Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου: Φρέαρ τῆς λήθης


Τρι­σεύ­γε­νη Γι­αν­να­κο­πού­λου


Φρέ­αρ τῆς λή­θης

 

ΥΠΝΑΕΙ στὸ ζε­στὸ κρε­βά­τι. Ἡ μάν­να ση­κώ­νε­ται νὰ τοῦ φτιά­ξει κα­φέ, φο­ρά­ει τὴ ζε­στὴ μάλ­λι­νη ρόμ­πα της. Τὸ ζω­η­ρὸ κόκ­κι­νο χρῶ­μα της φω­τί­ζει γιὰ λί­γο τὸ δω­μά­τιο. Δί­νει στὸν πα­τέ­ρα τὰ ρου­χα­λά­κια της νὰ τὴν ἀλ­λά­ξει στὸ κρε­βά­τι, ἐ­κεί­νη κρυ­ώ­νει, κλαί­ει σι­γά, δὲν ξέ­ρει πῶς νὰ τὸ πεῖ, δὲ μι­λά­ει ἀ­κό­μα.

       «Βάλ­τα κά­τω ἀ­πὸ τὸ πά­πλω­μα νὰ ζε­στα­θοῦν πρὶν τῆς τὰ φο­ρέ­σεις», λέ­ει ἡ μά­να γε­λών­τας. Ἐ­κεῖ­νος πε­ρι­μέ­νον­τας τὸν κα­φέ του, χου­ζου­ρεύ­ει στὰ ζε­στὰ καὶ τῆς σι­γο­τρα­γου­δά­ει κρα­τών­τας την ἀγ­κα­λιά.

       Ξυ­πνά­ει στὸ ζε­στό της κρε­βά­τι μὲ τὸ τρα­γού­δι του στ’ αὐ­τιά της. Ση­κώ­νε­ται φο­ρά­ει τὴν ζε­στὴ μάλ­λι­νη ρόμ­πα της. Φτιά­χνει κα­φέ.

       Ψά­χνει στὸ Δι­α­δί­κτυ­ο. Βρί­σκει τὸ τρα­γού­δι. Πα­τά­ει τὸ ψη­φια­κὸ Play. Τὰ ξε­χα­σμέ­να λό­για ἀ­κού­γον­ται μὲ τὴ συ­νο­δεί­α μιᾶς ὀρ­χή­στρας πε­θα­μέ­νης ἀ­πὸ χρό­νια.

       Με­τὰ τοὺς κερ­νά­ει κα­φὲ προ­σπα­θών­τας νὰ τοὺς κρα­τή­σει γιὰ λί­γο στὴν εὔ­θραυ­στη ἐ­πι­φά­νεια τῆς μνή­μης πρὶν βυ­θι­στοῦν στὸ ἀ­πύθ­με­νο φρέ­αρ τῆς λή­θης.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Τρι­σεύ­γε­νη Γι­αν­να­κο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1950)  Ἐρ­γά­στη­κε ὡς ἀ­να­πλη­ρώ­τρια Κα­θη­γή­τρια Οἰ­κο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Μη­χα­νι­κῶν τοῦ Δη­μο­κρί­τει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θρά­κης. Ἔ­χει γρά­ψει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα καὶ βι­βλίο μὲ τί­τλο: Συ­στή­μα­τα, Οἰ­κο­συ­στή­μα­τα καὶ Βι­ω­σι­μό­τη­τα. Φαι­νό­με­να Θερ­μο­δυ­να­μι­κῆς καὶ Αὐ­το­ορ­γά­νω­σης στὸ Σύγ­χρο­νο Κό­σμο (2008). Πα­ρα­κο­λού­θη­σε σε­μι­νά­ρια δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τῶν ἐκ­δό­σε­ων Πα­τά­κη.


			

Τρι­σεύ­γε­νη Γι­αν­να­κο­πού­λου: Χρό­νος ἄ­χρο­νος


giannakopouloutriseygeni-chronos-achronos-eikona-01


Τρι­σεύ­γε­νη Γι­αν­να­κο­πού­λου


Χρό­νος ἄ­χρο­νος


01-ThitaΥΜΑΜΑΙ ΜΙΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΗ ἐκ­δρο­μὴ ποὺ κα­θί­σα­με νὰ πι­οῦ­με κα­φὲ σὲ ἕ­να ἐ­ξο­χι­κὸ κα­φε­νε­δά­κι κά­τω ἀ­πὸ τὸν πρά­σι­νο ἴ­σκιο μιᾶς λεύ­κας δι­α­τα­ράσ­σον­τας τὴ συμ­με­τρί­α ἀ­πὸ τὰ τρα­πε­ζά­κια καὶ τὶς ἀ­ρα­δι­α­σμέ­νες ἀ­νὰ τε­τρά­δες κα­ρέ­κλες. Ὅ­ταν ση­κω­θή­κα­με νὰ φύ­γου­με ἔ­ρι­ξα μιὰ μα­τιὰ πί­σω καὶ εἶ­δα τὴ δι­α­σα­λευ­μέ­νη τά­ξη ποὺ εἶ­χαν τὰ τρα­πε­ζά­κια, πο­τή­ρια νε­ροῦ μι­σο­γε­μά­τα, μι­κρὰ καὶ με­γά­λα φλι­τζά­νια μὲ ὑ­πο­λείμ­μα­τα κα­φέ, ἄ­δεια μπου­κά­λια ἀ­πὸ ἀ­να­ψυ­κτι­κά, ὅ­λα τὰ ση­μά­δια τοῦ πε­ρά­σμα­τός μας ὑ­πῆρ­χαν στὴ χα­ρού­με­νη ἀ­να­στά­τω­ση ποὺ εἴ­χα­με δη­μι­ουρ­γή­σει. Σκέ­φτη­κα τό­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ἦ­ταν ἕ­να ὁ­ρα­τὸ ἴ­χνος τῆς ὕ­παρ­ξης τῆς πα­ρέ­ας μας στὸ χω­ρο­χρό­νο. Στὸ δρό­μο θυ­μή­θη­κα ὅ­τι ξέ­χα­σα κά­τι καὶ γυ­ρί­σα­με νὰ τὸ πά­ρου­με. Κά­τω ἀ­πὸ τὸν πρά­σι­νο ἴ­σκιο τῆς λεύ­κας ἀν­τί­κρι­σα τὰ τρα­πε­ζά­κια κα­θα­ρὰ καὶ ἄ­δεια, τὶς κα­ρέ­κλες στὴ θέ­ση τους, τὰ ἴ­χνη μας νὰ ἔ­χουν σβη­στεῖ σὰν νὰ μὴν ὑ­πῆρ­ξε πο­τὲ τὸ πέ­ρα­σμά μας ἀ­πὸ ἐ­κεῖ. Ἔ­νοι­ω­σα ἕ­ναν ὀ­ξὺ πό­νο σὰ μα­χαι­ριὰ για­τί ἦ­ταν σὰ νὰ ἔ­ρι­ξα μιὰ μα­τιὰ στὸ μέλ­λον ὅ­ταν τὰ ἴ­χνη τῆς ὕ­παρ­ξής μας θὰ ἔ­χουν ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Τό­τε, ἀ­να­ρω­τή­θη­κα ἂν ὑ­πῆρ­ξε ἀ­λη­θι­νὰ αὐ­τὴ ἡ πα­ρέ­α ἢ ἂν ὀ­νει­ρεύ­τη­κα τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τοῦ τοῦ πρω­ι­νοῦ κα­φὲ κά­τω ἀ­πὸ τὴν πρά­σι­νη λεύ­κα, ἂν κύ­λη­σε πραγ­μα­τι­κὰ ὁ χρό­νος ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πρω­το­αν­τί­κρι­σα αὐ­τὸ τὸ κα­φε­νε­δά­κι τὸ ἴ­διο πρω­ί.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Τρι­σεύ­γε­νη Γι­αν­να­κο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1950). Εργάστηκε ὡς ἀ­να­πλη­ρώ­τρια Κα­θη­γή­τρια Οἰ­κο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Μη­χα­νι­κῶν τοῦ Δη­μο­κρί­τει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θρά­κης. Ἔ­χει γρά­ψει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα καὶ βι­βλίο μὲ τί­τλο: Συ­στή­μα­τα, Οἰ­κο­συ­στή­μα­τα καὶ Βι­ω­σι­μό­τη­τα. Φαι­νό­με­να Θερ­μο­δυ­να­μι­κῆς καὶ Αὐ­το­ορ­γά­νω­σης στὸ Σύγ­χρο­νο Κό­σμο (2008). Πα­ρα­κο­λού­θη­σε σε­μι­νά­ρια δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τῶν ἐκ­δό­σε­ων Πα­τά­κη.


Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου: Τέσσερα Σαντέ


Giannakopoulou,Triseygeni-TesseraSante-Eikona-01


Τρι­σεύ­γε­νη Γι­αν­να­κο­πού­λου

 

Τέσ­σε­ρα Σαν­τέ

 

H-Itta-SomataΒΑΣΟΥΛΑ ξύ­πνη­σε χα­ρού­με­νη. Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α μέ­ρα τοῦ σχο­λεί­ου. Ἔ­τρε­ξε ἀ­πέ­ναν­τι στὸ φοῦρ­νο τοῦ Ζα­γο­ραί­ου ἔ­δω­σε μι­σὴ δραχ­μὴ καὶ ἀ­γό­ρα­σε τὸ κα­θη­με­ρι­νό της φραν­τζο­λά­κι «τῶν πεν­τα­κο­σί­ων» – ἔ­τσι τὸ λέ­γα­νε τό­τε. Στὴ γει­το­νιὰ δὲν ἀ­γα­πού­σα­νε τὸ Ζα­γο­ραῖ­ο. Ἤ­τα­νε τσιγ­κού­νης δὲν ἐ­λε­οῦ­σε φτω­χό, ἤ­τα­νε κλέ­φτης – λέ­γα­νε, ὅ­τι ἔ­κο­βε με­ζέ­δες ἀ­πὸ τὰ ψη­τὰ ποὺ στέλ­να­νε στὸ φοῦρ­νο οἱ νοι­κο­κυ­ρὲς τὴν Κυ­ρια­κή. Τὸ ψω­μὶ τὸ ἄ­φη­νε ἐ­πί­τη­δες μι­σο­ψη­μέ­νο, γιὰ νὰ εἶ­ναι πιὸ βα­ρὺ καὶ ἔ­κλε­βε καὶ στὸ ζύ­γι. «Εἶ­ναι πα­λι­άν­θρω­πος, ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τὶς φτω­χὲς ποὺ ἔ­χου­νε ἀ­νάγ­κη» εἶ­χε ἀ­κού­σει τοὺς με­γά­λους νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν. Ἡ Βα­σού­λα στε­νο­χω­ρι­ό­ταν ὅ­ταν τὸ ἄ­κου­γε αὐ­τό, δὲν ἤ­ξε­ρε για­τί. Μό­νον αὐ­τὸς εἶ­χε τη­λέ­φω­νο καὶ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε τὴ γει­το­νιά. Συ­χνὰ φώ­να­ζε καὶ τὴ μα­μά της: «Κυ­ρί­α Κι­κή, τη­λέ­φω­νο, ὁ κύ­ριος Κώ­στας».

       Ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ φοῦρ­νο στε­κό­τα­νε ὁ μπαρ­μπα-Θα­νά­σης ὁ μα­νά­βης μὲ τὸ γα­ϊ­δου­ρά­κι καὶ τὴ σού­στα του. Οἱ νοι­κο­κυ­ρὲς ψω­νί­ζα­νε μὲ τὴ ρόμ­πα τοῦ σπι­τιοῦ καὶ τὶς παν­τό­φλες. Ἡ Βα­σού­λα κα­μά­ρω­σε τὴ μα­μά της ποὺ ἦ­ταν ἡ ὀ­μορ­φό­τε­ρη ἀ­π’ ὅ­λες. Πάν­τα ἔ­βγαι­νε στὸ δρό­μο μὲ ἕ­να λου­λου­δά­το φό­ρε­μα καὶ κομ­ψὰ πα­σου­μά­κια. Ἔ­πια­νε τὰ κο­λο­κυ­θά­κια καὶ τὶς ντο­μά­τες μὲ τὰ ὄ­μορ­φα χέ­ρια της μὲ τὰ ὁ­λο­κόκ­κι­να νύ­χια καὶ ρώ­τα­γε: «Πό­σο ἔ­χουν αὐ­τὰ κυρ-Θα­νά­ση;» Ἡ Βα­σού­λα ἔ­με­νε μὲ τὴ μα­μά της σὲ ἕ­να δω­μα­τιά­κι μὲ τὴ δι­κή του εἴ­σο­δο στὸ δρό­μο. Εἴ­χα­νε καὶ τὸ δι­κό τους κου­ζι­νά­κι καὶ καμ­πι­νέ. Μπά­νιο κά­να­νε στὸ πλυ­στα­ριό, ἐ­κεῖ τὴν ἔ­λου­ζε ἡ μα­μὰ της κά­θε Σάβ­βα­το. Ὁ μπαμ­πὰς της ἔ­λει­πε.

       Οἱ κα­λοὶ νοι­κο­κυ­ραῖ­οι ψω­νί­ζα­νε κά­θε Σάβ­βα­το ἀ­πὸ τὴν Κεν­τρι­κὴ Ἀ­γο­ρὰ ἀρ­νά­κι γιὰ τὸ τρα­πέ­ζι τῆς Κυ­ρια­κῆς, φέ­τα βα­ρε­λί­σια, βού­τυ­ρο κα­λό. Τὰ ψώ­νια τὰ κου­βα­λού­σα­νε τὸ ἀ­πό­γευ­μα με­τὰ τὴ δου­λειὰ σὲ με­γά­λες πά­νι­νες τσάν­τες. Συ­χνά, ὁ κύ­ριος Κώ­στας ἐρ­χό­ταν μὲ μιὰ τέ­τοι­α τσάν­τα γε­μά­τη ψώ­νια. Εἶ­χε μέ­σα καὶ ζα­χα­ροῦ­χο νου­νοῦ ποὺ ἄ­ρε­σε πο­λὺ στὴ Βα­σού­λα νὰ τὸ πί­νει ἀ­πὸ τὸ κου­τί. Ἡ Βα­σού­λα πέ­ρα­σε τὸ δρό­μο γιὰ νὰ μὴν πε­ρά­σει ἔ­ξω ἀ­πὸ τοῦ Μα­νώ­λη τοῦ κομ­μω­τῆ. Ὅ­ταν τὴν ἔ­στελ­νε ἡ μα­μά της νὰ κου­ρευ­τεῖ, ἀ­κουμ­ποῦ­σε τὴν κοι­λιὰ του πά­νω της. Δὲν τῆς ἄ­ρε­σε αὐ­τό, δὲν ἤ­ξε­ρε για­τί, δὲν εἶ­χε πεῖ τί­πο­τα σὲ κα­νέ­να, οὔ­τε στὴ μα­μά της.

       Τὸ με­ση­μέ­ρι ποὺ ἡ Βα­σού­λα γύ­ρι­σε ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο εἴ­χα­νε φα­σο­λά­κια καὶ ψω­μὶ ἀ­πὸ τοῦ Ζα­γο­ραί­ου. Δὲν κα­τα­λά­βαι­νε για­τί ἡ μα­μά της ἔ­παιρ­νε ψω­μὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ ἀ­φοῦ δὲν ἤ­τα­νε κα­λο­ψη­μέ­νο. Με­τὰ τὸ με­ση­με­ρια­νὸ βγῆ­κε ἔ­ξω νὰ παί­ξει. Τὰ παι­διὰ παί­ζα­νε στὸ χῶ­μα μὲ ὡ­ραῖ­ες γυ­ά­λι­νες μπί­λι­ες, καὶ γυ­α­λε­νά­κια καὶ γυ­α­λέ­νι­ες καὶ γκα­ζὲς τὶς λέ­γα­νε. Παί­ζα­νε καὶ μὲ κόκ­κι­νους, μπλὲ καὶ κί­τρι­νους χω­μά­τι­νους βό­λους. Ἔ­παι­ζε ὁ Κω­στά­κης ὁ καρ­πα­ζο­ει­σπρά­κτο­ρας, ὁ με­γά­λος ἀ­δελ­φός του ὁ Λά­κης ποὺ ἔ­ρι­χνε στοὺς μι­κρό­τε­ρους τὶς πιὸ πολ­λές, ὁ Μπάμ­πης, ὁ μά­στο­ρας στοὺς βό­λους ποὺ ὁ με­γά­λος ἀ­δελ­φός του ἦ­ταν στὰ κα­ρά­βια, ὁ Ἀν­τώ­νης ὁ λι­γνὸς ποὺ χό­ρευ­ε ρο­κά­κια, ὁ μι­κρὸς ἀ­δελ­φός του ὁ Γι­ωρ­γά­κης ὁ ἀ­λα­φρο­ΐ­σκι­ω­τος καὶ ἡ με­γά­λη ἀ­δελ­φή τους ἡ Μαί­ρη ποὺ ἔ­δι­ω­χνε ὅ­ποι­ον τὸν πεί­ρα­ζε. Ἀ­πὸ κο­ρί­τσια παί­ζα­νε μό­νο ἡ Βα­σού­λα καὶ ἡ Στα­μα­τού­λα – ὅ­σες εἴ­χα­νε με­γα­λώ­σει δὲν τὶς ἀ­φή­να­νε πιὰ ἔ­ξω. Ἡ Στα­μα­τού­λα τρα­γού­δα­γε Εἶ­μαι ἄν­τρας καὶ τὸ κέ­φι μου θὰ κά­νω, τῆς ἄ­ρε­σε πο­λὺ αὐ­τὸ τὸ τρα­γού­δι. Εἶ­χε πα­τέ­ρα τὸν πε­ρι­πτε­ρὰ ποὺ περ­πά­τα­γε μὲ δυ­ὸ μαγ­κοῦ­ρες πά­νω σε ξύ­λι­να πό­δια, σὰν φα­σου­λής. «Ἔ­χα­σε τὰ πό­δια του στὸ Ἀλ­βα­νι­κό, γι’ αὐ­τὸ πῆ­ρε καὶ τὸ πε­ρί­πτε­ρο» λέ­γα­νε στὴ γει­το­νιά.

       Ἡ Βα­σού­λα ἄ­κου­σε σὲ λί­γο τὶς γει­τό­νισ­σες νὰ φω­νά­ζουν: «Μα­ζευ­τεῖ­τε μέ­σα, εἶ­ναι με­ση­μέ­ρι» καὶ «Θὰ πε­ρά­σει ὁ με­ση­με­ράς» καὶ «Θὰ δεῖς ὅ­ταν ἔρ­θει ὁ πα­τέ­ρας σου». Τὰ παι­διὰ κά­να­νε τὸν κου­φό. «Θὰ σοῦ πά­ρω πα­γω­τὸ» λέ­γα­νε στὸ τέ­λος. Ἡ γει­το­νιὰ ἄ­δεια­σε ἀ­μέ­σως. Ἡ μα­μὰ τῆς Βα­σού­λας εἶ­πε: «Θὰ ἔρ­θει ὁ κύ­ριος Κώ­στας. Ἐ­σύ, Βα­σού­λα, νὰ μεί­νεις ἔ­ξω νὰ παί­ξεις. Τὸ ἀ­πό­γευ­μα θὰ σοῦ πά­ρω πα­γω­τό». Ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ κύ­ριος Κώ­στας τῆς εἶ­πε: «Βα­σού­λα, ἄν­τε νὰ μοῦ ἀ­γο­ρά­σεις τέσ­σε­ρα Σαν­τὲ καὶ κρά­τα τὰ ρέ­στα.»

       «Εἶ­ναι τὰ τε­λευ­ταῖ­α, θέ­λεις τὸ πα­κέ­το;» τῆς εἶ­πε ὁ πε­ρι­πτε­ράς. Ἡ κο­πέ­λα στὸ σκέ­πα­σμα ἔ­μοια­ζε μὲ τὴ μα­μά της – ἤ­θε­λε νὰ γί­νει κι αὐ­τὴ ἔ­τσι ὄ­μορ­φη ὅ­ταν θὰ με­γά­λω­νε. Ὅ­πως ἔ­παι­ζε μὲ τὰ χώ­μα­τα στὴ σκιὰ τοῦ σπι­τιοῦ τους βρῆ­κε τὴν ὄ­μορ­φη γυ­α­λέ­νια ποὺ ἔ­χα­σε τὸ πρω­ὶ ὁ Λά­κης ποὺ μοί­ρα­ζε σφα­λιά­ρες. Τὴν ἔ­βα­λε στὴ τσέ­πη της, ἀρ­γό­τε­ρα θὰ τὴ φύ­λα­γε στὸ κου­τὶ μὲ τοὺς θη­σαυ­ρούς της. Ὁ πα­γω­τα­τζὴς πέ­ρα­σε πά­νω ποὺ ἄρ­χι­σαν τὰ παι­διὰ νὰ βγαί­νουν ἔ­ξω γιὰ τὸ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νὸ παι­χνί­δι. Τὸ ἔ­πα­θλο τῆς Βα­σού­λας ἤ­τα­νε ξυ­λά­κι μὲ σο­κο­λά­τα ποὺ τῆς ἀ­γό­ρα­σε ὁ κύ­ριος Κώ­στας.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Τρι­σεύ­γε­νη Γι­αν­να­κο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1950).  Εργάστηκε ως ἀ­να­πλη­ρώ­τρια Κα­θη­γή­τρια Οἰ­κο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Μη­χα­νι­κῶν του Δη­μο­κρί­τει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θρά­κης. Ἔ­χει γρά­ψει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα καὶ βι­βλί­ο μὲ τί­τλο: Συ­στή­μα­τα, Οἰ­κο­συ­στή­μα­τα καὶ Βι­ω­σι­μό­τη­τα. Φαι­νό­με­να Θερ­μο­δυ­να­μι­κῆς καὶ Αὐ­το­ορ­γά­νω­σης στὸ Σύγ­χρο­νο Κό­σμο (2008). Πα­ρα­κο­λού­θη­σε σε­μι­νά­ρια δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τῶν ἐκ­δό­σε­ων Πα­τά­κη.