Χούλιο Κορτάσαρ (Julio Cortázar)
Ἀλληλουχία τῶν κήπων
(Continuidad de los parques)
ΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ νὰ διαβάζει τὸ μυθιστόρημα ἐδῶ καὶ λίγες μέρες. Τὸ εἶχε ἀφήσει γιατὶ μεσολάβησαν ἐπείγουσες ὑποθέσεις καὶ τὸ ξανάπιασε στὸ τρένο, γυρνώντας στὸ κτῆμα του· ἀργὰ-ἀργὰ ἀφηνόταν νὰ τὸν τραβήξει τὸ ἐνδιαφέρον, ἡ πλοκή, ἡ περιγραφὴ τῶν προσώπων. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἀφοῦ ἔγραψε ἕνα γράμμα στὸν πληρεξούσιό του καὶ συζήτησε μὲ τὸν ἐπιστάτη γιὰ τὸ μίσθωμα ἑνὸς χωραφιοῦ, ξανάπιασε τὸ διάβασμα στὴν ἠρεμία τοῦ ἀναγνωστήριου, ἀπ’ ὅπου ἡ θέα ἁπλωνόταν στὸ πάρκο μὲ τὶς βελανιδιές. Χωμένος στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα, μὲ τὶς πλάτες γυρισμένες πρὸς τὴν πόρτα γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν ἐνοχλητικὴ πιθανότητα κάποιων ἐνδεχόμενων περισπασμῶν, χάιδευε ποῦ καὶ ποῦ μὲ τὸ ἀριστερό του χέρι τὸ πράσινο βελοῦδο καὶ στρώθηκε νὰ διαβάζει τὰ τελευταῖα κεφάλαια. Ἡ μνήμη του εἶχε συγκρατήσει χωρὶς κόπο τὰ ὀνόματα καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῶν κεντρικῶν ἡρώων· σχεδὸν ἀμέσως παρασύρθηκε μὲς στὴν ψευδαίσθηση τοῦ μυθιστορήματος. Ἀπολάμβανε μὲ παράλογη σχεδὸν ἡδονὴ τὸ ὅτι ἀπομακρυνόταν λίγο-λίγο, ἀράδα τὴν ἀράδα, ἀπ’ ὅ,τι τὸν περιτριγύριζε, καὶ πὼς αἰσθανόταν πότε-πότε τὸ κεφάλι του ποὺ ἀκουμποῦσε ἀναπαυτικὰ στὸ βελοῦδο τῆς ψηλῆς ράχης, καὶ ὅτι τὰ τσιγάρα ἐξακολουθοῦσαν νὰ βρίσκονται κοντὰ στὸ χέρι του, καὶ πὼς πέρα ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα, τὸ ἀεράκι τοῦ δειλινοῦ χόρευε κάτω ἀπὸ τὶς βελανιδιές. Λέξη μὲ λέξη, ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴν ποταπὴ τελικὴ ἐπιλογὴ τῶν ἡρώων, ἐνῶ ἀφηνόταν νὰ χάνεται στὶς εἰκόνες ποὺ σχηματίζονταν καὶ ἀποκτοῦσαν χρῶμα καὶ κίνηση, παραυρέθηκε αὐτόπτης μάρτυρας τῆς τελικῆς συνάντησης στὴν καλύβα τοῦ δάσους. Πρώτη μπῆκε ἡ γυναίκα, φοβισμένη· τώρα ἦρθε ὁ ἐραστὴς μὲ τὸ πρόσωπο γρατζουνισμένο ἀπὸ τὸ τίναγμα ἑνὸς κλαδιοῦ. Τοῦ φιλοῦσε ὑπέροχα τὶς γρατζουνιὲς γιὰ νὰ σταματήσει τὸ αἷμα, ἐνῶ αὐτὸς τραβιόταν ν’ ἀποφύγει τὰ χάδια, δὲν εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ ἐπαναλάβει τὴν τελετουργία ἑνὸς πάθους κρυφοῦ ποὺ τὸ συγκάλυπταν ἕνας σωρὸς φύλλα ξερὰ καὶ μυστικὰ μονοπάτια. Τὸ στιλέτο ἔγινε χλιαρὸ ἀκουμπώντας στὸ στῆθος του, καὶ ἀπὸ κάτω χτυποῦσε ἡ ζαρωμένη ἐλευθερία. Ἕνας λαχανιαστὸς διάλογος ξετυλιγόταν μέσα στὶς σελίδες σὰν ἕνα ποτάμι ἀπὸ ἑρπετά, καὶ εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς ὅλα εἶχαν ἀποφασιστεῖ ἀπὸ πάντα. Ὣς καὶ αὐτὰ τὰ χάδια ποὺ τύλιγαν τὸ σῶμα τοῦ ἐραστῆ σὰν γιὰ νὰ τὸν συγκρατήσουν καὶ νὰ τὸν μεταπείσουν, σχεδίαζαν φρικτὰ τὸ περίγραμμα ἑνὸς ἄλλου σώματος, ποὺ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἐξοντωθεῖ. Δὲν εἶχαν παραλείψει τίποτα: ἄλλοθι, συμπτώσεις, πιθανὰ λάθη. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸ κάθε λεπτὸ εἶχε τὴ σκοπιμότητά του, ὑπολογισμένη μὲ κάθε λεπτομέρεια. Τὴν ἄγρια καὶ ἀμείλικτη σκηνὴ ποὺ τῆς ἔκανε, μόλις ποὺ διέκοπτε πότε-πότε ἕνα χέρι νὰ χαϊδέψει ἕνα μάγουλο. Ἄρχισε νὰ νυχτώνει.
Χωρὶς νὰ κοιτάζονται, δεμένοι σφιχτὰ στὸ ἔργο ποὺ εἶχαν νὰ ἐκπληρώσουν, χωρίστηκαν στὴν πόρτα τῆς καλύβας. Ἐκείνη ἔπρεπε ν’ ἀκολουθήσει τὸ μονοπάτι ποὺ τραβοῦσε κατὰ τὸ βοριά. Ἐκεῖνος, στὸ ἀντίθετο μονοπάτι, γύρισε μιὰ στιγμὴ νὰ τὴν δεῖ νὰ φεύγει, μὲ τὰ μαλλιά της λυτά. Μὲ τὴ σειρά του ἄρχισε νὰ τρέχει κι αὐτός, καταφεύγοντας στὰ δέντρα καὶ τοὺς φράχτες, ὥσπου ξεχώρισε μὲς στὴ μαβιὰ ὁμίχλη τῆς χαραυγῆς τὴν ἀλέα ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ σπίτι. Τὰ σκυλιὰ δὲν ἔπρεπε νὰ γαβγίσουν, καὶ δὲν γάβγισαν. Τὴν ὥρα αὐτὴ ὁ ἐπιστάτης δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐκεῖ, καὶ δὲν ἦταν. Ἀνέβηκε τὰ τρία σκαλοπάτια τῆς ἐξώπορτας καὶ μπῆκε. Μέσ’ ἀπ’ τὸ αἷμα ποὺ βούιζε στ’ αὐτιά του τοῦ ἐρχόνταν ἀκόμα τὰ λόγια τῆς γυναίκας: πρῶτα μιὰ γαλάζια αἴθουσα, ὕστερα ἕνας διάδρομος, μετὰ μιὰ σκάλα μὲ χαλί. Στὸ πάνω πάτωμα, δυὸ πόρτες. Στὸ πρῶτο δωμάτιο κανείς, στὸ δεύτερο κανείς. Ἡ πόρτα τοῦ μικροῦ σαλονιοῦ, καὶ ὑστέρα, μὲ τὸ στιλέτο στὸ χέρι, τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα, ἡ ψηλὴ ράχης μιᾶς πράσινης, βελούδινης πολυθρόνας, τὸ κεφάλι τοῦ ἄντρα ποὺ κάθεται στὴν πολυθρόνα διαβάζοντας ἕνα μυθιστόρημα.
Πηγή: περ. Χάρτης, ἀρ. 10, Φεβρουάριος 1984. Τὸ πρωτότυπο πρωτοδημοσιεύτηκε στὴν συλλογὴ διηγημάτων Final del juego (Τέλος τοῦ παιχνιδιοῦ), 1956 (ἐκδ. Sudamericana).
Χούλιο Κορτάσαρ (Julio Cortázar) (Βρυξέλλες, 1914-Παρίσι, 1984). Μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, μεταφραστής. Ἀπὸ τὸ 1952 ἐργαζόταν στὴν ΟΥΝΕΣΚΟ ὡς μεταφραστής. Πρωτοεμφανίστηκε μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Presencia (1940).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:
Δημήτρης Καλοκύρης (Ρέθυμνο, 1948). Ποίηση, πεζογραφία. Σπούδασε νεοελληνικὴ φιλολογία στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐξέδωσε τὸ περιοδικὸ Τράμ, τὶς ὁμώνυμες ἐκδόσεις λογοτεχνίας καὶ τέχνης (1971-87) καθὼς καὶ τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Χάρτης (1982-87). Ὑπῆρξε διευθυντὴς συντάξεως καὶ καλλιτεχνικὸς διευθυντὴς τοῦ πολιτιστικοῦ περιοδικοῦ Τὸ Τέταρτο(1985-87). Ἔχει κάνει τρεῖς ἐκθέσεις κολὰζ καὶ εἰκονογράφησε βιβλία γιὰ παιδιά. Ἡ ἀνακάλυψη τῆς Ὁμηρικῆς (1996) τιμήθηκε μὲ τὸ Κρατικὸ Βραβεῖο Διηγήματος. Τὸ 2014 τιμήθηκε μὲ τὸ βραβεῖο τοῦ Ἱδρύματος Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, γιὰ τὸ σύνολο τοῦ ἔργου του.
Δραματοποίηση:
Ἀχιλλέας Κυριακίδης (1999)
Ἄλλες δραματοποιήσεις:
https://www.youtube.com/watch?v=0zL9tb0y16g
https://www.youtube.com/watch?v=G_tFWxA7-ho
https://www.youtube.com/watch?v=GUDspbzxplE
https://www.youtube.com/watch?v=xGKqGyIeE9w
https://www.youtube.com/watch?v=2J0aA_XOvAE
https://www.youtube.com/watch?v=HrJNiwu-Ajs
Τὸ ἰσπανικὸ πρωτότυπο:
Διαβάζει ὁ Χούλιο Κορτάσαρ:
Julio Cortázar
Continuidad de los parques
Había empezado a leer la novela unos días antes. La abandonó por negocios urgentes, volvió a abrirla cuando regresaba en tren a la finca; se dejaba interesar lentamente por la trama, por el dibujo de los personajes. Esa tarde, después de escribir una carta a su apoderado y discutir con el mayordomo una cuestión de aparcerías, volvió al libro en la tranquilidad del estudio que miraba hacia el parque de los robles. Arrellanado en su sillón favorito, de espaldas a la puerta que lo hubiera molestado como una irritante posibilidad de intrusiones, dejó que su mano izquierda acariciara una y otra vez el terciopelo verde y se puso a leer los últimos capítulos. Su memoria retenía sin esfuerzo los nombres y las imágenes de los protagonistas; la ilusión novelesca lo ganó casi en seguida. Gozaba del placer casi perverso de irse desgajando línea a línea de lo que lo rodeaba, y sentir a la vez que su cabeza descansaba cómodamente en el terciopelo del alto respaldo, que los cigarrillos seguían al alcance de la mano, que más allá de los ventanales danzaba el aire del atardecer bajo los robles. Palabra a palabra, absorbido por la sórdida disyuntiva de los héroes, dejándose ir hacia las imágenes que se concertaban y adquirían color y movimiento, fue testigo del último encuentro en la cabaña del monte. Primero entraba la mujer, recelosa; ahora llegaba el amante, lastimada la cara por el chicotazo de una rama. Admirablemente restañaba ella la sangre con sus besos, pero él rechazaba las caricias, no había venido para repetir las ceremonias de una pasión secreta, protegida por un mundo de hojas secas y senderos furtivos. El puñal se entibiaba contra su pecho, y debajo latía la libertad agazapada. Un diálogo anhelante corría por las páginas como un arroyo de serpientes, y se sentía que todo estaba decidido desde siempre. Hasta esas caricias que enredaban el cuerpo del amante como queriendo retenerlo y disuadirlo, dibujaban abominablemente la figura de otro cuerpo que era necesario destruir. Nada había sido olvidado: coartadas, azares, posibles errores. A partir de esa hora cada instante tenía su empleo minuciosamente atribuido. El doble repaso despiadado se interrumpía apenas para que una mano acariciara una mejilla. Empezaba a anochecer.
Sin mirarse ya, atados rígidamente a la tarea que los esperaba, se separaron en la puerta de la cabaña. Ella debía seguir por la senda que iba al norte. Desde la senda opuesta él se volvió un instante para verla correr con el pelo suelto. Corrió a su vez, parapetándose en los árboles y los setos, hasta distinguir en la bruma malva del crepúsculo la alameda que llevaba a la casa. Los perros no debían ladrar, y no ladraron. El mayordomo no estaría a esa hora, y no estaba. Subió los tres peldaños del porche y entró. Desde la sangre galopando en sus oídos le llegaban las palabras de la mujer: primero una sala azul, después una galería, una escalera alfombrada. En lo alto, dos puertas. Nadie en la primera habitación, nadie en la segunda. La puerta del salón, y entonces el puñal en la mano, la luz de los ventanales, el alto respaldo de un sillón de terciopelo verde, la cabeza del hombre en el sillón leyendo una novela.
Ἀνάλυση τοῦ κειμένου στὰ ἰσπανικὰ
ἀπὸ τὸν Fernando Chelle:
https://letralia.com/lecturas/2016/04/30/lectura-comentada-de-continuidad-de-los-parques-de-julio-cortazar/
Filed under: Cortazar Julio,Ανατροπή,Ερωτας,Ισπανικά,Καλοκύρης Δημ.,Μυστήριο,Παραβατικότητα,Φύση-Ζώα,Φανταστικό | Tagged: Δημήτρης Καλοκύρης,Ισπανόγραπτο διήγημα,Λογοτεχνία,Julio Cortázar | Τὰ σχόλια στὸ Χούλιο Κορτάσαρ (Julio Cortázar): Ἀλληλουχία τῶν κήπων ἔχουν κλείσει