Τσὰρλς Τζῶνσον (Charles Johnson): [Θὰ μπορούσαμε ν’ ἀναγνωρίσουμε τὸν πατέρα…]

 

 

Τσὰρλς Τζῶνσον (Charles Johnson)

 

[Θὰ μπορούσαμε ν’ ἀναγνωρίσουμε τὸν πατέρα…]

[The likely father…]

 

Α ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ  ν’ ἀ­να­γνω­ρί­σου­με τὸν πα­τέ­ρα τῆς και­νο­φα­νοῦς αὐ­τῆς μορ­φῆς τῶν πο­λὺ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των (short-short stories) στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἔν­τγκαρ Ἄ­λαν Πό­ε. Ὁ Πό­ε στὸ δο­κί­μιό του «Πε­ρὶ στό­χου καὶ τε­χνι­κῆς στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα» στὰ 1842, ἀ­να­φέ­ρε­ται καὶ δί­νει ἔμ­φα­ση σὲ τρί­α στοι­χεῖ­α – ἀ­ρε­τὲς τῶν κει­μέ­νων αὐ­τῶν. Τὰ στοι­χεῖ­α αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ συν­το­μία, ἡ ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν ἐ­πι­ζη­τού­με­νων στό­χων καὶ ἡ ἑ­νό­τη­τα ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ἀ­πὸ σύν­το­μα κεί­με­να, τῶν ὁ­ποί­ων ἡ ἀ­νά­γνω­ση νὰ γί­νε­ται ἄ­παξ. Ὅ­πως εἶ­ναι φυ­σι­κό, τὸ βά­ρος τῆς πα­τρό­τη­τας τῶν πο­λὺ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των δὲ βα­ραί­νει μό­νο τὶς πλά­τες τοῦ Πό­ε. Ἡ μορ­φὴ αὐ­τὴ βρί­σκει ἀ­πή­χη­ση στοὺς ἐκ­δό­τες, κα­θὼς προ­σφέ­ρει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ δη­μο­σι­εύ­ον­ται πε­ρισ­σό­τε­ροι τίτ­λοι σ’ ἕ­ναν τό­μο, δη­μι­ουρ­γών­τας τὴν ψευ­δαί­σθη­ση τῆς ποι­κι­λί­ας στὰ πε­ρι­ε­χό­με­να. Ἐ­πι­πλέ­ον, συγ­γρα­φεῖς πού, ὅ­πως ἐ­γώ, δὲ συγ­κι­νοῦν­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀ­γῶ­νες ἀν­το­χῆς τῶν ἐ­κτε­νέ­στε­ρων δι­η­γη­μά­των, μπο­ροῦν πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τὰ νὰ αἰ­σθά­νον­ται ὅ­τι ἔ­χουν ἐ­ξί­σου μιὰ θέ­ση στὸν ἥ­λιο κι ὅ­τι κα­τορ­θώ­νουν κι ἐ­κεῖ­νοι κά­τι. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, οἱ ἀ­να­γνῶ­στες, οἱ κυ­ρί­ως ὑ­πεύ­θυ­νοι χω­ρὶς κα­μιὰ ἀμ­φι­βο­λί­α, μπο­ροῦν ν’ ἀ­πο­λαύ­σουν ἕ­να πο­λὺ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα μέ­σα σὲ λί­γα λε­πτά, κα­θὼς κά­θον­ται στὸ μπά­νιο, στὸ λε­ω­φο­ρεῖο ἢ πε­ρι­μέ­νον­τας στὴν οὐ­ρὰ στὸ σοῦ­περ μάρ­κετ. Ἂν μὴ τί ἄλ­λο, τὸ πο­λὺ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα συ­νι­στᾶ ση­μεῖ­ο τῶν και­ρῶν, μιᾶς ἐ­πο­χῆς ὅ­που ἡ τα­χύ­τη­τα εἶ­ναι τὸ πᾶν, τὸ Κον­κὸρτ ἐκ­πλήσ­σει μὲ τὶς τα­χύ­τη­τες ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νει καὶ ἡ ροὴ τῶν τη­λε­ο­πτι­κῶν προ­γραμ­μά­των δι­α­κό­πτε­ται ἀ­νὰ λί­γα λε­πτὰ γιὰ δι­α­φη­μι­στι­κὰ μη­νύ­μα­τα. Εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἐ­πο­χὴ ποὺ πα­ρά­γει κα­τὰ ἑ­κα­τον­τά­δες χι­λιά­δες τὰ ὀ­λι­γό­λε­πτα βίν­τε­ο κλὶπ γιὰ ἐ­φή­βους μὲ δυ­σκο­λί­ες συγ­κέν­τρω­σης, κα­θὼς καὶ τὰ «γρή­γο­ρα» ἑ­στι­α­τό­ρια, τύ­που McDonalds. Ἀμ­φι­βάλ­λει κα­νεὶς ὅ­τι γιὰ τὸν κου­ρα­σμέ­νο καὶ χρο­νι­κὰ πι­ε­σμέ­νο ἀ­να­γνώ­στη, τοῦ ὁ­ποί­ου τὴν προ­σο­χὴ δι­ε­δι­κοῦν ὑ­πε­ρά­ριθ­μα πράγ­μα­τα, τὸ πο­λὺ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα συ­νι­στᾶ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἐκ­δο­χὴ τοῦ «γρή­γο­ρου»;

       Ὡ­στό­σο, αὐ­τὸ τὸ «γρή­γο­ρο» δὲ στε­ρεῖ­ται ἰ­σχύ­ος, πράγ­μα ποὺ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται πε­ρί­τρα­να καὶ στὴν ποί­η­ση, λό­γω τῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας γιὰ συμ­πυ­κνω­μέ­νο λό­γο κι ἐκ­φρα­στι­κὴ οἰ­κο­νο­μία. Ὁ δυ­να­τὸς ἀν­τί­κτυ­πος τῶν πο­λὺ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των βα­σί­ζε­ται στὸν τρό­πο ἀ­φή­γη­σης (δρα­μα­τι­κὲς σκη­νὲς κλα­σι­κῆς, ἀ­ρι­στο­τέ­λειας δο­μῆς εἶ­ναι ἀ­σύμ­φο­ρες ἀ­πὸ ἄ­πο­ψη ἔ­κτα­σης), σὲ μιὰ φω­νὴ γο­η­τευ­τι­κή. Δε­δο­μέ­νης δὲ τῆς μι­κρῆς τους ἔ­κτα­σης, τὰ δι­η­γή­μα­τα αὐ­τὰ ἔ­χουν συ­χνὰ ὄν­τως δυ­να­τὸ ἀν­τί­κτυ­πο κι ὁ ἀ­πό­η­χός τους διαρ­κεῖ, ὅ­πως στὶς δι­η­γή­σεις τῶν Τζὶμ Χέ­ϋ­νεν καὶ Μπά­ρι Λό­πεζ, κα­τὰ τρό­πο ἀ­νά­λο­γο μὲ τὴν ἰ­α­πω­νι­κὴ ποί­η­ση χα­ϊ­κοὺ καὶ τὰ κο­άν. Τὰ πο­λὺ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα εἶ­ναι ἀλ­λό­κο­τα αὐ­θεν­τι­κὰ καὶ πα­ρου­σιά­ζουν συγ­κε­κρι­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κοι­νὰ σὲ ὅ­λα τους. Πα­ράλ­λη­λα, ἐμ­φα­νί­ζουν ὑ­ψη­λὸ βαθ­μὸ εὐ­πλα­στό­τη­τας, κα­θὼς μπο­ροῦν νὰ πά­ρουν δι­ά­φο­ρες μορ­φές, με­τα­ξὺ ἄλ­λων δι­ά­λο­γο, μύ­θο, πα­ρα­βο­λή, δρώ­με­νο. Αὐ­τὸ ποὺ τὰ κά­νει γο­η­τευ­τι­κὰ εἶ­ναι ὅ­τι πα­ρέ­χουν στὸ συγ­γρα­φέ­α τὸ ἐκ­φρα­στι­κὸ ὄ­χη­μα γιὰ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἐμ­πει­ρί­ες ποὺ εἶ­ναι μὲν συ­ναρ­πα­στι­κές, ἀλ­λὰ ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξουν τὴν ἔ­κτα­ση ἑ­νὸς μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ἢ μιᾶς νου­βέ­λας. Θὰ ἦ­ταν ἀ­νό­η­το νὰ πε­ρι­ο­ρι­στοῦν τὰ πο­λὺ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα μὲ στε­γα­νά, κα­θὼς πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα, τὰ δι­η­γή­μα­τα αὐ­τὰ προ­ο­ρί­ζον­ται ν’ ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζουν τὴν και­νο­τό­μο κι ἰ­δι­αί­τε­ρη μέ­θο­δο δι­ε­ρεύ­νη­σης αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­έ­να­ου μυ­στη­ρί­ου ποὺ εἶ­ναι τὸ «ἄλ­φα» καὶ τὸ «ὠ­μέ­γα» τῆς ἴ­διας της ἔκ­φρα­σης: τὴ γλώσ­σα.

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο Sudden Fiction. American Short Short Stories. Edited by Robert Shapard and James Thomas, With a Frontistory by Robert Coover, And AfterWords, about the short-short story form, by forty ofAmerica’s finest writers, Gibbs-Smith Publisher,Salt lake City, 1986.

 

Τσὰρλς Τζῶνσον (Charles Johnson) (1948): Σύγ­χρο­νoς Ἀ­φρο-α­με­ρι­κα­νὸς δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος. Ἔ­χει ἄ­με­σα δι­α­πραγ­μα­τευ­θεῖ τὰ θέ­μα­τα τῶν μαύ­ρων στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ σὲ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα ὅ­πως τὰ Middle Passage καὶ Dreamer.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Με­τα­φρά­στρια κει­μέ­νων ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά, τὰ ἱ­σπα­νι­κά καὶ τὰ ἀγ­γλι­κά. Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Ἐ­πι­πλέ­ον ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν κρι­τι­κὴ θε­ά­τρου σὲ μό­νι­μη στή­λη πε­ρι­ο­δι­κοῦ καὶ γρά­φει κρι­τι­κὲς λο­γο­τε­χνί­ας γιὰ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά.