
Τζόυς Κάρολ Ὄουτς (Joyce-Carol Oates)
Τὰ Ἀντικείμενα στὸν Καθρέφτη
Βρίσκονται Πιὸ Κοντὰ Ἀπ’ Ὅσο Φαίνονται
(Objects in Mirror Are Closer Than They Appear)
ΗΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ποὺ πέρασες μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι μου τὴν Τρίτη μετὰ τὸ σχολεῖο ἡ νταρντάνα ξαδέλφη μου μὲ τὰ κοντοκουρεμένα μαλλιά, ἡ Γκουέντολιν Μπάρνστεντ, ποὺ καθόταν δίπλα μου καὶ κάπνιζε στὰ μπροστινὰ σκαλιά, εἶπε Δικέ μου! εἶσαι ὁ πιὸ ὄμορφος ἄνδρας ποὺ εἶχε δεῖ στὴ ζωή της. Ἡ δική μου προσοχὴ ἔχει ἐπικεντρωθεῖ στὸ ἐκπληκτικὸ ὄχημα ποὺ ὁδηγεῖς, ἕνα σέξι τζὶπ μὲ μεγάλα λάστιχα καὶ ἐπίπεδο παρμπρίζ, σὲ χρῶμα μεταλλικὸ χακί, ὅπως ἡ πλάτη ἑνὸς σκαθαριοῦ. Ὥσπου τὸ μυαλό μου νὰ ἐπεξεργαστεῖ τὸ σχόλιο τῆς Γκουὲν ἐσὺ ἔχεις ἤδη περάσει.
Ὡς γεννημένη σκεπτικίστρια, ἡ μόνη λογικὴ στὴν οἰκογένεια, ρωτάω τὴν Γκουὲν γιατί εἶσαι τόσο ὄμορφος· τί τὸ ἰδιαίτερο ἔχεις καὶ ἡ Γκουὲν λέει, χαμηλώνοντας τὴ φωνή της σὰν νὰ μᾶς ἄκουγε κάποιος (δὲν ὑπάρχει κανείς, ἡ μαμά μου εἶναι ξαπλωμένη καὶ ἄρρωστη στὸ κρεβάτι της στὸ διπλανὸ δωμάτιο, κάνοντας ἕναν θόρυβο σὰν νὰ ἀναπνέει μέσα ἀπὸ ἕναν βουλωμένο σωλήνα), «Μὲ τὰ σέξι κατάμαυρα μαλλιά του ἔμοιαζε μὲ “Ἰθαγενὴ Ἀμερικανό”. Φαινόταν νὰ φοράει ἕνα λευκὸ πουκάμισο, ξέρεις – ἕνα πραγματικὸ πουκάμισο μὲ μανίκια. Δὲν ξέρω, ἁπλῶς φαινόταν πολὺ στιλάτος. Δὲν ἔμοιαζε μὲ κανέναν ἀπὸ ὅσους ζοῦν ἐδῶ πέρα.»
Ἡ Γκουὲν κι ἐγὼ σὲ περιμένουμε νὰ κάνεις τὸν γύρο τοῦ τετραγώνου, ὅπως κάνουν μερικὲς φορὲς οἱ ἄνδρες. Ἐσὺ δὲν τὸ ἔκανες.
(Βασικά, ζοῦμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ δὲν ὑπάρχουν «τετράγωνα» ἐδῶ ὅπως σὲ ἕνα πολιτισμένο μέρος. Θὰ ἔπρεπε νὰ ὁδηγήσεις πέντε ἢ ἕξι μίλια στὸν Νὸρθ Φὸρκ Ρόουντ γιὰ νὰ κάνεις τὸν γύρο. Ἐσύ, ὅμως, θὰ μποροῦσες νὰ εἶχες στρίψει τὸ ἐκπληκτικὸ ὄχημά σου καὶ νὰ εἶχες ὁδηγήσει πρὸς τὸ μέρος μας, αὐτὸ σκέφτομαι.)
Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ πέρασες ἀπὸ τὸ σπίτι μου, γύρω στὶς 6 τὸ ἀπόγευμα τῆς ἑπόμενης μέρας, ἡ ὥρα ἦταν περασμένη καὶ ἐσὺ ὁδηγοῦσες πιὸ ἀργὰ κι ἐγὼ ἤμουν μόνη στὸ μπροστινὸ δωμάτιο, ὅπου τρία τζάμια εἶχαν λιγδιάσει ἀπὸ τὸ μέτωπό μου ποὺ ἀκουμποῦσε πάνω τους καὶ ὅταν εἶδα τὸ ἐντυπωσιακὸ στρατιωτικὸ-σκαθαρικὸ ὄχημα ἡ καρδιά μου ἄρχισε νὰ χτυπάει σὰν τρελὴ μέσα στὸ στέρνο μου καὶ σκεφτόμουν Ἔ, σὲ ξέρω ἐσένα! Σὲ ξέρω! ἀλλὰ εἶχα παραλύσει καὶ δὲν μποροῦσα νὰ τρέξω ἔξω, ἁπλῶς δὲν μποροῦσα νὰ τὸ κάνω. Ἔχει ἔρθει ἡ ὥρα νὰ ἑτοιμάσω τὸ βραδινό, νὰ φέρω στὴ μαμά μου τὸ βραδινό της μέσα σὲ δίσκο, τὸ ψητὸ μὲ τὰ μακαρόνια καὶ τὸ τυρὶ βρίσκεται στὸ φοῦρνο κι ἐγὼ περιφέρομαι στὸ σπίτι ἀγχωμένη σὰν νὰ μὲ τσιμπᾶνε κόκκινα μυρμήγκια μέσα ἀπὸ τὰ ροῦχα, περιμένοντας τὸ τηλέφωνο νὰ χτυπήσει, ἐνῶ δὲν ἔχει χτυπήσει ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἦρθα σπίτι μετὰ τὸ σχολεῖο καὶ μοιάζει νὰ εἶναι νεκρὸ ἢ ἀποσυνδεδεμένο ἢ σὰν νὰ ἔχει ἐξολοθρευτεῖ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα ἐκτὸς ἀπὸ μένα κι ἐγὼ ἀτενίζω τὸν δρόμο μέσα ἀπὸ τὶς κηλίδες τῆς λίγδας στὸ τζάμι, κοιτάζοντας τὸ ἐντυπωσιακὸ καὶ λαμπερὸ ὄχημα καὶ τὸν ὁδηγό του, ἕναν ἄνδρα μὲ κατάμαυρα μαλλιά· σταματάει γιὰ νὰ δεῖ τὸ νούμερο τοῦ σπιτιοῦ μας —αὐτὸ κάνεις ἀλήθεια;— προσπαθεῖ νὰ δεῖ τὸ νούμερο 249 ποὺ κάποτε ἔλαμπε στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ τώρα εἶναι σχεδὸν ἀόρατο – καὶ ξαφνικὰ ἡ ἀποκάλυψη φώτισε τὸ μυαλό μου φανερώνοντάς μου ποιὸς εἶσαι: ὁ ἄνδρας στοῦ Ἔκαρτ!
Θέλω νὰ πῶ, νομίζω πὼς αὐτὸς εἶσαι. Δὲν μπορεῖ νὰ συμβῆ τέτοια σύμπτωση.
Γιατὶ δὲν εἶσαι ἕνας τύπος ἁπλῶς στὰ εἴκοσί του, ἄς ποῦμε. Ὄχι κάποιος χεβιμεταλὰς μὲ τὸν ὁποῖο θὰ εἶχα χεστεῖ πάνω μου ἂν ἔμπαινα στὸ ἴδιο αὐτοκίνητο, ἀλλὰ ἕνας ἐνήλικας, ἕνας μεγαλύτερος ἄνδρας, πιθανὸν τριάντα ἐτῶν. Ἕνας φαρμακοποιός! Κάποιος ποὺ μπορῶ νὰ σεβαστῶ καὶ θὰ μὲ σεβαστεῖ κι ἐκεῖνος. Εἶσαι μᾶλλον Ἀσιάτης Ἀμερικανός: Κινέζος, Ἰάπωνας ἢ Κορεάτης; (Τί ἄλλο ὑπάρχει; Σὲ κάθε γυμνάσιο ὑπάρχουν Ἀσιάτες Ἀμερικανοί, ἀρκετὰ ἥσυχοι, πολὺ ἔξυπνοι καὶ δημοφιλεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐκλέγονται στὰ ἀξιώματα τῆς τάξης καὶ εἶναι στὸ προσωπικὸ τῆς ἐπετηρίδας μαζί μου.)
Στοῦ Ἔκαρτ ἔπρεπε νὰ πάρω φάρμακα τῆς μαμᾶς μου καὶ ἕνα οὐροδοχεῖο καὶ ἄλλες προμήθειες κι ἐσὺ μὲ ἐξυπηρέτησες, πολὺ εὐγενικά. Πρέπει νὰ ὁμολογήσω πὼς δὲν σὲ πρόσεξα ἀμέσως, δὲν εἶμαι ἀπὸ απ’ αὐτὲς ποὺ κοιτᾶνε κάποιον μεγαλύτερο. Ἢ κάποιον φαρμακοποιὸ μὲ τὴ λευκὴ στολή του καὶ τὴ γραβάτα του νὰ φαίνεται. Μόνο ποὺ παρατήρησα τὰ σέξι μαῦρα μαλλιά σου χτενισμένα μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ προσελκύουν τὴν προσοχή, εἶναι μακριὰ καὶ φτάνουν λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν αὐχένα σου καὶ κάπως πεταχτὰ σὰν φτερὰ στὸ μέτωπό σου, χωρὶς χωρίστρα, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπόνοια χωρίστρας στὴ μέση. Αὐτὰ εἶναι καλοχτενισμένα μαλλιά, δίχως ἀμφιβολία. Παρατήρησα λίγο καὶ τὸ προφίλ σου. Φυσικὰ ἔνιωθα οἶκτο γιὰ τὸν ἑαυτό μου τότε, καμπουριασμένη καθὼς ἤμουν καὶ μασώντας τσίχλα τόσο ἔντονα σὰν νὰ εἶχα κάτι ἐναντίον της, ἐνῶ τὰ μάτια μου εἶχαν καλυφθεῖ ἀπὸ μάσκαρα ἀπὸ τὸ τρίψιμο. Ἡ μαμὰ συνήθιζε νὰ μὲ πειράζει λέγοντας πὼς μοιάζω μὲ κοιμισμένο ρακοὺν ποὺ κοιτάει μέσα ἀπὸ μιὰ τρύπα. Καὶ τὰ μαλλιά μου, ὁ κύριος Κέτσαμ στὸ σχολεῖο (Κὰτς-ἔμ) ποὺ διδάσκει ὁδήγηση καὶ εἶναι προπονητὴς στὰ ἀγόρια λέει πὼς τὰ μαλλιά μου μοιάζουν σὰν νὰ πέρασε μίξερ ἀπὸ μέσα, ἀλλὰ βλέπω πὼς τοῦ ἀρέσει τὸ στίλ. Κι ἐσύ μοῦ χαμογελοῦσες, νομίζω. Τὸ πρόσωπό σου μοιάζει μὲ ἕνα ἐπίπεδο φεγγάρι ὅταν σὲ κοιτάζει κανεὶς ἀνφὰς καὶ τὰ μάτια σου εἶναι πραγματικὰ σκοῦρα καὶ ἀετίσια, ἐνῶ τὸ δέρμα σου ἔχει μιὰ λεμονόχρυση ὄψη καὶ εἶναι πολὺ ἁπαλό, ὄχι ὅπως οἱ Καυκάσιοι ποὺ τὰ κοντὰ καὶ σκληρὰ γένια τους εἶναι ἕτοιμα πάντα νὰ φυτρώσουν. Ἔλεγες κάτι γιὰ τὴν ἀνανέωση τῆς συνταγῆς καὶ ὅτι τὴν ἑπόμενη φορὰ ὁ φαρμακοποιὸς θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν γιατρὸ τῆς μητέρας μου, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν ἄκουγα πολλά, καθὼς στεκόμουν ἐκεῖ, στηριζόμενη στὸ ἕνα πόδι, κάτι ποὺ ἔκανε τὸν ἕνα γοφό μου νὰ εἶναι πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ μασοῦσα τὴν τσίχλα μου. Μοιάζω πάντα σὰν νὰ βιάζομαι, ἐνῶ δὲν ὑπάρχει κανένα ἰδιαίτερο μέρος ποὺ θέλω νὰ πάω. Εἶμαι στὴν πραγματικότητα σχεδὸν δεκαοκτὼ ἐτῶν, ἀλλὰ δείχνω δεκατριῶν. Δὲν ἔχω στῆθος καὶ ὁ πισινός μου εἶναι μικροσκοπικός, σὰν δυὸ μισὰ ντόνατ. Τὸ δέρμα μου εἶναι τόσο ὠχρὸ ποὺ μπορεῖς νὰ δεῖς μικρὲς φλεβίτσες νὰ διατρέχουν τὸ μέτωπό μου. Πληκτρολογεῖς στὸν ὑπολογιστὴ λέγοντας, «“Νὸρθ Φόρκ, ἔτσι; Εἶναι βόρεια ἀπὸ δῶ, σωστά;”» καὶ μοῦ παίρνει μία στιγμὴ νὰ ἀντιληφθῶ πὼς ἀστειεύεσαι καὶ αὐτὸ τὸ μισόγελό σου μὲ κάνει σχεδὸν νὰ καταπιῶ τὴν τσίχλα μου. Λέω, «Ὑποθέτω πὼς ναί.»
Ἔπειτα, ἀγοράζοντας τὸ ἀναθεματισμένο οὐροδοχεῖο «γιὰ ἐνηλίκους» ποὺ ζήτησα, αἰσθάνομαι κάπως ἀμήχανα καὶ θλίβομαι, γνωρίζοντας πὼς ἡ μοίρα μου δὲν εἶναι ἁπλῶς νὰ φέρω τὸ ἄτιμο οὐροδοχεῖο σπίτι, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἀδειάζω καὶ τὸ περιεχόμενό του ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρό, ἂν ἢ ὅταν ἡ μαμὰ αἰσθάνεται πολὺ ἀδύναμη γιὰ νὰ πάει στὴν τουαλέτα κι ἐσὺ ὅμως δὲν πῆρες ὕφος βλακῶδες ἢ μελαγχολικὸ ὅπως συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀκοῦνε γιὰ τὴν ἑπόμενη προγραμματισμένη ἐγχείριση τῆς μαμᾶς μου καὶ οὕτω καθεξῆς, ἀλλά μοῦ ἔδειξες ὅ,τι ὑπῆρχε στὰ ράφια καὶ μοῦ πρότεινες μάλιστα ἕνα κι ἐγὼ νιώθω τὰ μάτια μου νὰ καῖνε ἀπὸ τὰ δάκρυα κοιτάζοντας αὐτὸ τὸ πραγματικὰ ἄσχημο καταθλιπτικὸ καλογυαλισμένο σκεῦος ποὺ μπαίνει στὴ ζωή μου κι ἐσὺ εἶπες, «Δὲν κάνει τὸ ἴδιο μέγεθος γιὰ ὅλους. Τί;» Καὶ τὸ βλέμμα σου ἔπεσε στὸν πισινό μου, ποὺ διαγραφόταν μέσα ἀπὸ τὸ στενὸ καὶ ξεβαμμένο τζίν μου, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι κοκαλιάρα καὶ ζυγίζω 45 κιλά, ἐνῶ τὸ ὕψος μου εἶναι γύρω στὸ 1,70 κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἕνα ζεστὸ καὶ εὐχάριστο κοκκίνισμα ἐγκαταστάθηκε στὸ πρόσωπό μου, ἐνῶ ἔνιωσα τὰ γόνατά μου νὰ παραλύουν.
Ἤθελα νὰ κοιτάξω τὸ ἀριστερό σου χέρι, νὰ ἐλέγξω ἂν φοροῦσες βέρα, ἀλλὰ ἡ προσοχή μου ἀποσπάστηκε τόσο πολύ, ποὺ τὸ ξέχασα.
Τώρα ὁδηγεῖς στὸν Νὸρθ Φὸρκ Ρόουντ. Εἶσαι ὁ πιὸ ὄμορφος ἄνδρας ποὺ ἔχει δεῖ ποτὲ κανεὶς στὴν πραγματικὴ ζωή του, σὲ ἀντίθεση μὲ τὶς ταινίες καὶ τὴν τηλεόραση καὶ ὁδηγεῖς ἕνα ἐντυπωσιακὸ ὄχημα μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι μου μὲ τὴν ψεύτικη ἄσφαλτο καὶ τὸ σαράβαλο παρκαρισμένο στὸ δρομάκι καὶ ἐπιβραδύνεις, προσπαθεῖς νὰ διακρίνεις τὸ 249, ἐνῶ ἐγὼ στέκομαι πίσω ἀπὸ τὸ παράθυρο ἀνήμπορη νὰ κουνηθῶ καὶ ἀρχίζω νὰ ἀκούω μία στριγγὴ φωνὴ νὰ λέει Ντί-Ντί! Ντί-Ντί! σὰν νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν πάτο ἑνὸς πηγαδιοῦ.
«Ναί, μαμά! Ἔρχομαι.»
Ἀπὸ τότε δὲν ἔχεις ξανάρθει. Τρεῖς ἡμέρες ἔμεινες μακριὰ ἀπὸ τὸν Νὸρθ Φὸρκ Ρόουντ. Γιατί;
Ἦρθε ἡ Γκουὲν καὶ μοῦ χτένισε τὰ μαλλιά, εἶναι καρφάκια σὰν τὰ δικά της τώρα, κατάμαυρα μὲ καστανὲς καὶ πράσινες ἀνταύγειες. Καθόμαστε στὰ μπροστινὰ σκαλιὰ καὶ καπνίζουμε, ξυπόλητες καὶ μὲ τὰ πόδια γυμνά, ἐνῶ τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μας εἶναι βαμμένα ἀνοιχτὸ μπλέ. Ὅποτε ἐμφανίζεται κάποιο ὄχημα, ἰδιαίτερα φορτηγάκια καὶ ἀγροτικά, ἡ καρδιά μου κάνει ἕναν πῆδο.
Σὲ τρεῖς ἑβδομάδες θὰ ἔχω ἀποφοιτήσει. Οἱ βαθμοί μου εἶναι χάλια ἀλλὰ δὲν θὰ μοῦ στερήσουν τὸ «σχολικὸ δίπλωμα». (Μᾶς δίνουν πραγματικὸ δίπλωμα ἀπὸ τὴν Πολιτεία τῆς Νέας Ὑόρκης.) Ὣς τὴν τελευταία μου χρονιὰ μάζευα διακρίσεις, καθὼς ἤμουν ἀρχισυντάκτρια στὴν ἐπετηρίδα, πρόεδρος τῶν Χάι-Λὸ καὶ παραλίγο νὰ ἐκλεγῶ ἀρχιταμίας τῆς τάξης. Ὥσπου νὰ ἀρρωστήσει ἡ μαμὰ δὲν εἶχε ἰδέα πὼς ζοῦσα ἐδῶ. Ἔκανα αἴτηση στὸ Ὄρεγκον, στὸ Οὐάσινγκτον Στέιτ, ὄχι στὸ Κοινοτικὸ Κολέγιο τοῦ Νιαγάρα καὶ τώρα οὔτε κὰν ἐκεῖ, ὑποθέτω. Ἡ μαμὰ πάντα λέει, ὅταν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀρθρώσει κάτι περισσότερο ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ κόασμα, πὼς θέλει νὰ εἶμαι εὐτυχισμένη κι ἐγὼ λέω, πιὸ σαρκαστικὰ ἀπ’ ὅσο θὰ περίμενες ἀπὸ κάποια δεκαοκτῶ ἐτῶν καὶ μὲ δείκτη εὐφυίας 162, «Μαμά, εἶμαι εὐτυχισμένη. Εἶμαι τόσο εὐτυχισμένη ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ κατουρηθῶ πάνω μου».
Τώρα ἡ Γκουὲν μὲ θαυμάζει. Καταλαβαίνω πὼς ἔχει ἐντυπωσιαστεῖ.
«Φαίνεσαι ἐντάξει. Ἕτοιμη γιὰ χορὸ ἀποφοίτων ἢ κάτι τέτοιο.»
Χορὸς ἀποφοίτων! Ἀστεῖο.
«Φαίνεσαι, πραγματικὰ εὐτυχισμένη.»
Εἶναι τὰ καρφάκια στὰ μαλλιὰ καὶ τὸ καινούριο μακιγιὰζ στὰ μάτια καὶ τὸ γκλίτερ στὰ νύχια τῶν ποδιῶν. Ἤπια μερικὲς γουλιὲς ἀπὸ τὸ ἰταλιάνικο κρασὶ τῆς μαμᾶς, ποὺ εἶχε κρύψει στὸ ντουλάπι τοῦ μπάνιου καὶ τὸ εἶχε ξεχάσει. Προαισθάνομαι ὅτι θὰ ἐμφανιστεῖς ξανὰ στὸν Νὸρθ Φὸρκ Ρόουντ. Θὰ μὲ αἰφνιδιάσεις, δὲν θὰ ξέρω πότε.
«Γιατί νὰ μὴν εἶμαι εὐτυχισμένη, εἶμαι εὐτυχισμένη. Περιμένω.»

Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἀνθολογία New Sudden Fiction: Short-Short Stories from America and Beyond, Robert Shapard & James Thomas, eds., W.W. Norton & Company, New York and London, 2007.
Joyce-Carol Oates (Νέα Ὑόρκη, 1938). Ἀμερικανίδα μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος καὶ ποιήτρια. Βιβλία της: Τὸ κορίτσι μὲ τὸ τατουὰζ, Ἡ ξανθιά κ.ἄ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Βασίλης Μανουσάκης (Ἀθήνα, 1972). Ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία. Διδάσκει στὸ Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στὴν Καλαμάτα.
Filed under: Αγγλικά,Ερωτας,Μανουσάκης Βασίλης,Μονόλογος,Ρεαλισμός,Oates Joyce-Carol | Tagged: Αμερικάνικο διήγημα,Λογοτεχνία,Joyce-Carol Oates | Τὰ σχόλια στὸ Joyce-Carol Oates: Τὰ Ἀντικείμενα στὸν Καθρέφτη Βρίσκονται Πιὸ Κοντὰ Ἀπ’ Ὅσο Φαίνονται ἔχουν κλείσει