Ἔρνεστ Χέμινγουαίη (Ernest Hemingway) [Ἀφιέρωμα 4/6]
Λόφοι σὰν λευκοὶ ἐλέφαντες
(Hills Like White Elephants)
ΕΥΚΟΙ ΛΟΦΟΙ ἁπλώνονταν πάνω ἀπ’ τὴν κοιλάδα τοῦ Ἴμπρο. Σὲ τούτη δῶ τὴν πλευρὰ οὔτε σκιὰ οὔτε δέντρα κι ὁ σταθμὸς κάτω ἀπ’ τὸν ἥλιο ἀνάμεσα σὲ δυὸ σιδηροδρομικὲς γραμμές. Κολλητὰ στὸ πλάϊ τοῦ σταθμοῦ τὸ κτίριο ἔριχνε ζεστὴ τὴ σκιά του, καὶ στὴν ἀνοιχτὴ εἴσοδο τοῦ μπάρ, γιὰ νὰ μὴ μπαίνουν μύγες, κρεμόταν μιὰ κουρτίνα ἀπὸ χάντρες. Ὁ Ἀμερικάνος καὶ τὸ κορίτσι ποὺ συνόδευε κάθισαν ἔξω ἀπ’ τὸ κτίριο, σ’ ἕνα τραπέζι στὴ σκιά. Ἔκανε πολλὴ ζέστη, καὶ τὸ ἐξπρὲς ἀπὸ τὴν Βαρκελώνη θὰ ἔφτανε σὲ σαράντα λεπτά. Σταματοῦσε σ’ αὐτὴ τὴ διασταύρωση γιὰ δυὸ λεπτὰ καὶ συνέχιζε γιὰ τὴ Μαδρίτη.
— Τί θά ‘ταν καλύτερο νὰ πιοῦμε; ρώτησε τὸ κορίτσι. Εἶχε βγάλει τὸ καπέλο της καὶ τ’ἄφησε πάνω στὸ τραπέζι.
— Μὲ τόση ζέστη ἂς πιοῦμε μπύρα, εἶπε ὁ ἄντρας.
— Dos cervezas, παράγγειλε πρὸς τὴ μεριὰ τῆς κουρτίνας.
— Μεγάλες; ρώτησε μιὰ γυναίκα ἀπ’ τὴν εἴσοδο τοῦ μπάρ.
— Ναί. Δυὸ μεγάλες.
Ἡ γυναίκα ἔφερε δυὸ ποτήρια μπύρας καὶ δυὸ τσόχινα σουπλά. Τ’ἀκούμπησε στὸ τραπέζι καὶ τοὺς κοίταξε. Τὸ κορίτσι ἔβλεπε πέρα κατὰ τὴ σειρὰ τῶν λόφων. Λευκοὶ κάτω ἀπ’τὸν ἥλιο, σὲ μιὰν ἀγροτικὴ περιοχὴ καφετιὰ καὶ ξερή.
— Μοιάζουν μὲ λευκοὺς ἐλέφαντες, εἶπε.
— Δὲν ἔχω δεῖ ποτὲ κανέναν, ἀπάντησε αὐτὸς πίνοντας τὴ μπύρα του.
— Δὲ θὰ μποροῦσες.
— Μπορεῖ καὶ νὰ μποροῦσα. Ἐπειδὴ τὸ λὲς ἐσύ, δὲν ἀποδεικνύει τίποτα.
Τὸ κορίτσι κοίταξε τὰ μπαμποῦ τῆς κουρτίνας.
— Ἔχουν ζωγραφίσει κάτι ἐκεῖ πάνω, εἶπε. Τίλέει;
— Anis del Toro. Εἶναι ποτό.
— Νὰ τὸ δοκιμάζαμε;
— Ὁ ἄντρας φώναξε «ἄκου» πρός τή μεριά τῆς κουρτίνας. Ἡ γυναίκα βγῆκε ἀπὸ τὸ μπάρ.
— Τέσσερα reales.
— Δυὸ Anis del Toro.
— Μὲ νερό;
— Θὲς μὲ νερό;
— Δὲν ξέρω, εἶπε τὸ κορίτσι. Εἶναι καλὸ μὲ νερό;
— Μιὰ χαρά.
— Τὰ θέλετε μὲ νερό; ρώτησε ἡ γυναίκα.
— Ναὶ μὲ νερό.
— Ἔχει γεύση γλυκόριζας, εἶπε τὸ κορίτσι κι ἄφησε τὸ ποτήρι στὸ τραπέζι.
— Ὅπως ὅλα.
— Ναί, εἶπε τὸ κορίτσι. Τὰ πάντα ἔχουν γεύση γλυκόριζας. Ἰδίως τὰ πράγματα ποὺ περίμενες τόσο καιρό, ὅπως τὸ ἀψέντι.
— Οὔφ, Πάψε.
— Ἐσὺ τὸ ξεκίνησες, εἶπε τὸ κορίτσι.Ἐγὼ διασκέδαζα.Περνοῦσα τὴν ὥρα μου εὐχάριστα.
— Ὡραῖα, ἂς προσπαθήσουμε νὰ περάσουμε καλά.
— Ὡραῖα. Εἶπα πὼς τὰ βουνὰ μοιάζουν μὲ λευκοὺς ἐλέφαντες. Δὲν ἦταν ἔξυπνο;
— Αὐτὸ ναί.
— Ἤθελα νὰ δοκιμάσω τοῦτο τὸ νέο ποτό. Αὐτὸ δὲν εἶναι ποὺ κάνουμε; Νὰ περιεργαζόμαστε τὰ γύρω καὶ νὰ δοκιμάζουμε νέα ποτά;
— Νομίζω, ναί.
Τὸ κορίτσι κοίταξε ἀπέναντι κατὰ τοὺς λόφους.
— Ὄμορφοι λόφοι, εἶπε. Στὴν πραγματικότητα δὲν μοιάζουν μὲ λευκοὺς ἐλέφαντες. Στὸ νοῦ μου εἶχα τὴν ἀπόχρωση τοῦ δέρματός τους ἀνάμεσα στὰ δέντρα. Νὰ παίρναμε ἄλλο ἕνα ποτό;
— Ἐντάξει.
Ὁ ζεστὸς ἄνεμος φύσαγε τὴν κουρτίνα ἀπὸ μπαμποῦ ὣς τὸ τραπέζι τους.
— Ὡραία ἡ μπύρα καὶ δροσερή, εἶπε ὁ ἄντρας.
— Καλή, εἶπε τὸ κορίτσι.
— Ζίγκ, εἶναι ἐντελῶς ἁπλῆ ἐπέμβαση, εἶπε ὁ ἄντρας. Οὔτε κὰν ἐπέμβαση.
Τὸ κορίτσι κοίταζε τὸ ἔδαφος στὰ πόδια τοῦ τραπεζιοῦ.
— Τὸ ξέρω, Ζίγκ, δὲ θὰ σὲ πείραζε. Ἀλήθεια, δὲν εἶναι τίποτα. Ἁπλά, ἀφήνουν νὰ μπεῖ μέσα ἀέρας.
Τὸ κορίτσι δὲν ἔλεγε τίποτα.
— Θὰ ‘ρθῶ μαζί σου καὶ θὰ μείνω μαζί σου ὅλη τὴν ὥρα. Ἁπλῶς θὰ ἀφήσουν τὸν ἀέρα νὰ μπεῖ καὶ μετὰ ὅλα θὰ εἶναι ἀπόλυτα φυσιολογικά.
— Μετά, τί θὰ κάνουμε στὴ συνέχεια;
— Μετὰ θὰ εἴμαστε τέλεια. Ἀκριβῶς ὅπως ἤμασταν πρίν.
— Τί σὲ κάνει νὰ τὸ πιστεύεις;
— Εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ μᾶς ἐνοχλεῖ. Τὸ μόνο πράγμα ποὺ μᾶς κάνει δυστυχεῖς.
Τὸ κορίτσι κοίταξε τὶς χάντρες τοῦ μπαμποῦ, σήκωσε τὸ χέρι της καὶ ἔπιασε δυὸ ἀπ’τὰ κορδόνια τῆς κουρτίνας.
— Καὶ θαρρεῖς πὼς μετὰ θὰ εἴμαστε μιὰ χαρὰ κι εὐτυχισμένοι.
— Τὸ ξέρω σίγουρα. Νὰ μὴ φοβᾶσαι, δὲ χρειάζεται. Ξέρω ἕνα σωρὸ ἀνθρώπους ποὺ τὴν ἔκαναν.
— Κι ἐγώ, εἶπε τὸ κορίτσι. Κι ὕστερα ὅλοι τους ἦσαν τόσο εὐτυχισμένοι.
— Λοιπόν, εἶπε ὁ ἄντρας, ἂν δὲ θές, δὲν εἶσαι ἀναγκασμένη νὰ τὴν κάνεις.Οὔτε ἐγὼ θὰ σὲ ἀνάγκαζα, ἂν δὲν ἤθελες. Ἀλλὰ τὸ ξέρω πὼς εἶναι παντελῶς ἁπλή.
— Καὶ τὸ θὲς πραγματικά;
— Εἶναι τὸ καλύτερο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε, αὐτὸ νομίζω. Ἀλλὰ δὲν θέλω νὰ τὴν κάνεις ἂν πραγματικὰ δὲν τὸ θέλεις.
— Κι ἂν τὴν κάνω θὰ εἶσαι ἱκανοποιημένος μετά, κι ὅλα θὰ εἶναι ὅπως πρὶν καὶ θὰ μ’ ἀγαπᾶς;
— Καὶ τώρα σ’ἀγαπάω. Τὸ ξέρεις πὼς σ’ ἀγαπάω.
— Τὸ ξέρω, ἀλλὰ ἂν τὴν κάνω, μετὰ δὲ θὰ τρέχει τίποτα ἅμα λέω πράματα ὅπως γιὰ λευκοὺς ἐλέφαντες, καὶ θὰ σ’ ἀρέσει;
— Καὶ τότε θὰ σ’ ἀγαπάω. Καὶ τώρα, ὅμως δὲ μπορῶ νὰ τὸ σκέφτομαι. Ξέρεις πῶς γίνομαι ὅταν στενοχωριέμαι.
— Ἂν τὸ κάνω, ποτὲ δὲν θὰ στεναχωρηθεῖς;
— Δὲ θὰ στεναχωρηθῶ γιὰ κεῖνο, γιατί εἶναι ἀπολύτως ἁπλό.
— Τότε θὰ τὴν κάνω. Ἐπειδὴ δὲ μὲ νοιάζει γιὰ μένα.
— Τί θὲς νὰ πεῖς; Ἐγὼ πάντως νοιάζομαι γιὰ σένα.
— Ἄ, ναί. Ἐγὼ ὅμως δὲ νοιάζομαι γιὰ μένα. Θὰ τὴν κάνω, καὶ μετὰ ὅλα καλά.
— Ἂν νιώθεις ἔτσι, δὲν θέλω νὰ τὸ κάνεις.
Τὸ κορίτσι σηκώθηκε καὶ περπάτησε ὣς τὴν ἄκρη τοῦ σταθμοῦ.
Στὴν ἄλλη πλευρὰ ἀπέναντι, ὑπῆρχαν χωράφια μὲ σιτηρὰ καὶ στὶς ὄχθες τοῦ Ἴμπρο, σ’ ὅλο το μῆκος, δέντρα. Μακριά, πέρα ἀπ’ τὸ ποτάμι, βουνά. Ἡ σκιὰ ἑνὸς σύννεφου μετακινήθηκε πάνω ἀπ’τὸν σιταγρὸ καὶ τὸ κορίτσι εἶδε τὸ ποτάμι ἀνάμεσα στὰ δέντρα.
— Καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ἔχουμε ὅλα τοῦτα, εἶπε ἐκείνη. Τὰ πάντα, καὶ κάθε μέρα τὸ κάνουμε πιὸ ἀδύνατο.
— Τί εἶπες;
— Εἶπα πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ ἔχουμε τὰ πάντα.
— Μποροῦμε νὰ τά ΄χουμε, τὸ κάθε τί.
— Ὄχι.
— Μποροῦμε νά ‘χουμε ὅλο τὸν κόσμο.
— Ὄχι, δὲ μποροῦμε.
— Μποροῦμε νὰ πᾶμε ὁπουδήποτε.
— Ὄχι, δὲ μποροῦμε. Δὲν εἶναι δικός μας πιά.
— Δικός μας εἶναι.
— Ὄχι, ἀδύνατον. Δὲν εἶναι δικός μας πιά.
— Εἶναι.
— Ὄχι. Ἔτσι καὶ σοῦ τὸ πάρουν, ποτὲ δὲν τὸ ξαναπαίρνεις πίσω.
— Ἀλλὰ δὲν τὸ πήρανε ἀκόμα.
— Ἂς περιμένουμε καὶ θὰ δοῦμε.
— Ἔλα, γύρνα πίσω στὴ σκιά, εἶπε αὐτός. Δὲν πρέπει νά ‘χεις τέτοια συναισθήματα.
— Δὲν εἶναι διόλου συναισθήματα, ἀπάντησε τὸ κορίτσι. Γνωρίζω.
— Δὲ θέλω νὰ κάνεις τίποτα ποὺ δὲ θέλεις ἡ ἴδια…
— Οὔτε ποὺ δὲν εἶναι καλὸ γιὰ μένα, εἶπε αὐτή. Ξέρω. Παίρνουμε μιὰ μπύρα ἀκόμα;
— Ἐντάξει. Ἀλλὰ πρέπει ν’ ἀντιληφθεῖς…
— Ἀντιλαμβάνομαι . Εἶπε τὸ κορίτσι. Δὲ γίνεται νὰ σταματήσουμε αὐτὴ τὴν κουβέντα;
Κάθισαν στὸ τραπέζι καὶ τὸ κορίτσι κοίταζε τοὺς λόφους ἀπέναντι, στὴν ξερὴ πλευρὰ τῆς κοιλάδας, κι ὁ ἄντρας ἔβλεπε πότε αὐτὴν καὶ πότε τὸ τραπέζι.
— Πρέπει νὰ καταλάβεις καλά, εἶπε, πὼς δὲν θέλω νὰ τὸ κάνεις ἂν ἐσὺ δὲν θέλεις. Εἶμαι πέρα γιὰ πέρα πρόθυμος νὰ τὸ ὑπομείνω, ἂν σημαίνει κάτι γιὰ σένα.
— Γιὰ σένα δὲ σημαίνει τίποτα; Θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ βροῦμε.
— Καὶ βέβαια σημαίνει. Ἀλλὰ δὲν θέλω κανέναν ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ σένα. Δὲν θέλω κανέναν ἄλλο. Καὶ ξέρω πὼς εἶναι ἀπολύτως ἁπλό.
— Ναί, τὸ ξέρεις πὼς εἶναι ἀπολύτως ἁπλό. Γιὰ σένα δὲν εἶναι τίποτα νὰ τὸ λές, ἐγὼ ὅμως ξέρω πολὺ καλά. Θὲς νὰ μοῦ κάνεις μιὰ χάρη τώρα;
— Γιὰ χάρη σου, τὰ πάντα.
— Μπορεῖς σὲ παρακαλῶ, σὲ παρακαλῶ, σὲ χιλιοπαρακαλῶ, μπορεῖς σὲ παρακαλῶ νὰ πάψεις νὰ μιλᾶς;
Αὐτὸς δὲν εἶπε τίποτα, ἀλλὰ κοίταξε τὰ μπαγκάζια τους ἀκουμπισμένα στὸν τοῖχο τοῦ σταθμοῦ. Πάνω τους εἴχανε ἐτικέτες ἀπ’ὅλα τά ξενοδοχεῖα ὅπου εἶχαν διανυκτερεύσει.
— Ὅμως δὲν θέλω νὰ κάνεις… Δεκάρα δὲ δίνω γι’αὐτό.
— Θὰ ξεφωνίσω, εἶπε τὸ κορίτσι.
Ἡ γυναίκα βγῆκε μέσα ἀπ’ τὶς κουρτίνες μὲ δυὸ ποτήρια μπύρας καὶ τά ‘βαλε πάνω στὰ νωπὰ τσόχινα σουπλά.
— Τὸ τραῖνο ἔρχεται σὲ πέντε λεπτά, εἶπε.
— Τί λέει; ρώτησε τὸ κορίτσι.
— Πὼς τὸ τραῖνο ἔρχεται σὲ πέντε λεπτά.
Τὸ κορίτσι τὴν εὐχαρίστησε μ’ ἕνα λαμπερὸ χαμόγελο.
— Ὥρα νὰ πάω τὶς βαλίτσες στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ σταθμοῦ, εἶπε ὁ ἄντρας. Αὐτὴ τοῦ χαμογέλασε.
— Ἐντάξει. Μετὰ γύρνα, νὰ τελειώσουμε τὴ μπύρα μας.
Σήκωσε τὶς δυὸ βαριὲς βαλίτσες καὶ κουβαλώντας τις ἔκανε τὸ γύρω τοῦ σταθμοῦ ὣς τὶς ἄλλες ράγες. Σήκωσε τὰ μάτια πάνω ἀπ’ τὶς ράγες, ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ διακρίνει τὸ τραῖνο. Γυρνώντας πέρασε μέσα ἀπ΄ τὸ μπὰρ ὅπου οἱ ταξιδιῶτες περίμεναν πίνοντας. Ἤπιε ἕνα Anis στὴ μπάρα καὶ τοὺς περιεργάστηκε. Λογικὰ ὅλοι τους ἀνέμεναν τὴν ἄφιξη . Παραμέρισε τὴν κουρτίνα καὶ βγῆκε. Ἐκείνη καθόταν στὸ τραπέζι καὶ τοῦ χαμογέλασε.
— Αἰσθάνεσαι καλύτερα; τὴν ρώτησε.
— Εἶμαι μιὰ χαρά, τοῦ ἀπάντησε. Δὲν τρέχει τίποτα. Εἶμαι μιὰ χαρά.
Πηγή: https://faculty.weber.edu/jyoung/English%202500/Readings%20for%20English%202500/Hills%20Like%20White%20Elephants.pdf
Ἔρνεστ Χέμινγουαίη (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουαίη ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους πεζογράφους τοῦ 20οῦ αἰώνα, βραβευμένος μέ τό βραβεῖο Νόμπελ (1954). Τὸ ἔργο του ἐπηρέασε καί συνεχίζει νά ἐπηρεάζει ἀναρίθμητους συγγραφεῖς τόσο στή γενέτειρά του, τίς ΗΠΑ, ὅσο καί στόν ὑπόλοιπο κόσμο. Ὁρισμένα ἀπό τά γνωστότερα μυθιστορήματά του εἶναι Ὁ Γέρος καί ἡ θάλασσα (The old man and the sea, 1951), Ἀποχαιρετισμός στά ὅπλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποιόν χτυπᾶ ἡ καμπάνα (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει ξανά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Μεγάλο μέρος τοῦ ἔργου του ἔχει μεταφραστεῖ στά ἑλληνικά.
Μετάφραση ἀπό τά ἀγγλικά:
Νατάσα Κεσμέτη (Ἀθήνα, 1947): Πεζογράφος. Σπούδασε Νομικά καί Ἀγγλική Λογοτεχνία. Πρωτοεμφανίστηκε μέ τήν συλλογή διηγημάτων: Τὰ 7 τῆς Ἄρκτου (1972). Τελευταία της βιβλία: Ἐξόριστες φωνές. Στοχασμοί καί ἱστορίες 2006-2012, Ἐρωτήματα σέ ἀνάλγητους καιρούς (Παρασκήνιο, 2018) καί IVA. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης (Ἁρμός, 2017).
Εἰκόνα 1: Πηγή: ἀπό τήν ἱστοσελίδα:
https://cairoscene.com/ :
https://cairoscene.com/ArticleImages/20cef10b-9662-4e8e-a91d-7b4fef116c62.jpg
Είκόνα 2: Φωτογραφία τῆς Nilotpal Kalita δημοσιευμένη στὸν ἱστότοπο https://unsplash.com/
Εἰκόνα 3: Ὁ Χέμινγουαίη τό 1923. Φωτογραφία διαβατηρίου.
Δραματοποιήσεις:
Hills Like White Elephants
Παίζουν:
Massimiliano Rossi
Melissa Gava
συμμετέχει:
Francesca Viscardi
Σενάριο καὶ σκηνοθεσία:
Melissa Gava
(2012)
https://www.imdb.com/video/vi212379161
ἄλλες δραματοποιήσεις:
https://www.youtube.com/watch?v=11xJxByf9sM
https://www.youtube.com/watch?v=jAjJ4HE6woc
https://www.youtube.com/watch?v=lOmBYDUdkQ4
https://www.youtube.com/watch?v=jFYOIBwhaO0&t=21s
Filed under: Hemingway Ernest,Αγγλικά,Ερωτας,Καθημερινά,Κεσμέτη Νατ,Κοινωνικοί κώδικες,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Φύλα,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Ernest Hemigway,Αγγλόγραπτο διήγημα,Λογοτεχνία,Νατάσα Κεσμέτη |