Γιούλη Χρονοπούλου: Ἡ συγ­χώ­ρε­ση


Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου


Ἡ συγ­χώ­ρε­ση


Στὴν Τα­σού­λα Α.


Ι ΕΣΥ, βρὲ Ἀ­νέ­στη, πῶς λύ­γι­σες τώ­ρα, ἐ­σὺ ποὺ ἄν­τε­ξες ὁ­λό­κλη­ρη Μα­κρό­νη­σο, ἀ­κό­μα κι ἐ­κεῖ­νο τὸ σα­κὶ μὲ τὴ γά­τα νὰ σὲ ξε­σκί­ζει στὸ νε­ρό, ποὺ ὑ­πέ­μει­νες ὅ­λους τους ἀ­σύλ­λη­πτους ἐ­φιά­λτες, ὅ­λες τὶς ἀ­πί­στευ­τες ἐ­πι­νο­ή­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­νάν­τια στὸν ἄν­θρω­πο, ἐ­σὺ ποὺ δὲν ὑ­πέ­γρα­ψες δή­λω­ση μέ­χρι τὸ τέ­λος κι ἂς ἦ­ταν πιὰ κα­τα­νο­η­τὸ ἀ­κό­μα κι ἂν τὸ ἔ­κα­νες, ἐ­σὺ ποὺ ἀ­νυ­πό­τα­χτα ὑ­πέ­φε­ρες τὰ βα­σα­νι­στή­ρια τοῦ ντό­πιου ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ τμή­μα­τος καὶ τοῦ ἐμ­πνευ­στῆ τους, αὐ­τοῦ τοῦ ἄ­θλιου τοῦ Βα­σί­λη, τοῦ βα­σι­λι­κοῦ, τοῦ βα­σα­νι­στῆ, τοῦ χω­ρια­νοῦ σου, ποὺ δὲν λό­για­σε οὔ­τε τὰ κοι­νά σας παι­δι­κὰ χρό­νια, τὰ παι­χνί­δια σας στὶς ροῦ­γες, τὰ ἀ­στεῖ­α σας καὶ τὰ κα­μώ­μα­τά σας, ποὺ μοιά­ζαν προ­ο­ρι­σμέ­να νὰ σᾶς ἑ­νώ­νουν γιὰ πάν­τα, αὐ­τοῦ ποὺ σοῦ ἔ­βα­ζε βρα­στὰ αὐ­γὰ στὶς μα­σχά­λες σου, ποὺ ἔ­σβη­νε τὰ τσι­γά­ρα του στὸ γυ­μνὸ κορ­μί σου, ποὺ χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὅ,τι δι­έ­θε­τε γιὰ νὰ κα­τα­δώ­σεις τοὺς συν­τρό­φους σου, κλω­τσι­ές, βρι­σι­ές, τα­πει­νώ­σεις, προ­σβο­λές, ἀ­πει­λές, βα­σα­νι­στή­ρια, κι ἐ­σὺ ὑ­πο­μό­νε­ψες καὶ σ’ αὐ­τά, μὲ τὰ ση­μά­δια πά­νω σου γιὰ πάν­τα, ὑ­πεν­θυ­μί­σεις τῆς δι­κῆς του προ­δο­σί­ας, καὶ πε­ρή­φα­να τὰ ἔ­φε­ρες πα­ρά­ση­μα ἀν­το­χῆς καὶ καρ­τε­ρί­ας καὶ πί­στης σὲ κά­τι ποὺ ἀ­πὸ και­ρὸ εἶ­χε χα­θεῖ, ἐ­σύ, βρὲ Ἀ­νέ­στη, πῶς λύ­γι­σες στὸ πα­ρα­κα­λε­τό του καὶ πῆ­γες στὸ ψυ­χο­μα­χη­τό του καὶ τοῦ στά­θη­κες στὸ νε­κρο­κρέ­βα­το καὶ τοῦ ἔ­πι­α­σες τὸ χέ­ρι, ὅ­ταν, με­τὰ ἀ­πὸ μέ­ρες ποὺ ψυ­χο­μα­χοῦ­σε καὶ δὲν ἔ­λε­γε νὰ βγεῖ ἡ ψυ­χή του νὰ ἠ­ρε­μή­σει, σὲ ζή­τη­σε, πῶς λύ­γι­σες καὶ πῆ­γες νὰ τὸν βο­η­θή­σεις νὰ ἡ­συ­χά­σει ἀ­πὸ τὶς ἐ­νο­χές, βρὲ Ἀ­νέ­στη;



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ού­λη (Ἀγ­γε­λι­κὴ) Χρο­νο­πού­λου. Σπούδασε φιλολογία. Ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός, Σχο­λι­κὴ Σύμ­βου­λος καὶ Συν­το­νί­στρια Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Ἔρ­γου φι­λο­λό­γων. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Τμή­μα­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πανεπιστημί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου στὶς κλα­σι­κὲς σπου­δὲς ἀ­πὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λον­δί­νου καὶ δι­δά­κτωρ ΕΚΠΑ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ βι­βλί­ο Ὁ δρῶν λό­γος. Ρη­το­ρι­κὴ καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸν Σο­φο­κλῆ (Νῆ­σος), ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους, ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα, κα­θὼς καὶ κρι­τι­κὲς βι­βλί­ου καὶ τέ­χνης, ἐ­νῶ ἔ­χει λά­βει μέ­ρος καὶ στὴν πα­ρα­γω­γὴ ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν ται­νι­ῶν. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν φι­λο­ξε­νη­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (Χάρ­της, Φρέ­αρ).


			

Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου: Ἄ­ρω­μα φου­ζέρ



Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου


Ἄ­ρω­μα φου­ζέρ


Στὴ Χα­ρι­νέ­λα

ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ, ὡ­ραί­α γυ­ναί­κα, κο­κέ­τα κι ἀρ­χον­τι­κή, συ­νή­θι­ζε νὰ ἀ­ρω­μα­τί­ζει μὲ ἄ­ρω­μα φου­ζὲρ ἐ­κεί­νη καὶ τὴν ἀ­δελ­φή της, ὅ­ταν ἦ­ταν μι­κρές. Τὸ πα­λιὸ γαλ­λι­κὸ ἄ­ρω­μα, ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν ἀν­τρι­κό, ἡ μη­τέ­ρα της τὸ ξε­χώ­ρι­ζε καὶ τὸ ἀ­γα­ποῦ­σε. Λά­τρευ­ε νὰ τὸ μυ­ρί­ζει. Τὸ σκόρ­πι­ζε στὴν ντου­λά­πα καὶ στὰ συρ­τά­ρια τους, στὰ σεν­τό­νια καὶ στὶς πε­τσέ­τες, ποὺ ἀ­να­δι­ναν τό­νους λε­βάν­τας, περ­γα­μόν­του καὶ φα­σκό­μη­λου, δεν­τρο­λί­βα­νο καὶ μαν­τα­ρί­νι, σαν­τα­λό­ξυ­λο καὶ κου­μα­ρί­νη, ποὺ μύ­ρι­ζε σὰ φρε­σκο­κομ­μέ­νο χόρ­το. Ἦ­ταν μιὰ δρο­σι­στι­κὴ μυ­ρω­διὰ φρε­σκά­δας καὶ ἀ­να­ζω­ο­γό­νη­σης. Ἦ­ταν ἕ­να δεῖγ­μα ἀ­γά­πης, ἔ­γνοι­ας καὶ κα­θη­συ­χα­σμοῦ. Ἦ­ταν μιὰ μη­τρι­κὴ ἀγ­κα­λιὰ πάν­τα πα­ρού­σα κι ὅ­ταν ἐ­κεί­νη ἔ­λει­πε. Καὶ κα­θὼς οἱ μυ­ρω­δι­ὲς πο­τί­ζουν τὶς ρί­ζες τῆς μνή­μης καὶ ἀ­να­δεύ­ουν σὰν αἰφ­νί­διος ἄ­νε­μος τὰ κλα­διά της, εἰ­σχω­ρών­τας ἀ­νύ­πο­πτα στὸ πα­ρόν, ὅ­σο μα­κρι­νὲς δι­α­δρο­μὲς κι ἂν ἔ­χουν δι­α­νύ­σει, ἡ εἰ­κό­να τῆς μη­τέ­ρας ἀ­να­δυ­ό­ταν πάν­τα στὸ νοῦ της μα­ζὶ μὲ τὴ εὐ­ω­διὰ τοῦ φου­ζέρ, ποὺ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ ξε­χα­στεῖ, μο­λο­νό­τι ἡ ἴ­δια δὲ συ­νέ­χι­σε με­γα­λώ­νον­τας τὴ συ­νή­θεια τῆς μά­νας της.

       Τώ­ρα, σὰν ἀν­τα­πό­δο­ση, νι­ώ­θει τὴν ἀ­νάγ­κη, κά­θε ποὺ τὴν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται, νὰ τῆς πη­γαί­νει, μα­ζὶ μ’ ἕ­να μπου­κέ­το λου­λού­δια, κι ἕ­να μπου­κά­λι φου­ζέρ. Νὰ τῆς ἐ­πι­στρέ­φει τὴ φρον­τί­δα, τὴν πα­ρη­γο­ρη­τι­κὴ ἀγ­κα­λιά, τὸ ἀγ­κυ­ρο­βό­λι. Ἔ­τσι, φθά­νον­τας, ἀ­φοῦ τα­κτο­ποι­ή­σει τὸ μπου­κέ­το στὸ βά­ζο, πλη­σιά­ζει μὲ βή­μα­τα σι­γα­νὰ ἐ­κεῖ ποὺ ἀ­να­παύ­ε­ται καὶ τὴν ραν­τί­ζει μὲ τὸ ἄ­ρω­μα. Ρί­χνει πρῶ­τα στα­γό­νες στὸ μάρ­μα­ρο, ἁ­πα­λὰ χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το, ἔ­πει­τα τὸ στα­λά­ζει μὲ προ­σο­χὴ στὴ φω­το­γρα­φί­α, στὶς ὄ­χθες τοῦ χα­ραγ­μέ­νου ὀ­νό­μα­τος καὶ τοῦ σταυ­ροῦ, πλημ­μυ­ρί­ζον­τας μὲ τὴ μο­σχο­βο­λιά του τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Ὅ­ταν πιὰ ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα νὰ φύ­γει, τὸ ἄ­ρω­μα φου­ζὲρ ἔ­χει σκορ­πί­σει παν­τοῦ: πά­νω της, μέ­σα της, γύ­ρω της, στοὺς τά­φους καὶ στὸ χῶ­μα, στὰ κυ­πα­ρίσ­σια καὶ τὸν οὐ­ρα­νό, σὰ νὰ δι­ά­βη­κε τὸ χῶ­ρο καὶ τὸ χρό­νο. Ἄ­ρω­μα στοὺς αἰ­ῶ­νες.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ού­λη (Ἀγ­γε­λι­κὴ) Χρο­νο­πού­λου. Σπούδασε φιλολογία. Ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός, Σχο­λι­κὴ Σύμ­βου­λος καὶ Συν­το­νί­στρια Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Ἔρ­γου φι­λο­λό­γων. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Τμή­μα­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πανεπιστημί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου στὶς κλα­σι­κὲς σπου­δὲς ἀ­πὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λον­δί­νου καὶ δι­δά­κτωρ ΕΚΠΑ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ βι­βλί­ο Ὁ δρῶν λό­γος. Ρη­το­ρι­κὴ καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸν Σο­φο­κλῆ (Νῆ­σος), ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους, ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα, κα­θὼς καὶ κρι­τι­κὲς βι­βλί­ου καὶ τέ­χνης, ἐ­νῶ ἔ­χει λά­βει μέ­ρος καὶ στὴν πα­ρα­γω­γὴ ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν ται­νι­ῶν. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν φι­λο­ξε­νη­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (Χάρ­της, Φρέ­αρ).