Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway): Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες



Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway) [Ἀφιέρωμα 4/6]


Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες

(Hills Like White Elephants)


ΕΥΚΟΙ ΛΟΦΟΙ ἁ­πλώ­νον­ταν πά­νω ἀ­π’ τὴν κοι­λά­δα τοῦ Ἴμ­προ. Σὲ τού­τη δῶ τὴν πλευ­ρὰ οὔ­τε σκιὰ οὔ­τε δέν­τρα κι ὁ σταθ­μὸς κά­τω ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ σι­δη­ρο­δρο­μι­κὲς γραμ­μές. Κολ­λη­τὰ στὸ πλά­ϊ τοῦ σταθ­μοῦ τὸ κτί­ριο ἔ­ρι­χνε ζε­στὴ τὴ σκιά του, καὶ στὴν ἀ­νοι­χτὴ εἴ­σο­δο τοῦ μπάρ, γιὰ νὰ μὴ μπαί­νουν μύ­γες, κρε­μό­ταν μιὰ κουρ­τί­να ἀ­πὸ χάν­τρες. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος καὶ τὸ κο­ρί­τσι ποὺ συ­νό­δευ­ε κά­θι­σαν ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ κτί­ριο, σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι στὴ σκιά. Ἔ­κα­νε πολ­λὴ ζέ­στη, καὶ τὸ ἐξ­πρὲς ἀ­πὸ τὴν Βαρ­κε­λώ­νη θὰ ἔ­φτα­νε σὲ σα­ράν­τα λε­πτά. Στα­μα­τοῦ­σε σ’ αὐ­τὴ τὴ δι­α­σταύ­ρω­ση γιὰ δυ­ὸ λε­πτὰ καὶ συ­νέ­χι­ζε γιὰ τὴ Μα­δρί­τη.

— Τί θά­ ‘ταν κα­λύ­τε­ρο νὰ πι­οῦ­με; ρώ­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι. Εἶ­χε βγά­λει τὸ κα­πέ­λο της καὶ τ’­ἄ­φη­σε πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

— Μὲ τό­ση ζέ­στη ἂς πι­οῦ­με μπύ­ρα, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

— Dos cervezas, πα­ράγ­γει­λε πρὸς τὴ με­ριὰ τῆς κουρ­τί­νας.

— Με­γά­λες; ρώ­τη­σε μιὰ γυ­ναί­κα ἀ­π’ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μπάρ.

— Ναί. Δυ­ὸ με­γά­λες.

        Ἡ γυ­ναί­κα ἔ­φε­ρε δυ­ὸ πο­τή­ρια μπύ­ρας καὶ δυ­ὸ τσό­χι­να σου­πλά. Τ’ἀκούμπησε στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοὺς κοί­τα­ξε. Τὸ κο­ρί­τσι ἔ­βλε­πε πέ­ρα κα­τὰ τὴ σει­ρὰ τῶν λό­φων. Λευ­κοὶ κά­τω ἀ­π’­τὸν ἥ­λιο, σὲ μιὰν ἀ­γρο­τι­κὴ πε­ρι­ο­χὴ κα­φε­τιὰ καὶ ξε­ρή.

— Μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες, εἶ­πε.

— Δὲν ἔ­χω δεῖ πο­τὲ κα­νέ­ναν, ἀ­πάν­τη­σε αὐ­τὸς πί­νον­τας τὴ μπύ­ρα του.

— Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σες.

— Μπο­ρεῖ καὶ νὰ μπο­ροῦ­σα. Ἐ­πει­δὴ τὸ λὲς ἐ­σύ, δὲν ἀ­πο­δει­κνύ­ει τί­πο­τα.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε τὰ μπαμ­ποῦ τῆς κουρ­τί­νας.

— Ἔ­χουν ζω­γρα­φί­σει κά­τι ἐ­κεῖ πά­νω, εἶ­πε. Τί­λέ­ει;

— Anis del Toro. Εἶ­ναι πο­τό.

— Νὰ τὸ δο­κι­μά­ζα­με;

— Ὁ ἄν­τρας φώ­να­ξε «ἄ­κου» πρός τή με­ριά τῆς κουρ­τί­νας. Ἡ γυ­ναί­κα βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ μπάρ.

— Τέσ­σε­ρα reales.

— Δυ­ὸ Anis del Toro.

— Μὲ νε­ρό;

— Θὲς μὲ νε­ρό;

— Δὲν ξέ­ρω, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Εἶ­ναι κα­λὸ μὲ νε­ρό;

— Μιὰ χα­ρά.

— Τὰ θέ­λε­τε μὲ νε­ρό; ρώ­τη­σε ἡ γυ­ναί­κα.

— Ναὶ μὲ νε­ρό.

— Ἔ­χει γεύ­ση γλυ­κό­ρι­ζας, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι κι ἄ­φη­σε τὸ πο­τή­ρι στὸ τρα­πέ­ζι.

— Ὅ­πως ὅ­λα.

— Ναί, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Τὰ πάν­τα ἔ­χουν γεύ­ση γλυ­κό­ρι­ζας. Ἰ­δί­ως τὰ πράγ­μα­τα ποὺ πε­ρί­με­νες τό­σο και­ρό, ὅ­πως τὸ ἀ­ψέν­τι.

— Οὔφ, Πά­ψε.

— Ἐ­σὺ τὸ ξε­κί­νη­σες, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.Ἐ­γὼ δι­α­σκέ­δα­ζα.Περ­νοῦ­σα τὴν ὥ­ρα μου εὐ­χά­ρι­στα.

— Ὡ­ραῖ­α, ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ πε­ρά­σου­με κα­λά.

— Ὡ­ραῖ­α. Εἶ­πα πὼς τὰ βου­νὰ μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες. Δὲν ἦ­ταν ἔ­ξυ­πνο;

— Αὐ­τὸ ναί.

— Ἤ­θε­λα νὰ δο­κι­μά­σω τοῦ­το τὸ νέ­ο πο­τό. Αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ποὺ κά­νου­με; Νὰ πε­ρι­ερ­γα­ζό­μα­στε τὰ γύ­ρω καὶ νὰ δο­κι­μά­ζου­με νέ­α πο­τά;

— Νο­μί­ζω, ναί.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε ἀ­πέ­ναν­τι κα­τὰ τοὺς λό­φους.

— Ὄ­μορ­φοι λό­φοι, εἶ­πε. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν μοιά­ζουν μὲ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες. Στὸ νοῦ μου εἶ­χα τὴν ἀ­πό­χρω­ση τοῦ δέρ­μα­τός τους ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα. Νὰ παίρ­να­με ἄλ­λο ἕ­να πο­τό;

— Ἐν­τά­ξει.

        Ὁ ζε­στὸς ἄ­νε­μος φύ­σα­γε τὴν κουρ­τί­να ἀ­πὸ μπαμ­ποῦ ὣς τὸ τρα­πέ­ζι τους.

— Ὡ­ραί­α ἡ μπύ­ρα καὶ δρο­σε­ρή, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

— Κα­λή, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.

— Ζίγ­κ, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἁ­πλῆ ἐ­πέμ­βα­ση, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Οὔ­τε κὰν ἐ­πέμ­βα­ση.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ζε τὸ ἔ­δα­φος στὰ πό­δια τοῦ τρα­πε­ζιοῦ.

— Τὸ ξέ­ρω, Ζίγκ, δὲ θὰ σὲ πεί­ρα­ζε. Ἀ­λή­θεια, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα. Ἁ­πλά, ἀ­φή­νουν νὰ μπεῖ μέ­σα ἀ­έ­ρας.

        Τὸ κο­ρί­τσι δὲν ἔ­λε­γε τί­πο­τα.

— Θὰ ‘ρθῶ μα­ζί σου καὶ θὰ μεί­νω μα­ζί σου ὅ­λη τὴν ὥ­ρα. Ἁ­πλῶς θὰ ἀ­φή­σουν τὸν ἀ­έ­ρα νὰ μπεῖ καὶ με­τὰ ὅ­λα θὰ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα φυ­σι­ο­λο­γι­κά.

— Με­τά, τί θὰ κά­νου­με στὴ συ­νέ­χεια;

— Με­τὰ θὰ εἴ­μα­στε τέ­λεια. Ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως ἤ­μα­σταν πρίν.

— Τί σὲ κά­νει νὰ τὸ πι­στεύ­εις;

— Εἶ­ναι τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ μᾶς ἐ­νο­χλεῖ. Τὸ μό­νο πράγ­μα ποὺ μᾶς κά­νει δυ­στυ­χεῖς.

        Τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ξε τὶς χάν­τρες τοῦ μπαμ­ποῦ, σή­κω­σε τὸ χέ­ρι της καὶ ἔ­πια­σε δυ­ὸ ἀ­π’­τὰ κορ­δό­νια τῆς κουρ­τί­νας.

— Καὶ θαρ­ρεῖς πὼς με­τὰ θὰ εἴ­μα­στε μιὰ χα­ρὰ κι εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.

— Τὸ ξέ­ρω σί­γου­ρα. Νὰ μὴ φο­βᾶ­σαι, δὲ χρει­ά­ζε­ται. Ξέ­ρω ἕ­να σω­ρὸ ἀν­θρώ­πους ποὺ τὴν ἔ­κα­ναν.

— Κι ἐ­γώ, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Κι ὕ­στε­ρα ὅ­λοι τους ἦ­σαν τό­σο εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι.

— Λοι­πόν, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας, ἂν δὲ θές, δὲν εἶ­σαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νη νὰ τὴν κά­νεις.Οὔ­τε ἐ­γὼ θὰ σὲ ἀ­νάγ­κα­ζα, ἂν δὲν ἤ­θε­λες. Ἀλ­λὰ τὸ ξέ­ρω πὼς εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἁ­πλή.

— Καὶ τὸ θὲς πραγ­μα­τι­κά;

— Εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο ποὺ ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με, αὐ­τὸ νο­μί­ζω. Ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω νὰ τὴν κά­νεις ἂν πραγ­μα­τι­κὰ δὲν τὸ θέ­λεις.

— Κι ἂν τὴν κά­νω θὰ εἶ­σαι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος με­τά, κι ὅ­λα θὰ εἶ­ναι ὅ­πως πρὶν καὶ θὰ μ’ ἀ­γα­πᾶς;

— Καὶ τώ­ρα σ’­ἀ­γα­πά­ω. Τὸ ξέ­ρεις πὼς σ’ ἀ­γα­πά­ω.

— Τὸ ξέ­ρω, ἀλ­λὰ ἂν τὴν κά­νω, με­τὰ δὲ θὰ τρέ­χει τί­πο­τα ἅ­μα λέ­ω πρά­μα­τα ὅ­πως γιὰ λευ­κοὺς ἐ­λέ­φαν­τες, καὶ θὰ σ’ ἀ­ρέ­σει;

— Καὶ τό­τε θὰ σ’ ἀ­γα­πά­ω. Καὶ τώ­ρα, ὅ­μως δὲ μπο­ρῶ νὰ τὸ σκέ­φτο­μαι. Ξέ­ρεις πῶς γί­νο­μαι ὅ­ταν στε­νο­χω­ρι­έ­μαι.

— Ἂν τὸ κά­νω, πο­τὲ δὲν θὰ στε­να­χω­ρη­θεῖς;

— Δὲ θὰ στε­να­χω­ρη­θῶ γιὰ κεῖ­νο, για­τί εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό.

— Τό­τε θὰ τὴν κά­νω. Ἐ­πει­δὴ δὲ μὲ νοιά­ζει γιὰ μέ­να.

— Τί θὲς νὰ πεῖς; Ἐ­γὼ πάν­τως νοι­ά­ζο­μαι γιὰ σέ­να.

— Ἄ, ναί. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲ νοι­ά­ζο­μαι γιὰ μέ­να. Θὰ τὴν κά­νω, καὶ με­τὰ ὅ­λα κα­λά.

— Ἂν νι­ώ­θεις ἔ­τσι, δὲν θέ­λω νὰ τὸ κά­νεις.

        Τὸ κο­ρί­τσι ση­κώ­θη­κε καὶ περ­πά­τη­σε ὣς τὴν ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ.

        Στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ ἀ­πέ­ναν­τι, ὑ­πῆρ­χαν χω­ρά­φια μὲ σι­τη­ρὰ καὶ στὶς ὄ­χθες τοῦ Ἴμ­προ, σ’­ ὅ­λο το μῆ­κος, δέν­τρα. Μα­κριά, πέ­ρα ἀ­π’ τὸ πο­τά­μι, βου­νά. Ἡ σκιὰ ἑ­νὸς σύν­νε­φου με­τα­κι­νή­θη­κε πά­νω ἀ­π’­τὸν σι­τα­γρὸ καὶ τὸ κο­ρί­τσι εἶ­δε τὸ πο­τά­μι ἀ­νά­με­σα στὰ δέν­τρα.

— Καὶ θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ ἔ­χου­με ὅ­λα τοῦ­τα, εἶ­πε ἐ­κεί­νη. Τὰ πάν­τα, καὶ κά­θε μέ­ρα τὸ κά­νου­με πιὸ ἀ­δύ­να­το.

— Τί εἶ­πες;

— Εἶ­πα πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ἔ­χου­με τὰ πάν­τα.

— Μπο­ροῦ­με νὰ τά ΄χου­με, τὸ κά­θε τί.

— Ὄ­χι.

— Μπο­ροῦ­με νά­ ‘χου­με ὅ­λο τὸν κό­σμο.

— Ὄ­χι, δὲ μπο­ροῦ­με.

— Μπο­ροῦ­με νὰ πᾶ­με ὁ­που­δή­πο­τε.

— Ὄ­χι, δὲ μπο­ροῦ­με. Δὲν εἶ­ναι δι­κός μας πιά.

— Δι­κός μας εἶ­ναι.

— Ὄ­χι, ἀ­δύ­να­τον. Δὲν εἶ­ναι δι­κός μας πιά.

— Εἶ­ναι.

— Ὄ­χι. Ἔ­τσι καὶ σοῦ τὸ πά­ρουν, πο­τὲ δὲν τὸ ξα­να­παίρ­νεις πί­σω.

— Ἀλ­λὰ δὲν τὸ πή­ρα­νε ἀ­κό­μα.

— Ἂς πε­ρι­μέ­νου­με καὶ θὰ δοῦ­με.

— Ἔ­λα, γύρ­να πί­σω στὴ σκιά, εἶ­πε αὐ­τός. Δὲν πρέ­πει νά ‘χεις τέ­τοια συ­ναι­σθή­μα­τα.

— Δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου συ­ναι­σθή­μα­τα, ἀ­πάν­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι. Γνω­ρί­ζω.

— Δὲ θέ­λω νὰ κά­νεις τί­πο­τα ποὺ δὲ θέ­λεις ἡ ἴ­δια…

— Οὔ­τε ποὺ δὲν εἶ­ναι κα­λὸ γιὰ μέ­να, εἶ­πε αὐ­τή. Ξέ­ρω. Παίρ­νου­με μιὰ μπύ­ρα ἀ­κό­μα;

— Ἐν­τά­ξει. Ἀλ­λὰ πρέ­πει ν’ ἀν­τι­λη­φθεῖς…

— Ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι . Εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι. Δὲ γί­νε­ται νὰ στα­μα­τή­σου­με αὐ­τὴ τὴν κου­βέν­τα;

        Κά­θι­σαν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τὸ κο­ρί­τσι κοί­τα­ζε τοὺς λό­φους ἀ­πέ­ναν­τι, στὴν ξε­ρὴ πλευ­ρὰ τῆς κοι­λά­δας, κι ὁ ἄν­τρας ἔ­βλε­πε πό­τε αὐ­τὴν καὶ πό­τε τὸ τρα­πέ­ζι.

— Πρέ­πει νὰ κα­τα­λά­βεις κα­λά, εἶ­πε, πὼς δὲν θέ­λω νὰ τὸ κά­νεις ἂν ἐ­σὺ δὲν θέ­λεις. Εἶ­μαι πέ­ρα γιὰ πέ­ρα πρό­θυ­μος νὰ τὸ ὑ­πο­μεί­νω, ἂν ση­μαί­νει κά­τι γιὰ σέ­να.

— Γιὰ σέ­να δὲ ση­μαί­νει τί­πο­τα; Θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ βροῦ­με.

— Καὶ βέ­βαι­α ση­μαί­νει. Ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω κα­νέ­ναν ἄλ­λο ἐ­κτὸς ἀ­πὸ σέ­να. Δὲν θέ­λω κα­νέ­ναν ἄλ­λο. Καὶ ξέ­ρω πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό.

— Ναί, τὸ ξέ­ρεις πὼς εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἁ­πλό. Γιὰ σέ­να δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα νὰ τὸ λές, ἐ­γὼ ὅ­μως ξέ­ρω πο­λὺ κα­λά. Θὲς νὰ μοῦ κά­νεις μιὰ χά­ρη τώ­ρα;

— Γιὰ χά­ρη σου, τὰ πάν­τα.

— Μπο­ρεῖς σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ χι­λι­ο­πα­ρα­κα­λῶ, μπο­ρεῖς σὲ πα­ρα­κα­λῶ νὰ πά­ψεις νὰ μι­λᾶς;

        Αὐ­τὸς δὲν εἶ­πε τί­πο­τα, ἀλ­λὰ κοί­τα­ξε τὰ μπαγ­κά­ζια τους ἀ­κουμ­πι­σμέ­να στὸν τοῖ­χο τοῦ σταθ­μοῦ. Πά­νω τους εἴ­χα­νε ἐ­τι­κέ­τες ἀ­π’­ὅ­λα τά ξε­νο­δο­χεῖ­α ὅ­που εἶ­χαν δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σει.

— Ὅ­μως δὲν θέ­λω νὰ κά­νεις… Δε­κά­ρα δὲ δί­νω γι­’­αὐ­τό.

— Θὰ ξε­φω­νί­σω, εἶ­πε τὸ κο­ρί­τσι.

        Ἡ γυ­ναί­κα βγῆ­κε μέ­σα ἀ­π’ τὶς κουρ­τί­νες μὲ δυ­ὸ πο­τή­ρια μπύ­ρας καὶ τά ‘βα­λε πά­νω στὰ νω­πὰ τσό­χι­να σου­πλά.

— Τὸ τραῖ­νο ἔρ­χε­ται σὲ πέν­τε λε­πτά, εἶ­πε.

— Τί λέ­ει; ρώ­τη­σε τὸ κο­ρί­τσι.

— Πὼς τὸ τραῖ­νο ἔρ­χε­ται σὲ πέν­τε λε­πτά.

        Τὸ κο­ρί­τσι τὴν εὐ­χα­ρί­στη­σε μ’ ἕ­να λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο.

— Ὥ­ρα νὰ πά­ω τὶς βα­λί­τσες στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ σταθ­μοῦ, εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Αὐ­τὴ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε.

— Ἐν­τά­ξει. Με­τὰ γύρ­να, νὰ τε­λει­ώ­σου­με τὴ μπύ­ρα μας.

        Σή­κω­σε τὶς δυ­ὸ βα­ρι­ὲς βα­λί­τσες καὶ κου­βα­λών­τας τις ἔ­κα­νε τὸ γύ­ρω­ τοῦ σταθ­μοῦ ὣς τὶς ἄλ­λες ρά­γες. Σή­κω­σε τὰ μά­τια πά­νω ἀ­π’ τὶς ρά­γες, ἀλ­λὰ δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει τὸ τραῖ­νο. Γυρ­νών­τας πέ­ρα­σε μέ­σα ἀπ΄ τὸ μπὰρ ὅ­που οἱ τα­ξι­δι­ῶ­τες πε­ρί­με­ναν πί­νον­τας. Ἤ­πι­ε ἕ­να Anis στὴ μπά­ρα καὶ τοὺς πε­ρι­ερ­γά­στη­κε. Λο­γι­κὰ ὅ­λοι τους ἀ­νέ­με­ναν τὴν ἄ­φι­ξη . Πα­ρα­μέ­ρι­σε τὴν κουρ­τί­να καὶ βγῆ­κε. Ἐ­κεί­νη κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τοῦ χα­μο­γέ­λα­σε.

— Αἰ­σθά­νε­σαι κα­λύ­τε­ρα; τὴν ρώ­τη­σε.

— Εἶ­μαι μιὰ χα­ρά, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε. Δὲν τρέ­χει τί­πο­τα. Εἶ­μαι μιὰ χα­ρά.



Πη­γή: https://faculty.weber.edu/jyoung/English%202500/Readings%20for%20English%202500/Hills%20Like%20White%20Elephants.pdf

Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη (Ernest Hemingway, 1899-1961): Ὁ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γουα­ίη ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας ἀ­πό τούς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους πε­ζο­γρά­φους τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, βρα­βευ­μέ­νος μέ τό βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ (1954). Τὸ ἔρ­γο του ἐ­πη­ρέ­α­σε καί συ­νε­χί­ζει νά ἐ­πη­ρε­ά­ζει ἀ­να­ρίθ­μη­τους συγ­γρα­φεῖς τό­σο στή γε­νέ­τει­ρά του, τίς ΗΠΑ, ὅ­σο καί στόν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­πό τά γνω­στό­τε­ρα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του εἶ­ναι Ὁ Γέ­ρος καί ἡ θά­λασ­σα (The old man and the sea, 1951), Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμός στά ὅ­πλα (A farewell to arms, 1929), Γιά ποι­όν χτυ­πᾶ ἡ καμ­πά­να (For whom the bell tolls, 1940), Ὁ ἥ­λιος ἀ­να­τέλ­λει ξα­νά (The sun also rises, 1926) κ.ἄ. Με­γά­λο μέ­ρος τοῦ ἔρ­γου του ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στά ἑλ­λη­νι­κά.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰ­κό­να 1: Πη­γή: ἀ­πό τήν ἱ­στο­σε­λί­δα:

 https://cairoscene.com/ :

https://cairoscene.com/ArticleImages/20cef10b-9662-4e8e-a91d-7b4fef116c62.jpg

 

Εί­κό­να 2: Φω­το­γρα­φί­α τῆς Ni­lot­pal Ka­li­ta δη­μο­σι­ευ­μέ­νη στὸν ἱ­στό­το­πο https://unsplash.com/

Εἰ­κό­να 3: Ὁ Χέ­μιν­γουα­ίη τό 1923. Φω­το­γρα­φί­α δι­α­βα­τη­ρί­ου.

Δραματοποιήσεις:

 

Hills Like White Elephants

Παίζουν:

Massimiliano Rossi

Melissa Gava

συμμετέχει:

Francesca Viscardi

Σενάριο καὶ σκηνοθεσία:

Melissa Gava

(2012)

https://www.imdb.com/video/vi212379161

ἄλλες δραματοποιήσεις:

https://www.youtube.com/watch?v=11xJxByf9sM

https://www.youtube.com/watch?v=jAjJ4HE6woc

https://www.youtube.com/watch?v=lOmBYDUdkQ4

https://www.youtube.com/watch?v=jFYOIBwhaO0&t=21s

%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: