Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret): Κό­τες (ἕ­να ἀ­ναρ­χι­κὸ πα­ρα­μύ­θι)



Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret)


Κό­τες (ἕ­να ἀ­ναρ­χι­κὸ πα­ρα­μύ­θι)

Gallinas (un cuento anarquista)


ΣΟ ΔΕΝ ΕΙΧΑ στὴν κα­το­χή μου τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να κρεβ­βά­τι καὶ τὰ βι­βλί­α μου, ἤ­μουν εὐ­τυ­χής. Τώ­ρα ἔ­χω στὴν κα­το­χή μου ἐν­νιὰ κό­τες καὶ ἕ­ναν κό­κο­ρα καὶ ἡ ψυ­χή μου εἶ­ναι ἀ­νά­στα­τη.

       Ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α μὲ σκλή­ρυ­νε. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀ­γό­ρα­ζα μιὰ κό­τα τὴν ἔ­δε­να δυ­ὸ μέ­ρες σὲ ἕ­να δέν­τρο γιὰ νὰ τῆς ἐ­πι­βάλ­λω τὴν κα­τοι­κί­α μου, κα­τα­στρέ­φον­τας στὴν εὔ­θραυ­στη μνή­μη της τὴν ἀ­γά­πη γιὰ τὸν πα­λιό της τό­πο δι­α­μο­νῆς. Μπά­λω­σα τὸν φρά­χτη τῆς αὐ­λῆς μου, μὲ σκο­πὸ νὰ γλυ­τώ­σω τὴν ἀ­πό­δρα­ση τῶν που­λε­ρι­κῶν μου καὶ τὴν ἐ­πι­δρο­μὴ τε­τρά­πο­δων καὶ δί­πο­δων ἀ­λε­πού­δων. Ἀ­πο­μο­νώ­θη­κα, ἐ­νί­σχυ­σα τὸ σύ­νο­ρο, σχε­δί­α­σα μιὰ δι­α­βο­λι­κὴ γραμ­μὴ ἀ­νά­με­σα στὸν πλη­σί­ον καὶ ἐ­μέ­να. Δι­αί­ρε­σα τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα σὲ δυ­ὸ κα­τη­γο­ρί­ες: ἐ­γώ, ἀ­φέν­της τῶν κο­τῶν μου καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ποὺ μπο­ροῦ­σαν νὰ μοῦ τὶς πά­ρουν. Προσ­δι­ό­ρι­σα τὸ ἀ­δί­κη­μα. Ὁ κό­σμος γιὰ μέ­να γε­μί­ζει ἀ­πὸ ὑ­πο­τι­θέ­με­νους κλέ­φτες καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­ρι­ξα στὴν ἄλ­λη με­ριὰ τῆς πε­ρί­φρα­ξης μιὰ ἐ­χθρι­κὴ μα­τιά.

       Ὁ κό­κο­ράς μου ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ νε­α­ρός. Ὁ κό­κο­ρας τοῦ γεί­το­να πή­δη­ξε τὸ φρά­χτη καὶ βάλ­θη­κε νὰ φλερ­τά­ρει μὲ τὶς κό­τες μου καὶ νὰ κά­νει δύ­σκο­λη τὴ ζω­ὴ τοῦ δι­κοῦ μου κό­κο­ρα. Ἔ­δι­ω­ξα μὲ πε­τρι­ὲς τὸν πα­ρεί­σα­κτο, ἀλ­λὰ οἱ κό­τες πή­δα­γαν τὸν φρά­χτη καὶ ἔ­κα­ναν αὐ­γὰ στὸ σπί­τι τοῦ γεί­το­να. Ἀ­παί­τη­σα τὰ αὐ­γὰ καὶ ὁ γεί­το­νάς μου μὲ μί­ση­σε. Ἀ­πὸ τό­τε, ἔ­βλε­πα τὴ φά­τσα του πά­νω στὸ φρά­χτη, τὴν ἐ­χθρι­κὴ καὶ ἱ­ε­ρο­ε­ξε­τα­στι­κὴ μα­τιά του, ἴ­δια μὲ τὴν δι­κή μου. Τὰ κο­τό­που­λά του περ­να­γαν τὸν φρά­χτη καὶ κα­τα­βρό­χθι­ζαν τὸ μου­λι­α­σμέ­νο κα­λαμ­πό­κι ποὺ προ­ό­ρι­ζα γιὰ τὰ δι­κά μου. Τὰ ξέ­να κο­τό­που­λα μοῦ ἔ­μοια­ζαν ἐγ­κλη­μα­τί­ες. Τὰ κα­τα­δί­ω­ξα καὶ τυ­φλω­μέ­νος ἀ­πὸ λύσ­σα σκό­τω­σα ἕ­να. Ὁ γεί­το­νας προ­σέ­δω­σε τε­ρά­στια ση­μα­σί­α στὴν ἐ­πί­θε­ση. Δὲν θέ­λη­σε νὰ δε­χτεῖ μιὰ χρη­μα­τι­κὴ ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση. Τρά­βη­ξε μὲ σο­βα­ρό­τη­τα τὸ πτῶ­μα τοῦ κο­τό­που­λου καὶ ἀν­τὶ νὰ τὸ φά­ει, τὸ ἔ­δει­ξε στοὺς φί­λους του, γε­γο­νὸς μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἄρ­χι­σε νὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ στὸ χω­ριὸ ὁ θρύ­λος τῆς ἰμ­πε­ρι­α­λι­στι­κῆς μου κτη­νω­δί­ας. Ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­νι­σχύ­σω τὴν πε­ρί­φρα­ξη, νὰ ἐ­παυ­ξή­σω τὴν ἐ­πα­γρύ­πνη­ση, νὰ ἀ­νε­βά­σω μὲ μιὰ λέ­ξη, τὸν πο­λε­μι­κό μου προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό. Ὁ γεί­το­νας δι­έ­θε­τε ἕ­ναν σκύ­λο ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νο γιὰ ὅ­λα· ἐ­γὼ σκέ­φτο­μαι νὰ ἀ­γο­ρά­σω ἕ­να πι­στό­λι.

       Ποῦ εἶ­ναι ἡ πα­λιά μου ἡ­συ­χί­α; Εἶ­μαι πο­τι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὴν κα­χυ­πο­ψί­α καὶ τὸ μί­σος. Τὸ πνεῦ­μα τοῦ κα­κοῦ μὲ ἔ­χει κα­τα­λά­βει. Πρὶν ἤ­μουν ἕ­νας ἄν­θρω­πος. Τώ­ρα εἶ­μαι ἕ­νας ἰ­δι­ο­κτή­της.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν ἰ­στο­σε­λί­δα El libertario.

Gallinas (un cuento anarquista) (periodicoellibertario.blogspot.com)

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret): Γεν­νή­θη­κε στὴν Τορ­ρε­λα­βέγ­κα τῆς Καν­τά­βρια (Ἱ­σπα­νί­α) τὸ 1876 καὶ πέ­θα­νε στὴν Ἀρ­κα­σὸν (Γαλ­λί­α) τὸ 1910. Ὑ­πῆρ­ξε μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου πα­ρή­χθη στὴν Πα­ρα­γουά­η, για­υτὸ καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δι­α­κε­κρι­μέ­νη φι­γού­ρα τῆς πα­ρα­γουα­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του καὶ τὰ δο­κί­μιά του, βα­θέ­ως φι­λο­σο­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, πα­ρά­δειγ­μα ἑ­νὸς βι­τα­λι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο πρό­δρο­μος τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ. Γνω­στὲς εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ φι­λο­σο­φι­κὸ-πο­λι­τι­κές του θέ­σεις ὑ­πὲρ τοῦ ἀ­ναρ­χι­σμοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.