νη­τὸ τό­πο λα­τρεί­ας κυ­πρί­νων ἐ­νῶ μπαι­νο­βγαί­νω στὴν πο­λύ­βου­η ἐ­ρω­τι­κὴ λε­ω­φό­ρο των Ἰ­α­πώ­νων. Βγά­ζει νό­η­μα. Βλέ­πω νε­α­ροὺς ἐ­ρα­στὲς στὰ τα­ξὶ ὁ­λό­γυ­ρά μας στὸν δρό­μο γιὰ τὴν ἡ­δο­νὴ καὶ τὸ πά­θος.

       Πλέ­ου­με ἀ­νά­με­σά τους σὰν κα­λὴ τύ­χη.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Κου­νέ­λια



Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Κου­νέ­λια

(Rabbits)


ΧΩ ΜΙΑ ΦΙΛΗ πού ’­χει ἕ­ναν φί­λο στὴν Ἰ­α­πω­νί­α ποὺ συλ­λέ­γει κου­νέ­λια. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­πὸ κά­ποι­ο τα­ξί­δι στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, στὴν Εὐ­ρώ­πη ἢ στὴν Ἀ­με­ρι­κή, ἡ φί­λη μου τοῦ φέρ­νει κου­νέ­λια. Πρέ­πει νά ’­χει φέ­ρει γιὰ χά­ρη του ἴ­σα­με δι­α­κό­σια κου­νέ­λια. Κι ἂς μὴν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νά, μι­λᾶ­με γιὰ πά­ρα πολ­λὰ κου­νέ­λια ποὺ περ­νοῦν ἀ­π’ τὸ τε­λω­νεῖ­ο στὴν Ἰ­α­πω­νί­α. Στὸν φί­λο της ἀ­ρέ­σει κά­θε λο­γῆς ἀ­να­πα­ρά­στα­ση κου­νε­λιοῦ, γυ­ά­λι­νη ἢ με­ταλ­λι­κὴ ἢ ἕ­να σκί­τσο ἢ τ’ ὁ­τι­δή­πο­τε, φτά­νει νά ’­χει νὰ κά­νει μὲ κου­νέ­λια.

       Τὸ μό­νο ποὺ ξέ­ρω γι’ αὐ­τὸν εἶ­ναι πὼς τοῦ ἀ­ρέ­σουν τὰ κου­νέ­λια. Δὲν ξέ­ρω πό­σων χρό­νων εἶ­ναι οὔ­τε πῶς μοιά­ζει. Ξέ­ρω μο­νά­χα πὼς σ’ ἕ­ναν Ἰ­ά­πω­να ἀ­ρέ­σουν τὰ κου­νέ­λια.

       Συ­χνά, ὅ­ταν ἡ φί­λη μου κι ἐ­γὼ βολ­τά­ρου­με πα­ρέ­α ἐ­δῶ στὸ Τό­κιο, ἡ φί­λη μου ρί­χνει κα­μιὰ μα­τιὰ μπᾶς καὶ βρεῖ κά­ποι­ο κου­νέ­λι καὶ με­γα­λώ­σει τὴ συλ­λο­γή του. Ἂν συ­ναν­τή­σου­με κα­νέ­να μα­γα­ζά­κι μὲ μι­κρο­πράγ­μα­τα ποὺ δεί­χνει ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε νά ’­ναι τὸ σπί­τι ἑ­νὸς κά­ποι­ου κου­νε­λιοῦ, στε­κό­μα­στε καὶ κοι­τᾶ­με.

       Κά­πως ἔ­τσι, ὅ­ταν πε­ρι­πλα­νι­έ­μαι τώ­ρα πιὰ μό­νος στὸ Τό­κιο, κα­μιὰ φο­ρᾶ κοι­τῶ κι ἐ­γὼ μή­πως καὶ βρῶ κά­να κου­νέ­λι. Εἶ­δα σή­με­ρα ἕ­να μέ­ρος ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ’­χει κου­νέ­λια καὶ στα­μά­τη­σα.

       Ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος;

       Για­τί κου­νέ­λια;



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ



Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ

(Castle of the Snow Bride)


… ὅ,τι λεί­πει ἐ­δῶ εἶ­ναι πο­λὺ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἀ­κο­λου­θεῖ, δι­ό­τι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­που­σιά­ζει εἶ­ναι τὸ φι­νά­λε μιᾶς ἰ­α­πω­νι­κῆς τσόν­τας μὲ τί­τλο Τὸ κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Ἡ ται­νί­α ἦ­ταν ἀ­πί­στευ­τα αἰ­σθη­σια­κή. Ἔ­πει­τα ἀ­π’ τὴν πα­ρα­κο­λού­θη­ση λί­γων μό­νο σκη­νῶν, ἡ στύ­ση μου ἔ­μοια­ζε μὲ τὴ στύ­ση ἐ­φή­βου. Ἦ­ταν φλο­γε­ρὴ καὶ ἀ­κα­νό­νι­στη, τρε­μό­παι­ζε ὅ­πως το­πί­ο στὴν καυ­τὴ ἔ­ρη­μο.

       Οἱ ἠ­θο­ποι­οὶ στὴν ται­νί­α ἦ­ταν ἡ προ­σω­πο­ποί­η­ση τῆς ἀ­πό­λυ­της ὀ­μορ­φιᾶς, χά­ρης καὶ ἡ­δο­νῆς. Ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τα ὁ­λο­έ­να πιὸ πο­λύ­πλο­κα, ὁ­λο­έ­να πιὸ εὐ­φάν­τα­στα.

       Ἡ πί­ε­ση τῆς στύ­σης μου εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο σχε­δὸν νὰ μὲ πε­τᾶ πρὸς τὰ πί­σω, κόν­τευ­α νὰ ἐ­κτο­ξευ­θῶ ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου καὶ νὰ προ­σγει­ω­θῶ στὰ γό­να­τα τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ κα­θό­ταν πί­σω μου.

       Τὸ κορ­μί μου παλ­λό­ταν ἀ­π’ τὸν ἴ­λιγ­γο τοῦ σὲξ σὰν δί­νη σὲ τρο­πι­κὴ θά­λασ­σα καὶ ὁ νοῦς μου πη­γαι­νο­ερ­χό­ταν σὰν τὸ χτύ­πη­μα πόρ­τας ποὺ δὲν στα­μα­τᾶ ν’ ἀ­νοι­γο­κλεί­νει.

       Ἡ ται­νί­α προ­χω­ροῦ­σε ὅ­λο καὶ βα­θύ­τε­ρα σὲ πιὸ πε­ρί­τε­χνο καὶ φαν­τα­σμα­γο­ρι­κὸ σέξ, στὸ τα­ξί­δι αὐ­τὸ μὲ προ­ο­ρι­σμὸ τὴν πλέ­ον αἰ­σθη­σια­κὴ ἐμ­πει­ρί­α πού ’­χα δεῖ ἢ φαν­τα­στεῖ πο­τέ μου. Λί­γο ἀ­κό­μη καὶ ὅ­λη ἡ προ­η­γού­με­νη ἐμ­πει­ρί­α μου στὸ σὲξ θά ’­μοια­ζε λὲς κι εἶ­χα πε­ρά­σει ὅ­λη μου τὴ ζω­ὴ νὰ δου­λεύ­ω λο­γι­στὴς σὲ μι­κρὴ ἑ­ται­ρεί­α ποὺ φτιά­χνει τοῦ­βλα καὶ πον­τι­κο­πα­γί­δες σὲ μιὰ πό­λη τό­σο ζο­φε­ρὴ καὶ μο­νό­το­νη, ποὺ δὲν ἔ­χει κὰν ὄ­νο­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ζοῦν ἐ­κεῖ ὅ­λο τὸ ἀ­να­βάλ­λουν καὶ πά­νω ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸ χρό­νια δὲν τὴν ὀ­νο­μα­τί­ζουν.

       «Θὰ πρέ­πει νὰ ὀ­νο­μα­τί­σου­με τὴν πό­λη αὐ­τὴ τοῦ χρό­νου», ἔ­τσι κά­πως τὸ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν κι ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς θά ’­μοια­ζε ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ συγ­κρι­νό­με­νη μὲ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας.

       Εἶ­χαν μεί­νει ἐν­νέ­α λε­πτὰ γιὰ τὸ φι­νά­λε τῆς ται­νί­ας. Εἶ­χα συγ­κρα­τή­σει τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­π’ τὸ γκι­σέ. Ἡ ται­νί­α θὰ τε­λεί­ω­νε στὶς ἑ­φτὰ καὶ ἐν­νέ­α λε­πτὰ καὶ τὸ ρο­λό­ι τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­δει­χνε ἑ­φτὰ ἀ­κρι­βῶς. Σὲ λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ δέ­κα λε­πτὰ ἡ σε­ξου­α­λι­κή μου ζω­ὴ θὰ περ­νοῦ­σε στὴν ἀ­φά­νεια, θὰ γι­νό­ταν μου­σεια­κὸ εἶ­δος.

       Οἱ ἐ­ρω­τι­κὲς πε­ρι­πτύ­ξεις τῶν γυ­ναι­κῶν μπρο­στὰ στὰ μά­τια μου ἄρ­χι­σαν τώ­ρα νὰ με­τα­τρέ­πουν τὰ κα­θί­σμα­τα τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου σὲ ἀ­τμό. Ἦ­ταν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καὶ εὐ­χά­ρι­στη ἐμ­πει­ρί­α νὰ νι­ώ­θω τὸ κά­θι­σμά μου νὰ ἐ­ξα­τμί­ζε­ται ἀ­π’ τὴν ἡ­δο­νή.

       Τό­τε συ­νέ­βη κά­τι ποὺ μ’ ἔ­κα­νε νὰ ση­κω­θῶ καὶ νὰ βγῶ στὸ φουα­γιέ. Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ση­μαν­τι­κή. Ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­φύ­γω. Ἐ­κεῖ τα πράγ­μα­τα ἄρ­χι­σαν κά­πως νὰ πε­ρι­πλέ­κον­ται μὲς στὴν ἀ­σά­φειά τους.

       Ἴ­σως ση­κώ­θη­κα νὰ πά­ρω ἀ­να­ψυ­κτι­κὸ θε­ω­ρών­τας πὼς ἔ­χω ἀρ­κε­τὸ χρό­νο νὰ τὸ κά­νω καὶ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὴν αἴ­θου­σα προ­τοῦ ἀρ­χί­σει ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νή, μπο­ρεῖ ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο νὰ μὲ σή­κω­σε ἀ­π’ τὴ θέ­ση μου.

       Μπο­ρεῖ νὰ θέ­λη­σα νὰ πά­ω στὴν του­α­λέ­τα ἢ νά ’­πρε­πε νὰ δώ­σω σὲ κά­ποι­ον ἕ­να πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ γράμ­μα κι εἴ­χα­με συμ­φω­νή­σει νὰ συ­ναν­τη­θοῦ­με στὸ φουα­γιὲ καὶ δὲν εἶ­χα ἰ­δέ­α πό­τε ξε­κι­νᾶ ἡ ται­νί­α ποὺ ἐ­πρό­κει­το νὰ μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τὴν πιὸ θε­σπέ­σια ἐ­ρω­τι­κὴ σκη­νὴ ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν.

       Τέ­λος πάν­των, ἔ­κα­να αὐ­τὸ πού ’­χα νὰ κά­νω στὸ φουα­γιὲ —ὅ,τι κι ἂν ἦ­ταν— κι ἔ­τρε­ξα μὲ φό­ρα στὴν αἴ­θου­σα γιὰ νὰ δῶ τὴν αὐ­λαί­α νὰ πέ­φτει στὸ τέ­λος τῆς ται­νί­ας μὲ τὸ μα­κρι­νὸ πλά­νο ἑ­νὸς κά­στρου τὴ δύ­ση πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νου ἀ­πὸ κο­ρά­κια.

       Τὰ φῶ­τα ἄ­να­ψαν γιὰ τὴν ἀ­νά­παυ­λα κι ἡ αἴ­θου­σα ἦ­ταν γε­μά­τη λι­πό­θυ­μους ἄν­τρες. Ὁ­ρι­σμέ­νοι ἦ­ταν σω­ρι­α­σμέ­νοι στοὺς δι­α­δρό­μους. Ὅ­λοι τους εἶ­χαν μιὰ ἔκ­φρα­ση εὐ­δαι­μο­νί­ας ζω­γρα­φι­σμέ­νη στὰ πρό­σω­πά τους, λὲς κι ὁ ἄγ­γε­λος τῆς ἡ­δο­νῆς τοὺς εἶ­χε ἀγ­γί­ξει ὅ­σο ἔ­κα­να ὅ,τι ἔ­κα­να.

       Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α προ­βο­λὴ τῆς ται­νί­ας τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως τὸ ἔρ­γο θὰ παι­ζό­ταν ἄλ­λη μιὰ μέ­ρα. Πῆ­γα στὸ σπί­τι ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος ζών­τας τὴν κό­λα­ση ἐ­πὶ γῆς. Ἡ νύ­χτα κύ­λη­σε σὰν πα­γω­μέ­νο νε­ρὸ ποὺ πέ­φτει στα­γό­να-στα­γό­να σὲ μιὰ πυ­ρέσ­σου­σα στύ­ση ποὺ κρά­τη­σε ὅ­λο τὸ βρά­δυ στὸν ὕ­πνο μου, πα­γι­δεύ­ον­τάς με σ’ ἕ­να κα­θε­στὼς τρο­με­ροῦ πό­νου.

       Ἡ πρώ­τη προ­βο­λὴ τοῦ Κά­στρου τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ ἦ­ταν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νη γιὰ τὸ με­ση­μέ­ρι στὶς δώ­δε­κα καὶ ἕ­να λε­πτό. Τὸ πρω­ῒ πέ­ρα­σε σὰν μα­ϊ­μοὺ ποὺ πα­λεύ­ει νὰ χο­ρέ­ψει στὸν πά­γο.

       Ὅ­ταν πῆ­γα στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο στὶς δώ­δε­κα πα­ρὰ τέ­ταρ­το, ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος εἶ­χε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Στὴ θέ­ση του ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ πάρ­κο μὲ παι­διὰ ποὺ παί­ζουν καὶ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νους κα­θι­σμέ­νους σὲ παγ­κά­κια νὰ δι­α­βά­ζουν.

       Ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ ρω­τή­σω γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως κα­νεὶς ἐ­κεῖ δὲν μι­λοῦ­σε ἀγ­γλι­κά. Μό­λις βρέ­θη­κε ἐ­πι­τέ­λους κά­ποι­ος ποὺ γνώ­ρι­ζε ἀγ­γλι­κά, μοῦ ’­πε μὲ ὕ­φος ἀ­πο­λο­γη­τι­κὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς του­ρί­στας ἀ­π’ τὴν Ὀ­σά­κα, ἐ­πι­σκέ­πτε­ται πρώ­τη φο­ρὰ τὸ Τό­κιο καὶ δὲν ξέ­ρει τί­πο­τε γιὰ τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, ὅ­μως τὸ πάρ­κο εἶ­ναι πα­νέ­μορ­φο. Τοῦ ἄ­ρε­σε πο­λὺ πού ’­χε τό­σα δέν­τρα.

       Ἀρ­γό­τε­ρα συ­νάν­τη­σα ἀν­θρώ­πους μὲ κα­λὴ γνώ­ση τοῦ ἰ­α­πω­νι­κοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου. Τοὺς ρώ­τη­σα γιὰ τὸ Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δὲν τὸ εἶ­χαν ξα­να­κού­σει πο­τέ τους καὶ μὲ ρώ­τη­σαν ἂν εἶ­μαι σί­γου­ρος γιὰ τὸν τί­τλο.

       Ναί, ἤ­μουν σί­γου­ρος. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­πάρ­χει πα­ρὰ μό­νο ἕ­να Κά­στρο τῆς νύ­φης τοῦ χι­ο­νιοῦ. Δυ­στυ­χῶς δὲν μπό­ρε­σαν νὰ μὲ βο­η­θή­σουν. Ἰ­δοὺ λοι­πόν: Ὅ­λα εἶ­ναι ἐ­δῶ πέ­ρ’ ἀ­π’ αὐ­τὸ ποὺ λεί­πει.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της

 

Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan)


Ἡ ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της

(The irrevocable sadness of her thank you)


ΕΝ ΘΑ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕΙ. Δὲν θὰ τὴν ἀ­φή­σω νὰ δρα­πε­τεύ­σει. Δὲν θέ­λω νὰ χα­θεῖ γιὰ πάν­τα, δι­ό­τι εἶ­μαι εἰ­λι­κρι­νὰ ἕ­νας ἀ­π’ τοὺς λί­γους ἀν­θρώ­πους στὸν πλα­νή­τη αὐ­τὸ ποὺ νοι­ά­ζε­ται γιὰ κεί­νη, πέ­ρ’ ἀ­π’ τοὺς φί­λους της καὶ τὴν ὅ­ποι­α οἰ­κο­γέ­νειά της.

       Εἶ­μαι ὁ μό­νος ἀ­νά­με­σα σὲ 218.000.000 Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς ποὺ νοι­ά­ζε­ται γιὰ κεί­νη. Δὲν νοι­ά­ζε­ται κα­νεὶς στὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, στὴν Κί­να, στὴ Νορ­βη­γί­α ἢ στὴ Γαλ­λί­α

       … οὔ­τε σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἀ­φρι­κή.

       Πε­ρί­με­να στὸν σταθ­μὸ Χα­ρα­τζού­κου τὸ τρέ­νο τῆς γραμ­μῆς Γι­α­μα­νό­τε γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψω στὸ Σιν­τζού­κου. Ἡ ἀ­πο­βά­θρα ἔ­βλε­πε σὲ μιὰ κα­τα­πρά­σι­νη βου­νο­πλα­γιά: βα­θυ­πρά­σι­νη χλό­η, πλῆ­θος θά­μνοι καὶ δέν­τρα, ὅ­πως πάν­τα στὸ Τό­κιο εὐ­χά­ρι­στη θέ­α.

       Δὲν τὴν εἶ­δα νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ τρέ­νο μα­ζί μου στὴν ἀ­πο­βά­θρα, ὅ­μως εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι ἦ­ταν ἐ­κεῖ, πι­θα­νό­τα­τα στε­κό­ταν δί­πλα μου, γι’ αὐ­τὸ καὶ γρά­φω τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή.

       Τὸ τρέ­νο τῆς γραμ­μῆς Γι­α­μα­νό­τε ἦλ­θε.

       Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ πρά­σι­νο, ὄ­χι ὅ­μως κα­τα­πρά­σι­νο, σχε­δὸν τρο­πι­κὸ σὰν τὴν πλα­γιὰ πλά­ι στὸν σταθ­μό. Τὸ μέ­ταλ­λο τοῦ τρέ­νου δεί­χνει φθαρ­μέ­νο. Τὸ τρέ­νο ἔ­χει τὴ θαμ­πά­δα τῶν ὀ­νεί­ρων ἡ­λι­κι­ω­μέ­νου ποὺ βλέ­πει τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἀκ­μή του· ὅ­λα ὅ­σα θά ’­χε στὴ νε­ό­τη­τα μπρο­στά του βρί­σκον­ται τώ­ρα πιὰ πί­σω του.

       Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ τρέ­νο.

       Ὅ­λες οἱ θέ­σεις ἦ­ταν κα­τει­λημ­μέ­νες κι ἔ­πρε­πε νὰ στα­θοῦ­με ὄρ­θιοι κι ἦ­ταν τό­τε ποὺ τὴν πρό­σε­ξα νὰ στέ­κε­ται πλά­ι μου, δι­ό­τι ἦ­ταν πο­λὺ ψη­λὴ γιὰ Γι­α­πω­νέ­ζα, γύ­ρω στὸ 1,70. Φο­ροῦ­σε ἕ­να λι­τὸ λευ­κὸ φό­ρε­μα κι ἔ­βγα­ζε μιὰ πο­λὺ ἥ­συ­χη, γα­λή­νια θλί­ψη.

       Τὸ μπό­ι της καὶ ἡ θλί­ψη της τρά­βη­ξαν τὴν προ­σο­χή μου καὶ τὰ ἕ­ξι ἢ ἑ­φτὰ λε­πτὰ ποὺ κά­νει τὸ τρέ­νο νὰ φτά­σει στὸ Σιν­τζού­κου εἶ­χε κα­τα­κυ­ρι­εύ­σει τὸν νοῦ μου, ὅ­που ἔ­κτο­τε —ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν τοῦ­τες οἱ λέ­ξεις— δὲν ἔ­χει πά­ψει νὰ κα­τέ­χει δε­σπό­ζου­σα θέ­ση.

       Στὴν ἑ­πό­με­νη στά­ση, ὁ ἄν­τρας ποὺ κα­θό­ταν μπρο­στά μου ση­κώ­θη­κε καὶ ἡ θέ­ση ἄ­δεια­σε. Τὸ ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι πε­ρι­μέ­νει νὰ κα­θί­σω, ὅ­μως δὲν τὸ ἔ­κα­να. Στε­κό­μουν ἁ­πλῶς ἐ­κεῖ πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ κα­θί­σει. Ἄλ­λοι ὄρ­θιοι κον­τά μας δὲν ὑ­πῆρ­χαν, κι ἔ­τσι ἦ­ταν φα­νε­ρὸ ὅ­τι τῆς πρό­σφε­ρα τὴ θέ­ση.

       Κα­θὼς τὴν κοι­τοῦ­σα σκε­φτό­μουν: Κά­θι­σε, σὲ πα­ρα­κα­λῶ. Θέ­λω νὰ κα­θί­σεις. Συ­νέ­χι­σε νὰ στέ­κε­ται πλά­ι μου κοι­τών­τας τὴν κε­νὴ θέ­ση.

       Πά­νω ποὺ ἑ­τοι­μα­ζό­μουν νὰ δεί­ξω τὴ θέ­ση καὶ νὰ πῶ στὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ «ντό­ου­ζο» ποὺ ση­μαί­νει πα­ρα­κα­λῶ, ὁ ἄν­τρας ποὺ κα­θό­ταν ἀ­κρι­βῶς δί­πλα γλί­στρη­σε στὴν κε­νὴ θέ­ση καὶ τῆς πρό­σφε­ρε τὴ δι­κή του κι ἐ­κεί­νη κά­θι­σε στὴ θέ­ση του, ὅ­μως, κα­θὼς κα­θό­ταν, γύ­ρι­σε πρὸς τὸ μέ­ρος μου καὶ μοῦ εἶ­πε στ’ ἀγ­γλι­κὰ «εὐ­χα­ρι­στῶ». Ὅ­λα αὐ­τὰ κρά­τη­σαν πε­ρί­που εἴ­κο­σι δευ­τε­ρό­λε­πτα, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ θέ­ση μπρο­στά μου ἐ­λευ­θε­ρώ­θη­κε ὥ­σπου νὰ κα­θί­σει ἡ γυ­ναί­κα στὴ δι­πλα­νὴ θέ­ση.

       Ἡ πε­ρί­πλο­κη αὐ­τὴ κί­νη­ση τοῦ μπα­λέ­του τῆς ζω­ῆς ἔ­κα­νε τὸν νοῦ μου ν’ ἀν­τη­χεῖ σὰν καμ­πά­να βυ­θι­σμέ­νη στὸν βυ­θὸ τοῦ Εἰ­ρη­νι­κοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ ἐν μέ­σῳ φο­βε­ροῦ σει­σμοῦ ποὺ προ­κα­λεῖ ρήγ­μα­τα στὸν ὠ­κε­ά­νιο πυθ­μέ­να καὶ ση­κώ­νει πα­λιρ­ρο­ϊ­κὸ κύ­μα μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὴν πλη­σι­έ­στε­ρη ἀ­κτή, πι­θα­νὸν χι­λιά­δες μί­λια μα­κριά: στὴν Ἰν­δί­α.

       Ἡ καμ­πά­να ἀ­πη­χοῦ­σε τὴν ἀ­να­πό­δρα­στη θλί­ψη τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της. Πο­τὲ πρὶν δὲν εἶ­χα ἀ­κού­σει δυ­ὸ λέ­ξεις νὰ προ­φέ­ρον­ται μὲ τέ­τοι­α θλί­ψη. Μο­λο­νό­τι ὁ σει­σμὸς τῆς πρώ­της ἄρ­θρω­σης ἔ­χει πιὰ πε­ρά­σει, βρί­σκο­μαι ἀ­κό­μη ὑ­πὸ τὴν ἐ­πή­ρεια τῶν ἑ­κα­τον­τά­δων με­τα­σει­σμῶν.

       Εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, με­τα­σει­σμοὶ τραν­τά­ζουν τὸν νοῦ μου ξα­νὰ καὶ ξα­νά, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ, εὐ­χα­ρι­στῶ.

       Τὴν κοι­τοῦ­σα κα­θι­σμέ­νη ἐ­κεῖ με­ρι­κὰ λε­πτά, ὥ­σπου νὰ φτά­σου­με στὸν σταθ­μὸ Σιν­τζού­κου. Ἔ­βγα­λε ἕ­να βι­βλί­ο καὶ ξε­κί­νη­σε νὰ δι­α­βά­ζει. Δὲν μπό­ρε­σα νὰ δι­α­κρί­νω τί βι­βλί­ο ἦ­ταν. Δὲν γνω­ρί­ζω ἂν ἐ­πρό­κει­το γιὰ φι­λο­σο­φί­α ἢ γιὰ κά­ποι­ο φτη­νὸ ρο­μάν­τζο. Δὲν ἔ­χω τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἰ­δέ­α γιὰ τὴ νο­η­μο­σύ­νη της, ὅ­μως ἔ­τσι ὅ­πως δι­ά­βα­ζε τὸ βι­βλί­ο μοῦ δό­θη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ τὴ χα­ζέ­ψω μὲ τὴν ἡ­συ­χί­α μου, δί­χως νὰ τὴν κά­νω νὰ νι­ώ­σει ἄ­βο­λα.

       Δὲν σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα της ἀ­π’ τὸ βι­βλί­ο οὔ­τε στιγ­μή.

       Φο­ροῦ­σε ἕ­να λι­τὸ λευ­κὸ φό­ρε­μα ποὺ δὲν πρέ­πει νά ’­ταν πο­λὺ ἀ­κρι­βό, πρέ­πει νὰ κό­στι­σε ἐ­λά­χι­στα. Τὸ σχέ­διό του ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­πέ­ριτ­το καὶ τὸ ὕ­φα­σμα τα­πει­νό, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν νη­μά­των καὶ τὴν ποι­ό­τη­τα. Τὸ φό­ρε­μα δὲν ἦ­ταν μο­δά­το λι­τό. Ἦ­ταν στ’ ἀ­λή­θεια λι­τό.

       Φο­ροῦ­σε πο­λὺ φτη­νά, λευ­κὰ πλα­στι­κὰ πα­πού­τσια πού ’­μοια­ζαν βγαλ­μέ­να ἀ­πὸ κα­λά­θι προ­σφο­ρῶν ὑ­πο­δη­μα­το­πω­λεί­ου.

       Φο­ροῦ­σε ρὸζ ξε­βαμ­μέ­νες κάλ­τσες. Μοῦ φέρ­ναν θλί­ψη. Πο­τὲ ξα­νὰ δὲν εἶ­χα νι­ώ­σει θλί­ψη κοι­τών­τας ἕ­να ζευ­γά­ρι κάλ­τσες, ὅ­μως οἱ κάλ­τσες αὐ­τὲς μοῦ φέρ­ναν θλί­ψη βα­θιά, κι ἂς μὴν ἔ­φτα­νε ἡ θλί­ψη αὐ­τὴ πα­ρὰ τὸ ἑ­κα­τομ­μυ­ρι­ο­στὸ τῆς θλί­ψης τοῦ εὐ­χα­ρι­στῶ της. Οἱ κάλ­τσες αὐ­τὲς σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὸ εὐ­χα­ρι­στῶ της ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χέ­στε­ρη μέ­ρα ὅ­λης μου τῆς ζω­ῆς.

       Τὸ μό­νο κό­σμη­μα ποὺ φο­ροῦ­σε ἦ­ταν ἕ­να κόκ­κι­νο πλα­στι­κὸ δα­χτυ­λί­δι. Ἔ­μοια­ζε μὲ δῶ­ρο-ἔκ­πλη­ξη ἀ­πὸ σα­κου­λά­κι πὸπ κὸρν Cracker Jack.

       Σί­γου­ρα θὰ κρα­τοῦ­σε τσάν­τα καὶ θά ’­βγα­λε ἀ­πὸ κεῖ τὸ βι­βλί­ο, δι­ό­τι μό­λις κά­θι­σε δὲν κρα­τοῦ­σε βι­βλί­ο καὶ τὸ φό­ρε­μά της δὲν εἶ­χε τσέ­πες, ὅ­μως δὲν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ τὸ πα­ρα­μι­κρὸ γιὰ τὴν τσάν­τα. Πι­θα­νό­τα­τα μέ­χρι ἐ­κεῖ μπό­ρε­σα νὰ φτά­σω.

       Κά­θε ζων­τα­νὸ σύ­στη­μα ἔ­χει τὰ ὅ­ριά του.

       Ἡ τσάν­τα της ξε­περ­νοῦ­σε τὰ ὅ­ρια τῆς ζω­ῆς μου.

       Ὅ­σο γιὰ τὴν ἡ­λι­κί­α καὶ τὴν ἐμ­φά­νι­σή της, κα­θὼς προ­εῖ­πα, ἦ­ταν γύ­ρω στὸ 1,70, ψη­λὴ γιὰ Γι­α­πω­νέ­ζα, κι ἦ­ταν νέ­α καὶ θλιμ­μέ­νη. Θὰ μπο­ροῦ­σε κάλ­λι­στα νά ’­ναι ἀ­πὸ 18 ἕ­ως 32 χρό­νων. Δύ­σκο­λα μαν­τεύ­ει κα­νεὶς τὴν ἡ­λι­κί­α μιᾶς Γι­α­πω­νέ­ζας.

       Εἶ­ναι νέ­α καὶ θλιμ­μέ­νη, πη­γαί­νει κά­που ποὺ δὲν θὰ μά­θω πο­τέ, κα­θι­σμέ­νη ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ στὸ τρέ­νο δι­α­βά­ζει τὸ βι­βλί­ο της, κι ἐ­γὼ ἀ­πο­βι­βά­ζο­μαι στὸν σταθ­μὸ Σιν­τζού­κου, μὲ τὸ εὐ­χα­ρι­στῶ της σὰν φάν­τα­σμα ἀν­τη­χεῖ μὲς στὸν νοῦ μου γιὰ πάν­τα.



Πηγή: Richard Brautigan, The Tokyo-Montana Express, Λονδίνο, Picador (Pan Books), 1982 [πρώτη έκδοση: Νέα Υόρκη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπό τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis): Τί δύ­σκο­λη



Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis)


Τί δύ­σκο­λη

(How difficult)


ΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ἡ μη­τέ­ρα μου ἔ­λε­γε ὅ­τι εἶ­μαι ἐ­γω­ί­στρια, ἀ­πρό­σε­κτη, ἀ­νεύ­θυ­νη, κλπ. Ἐ­κνευ­ρι­ζό­ταν συ­χνά. Ὅ­ταν δι­α­φω­νοῦ­σα, ἔ­φερ­νε τὰ χέ­ρια της πά­νω ἀ­π’ τὰ αὐ­τιά της. Ἔ­κα­νε ὅ,τι μπο­ροῦ­σε γιὰ νὰ μὲ ἀλ­λά­ξει, ἀλ­λὰ τὰ χρό­νια πέ­ρα­σαν κι ἐ­γὼ δὲν ἄλ­λα­ξα, κι ἂν ἄλ­λα­ξα, δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ‘μαι σί­γου­ρη ὅ­τι ἄλ­λα­ξα, ἀ­φοῦ δὲν ἦρ­θε πο­τὲ ἡ στιγ­μὴ ποὺ ἡ μη­τέ­ρα μου εἶ­πε «Δὲν εἶ­σαι πιὰ ἐ­γω­ί­στρια, ἀ­πρό­σε­κτη, ἀ­νεύ­θυ­νη, κλπ.». Τώ­ρα ἐ­γὼ εἶ­μαι αὐ­τὴ ποὺ λέ­ω στὸν ἑ­αυ­τό μου «Για­τί δὲν σκέ­φτε­σαι πρῶ­τα τοὺς ἄλ­λους, για­τί δὲν προ­σέ­χεις πε­ρισ­σό­τε­ρο, για­τί δὲν θυ­μᾶ­σαι τί πρέ­πει νὰ κά­νεις». Ἐ­κνευ­ρί­ζο­μαι. Συμ­πά­σχω μὲ τὴ μη­τέ­ρα μου. Τί δύ­σκο­λη ποὺ εἶ­μαι! Ἀλ­λὰ δὲν μπο­ρῶ νὰ τῆς τὸ πῶ, για­τί τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ποὺ θέ­λω νὰ τὸ πῶ, εἶ­μαι κι ἐ­δῶ στὸ τη­λέ­φω­νο ποὺ με­σο­λα­βεῖ ἀ­νά­με­σά μας, ἀ­κού­ω, ἕ­τοι­μη νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στῶ τὸν ἑ­αυ­τό μου.



Πη­γή: Lydia Davis, The Collected Stories of Lydia Davis, New York, Farrar, Straus and Giroux, 2009 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Lydia Davis, Samuel Johnson is Indignant: Stories, Brooklyn, McSweeney’s Books, 2001].

Λίν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis) (Νορ­θάμ­πτον Μα­σα­χου­σέ­της, 1947). Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ με­τα­φρά­στρια, γνω­στὴ κυ­ρί­ως γιὰ τὰ πο­λὺ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τά της, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­νί­ο­τε δὲν ξε­περ­νοῦν τὶς τρεῖς προ­τά­σεις. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει Φλωμ­πέρ, Μπλαν­σῶ, Ζὰν Ζούβ, Φου­κῶ κ.α. Ἡ γαλ­λι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση τὴν ἔ­χει τι­μή­σει χρί­ζον­τάς την Ἱπ­πό­τη τῶν Τε­χνῶν καὶ τῶν Γραμ­μά­των. Τὸ 2003 ἔ­λα­βε τὸ βρα­βεῖ­ο Genius Grant τοῦ MacArthur Foundation, ἐ­νῶ τὸ 2013 ἦ­ταν ἡ νι­κή­τρια τοῦ The Man Booker International Prize. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν δι­η­γη­μά­των της (The Collected Stories of Lydia Davis).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.



		

	

Σάιμον Βαν Μπόυ (Simon Van Booy): Γαλλίδα εἰκαστικὸς ἀπὸ τὸν Κυριακάτικο σεισμό


Σά­ι­μον Βὰν Μπό­υ (Simon Van Booy)


Γαλ­λί­δα εἰ­κα­στι­κὸς

νε­κρὴ ἀ­π’ τὸν Κυ­ρι­α­κά­τι­κο σει­σμὸ

(French Artist Killed in Sunday’s Earthquake)


Ι ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ στιγμὲς τῆς ζω­ῆς της. Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ κα­τα­πλα­κω­μέ­νη ἀ­πὸ τό­νους μπά­ζα.

Τὸ ψά­ρι ποὺ ἔ­τρω­γε εἶ­ναι ἀ­κό­μα στὸ στό­μα της.

 Τὰ μά­τια της εἶ­ναι κλει­στά.

        Νι­ώ­θει τὸ σκο­τά­δι ποὺ τὴν πε­ρι­έ­χει. Δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της, λὲς κι ἡ ψυ­χὴ της ξε­γλί­στρη­σε κα­τὰ τὴν πτώ­ση καὶ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ τὸ σκά­σει ἀ­π’ τὸν κό­σμο.

        Ὕ­στε­ρα ἡ ζω­ή της σὰν σύν­νε­φο ἀ­νοί­γει στὴ μέ­ση κι ἐ­κεί­νη, κα­θη­λω­μέ­νη, δέ­χε­ται μιὰ βρο­χὴ ἀ­πὸ στιγ­μές.

        Ἡ πρά­σι­νη συ­σκευ­ὴ τη­λε­φώ­νου στὴν κου­ζί­να τοῦ παπ­ποῦ καὶ τῆς για­γιᾶς, πλά­ι στὴ γλά­στρα.

        Ἡ δρο­σιὰ ἀ­πὸ τὸ πλα­στι­κὸ ἀ­κου­στι­κό, ἡ αἴ­σθη­ση νὰ τὸ κρα­τᾶ δί­πλα στ’ αὐ­τί. Στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τῆς γραμ­μῆς ἀ­κού­γε­ται μιὰ φω­νὴ γνώ­ρι­μη – ἡ δι­κή της φω­νή.

        Τὸ βά­ρος ἀ­π’ τὰ πα­πού­τσια τῆς μη­τέ­ρας της κα­θὼς τὰ με­τα­φέ­ρει στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

        Ἡ σκέ­ψη ὅ­τι κά­πο­τε θὰ με­γα­λώ­σει καὶ θὰ ἔ­χει πα­ρό­μοι­α.

        Ἡ τυ­χαί­α συ­νάν­τη­ση μὲ μιὰ φί­λη.

        Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι πί­σω της.

       Κι ὕ­στε­ρα ἡ βρο­χὴ τῆς ζω­ῆς της δι­α­κό­πτε­ται, κι ἐ­κεί­νη μέ­νει στὸ σκο­τά­δι, μὲ τὴν καρ­διά της νὰ πι­έ­ζει σι­γα­νά τὰ πλευ­ρά. Θό­ρυ­βοι ὑ­πό­κω­φοι, λὲς κι εἶ­ναι βυ­θι­σμέ­νη σὲ νε­ρό.

        Σὲ λί­γο ἡ βρο­χὴ τῶν στιγ­μῶν ξα­ναρ­χί­ζει, γιὰ νὰ τὴ δι­α­πο­τί­σει μὲ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα με­μο­νω­μέ­νων λε­πτο­με­ρει­ῶν.

        Τὸ πρω­ι­νὸ φῶς πί­σω ἀ­π’ τὴν κουρ­τί­να.

        Ἡ μυ­ρω­διὰ τῆς σχο­λι­κῆς αἴ­θου­σας.

        Ἕ­να πο­τή­ρι γά­λα.

        Ἡ εὐ­χὴ γιὰ ἕ­ναν πα­τέ­ρα, ἡ φαν­τα­σί­ω­ση τῶν χε­ρι­ῶν του ποὺ τὴν ἀγ­κα­λιά­ζουν.

        Τὸ κε­φά­λι της ποὺ γέρ­νει στὴ δρο­σε­ρὴ πλά­τη τοῦ και­νούρ­γιου της φί­λου κά­ποι­ο πρω­ι­νό.

        Τό ‘χει κά­νει δύ­ο φο­ρές. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς στιγ­μῆς, ἐ­φά­μιλ­λη τῆς γέν­νη­σης.

       Ξα­νὰ ὁ παπ­ποὺς μὲ τὴ για­γιά, μὰ τώ­ρα ὡς χα­ρα­κτῆ­ρες στὶς δι­κὲς τους ἱ­στο­ρί­ες – περ­πα­τοῦν ξυ­πό­λη­τοι στὸ λα­σπω­μέ­νο χι­ό­νι καὶ πα­τοῦν ἕ­να θαμ­μέ­νο χέ­ρι.

        Τὸ τέ­λος τοῦ πο­λέ­μου.

        Ἕ­να σπι­τά­κι στὴ Γαλ­λί­α.

        Μιὰ κό­ρη.

        Μιὰ ἐγ­γο­νή.

        Οἱ ἀγ­κῶ­νες τῆς μη­τέ­ρας της, κα­θὼς ὁ­δη­γεῖ τὸ πα­λιὸ κα­φε­τὶ Ρε­νώ.

        Ἡ Μα­ρὶ-Φραν­σου­ὰζ δὲν αἰ­σθά­νε­ται τὸ σῶ­μα της κι εἶ­ναι ἀ­νήμ­πο­ρη νὰ φω­νά­ξει.

        Τί­πο­τα δὲν ἀ­κού­γε­ται, τί­πο­τα δὲν σα­λεύ­ει, μο­νά­χα οἱ βου­βὲς ται­νί­ες ποὺ προ­βάλ­λον­ται στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ κρα­νί­ου της.

        Ἔ­χει συ­ναί­σθη­ση ὄ­χι τό­σο τοῦ ὅ­τι πε­θαί­νει, ὅ­σο τοῦ ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ζων­τα­νή. Ἂν ὑ­πῆρ­χε κι ἄλ­λος χρό­νος, ἴ­σως καὶ νὰ ἔ­τρε­φε μιὰ κά­ποι­α ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας. Ἀντ’ αὐ­τοῦ, τὴν πλημ­μυ­ρί­ζουν οἱ ἀ­να­μνή­σεις.

        Κε­ρά­κια ποὺ τὰ φυ­σᾶς μὰ δὲν σβή­νουν – δὲν ἔ­χουν ση­μα­σί­α τὰ χρό­νια, μό­νο ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ κα­πνοῦ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­μυ­δρὰ φυ­σή­μα­τα συν­δρά­μουν στὸ σβή­σι­μο μι­κρῶν ἑ­στι­ῶν φω­τιᾶς.

        Ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ βή­μα­τα στὸ χόλ, ὕ­στε­ρα τὰ γυ­μνά της πό­δια ποὺ βη­μα­τί­ζουν ἀ­θό­ρυ­βα κι ἐ­κεῖ, στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας, ὁ παπ­ποὺς νε­κρός· τὸ ψυ­γεῖ­ο ὀρ­θά­νοι­χτο.

        Ἕ­να ἀ­βγὸ ἄ­θι­κτο στὸ πά­τω­μα.

        Οἱ τσι­ρί­δες τῆς για­γιᾶς.

        Ἡ ἀ­νά­μνη­ση τώ­ρα δὲν φέρ­νει πό­νο. Ἡ ζω­ή της εἶ­ναι πα­ρά­θυ­ρο ἀ­νοι­χτὸ κι ἐ­κεί­νη μιὰ πε­τα­λού­δα.

        Ἐ­ὰν δὲν ἐ­πέ­στρε­φε κά­θε τό­σο στὸ σκο­τά­δι —αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα ποὺ ἐ­πι­μέ­νει νὰ ζή­σει— θὰ ‘ταν σὰν σὲ δι­α­κο­πές, μιὰ κα­τά­δυ­ση σὲ δρο­σε­ρὸ νε­ρό, κά­θε κί­νη­ση τῶν χε­ρι­ῶν ὁ­λό­κλη­ρη φι­λο­σο­φί­α.

        Κι ἔ­πει­τα ἡ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὸ παλ­τὸ τῆς για­γιᾶς, ὅ­πως κρέ­με­ται μὲ ἀ­φο­σί­ω­ση πί­σω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας μα­ζὶ μὲ τὴ σκού­πα καὶ τὴν τσάν­τα μὲ τὶς σα­κοῦ­λες.

        Ἀ­να­ρω­τι­έ­ται μή­πως ἔ­ζη­σε μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ὴ κά­τω ἀ­π’ τὰ συν­τρίμ­μια. Μή­πως τὴ ζω­ή της τὴ φαν­τά­στη­κε ἕ­νας ἐ­αυ­τὸς ποὺ πο­τὲ δὲν γνώ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κά.

        Κι ὕ­στε­ρα με­μιᾶς, μὲ τὴν ἰ­δι­ο­τέ­λεια ποὺ νι­ώ­θουν οἱ ἑ­τοι­μο­θά­να­τοι, ἐ­ρω­τεύ­ε­ται τὸ σκο­τά­δι καὶ τὰ ὀ­κτὼ δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ τῆς ἀ­πο­μέ­νουν – κά­θε δευ­τε­ρό­λε­πτο καὶ μιὰ μπου­κιὰ σὲ πει­να­σμέ­νο.



Πη­γή: Simon Van Booy, The Se­cret Li­ves of Peo­ple in Lo­ve, New York, Harper Pe­ren­nial, 2010.

Σά­ι­μον Βν Μπό­υ (Simon Van Booy) (Λον­δί­νο, 1975). Βρε­τα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Με­γά­λω­σε στὴν ὕ­παι­θρο τῆς Οὐ­α­λί­ας καὶ ζεῖ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Ἔ­χει γρά­ψει τὰ βι­βλί­α The Secret Lives of People in Love, Love Begins in Winter (δι­ε­θνὲς βρα­βεῖ­ο δι­η­γή­μα­τος Φρὰνκ Ὁ’Κόνορ), Everything Beautiful Began After (Ὅ­λα τὰ ὡ­ραῖ­α ἄρ­χι­σαν με­τά, Πα­τά­κης 2016), The Illusion of Separateness (Ἡ ψευ­δαί­σθη­ση τῆς μο­να­ξιᾶς, Πα­τά­κης 2019), Tales of Accidental Genius, Fathers Day, The Sadness of Beautiful Things καὶ Night Came with Many Stars. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τρί­α βι­βλί­α φι­λο­σο­φί­ας (Why We Fight, Why We Need Love καὶ Why Our Decisions Don’t Matter). Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, στὶς ἐ­φη­με­ρί­δες The New York Times, The Telegraph καὶ The Guardian.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Χρι­στί­να Γ. Πα­πα­δο­πού­λου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981). Σπού­δα­σε ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, design στὸ Λον­δί­νο καὶ ἀ­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὶς γρα­φι­κὲς τέ­χνες. Ἐρ­γά­στη­κε γιὰ μί­α δε­κα­ε­τί­α ὡς ἀρ­χι­τέ­κτο­νας. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν ἐ­πι­μέ­λεια κει­μέ­νων.



		

	

Ρόμπερτ Μάνς (Robert Mans): I can hardly wait


Ρόμ­περτ Μάνς (Robert Mans)


I can hardly wait*


ΤΑΝ ΕΚΕΙΝΗ ΑΝΕΒΗΚΕ στὴ σκη­νὴ τὸ βρά­δυ στὸ κλαμ­πά­κι στὸ Μπρόνξ, τὸ μα­γα­ζὶ ἦ­ταν σχε­δὸν γε­μά­το. Δὲν ἦ­ταν πρῶ­το ὄ­νο­μα, ἴ­σως δὲν ἦ­ταν κὰν γνω­στή. Ἢ του­λά­χι­στον ἔ­τσι νό­μι­ζε ἐ­κεῖ­νος. Ἢ τὸ εὐ­χό­ταν ἀ­πὸ ζή­λεια. Ὅ­μως, τὸ μα­γα­ζὶ γέ­μι­ζε γιὰ νὰ τὴ δοῦν. Τὸ ἤ­ξε­ρε.

     Σύν­νε­φα κα­πνοῦ, μυ­ρω­διὰ χυ­μέ­νης μπί­ρας, κά­νας μπά­φος στὴ ζού­λα ἀ­πὸ φό­βο μπού­κας τῆς ἀ­στυ­νο­μί­ας καὶ μου­σι­κή, πολ­λὴ μου­σι­κή. Καὶ ἐ­κεί­νη.

     Μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να σύν­νε­φο σὰν σκη­νι­κὰ ἐ­φὲ ἐμ­φα­νί­στη­κε. Μα­κρὺ κολ­λη­τὸ φό­ρε­μα, ξαν­θὰ μαλ­λιὰ ὣς τὴ μέ­ση, ἄρ­χι­σε ἀ­μέ­σως νὰ χα­ϊ­δεύ­ει τὸ μι­κρό­φω­νο.


I can hardly wait…*


Οὔ­τε ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω, σκέ­φτη­κε ἐ­κεῖ­νος. Καὶ τὸ μυα­λό του τα­ξί­δε­ψε στὴν πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὴν εἶ­δε. Ἦ­ταν μὲ ἕ­ναν ἄλ­λο. Ἕ­ναν μὲ μα­κριὰ μαλ­λιά, ὅ­πως τῆς ἄ­ρε­σαν οἱ ἄν­τρες πάν­τα. Τώ­ρα ποὺ τὸ σκέ­φτε­ται, ἀ­πο­ρεῖ για­τί ἐ­κεί­νη πῆ­γε μα­ζί του. Τὰ μαλ­λιὰ του ἦ­ταν κον­τά. Δὲν εἶ­χε μη­χα­νή. Δὲν ἄ­κου­γε μέ­ταλ. Κι ὅ­μως τὸν ἄ­κου­γε νὰ μι­λά­ει σὰν ὑ­πνω­τι­σμέ­νη, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν ἔ­κα­ναν ἔ­ρω­τα. Σι­γὰ τὸ πρά­μα, σκέ­φτη­κε μὲ μιὰ δό­ση χα­μη­λῆς αὐ­το­ε­κτί­μη­σης.

            Γύ­ρι­σε δί­πλα του καὶ κοί­τα­ξε τὸν Ἄ­λεξ καὶ τὴ Βί­κη, ποὺ ἦ­ταν μα­ζί του στὸ τρα­πέ­ζι. Ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ τρεῖς ἀ­πὸ τὸ Κου­ὶνς γιὰ νὰ τὴ δοῦν. Γιὰ ἐ­κεί­νους ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρά, μιὰ καὶ τοὺς εἶ­χε πρή­ξει τό­σο και­ρὸ γιὰ τὸ τυ­πά­κι ποὺ εἶ­χε γνω­ρί­σει καὶ γού­στα­ρε. Κοί­τα­ζαν κι αὐ­τοὶ σὰν νὰ μὴν μπο­ροῦ­σαν νὰ πε­ρι­μέ­νουν. Τί ὅ­μως;

            Ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ κου­νά­ει τοὺς ὑ­πέ­ρο­χους γο­φούς της ἡ­δο­νι­κά, ἀ­κο­λου­θών­τας κά­θε νό­τα, ὅ­πως ἔ­κα­νε στὰ ἀ­γα­πη­μέ­να της τρα­γού­δια καὶ προ­κα­λοῦ­σε μουγ­κρη­τὰ στοὺς θα­μῶ­νες. Δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε αὐ­τό. Θε­ω­ροῦ­σε πὼς παί­ζει μα­ζί του. Ὅ­μως, ἤ­ξε­ρε πὼς θὰ φύ­γουν μα­ζὶ στὸ τέ­λος καὶ κα­θη­συ­χα­ζό­ταν. Γύ­ρι­σε πά­λι στὸν Ἄ­λεξ καὶ τὴ Βί­κη, ποὺ πλέ­ον κοί­τα­ζαν σὰν ὑ­πνω­τι­σμέ­νοι καὶ τοῦ φά­νη­κε πὼς καὶ οἱ δύ­ο ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τοὺς γο­φούς της. Ἔ­χει γοῦ­στο τώ­ρα, σκέ­φτη­κε, ἀλ­λὰ ἡ σκέ­ψη χά­θη­κε, ἀ­πὸ τοὺς στί­χους τοῦ τρα­γου­διοῦ ποὺ ἡ ἐ­λα­φρῶς μπά­σα φω­νὴ της ἄρ­θρω­νε μὲ ἔμ­φα­ση στὴ σκη­νή.


Lick my legs

Αnd I’m on fire

Lick my legs

And I’m desire*


Τὰ πό­δια της ἐμ­φα­νί­στη­καν ξαφ­νι­κὰ στὴν ὀ­θό­νη πί­σω ἀ­πὸ τὰ ντρὰμς καὶ εἶ­δε ἕ­ναν ἄν­τρα νὰ τῆς τὰ γλεί­φει. Ζή­λε­ψε πο­λὺ καὶ ἔ­στρε­ψε τὸ βλέμ­μα του ἀλ­λοῦ, μὰ ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα ἡ κά­με­ρα ἔ­πε­σε στὸ πρό­σω­πο τοῦ ἄν­τρα καὶ ἦ­ταν ὁ ἴ­διος! Τί στό

            Κοί­τα­ξε γύ­ρω του νὰ δεῖ ποιός κοι­τοῦ­σε, ἐ­λα­φρῶς θυ­μω­μέ­νος ποὺ παί­ζει ἔ­τσι μα­ζί του μπρο­στά σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, μὰ κα­νεὶς δὲν φαι­νό­ταν νὰ δί­νει ση­μα­σί­α στὴν ὀ­θό­νη.


Lick my legs*


            Ὁ ἄν­τρας —ὁ ἑ­αυ­τός του, τὸ εἴ­δω­λό του— ἔ­γλει­φε τώ­ρα τοὺς μη­ρούς της κι ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἀρ­χί­σει νὰ ἔ­χει σπα­σμούς. Ὁ ντρά­μερ ἔ­παι­ζε μα­νι­α­σμέ­να καὶ ἡ κί­νη­ση τῆς μπαγ­κέ­τας του δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκι­ὲς ποὺ κά­λυ­πταν τὸ πρό­σω­πό της.

            Κοί­τα­ξε δί­πλα του μὲ μιὰ ἕ­τοι­μη δι­και­ο­λο­γί­α γιὰ τοὺς φί­λους του. Συγ­γνώ­μη, δὲν ἤ­ξε­ρα, κά­τι τέ­τοι­ο ἀ­νό­η­το. Λὲς καὶ θὰ τοῦ ἔ­λε­γαν τί­πο­τα.


You’re not rid of me*


            Καὶ ὁ ἄν­τρας μὲ τὴ γυ­ναί­κα στὴν ὀ­θό­νη εἶ­χαν γί­νει ἕ­να καὶ κου­νοῦ­σαν τοὺς γο­φούς τους στὸν ρυθ­μὸ τῶν γο­φῶν ἐ­κεί­νης στὴ σκη­νή. Ἂν εἶ­ναι δυ­να­τόν, για­τί μο τὸ ἔ­κα­νε αὐ­τὸ ἀ­πό­ψε; Γε­μά­τος ντρο­πή, ἔ­σκυ­ψε στὸ ἰρ­λαν­δέ­ζι­κο ποὺ ἔ­πι­νε. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ βλέ­πει ἄλ­λο. Δὲν ἤ­ξε­ρε πὼς νὰ ἀν­τέ­ξει τὸν χω­ρι­σμὸ ποὺ τοῦ εἶ­χε ἔρ­θει ὡς σε­νά­ριο στὸ μυα­λὸ με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ κολ­πά­κι της.


You’re not rid of me*


            Σὰν νὰ τὸ ἄ­κου­σε στὸ αὐ­τί του καὶ σή­κω­σε ἀ­πό­το­μα τὸ κε­φά­λι. Καὶ τὴν εἶ­δε. Εἶ­χε κα­τέ­βει τὸ ἕ­να σκα­λο­πά­τι τῆς σκη­νῆς καὶ εἶ­χε κά­τσει πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοῦ τρα­γου­δοῦ­σε, καρ­φώ­νον­τάς τον στὰ μά­τια. Τὸ κοι­νὸ ἔ­μοια­ζε λὲς καὶ σὲ ἕ­να σε­νά­ριο ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας, ἐ­κεί­νη εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει νὰ τοὺς στα­μα­τή­σει τὸν χρό­νο. Ἕ­να χα­μό­γε­λο πα­γω­μέ­νο ἐ­δῶ, μιὰ κλί­ση τοῦ κε­φα­λιοῦ ἐ­κεῖ, ἕ­να πο­τὸ ἀ­κί­νη­το στὸ χέ­ρι ἀλ­λοῦ, μιὰ μπαγ­κέ­τα στὸν ἀ­έ­ρα στὴ σκη­νή, μιὰ πέ­να στὴν κι­θά­ρα πά­νω στὴ χορ­δή. Ὅ­λα εἶ­χαν στα­μα­τή­σει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ τρα­γού­δι της, καὶ τώ­ρα ἐ­ξα­πέ­λυ­ε μὲ δύ­να­μη τοὺς στί­χους στὸ πρό­σω­πό του. Rid of me, you’re not rid of me, I can hardly wait, lick my legs, desire…

            Ὅ­λα τὸν ἔ­λου­ζαν καὶ ἡ φω­νὴ της τὸν τα­ξί­δευ­ε ἀ­πὸ τὸ μπὰρ στὸ κρε­βά­τι τους. Ἡ ὀ­θό­νη εἶ­χε μα­γι­κὰ σβή­σει. Στὴ θέ­ση της δὲν ὑ­πῆρ­χε εἰ­κό­να. Μό­νο τὸ ὄ­νο­μα τοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος ποὺ τῆς ἄ­ρε­σε πάν­τα νὰ ὑ­πάρ­χει στὸν τοῖ­χο. Page and the Light Sources.

            Ἡ φω­νὴ τοῦ Ἄ­λεξ τὸν ξύ­πνη­σε. Εἰ­λι­κρι­νὰ τώ­ρα, ἐ­σὺ εἶ­σαι μὲ αὐ­τήν;

            Ναί…

            Τί νὰ σοῦ πῶ, συ­νέ­χι­σε ὁ φί­λος του. Ἐ­σὺ Βί­κη τί λές;

            Ἔ­ε­ε… τί νὰ πῶ; I can hardly wait to see her again!

            Νὰ σοῦ πῶ κά­τι; εἶ­παν καὶ οἱ δύ­ο στὸ τα­ξὶ με­τὰ γιὰ τὸ σπί­τι του, ὅ­που θὰ συ­νέ­χι­ζαν τὴ βρα­διά τους, πε­ρι­μέ­νον­τας τὴν Πέ-

­ι­τζ νὰ γυ­ρί­σει ἀ­πὸ ἕ­να πάρ­τι μὲ κά­τι μου­σι­κοὺς πα­ρα­γω­γοὺς ὅ­που πῆ­γε μὲ τὸ γκροὺπ με­τὰ τὴ συ­ναυ­λί­α.

            Ὅ­λη τὴν ὥ­ρα ποὺ τρα­γου­δοῦ­σε νο­μί­ζα­με ὅ­τι σᾶς βλέ­που­με νὰ κά­νε­τε ἔ­ρω­τα σὲ μιὰ ὀ­θό­νη πί­σω ἀ­πὸ τὰ ντράμς.

            

            Κά­να­με, σκέ­φτη­κε καὶ χα­μο­γέ­λα­σε στὸ πρό­σω­πο τῆς Πέ­ι­τζ στὸ κρε­βά­τι τους κα­θὼς ἐ­κεί­νη ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νη πά­νω του.



* ΣτΜ:

Τί­τλος καὶ πρώ­τη ἀ­να­φο­ρά:

Δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω

Στί­χοι μὲ σει­ρὰ ἐμ­φά­νι­σης:

Γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια

Καὶ παίρ­νω φω­τιὰ

Γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια

Καὶ γί­νο­μαι πό­θος

 

Γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια

 

Δὲν μὲ ξε­φορ­τώ­θη­κε­ς α­κό­μα (Χ2)

 

Μὲ ξε­φορ­τώ­θη­κες, δὲν μὲ ξε­φορ­τώ­θη­κες ἀ­κό­μα, δὲν μπο­ρῶ νὰ πε­ρι­μέ­νω, γλεῖ­ψε μου τὰ πό­δια, πό­θος… 

ΣτΣ: Τὸ δι­ή­γη­μα εἶ­ναι ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸ ἄ­κου­σμα τῶν τρα­γου­δι­ῶν τῆς PJ Harvey «Rid of Me» καὶ «Hardly wait» ἕ­να Σάβ­βα­το βρά­δυ.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Ρόμ­περτ Μανς (Robert Mans) γεν­νή­θη­κε στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Σπού­δα­σε Κι­νη­μα­το­γρα­φί­α καὶ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἀ­γα­πά­ει τὴν ποί­η­ση καὶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα καὶ μοι­ρά­ζει τὸν χρό­νο του ἀ­νά­με­σα στὴ συγ­γρα­φὴ καὶ τὴ δι­δα­σκα­λί­α δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς σὲ ὁ­μά­δες ἐ­νη­λί­κων καὶ παι­δι­ῶν σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη τοῦ κό­σμου, μὲ σκο­πὸ τὴν αὐ­το­βελ­τί­ω­ση, κα­θὼς καὶ τὴν ἀ­νά­δει­ξη τῶν τα­λέν­των τους.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Μα­νου­σά­κης Βα­σί­λης. (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ποί­η­ση. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ με­τά­φρα­ση στὸ Hellenic American College. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νο­ς (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Movie Stills (ποί­η­ση στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα, 2013), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­δι­ο­ν γιὰ τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ τὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει πά­νω ἀ­πὸ 20 λο­γο­τε­χνι­κὰ βι­βλί­α καὶ δε­κά­δες δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις καὶ ἄρ­θρα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ. Ἀ­πὸ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 2020 δι­δά­σκει σὲ σε­μι­νά­ρια στὸ New York Wri­ters Work­shop.



		

	

N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld): Τρα­γι­κά καί κω­μι­κά στοι­χεῖ­α στήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες



N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld)

[Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 5/6]


Τρα­γι­κά καί κω­μι­κά στοι­χεῖ­α

στήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες


Ο 1927 ὁ Ernest Hemingway ὁ­λο­κλή­ρω­σε καί ἐ­ξέ­δω­σε μιά συλ­λο­γή μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν του, μέ τί­τλο Ἄν­δρες χω­ρίς γυ­ναῖ­κες. Ἡ συλ­λο­γή πε­ρι­εῖ­χε ἀρ­κε­τές ἀ­ξι­ό­λο­γες ἱ­στο­ρί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες οἱ κρι­τι­κοί ἔ­χουν ἐ­ξε­τά­σει προ­σε­κτι­κά σχε­δόν ἀ­πό τήν πρώ­τη μέ­ρα τῆς ἔκ­δο­σής τους. Ἀ­νά­με­σά τους ἡ πλέ­ον εὐ­ρέ­ως ἀν­θο­λο­γη­μέ­νη καί ἡ πιό συ­χνά δι­δα­σκό­με­νη, ἀ­κό­μα καί τώ­ρα, εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, πού συ­νε­χί­ζει νά προ­κα­λεῖ τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν εἰ­δι­κῶν καί τήν θερ­μή ἀν­τι­γνω­μί­α τῶν φοι­τη­τῶν.

       Πρό­κει­ται γιά μιά πα­ρά πο­λύ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α, πε­ρί­που χί­λι­ες λέ­ξεις, σχε­δόν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου δι­ά­λο­γος. Ἄν καί ὑ­πάρ­χει θέ­μα, ἀ­που­σιά­ζει ἡ πλο­κή· ἄν καί ἀ­νά­με­σα στούς κύ­ριους χα­ρα­κτῆρες ἀν­ταλ­λάσ­σον­ται κου­βέν­τες, κα­μιά λύ­ση δέν δί­δε­ται. Τό θέ­μα τῆς συ­ζή­τη­σής τους, δη­λα­δή ἡ ἔ­κτρω­ση, πο­τέ δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται ὀ­νο­μα­στι­κά ἀ­πό κα­νέ­ναν τους. Πα­ρά τήν συν­το­μί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας, καί πα­ρά τά κε­νά πού δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ δι­ά­λο­γος, οἱ λό­γιοι συ­νε­χί­ζουν νά γρά­φουν σε­λί­δες ἐ­πί σε­λί­δων κρι­τι­κοῦ σχο­λια­σμοῦ. Ἕ­να τό­σο με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον γι’ αὐ­τήν, τό λι­γό­τε­ρο δεί­χνει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι πλού­σια, ἀ­νοι­χτή ὡς κεί­με­νο, καί προ­σκα­λεῖ τήν ἀ­να­γνω­στι­κή συμ­με­το­χή στήν δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­νεύ­ρε­σης νο­ή­μα­τος.

       Ἐμ­φα­νί­ζε­ται πα­ρα­πλα­νη­τι­κά ἁ­πλή. Ἕ­νας ἄν­δρας καί μιά γυ­ναί­κα κά­θον­ται σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι κά­ποι­ου ἱ­σπα­νι­κοῦ σι­δη­ρο­δρο­μι­κοῦ σταθ­μοῦ, πε­ρι­μέ­νον­τας τό τραῖ­νο. Μέ τήν συ­ζή­τη­ση στήν ὁ­ποί­α ἐμ­πλέ­κον­ται­, ὁ Hemingway φαί­νε­ται νά ὑ­παι­νίσ­σε­ται πώς πρό­κει­ται γιά κου­βέν­τα πού ἔ­χει ξε­κι­νή­σει καί συ­νε­χί­ζε­ται. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης ρί­χνε­ται στό μέ­σο τῆς κου­βέν­τας χω­ρίς συμ­φρα­ζό­με­να καί πρέ­πει νά ἀ­πο­σπά­σει ὅ­ποι­α πλη­ρο­φο­ρί­α μπο­ρεῖ ἀ­πό ὅ­σα λέ­γον­ται. Τό σκη­νι­κό τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι σύγ­χρο­νο μέ τήν γρα­φή της· δη­λα­δή, ἄν καί δέν ση­μει­ώ­νε­ται συγ­κε­κρι­μέ­νη ἡ­με­ρο­μη­νί­α, μοιά­ζει νά το­πο­θε­τεῖ­ται κά­που με­τα­ξύ τῶν χρό­νων με­τά τόν Πρῶ­το Παγ­κό­σμιο, ἀλ­λά πρίν ἀ­πό τόν Ἱ­σπα­νι­κό Ἐμ­φύ­λιο. Ἐ­πι­πλέ­ον ἡ σκη­νο­θε­σί­α εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη, τό­σο χρο­νι­κά ὅ­σο καί το­πι­κά. Στήν πρώ­τη κι­ό­λας πα­ρά­γρα­φο δί­δε­ται τό πλαί­σιο τῆς ἱ­στο­ρί­ας μέ τήν ἀ­φη­γη­μα­τι­κή ἀ­ναγ­γε­λί­α πώς «τό ἐξ­πρές ἀ­πό τήν Βαρ­κε­λώ­νη φτά­νει σέ σα­ράν­τα λε­πτά», καί ,πρός τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀ­ναγ­γέ­λε­ται ἀ­πό τήν Ἱ­σπα­νί­δα σερ­βι­τό­ρα πώς «Τό τραῖ­νο φτά­νει σέ πέν­τε λε­πτά». Ἄ­ρα, ὅ­λα τά τῆς ἱ­στο­ρί­ας συμ­βαί­νουν ἐν­τός τῶν τρι­α­πέν­τε λε­πτῶν. Ἐ­πι­πρό­σθετα οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πο­τέ δέν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό.

       Οἱ κρι­τι­κοί ἔ­χουν ἀ­να­γνώ­σει τό δι­ή­γη­μα μέ δι­ά­φο­ρους ση­μαν­τι­κούς τρό­πους. Ἄλ­λοι ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται στήν δο­μή του, ση­μει­ώ­νον­τας τήν χρή­ση τοῦ δι­α­λό­γου καί τήν θέ­ση τῶν λί­γων καί σύν­το­μων πε­ρι­γρα­φι­κῶν ση­μεί­ων. Ὁ John Hollander, γιά πα­ρά­δειγ­μα, προ­τεί­νει τήν ἰ­δέ­α πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ὅ­πως ἕ­να φίλμ ἤ θε­α­τρι­κό ἔρ­γο καί πώς τά σύν­το­μα πε­ρι­γρα­­φι­κά ση­μεῖ­α μπο­ροῦν νά ἀ­να­γνω­σθοῦν ὡς σκη­νο­θε­τι­κές ὁ­δη­γί­ες. Ἄλ­λοι ἀ­να­πτύσ­σουν προ­σε­κτι­κές καί πε­ρί­πλο­κες ἀ­να­γνώ­σεις βα­σι­σμέ­νες στό γλωσ­σι­κό ἐ­πί­πε­δο ἀ­νά­λυ­σης τῶν λέ­ξε­ων, ἐ­ξε­τά­ζον­τας τό πῶς ὁ Ηe­ming­way χρη­σι­μο­ποι­εῖ τίς νύ­ξεις, τίς πα­ρο­μοι­ώ­σεις, τήν εἰ­κο­νο­ποι­ΐ­α καί τόν συμ­βο­λι­σμό. Κά­ποι­οι ἀ­π’­αὐ­τούς ἐ­ξε­τά­ζουν τίς πη­γές του συν­δέ­ον­τας τήν ἱ­στο­ρί­α μέ τό νε­ω­τε­ρι­στι­κό ἀ­ρι­στούρ­γη­μα τοῦ Τ.S. Eliot Ἔ­ρη­μη Χώ­ρα. Μιά ὁ­μά­δα λο­γί­ων, πιό πρό­σφα­τα, συγ­κεν­τρώ­νει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον της στό φυ­λε­τι­κό λε­ξι­λό­γιο, πα­ρα­τη­ρών­τας πο­λύ προ­σε­κτι­κά τούς δι­α­φο­ρε­τι­κούς γλωσ­σι­κούς τρό­πους ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας πού χρη­σι­μοποι­οῦν ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος καί ἡ Z­ίγκ. Κι ἀ­κό­μα ἄλ­λοι ἐ­πι­χει­ροῦν νά κά­νουν χρή­ση τῶν αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κῶν χει­ρο­γρά­φων καί ἐ­πι­στο­λῶν τοῦ He­ming­way γιά νά ἀ­να­γνώ­σουν μέ­ρη τῆς ἴ­διας τῆς ζω­ῆς του μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­πως καί νά ἔ­χει τό πράγ­μα τό γε­γο­νός τῶν πολ­λα­πλῶν τρό­πων προ­σέγ­γι­σης τῆς ἱ­στο­ρί­ας δέν ση­μαί­νει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή· πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μαί­νει πώς εἶ­ναι ἕ­να κεί­με­νο πού προ­σκα­λεῖ σέ συμ­με­το­χή.

       Σύμ­φω­να μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Paul Smith, ὁ Ηe­ming­way δέν λέ­ει στόν ἀ­να­γνώ­στη «πῶς ἔ­φτα­σαν οἱ ἥ­ρω­ες στήν πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση, ἤ πῶς θά λύ­σουν τήν σύγ­κρου­ση· δέν τό χρει­α­ζό­μα­στε νά μᾶς εἰ­πω­θεῖ, για­τί οἱ ἀ­παν­τή­σεις βρί­σκον­ται ἐν­σω­μα­τω­μέ­νες σέ ὅ,τι βλέ­που­με καί ἀ­κοῦ­με μέ τό­ση συν­το­μί­α». Ἄν καί ὁ Smith μοιά­ζει μ’ αὐ­τήν τήν θέ­ση νά προ­τεί­νει πώς οἱ «ἀ­παν­τή­σεις» βρί­σκον­ται ἐ­κεῖ πρός ἀ­νά­γνω­ση, ὑ­πάρ­χει ἡ πι­θα­νό­τη­τα πολ­λα­πλῶν ἀ­παν­τή­σε­ων χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τίς ἴ­δι­ες ἀ­ρά­δες τοῦ κει­μέ­νου.

       Ἡ Do­ro­thy Par­ker, σέ μιά ἀ­πό τίς πρῶ­τες κρι­τι­κές γιά τήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, τήν πε­ρι­έ­γρα­ψε ὡς «εὐ­αί­σθη­τη καί τρα­γι­κή». Ἄν καί εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο νά ἐν­νο­οῦ­σε ὅ­τι στούς Λό­φους ἔ­βλε­πε μιά τρα­γω­δί­α μέ τήν κλα­σι­κή Ἑλ­λη­νι­κή ση­μα­σί­α, ἡ πρό­τα­σή της μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει ση­μεῖ­ο εἰ­σα­γω­γῆς στήν ἱ­στο­ρί­α. Μιά ἐ­ξέ­τα­ση τό­σο τῶν κω­μι­κῶν ὅ­σο καί τῶν τρα­γι­κῶν στοι­χεί­ων ἀ­πο­κα­λύ­πτει πῶς λει­τουρ­γοῦν αὐ­τές οἱ ἰ­δέ­ες μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α, καί πῶς ὁ μον­τερ­νι­σμός ἔ­χει με­τα­μορ­φώ­σει τίς ἴ­δι­ες αὐ­τές ἰ­δέ­ες.

       Ξε­κι­νών­τας, εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά ξε­κα­θα­ρί­σου­με πώς ὁ ὅ­ρος «κω­μι­κό» δέν συ­νε­πά­γε­ται ἐ­δῶ χι­οῦ­μορ, ἤ γέ­λιο. Σ’ αὐ­τήν τήν συ­ζή­τη­ση ἡ «κω­μω­δί­α» δέν πα­ρα­πέμ­πει σέ τη­λε­ο­πτι­κές κω­μω­δί­ες σχε­δι­α­σμέ­νες γιά νά εἶ­ναι ἀ­στεῖ­ες. Σύμ­φω­να μέ τόν σκο­πό αὐ­τῆς τῆς συ­ζή­τη­σης, ἡ κω­μω­δί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νι­στᾶ μορ­φή πού μπο­ρεῖ νά λά­βει τό μυ­θι­στό­ρη­μα. Ἔ­χει τίς ρί­ζες της στίς ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κες τε­λε­τές γο­νι­μό­τη­τας. Πα­νη­γυ­ρί­ζει τόν γά­μο, τήν σε­ξου­α­λι­κή ἕ­νω­ση, τήν γέν­νη­ση καί τήν συ­νέ­χεια τῆς κοι­νω­νί­ας. Ὡ­στό­σο δέν εἶ­ναι πάν­το­τε ἀ­νά­λα­φρη· συ­χνά φέ­ρει μα­ζί της τόν πό­νο, τήν μα­ταί­ω­ση, καί μιά κον­τι­νή κα­τα­στρο­φή. Ἡ ἀ­πει­λή τοῦ θα­νά­του βρί­σκε­ται πάν­το­τε ἐγ­κα­τα­στη­μέ­νη στήν ἀ­θέ­α­τη ἄλ­λη πλευ­ρά τῆς κω­μω­δί­ας. Ἐν κα­τα­κλεί­δι, ὡ­στό­σο, ὁ θρί­αμ­βος πά­νω στόν θά­να­το εἶ­ναι αὐ­τός πού δί­νει στήν κω­μω­δί­α τήν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της φόρ­μα.

       Ἡ τρα­γω­δί­α ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ρι­ζώ­νει στόν θά­να­το καί τήν στει­ρό­τη­τα. Ἀ­ναγ­γέλ­λει τό τέ­λος μιᾶς γε­νιᾶς, τό τέ­λος μιᾶς οἰ­κο­γέ­νειας, τό τέ­λος τῆς κοι­νω­νί­ας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές της εἰ­κό­νες εἶ­ναι ὁ χει­μώ­νας καί ἡ ἄ­γο­νη γῆ. Στόν μον­τερ­νι­σμό, τήν λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρί­ο­δο πού ἡ ἔ­ναρ­ξή της το­πο­θε­τεῖ­ται γε­νι­κῶς μέ­σα στόν Α’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο, ἀν­τα­να­κλᾶ­ται ἡ ἀ­πώ­λεια τῆς κουλ­τού­ρας στήν ἱ­στο­ρί­α, ἡ ἀ­πώ­λεια τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς βε­βαι­ό­τη­τας μπρο­στά στό μα­κε­λει­ό τοῦ Πο­λέ­μου, πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­θα­νό πλέ­ον λό­γῳ τῆς ἀν­θρω­πο­γε­νοῦς τε­χνο­λο­γί­ας.

       Ὁ μον­τερ­νι­σμός μει­ώ­νει τό πε­δί­ο τοῦ τρα­γι­κοῦ στήν λο­γο­τε­χνί­α, ἑ­στι­ά­ζον­τας σέ ἐ­λάσ­σο­νες χα­ρα­κτῆ­ρες μέ­σα σέ πιό πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες σκη­νο­θε­σί­ες. Σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τίς τρα­γω­δί­ες τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, οἱ ἥ­ρω­ες πλέ­ον δέν χρει­ά­ζε­ται νά εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ροι ἀ­πό τήν ζω­ή, πα­γι­δευ­μέ­νοι στά δι­κά τους τρα­γι­κά λά­θη. Ἡ τρα­γι­κή κί­νη­ση μπο­ρεῖ μᾶλ­λον νά ἐν­το­πι­σθεῖ στήν ἀλ­λο­τρί­ω­ση καί ἀ­πο­μό­νω­ση τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς. Ἡ μον­τερνι­στι­κή τρα­γω­δί­α τεί­νει νά δώ­σει ἔμ­φα­ση στήν εἰ­ρω­νι­κή ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση, καί στό ἥ­συ­χο ἐ­λι­ο­τι­κό τέ­λος «ὄ­χι μέ ἕ­να μπάμ ἀλ­λά μ’ ­ἕ­να κλα­ψού­ρι­σμα».

       Πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τῶν Λό­φων ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὅ­τι ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος βρί­σκον­ται σέ μιά στιγ­μή πού πα­ρα­παί­ει στό ὅ­ριο με­τα­ξύ κω­μι­κοῦ καί τρα­γι­κοῦ. Εἶ­ναι ἡ στιγ­μή μιᾶς ἀ­πό­φα­σης πού θά τούς σπρώ­ξει πρός τήν μιά ἤ τήν ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση. Τό το­πί­ο ὁ­λό­γυ­ρά τους ἀν­τα­να­κλᾶ καί τά δύ­ο πι­θα­νά μελ­λού­με­να. Ἀ­πό τή μιά πλευ­ρά τοῦ σταθ­μοῦ ἡ γῆ εἶ­ναι εὔ­φο­ρη καί πρά­σι­νη. Τό νε­ρό τοῦ πο­τα­μοῦ τρέ­φει τήν νέ­α ζω­ή. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κω­μι­κή το­πο­γρα­φί­α, ἡ το­πο­γρα­φί­α τῆς ἀ­να­γέν­νη­σης. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τοῦ σταθ­μοῦ ἡ γῆ εἶ­ναι γυ­μνή, ἀ­φι­λό­ξε­νη καί σκο­νι­σμέ­νη, δέν τρέ­φε­ται καί δέν ἔ­χει καί ζω­ή. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος, ἕ­νας τύ­πoς μέ ση­μαν­τι­κά ψε­γά­δια, ἀ­πο­τυγ­χά­νει νά πα­ρα­τη­ρή­σει τήν δι­χο­τό­μη­ση τοῦ το­πί­ου. Ἡ ὀ­πτι­κή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τίς ἀ­νάγ­κες καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες του. Ζεῖ τό δια­ρκές «τώ­ρα» θέ­λον­τας μό­νο στιγ­μια­ῖες ἀ­πο­λαύ­σεις, καί κα­μιά ἀ­νά­πτυ­ξη δι­αρ­κεί­ας. Ἡ ἐγ­κυ­μο­σύ­νη τοῦ κο­ρι­τσιοῦ, κα­τά­στα­ση πού κα­τ’ ἀ­νάγ­κη δεί­χνει πρός τό μέλ­λον, ἔ­χει δι­α­τα­ρά­ξει τήν τω­ρι­νή του ἰ­σορ­ρο­πί­α. Ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἐγ­κυ­μο­σύ­νης τόν πι­έ­ζει νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τό μέλ­λον. Εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κό πώς πο­τέ σ’­ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἱ­στο­ρί­α δέν ἀ­να­φέ­ρει τήν λέ­ξη «ἐγ­κυ­μο­σύ­νη» λές καί μό­νο τό νά τήν προ­φέ­ρει θά ἐμ­πλέ­ξει καί θά πε­ρι­πλέ­ξει τήν ζω­ή του.

       Ἡ Ζίγκ ἀ­πό τήν ἄλ­λη, μοιά­ζει νά ἔ­χει ὑ­ψη­λή ἐ­πί­γνω­ση τοῦ γκρε­μοῦ πά­νω ἀ­π’ τόν ὁ­ποῖ­ο στέ­κε­ται. Ὅ,τι εὔ­χε­ται εἶ­ναι ἡ κω­μι­κή λύ­ση, πώς ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νός θά τήν παν­τρευ­τεῖ, θά ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν πα­τρί­δα, καί θά δη­μι­ουρ­γή­σουν οἰ­κο­γέ­νεια. Θά ἔ­χει συμ­με­το­χή στή γέν­νη­ση τῆς ἑ­πό­με­νης γε­νιᾶς, καί ἡ προ­σο­χή της θά ἑ­στι­ά­ζε­ται μπρο­στά. Ἐν­τού­τοις, συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ἐ­πί­σης ὅ­τι αὐ­τό πού εὔ­χε­ται νά συμ­βεῖ δέν ὁ­μοιά­ζει μέ αὐ­τό πού θά ἀ­πο­κτή­σει. Ὅ­ταν ση­κώ­νε­ται καί περ­πα­τᾶ ὥς τήν ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ, πα­ρα­τη­ρεῖ τήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα τοῦ Ἴμ­προ μπρο­στά της, καί κα­τα­λα­βαί­νει τήν σύν­δε­ση ἀ­νά­με­σα στό το­πί­ο καί τό μέλ­λον πού ἐ­πι­θυ­μεῖ. Σύμ­φω­να μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Barry Stampfl, «Ἡ Ζίγκ μέ τήν κου­βέν­τα της γιά τό το­πίο ὑ­πο­δει­κνύ­ει τήν ἀ­λή­θεια γιά τήν σχέ­ση της μέ τόν Ἀ­με­ρι­κά­νο καί γιά τά συ­ναι­σθή­μα­τά της πρός τό ἀ­γέν­νη­τό της μω­ρό».

       K­α­τά κά­ποι­ο τρό­πο, αὐ­τή ἡ στιγ­μή εἶ­ναι χο­ρι­κή, μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ χρο­νι­κοῦ ση­μεί­ου ὅ­που ὁ ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νος πα­ρα­τη­ρη­τής ἐκ­φρά­ζει μιά κρί­ση γιά τούς χα­ρα­κτῆ­ρες καί τίς πρά­ξεις τους. Σ’ αὐ­τήν τήν τό­σο μι­κρή, ἐ­λά­χι­στη, ἱ­στο­ρί­α ἡ Ζίγκ πρέ­πει νά ἀ­να­λά­βει τόν ρό­λο τοῦ ἴ­διου τοῦ δι­κοῦ της χο­ρι­κοῦ. Αὐ­τήν τή στιγ­μή, ἡ Ζίγκ βγαί­νει ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό της καί βλέ­πει τήν εὐ­ρύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση. Κοι­τά­ζον­τας πέ­ρα στήν κοι­λά­δα λέ­ει: «Καί θά μπο­ρού­σα­με νά τά ἔ­χου­με ὅ­λα αὐ­τά… Καί θά μπο­ρού­σα­με νά ἔ­χου­με τό κά­θε τι, καί κά­θε μέ­ρα τό κά­νου­με καί πιό ἀ­πί­θα­νο.» Εἶ­ναι σάν νά συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι τό κω­μι­κό τέ­λος ξε­γλι­στρά­ει μα­κριά της. Ἴ­σως μπο­ρεῖ νά παί­ξει ἕ­ναν ρό­λο στήν μον­τερ­νι­στική τρα­γω­δί­α, μιά τρα­γω­δί­α ὅ­που, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, βρί­σκει τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νο καί μό­νο μέ ἔν­το­νη τήν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­που­σί­ας ζω­ῆς στήν μή­τρα της. Στήν χει­ρό­τε­ρη, πε­θαί­νον­τας κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἔ­κτρω­σης σέ κά­ποι­α κλι­νι­κή, μπο­ρεῖ νά βρε­θεῖ τρι­γυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού δέ μι­λοῦν τήν γλώσ­σα της.

       Σέ ἀν­τί­θε­ση, πάν­τως, μέ τίς πα­ρα­δο­σια­κές κω­μω­δί­ες καί τρα­γω­δί­ες, οἱ Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες δέν προ­σφέ­ρουν μιά ἀ­να­γνω­ρί­σι­μη λύ­ση. Τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας μᾶλ­λον πα­ρα­μέ­νει δί­χως συμ­πέ­ρα­σμα, οἱ πι­θα­νές λύ­σεις κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νες. Γιά τήν Z­ίγκ, ἡ λα­χτά­ρα γιά τήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα εἶ­ναι καί ἡ λα­χτά­ρα γιά ἕ­να Ἐ­δε­μι­κό πα­ρελ­θόν καί ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ἐγ­κυ­μο­σύ­νης ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α ἀ­πο­γό­νων γιά τήν προ­έ­κτα­ση στό μέλ­λον. Κα­μιά ἀ­πό τίς λύ­σεις δέν προ­σφέ­ρουν τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς λα­χτά­ρας της, καί τό γνω­ρί­ζει. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος μέ τήν μα­τιά του στίς βα­λί­τσες τους, πού εἶ­ναι γε­μά­τες ἀ­πό ταμ­πέ­λες ξε­νο­δο­χεί­ων, ση­μα­το­δο­τεῖ τόν πό­θο του νά πα­ρα­μεί­νει στό πα­ρόν δι­αρ­κεί­ας, ἕ­να πα­ρόν δί­χως πα­ρελ­θόν ἤ μέλ­λον. Καί πά­λι, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τῆς ἐ­πι­λο­γῆς τους, ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἀν­δρός θά πα­ρα­μεί­νει ἀ­νεκ­πλή­ρω­τη.

       Ἡ ἱ­στο­ρί­α τε­λει­ώ­νει, τό τραῖ­νο στά­σι­μο, ἀ­κι­νη­το­ποι­η­μέ­νο γιά πέν­τε λε­πτά στίς σι­δη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές. Πα­γω­μέ­νοι στό με­σο­δι­ά­στη­μα ἀ­νά­με­σα στήν κω­μι­κή καί τήν τρα­γι­κή λύ­ση, οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πα­ρα­μέ­νουν ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος, μέ τόν δι­ά­λο­γο στα­μα­τη­μέ­νο. Ἄν καί κρι­τι­κοί, πα­νε­πι­στη­μια­κοί, ἀ­να­γνῶ­στες, φοι­τη­τές μπο­ροῦν νά δι­α­φω­νοῦν για­τί τό «τί θά συμ­βεῖ στή συ­νέ­χεια», ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πώς τί­πο­τα δέν συμ­βαί­νει στούς χα­ρα­κτῆ­ρες με­τά τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ὁ Ηe­ming­way ἀ­φή­νει τούς χα­ρα­κτῆ­ρες του ὅ­πως τούς βρῆ­κε, στό μέ­σον ἑ­νός εὐ­ρύ­τε­ρου κά­τι , ἔ­ξω ἀ­πό τά πε­ρι­θώ­ρια τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Πραγ­μα­τι­κά ἡ Ζίγκ και ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος φτά­νουν στό ση­μεῖ­ο νά ἐκ­προ­σω­ποῦν αὐ­τή τή στιγ­μή τήν χα­μέ­νη γε­νιά. Δί­χως λύ­ση, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι καί ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους, πα­ρα­μέ­νουν στόν ἐ­ρη­μό­το­πο τοῦ ἀ­τε­λέ­σφο­ρου, μέ τό ἐν­δε­χό­με­νο τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς συ­νέ­χειας, ὅ­πως ἀ­να­πα­ρί­στα­ται στήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα, ἐν­τε­λῶς ἀ­πρό­σι­το.



Πη­γή: Tra­gic and Co­mic E­le­ments of «Hills Like Wh­ite E­le­phants». Last Upda­ted on June 1, 2019, by eNotes E­dito­rial. Di­ane Andre­ws Hen­ningfeld

Hills Like White Elephants Essays and Criticism – eNotes.com

N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld). Ἐ­πί­τι­μη κα­θη­γή­τρια (Pro­fes­sor E­me­rita) τῆς Ἀγ­γλι­κῆς στό Κολ­λέ­γιο Adri­an τοῦ Μί­σιγ­καν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ θέ­μα­τα λο­γο­τε­χνί­ας καί ἱ­στο­ρί­ας γιά πολ­λές ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κές καί ἐκ­παι­δευ­τι­κές ἐκ­δό­σεις.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα: Τὸ ἐξώ­φυλ­λο τῆς συλ­λο­γῆς διη­γη­μά­των τοῦ E­rnest He­ming­way Men With­out Wo­men, πρώ­τη ἔ­κδο­ση ἀπὸ τὸν νε­οϋρ­κέ­ζι­κο ἐ­κδο­τι­κὸ οἶ­κο Cha­rles Scrib­ner’s Sons τὸ 1927.

Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway): Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες



Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway) [Ἀφιέρωμα 4/6]


Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες

(Hills Like White Elephants)


ΕΥΚΟΙ ΛΟΦΟΙ ἁ­πλώ­νον­ταν πά­νω ἀ­π’ τὴν κοι­λά­δα τοῦ Ἴμ­προ. Σὲ τού­τη δῶ τὴν πλευ­ρὰ οὔ­τε σκιὰ οὔ­τε δέν­τρα κι ὁ σταθ­μὸς κά­τω ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ σι­δη­ρο­δρο­μι­κὲς γραμ­μές. Κολ­λη­τὰ στὸ πλά­ϊ τοῦ σταθ­μοῦ τὸ κτί­ριο ἔ­ρι­χνε ζε­στὴ τὴ σκιά του, καὶ στὴν ἀ­νοι­χτὴ εἴ­σο­δο τοῦ μπάρ, γιὰ νὰ μὴ μπαί­νουν μύ­γες, κρε­μό­ταν μιὰ κουρ­τί­να ἀ­πὸ χάν­τρες. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος καὶ τὸ κο­ρί­τσι ποὺ συ­νό­δευ­ε κά­θι­σαν ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ κτί­ριο, σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι στὴ σκιά. Ἔ­κα­νε πολ­λὴ ζέ­στη, καὶ τὸ ἐξ­πρὲς ἀ­πὸ τὴν Βαρ­κε­λώ­νη θὰ ἔ­φτα­νε σὲ σα­ράν­τα λε­πτά. Στα­μα­τοῦ­σε σ’ αὐ­τὴ τὴ δι­α­σταύ­ρω­ση γιὰ δυ­ὸ λε­πτὰ καὶ συ­νέ­χι­ζε γιὰ τὴ Μα­δρί­τη.

— Τί θά­ ‘ταν κα­λύ­τε­ρο νὰ πι­οῦ­με; ρώ­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι. Εἶ­χε βγά­λει τὸ κα­πέ­λο της καὶ τ’­ἄ­φη­σε πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

— Μὲ τό­ση ζέ­στη ἂς πι­οῦ­με μπύ­ρα, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

— Dos cervezas, πα­ράγ­γει­λε πρὸς τὴ με­ριὰ τῆς κουρ­τί­νας.

— Με­γά­λες; ρώ­τη­σε μιὰ γυ­ναί­κα ἀ­π’ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μπάρ.

— Ναί. Δυ­ὸ με­γά­λες.

        Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­φε­ρε δυ­ὸ πο­τή­ρια μπύ­ρας καὶ δυ­ὸ τσό­χι­να σου­πλά. Τ’ἀκούμπησε στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοὺς κοί­τα­ξε. Τὸ κο­ρί­τσι ἔ­βλε­πε πέ­ρα κα­τὰ τὴ σει­ρὰ τῶν λό­φων. Λευ­κοὶ κά­τω ἀ­π’­τὸν ἥ­λιο, σὲ μιὰν ἀ­γρο­τι­κὴ πε­ρι­ο­χὴ κα­φε­τιὰ καὶ ξε­ρή.

— Μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες, εἶ­πε.

— Δὲν ἔ­χω δεῖ πο­τὲ κα­νέ­ναν, ἀ­πάν­τη­σε αὐ­τὸς πί­νον­τας τὴ μπύ­ρα του.

— Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σες.

— Μπο­ρεῖ καὶ νὰ μπο­ροῦ­σα. Ἐ­πει­δὴ τὸ λὲς ἐ­σύ, δὲν ἀ­πο­δει­κνύ­ει τί­πο­τα.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε τὰ μπαμ­ποῦ τῆς κουρ­τί­νας.

— Ἔ­χουν ζω­γρα­φί­σει κά­τι ἐ­κεῖ πά­νω, εἶ­πε. Τί­λέ­ει;

— Anis del Toro. Εἶ­ναι πο­τό.

— Νὰ τὸ δο­κι­μά­ζα­με;

— Ὁ ἄν­τρας φώ­να­ξε «ἄ­κου» πρός τή με­ριά τῆς κουρ­τί­νας. Ἡ γυ­ναί­κα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ μπάρ.

— Τέσ­σε­ρα reales.

— Δυ­ὸ Anis del Toro.

— Μὲ νε­ρό;

— Θὲς μὲ νε­ρό;

— Δὲν ξέ­ρω, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Εἶ­ναι κα­λὸ μὲ νε­ρό;

— Μιὰ χα­ρά.

— Τὰ θέ­λε­τε μὲ νε­ρό; ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

— Ναὶ μὲ νε­ρό.

— Ἔ­χει γεύ­ση γλυ­κό­ρι­ζας, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι κι ἄ­φη­σε τὸ πο­τή­ρι στὸ τρα­πέ­ζι.

— Ὅ­πως ὅ­λα.

— Ναί, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Τὰ πάν­τα ἔ­χουν γεύ­ση γλυ­κό­ρι­ζας. Ἰ­δί­ως τὰ πράγ­μα­τα ποὺ πε­ρί­με­νες τό­σο και­ρό, ὅ­πως τὸ ἀ­ψέν­τι.

— Οὔφ, Πά­ψε.

— Ἐ­σὺ τὸ ξε­κί­νη­σες, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.Ἐ­γὼ δι­α­σκέ­δα­ζα.Περ­νοῦ­σα τὴν ὥ­ρα μου εὐ­χά­ρι­στα.

— Ὡ­ραῖ­α, ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ πε­ρά­σου­με κα­λά.

— Ὡ­ραῖ­α. Εἶ­πα πὼς τὰ βου­νὰ μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες. Δὲν ἦ­ταν ἔ­ξυ­πνο;

— Αὐ­τὸ ναί.

— Ἤ­θε­λα νὰ δο­κι­μά­σω τοῦ­το τὸ νέ­ο πο­τό. Αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ποὺ κά­νου­με; Νὰ πε­ρι­ερ­γα­ζό­μα­στε τὰ γύ­ρω καὶ νὰ δο­κι­μά­ζου­με νέ­α πο­τά;

— Νο­μί­ζω, ναί.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε ἀ­πέ­ναν­τι κα­τὰ τοὺς λό­φους.

— Ὄ­μορ­φοι λό­φοι, εἶ­πε. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες. Στὸ νοῦ μου εἶ­χα τὴν ἀ­πό­χρω­ση τοῦ δέρ­μα­τός τους ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα. Νὰ παίρ­να­με ἄλ­λο ἕ­να πο­τό;

— Ἐν­τά­ξει.

        Ὁ ζε­στὸς ἄ­νε­μος φύ­σα­γε τὴν κουρ­τί­να ἀ­πὸ μπαμ­ποῦ ὣς τὸ τρα­πέ­ζι τους.

— Ὡ­ραί­α ἡ μπύ­ρα καὶ δρο­σε­ρή, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

— Κα­λή, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.

— Ζίγ­κ, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἁ­πλῆ ἐ­πέμ­βα­ση, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Οὔ­τε κὰν ἐ­πέμ­βα­ση.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ζε τὸ ἔ­δα­φος στὰ πό­δια τοῦ τρα­πε­ζιοῦ.

— Τὸ ξέ­ρω, Ζίγκ, δὲ θὰ σὲ πεί­ρα­ζε. Ἀ­λή­θεια, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα. Ἁ­πλά, ἀ­φή­νουν νὰ μπεῖ μέ­σα ἀ­έ­ρας.

        Τὸ κο­ρί­τσι δὲν ἔ­λε­γε τί­πο­τα.

— Θὰ ‘ρθῶ μα­ζί σου καὶ θὰ μεί­νω μα­ζί σου ὅ­λη τὴν ὥ­ρα. Ἁ­πλῶς θὰ ἀ­φή­σουν τὸν ἀ­έ­ρα νὰ μπεῖ καὶ με­τὰ ὅ­λα θὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά.

— Με­τά, τί θὰ κά­νου­με στὴ συ­νέ­χεια;

— Με­τὰ θὰ εἴ­μα­στε τέ­λεια. Ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἤ­μα­σταν πρίν.

— Τί σὲ κά­νει νὰ τὸ πι­στεύ­εις;

— Εἶ­ναι τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ μᾶς ἐ­νο­χλεῖ. Τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ μᾶς κά­νει δυ­στυ­χεῖς.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε τὶς χάν­τρες τοῦ μπαμ­ποῦ, σή­κω­σε τὸ χέ­ρι της καὶ ἔ­πια­σε δυ­ὸ ἀ­π’­τὰ κορ­δό­νια τῆς κουρ­τί­νας.

— Καὶ θαρ­ρεῖς πὼς με­τὰ θὰ εἴ­μα­στε μιὰ χα­ρὰ κι εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.

— Τὸ ξέ­ρω σί­γου­ρα. Νὰ μὴ φο­βᾶ­σαι, δὲ χρει­ά­ζε­ται. Ξέ­ρω ἕ­να σω­ρὸ ἀν­θρώ­πους ποὺ τὴν ἔ­κα­ναν.

— Κι ἐ­γώ, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Κι ὕ­στε­ρα ὅ­λοι τους ἦ­σαν τό­σο εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.

— Λοι­πόν, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας, ἂν δὲ θές, δὲν εἶ­σαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νη νὰ τὴν κά­νεις.Οὔ­τε ἐ­γὼ θὰ σὲ ἀ­νάγ­κα­ζα, ἂν δὲν ἤ­θε­λες. Ἀλ­λὰ τὸ ξέ­ρω πὼς εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἁ­πλή.

— Καὶ τὸ θὲς πραγ­μα­τι­κά;

— Εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο ποὺ ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με, αὐ­τὸ νο­μί­ζω. Ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω νὰ τὴν κά­νεις ἂν πραγ­μα­τι­κὰ δὲν τὸ θέ­λεις.

— Κι ἂν τὴν κά­νω θὰ εἶ­σαι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος με­τά, κι ὅ­λα θὰ εἶ­ναι ὅ­πως πρὶν καὶ θὰ μ’ ἀ­γα­πᾶς;

— Καὶ τώ­ρα σ’­ἀ­γα­πά­ω. Τὸ ξέ­ρεις πὼς σ’ ἀ­γα­πά­ω.

— Τὸ ξέ­ρω, ἀλ­λὰ ἂν τὴν κά­νω, με­τὰ δὲ θὰ τρέ­χει τί­πο­τα ἅ­μα λέ­ω πρά­μα­τα ὅ­πως γιὰ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες, καὶ θὰ σ’ ἀ­ρέ­σει;

— Καὶ τό­τε θὰ σ’ ἀ­γα­πά­ω. Καὶ τώ­ρα, ὅ­μως δὲ μπο­ρῶ νὰ τὸ σκέ­φτο­μαι. Ξέ­ρεις πῶς γί­νο­μαι ὅ­ταν στε­νο­χω­ρι­έ­μαι.

— Ἂν τὸ κά­νω, πο­τὲ δὲν θὰ στε­να­χω­ρη­θεῖς;

— Δὲ θὰ στε­να­χω­ρη­θῶ γιὰ κεῖ­νο, για­τί εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό.

— Τό­τε θὰ τὴν κά­νω. Ἐ­πει­δὴ δὲ μὲ νοιά­ζει γιὰ μέ­να.

— Τί θὲς νὰ πεῖς; Ἐ­γὼ πάν­τως νοι­ά­ζο­μαι γιὰ σέ­να.

— Ἄ, ναί. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲ νοι­ά­ζο­μαι γιὰ μέ­να. Θὰ τὴν κά­νω, καὶ με­τὰ ὅ­λα κα­λά.

— Ἂν νι­ώ­θεις ἔ­τσι, δὲν θέ­λω νὰ τὸ κά­νεις.

        Τὸ κο­ρί­τσι ση­κώ­θη­κε καὶ περ­πά­τη­σε ὣς τὴν ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ.

        Στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ ἀ­πέ­ναν­τι, ὑ­πῆρ­χαν χω­ρά­φια μὲ σι­τη­ρὰ καὶ στὶς ὄ­χθες τοῦ Ἴμ­προ, σ’­ ὅ­λο το μῆ­κος, δέν­τρα. Μα­κριά, πέ­ρα ἀ­π’ τὸ πο­τά­μι, βου­νά. Ἡ σκιὰ ἑ­νὸς σύν­νε­φου με­τα­κι­νή­θη­κε πά­νω ἀ­π’­τὸν σι­τα­γρὸ καὶ τὸ κο­ρί­τσι εἶ­δε τὸ πο­τά­μι ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα.

— Καὶ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ ἔ­χου­με ὅ­λα τοῦ­τα, εἶ­πε ἐ­κεί­νη. Τὰ πάν­τα, καὶ κά­θε μέ­ρα τὸ κά­νου­με πιὸ ἀ­δύ­να­το.

— Τί εἶ­πες;

— Εἶ­πα πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἔ­χου­με τὰ πάν­τα.

— Μπο­ροῦ­με νὰ τά ΄χου­με, τὸ κά­θε τί.

— Ὄ­χι.

— Μπο­ροῦ­με νά­ ‘χου­με ὅ­λο τὸν κό­σμο.

— Ὄ­χι, δὲ μπο­ροῦ­με.

— Μπο­ροῦ­με νὰ πᾶ­με ὁ­που­δή­πο­τε.

— Ὄ­χι, δὲ μπο­ροῦ­με. Δὲν εἶ­ναι δι­κός μας πιά.

— Δι­κός μας εἶ­ναι.

— Ὄ­χι, ἀ­δύ­να­τον. Δὲν εἶ­ναι δι­κός μας πιά.

— Εἶ­ναι.

— Ὄ­χι. Ἔ­τσι καὶ σοῦ τὸ πά­ρουν, πο­τὲ δὲν τὸ ξα­να­παίρ­νεις πί­σω.

— Ἀλ­λὰ δὲν τὸ πή­ρα­νε ἀ­κό­μα.

— Ἂς πε­ρι­μέ­νου­με καὶ θὰ δοῦ­με.

— Ἔ­λα, γύρ­να πί­σω στὴ σκιά, εἶ­πε αὐ­τός. Δὲν πρέ­πει νά ‘χεις τέ­τοια συ­ναι­σθή­μα­τα.

— Δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου συ­ναι­σθή­μα­τα, ἀ­πάν­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι. Γνω­ρί­ζω.

— Δὲ θέ­λω νὰ κά­νεις τί­πο­τα ποὺ δὲ θέ­λεις ἡ ἴ­δια…

— Οὔ­τε ποὺ δὲν εἶ­ναι κα­λὸ γιὰ μέ­να, εἶ­πε αὐ­τή. Ξέ­ρω. Παίρ­νου­με μιὰ μπύ­ρα ἀ­κό­μα;

— Ἐν­τά­ξει. Ἀλ­λὰ πρέ­πει ν’ ἀν­τι­λη­φθεῖς…

— Ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι . Εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Δὲ γί­νε­ται νὰ στα­μα­τή­σου­με αὐ­τὴ τὴν κου­βέν­τα;

        Κά­θι­σαν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ζε τοὺς λό­φους ἀ­πέ­ναν­τι, στὴν ξε­ρὴ πλευ­ρὰ τῆς κοι­λά­δας, κι ὁ ἄν­τρας ἔ­βλε­πε πό­τε αὐ­τὴν καὶ πό­τε τὸ τρα­πέ­ζι.

— Πρέ­πει νὰ κα­τα­λά­βεις κα­λά, εἶ­πε, πὼς δὲν θέ­λω νὰ τὸ κά­νεις ἂν ἐ­σὺ δὲν θέ­λεις. Εἶ­μαι πέ­ρα γιὰ πέ­ρα πρό­θυ­μος νὰ τὸ ὑ­πο­μεί­νω, ἂν ση­μαί­νει κά­τι γιὰ σέ­να.

— Γιὰ σέ­να δὲ ση­μαί­νει τί­πο­τα; Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ βροῦ­με.

— Καὶ βέ­βαι­α ση­μαί­νει. Ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω κα­νέ­ναν ἄλ­λο ἐ­κτὸς ἀ­πὸ σέ­να. Δὲν θέ­λω κα­νέ­ναν ἄλ­λο. Καὶ ξέ­ρω πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό.

— Ναί, τὸ ξέ­ρεις πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό. Γιὰ σέ­να δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα νὰ τὸ λές, ἐ­γὼ ὅ­μως ξέ­ρω πο­λὺ κα­λά. Θὲς νὰ μοῦ κά­νεις μιὰ χά­ρη τώ­ρα;

— Γιὰ χά­ρη σου, τὰ πάν­τα.

— Μπο­ρεῖς σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ χι­λι­ο­πα­ρα­κα­λῶ, μπο­ρεῖς σὲ πα­ρα­κα­λῶ νὰ πά­ψεις νὰ μι­λᾶς;

        Αὐ­τὸς δὲν εἶ­πε τί­πο­τα, ἀλ­λὰ κοί­τα­ξε τὰ μπαγ­κά­ζια τους ἀ­κουμ­πι­σμέ­να στὸν τοῖ­χο τοῦ σταθ­μοῦ. Πά­νω τους εἴ­χα­νε ἐ­τι­κέ­τες ἀ­π’­ὅ­λα τά ξε­νο­δο­χεῖ­α ὅ­που εἶ­χαν δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει.

— Ὅ­μως δὲν θέ­λω νὰ κά­νεις… Δε­κά­ρα δὲ δί­νω γι­’­αὐ­τό.

— Θὰ ξε­φω­νί­σω, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.

        Ἡ γυ­ναί­κα βγῆ­κε μέ­σα ἀ­π’ τὶς κουρ­τί­νες μὲ δυ­ὸ πο­τή­ρια μπύ­ρας καὶ τά ‘βα­λε πά­νω στὰ νω­πὰ τσό­χι­να σου­πλά.

— Τὸ τραῖ­νο ἔρ­χε­ται σὲ πέν­τε λε­πτά, εἶ­πε.

— Τί λέ­ει; ρώ­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι.

— Πὼς τὸ τραῖ­νο ἔρ­χε­ται σὲ πέν­τε λε­πτά.

        Τὸ κο­ρί­τσι τὴν εὐ­χα­ρί­στη­σε μ’ ἕ­να λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο.

— Ὥ­ρα νὰ πά­ω τὶς βα­λί­τσες στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ σταθ­μοῦ, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Αὐ­τὴ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε.

— Ἐν­τά­ξει. Με­τὰ γύρ­να, νὰ τε­λει­ώ­σου­με τὴ μπύ­ρα μας.

        Σή­κω­σε τὶς δυ­ὸ βα­ρι­ὲς βα­λί­τσες καὶ κου­βα­λών­τας τις ἔ­κα­νε τὸ γύ­ρω­ τοῦ σταθ­μοῦ ὣς τὶς ἄλ­λες ρά­γες. Σή­κω­σε τὰ μά­τια πά­νω ἀ­π’ τὶς ρά­γες, ἀλ­λὰ δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει τὸ τραῖ­νο. Γυρ­νών­τας πέ­ρα­σε μέ­σα ἀπ΄ τὸ μπὰρ ὅ­που οἱ τα­ξι­δι­ῶ­τες πε­ρί­με­ναν πί­νον­τας. Ἤ­πι­ε ἕ­να Anis στὴ μπά­ρα καὶ τοὺς πε­ρι­ερ­γά­στη­κε. Λο­γι­κὰ ὅ­λοι τους ἀ­νέ­με­ναν τὴν ἄ­φι­ξη . Πα­ρα­μέ­ρι­σε τὴν κουρ­τί­να καὶ βγῆ­κε. Ἐ­κεί­νη κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε.

— Αἰ­σθά­νε­σαι κα­λύ­τε­ρα; τὴν ρώ­τη­σε.

— Εἶ­μαι μιὰ χα­ρά, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε. Δὲν τρέ­χει τί­πο­τα. Εἶ­μαι μιὰ χα­ρά.



Πη­γή: https://faculty.weber.edu/jyoung/English%202500/Readings%20for%20English%202500/Hills%20Like%20White%20Elephants.pdf

Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας ἀ­πό τούς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, βρα­βευ­μέ­νος μέ τό βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ (1954). Τὸ ἔρ­γο του ἐ­πη­ρέ­α­σε καί συ­νε­χί­ζει νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει ἀ­να­ρίθ­μη­τους συγ­γρα­φεῖς τό­σο στή γε­νέ­τει­ρά του, τίς ΗΠΑ, ὅ­σο καί στόν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πό τά γνω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του εἶ­ναι Ὁ Γέ­ρος καί ἡ θά­λασ­σα (The old man and the sea, 1951), Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμός στά ὅ­πλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποι­όν χτυ­πᾶ ἡ καμ­πά­να (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥ­λιος ἀ­να­τέλ­λει ξα­νά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στά ἑλ­λη­νι­κά.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰ­κό­να 1: Πη­γή: ἀ­πό τήν ἱ­στο­σε­λί­δα:

 https://cairoscene.com/ :

https://cairoscene.com/ArticleImages/20cef10b-9662-4e8e-a91d-7b4fef116c62.jpg

 

Εί­κό­να 2: Φω­το­γρα­φί­α τῆς Ni­lot­pal Ka­li­ta δη­μο­σι­ευ­μέ­νη στὸν ἱ­στό­το­πο https://unsplash.com/

Εἰ­κό­να 3: Ὁ Χέ­μιν­γουα­ίη τό 1923. Φω­το­γρα­φί­α δι­α­βα­τη­ρί­ου.

Δραματοποιήσεις:

 

Hills Like White Elephants

Παίζουν:

Massimiliano Rossi

Melissa Gava

συμμετέχει:

Francesca Viscardi

Σενάριο καὶ σκηνοθεσία:

Melissa Gava

(2012)

https://www.imdb.com/video/vi212379161

ἄλλες δραματοποιήσεις:

https://www.youtube.com/watch?v=11xJxByf9sM

https://www.youtube.com/watch?v=jAjJ4HE6woc

https://www.youtube.com/watch?v=lOmBYDUdkQ4

https://www.youtube.com/watch?v=jFYOIBwhaO0&t=21s