Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου
Τέσσερα Σαντέ
ΒΑΣΟΥΛΑ ξύπνησε χαρούμενη. Ἦταν ἡ τελευταία μέρα τοῦ σχολείου. Ἔτρεξε ἀπέναντι στὸ φοῦρνο τοῦ Ζαγοραίου ἔδωσε μισὴ δραχμὴ καὶ ἀγόρασε τὸ καθημερινό της φραντζολάκι «τῶν πεντακοσίων» – ἔτσι τὸ λέγανε τότε. Στὴ γειτονιὰ δὲν ἀγαπούσανε τὸ Ζαγοραῖο. Ἤτανε τσιγκούνης δὲν ἐλεοῦσε φτωχό, ἤτανε κλέφτης – λέγανε, ὅτι ἔκοβε μεζέδες ἀπὸ τὰ ψητὰ ποὺ στέλνανε στὸ φοῦρνο οἱ νοικοκυρὲς τὴν Κυριακή. Τὸ ψωμὶ τὸ ἄφηνε ἐπίτηδες μισοψημένο, γιὰ νὰ εἶναι πιὸ βαρὺ καὶ ἔκλεβε καὶ στὸ ζύγι. «Εἶναι παλιάνθρωπος, ἐκμεταλλεύεται τὶς φτωχὲς ποὺ ἔχουνε ἀνάγκη» εἶχε ἀκούσει τοὺς μεγάλους νὰ ψιθυρίζουν. Ἡ Βασούλα στενοχωριόταν ὅταν τὸ ἄκουγε αὐτό, δὲν ἤξερε γιατί. Μόνον αὐτὸς εἶχε τηλέφωνο καὶ ἐξυπηρετοῦσε τὴ γειτονιά. Συχνὰ φώναζε καὶ τὴ μαμά της: «Κυρία Κική, τηλέφωνο, ὁ κύριος Κώστας».
Ἔξω ἀπὸ τὸ φοῦρνο στεκότανε ὁ μπαρμπα-Θανάσης ὁ μανάβης μὲ τὸ γαϊδουράκι καὶ τὴ σούστα του. Οἱ νοικοκυρὲς ψωνίζανε μὲ τὴ ρόμπα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὶς παντόφλες. Ἡ Βασούλα καμάρωσε τὴ μαμά της ποὺ ἦταν ἡ ὀμορφότερη ἀπ’ ὅλες. Πάντα ἔβγαινε στὸ δρόμο μὲ ἕνα λουλουδάτο φόρεμα καὶ κομψὰ πασουμάκια. Ἔπιανε τὰ κολοκυθάκια καὶ τὶς ντομάτες μὲ τὰ ὄμορφα χέρια της μὲ τὰ ὁλοκόκκινα νύχια καὶ ρώταγε: «Πόσο ἔχουν αὐτὰ κυρ-Θανάση;» Ἡ Βασούλα ἔμενε μὲ τὴ μαμά της σὲ ἕνα δωματιάκι μὲ τὴ δική του εἴσοδο στὸ δρόμο. Εἴχανε καὶ τὸ δικό τους κουζινάκι καὶ καμπινέ. Μπάνιο κάνανε στὸ πλυσταριό, ἐκεῖ τὴν ἔλουζε ἡ μαμὰ της κάθε Σάββατο. Ὁ μπαμπὰς της ἔλειπε.
Οἱ καλοὶ νοικοκυραῖοι ψωνίζανε κάθε Σάββατο ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Ἀγορὰ ἀρνάκι γιὰ τὸ τραπέζι τῆς Κυριακῆς, φέτα βαρελίσια, βούτυρο καλό. Τὰ ψώνια τὰ κουβαλούσανε τὸ ἀπόγευμα μετὰ τὴ δουλειὰ σὲ μεγάλες πάνινες τσάντες. Συχνά, ὁ κύριος Κώστας ἐρχόταν μὲ μιὰ τέτοια τσάντα γεμάτη ψώνια. Εἶχε μέσα καὶ ζαχαροῦχο νουνοῦ ποὺ ἄρεσε πολὺ στὴ Βασούλα νὰ τὸ πίνει ἀπὸ τὸ κουτί. Ἡ Βασούλα πέρασε τὸ δρόμο γιὰ νὰ μὴν περάσει ἔξω ἀπὸ τοῦ Μανώλη τοῦ κομμωτῆ. Ὅταν τὴν ἔστελνε ἡ μαμά της νὰ κουρευτεῖ, ἀκουμποῦσε τὴν κοιλιὰ του πάνω της. Δὲν τῆς ἄρεσε αὐτό, δὲν ἤξερε γιατί, δὲν εἶχε πεῖ τίποτα σὲ κανένα, οὔτε στὴ μαμά της.
Τὸ μεσημέρι ποὺ ἡ Βασούλα γύρισε ἀπὸ τὸ σχολεῖο εἴχανε φασολάκια καὶ ψωμὶ ἀπὸ τοῦ Ζαγοραίου. Δὲν καταλάβαινε γιατί ἡ μαμά της ἔπαιρνε ψωμὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀφοῦ δὲν ἤτανε καλοψημένο. Μετὰ τὸ μεσημεριανὸ βγῆκε ἔξω νὰ παίξει. Τὰ παιδιὰ παίζανε στὸ χῶμα μὲ ὡραῖες γυάλινες μπίλιες, καὶ γυαλενάκια καὶ γυαλένιες καὶ γκαζὲς τὶς λέγανε. Παίζανε καὶ μὲ κόκκινους, μπλὲ καὶ κίτρινους χωμάτινους βόλους. Ἔπαιζε ὁ Κωστάκης ὁ καρπαζοεισπράκτορας, ὁ μεγάλος ἀδελφός του ὁ Λάκης ποὺ ἔριχνε στοὺς μικρότερους τὶς πιὸ πολλές, ὁ Μπάμπης, ὁ μάστορας στοὺς βόλους ποὺ ὁ μεγάλος ἀδελφός του ἦταν στὰ καράβια, ὁ Ἀντώνης ὁ λιγνὸς ποὺ χόρευε ροκάκια, ὁ μικρὸς ἀδελφός του ὁ Γιωργάκης ὁ ἀλαφροΐσκιωτος καὶ ἡ μεγάλη ἀδελφή τους ἡ Μαίρη ποὺ ἔδιωχνε ὅποιον τὸν πείραζε. Ἀπὸ κορίτσια παίζανε μόνο ἡ Βασούλα καὶ ἡ Σταματούλα – ὅσες εἴχανε μεγαλώσει δὲν τὶς ἀφήνανε πιὰ ἔξω. Ἡ Σταματούλα τραγούδαγε Εἶμαι ἄντρας καὶ τὸ κέφι μου θὰ κάνω, τῆς ἄρεσε πολὺ αὐτὸ τὸ τραγούδι. Εἶχε πατέρα τὸν περιπτερὰ ποὺ περπάταγε μὲ δυὸ μαγκοῦρες πάνω σε ξύλινα πόδια, σὰν φασουλής. «Ἔχασε τὰ πόδια του στὸ Ἀλβανικό, γι’ αὐτὸ πῆρε καὶ τὸ περίπτερο» λέγανε στὴ γειτονιά.
Ἡ Βασούλα ἄκουσε σὲ λίγο τὶς γειτόνισσες νὰ φωνάζουν: «Μαζευτεῖτε μέσα, εἶναι μεσημέρι» καὶ «Θὰ περάσει ὁ μεσημεράς» καὶ «Θὰ δεῖς ὅταν ἔρθει ὁ πατέρας σου». Τὰ παιδιὰ κάνανε τὸν κουφό. «Θὰ σοῦ πάρω παγωτὸ» λέγανε στὸ τέλος. Ἡ γειτονιὰ ἄδειασε ἀμέσως. Ἡ μαμὰ τῆς Βασούλας εἶπε: «Θὰ ἔρθει ὁ κύριος Κώστας. Ἐσύ, Βασούλα, νὰ μείνεις ἔξω νὰ παίξεις. Τὸ ἀπόγευμα θὰ σοῦ πάρω παγωτό». Ὅταν ἦλθε ὁ κύριος Κώστας τῆς εἶπε: «Βασούλα, ἄντε νὰ μοῦ ἀγοράσεις τέσσερα Σαντὲ καὶ κράτα τὰ ρέστα.»
«Εἶναι τὰ τελευταῖα, θέλεις τὸ πακέτο;» τῆς εἶπε ὁ περιπτεράς. Ἡ κοπέλα στὸ σκέπασμα ἔμοιαζε μὲ τὴ μαμά της – ἤθελε νὰ γίνει κι αὐτὴ ἔτσι ὄμορφη ὅταν θὰ μεγάλωνε. Ὅπως ἔπαιζε μὲ τὰ χώματα στὴ σκιὰ τοῦ σπιτιοῦ τους βρῆκε τὴν ὄμορφη γυαλένια ποὺ ἔχασε τὸ πρωὶ ὁ Λάκης ποὺ μοίραζε σφαλιάρες. Τὴν ἔβαλε στὴ τσέπη της, ἀργότερα θὰ τὴ φύλαγε στὸ κουτὶ μὲ τοὺς θησαυρούς της. Ὁ παγωτατζὴς πέρασε πάνω ποὺ ἄρχισαν τὰ παιδιὰ νὰ βγαίνουν ἔξω γιὰ τὸ ἀπογευματινὸ παιχνίδι. Τὸ ἔπαθλο τῆς Βασούλας ἤτανε ξυλάκι μὲ σοκολάτα ποὺ τῆς ἀγόρασε ὁ κύριος Κώστας.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου (Ἀθήνα, 1950). Εργάστηκε ως ἀναπληρώτρια Καθηγήτρια Οἰκολογίας στὸ Τμῆμα Πολιτικῶν Μηχανικῶν του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ἔχει γράψει ἐπιστημονικὰ ἄρθρα καὶ βιβλίο μὲ τίτλο: Συστήματα, Οἰκοσυστήματα καὶ Βιωσιμότητα. Φαινόμενα Θερμοδυναμικῆς καὶ Αὐτοοργάνωσης στὸ Σύγχρονο Κόσμο (2008). Παρακολούθησε σεμινάρια δημιουργικῆς γραφῆς τῶν ἐκδόσεων Πατάκη.
Filed under: Γιαννακοπούλου Τρισεύγενη,Ερωτας,Ελληνικά,Ηλικίες,Καθημερινά,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Ρεαλισμός | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου | Τὰ σχόλια στὸ Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου: Τέσσερα Σαντέ ἔχουν κλείσει