Ἠλίας Χαραλαμπόπουλος
Τὰ κινητά
ΕΝ ΕΙΧΑ ποτὲ καλὴ σχέση μὲ τὴν τεχνολογία. Εἶναι ποὺ μὲ ἔκανε νὰ νιώθω ἀνόητος, γέρος, παροπλισμένος. Καλώδια, φορτιστές, κινητὰ τηλέφωνα, μὲ κάνανε νὰ πιστεύω ὅτι δὲν ἔχω καθόλου μυαλὸ στὸ κεφάλι μου. Ἔτσι, ἀποφάσισα νὰ φερθῶ, ὅπως λένε ἔξυπνα καὶ νὰ προσαρμοστῶ. Ὅπως αὐτὸς ποὺ φοβᾶται τὰ ἀεροπλάνα καὶ δὲν ταξιδεύει παρὰ μόνο ὁδικῶς, ἔτσι καὶ ἐγὼ ἀπέφευγα τὴν τεχνολογία. Ὅσο γινόταν.
Δὲν ἔχω παράπονο γιὰ τὸ πὼς τὰ κατάφερα. Ὡς ἐπιπλοποιὸς δὲν ἐξαρτιόμουνατόσο πολὺ ἀπὸ αὐτήν. Τώρα πιὰ εἶμαι στὴν σύνταξη καὶ δὲν χρειάζεται νὰ μάθω τίποτε καινούριο.
Τὸ πρῶτο μου κινητὸ τηλέφωνο, νομίζω μάρκας Motorola, ἦταν δῶρο γενεθλίων ἀπὸ τὴν κόρη μου. Ἐκεῖνα τὰ γενέθλια, τὰ πεντηκοστά, συνέπιπταν μὲ τὴν ἀναχώρησή της στὸ ἐξωτερικό, στὴν Ἀμερική, γιὰ σπουδές. «Γιὰ νὰ μπορῶ νὰ σὲ βρίσκω ἀνὰ πάσα στιγμή», αὐτὰ ἦταν τὰ λόγια της. Ἦταν ἕνα βαρὺ καὶ ἀρκετὰ ὀγκῶδες τηλέφωνο. Ὁ γιός μου, ποὺ τότε ἦταν δεκαέξι χρονῶν καὶ ἔπαιζε τὴν τεχνολογία στὰ δάκτυλα, προσπάθησε νὰ μὲ βοηθήσει νὰ καταλάβω τὶς βασικές του λειτουργίες. Θύμωνε ὅμως, καθὼς τὰ αὐτονόητα γιὰ αὐτόν, ἐμένα μοῦ φαινόντουσαν τόσο περίπλοκα, ποὺ συνεχῶς τὸν διέκοπτα γιὰ ἐρωτήσεις. Ψέλλισα δυὸ-τρεῖς φορὲς συγνώμη, στὸ τέλος ὅμως ἐκνευρίστηκα καὶ ἐγώ. «Φτάνει», τοῦ εἶπα. «Αὐτὸ τὸ τηλέφωνο μοῦ τὸ ἔδωσε ἡ Μαρία γιὰ νὰ μὲ βρίσκει. Ὅταν λοιπὸν θὰ χτυπάει, θὰ ξέρω ὅτι εἶναι ἡ Μαρία. Μὲ τὸ πράσινο κουμπὶ θὰ ἀπαντάω. Καὶ μὲ τὸ κόκκινο θὰ τὸ κλείνω. Δὲν χρειάζομαι νὰ ξέρω τίποτε ἄλλο.»
Ἔτσι ἔγινε καὶ βρέθηκα μὲ ἕνα ἀσημὶ κινητὸ τηλέφωνο, ποὺ ἦταν ἀποκλειστικὰ τῆς Μαρίας. Ἡ γυναίκα μου ποτὲ δὲν εἶχε τέτοιες δυσκολίες. Εἶχε ἀπὸ καιρὸ τὸ δικό της τηλέφωνο καὶ ἤξερε νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ. Πάντα εἶχε περισσότερη ἀντίληψη ἀπὸ ἐμένα. Σὲ ὅλες τὶς καταστάσεις. Γιὰ αὐτὸ καὶ τὴν θαύμαζα. Δὲν τῆς τὸ εἶπα ποτὲ ὅμως. Φοβόμουν ὅτι ἅμα τὸ καταλάβαινε, θὰ ἔφευγε μακριά μου.
Δεδομένης τῆς κατάστασης, ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νὰ φύγει καὶ ὁ Παναγιώτης, ὁ γιός μας, γιὰ σπουδές, στὴν Ἰταλία αὐτός, ὅπου ἤθελε νὰ μάθει σχέδιο, βρέθηκα μὲ ἕνα δεύτερο τηλέφωνο στὰ χέρια μου. Αὐτὴ τὴν φορὰ ἦταν ἕνα μαῦρο Nokia. Δὲν προσπάθησε νὰ μοῦ ἐξηγήσει τίποτε. Εἶχε ἤδη δεῖ πῶς χρησιμοποιοῦσα τὸ τηλέφωνο ὅταν ἔπαιρνε ἡ Μαρία. «Ξέρεις», μοῦ εἶπε. «Γιὰ νὰ μπορῶ καὶ ἐγὼ νὰ σὲ βρίσκω ὅταν χρειάζεται.» Τὸ μόνο ποὺ τοῦ ζήτησα, ἦταν νὰ ἀλλάξει τὴν μελωδία ποὺ χτυποῦσε. Ἔμοιαζε μὲ τοῦ ἄλλου τηλεφώνου καὶ φοβήθηκα μήπως τὰ μπέρδευα. Ἀγόρασα κι ἕνα μπουφάν, ἀπὸ αὐτὰ μὲ ἀρκετὲς τσέπες, καθὼς πλέον κουβαλοῦσα δυὸ τηλέφωνα μαζί μου, ὅπου καὶ ἂν πήγαινα. Τὸν πρῶτο καιρό, ἡ Μαρία ἔπαιρνε δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, γιὰ νὰ δεῖ τί κάνω. Ἔτσι κι ἀλλιῶς τὰ νέα της τὰ μάθαινα ἀπὸ τὴν μάνα της, μιὰ καὶ μιλοῦσαν στὸ τηλέφωνο τοῦ σπιτιοῦ, ὅταν ὅμως ἐγὼ ἔλειπα στὴν δουλειά. Ὁ γιός μου ἔπαιρνε πιὸ ἄστατες ὧρες καὶ μέρες. Ὅταν ἐνθουσιαζόταν μὲ κάτι, μὲ ἔπαιρνε συνέχεια γιὰ νὰ μοῦ μιλήσει γιὰ αὐτό, μετὰ ἐξαφανιζόταν γιὰ μέρες. Ὁ ἴδιος ἀπὸ παιδί.
Τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο τηλέφωνό μοῦ τὸ ἔφερε πάλι ὁ Παναγιώτης, πρὶν δυὸ χρόνια. Εἶχε ἔρθει ἐκτάκτως ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ὅπου καὶ παρέμεινε τελικὰ μετὰ τὶς σπουδές του. Ἦρθε γιατί ἡ Ἑλένη, ἡ γυναίκα μου, νοσηλευόταν. Ἔπασχε ἀπὸ τρομεροὺς πονοκέφαλους τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ κάτι εἶχε βρεθεῖ στὶς ἐξετάσεις της. Ἡ Μαρία δὲν μπόρεσε νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀμερική· εἶχε τὴν οἰκογένειά της. Ἦταν ἕνα τηλέφωνο μὲ παράξενο ὄνομα, LG. «Γιὰ νὰ σὲ βρίσκει ἡ μαμά», μοῦ εἶπε. Αὐτὸ τὸ τηλέφωνο δὲν χτύπησε παρὰ μιὰ φορὰ μόνο καὶ δὲν ἦταν ἀπὸ τὴν γυναίκα μου. Ἦταν ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο γιατρό· μοῦ ζήτησε νὰ συναντηθοῦμε γιὰ νὰ μὲ ἐνημερώσει. Ὅτι ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο τῶν πνευμόνων μὲ πολλαπλὲς μεταστάσεις. Ἀνεγχείρητος. Τὸ πολὺ τρεῖς μῆνες προσδόκιμο ἐπιβίωσης. Ἡ καημένη, δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ νοσοκομεῖο. Ἄντεξε δυὸ μῆνες. Ἐκείνη τὴν περίοδο τὰ τηλέφωνά μου χτυποῦσαν καθημερινά. Τὰ παιδιὰ ἤθελαν νὰ μαθαίνουν τὸ παραμικρό. Στὴν κηδεία της ἦταν καὶ ἡ τελευταία φορὰ ποὺ τὰ εἶδα. Μὲ παίρνουν ἀκόμη τηλέφωνο καμιὰ φορά. Ὄχι συχνά. Τοὺς καταλαβαίνω. Ἔχουν τὶς δικές τους ἔγνοιες. Ἐγὼ ὅμως τὰ κουβαλάω καὶ τὰ τρία τηλέφωνα μαζί μου. Κάθε βράδυ ποὺ θὰ γυρίσω σπίτι ἀπὸ τὴν βόλτα μου, τὰ φορτίζω, τὰ καθαρίζω καὶ τὰ βάζω στὴν σειρά, στὸ τραπεζάκι μπροστά μου, καθὼς χαζεύω τηλεόραση μὲ τὶς ὦρες. Καμιὰ φορὰ μόνο, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ ἀποκοιμηθῶ καὶ πῶς νὰ τὸ πῶ, μὲ πιάνει τὸ παράπονο, πάω κλεφτὰ στὸ σταθερὸ τηλέφωνο τοῦ σπιτιοῦ, καὶ καλῶ τὰ νούμερα ἕνα-ἕνα. Τὰ ἀφήνω μὲ τὴν σειρὰ νὰ κουδουνίσουν γιὰ ὥρα καὶ ψιθυρίζω. Τὸ ὄνομα τοῦ καθενός.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἠλίας Χαραλαμπόπουλος, (Θεσσαλονίκη, 1972). Σπούδασε Ἰατρικὴ στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μὲ ἐξειδίκευση στὴν Ψυχιατρική.
Filed under: Θάνατος,Μονόλογος,Μοναξιά,Νοσήματα,Ξένοι-Ξενιτειά,Οικογένεια,Ρεαλισμός,Χαραλαμπόπουλος Ηλίας | Tagged: Διήγημα,Ηλίας Χαραλαμπόπουλος,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Ἠλίας Χαραλαμπόπουλος: Τὰ κινητά ἔχουν κλείσει