Σάρα Κίρς (Sarah Kirsch): [Στὸ Μίνσκ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας…]


02-kirschsarah-stominskdiadiloseisdiamartyrias-eikona-01


Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch)


[Στὸ Μίνσκ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας]

[In Minsk Protestdemonstrationen…]


06-sΤΟ ΜΙΝΣΚ δι­α­δη­λώ­σεις δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, ἐ­πει­δὴ δὲν ὑ­πάρ­χουν τσι­γά­ρα. Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸς στό­λος με­γά­λης ἔ­κτα­σης μὲ ἀ­ε­ρο­πλα­νο­φό­ρα κα­τευ­θύ­νε­ται πρὸς τὴν Σα­ου­δι­κὴ Ἀ­ρα­βί­α. Ἐλ­πί­ζω νὰ ξέ­ρουν τί κά­νουν. Μί­α ἡ­μέ­ρα ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται Δι­ε­θνεῖς Στρα­τι­ω­τι­κὲς Ἀ­πο­στο­λές. Δὲν ἀ­στει­εύ­ον­ται μὲ τὸ πε­τρέ­λαι­ο. Φτιά­χνω κα­φέ. Ἐ­λα­φρῶς χα­μη­λὴ ἀ­τμο­σφαι­ρι­κὴ πί­ε­ση στὶς Ἑ­βρί­δες. Ἐ­κεῖ θὰ ἤ­θε­λα νὰ πά­ω. Σὰν πέ­τρα ἀ­νά­με­σα σὲ πέ­τρες. Μά­λι­στα αὔ­ριο ἔ­χει γε­νέ­θλια ὁ Πέ­τρος Πε­τρο­νάρ­ρος.* Ἀ­γα­πη­μέ­νος ποι­η­τής. Ἀλ­λὰ τί γί­νε­ται στὸ Mariehamn;** Βορ­ρὰς ἕ­να, ὁ­μί­χλη, ἐν­νέ­α βαθ­μοί, χί­λια δε­κα­τέσ­σε­ρα ἑ­κτο­πα­σκάλ. Τὸ τσο­πα­νό­σκυ­λο καὶ ἡ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη πη­γαί­νουν σή­με­ρα μέ­χρι τοὺς βρά­χους. Ἐ­κεῖ ποὺ ἀν­θί­ζουν βα­τό­μου­ρα. Βλέ­πει κα­νεὶς τὰ πα­λιὰ καὶ τὰ και­νούρ­για πλοῖ­α στὴν ἀ­πό­κρη­μνη ἀ­κτή. Σή­με­ρα εἶ­ναι Κυ­ρια­κή, ἔρ­χον­ται οἱ Σου­η­δοὶ με­θο­κό­ποι. Φο­ρᾶ­νε ἄ­σπρα σκου­φιὰ μὲ τὸ ὄ­νο­μα τῆς λέμ­βου. Γιὰ νὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς τὸ βρά­δυ, σὲ πε­ρί­πτω­ση ἀ­νάγ­κης, νὰ τοὺς πε­τά­ξει πά­λι ἐ­κεῖ. Στὰ βρά­χια δὲν ἔ­πε­σαν πο­τέ. Αὐ­τὸ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν τὸ ζή­σα­με ἀ­κό­μη, λέ­ει τὸ τσο­πα­νό­σκυ­λο. [11]


* Στὸ κεί­με­νο «Stein Steinarr» (1908-1958), ὁ θε­ω­ρού­με­νος σπου­δαι­ό­τε­ρος ποι­η­τὴς τῆς Ἰσ­λαν­δί­ας. Τὸ ὀ­νο­μα­τε­πώ­νυ­μο με­τα­φρά­ζε­ται κα­τὰ προ­σέγ­γι­ση, γιὰ νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ λο­γο­παί­γνιο.

** Πρω­τεύ­ου­σα τῶν νή­σων Âland, αὐ­τό­νο­μης πε­ρι­ο­χῆς τῆς Φι­λαν­δί­ας.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Sarah Kirsch, Das simple Leben. Deutsche Verlags-Anstalt (DVA), Stuttgart ²1994.

Σά­ρα Κίρς (Sarah Kirsch) (πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νο­μα Ingrid Bernstein, Lim­lin­ge­ro­de τοῦ κρα­τι­δί­ου τῆς Θου­ριγ­γί­ας, 1935 – Tielenhemme, 2013). Σπού­δα­σε Βι­ο­λο­γί­α στὴν Halle (1954-1958) καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στὸ «Λο­γο­τε­χνι­κὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Johannes R. Becher» στὴν Λι­ψί­α (1963-1965). Σύ­ζυ­γος (μέ­χρι τὸ 1968) τοῦ ποι­η­τῆ Reiner Kirsch. Ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το της ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο, Landaufenthalt (­παί­θρια δι­α­μο­νή, 1967), θε­μα­το­ποί­η­σε τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὴ φύ­ση. Τὸ 1976 προ­συ­πέ­γρα­ψε τὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α γιὰ τὴ δί­ω­ξη τοῦ Wolf Biermann καὶ τὸν ἑ­πό­με­νο χρό­νο με­τοί­κη­σε στὸ Δυ­τι­κὸ Βε­ρο­λῖ­νο. Ἀ­πὸ τὸ 1983 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της ἔ­ζη­σε στὸ χω­ριὸ Tielenhemme (Τη­λεν­χέμ­με) στὴν βό­ρεια Γερ­μα­νί­α. Στὴ λο­γο­τε­χνι­κή της γρα­φὴ ἑ­νο­ποί­η­σε τὴν ποί­η­ση καὶ τὴ μι­κρὴ πρό­ζα, τὸ χρο­νι­κό, τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιο, τὴν πο­λι­τι­κὴ δι­α­μαρ­τυ­ρί­α. Γρα­φὴ αὐ­θόρ­μη­τη, συ­χνὰ εἰ­δυλ­λια­κή· ἐν­τύ­πω­ση πρω­τό­γο­νου αὐ­θορ­μη­τι­σμοῦ. Στά­θη­κε πά­νω ἀ­πὸ τὸ νο­η­τὸ ὕ­ψος τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν γρά­φον­τας γιὰ τὴν ἐ­ναρ­μό­νι­ση τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Τι­μή­θη­κε, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὰ «Friedrich-Hölderlin-Preis» (1984) καὶ «Georg-Büchner-Preis» (1996). Μί­α ἀ­πὸ τὶς σπου­δαι­ό­τε­ρες με­τα­πο­λε­μι­κὲς φω­νὲς τῆς γερ­μα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τοῦ με­τα­φρα­στῆ.)

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ (Ἀ­θή­να, 1954). Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα γερ­μα­νό­φω­νων κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνῶν τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στοὺς γερ­μα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς Günter Kunert καὶ Peter Altenberg καὶ στὸν λα­τί­νο συγ­γρα­φέ­α Aulus Gellius.


			

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Αὐτοκτονία



Βίντεο: Ὁ βαρύτονος Hans Duhan (Βιέννη, 1890-Μπάντεν, 1971) τραγουδᾶ τὸ «Die Leiermann» («Ὁ ὀργανοπαίκτης»), ἔργο D 737, ἀπὸ τὸν κύκλο τραγουδιῶν Χειμωνιάτικο Ταξίδι τοῦ Franz Schubert. Στὸ πιάνο ὁ ὀργανίστας τοῦ καθεδρικοῦ να­οῦ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῆς Βιέννης Victor Boschetti. Ἐγγραφὴ τοῦ 1922.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)


Αὐτοκτονία

(Selbstmord)


02-HttaΖΩΗ τοῦ εἶ­χε γί­νει γιὰ χί­λιους δυ­ὸ λό­γους ἀ­βά­στα­χτη.

    Ἡ κυ­ρί­α μι­λοῦ­σε μὲ ὑ­πέρ­με­τρο ἐν­θου­σια­σμὸ γιὰ τὸν κύ­κλο τρα­γου­δι­ῶν τοῦ Φρὰν­τς Σοῦμ­περτ «Τὸ χει­μω­νι­ά­τι­κο τα­ξί­δι» καὶ τὸν ἰ­δα­νι­κὸ ἑρ­μη­νευ­τὴ κύ­ριο D­u­h­an. Ἐν­τού­τοις ὅ­λα τοῦ ἦ­ταν μα­κρι­νά, μα­κρι­νά, μα­κρι­νά. Ἐ­γὼ ὅ­μως ὄ­χι.

       Ἁρ­πά­χτη­κε ὅ­πως ὁ πνιγ­μέ­νος ἀ­π’ αὐ­τὴ τὴν ἀ­πο­λύ­τως ἀ­νά­ξια, ἀ­σή­μαν­τη ζω­ή. Ὁ Φρὰν­τς Σοῦμ­περτ πέ­θα­νε στὰ τριά­ντα ἕ­να του χρό­νια. Του­λά­χι­στον εἴ­κο­σι πέν­τε χρό­νια ἀ­κό­μη θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ προ­σφέ­ρει εὐ­χα­ρί­στη­ση στὸν κό­σμο! Γιὰ ποι­ό λό­γο λοι­πὸν κα­τα­γί­νον­ται μὲ τὰ προ­σω­πι­κά του ἀ­δι­ά­φο­ρα πε­ρι­στα­τι­κὰ αὐ­τοὶ ποὺ δὲν ὠ­φε­λοῦν κα­νέ­ναν, δὲν προ­σφέ­ρουν εὐ­χα­ρί­στη­ση σὲ κα­νέ­ναν, προ­πάν­των δὲν ἀ­πο­γει­ώ­νουν κα­νέ­ναν, ἔ­στω γιὰ μιὰν ὥ­ρα, πά­νω ἀ­π’ τὴν κε­νό­τη­τα τῆς ἀ­νύ­παρ­κτης ζω­ῆς τους! Σπί­τι τοῦ F­r­a­nz-S­c­h­u­b­e­rt στὴ N­u­ß­d­o­r­f­er στρά­σε, Βιέν­νη ΙΧ, ποι­όν δι­έ­σω­σες;! Κοι­μό­σουν σ’ ἕ­να κρε­βά­τι ὅ­πως ὅ­λοι οἱ ἄλ­λοι, καὶ πλε­νό­σουν σ’ ἕ­να με­ταλ­λι­κὸ λα­βο­μά­νο. Φο­ροῦ­σες ἕ­να ἀ­σή­κω­το, μα­κρύ, φαρ­δύ, μαῦ­ρο ἄ­θλιο παν­τε­λό­νι, καὶ ἐμ­πνεύ­στη­κες τὰ ἀ­θά­να­τα τρα­γού­δια σου στὸ μι­κρὸ πε­ρι­βάλ­λον τῆς Βι­έν­νης! Δὲν ἀ­γα­πή­θη­κες πο­τὲ καὶ ὅ­μως ἔ­δω­σες τὰ πάν­τα στὸν κό­σμο ποὺ δὲν σὲ κα­τά­λα­βε πο­τὲ καὶ δὲν σοῦ εἶ­πε πο­τὲ ἕ­να εὐ­χα­ρι­στῶ! Ἐ­πει­δὴ στὸ «εὐ­χα­ρι­στῶ» ἀ­νή­κει ἡ κα­τα­νό­η­ση, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λει κα­νεὶς νὰ εὐ­χα­ρι­στεῖ!

 
Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: D­er N­a­c­h­l­a­ss (Τὰ κα­τά­λοι­πα). S. F­i­s­c­h­er V­e­r­l­ag, B­e­r­l­in 1925, σσ. 114-115.

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).


Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Κουβεντοῦλες


08-Altenberg,Peter-Koubentoules-Eikona-01


Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)


Κουβεντοῦλες

(Plauderei)


08-Epsilon-603px-Barcley_custom_corsetsE_svgΙΔΑ ἕ­να δε­κα­τρι­ά­χρο­νο ἀ­γό­ρι ποὺ βρῆ­κε ἕ­να γραμ­μα­τό­ση­μο στὴν ἀμ­μου­διά, τὸ σά­λι­ω­σε καὶ τὸ κόλ­λη­σε στὸ πλη­γω­μέ­νο του γό­να­το, σὰν για­τρός, ἁ­πλῶς πιὸ ἐ­πι­δέ­ξια!

       Ὁ ἴ­διος ἔ­βα­λε ἕ­να πε­τα­μέ­νο ἀ­πο­τσί­γα­ρο στὸ στό­μα του. Ὅ­ταν τοῦ εἶ­πα: «Ποι­ός ξέ­ρει ποι­ός τὸ εἶ­χε στὸ στό­μα του πρίν!­», ἀ­πάν­τη­σε: «Ἕ­νας κύ­ριος!» Τὰ παι­διὰ δὲν ἀ­η­διά­ζουν μὲ τί­πο­τε, εἶ­ναι ὁ ἀ­σύ­νει­δος ρο­μαν­τι­σμός τους. Ὅ­πως κά­ποι­οι ποι­η­τὲς ποὺ μπο­ροῦν νὰ πιοῦν, ἐ­κτὸς τῶν ἄλ­λων, τὰ ἀ­πό­νε­ρα ἀ­πὸ τὸ λου­τρὸ τῆς ἀ­γα­πη­μέ­νης τους! Ὁ φυ­σι­ο­λο­γι­κὸς ἄν­θρω­πος λέ­ει: «Ἀ­η­δι­α­στι­κό!» Γε­νι­κῶς, ὁ ἀ­φο­ρι­σμὸς τοῦ φυ­σι­ο­λο­γι­κοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι: «Ἀ­η­δι­α­στι­κό!» Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ἀ­η­δι­α­στι­κός, ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ θε­ο­ποι­ή­σει τί­πο­τε μὲ τὴ συ­ναι­σθη­μα­τι­κή του δύ­να­μη! Ὁ «κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν μὴ ρο­μαν­τι­κὸς ἄν­θρω­πος» εἶ­ναι ἡ ἀγ­γλί­δα. Τὰ πάν­τα γι’ αὐ­τὴν εἶ­ναι «μὴ κα­θὼς πρέ­πει». Πῶς μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πο­μέ­νει κα­νεὶς ἐ­π’ ἀ­ό­ρι­στον αὐ­τὴ τὴν ψευ­τιά; Κι αὐ­τὲς οἱ ἴ­δι­ες δὲν τὸ ἀν­τέ­χουν, θὰ κα­ταν­τή­σουν σκε­λε­τοί! «Τί θὰ πεῖ ὁ κό­σμος γι’ αὐ­τό!­;­!» θὰ ἦ­ταν μιὰ πο­λὺ κα­λή, ἀ­πο­δε­κτὴ ἠ­θι­κή, ἂν αὐ­τὸς ὁ κό­σμος δὲν ἦ­ταν ἕ­νας «ἔ­σχα­τος κο­προ­σω­ρός», γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο δὲν πρέ­πει νὰ δί­νεις δυά­ρα! Τὰ παι­διὰ παί­ζουν πι­θα­νῶς μπι­λιά­ρδο μὲ κα­βα­λί­νες σὲ σκο­νι­σμέ­νους δρό­μους. Αὐ­τὸ εἶ­ναι πιὸ κα­θα­ρὸ ἀ­πὸ τὸ παι­χνί­δι τῶν με­γά­λων μὲ τὶς λέ­ξεις: «­d­on´t» καὶ «­s­h­o­ck­i­ng!».


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: D­er N­a­c­h­l­a­ss (Τὰ κα­τά­λοι­πα). S. F­i­s­c­h­er V­e­r­l­ag, B­e­r­l­in 1925, σ. 87.

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).

Εἰκόνα: Ὁ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ στὰ γόνατα τῆς Λίνα Λώς, ἠθοποιοῦ καὶ συγ­γρα­φέ­ως, συζύγου τοῦ ἀρχιτέκτονα Ἄντολφ Λώς. Φωτογραφία τοῦ H. Rosen. Βιέννη, 1903.



		

	

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Ἐσφαλμένη, καὶ μάλιστα ἐγκληματικὰ καλόψυχη, διαιτητική

.

Altenberg

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)

 .

Ἐσφαλμένη, καὶ μάλιστα

ἐγκληματικὰ καλόψυχη, διαιτητική

.

(Falsche, Ja verbrecherisch gutmütige Diätetik)

 .

13-Taph-The_Raven;_with_literary_and_historical_commentary_-_page_35,_initialΗΝ ΤΡΙΤΗ, 3η Σε­πτεμ­βρί­ου, ἔ­λα­βε ἀ­πὸ ἕ­ναν προ­στά­τη του εἴ­κο­σι ἕ­να μπου­κά­λια ὑ­πέ­ρο­χη μαύ­ρη μπύ­ρα. Ἡ κα­μα­ρι­έ­ρα του, αὐ­τὴ ἡ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νη ἀλ­τρου­ΐ­στρια, ἡ ὀ­λι­γαρ­κέ­στα­τη, σχε­δὸν μί­α ἁ­γί­α πραγ­μα­τι­κή, κοί­τα­ξε μὲ θλί­ψη καὶ λα­χτά­ρα τὸ λε­γό­με­νο νέ­κταρ τῶν Θε­ῶν καὶ εἶ­πε: «Εἴ­κο­σι θὰ ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ γιὰ σᾶς! Ἀλ­λὰ οἱ πλού­σιοι δὲν χορ­ταί­νουν πο­τέ, πο­τέ, πο­τέ, καὶ δὲν αἰ­σθά­νον­ται πό­σο πο­λὺ λα­χτα­ροῦ­με αὐ­τὸ ποὺ τοὺς εἶ­ναι ἄ­χρη­στο, ποὺ τοὺς βλά­πτει ἴ­σως καὶ τοὺς εἶ­ναι ἀ­διά­φο­ρο!»

       Τῆς χά­ρι­σα ἀ­μέ­σως τρί­α μπου­κά­λια κι ἕ­να κομ­μά­τι ψω­μὶ ποὺ μοῦ δώ­ρι­σε μα­ζὶ ἕ­νας μαι­κή­νας. Κα­τὰ τὶς τέσ­σε­ρεις τὸ ἀ­πό­γευ­μα, ξε­θε­ω­μέ­νη στὴν κού­ρα­ση, λα­χτά­ρη­σε τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της στρω­μα­τά­κι, νὰ μὴν ἀ­κού­ει τί­πο­τα γιὰ δου­λειά, νὰ κοι­μη­θεῖ μο­νά­χα τοῦ θα­να­τᾶ καὶ νὰ ξε­χά­σει, νὰ τὰ ξε­χά­σει ὅ­λα, ὅ­λα. Ὅ­μως ἡ φρι­χτὴ ζω­ὴ τὴν κρα­τοῦ­σε μὲ σι­δε­ρέ­νια μάν­τα­λα καὶ δὲν τὴν ἄ­φη­νε, τὴν ἔ­σπρω­χνε στὶς ἀ­παί­σι­ες ὑ­πο­χρε­ώ­σεις της. «Εἶ­μαι κου­ρα­σμέ­νη, κου­ρα­σμέ­νη, ὤ νὰ κοι­μό­μουν μο­να­χὰ μιὰ ὡ­ρού­λα.» Ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σε. Ἀ­δύ­να­τον. Τὴ συμ­βού­λε­ψαν νὰ κά­νει ἕ­να κρύ­ο ντούς. Δὲν θὰ τὴν βο­η­θοῦ­σε κα­θό­λου. Ὁ ὕ­πνος ὑ­πε­ρί­σχυ­ε μέ­σα της, κα­τέ­βαλ­λε τὴ «σκλη­ρή της ἀν­τί­στα­ση», τὴν πα­ρέ­λυ­ε. Στὸ τέ­λος κλο­νί­στη­κε καὶ γλί­στρη­σε στὸ γλυ­κὸ στρω­μα­τά­κι της. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη ἡ πλού­σια ἰ­δι­ο­κτή­τρια ρώ­τη­σε: «Ποῦ ἦ­ταν ἡ Τό­νη;! Ἑ­φτὰ δω­μά­τια μεῖ­ναν ἀ­συ­γύ­ρι­στα.» Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε μέ­χρι τὶς ἑ­φτὰ τὸ βρά­δυ. Ἀ­πο­λύ­θη­κε γι’ αὐ­τό. «Μοῦ προ­σφέ­ρα­τε κά­τι ὄ­μορ­φο. Τὸ κά­να­τε γιὰ τὸ κα­λό μου, σᾶς συγ­χω­ρῶ!» Ἄ­φη­σε τὴν κα­λὴ δου­λειὰ καὶ ἐ­πι­δό­θη­κε ἔ­κτο­τε σὲ πε­ρισ­σό­τε­ρο νη­φά­λι­ες σκέ­ψεις: «Αὐ­τοὶ οἱ ποι­η­τὲς εἶ­ναι ποι­η­τές, δὲ σκαμ­πά­ζουν ὅ­μως γρῦ ἀ­πὸ πραγ­μα­τι­κὴ ζω­ή. Ἡ λα­θε­μέ­νη, ἀ­νό­η­τη κα­λο­ψυ­χί­α τους μᾶς στέ­ρη­σε τὰ ὡ­ραῖ­α μας πό­στα, τὴν ἴ­δια μας τὴ ζω­ὴ μᾶς στέ­ρη­σε. Δὲν τοῦ κρα­τά­ω κα­κί­α, δὲν ξέ­ρει τί ση­μαί­νει δύ­σκο­λη ζω­ή, ζεῖ σ’ ἕ­ναν ἐν­τε­λῶς ξέ­χω­ρο κό­σμο. Εἶ­χε κα­λὸ σκο­πό, σί­γου­ρα. Ἀλ­λὰ γιὰ μέ­να μαύ­ρη κα­λο­σύ­νη. Ὅ­μως τὸ πιὸ ἀ­νό­η­το εἶ­ναι ποὺ ἔ­χα­σα τὸ κα­λό μου πό­στο γιὰ τρί­α μπου­κά­λια μπύ­ρα. Τὸ νε­ρὸ δὲ θὰ μ’ ἔ­βλα­φτε, θὰ μὲ κρα­τοῦ­σε φρέ­σκια στὴ δου­λειά. Τώ­ρα δὲ γί­νε­ται τί­πο­τα. Γο­νά­τι­σα μπρο­στά του καὶ μοῦ ’­δω­σε πε­νήν­τα κο­ρό­νες. Ἀλ­λὰ τὸ κα­λό μου πό­στο τὸ ἔ­χα­σα. Δὲν πει­ρά­ζει. Ἤ­θε­λε τὸ κα­λό μου, αὐ­τὸ ση­μαί­νει, ἤ­θε­λε τὸ κα­κό μου. Ἔ­πρε­πε νὰ μοῦ εἶ­χε πεῖ: ‘Τὴν ἡ­μέ­ρα νὰ μὴν πί­νεις κα­θό­λου ἀλ­κο­όλ, σοῦ πα­ρα­λύ­ει τὴ δύ­να­μη γιὰ δου­λειά· νὰ πί­νεις τὸ βρά­δυ, ὅ­ταν πέ­φτεις κα­τά­κο­πη στὸ κρε­βά­τι!’ Ποῦ νὰ τό ’ξε­ρα;! Ἔ­χα­σα τὸ κα­λό μου πό­στο γιὰ τρί­α μπου­κά­λια μπύ­ρα. Κρῖ­μα.»

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: D­er N­a­c­h­l­a­ss (Τὰ κα­τά­λοι­πα). S. F­i­s­c­h­er V­e­r­l­ag, B­e­r­l­in 1925, σσ. 24-25.

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).

Εἰκόνα: Φωτογραφικὸ πορτραῖτο τοῦ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ ἀπὸ τὸν βιεννέζο φω­το­γράφο Charles Scolik (1854-1928).

 .

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Ἡ ἐκδοχή

.

06-Altenberg,Peter-IEkdochi-Eikona-01

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)

.

ἐκδοχή

(Die Auffassung)

 .

08-Epsilon-603px-Barcley_custom_corsetsE_svgΓΡΑΨΑ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα γιὰ τὴν θελ­κτι­κὴ χο­ρεύ­τρια Χέν­τι Βά­ιν­γκάρ­τνερ· ἡ ἐ­φη­με­ρί­δα πα­ρου­σί­α­σε γε­νι­κῶς καὶ εἰ­δι­κῶς τὴν χα­ρι­τω­μέ­νη βι­εν­νέ­ζα. Ὁ ἐ­πί­λο­γος εἶ­χε ὡς ἑ­ξῆς: «Κι ὅ­μως, πλά­ϊ στὴν κα­θο­λι­κὴ εὐ­θυ­μί­α, ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή της χροι­ὰ βα­θιὰ με­λαγ­χο­λι­κή! Πά­νω σὲ τί; Ρω­τῆ­στε τὸν Φρὰν­τς Σοῦμ­περτ καὶ τὸν Χοῦγ­κο Βόλφ

       Ὁ νε­α­ρὸς ποὺ μὲ σερ­βί­ρει στὸ δω­μά­τιο, μοῦ λέ­ει: «Θέ μου, τί ὡ­ραῖ­ο πά­λι αὐ­τὸ ποὺ γρά­ψα­τε γιὰ τὴν βι­εν­νέ­ζα! Καὶ ἡ ἱ­στο­ρί­α μὲ τὸν κύ­ριο Βὸλφ καὶ τὸν ἄλ­λο τὸν κύ­ριο!»

       «Πῶς τὸ ἐν­νο­εῖς;!» τὸν ρώ­τη­σα.

       «Νά, οἱ δυ­ὸ κύ­ριοι ποὺ ἐγ­κα­τα­λεί­ψα­νε τὸ φτω­χὸ κο­ρί­τσι!»

       «Ὄ­χι, ἄ­κου, εἶ­ναι δυ­ὸ πε­θα­μέ­νοι ἀ­πὸ και­ρὸ δι­ά­ση­μοι βι­εν­νέ­ζοι συν­θέ­τες τρα­γου­δι­ῶν, ποὺ ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ ἦ­ταν εὔ­θυ­μοι στὰ τρα­γού­δια τους ἀλ­λὰ βα­θιὰ με­λαγ­χο­λι­κοί!»

       «Ἀ­χά… ἔ­τσι πρέ­πει νὰ τὸ πά­ρου­με! Κύ­ρι­ε φὸν Ἄλ­τεν­μπεργκ, γιὰ νά ’­μαι εἰ­λι­κρι­νής, ἡ δι­κή μου ἐκ­δο­χὴ μοῦ ἀ­ρέ­ζει πιὸ πο­λύ!»

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: D­ie L­e­b­e­n­s­m­a­s­c­h­i­n­e­r­ie ( μη­χα­νι­σμὸς τῆς ζω­ῆς) F­e­u­i­l­l­e­t­o­ns. Ἐ­πί­με­τρο E­l­ke Erb. R­e­c­l­am, L­e­i­p­z­ig 1980, σ. 103.

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).

Εἰκόνα: Ὁμοίωμα τοῦ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ στὸ Café Central τῆς Βιέννης. Φω­το­γρα­φία τραβηγμένη στὶς 6 Σεπτεμβρίου 2005, στὶς 21.35’.

.

 

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Γιὰ τὸ γράψιμο

.

05-Altenberg,Peter-GiaToGrapsimo-Eikona-01

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)

 .

Γιὰ τὸ γράψιμο

(Übers Schreiben)

 .

18-MiΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΟΛΗ τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ καὶ φι­λι­κό­τα­του φί­λου μου, τοῦ Φρ. Β. (γρά­φει ἀ­στα­μά­τη­τα μὲ σβελ­τά­δα σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς κα­λύ­τε­ρες γρα­φο­μη­χα­νές), δι­α­πί­στω­σα μό­λις (ἀ­κα­ρια­ία, ἁ­πλού­στα­τη δι­α­πί­στω­ση) ὅ­τι τὸ νὰ γρά­φεις κα­λὲς ἐ­πι­στο­λὲς μπο­ρεῖ ἁ­πλῶς νὰ ση­μαί­νει, νὰ γρά­φεις κα­τὰ τέ­τοι­ον τρό­πο, σὰν ὁ πα­ρα­λή­πτης, ἐ­νῶ δι­α­βά­ζει τὴν ἐ­πι­στο­λή, νὰ ­κού­ει μὲ τρό­πον ἄ­με­σο τὸν συν­τά­κτη της κα­θι­σμέ­νον δί­πλα του νὰ τοῦ μι­λᾶ δυ­να­τά, ἀ­πο­φα­σι­στι­κά! Ἂν εἶ­σαι σὲ θέ­ση νὰ ἐ­ξι­σορ­ρο­πεῖς πλή­ρως σὲ μιὰν ἐ­πι­στο­λὴ αὐ­τὴ τὴ δι­α­φο­ρὰ τοῦ ἐν σι­ω­πῇ γρά­φον­τος καὶ ἠ­χη­ρῶς ὁ­μι­λοῦν­τος, ση­μαί­νει ὅ­τι μπο­ρεῖς νὰ γρά­φεις ἐ­πι­στο­λές! Ὅ­λα τὰ ἄλ­λα εἶ­ναι λο­γο­τε­χνι­κὸ σκου­πι­δα­ρει­ὸ στε­φα­νω­μέ­νο μὲ δάφ­νες à la γου­ρου­νο­κε­φα­λή. Ταμ­πε­ρα­μέν­τα, ἀ­κα­λαι­σθη­σί­ες, πα­ρα­ξε­νι­ές, ἰ­τα­μό­τη­τες, ἀ­νο­η­σί­ες, ὅ­λα πρέ­πει νὰ βγαί­νουν στὴ φό­ρα, νὰ βο­οῦν, νὰ βο­οῦν· δι­α­φο­ρε­τι­κὰ τὸ γρά­ψι­μο κα­ταν­τᾶ τε­χνη­τή, κάλ­πι­κη καὶ ὡς ἐκ τού­του ἀ­νια­ρὴ ὑ­πό­θε­ση! Ἐ­πι­στο­λι­κὴ στιγ­μια­ία φω­το­γρα­φί­α!

       Ἦρ­θε κά­πο­τε ἕ­νας φί­λος μου, ὁ ὡ­ρο­λο­γο­ποι­ὸς Γι­ό­ζεφ T. Εἶ­χε μό­λις κη­δέ­ψει τὴν ὑ­πέ­ρο­χη 23χρονη ἀ­γα­πη­μέ­νη του.

       «Πέ­τερ, ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ μὲ βο­η­θή­σεις, βο­ή­θη­σέ με! Ἕ­να ἐ­πι­τύμ­βιο ἀ­πὸ σέ­να γιὰ τὴ μαρ­μά­ρι­νη τα­φό­πλα­κα! Πό­τε νὰ ἐλ­πί­ζω ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ σοῦ ἔρ­θει κά­τι ται­ρια­στό;­!­;»

       «Ἀ­μέ­σως τώ­ρα», τοῦ ἀ­πάν­τη­σα στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου, «ἢ πο­τέ!»

       Τρά­βη­ξε τὸ ση­μει­ω­μα­τά­ριό του.

       Τοῦ ὑ­πα­γό­ρευ­σα:

       «Ἤ­μουν ὁ ὡ­ρο­λο­γο­ποι­ὸς Γι­ό­ζεφ T.,

       Καὶ ὕ­στε­ρα βρέ­θη­κα στὸν πα­ρά­δει­σο μέ­σα ἀ­πὸ Σέ­να – – -.

       Καὶ τώ­ρα εἶ­μαι πά­λι ὁ ὡ­ρο­λο­γο­ποι­ὸς

       Γι­ό­ζεφ T. – – – .»

       Τό­σο ἄ­με­σα, τό­σο ἀ­πό­το­μα πρέ­πει κα­νεὶς νὰ ἀ­νοί­γει τὴν καρ­διά του· ἐ­πει­δὴ με­τὰ θὰ γί­νει μιὰ ἄ­νο­στη σα­λά­τα! Ἔ­τσι ἐ­ξη­γοῦν­ται οἱ πολ­λὲς ἄ­νο­στες σα­λά­τες – – -.

 .

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: D­ie L­e­b­e­n­s­m­a­s­c­h­i­n­e­r­ie ( μη­χα­νι­σμὸς τῆς ζω­ῆς) F­e­u­i­l­l­e­t­o­ns. Ἐ­πί­με­τρο E­l­ke Erb. R­e­c­l­am, L­e­i­p­z­ig 1980, σ. 79.

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).

Εἰκόνα: Ὁ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ στὸ Café Central τῆς Βιέννης τὸ 1907.

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Γιὰ τὶς πέννες

.

04-Altenberg,Peter-GiaTisPennes-Eikona-01

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)

 .

Γιὰ τὶς πέννες

(Über Schreibfedern)

.

05-Kappa-351px-K_oiseaux_svgΑΘΕ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΜΕΝΟΣ ἄν­θρω­πος θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χει μιὰ πέ­ν­να συν­δε­δε­μέ­νη κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο μὲ τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά του! Καὶ μὲ τὸ δί­κιο του δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε ἁ­πλῶς νὰ φαν­τα­στεῖ πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γρά­ψει μὲ μιὰν ἄλ­λη. Ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἄλ­λη θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­ταν γι’ αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τρο­χο­πέ­δη τῆς σκέ­ψης, συρ­ρί­κνω­ση τοῦ αἰ­σθή­μα­τος! Ἐ­νῶ ἡ αὐ­τῷ συ­να­νή­κου­σα πέννα θὰ με­τέ­φε­ρε τρό­πον τι­νὰ πνεῦ­μα καὶ ψυ­χὴ στὸ χαρ­τί, θὰ τὰ με­τέ­τρε­πε σὲ γρα­πτό!

       Ἡ δι­κή μου πέννα εἶ­ναι ἡ μπλὲ πέννα K­u­hn 201. Ὅ­πως ἕ­να βι­ο­λὶ ἀ­πὸ τὴν Κρε­μώ­να, ἔ­τσι κι αὐ­τὴ γί­νε­ται μὲ τὴν χρή­ση ὅ­λο καὶ πιὸ ἁ­πα­λή, πιὸ ἀ­πο­δο­τι­κή. Συ­χνὰ δεί­χνει νὰ προ­τρέ­χει σχε­δὸν καὶ τῶν «φτε­ρου­γι­σμά­των», ὅ­πως λέ­νε, «τῆς σκέ­ψης». Πάν­τως, ἐ­γὼ ἀ­φή­νο­μαι στὴ δι­ά­θε­σή της, ὅ­πως ἀ­φή­νε­ται κα­νεὶς σὲ μιὰ ἀ­σφα­λή, εὐ­γε­νι­κὴ ξε­να­γό.

       Ἕ­νας ἀλ­λο­δα­πὸς ψυ­χο­λό­γος μοῦ ἔ­γρα­ψε πρὶν ἀ­πὸ δυ­ὸ χρό­νια: «Τὸ χρει­ά­ζο­μαι γιὰ μία βα­σι­κὴ με­λέ­τη – – – τί ση­μαν­τι­κὸ ἔ­χε­τε νὰ μοῦ πεῖ­τε γιὰ τὸν τρό­πο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας σας;­!­;»

       Ἀ­πάν­τη­σα ἀ­μέ­σως: «Μπλὲ πέννα K­u­hn 201, χαρ­τὶ με­γά­λου —ὀρ­θο­γώ­νιου— σχή­μα­τος, σκλη­ρὴ χαρ­το­νέ­νια βά­ση, γιὰ νὰ μπο­ρῶ νὰ γρά­φω στὸ κρε­βά­τι. Ἤ­ρε­μη ψυ­χὴ καὶ γλί­σχρον ὀ­βο­λόν. Τὰ λοι­πὰ πα­ρέλ­κουν!»

       Ἂν μιὰ νε­α­ρὴ κυ­ρί­α μοῦ πεῖ: «Ἐ­γὼ γρά­φω τὰ πάν­τα μό­νο μὲ τὴν πέννα μ’ αὐ­τὸν ἢ τὸν ἄλ­λο τρό­πο», τὴ νι­ώ­θω ἀ­μέ­σως γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸ ψυ­χι­κὰ πιὸ κον­τά μου. Ἂν μοῦ τὸ πεῖ αὐ­τὸ μιὰ γη­ραι­ὰ κυ­ρί­α, τὴν βλέ­πω σὰν γρη­ὰ κα­ρα­κά­ξα.

       Ἀλ­λὰ νὰ μὴ χρη­σι­μο­ποι­εῖς συγ­κε­κρι­μέ­νη πέννα, ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μά­δι «ἐλ­λειμ­μα­τι­κῆς ἀ­το­μι­κό­τη­τας», θὰ ἔ­κρι­νε ἀ­φο­ρι­στι­κὰ ἕ­νας νε­ω­τε­ρι­στής.

       Ἐ­γὼ ὅ­μως λέ­ω μὲ τρό­πο ἤ­ρε­μο καὶ σε­μνό: Μπλὲ ἀ­τσά­λι­νη πέννα K­u­hn 201, καὶ ἔ­σο εὐ­γνώ­μων!

 .

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: W­i­e­n­er G­e­s­c­h­i­c­h­t­en (Βι­εν­νέ­ζι­κες ­στο­ρί­ες). Ἐ­πιμ. B­u­r­k­h­a­rd S­p­i­n­n­en. Sch­öf­fling & Co., F­r­a­n­k­f­u­rt <M.> 1997, σσ. 24-25.

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).

Εἰκόνα: Ὁ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ μὲ τὸν αὐστριακὸ μοντερνιστὴ ἀρχιτέκτονα Ἄ­ντολφ Λώς (Μπρνὸ τῆς Μοραβίας, 1870-Κάλκσμπουργκ, κοντὰ στὴν Βιέννη, 1933). Φω­τογραφία τοῦ 1905.

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Ἡ καμαριέρα τοῦ ξενοδοχείου

.

03-Altenberg,Peter-IKamarieraTouKsenodocheiou-Eikona-01

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)

. 

καμαριέρα τοῦ ξενοδοχείου

(Das Hotel-Stubenmädchen)

 .

02-KappaΑΘΟΤΑΝ ΝΥΧΤΑ, ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νη, τό­σα σκα­λιὰ πά­νω-κά­τω, τό­σες φρον­τί­δες γιὰ ξέ­νους ἀν­θρώ­πους, ἔ­γνοι­ες γιὰ ξέ­νες ἐ­πι­θυ­μί­ε­ς· κα­θό­ταν στὸ θυ­ρω­ρεῖ­ο, με­τροῦ­σε ἕ­να μά­τσο φι­λο­δω­ρή­μα­τα στὴν πο­διά της. Ἤ­ξε­ρα ὅ­τι εἶ­χε ἕ­να γο­η­τευ­τι­κὸ τρί­χρο­νο κο­ρι­τσά­κι, ὁ δὲ σύ­ζυ­γος ἄ­φαν­τος.

       Τὴ ρώ­τη­σα: «Ἀ­πὸ ποῦ εἶ­σαι, Μα­ρί­α;­!»

       «Ἀ­πὸ τὸ K­έρ­ντεν.»

       «Θὰ ἤ­σουν κά­πο­τε ἡ ὀ­μορ­φιὰ τοῦ χω­ριοῦ – – – .»

       «Ἤ­μου­να, ναί!»

       «Καὶ οἱ νε­α­ροὶ ὅ­λοι θὰ σὲ ζη­τοῦ­σαν σὲ γά­μο – – -­.»

       «Μὲ ζη­τοῦ­σαν.»

       «Καὶ τό­τε σὺ ἔ­πρε­πε νὰ δι­α­λέ­ξεις ἀ­κρι­βῶς τὸν κα­τάλ­λη­λο;­!»

       «Αὐ­τὸς δι­ά­λε­ξε μέ­να!»

       «Καὶ εἶ­σαι τό­σο ἤ­ρε­μη, τό­σο βέ­βαι­η – – -­.»

       «Σ’ αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ κα­νεὶς ν’ ἀν­τι­δρά­σει. Εἶ­ναι τῆς μοί­ρας!»

       «Ὄ­χι, ἡ ἀ­νο­η­σί­α ἦ­ταν, ἡ στε­νο­κε­φα­λιά – – -­.»

       «Ἔ­τσι μᾶς εἶ­ναι γρα­φτό!»

       Ἀρ­γό­τε­ρα μοῦ εἶ­πε: «Μὴ μὲ ἀγ­γί­ζε­τε, δὲν μοῦ ται­ριά­ζει. Για­τί μοῦ χα­ϊ­δεύ­ε­τε τὰ μαλ­λιά; Δὲν εἶ­μαι ’­γὼ πιὰ γιὰ χά­δια – – -­.»

       Τῆς ἔ­δω­σα μιὰ κο­ρό­να.

       «Για­τί μοῦ τὸ δί­νε­τε;­!»

       «Γιὰ τὴν ὀ­μορ­φιὰ ποὺ ἤ­σουν κά­πο­τε τοῦ χω­ριοῦ!» τῆς ἀ­πάν­τη­σα. Τό­τε ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

. 

Πηγή: W­i­e­n­er G­e­s­c­h­i­c­h­t­en (Βι­εν­νέ­ζι­κες ­στο­ρί­ες). Ἐ­πιμ. B­u­r­k­h­a­rd S­p­i­n­n­en. Sch­öf­fling & Co., F­r­a­n­k­f­u­rt <M.> 1997, σσ. 24-25.

 

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

 

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Σταμ­που­λοῦ, Συ­με­ὼν Γρ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).

 

Εἰκόνα: Πορτραῖτο τοῦ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ. Ἔργο (1909) τοῦ αὐστριακοῦ καλ­λι­τέ­χνη Ὄσκαρ Κοκόσκα (1886-1980).

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg): Στὸν Δημοτικὸ Κῆπο (I)

.

02-Altenberg,Peter-StonDimotikoKipo-Eikona-02

.

Πέτερ Ἄλτενμπεργκ (Peter Altenberg)

. 

Στὸν Δημοτικὸ Κῆπο (I)

(Im Volksgarten I)

 .

10-Iota-Century_Mag_Illuminated_I_-_2ΟΥΛΙΟ μήνα στὸν Δη­μο­τι­κὸ Κῆ­πο. Ἡ εὐ­χά­ρι­στη δρο­σιὰ τῶν φυ­τῶν ἔ­χει χα­θεῖ. Τώ­ρα ἀν­θί­ζουν τὰ ρό­δα C­r­i­m­s­on R­a­m­p­l­er* σὰν βα­θυ­κόκ­κι­νοι θά­μνοι. Στὴ λι­μνού­λα, μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ μνη­μεῖ­ο τῆς Ἐ­λι­σά­βετ, ἁ­πλώ­νον­ται τὰ μα­ρα­μέ­να νού­φα­ρα. Μό­νο τὰ φύλ­λα ξα­πλώ­νουν ἐ­πί­πε­δα στὸ νε­ρὸ ποὺ ἰ­ρι­δί­ζει πρα­σι­νω­πό. Στὶς τε­ρά­στι­ες ἀ­νοι­χτοῦ φαι­οῦ χρώ­μα­τος πή­λι­νες γλά­στρες ἀν­θί­ζουν ρὸζ ὀρ­ταν­σί­ες. Τὰ μαρ­μά­ρι­να παι­δι­κὰ πρό­σω­πα στὰ συν­τρι­βά­νια ἀ­κτι­νο­βο­λοῦν γλυ­κύ­τη­τα χω­ρὶς προ­η­γού­με­νο. Θὰ εἶ­ναι τὰ παι­διὰ τοῦ ἴ­διου τοῦ γλύ­πτη. Ἂς εἶ­ναι κα­λὰ ὁ ἄν­θρω­πος! Ἕ­να κο­ρι­τσά­κι ἐν­νιὰ χρο­νῶ δεί­χνει σὲ ὅ­λους μας τὴν ὑ­πέ­ρο­χη μα­ε­στρί­α του. Φο­ρά­ει μό­νο ἄ­σπρο που­κα­μι­σά­κι κι ἔ­χει ἕ­να χον­τρὸ κόκ­κι­νο με­τα­ξέ­νιο κορ­δό­νι. Παί­ζει σχοι­νά­κι τρέ­χον­τας σὰν ἕλ­λη­νας μα­ρα­θω­νο­δρό­μος. Παί­ζει ντι­άμ­πο­λο σὰν πρω­τα­θλή­τρια. Δου­λεύ­ει ταυ­το­χρό­νως μὲ δυ­ὸ ρα­κέ­τες καὶ δυ­ὸ κόκ­κι­νες λα­στι­χέ­νι­ες μπά­λες. Τὴν ἐ­πευ­φη­μῶ: Μπρά­βο, μπρά­βο! σὰν νὰ βρι­σκό­μουν σὲ Βα­ριε­τέ. Γυ­μνὰ πο­δα­ρά­κια γα­ζέ­λας. Συ­νε­παρ­μέ­νη ἀ­π’ τὸ χει­ρο­κρό­τη­μα κά­νει τώ­ρα τὰ πάν­τα γιὰ μέ­να καὶ τὴν εὐ­γε­νι­κὴ φί­λη μου. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ση­κώ­νου­με τὴ μιὰ μπά­λα της ἀ­πὸ κά­τω. Τὸ ξέ­ρει, εἶ­ναι ἡ εὐ­νο­ού­με­νή μας. Ἔ­χει πά­ρει μὲ τὸ μέ­ρος της ξέ­νους ἀν­θρώ­πους. Ἔ­χει πε­τά­ξει πά­νω ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ σφαί­ρα τοῦ μπαμ­πά, τῆς μα­μᾶς, τοῦ θεί­ου, τῆς θεί­ας, καὶ δι­εισ­δύ­σει στὴ χώ­ρα τῆς ἀν­τι­κει­με­νι­κῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης.

       Καὶ τό­τε ἡ μα­μὰ τῆς λέ­ει: «Παῖ­ξε πρὸς τὰ μέ­να, θέ­λω νὰ βλέ­πω κι ἐ­σέ­να, ὄ­χι μό­νο τὴν πλά­τη σου.»

       Τό­τε τὸ παι­δὶ μᾶς ἀ­φή­νει ἐ­μᾶς, γυ­ρί­ζει καὶ παί­ζει πρὸς τὴ μα­μά. Ρί­χνει ὅ­μως κλε­φτὲς μα­τι­ὲς στοὺς ξέ­νους θαυ­μα­στές του.

       Λί­γο με­τὰ ἔρ­χε­ται ὁ μπαμ­πάς, κου­ρα­σμέ­νος ἀ­π’ τὶς δου­λειές.

       «Δι­α­σκε­δά­ζεις, Ἄν­να;­!;» λέ­ει στὸ κο­ρι­τσά­κι του.

       «Δι­α­σκε­δά­ζω, δι­α­σκε­δά­ζω» —θὰ σκέ­φτη­κε ἡ Ἄν­να—, «μὲ κα­μα­ρώ­νουν, μὲ θαυ­μά­ζου­νε».

 .

* R­o­sa C­r­i­m­s­on R­a­m­p­l­er: Εἶ­δος ἰ­α­πω­νι­κοῦ μὴ ἀ­ρω­μα­τι­κοῦ ρό­δου ποὺ ἔ­φε­ρε πρῶ­τος στὴν Εὐ­ρώ­πη τὸ 1893 ὁ C­h­a­r­l­es T­u­r­n­er. Βα­θιοῦ πορ­φυ­ροῦ χρώ­μα­τος, ἀ­ναρ­ρι­χη­τι­κό, κα­τάλ­λη­λο γιὰ τοί­χους καὶ πέρ­γκο­λες.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: W­i­e­n­er G­e­s­c­h­i­c­h­t­en (Βι­εν­νέ­ζι­κες ­στο­ρί­ες). Ἐ­πιμ. B­u­r­k­h­a­rd S­p­i­n­n­en. Sch­öf­fling & Co., F­r­a­n­k­f­u­rt <M.> 1997, σσ. 24-25.

Peter_Altenberg(1907)Πέ­τερ Ἄλ­τεν­μπεργκ (Peter Altenberg) (Ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ R­i­c­h­a­rd E­n­g­l­ä­n­d­er, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς· 9 Μαρ­τί­ου 1859, Βι­έν­νη – 8 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1919, Βι­έν­νη). Πε­ζο­γρα­φία, ποί­η­ση, δο­κί­μιο, ἐ­πι­στο­λο­γρα­φί­α. Πρό­σω­πο-κλει­δὶ γιὰ τὴ γέ­νε­ση τοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὴν πό­λη τῆς Βι­έν­νης. Θι­α­σώ­της τῆς μι­κρῆς πε­ζο­γρα­φι­κῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας. Συγ­γρα­φέ­ας τοῦ κα­φε­νεί­ου, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς βι­εν­νέ­ζι­κης μπο­ε­μί­ας, στε­νὸς γνώ­ρι­μος τῶν Ἄρ­θουρ Σνί­τσλερ, Γκού­σταβ Κλίμπτ, Ἄν­τολφ Λώς, Γκού­σταβ Μά­λερ. Σει­ρὰ ποι­η­μά­των του με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Ἄλ­μπαν Μπέργκ*. (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ἐ­δῶ, στὸ «Ὁ P­e­t­er A­l­t­e­n­b­e­rg καὶ τὰ “ἤ­ρε­μα τη­λε­γρα­φή­μα­τα τῆς ψυ­χῆς”», εἰ­σα­γω­γὴ στὸ ἔρ­γο τοῦ βι­εν­νέ­ζου λο­γο­τέ­χνη ἀ­πὸ τὸν με­τα­φρα­στή του Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ.)

* Σχε­τι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις μπο­ρεῖ­τε νὰ δεῖ­τε καὶ νὰ ἀ­κού­σε­τε ἐ­δῶ:

https://www.youtube.com/watch?v=4ILjV8vUEAE

https://www.youtube.com/watch?v=Tl5Xm4qYOP0

https://www.youtube.com/watch?v=ppSjuLsmMWE

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Με­τά­φρα­ση, φι­λο­λο­γι­κὴ με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἑλ­λη­νι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὴν Ἀ­θή­να καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δί­δα­ξε τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λι­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε: Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (ΣΩΒ, 2006)· Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες κα ση­μει­ώ­μα­τα γι τν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, 2009)· R.M. Rilke-P. Celan, ­πὸ τν ­λε­γεί­α στ ­ρε­βῶ­δες ποί­η­μα. Πρό­λο­γος-με­τά­φρα­ση (Ἄγ­κυ­ρα, 2012)· Νο­βά­λις, Σκέ­ψεις. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λια (Στιγ­μή, 2012)· R.M. Rilke, Ἐ­λε­γεῖ­ες ἀ­πὸ τὸ Ντου­ΐ­νο. Με­τά­φρα­ση-ἐ­πι­λε­γό­με­να-σχό­λι­α (Στιγ­μή, 2012)· Φρήν­τριχ Χαίλ­ντερ­λιν, Ποι­ή­μα­τα. Με­τά­φρα­ση-Ἐ­πί­με­τρο-Ση­μει­ώ­σεις (Στιγ­μή, 2013).

Εἰκόνα: Ὁ Πέτερ Ἄλτενμπεργκ στὰ λουτρά. Καρεδάκι ἀπὸ τὸ βίντεο Altenberg. The little Pocket Mirror [http://www.atomictv.com/altenberg_02.html].

.

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius): Ἀττικὲς Nύχτες – Γιὰ τὴν καλαίσθητη διακριτικότητα τοῦ Ἀριστοτέλη

 

 

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius)

 

Ἀττικὲς Nύχτες

(Atticae Noctes)

 

Γιὰ τοὺς φι­λό­σο­φους ­ρι­στο­τέ­λη, Θε­ό­φρα­στο καὶ Με­νέ­δη­μο· καὶ γιὰ τὴν κα­λαί­σθη­τη δι­α­κρι­τι­κό­τη­τα τοῦ ­ρι­στο­τέ­λη κα­τὰ τὴν ­κλο­γὴ τοῦ δι­α­δό­χου του στὴ δι­εύ­θυν­ση τῆς Σχο­λῆς.

 

ΦΙ­ΛΟ­ΣΟ­ΦΟΣ Α­ΡΙ­ΣΤΟ­ΤΕ­ΛΗΣ, λί­γο πρὶν συμ­πλη­ρώ­σει τὰ ἑ­ξήν­τα δύ­ο του χρό­νια, εἶ­χε ἀ­στα­θῆ καὶ κα­τα­βε­βλη­μέ­νη ὑ­γεί­α ποὺ τοῦ ἔ­δι­νε ἐ­λά­χι­στες ἐλ­πί­δες ζω­ῆς. Σ’ αὐ­τὴ τὴ χρο­νι­κὴ στιγ­μὴ τὸν ἐ­πι­σκέ­φτη­καν ὅ­λοι οἱ μα­θη­τές του πα­ρα­κα­λών­τας καὶ ἐ­ξορ­κί­ζον­τάς τον νὰ ὁ­ρί­σει ὁ ἴ­διος τὸν δι­ά­δο­χο στὴ θέ­ση του καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α, τὸν ὁ­ποῖ­ο, με­τὰ τὴν ἐκ­δη­μί­α του, θὰ ἔ­πρε­πε ὅ­λοι νὰ ὑ­πα­κού­ουν ὅ­πως καὶ τὸν ἴ­διο, καὶ κα­τ’ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο νὰ συμ­πλη­ρώ­νουν καὶ τε­λει­ο­ποι­οῦν τὶς γνώ­σεις τους στοὺς ἐ­πι­στη­μο­νι­κοὺς κλά­δους ποὺ τοὺς εἶ­χε μυ­ή­σει.

       Στὴ Σχο­λὴ ὑ­πῆρ­χαν μὲν τό­τε πολ­λοὶ κα­λοὶ μα­θη­τές, ὅ­μως ξε­χώ­ρι­ζαν δύ­ο, ὁ Θε­ό­φρα­στος καὶ ὁ Με­νέ­δη­μος. Ὑ­πε­ρεῖ­χαν ὅ­λων τῶν ἄλ­λων σὲ πνευ­μα­τι­κὴ δύ­να­μη καὶ ἐ­πι­στη­μο­σύ­νη· ὁ πρῶ­τος κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν νῆ­σο Λέ­σβο, ὁ Με­νέ­δη­μος πά­λι ἀ­πὸ τὴν Ρό­δο. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θὰ κά­νει ὅ,τι τοῦ ζη­τοῦν, μό­λις τοῦ δο­θεῖ ἡ κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α.

       Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν βρέ­θη­καν ἐκ νέ­ου μα­ζὶ αὐ­τοὶ ποὺ εἶ­χαν πα­ρα­κα­λέ­σει γιὰ τὸν δι­ά­δο­χο στὴν δι­δα­σκα­λί­α, ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε ὅ­τι τὸ κρα­σὶ ποὺ πί­νει, δὲν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λο γιὰ τὴν κα­τά­στα­ση τῆς ὑ­γεί­ας του, ἀλ­λὰ βλα­βε­ρὸ καὶ στυ­φό, καὶ γι’ αὐ­τὸ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κοι­τά­ξουν γιὰ ἕ­να ξέ­νο κρα­σί, κά­τι ἢ ἀ­πὸ τὴν Ρό­δο ἢ ἀ­πὸ τὴν Λέ­σβο. Τοὺς πα­ρα­κά­λε­σε νὰ φρον­τί­σουν γιὰ τὶς δύ­ο αὐ­τὲς ποι­κι­λί­ες καὶ τοὺς εἶ­πε ὅ­τι θὰ ἔ­πι­νε ἐ­κεῖ­νο ποὺ θὰ τὸν ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πο­χω­ροῦν, ἀρ­χί­ζουν τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση, βρί­σκουν τὸ ζη­τού­με­νο, τὸ προ­σκο­μί­ζουν. Τό­τε ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ζη­τᾶ τὸ ρο­δί­τι­κο, τὸ δο­κι­μά­ζει καὶ λέ­ει: «Πραγ­μα­τι­κά, δυ­να­τὸ καὶ εὐ­χά­ρι­στο κρα­σί». Ἀ­μέ­σως ζη­τᾶ τὸ λε­σβια­κό. Μό­λις τὸ δο­κι­μά­ζει, ἀ­πο­φαί­νε­ται: «Καὶ τὰ δύ­ο, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ κρα­σιά, ἀλ­λὰ ἡ­δί­ων ὁ Λέσ­βι­ος [οἶ­νος]­». Ὅ­ταν τὸ εἶ­πε αὐ­τό, οὐ­δεὶς πλέ­ον ἀμ­φέ­βαλ­λε ὅ­τι μὲ τρό­πο εὔ­χα­ριν καὶ ταυ­το­χρό­νως δι­α­κρι­τι­κὸ εἶ­χε ἐ­πι­λέ­ξει μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὄ­χι τὴν ποι­κι­λί­α τοῦ κρα­σιοῦ ἀλ­λὰ τὸν δι­ά­δο­χό του. Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Θε­ό­φρα­στος ἀ­πὸ τὴν Λέ­σβο, ἀ­νὴρ ἐξ ἴ­σου ἀ­γα­πη­τὸς στὴν δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὴν ζω­ή. Καὶ ὅ­ταν, λί­γο με­τὰ ἀ­π’ αὐ­τό, ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης ἀ­να­χώ­ρη­σε, συμ­φώ­νη­σαν ὅ­λοι στὸ πρό­σω­πο τοῦ Θε­ό­φρα­στου.

  

 

Πηγή: A. G­e­l­l­ii N­o­c­t­es A­t­t­i­c­ae, ἐ­πιμ.-σχό­λια P.K. M­a­r­s­h­a­ll, T­o­mi I-II, L­i­b­ri I-XX, O­x­o­n­ii E Typo­gra­pheo C­l­a­r­e­n­d­o­n­i­a­no 1968,  (3η ἔκ­δο­ση) 1991. (Βι­βλί­ο XIIΙ, Κεφ. 5)

 

Αὖλος Γέλλιος (Aulus Gellius) (περ. 125-με­τὰ τὸ 180). Λα­τί­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς πε­ρι­ό­δου ποὺ σπού­δα­σε στὴν Ἀ­θή­να. Βλ. ἐ­δῶ: Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ, «A­u­l­us G­e­l­l­i­us – Γιὰ τὴ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ λα­τι­νι­κά:

Συ­με­ὼν Γρ. Σταμ­που­λοῦ. Δι­δά­σκει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Λει­ψί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς με­λέ­τες Πη­γὲς τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα. Ὁ λό­γος τῆς σι­ω­πῆς στὴ σκη­νὴ τοῦ με­σο­πο­λέ­μου (Ἐκδ. Σύλ­λο­γος πρὸς Δι­ά­δο­σιν Ὠ­φε­λί­μων Βι­βλί­ων, Ἀ­θῆ­ναι, 2006) καὶ Ὁ ἴ­σκιος τῆς γρα­φῆς. Με­λέ­τες καὶ ση­μει­ώ­μα­τα γιὰ τὸν Γιά­ννη Σκα­ρίμ­πα (Ἄγ­κυ­ρα, Ἀ­θή­να, 2009).

 

Εἰκό­να: Ἀριστοτέλης, Θεόφραστος καὶ Στράτων ὁ Λαμψακηνός. Ἔργο τοῦ Eduard Lebiedzki σὲ σχέδια τοῦ Carl Rahf. Ἀπόσπασμα τοιχογραφίας στὰ Προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀ­θηνῶν.