.
.
Σκὸτ Μπράντφιλντ (Scott Bradfield)
.
Ὁ συγγραφέας τοῦ Φέισμπουκ
[Λοὺ Μπὶτς / Lou Beach]
(The Facebook Auteur)
.
Α ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ εἶναι ἰδιαιτέρως ἀνθεκτικὰ καὶ προσαρμοστικὰ ὄντα – ὅπως τὰ βακτήρια ποὺ συνεχῶς ἀνακαλύπτουν οἱ ἐπιστήμονες στὰ ἔγκατα τῶν ἡφαιστείων ἢ τὰ βάθη τῶν ὠκεανῶν. Θάψτε τα στὶς ὑποφωτισμένες καὶ ἀφιλόξενες γιὰ τὴ ζωὴ σελίδες τῶν φοιτητικῶν λογοτεχνικῶν περιοδικῶν, κι αὐτὰ θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ εὐδοκιμοῦν. Ἢ γεμίστε τα μὲ ἐξωγήινους βγαλμένους ἀπὸ φτηνὲς ταινίες καὶ μὲ τσουλάκια ποὺ ὁπλοφοροῦν, κι αὐτὰ εὐχαρίστως θὰ τραβήξουν τὸ δρόμο τους, ἐπιβιώνοντας γιὰ περισσότερο καιρὸ ἀπ’ τοὺς ὑπερόπτες νικητὲς τῶν βραβείων Πούλιτζερ, οἱ ὁποῖοι κάποτε τὰ κοιτοῦσαν μὲ μισὸ μάτι (γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε στὶς περισπούδαστες κριτικές τους ἐπιτροπές). Κι αὐτὸ συμβαίνει διότι τὰ διηγήματα δὲ χρειάζονται πολλὰ γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν – μόνο ἕνα στόχο ἄξιο νὰ τὸν κυνηγήσει κανείς, ἕναν ἥρωα ἄξιο νὰ κυνηγήσει τὸ στόχο καὶ τρία μαγικὰ ἀριστοτελικὰ συστατικά: ἀρχή, μέση καὶ τέλος. Ξαφνικὰ ἔχετε στὰ χέρια σας ἕνα τέλεια σχηματισμένο καὶ αὐτόβουλο τερατάκι. Ἀναπνέει. Ἀναπαράγεται.
Ἂν ἡ πρώτη συλλογὴ τοῦ Λοὺ Μπὶτς μὲ τίτλο 420 χαρακτῆρες μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βγάλουμε ὁρισμένα συμπεράσματα, τότε δὲν ἀποκλείεται τὰ διηγήματα νὰ εἶναι ὄντα ἀρκετὰ μεθοδικὰ καὶ προσαρμοστικά, ὥστε νὰ ἐπιβιώσουν ἀκόμα καὶ στὸ Φέισμπουκ – ἤ, ἀκριβέστερα, στὸ πεδίο τοῦ Φέισμπουκ ὅπου δημοσιεύει κανεὶς τὴν «κατάστασή» του καὶ τὸ ὁποῖο μέχρι πρότινος δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ὑπερβαίνει τοὺς 420 χαρακτῆρες· ἐκεῖ πρωτοεμφανίστηκαν αὐτὲς οἱ σύντομες ἱστορίες. Ὅμως οἱ ἱστορίες εἶναι μινιμαλιστικὲς μόνον ὡς πρὸς τὴν ἔκταση, μιᾶς καὶ ἡ φαντασία τοῦ Μπὶτς εἶναι τόσο μεγάλη ὅσο ἡ γκάμα τῶν πρωταγωνιστῶν του. Πάρτε, γιὰ παράδειγμα, τὸν Ζούμα Πέντλεϊ, πρώην κάτοικο τοῦ Λάμποκ στὸ Τέξας, ὁ ὁποῖος «ἦρθε στὸ Λὸς Ἄντζελες τὸ ’02 μὲ τὴν κιθάρα του, μερικὰ τραγούδια κι ἕνα ἄσχημο σκυλί». Ἢ τὴ Βέρα (Μαλλιαρὴ) Λάμπ, ἡ ὁποία «ντυνόταν ἄνδρας καὶ ξεπερνοῦσε στὶς βρισιές, στὸ πιστόλι καὶ τὸ ποτὸ ὁποιονδήποτε φοροῦσε παντελόνια, στὸ Λὶτλ Ρὸκ τὸ 1922». Ἀκόμα, ὑπάρχουν ἀρκετοὶ μοναχικοὶ ποὺ συχνάζουν σὲ μπὰρ καὶ στριπτιτζάδικα ἢ ὁ τύπος ποὺ «ἀνέλαβε ὑπεργολαβία νὰ βάψει μιὰ κρεμαστὴ γέφυρα πάνω ἀπ’ τὸν ποταμὸ Μπόζο στὸ Κογκὸ» ἢ ὁ τυχοδιώκτης ποὺ μπαίνει σ’ ἕνα διαστημόπλοιο καὶ πάει πρὸς τὴ Βαθιὰ Ἀποικία 7, ὅπου, ὅπως τοῦ εἶπαν, «ἡ κατάσταση εἶναι ἐντάξει, εἶναι καθαρὰ» καί, δόξᾳ τῷ Θεῷ, μπορεῖ ἀκόμα νὰ καπνίσει ἕνα Μάρλμπορο. Ἐπειδὴ ἕνα διήγημα εἶναι σύντομο ἢ ἔστω ἐξαιρετικὰ σύντομο, δὲ σημαίνει ὅτι δὲ μπορεῖ νὰ περιέχει πλήθη (ἢ νὰ τὰ στέλνει σὲ ἄλλους πλανῆτες).
Τὰ διηγήματα τοῦ Μπὶτς μοιάζουν μὲ τὸ φλοιὸ ἑνὸς δέντρου, ἔχουν τὴν ἴδια τραχύτητα καὶ σκληρότητα ἀκόμα κι ὅταν εἶναι γραμμένα κατὰ τὰ πρότυπα ἄλλων συγγραφέων. Βρίσκει κανεὶς ἱστορίες στὸ ὕφος τοῦ Ἔλμορ Λέοναρντ καὶ τοῦ Τζὶμ Τόμσον, στὶς ὁποῖες ἴσως συναντήσετε κάποιον ἀνώνυμο μπράβο ν’ ἀνησυχεῖ μήπως κόλλησε σπανάκι ἀπὸ τὰ κανελόνια στὰ δόντια του, ἐνῶ πασχίζει νὰ μὴν κοιτάξει τὸ πτῶμα ποὺ κάποιος ἄφησε στὸ πίσω κάθισμα τοῦ αὐτοκινήτου του. Ἢ βρίσκει κανεὶς ἱστορίες στὸ ὕφος τοῦ Τέρι Γκίλιαμ, τοῦ ἰδιόρρυθμου καλλιτέχνη τοῦ κολὰζ (παρεμπιπτόντως, τὰ κολὰζ τοῦ ἴδιου τοῦ Μπὶτς κοσμοῦν μουσεῖα, ἐξώφυλλα δίσκων καὶ πολλὲς σελίδες αὐτοῦ του βιβλίου, ποὺ ἀντλεῖ ἀπὸ τὴν τεχνικὴ τοῦ κολάζ), στὶς ὁποῖες ἕνα φορτηγὸ πλοῖο καταπλέει σὲ μιὰ ὡραία ἀστικὴ γειτονιὰ καὶ γίνεται κατάστημα τῆς ΙΚΕΑ, ἢ ἕνας ἄνδρας κρύβει κάτω ἀπ’ τὸ καπέλο του ἕνα σπίνο ποὺ καθαρίζει μὲ τὸ ράμφος του τὸ φτέρωμά του. Ὅμως τὰ καλύτερα διηγήματα τοῦ Μπὶτς συναντῶνται στὴν ἀκόμα πιὸ σκοτεινή, ἀκόμα πιὸ ἀστεία καὶ πολὺ πιὸ σουρεαλιστικὴ ζώνη ποὺ χωρίζει τοὺς ἄνδρες ἀπ’ τὶς γυναῖκες – κάτι σὰν Λάρι Μπράουν μὲ πάγο κι ἀμέσως μετὰ ἕνα σφηνάκι, γιὰ τὴ γεύση, ἀπὸ Ρίτσαρντ Φόρντ. Ὁρισμένα ἀπ’ αὐτὰ εἶναι σχεδὸν πλήρως ὁλοκληρωμένες ἱστορίες πάνω στὸ τί συμβαίνει ὅταν οἱ ἄνδρες βιώνουν τὴν ἀνοίκεια καὶ συγκεχυμένη αἴσθηση ἑνὸς τέλους κι εἶναι πιὰ ἀργὰ ν’ ἀντιδράσουν:
«Ἀφότου ἔφυγε ἡ γυναίκα του, ἔγινε ὁ ἴδιος ἡ σύζυγός του: σιδέρωνε τὰ ἐσώρουχά του, ξεσκόνιζε τὰ ράφια, ἔβγαζε τὰ μπιμπελὸ ἀπὸ τὴν τραπεζαρία κι ἔπειτα τὰ ξανάβαζε προσεκτικὰ στὴ θέση τους, ὅταν εἶχε πιὰ περάσει τὰ ἔπιπλα μὲ κερί. Φοροῦσε τὴν ποδιά της καὶ συχνὰ μαγείρευε φαγητὰ κατσαρόλας. Κάποιες φορὲς ἔμπαινε στὴν ντουλάπα της, καθόταν στὸ πάτωμα κι ἔχωνε τὸ πρόσωπό του στὰ φορέματά της, ἀπ’ τὴ μιὰν ἄκρη στὴν ἄλλη, σὰν σκυλὶ ποὺ ψάχνει μέσα στὰ χόρτα τοῦ χωραφιοῦ.»
Οἱ 420 χαρακτῆρες εἶναι ἕνα ἀπολαυστικό, διασκεδαστικὸ βιβλίο ποὺ διαβάζεται σὲ μία ἢ δύο καθισιές, ὅμως οἱ ἱστορίες στὸ σύνολό τους ἀφήνουν μιὰ ἐπίγευση σπουδαιότητας καὶ χιοῦμορ, καὶ τὴν αἴσθηση ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μ’ ἕνα συγγραφέα μὲ συγκροτημένη ἄποψη. Αὐτὸς ὁ ἑτερογενὴς κόσμος τῶν μικροσκοπικῶν διηγημάτων εἶναι ἕνας κόσμος εὐρύς, εἶναι μιὰ καλοσχεδιασμένη ἀλληλουχία πειραμάτων πάνω στὴ σμίκρυνση. Ὁρισμένα πειράματα δίνουν πρωτότυπα καὶ γοητευτικὰ ἀποτελέσματα (ὅπως τὸ ἀνωτέρω διήγημα, ποὺ παρατέθηκε στὸ σύνολό του), ἐνῶ ἀπὸ ἄλλα προκύπτουν παράδοξα καὶ μπερδεμένα τερατουργήματα, ποὺ θυμίζουν τὴ θλιβερὴ κατάληξη τοῦ Ἀντρὲ Ντελὰμπρ στὴν ταινία Ἡ μύγα τοῦ 1958. Στὸ τέλος, ὡστόσο, ἀπ’ τὶς σελίδες αὐτὲς βγαίνει θριαμβευτὴς ὄχι μόνον ὁ Μπὶτς ἀλλὰ τὸ ἴδιο το διήγημα. Διότι ἂς τὸ παραδεχτοῦμε, ἁπλούστατα δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα σ’ αὐτὸν τὸ διαβολάκο – κόψτε τον, συμπιέστε τὸν, ψηφιοποιῆστε τον, Ὀστεροποιῆστε τον, Οὐλιποποιῆστε τον, ἀκόμα ἀκόμα Μαρτινοποιῆστε τον ἢ κοινωνικο-δικτυοποιῆστε τον: παραμένει ζωντανός!
.
Σημειώσεις:
Ἔλμορ Λέοναρντ: ὁ Ἔλμορ Λέοναρντ (Elmore Leonard, 1925) εἶναι Ἀμερικανὸς πεζογράφος, συγγραφέας εὐπώλητων ἀστυνομικῶν μυθιστορημάτων.
Τζὶμ Τόμσον: ὁ Τζὶμ Τόμσον (Jim Thompson, 1906-1977) ἦταν Ἀμερικανὸς συγγραφέας. Ὅπως κι ὁ Ἔλμορ Λέοναρντ, ἔγραψε πολλὰ εὐπώλητα ἀστυνομικὰ μυθιστορήματα. Ὡστόσο τὶς τελευταῖες δεκαετίες ἡ κριτικὴ ἀναγνώρισε κι ἄλλες ἀρετὲς στὸ ἔργο του, ἀπομακρύνοντάς τον σταδιακὰ ἀπὸ τὸ στίγμα τοῦ «συγγραφέα λαϊκῆς κατανάλωσης».
Τέρι Γκίλιαμ: ὁ Τέρι Γκίλιαμ (Terry Gilliam, 1940) εἶναι Βρετανὸς —γεννημένος στὶς ΗΠΑ— σκηνοθέτης τοῦ κινηματογράφου καὶ δημιουργὸς κολὰζ καὶ κινουμένων σχεδίων, μέλος τῆς θρυλικῆς ὁμάδας Βρετανῶν κωμικῶν «Μόντι Πάιθον» (Monty Python).
Λάρι Μπράουν μὲ πάγο κι ἀμέσως μετὰ ἕνα σφηνάκι, γιὰ τὴ γεύση, ἀπὸ Ρίτσαρντ Φόρντ: ὁ Λάρι Μπράουν (Larry Brown, 1951-2004) ἦταν Ἀμερικανὸς μυθιστοριογράφος καὶ διηγηματογράφος. Ὁ Ρίτσαρντ Φὸρντ (Richard Ford, 1944) εἶναι ἐπίσης Ἀμερικανὸς πεζογράφος. Ἀμφότεροι τοποθετοῦνται ἀπὸ τὴν κριτικὴ στὸ λογοτεχνικὸ ρεῦμα τοῦ λεγόμενου Βρόμικου ρεαλισμοῦ (Dirty realism), ποὺ ξεκίνησε στὶς ΗΠΑ τὴ δεκαετία τοῦ ’70. Συχνὸ θέμα στὰ κείμενα τῶν πεζογράφων τοῦ ρεύματος αὐτοῦ εἶναι ὁ βίος μοναχικῶν ἀνδρῶν, κυρίως τῆς ἐργατικῆς τάξης.
Ἀντρὲ Ντελάμπρ: στὴν ταινία τοῦ Κὲρτ Νόιμαν (Kurt Neumann, 1908-1958) Ἡ μύγα (1958) ὁ πρωταγωνιστής, ποὺ ὀνομάζεται Ἀντρὲ Ντελάμπρ, χάνει τὴ ζωὴ του, ὅταν μιὰ ὑδραυλικὴ πρέσα τοῦ λιώνει τὸ κεφάλι.
Ὀστεροποιῆστε: ἀναφορὰ στὸν Ἀμερικανὸ πεζογράφο καὶ ποιητὴ Πὸλ Ὄστερ (Paul Auster, 1947).
Οὐλιποποιῆστε: ἀναφορὰ στὴν περίφημη λογοτεχνικὴ ὁμάδα «Οὐλιπό» (Oulipo) ἢ «Ἐργαστήριο δυνητικῆς λογοτεχνίας», ποὺ ἐμφανίστηκε τὴ δεκαετία τοῦ ’60. Στὴν ὁμάδα «Οὐλιπό» συμμετεῖχαν μεταξὺ ἄλλων οἱ Ρεϊμὸν Κενὸ (Raymond Queneau, 1923-1976), Ζὸρζ Περὲκ (Georges Perec, 1936-1982) καὶ Ἴταλο Καλβίνο (Italo Calvino, 1923-1985).
Μαρτινοποιῆστε: ἀναφορὰ στὸν Ἀμερικανὸ πεζογράφο Τζὸρτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν (George R.R. Martin, 1948). Ὁ Μάρτιν εἶναι συγγραφέας ἔργων τρόμου καὶ ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Εἶναι γνωστὸς κυρίως γιὰ τὴ σειρὰ μυθιστορημάτων φαντασίας Ἕνα τραγούδι τοῦ πάγου καὶ τῆς φωτιᾶς (A song of ice and fire), ἡ ὁποία διασκευάστηκε γιὰ τὴν τηλεόραση μὲ τίτλο Game of thrones.
Κοινωνικο-δικτυοποιῆστε: ἀναφορὰ στὰ λεγόμενα «μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης» (Φέισμπουκ, Τουίτερ κ.ἄ.)
.
Πρώτη δημοσίευση: Scott Bradfield, «The Facebook Auteur», The New York Times, 30 Δεκεμβρίου 2011. Τὸ κείμενο εἶναι διαθέσιμο στὴ διεύθυνση:
http://www.nytimes.com/2012/01/01/books/review/420-characters-stories-written-and-illustrated-by-lou-beach-book-review.html?_r=2&nl=books&emc=booksupdateema3
Σκὸτ Μπράντφιλντ (Scott Bradfield) (1955) Ἀμερικανὸς δοκιμιογράφος, κριτικὸς καὶ διηγηματογράφος. Συνεργάζεται ὡς κριτικὸς μὲ τὸ Times Literary Supplement, τὶς ἐφημερίδες Observer, Independent κ.ἄ., καὶ διδάσκει στὸ Πανεπιστήμιο Kingston τοῦ Λονδίνου.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Γιάννης Παλαβός (Βελβεντὸ Κοζάνης, 1980). Σπούδασε δημοσιογραφία στὸ ΑΠΘ καὶ πολιτιστικὴ διαχείριση στὸ Παντεῖο. Τὸ 2007 κυκλοφόρησε ἀπὸ τὴν Intro Books ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ἄλλες ἱστορίες. Τὸ 2009 κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Τόπος τὸ βιβλίο Σὰν Ἄνγκρε / Τὰ δάκρυα τῆς Φὸν Μπράουν, ποὺ ἔγραψε μαζὶ μὲ τὸν Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλο. Τὸ 2011 ἔγραψε μαζὶ μὲ τὸν Τάσο Ζαφειριάδη τὸ σενάριο γιὰ τὸ κόμικ «Τὸ πτῶμα», σὲ σχέδιο Θανάση Πέτρου (Jemma Press). Διηγήματα καὶ μεταφράσεις του (μεταξὺ ἄλλων: Edgar Lee Masters, Miroslav Holub, Matthew Arnold, Donald Justice) ἔχουν δημοσιευθεῖ στὰ περιοδικὰ Τὸ Δέντρο, Ἐντευκτήριο, (Δε)κατά, Ἡ Παρέμβαση, e–poema κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱστολόγιο τοῦ Πλανόδιου ἔχει μεταφράσει τὸ διήγημα τῆς Γουίλα Κάθερ «Πίτερ» καὶ ἔχει ἐπιμεληθεῖ τὸ ἀφιέρωμα «Ὁ Ἄμπροουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φανταστικοὶ Μύθοι”» καθὼς καὶ τὴν παρουσίαση τοῦ «Λογοτεχνικοῦ Τουϊτομαραθώνιου» ποὺ διοργάνωσε ἡ ἀγγλικὴ Ἑταιρεία Συγγραφέων τὸν Σεπτέμβριο-Ὀκτώβριο τοῦ 2011.
.
Filed under: Beach Lou,Bradfield Scott,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Αγγλικά,Παλαβός Γ. | Tagged: Αναφορές,Γιάννης Παλαβός,Διήγημα,Lou Beach,Scott Bradfield | Τὰ σχόλια στὸ Σκὸτ Μπράντφιλντ (Scott Bradfield): Ὁ συγγραφέας τοῦ Φέισμπουκ ἔχουν κλείσει