Βασίλης Μανουσάκης: Ἐν εἴδει προλόγου – Ἱστορίες Μπονζάι

 

 

 

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης

 

Ἐν εἴ­δει προ­λό­γου – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι

 

ΠΟΨΕ ΕΧΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ νὰ ἔ­χου­με κον­τά μας τὸν δι­ά­ση­μο συγ­γρα­φέ­α Τζὰκ Χα­σι­μό­το ποὺ θὰ μᾶς μι­λή­σει γιὰ τὴν εἰ­δι­κό­τη­τά του, τὴν τέ­χνη τοῦ Μπον­ζά­ι, τό­σο στὴ συγ­γρα­φὴ ὅ­σο καὶ στὴ φυ­το­κο­μί­α…

       Ὁ Τζὰκ ξύ­πνη­σε ἀ­πὸ τὸν ἀ­πο­γευ­μα­τι­νό του ὕ­πνο μὲ τὴ φω­νὴ τοῦ Λά­ι­ο­νελ Ντρέντ, τοῦ δι­δά­σκον­τα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπέρ­κλε­ϊ στὴν Κα­λι­φόρ­νια, στ’ αὐ­τιά του. Εἶ­χε τα­ξι­δέ­ψει ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ γιὰ νὰ μι­λή­σει σὲ φοι­τη­τὲς καὶ κοι­νὸ γιὰ τὸ νέ­ο αὐ­τὸ εἶ­δος ποὺ εἶ­χε ἀν­θί­σει —τί ται­ρια­στὸ ρῆ­μα— τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­90 στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, μι­μού­με­νο τὴν τέ­χνη γιὰ τὴ σμί­κρυν­ση δέν­τρων καὶ φυ­τῶν ποὺ εἶ­χαν ἀ­να­πτύ­ξει οἱ παπ­ποῦ­δες του καὶ οἱ παπ­ποῦ­δες τῶν παπ­πού­δων του στὴ γε­νέ­τει­ρά του τὴν Ἰ­α­πω­νί­α ἐ­δῶ καὶ χί­λια πε­ρί­που χρό­νια.

       Εἶ­μαι ἕ­να κι­νού­με­νο στε­ρε­ό­τυ­πο, σκέ­φτη­κε κα­θὼς ση­κω­νό­ταν ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι. Ἰ­ά­πω­νας ποὺ ξέ­ρει ἀ­πὸ Μπον­ζά­ι. Ἂν μοῦ ζη­τή­σουν νὰ τοὺς μι­λή­σω γιὰ ἰ­κεμ­πά­να θὰ κά­νω χα­ρα­κί­ρι, μουρ­μού­ρι­σε στὸ μυα­λό του καὶ γέ­λα­σε στὸν κα­θρέ­φτη τοῦ μπά­νιου μὲ τὸ ἀ­στεῖ­ο του. Ἔ­πει­τα, πλύ­θη­κε, φό­ρε­σε τὰ ροῦ­χα τῆς δου­λειᾶς, ὅ­πως ἀ­πο­κα­λοῦ­σε τὸ γκρὶ σα­κά­κι, τὸ πορ­φυ­ρὸ που­κά­μι­σο καὶ τὸ ἐ­πί­σης γκρὶ παν­τε­λό­νι ποὺ ἐ­πέ­λε­γε τε­λευ­ταῖ­α νὰ φο­ρά­ει πάν­τα στὶς δι­α­λέ­ξεις του καὶ κά­λε­σε τὴ ρε­σε­ψιὸν γιὰ νὰ πα­ραγ­γεί­λει ἕ­να οὐ­ί­σκι. Ἦ­ταν τὸ ἀγ­χο­λυ­τι­κό του, ἀ­φοῦ εἴ­κο­σι χρό­νια δι­δα­σκα­λί­ας με­τὰ καὶ δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μα ξε­πε­ρά­σει τὸ τρὰκ ποὺ ἔ­νι­ω­θε μπρο­στὰ σὲ και­νού­ριο κοι­νό. Ὅ­λως πα­ρα­δό­ξως δὲν εἶ­χε ξα­νάρ­θει στὸ Μπέρ­κλε­ϊ, ἐ­νῶ εἶ­χε ἀ­κού­σει τό­σα πολ­λὰ γι’ αὐ­τό!

       Τὸν Ντρὲντ καὶ τὶς ἐ­ρω­τή­σεις του τὸν ἔ­τρε­με, ἀλ­λὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἀν­τέ­ξει. Αὐ­τὸ ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ χει­ρι­στεῖ κα­λὰ ἦ­ταν τί θὰ γι­νό­ταν ἂν οἱ φοι­τη­τὲς ἤ­θε­λαν νὰ μά­θουν πῶς νὰ γρά­φουν δι­η­γή­μα­τα-μι­νι­α­τοῦ­ρες, πῶς νὰ δου­λεύ­ουν τὴν πλο­κὴ γιὰ νὰ χω­ρά­ει σὲ μιὰ σε­λί­δα μό­νο ἢ ἀ­κό­μα καὶ σὲ μιὰ πα­ρά­γρα­φο ἢ μιὰ πρό­τα­ση. Τί θὰ τοὺς ἔ­λε­γε; Πῶς θὰ τοὺς ἔ­δει­χνε μέ­σα σὲ λί­γη ὥ­ρα κά­τι ποὺ πή­γα­ζε ἀ­πὸ μέ­σα του καὶ ποὺ δὲν ἤ­ξε­ρε οὔ­τε ὁ ἴ­διος πῶς τὸ ἔ­κα­νε;

       Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­φτα­σε στὸ ἀμ­φι­θέ­α­τρο, τὸ ἄ­ρω­μα μιᾶς κο­πέ­λας ποὺ ἔ­φτα­σε κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη καὶ μπῆ­κε μα­ζί του μέ­σα, τοῦ θύ­μι­σε τὸ πρῶ­το του ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα καὶ πῶς ἄρ­χι­σαν ὅ­λα. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ἄρ­χι­σε νὰ μι­λά­ει, ἡ εἰ­σα­γω­γή του με­τὰ τὶς προ­κα­ταρ­κτι­κὲς τυ­πι­κό­τη­τες ἦ­ταν ἡ ἑ­ξῆς:

       Ὑ­πο­θέ­τω πὼς θέ­λε­τε νὰ μά­θε­τε τί εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ και­νού­ριο λο­γο­τε­χνι­κὸ ὑ­βρί­διο ποὺ ξε­κί­νη­σε νὰ ἀ­να­πτύσ­σε­ται τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­90 καὶ ἀ­πὸ τό­τε γνώ­ρι­σε τε­ρά­στια ἐ­ξά­πλω­ση στὸν λο­γο­τε­χνι­κὸ κό­σμο, κυ­ρί­ως λό­γῳ τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου. Λοι­πόν, δὲν μέ­νει πα­ρὰ νὰ σᾶς δεί­ξω μὲ ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα ποὺ γιὰ μέ­να ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τὴν οὐ­σί­α τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς αὐ­τῆς μι­νι­α­τού­ρας ποὺ ὀ­νο­μά­ζου­με καὶ Ἱ­στο­ρί­α Μπον­ζά­ι, ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λα…

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, ὁ Τζὰκ πῆ­ρε στὰ χέ­ρια τὴν πρώ­τη του συλ­λο­γὴ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των, μὲ τί­τλο Μι­κρο­κα­τα­σκευ­ές, καὶ ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει τὸ πρῶ­το δι­ή­γη­μα ποὺ τοῦ εἶ­χε φέ­ρει λί­γο πρὶν στὸ μυα­λὸ ἡ ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­νη φοι­τή­τρια.

       «Ἡ Ἐ­στὲλ ἄ­νοι­ξε τὸ μι­κρο­σκο­πι­κὸ μπου­κα­λά­κι μὲ τὸ ἄ­ρω­μα καὶ ἔ­ρι­ξε δύ­ο στα­γό­νες στὸν γυ­μνὸ μα­κρὺ λαι­μό της καὶ ἀ­πὸ μί­α στοὺς καρ­πούς της. Ὁ Ἄν­το­νι δὲν μπό­ρε­σε ν’ ἀν­τι­στα­θεῖ καὶ τὴν ἀγ­κά­λια­σε ἀ­πὸ πί­σω, ἀ­κουμ­πών­τας ἐ­λα­φρὰ τὴ μύ­τη του στὸν λαι­μό της. Ἀ­μέ­σως τὸ μυα­λό του πλημ­μύ­ρι­σε ἀ­πὸ εἰ­κό­νες καὶ ἀ­ρώ­μα­τα ὁ­λό­κλη­ρης τῆς ζω­ῆς του. Σή­κω­σε ἔκ­πλη­κτος τὸ κε­φά­λι του, σὰν νὰ χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ κά­τι καὶ κά­θι­σε γρή­γο­ρα στὸ δι­πλα­νὸ τρα­πέ­ζι ποὺ βρι­σκό­ταν ἡ πα­λιὰ Ρέ­μιν­γκτον γρα­φο­μη­χα­νὴ ποὺ δὲν ἀ­πο­χω­ρι­ζό­ταν πο­τέ. Κά­θε συ­στα­τι­κὸ τοῦ ἀ­ρώ­μα­τος εἶ­ναι μιὰ λέ­ξη, κά­θε ἄ­ρω­μα εἶ­ναι ἕ­να νό­η­μα, κά­θε μπου­κα­λά­κι εἶ­ναι ἕ­να σύ­νο­λο νο­η­μά­των. Ὅ­λα χω­ρᾶ­νε ἐ­κεῖ μέ­σα, σκέ­φτη­κε, ὅ­λα θὰ χω­ρέ­σουν καὶ σ’ αὐ­τὴ τὴ μο­να­δι­κὴ σε­λί­δα. Καὶ ἄρ­χι­σε νὰ γρά­φει χτυ­πών­τας μὲ δύ­να­μη τὰ πλῆ­κτρα.

       »Ἡ Ἐ­στὲλ φό­ρε­σε τὰ σκου­λα­ρί­κια της καὶ κά­θι­σε δί­πλα του τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­βα­ζε τὴν τε­λεί­α, χτυ­πών­τας τὸ χα­λα­σμέ­νο πλῆ­κτρο δυ­ὸ φο­ρές. Κοί­τα­ξε πά­νω ἀ­πὸ τὸν ὦ­μο του καὶ δι­ά­βα­σε: “Ἐ­κεί­νη τε­λεί­ω­σε τὴν ἑ­τοι­μα­σί­α γιὰ τὴν ἔ­ξο­δό τους βά­ζον­τας τὰ σκου­λα­ρί­κια της, ὅ­πως ἔ­κα­νε ἐ­πὶ τριά­ντα χρό­νια τώ­ρα. Τὰ ἴ­δια τριά­ντα χρό­νια ποὺ ἐ­κεῖ­νος χτυ­ποῦ­σε μα­νι­ω­δῶς τὰ πλῆ­κτρα μιᾶς χα­λα­σμέ­νης γρα­φο­μη­χα­νῆς. Φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὸ σπί­τι με­τὰ ἀ­πὸ λί­γα λε­πτά, κα­νεὶς ἀ­πὸ τοὺς δυ­ό τους δὲν γνώ­ρι­ζε πὼς θὰ ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­πέ­τει­ός τους μα­ζί.”»

       Ὁ Τζὰκ κοί­τα­ξε τοὺς ἀ­πο­σβο­λω­μέ­νους φοι­τη­τὲς καὶ χα­μο­γέ­λα­σε.

       «Βλέ­πε­τε;» τοὺς ρώ­τη­σε. «Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ νό­η­μα καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ στοί­χη­μα, ἂν θέ­λε­τε. Πῶς νὰ χω­ρέ­σε­τε ἕ­να σύ­νο­λο νο­η­μά­των, μιὰ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη ἱ­στο­ρί­α, μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μές. Πα­ράλ­λη­λα, ὅ­μως, νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ­τε καὶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α. Μό­νο ποὺ συ­νή­θως καὶ λό­γῳ χώ­ρου, με­γά­λο μέ­ρος τῆς ἱ­στο­ρί­ας θὰ ὑ­πο­νο­εῖ­ται καὶ θὰ ἀ­φή­νε­τε τὸν ἀ­να­γνώ­στη νὰ μαν­τέ­ψει τί συ­νέ­βη στὶς ὑ­πό­λοι­πες σε­λί­δες ποὺ δὲν ἔ­χε­τε γρά­ψει.»

       Ὁ Τζάκ, ξε­περ­νών­τας τὸ τρὰκ τῶν πέν­τε λε­πτῶν ποὺ τὸν δι­α­κα­τεῖ­χε, εἶ­χε πά­ρει πλέ­ον φό­ρα, ἔ­πει­τα καὶ ἀ­πὸ τὴ μὲ τὰ μά­τια πα­ρό­τρυν­ση τοῦ Λά­ι­ο­νελ.

       «Οἱ Ἀμ­πιγ­κέ­ιλ Μπέ­κελ καὶ Κά­θλιν Ρού­νε­ϊ ποὺ ἐ­πι­με­λή­θη­καν τὴν ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των, μὲ τί­τλο Συν­το­μί­α & Ἀ­πό­η­χος, γρά­φουν στὴν ἐ­πί­σης σύν­το­μη εἰ­σα­γω­γή τους ὅ­τι τὰ δι­η­γή­μα­τα ποὺ πε­ρι­έ­χον­ται σὲ αὐ­τὴ τὴ συλ­λο­γὴ προ­τρέ­πουν τὸν ἀ­να­γνώ­στη νὰ κά­νει δύ­ο πράγ­μα­τα: νὰ δι­α­βά­σει λί­γο καὶ νὰ σκε­φτεῖ πο­λύ. Αὐ­τὸ ποὺ ὑ­πο­νο­οῦν βε­βαί­ως, ἐξ οὗ καὶ ὁ τί­τλος ποὺ ἐ­πέ­λε­ξαν γιὰ τὴν ἀν­θο­λο­γία, εἶ­ναι ὅ­τι ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἔ­χει τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ δι­α­βά­σει μὲν κά­τι πο­λὺ σύν­το­μο ποὺ συ­νή­θως δὲν τοῦ παίρ­νει πά­νω ἀ­πὸ λί­γα λε­πτὰ νὰ τε­λειώ­σει, ἀλ­λὰ ὁ ἀ­πό­η­χος τοῦ κά­θε δι­η­γή­μα­τος πα­ρα­μέ­νει καὶ κου­δου­νί­ζει στ’ αὐ­τιά του πο­λὺ και­ρὸ ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­φοῦ αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α αὐ­τοῦ τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ ὑ­βρι­δί­ου. Νὰ σὲ πα­ρα­κι­νή­σει νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψεις τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α. Τί προ­η­γή­θη­κε καὶ τί ἕ­πε­ται, ὅ­πως εἴ­πα­με. Ποῦ βρί­σκε­ται ὁ ἥ­ρω­ας ἢ ἡ­ρω­ί­δα τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μὴ τὸ βλέ­που­με, εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να στιγ­μι­ό­τυ­πο. Τὸ για­τὶ βρί­σκε­ται ἐ­κεῖ πα­ρα­μέ­νει κρυ­φὸ καὶ μέ­νει ἐ­μεῖς ποὺ δι­α­βά­ζου­με τὴν ἱ­στο­ρί­α νὰ τὸ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με ἢ νὰ τὸ σκε­φτοῦ­με με­τά, ἀ­φοῦ ἔ­χου­με ἀ­φή­σει τὸ βι­βλί­ο κά­τω.»

       Ἕ­νας φοι­τη­τὴς στὰ πρῶ­τα ἕ­δρα­να σή­κω­σε δει­λά το χέ­ρι του. Ὁ Τζὰκ τὸν εἶ­δε μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ του καὶ ἀ­νε­παί­σθη­τα ἔ­κα­νε μιὰ μι­κρὴ κί­νη­ση χα­ρα­κί­ρι μὲ τὸ δε­ξί του χέ­ρι, κα­θὼς ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι ὁ φοι­τη­τὴς ἦ­ταν Ἀ­με­ρι­κα­νο-α­σιά­της σὰν τὸν ἴ­διο καὶ πε­ρί­με­νε τὴ μοι­ραί­α ἐ­ρώ­τη­ση. Ἀντ’ αὐ­τῆς ὅ­μως ὁ φοι­τη­τὴς μὲ τὴ βα­θιὰ φω­νή του τὸν ρώ­τη­σε: «Μι­λή­σα­τε προ­η­γου­μέ­νως γιὰ τὰ κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ ὑ­πέρ­μι­κρου δι­η­γή­μα­τος, καὶ ἦ­ταν πο­λὺ δι­α­φω­τι­στι­κὰ ὅ­σα μᾶς εἴ­πα­τε. Ποι­ά θὰ λέ­γα­τε, ἐν­τού­τοις, ὅ­τι εἶ­ναι τὰ ἐ­λά­χι­στα γνω­ρί­σμα­τα αὐ­τῶν τῶν δι­η­γη­μά­των, τὰ ὁ­ποῖ­α πρέ­πει κά­ποι­ος νὰ ἔ­χει στὸ μυα­λό του γιὰ νὰ γρά­ψει ἢ νὰ δι­α­βά­σει;»

       Ὁ Τζὰκ ἀ­να­κου­φί­στη­κε τό­σο μὲ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ δὲν ἔ­κρυ­ψε τὸ χα­μό­γε­λο στὰ χεί­λη του. Ἴ­σι­ω­σε τὸν για­κὰ στὸ σα­κά­κι του καὶ ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­παν­τά­ει: «Ὅ­πως λέ­ει καὶ ὁ Στί­βεν Χέ­λερ στὴν εἰ­σα­γω­γὴ μιᾶς ἀ­κό­μα ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ἀν­θο­λο­γί­ας —μὲ τί­τλο Ἀ­να­πάν­τε­χη Μυ­θο­πλα­σί­α. Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὰ Ὑ­πέρ­μι­κρα Δι­η­γή­μα­τα— ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­κή μου ἐμ­πει­ρί­α ὡς συγ­γρα­φέ­ας τό­σο μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των, τὰ κύ­ρια γνω­ρί­σμα­τα, ἢ μᾶλ­λον προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ποὺ πρέ­πει νὰ ἔ­χει στὸ μυα­λό του ἕ­νας ἐ­πί­δο­ξος συγ­γρα­φέ­ας ἢ ἀ­να­γνώ­στης εἶ­ναι “ἀ­φε­νὸς ἡ μι­κρὴ ἔ­κτα­ση καὶ ἀ­φε­τέ­ρου ἕ­νας ση­μαν­τι­κῆς διά­ρκειας καὶ ἰ­σχύ­ος ἀ­πό­η­χο­ς”. Ἑ­πο­μέ­νως, ὅ­πως εἴ­πα­με καὶ προ­η­γου­μέ­νως: Συν­το­μί­α καὶ Ἀ­πό­η­χος.»

       Πολ­λὰ χέ­ρια ση­κώ­θη­καν στὸν ἀ­έ­ρα ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, ἀ­φοῦ οἱ φοι­τη­τὲς σὰν νὰ ξύ­πνη­σαν ἀ­πὸ λή­θαρ­γο, κα­τά­λα­βαν πὼς πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να εἶ­δος ποὺ ται­ριά­ζει τό­σο στὴν ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α τους —τί σύν­το­μο ἄ­ρα­γε δὲν ται­ριά­ζει σὲ ἕ­να φοι­τη­τή;— ἀλ­λὰ καὶ στὴν ἀγ­γλό­φω­νη κα­τα­γω­γή τους.

       Ὁ Τζὰκ ἄρ­χι­σε νὰ δεί­χνει πρὸς τοὺς ἰ­δι­ο­κτῆ­τες τῶν χε­ρι­ῶν καὶ νὰ ἀ­παν­τᾶ στὶς ἐ­ρω­τή­σεις τους, ποὺ στὴν πλει­ο­νό­τη­τά τους ἀ­φο­ροῦ­σαν τὴν οὐ­σί­α. Δη­λα­δὴ πῶς γρά­φε­ται ἕ­να τέ­τοι­ο δι­ή­γη­μα, πό­ση ἔ­κτα­ση μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει, ποῦ τὸ βρί­σκου­με, πό­σο δι­α­δε­δο­μέ­νο εἶ­ναι. Ὁ Τζὰκ ἀ­παν­τοῦ­σε κά­πως μη­χα­νι­κά, ἀ­φοῦ τὶς ἐ­ρω­τή­σεις αὐ­τὲς τὶς εἶ­χε ἀ­παν­τή­σει ἑ­κα­τον­τά­δες φο­ρὲς τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Πάν­τα λέ­ξεις με­τρᾶ­νε αὐ­τὰ τὰ παι­διά, σκέ­φτη­κε. «Γράψ­τε τὶς 1.500 ποὺ εἶ­ναι ὁ μέ­γι­στος ἀ­ριθ­μὸς λέ­ξε­ων ποὺ χρει­ά­ζον­ται πρῶ­τα καὶ με­τὰ ἀ­πο­φα­σί­στε μό­νοι σας ἂν εἶ­ναι μι­νι­α­τού­ρα ἢ ὄ­χι», τοὺς εἶ­πε. «Τὸ συν­το­μό­τε­ρο δι­ή­γη­μα ποὺ ἀ­πο­δί­δε­ται στὸν Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕ­ξι λέ­ξεις», τοὺς δι­έ­κο­ψε ἀ­παν­τών­τας κο­φτά. «“Πρὸς πώ­λη­ση: Παι­δι­κὰ πα­πού­τσια. Ἐν­τε­λῶς ἀ­φό­ρε­τα.” Καὶ ὅ­μως λέ­ει μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη ἱ­στο­ρί­α μέ­σα σὲ αὐ­τὲς τὶς λέ­ξεις, ἂν τὸ κα­λο­σκε­φτεῖ­τε. Τὸ ἴ­διο κά­νει καὶ ὁ Γερ­μα­νὸς Φλό­ριαν Μά­ιμ­περγκ ποὺ ξε­κί­νη­σε ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸ T­w­i­t­ter, ποὺ εἶ­μαι σί­γου­ρος πὼς ὅ­λοι χρη­σι­μο­ποι­εῖ­τε, νὰ γρά­φει δι­η­γή­μα­τα ποὺ χω­ροῦν μέ­σα στοὺς λί­γους χα­ρα­κτῆ­ρες ποὺ προ­σφέ­ρει αὐ­τὸ τὸ μέ­σο ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας. Πολ­λὲς φο­ρὲς δὲν εἶ­ναι ὅ­τι δὲν θέ­λου­με νὰ γρά­ψου­με πα­ρα­πά­νω, εἶ­ναι ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­με, δὲν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει ὁ χῶ­ρος δη­λα­δή. Καὶ γιὰ νὰ ἀ­παν­τή­σω στὴν ἐ­ρώ­τη­ση τῆς κο­πέ­λας ἐ­κεῖ πί­σω, ἔ­τσι ξε­κί­νη­σαν τὰ δι­η­γή­μα­τα αὐ­τά. Ἀ­πὸ τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀ­να­γνώ­στη —καὶ ταυ­τό­χρο­να τὴ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ τα­χύ­τη­τα πρόσ­λη­ψης ποὺ δι­α­θέ­τει στὴν Ἐ­πο­χὴ τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας ποὺ ζοῦ­με— νὰ γί­νον­ται ὅ­λα γρή­γο­ρα. Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ λο­γο­τε­χνί­α καὶ δὴ τὸ ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα πα­ρα­σύρ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν τα­χύ­τη­τα τῆς ζω­ῆς μας καὶ οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ποὺ πλέ­ον εἶ­ναι ἀ­κό­μα πιὸ ἀ­παι­τη­τι­κοὶ θέ­λουν νὰ δι­α­βά­σουν λί­γα, ἀλ­λὰ νὰ προσ­λαμ­βά­νουν πολ­λά. Καὶ οἱ Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, λό­γῳ αὐ­τῆς τῆς φυ­σι­κῆς ρο­πῆς τους πρὸς κα­θε­τὶ τε­χνο­λο­γι­κὸ καὶ πρω­το­πό­ρο, ἀ­πο­τέ­λε­σαν τὴ φυ­σι­κὴ γε­νέ­τει­ρα τοῦ δι­η­γή­μα­τος αὐ­τοῦ του τύ­που. Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κά, λοι­πόν, θὰ ἔ­λε­γα πὼς τὸ δι­ή­γη­μα-μι­νι­α­τού­ρα ἢ ἀ­στρα­πὴ ὅ­πως τὸ ὀ­νο­μά­ζουν κά­ποι­οι ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ δι­ή­γη­μα ποὺ μᾶς ται­ριά­ζει καὶ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς συ­νο­δεύ­σει παν­τοῦ στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας. Ὑ­πάρ­χει μιὰ πα­νέ­μορ­φη ται­νί­α τοῦ Φραν­σου­ὰ Τρυ­φὼ ποὺ πι­θα­νὸν νὰ μὴν ἔ­χε­τε δεῖ, ἀλ­λὰ βα­σί­ζε­ται σὲ μιὰ σύν­το­μη νου­βέ­λα τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Ρέ­ι Μπράν­τμπε­ρι καὶ πα­ρου­σιά­ζει μιὰ δυ­στο­πι­κὴ κοι­νω­νί­α στὸ μέλ­λον, ὅ­που ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη κρι­τι­κῆς σκέ­ψης μέ­σῳ τῶν βι­βλί­ων ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται διὰ νό­μου καὶ ἡ κα­το­χὴ βι­βλί­ων ἀ­πο­τε­λεῖ ἔγ­κλη­μα καὶ δι­ώ­κε­ται ποι­νι­κά, ἐ­νῶ τὰ βι­βλί­α καί­γον­ται. Μιὰ ἀ­ναρ­χι­κὴ κοι­νό­τη­τα ἔ­χει βρεῖ ἕ­ναν τρό­πο νὰ δι­α­τη­ρεῖ τὴ γνώ­ση ἀ­πο­στη­θί­ζον­τας βι­βλί­α. Ἡ ἐ­ρώ­τη­σή μου εἶ­ναι: μπο­ρεῖς στὴν πραγ­μα­τι­κὴ ζω­ὴ νὰ τὸ κά­νεις αὐ­τὸ μὲ τὸ Μόμ­πι Ντίκ, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα;»

       Ὄ­χι, κού­νη­σαν χα­μο­γε­λών­τας τὰ κε­φά­λια τους οἱ φοι­τη­τὲς καὶ φοι­τή­τρι­ες.

       «Μὲ ἕ­να δι­ή­γη­μα μι­σῆς σε­λί­δας ἢ ἕ­να ποί­η­μα θὰ μπο­ρού­σα­τε ὅ­μως;»

       «Ναί», εἶ­παν μὲ ἕ­να στό­μα καὶ κά­πως πα­νη­γυ­ρι­κὰ καὶ ἀ­να­κου­φι­σμέ­νοι ποὺ δὲν θὰ τοὺς ἔ­βα­ζε νὰ ἀ­πο­στη­θί­σουν κα­νέ­να βι­βλί­ο.

       «Ὁ συγ­γρα­φέ­ας Ρί­τσαρντ Μπά­ους», συ­νέ­χι­σε φα­νε­ρὰ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ὁ Τζάκ, «ἀ­να­κά­λυ­ψε πὼς ὅ­ταν μιὰ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι τό­σο συμ­πυ­κνω­μέ­νη ὅ­σο τὸ ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα, ἡ οὐ­σί­α της τεί­νει νὰ παίρ­νει με­γα­λύ­τε­ρες δι­α­στά­σεις· δη­λα­δὴ γιὰ νὰ λει­τουρ­γή­σει μιὰ τέ­τοι­α ἱ­στο­ρί­α σὲ τό­σο λί­γο χῶ­ρο, τὸ θέ­μα της πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­να­λο­γι­κὰ με­γα­λύ­τε­ρο. Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σᾶς ἔ­λε­γα νω­ρί­τε­ρα πε­ρὶ ἔ­κτα­σης ἀλ­λὰ καὶ σπου­δαι­ό­τη­τας τοῦ νο­ή­μα­τος. Καὶ ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας Γκρέ­ις Πέ­ι­λι συμ­πλη­ρώ­νει: “Ἕ­να δι­ή­γη­μα βρί­σκε­ται πιὸ κον­τὰ στὸ ποί­η­μα πα­ρὰ σὲ ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα (τὸ ἔ­χω πεῖ ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο φο­ρές) καὶ ὅ­ταν εἶ­ναι πά­ρα πο­λὺ σύν­το­μο —1,5, 2,5 σε­λί­δες— πρέ­πει νὰ δι­α­βά­ζε­ται σὰν ποί­η­μα. Δη­λα­δὴ ἀρ­γά. Οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ποὺ τοὺς ἀ­ρέ­σει νὰ προ­σπερ­νοῦν πε­ρι­γρα­φὲς ἢ ἀ­φη­γή­σεις δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ κά­νουν σὲ μιὰ τρι­σέ­λι­δη ἱ­στο­ρί­α.” Βλέ­πε­τε, λοι­πόν, πῶς οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοὶ κυ­ρί­ως συγ­γρα­φεῖς κα­τα­νο­οῦν τὴ ση­μα­σί­α τοῦ ὑ­βρι­δί­ου αὐ­τοῦ καὶ πει­ρα­μα­τί­ζον­ται καὶ οἱ ἴ­διοι μὲ ὁ­λό­κλη­ρες συλ­λο­γὲς γε­μά­τες ἀ­πὸ λο­γο­τε­χνι­κὲς μι­νι­α­τοῦ­ρες, βα­δί­ζον­τας μά­λι­στα στὰ χνά­ρια τοῦ μι­νι­μα­λι­σμοῦ τοῦ Ρέ­ι­μοντ Κάρ­βερ καὶ τοῦ Τσὰρλς Μπου­κόβ­σκι, ποὺ ἐ­νη­με­ρώ­θη­κα πὼς δι­δα­χθή­κα­τε στὸ πε­ρα­σμέ­νο ἑ­ξά­μη­νο καὶ δὲν πρό­κει­ται νὰ σᾶς ἀ­να­λύ­σω ἐ­δῶ, ἀλ­λὰ θὰ σᾶς πῶ ἕ­να ἀ­νέκ­δο­το. Ὁ Τζὸν Γκάρ­ντνερ, ὁ μέν­το­ρας τοῦ Κάρ­βερ τὸν συμ­βού­λε­ψε κά­πο­τε νὰ γρά­φει μιὰ ἱ­στο­ρί­α μὲ 15 λέ­ξεις, ἀν­τὶ γιὰ 25 ποὺ εἶ­χε γρά­ψει ὁ ἴ­διος. Καὶ ὁ ἐκ­δό­της καὶ ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν γρα­πτῶν τοῦ Κάρ­βερ, ὁ Γκόρ­ντον Λίς, τοῦ ἔ­δω­σε μιὰ ἀ­κό­μα πιὸ ἀ­κραί­α συμ­βου­λή: νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ 5 λέ­ξεις ἀν­τὶ γιὰ τὶς 15 τοῦ Γκάρ­ντνερ.»

       Γέ­λια ἀ­κού­στη­καν στὸ ἀμ­φι­θέ­α­τρο, ἐ­νῶ ὅ­λα τα μά­τια ἔ­λαμ­παν ποὺ σή­μαι­νε πὼς ὁ Τζὰκ εἶ­χε του­λά­χι­στον κεν­τρί­σει τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τους.

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ πε­τά­χτη­κε ὁ Λά­ι­ο­νελ ἀ­πὸ πί­σω του καὶ δή­λω­σε μ’ ἐ­κεί­νη τὴν πομ­πώ­δη ἡ­μι-βρε­τα­νι­κὴ προ­φο­ρά του πὼς εἶ­χε νὰ κά­νει μιὰ ἐ­ρώ­τη­ση. «Μιὰ καὶ ἀ­σχο­λεῖ­στε καὶ μὲ τὴ φυ­το­κο­μί­α τῆς γε­νέ­τει­ράς σας, τὰ πε­ρι­βό­η­τα Μπον­ζά­ι, πῶς θὰ λέ­γα­τε ὅ­τι τὸ ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα ὁ­μοιά­ζει μὲ αὐ­τὴ τὴν ἰ­α­πω­νι­κὴ τέ­χνη;»

       Ὁ Τζὰκ ἔ­νι­ω­σε νὰ ζα­λί­ζε­ται. Εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τὴ δι­ά­λε­ξή του χω­ρὶς νὰ δε­χτεῖ κα­μί­α ἐ­ρώ­τη­ση γι’ αὐ­τὸ καὶ τώ­ρα ποὺ θὰ ἔ­λε­γε ἀν­τί­ο, ἔρ­χε­ται ὁ ἀ­νό­η­τος νὰ τοῦ κά­νει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ σι­χαι­νό­ταν. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ ὅ­μως δὲν κά­θι­σε νὰ ἀ­να­λύ­σει τὰ ἅ­παν­τα τῆς ἰ­α­πω­νι­κῆς φυ­το­κο­μί­ας, ὅ­πως εἶ­χε δο­κι­μά­σει νὰ κά­νει κά­πο­τε μπρο­στὰ σὲ ἕ­να κοι­νὸ ποὺ χα­σμου­ρι­ό­ταν. Τοῦ ἔ­δω­σε μιὰ ὑ­πέρ­μι­κρη ἀ­πάν­τη­ση γιὰ νὰ τὸν ξε­φορ­τω­θεῖ: «ἐ­πει­δὴ ἡ τέ­χνη τῆς κα­τα­σκευ­ῆς φυ­τῶν Μπον­ζά­ι, σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν καλ­λι­τε­χνι­κὴ καὶ συ­στη­μα­τι­κὴ σμί­κρυν­ση με­γά­λων φυ­τῶν, μὲ σκο­πὸ τὴ δι­α­τή­ρη­ση τῆς οὐ­σί­ας τους, ἀλ­λὰ ὄ­χι καὶ τοῦ με­γέ­θους τους. Ἐ­πει­δὴ καὶ τὰ δύ­ο ἀ­πο­τε­λοῦν μι­νι­α­τοῦ­ρες κά­ποι­ας με­γα­λύ­τε­ρης μορ­φῆς φυ­τοῦ καὶ δι­η­γή­μα­τος ἀν­τί­στοι­χα.»

       Ὁ Λά­ι­ο­νελ πῆ­γε νὰ πεῖ κά­τι πα­ρα­πά­νω, ἀλ­λὰ ὁ Τζὰκ τὸν ἔ­κο­ψε ἀ­πό­το­μα γυρ­νών­τας στοὺς φοι­τη­τές.

       «Αὐ­τὸ ποὺ πρέ­πει ὅ­λοι νὰ κρα­τή­σου­με στὸ μυα­λό μας εἶ­ναι πὼς τὸ ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα ἢ Μπον­ζά­ι ἂν θέ­λε­τε, μοιά­ζει μὲ αὐ­τὸ ποὺ καὶ ἐ­γὼ πε­ρι­έ­γρα­ψα στὸ “Ἄ­ρω­μα Λέ­ξε­ω­ν” ποὺ σᾶς δι­ά­βα­σα νω­ρί­τε­ρα. Ἕ­να με­γα­λύ­τε­ρο καὶ βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα καὶ μιὰ με­γα­λύ­τε­ρης ἔ­κτα­σης ἱ­στο­ρί­α καὶ μιὰ πιὸ γε­μά­τη καὶ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη ζω­ὴ τῶν ἡ­ρώ­ων βρί­σκε­ται κλει­σμέ­νη στὸ μπου­κα­λά­κι μιᾶς πα­ρα­γρά­φου ἢ μιᾶς σε­λί­δας. Καὶ αὐ­τὸς ποὺ κα­τα­φέρ­νει νὰ τι­θα­σεύ­σει τὸν λό­γο φα­νε­ρώ­νει μιὰ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη συγ­γρα­φι­κὴ ἱ­κα­νό­τη­τα. Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ!»

       Χει­ρο­κρο­τή­μα­τα ξέ­σπα­σαν ἀ­μέ­σως μό­λις τε­λεί­ω­σε τὴ φρά­ση του ὁ Τζὰκ κι ἕ­να κοκ­κί­νι­σμα ἔ­κα­νε τα­χύ­τα­τα τὴ δι­α­δρο­μὴ ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ στὰ μά­γου­λά του, κά­νον­τάς τον νὰ φαί­νε­ται σὰν νὰ εἶ­χε μό­λις γυ­ρί­σει ἀ­πὸ τὸ γυ­μνα­στή­ριο.

       Στὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, ὁ Τζὰκ ἀ­να­λο­γί­στη­κε πὼς οἱ φρι­κτοὶ πό­νοι στὰ δά­χτυ­λά του, ὅ­ταν ὁ παπ­πούς του τὸν ἔ­βα­ζε ὧ­ρες ἀ­τε­λεί­ω­τες νὰ κλα­δεύ­ει τὰ φυ­τὰ γιὰ νὰ φτιά­ξει τὰ δι­κά του Μπον­ζά­ι, δὲν πῆ­γαν χα­μέ­νοι, κα­θὼς τώ­ρα εἶ­χε ἐ­ξε­λι­χθεῖ σὲ σπου­δαῖ­ο φυ­το­κό­μο τῆς γλώσ­σας καὶ οἱ ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τὲς ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν στιγ­μι­ό­τυ­πα τῆς ζω­ῆς του.

 

   16 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2011

 

 

 Πηγή: περ. Πλανόδιον ἀρ. 50, Ἰούνιος 2011.

 

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης (Ἀ­θή­να, 1972). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ Ποί­η­ση. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κύ­πρου. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Μιᾶς Στα­γό­νας Χρό­νος (Ἐκ­δό­σεις Πλα­νό­διον, 2009) καὶ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀν­θρώ­πων Ὄ­νει­ρα (Ἐκ­δό­σεις Ἀντ. Στα­μού­λη, 2010). Ποι­ή­μα­τα καὶ δο­κί­μιά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ.

  

 

Ση­μεί­ω­μα τοῦ Ἐ­πι­με­λη­τῆ τοῦ τεύχους ἀρ. 50 τοῦ Πλανόδιου γιὰ τὸ ἀμερικανικὸ μικρὸ διήγημα:

 

ΤΟΝ τε­λευ­ταῖ­ο ἑ­νά­μι­ση χρό­νο πε­ρί­που, ἀ­πὸ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 2010 κι ὕ­στε­ρα —ἔ­πει­τα ἀ­πὸ προ­τρο­πὴ τοῦ Γιά­ννη Πα­τί­λη νὰ ἀ­να­λά­βω τὴν ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ πα­ρόν­τος ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τος στὸ ἀγ­γλό­φω­νο ὑ­πέρ­μι­κρο δι­ή­γη­μα— διά­βα­σα, ἀ­ξι­ο­λό­γη­σα καὶ ἀ­νέ­λυ­σα πά­νω ἀ­πὸ 1.000 δι­η­γή­μα­τα-μι­νι­α­τοῦ­ρες. Στὴ συ­νέ­χεια, κα­τέ­λη­ξα νὰ ἐ­πι­λέ­ξω πε­ρί­που 70 ἀ­πὸ αὐ­τὰ (στὸ τεῦ­χος αὐ­τὸ δη­μο­σι­εύ­ον­ται τὰ 43) μέ­σα ἀ­πὸ 5 δι­α­φο­ρε­τι­κὲς συλ­λο­γές, τὰ ὁ­ποῖ­α εἴ­τε με­τέ­φρα­σα ὁ ἴ­διος εἴ­τε ἔ­δω­σα σὲ πολ­λοὺς δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς με­τα­φρα­στές, γιὰ νὰ ὑ­πάρ­χει ποι­κι­λί­α φω­νῶν καὶ με­τα­φρα­στι­κῶν ἀ­πό­ψε­ων. Τὰ κρι­τή­ρια τὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­θε­σα προ­σω­πι­κὰ καὶ κα­τό­πιν με­λέ­της πολ­λῶν ἄρ­θρων καὶ κει­μέ­νων σχε­τι­κὰ μὲ τὰ ὑ­πέρ­μι­κρα δι­η­γή­μα­τα ἦ­ταν (α) τὸ πό­σο ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἦ­ταν ἡ ἱ­στο­ρί­α ἢ ὁ τρό­πος γρα­φῆς της, (β) ἡ ἔ­κτα­σή της ποὺ ἤ­θε­λα νὰ ποι­κίλ­λει ἀ­πὸ μιὰ πα­ρά­γρα­φο ἕ­ως 2 σε­λί­δες καὶ (γ) ὁ ἀ­πό­η­χος ποὺ πι­θα­νὸν ἀ­φή­νει κά­θε ἱ­στο­ρί­α καὶ τὰ νο­ή­μα­τα καὶ θέ­μα­τα ποὺ κα­λεῖ­ται ὁ ἀ­να­γνώ­στης νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει ἀ­φοῦ τε­λει­ώ­σει τὴν ἀ­νά­γνω­σή της. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κρα­τᾶ­τε στὰ χέ­ρια σας κι ἐλ­πί­ζω νὰ ἀ­πο­λαύ­σε­τε ὅ­πως τὸ ἀ­πό­λαυ­σα κι ἐ­γὼ ὁ ἴ­διος.

Κα­λὴ ἀ­νά­γνω­ση!

 

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης

16 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2011