Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς: Πῶς πέ­ρα­σα τὰ Χρι­στού­γεν­να



Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς


Πῶς πέ­ρα­σα τὰ Χρι­στού­γεν­να


Α ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΟΥ ἦ­ταν πο­λὺ ὄ­μορ­φα, τὰ πέ­ρα­σα στὸ χω­ριό. Ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λης μοῦ ἔ­φε­ρε τὸ δῶ­ρο ποὺ τοῦ εἶ­χα ζη­τή­σει κα­θώς, ὅ­πως εἶ­πε, ἤ­μουν κα­λὸ παι­δί. Γιὰ ἀ­κό­μη μί­α φο­ρὰ δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε ἦρ­θε.

       Ἡ για­γιά μου ἕ­να βρά­δυ μὲ ἀ­γρί­ε­ψε μὲ τοὺς κα­λι­κάν­τζα­ρους, τό­σο ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κοι­μη­θῶ. Πῆ­γα καὶ τὸ εἶ­πα στὴν μα­μὰ καὶ μά­λω­σε μὲ τὸν μπαμ­πά. Τοῦ φώ­να­ζε πὼς ἡ για­γιὰ μᾶς βά­ζει ται­νί­ες τρό­μου καὶ μᾶς λέ­ει τρο­μα­χτι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ ὅ­τι εἶ­μαι εἰ­δι­κὰ ἐ­γὼ “ὁ μι­κρός”, πο­λὺ μι­κρὸς γιὰ τέ­τοι­α.

       Τέ­λο­σπαν­των τὶς ἑ­πό­με­νες μέ­ρες εἴ­δα­με ται­νί­ες τῆς Dis­ney μό­νο, ἂν καὶ ὁ ἀ­δερ­φός μου εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι εἶ­δε ται­νί­α τρό­μου. Ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε μιὰ ται­νί­α ποὺ ἤ­ξε­ρα ποι­ά εἶ­ναι, για­τὶ μι­λᾶ­με γιὰ αὐ­τὴν στὸ σχο­λεῖ­ο. Τὸ Alien, εἶ­ναι μιὰ ται­νί­α μὲ ἕ­να τέ­ρας στὸ δι­ά­στη­μα. Ἔ­τσι λοι­πὸν ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­πε, ἐ­γὼ ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ κοι­μᾶ­μαι, κοί­τα­ζα πί­σω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα κρυ­φά, ἀλ­λὰ μό­νο ὁ ἦ­χος μὲ τρό­μα­ζε.

       Ἀ­γα­πη­μέ­νη μου Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ται­νί­α εἶ­ναι τε­λι­κά τὸ Μό­νος στὸ σπί­τι. Νο­μί­ζω ὅ­τι εἶ­ναι φο­βε­ρὴ κω­μω­δί­α καὶ ἀ­ρέ­σει σὲ ὅ­λους. Βέ­βαι­α τὸ δεί­χνει κά­θε χρό­νο, φέ­τος τὸ ἔ­δει­ξε πιὸ νω­ρὶς καὶ ἀ­πὸ τὴν δι­α­φή­μι­ση τῶν Jumbo. Νὰ δεῖ­τε τὸ “Μιὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἱ­στο­ρί­α”, αὐ­τὸ τοῦ 2022 στὸ Netflix, ὁ πα­τέ­ρας μου λέ­ει πὼς εἶ­ναι ἀ­ρι­στούρ­γη­μα.

       Συ­γνώ­μη ποὺ μι­λά­ω συ­νέ­χεια γιὰ ται­νί­ες, ἀλ­λὰ ἔ­τσι εἶ­ναι οἱ γι­ορ­τές.

       Καὶ τὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ἦ­ταν πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο, ὅ­πως μου εἶ­πε ὁ μπαμ­πάς, τὰ στο­λί­δια ἦ­ταν λέ­ει βίν­ταζ, τέ­λος πάν­των ἦ­ταν πα­λιά, τὸ δέν­τρο ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λα τα ἄλ­λα δέν­τρα ποὺ εἶ­δα φέ­τος, ἂν καὶ αὐ­τὸ ἦ­ταν πα­λιό. Ὁ μπαμ­πὰς ἀ­να­ρω­τι­έ­ται, λέ­ει, πῶς δὲν ἔ­χει με­γα­λώ­σει τό­σα χρό­νια.

       Μιὰ μέ­ρα χι­ό­νι­σε καὶ φτι­ά­ξα­με χι­ο­νάν­θρω­πο, ἡ για­γιὰ φώ­να­ζε συ­νέ­χεια, ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ντυ­θοῦ­με κα­λύ­τε­ρα καὶ εἶ­χε δί­κιο. Ὁ μπαμ­πὰς πέ­τα­ξε μιὰ χι­ο­νόμ­πα­λα στὴν μα­μά, ποὺ δὲν ἤ­θε­λε νὰ παί­ξει μα­ζί μας χι­ο­νο­πό­λε­μο, ἡ μα­μὰ δὲν φο­ροῦ­σε κα­σκόλ, ἡ μπά­λα τὴ βρῆ­κε στὸν λαι­μὸ καὶ πέ­ρα­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν μπλού­ζα κι ἔ­τσι ἡ μα­μὰ κρύ­ω­σε γιὰ τρεῖς μέ­ρες καὶ ὅ­λο ἔ­λε­γε στὸν μπαμ­πά, πό­τε θὰ στα­μα­τή­σει νὰ κά­νει σὰν μι­κρὸ παι­δί.

       Ἐ­πί­σης κά­να­με βόλ­τα στὸ βου­νὸ καὶ συ­ναν­τή­σα­με καὶ ἄλ­λα παι­διά, ποὺ δὲν ξέ­ρα­με, παί­ξα­με γιὰ πολ­λὲς ὧ­ρες, ἐ­μέ­να μοῦ ἀ­ρέ­σει μιὰ φί­λη μου καὶ μᾶλ­λον θὰ τὴν παν­τρευ­τῶ, τὴν ξέ­ρω ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἤ­μου­να μι­κρός.

       Εἴ­δα­με ἀ­κό­μα στὴν ἀ­γο­ρὰ ἕ­ναν ἅ­ι Βα­σί­λη, μὰ τοῦ τρά­βη­ξα τὰ γέ­νια καὶ ἦ­ταν ψεύ­τι­κα καὶ σὰν νὰ μὴν φτά­ναν ὅ­λα αὐ­τά, ὁ μπαμ­πὰς τὸν ἤ­ξε­ρε καὶ πι­ά­σα­νε συ­ζή­τη­ση. Μᾶλ­λον δὲν ἦ­ταν ὁ πραγ­μα­τι­κὸς ἅ­γιος Βα­σί­λης.

       Φά­γα­με ἕ­να σω­ρὸ ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα, μὰ μοῦ ἄ­ρε­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ βα­σι­λό­πι­τα, για­τὶ κέρ­δι­σα τὸ φλου­ρὶ καὶ ἡ για­γιὰ μοῦ ἔ­δω­σε 50 εὐ­ρώ. Βέ­βαι­α οἱ ἄλ­λοι, δὲν ξέ­ρω για­τί, ἀλ­λὰ πῆ­ραν ἀ­πὸ ἕ­να μό­νο κομ­μά­τι καὶ ἀ­φή­σα­νε ὁ­λό­κλη­ρη πί­τα γιὰ ἐ­μέ­να. Δὲν πει­νά­γα­νε μᾶλ­λον.

       Βέ­βαι­α εἴ­πα­με τὰ κά­λαν­τα στὴν για­γιὰ καὶ ἔ­τσι μά­ζε­ψα ἄλ­λα 50 εὐ­ρώ, γε­νι­κὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να ὅ­λοι δί­νουν λε­φτά, πο­λὺ ὡ­ραί­α γι­ορ­τή. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ λέ­ω τὰ κά­λαν­τα γιὰ μί­α ζω­ή.

       Παι­χνί­δια στὸ κι­νη­τὸ δὲν παί­ξα­με πο­λύ, θὰ ἤ­θε­λα νὰ μᾶς ἀ­φή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς οἱ με­γά­λοι δὲν ξέ­ρουν τί τοὺς γί­νε­ται. Για­τί εἶ­ναι τὸ Λού­κυ Λοὺκ κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ παι­χνί­δια καὶ ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Γκο­σι­νί; Κά­ποι­ος φί­λος τοῦ πα­τέ­ρα μου μᾶλ­λον.

       Τὶς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες ἔ­πρε­πε δυ­στυ­χῶς νὰ δι­α­βά­σου­με καὶ νὰ γρά­ψω αὐ­τὴν τὴν ἔκ­θε­ση, ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν ἔ­χει ὀρ­θο­γρα­φι­κὰ λά­θη, ἀλ­λὰ θὰ τὴν ἐ­λέγ­ξει φαν­τά­ζο­μαι κά­ποι­ος.

       Τέ­λος, πα­ρα­μο­νὴ Πρω­το­χρο­νιᾶς, ξύ­πνη­σα τὸ βρά­δυ καὶ κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μή­πως δῶ τὸν ἅ­γιο Βα­σί­λη, καὶ εὐ­χή­θη­κα νὰ εἶ­ναι ὅ­λος ὁ κό­σμος κα­λά, νὰ ὑ­πάρ­χει εἰ­ρή­νη καὶ εὐ­τυ­χί­α καὶ ἐ­κεί­νη τὴν στιγ­μὴ εἶ­δα ἕ­να πε­φτα­στέ­ρι.

       Αὐ­τὲς ἦ­ταν οἱ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες δι­α­κο­πές μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς γεν­νή­θη­κε στὸ Νέ­ο Ἡ­ρά­κλει­ο Ἀτ­τι­κῆς. Ἐ­κεῖ τε­λεί­ω­σε τὸ λύ­κει­ο. Με­τὰ φοί­τη­σε στὴν σχο­λὴ σκη­νο­θε­σί­ας Λυ­κούρ­γου Σταυ­ρά­κου. Ἔ­κα­νε μί­α μι­κροῦ μή­κους ται­νί­α σὲ συν-σκη­νο­θε­σί­α, ποὺ συμ­με­τεῖ­χε σὲ δι­ά­φο­ρα φε­στι­βάλ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Μί­α μὲ τί­τλο Ἀποσχισμένα Ποιήματα ἀ­πὸ τὶς ἐκδό­σεις Πλα­νό­διον καὶ δύ­ο ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Συμ­παν­τι­κὲς Δι­α­δρο­μές: Μί­α ἱ­στο­ρί­α καὶ με­τά καὶ Ἡ ἀ­γά­πη ἔρ­χε­ται πρώ­τη. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ζεῖ στὸ Ἀ­λι­βέ­ρι Εὐ­βοί­ας.