Γεράσιμος Δενδρινός: Νίνου ἀπελευθέρωσις

 

 

Γε­ρά­σι­μος Δεν­δρι­νός

 

Νί­νου ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σις

 

Α ΠΑΝΤΑ ΗΤΑΝ ΕΤΟΙΜΑ γιὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση. Ὅ­μως τὸ ἀ­πό­γευ­μα τῆς πα­ρα­μο­νῆς μὲ βα­ριὰ καρ­διὰ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σα τὸν Νί­νο, τὸ περ­δι­κο­κά­να­ρο, ποὺ εἶ­χα πρὶν τρί­α χρό­νια ἀ­γο­ρά­σει ἀ­πὸ τὸ πα­ζά­ρι τοῦ Σχι­στοῦ. Μὲ γο­ή­τευ­σε τό­τε τὸ κε­λά­η­δη­μά του γι’ αὐ­τὸ καὶ στά­θη­κα νὰ τὸ χα­ζέ­ψω. Δὲν ὑ­πο­ψι­ά­στη­κα για­τί ὁ τσιγ­γά­νος τὸ ἔ­δι­νε σὲ ἐ­ξευ­τε­λι­στι­κὴ τι­μή: Συ­νε­παρ­μέ­νος κα­θὼς ἤ­μουν ἀ­πὸ τὸ τρα­γού­δι του, δὲν πρό­σε­ξα πὼς τὰ δά­χτυ­λα τοῦ ἀ­ρι­στε­ροῦ του πο­διοῦ ἦ­ταν ἀ­τρο­φι­κά, ἴ­σως ἀ­πὸ γεν­νη­σι­μιοῦ του. Τὸ ἀ­να­κά­λυ­ψα τυ­χαῖ­α ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τρεῖς μέ­ρες κα­θὼς ἔ­βα­ζα καν­να­βού­ρι στὶς τα­ΐ­στρες. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ὁ Νί­νο ἦ­ταν ἀ­πὸ τὶς πιὸ ζων­τα­νὲς πα­ρου­σί­ες ποὺ πα­ρη­γο­ροῦ­σαν κά­πως τὴ μο­νό­το­νη καὶ ἄ­χα­ρη ζω­ή μου.

       Οἱ δυ­ό μας εἴ­χα­με ἀ­να­πτύ­ξει μιὰ πε­ρί­ερ­γη σχέ­ση ἐμ­πι­στο­σύ­νης καὶ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τας, κά­τι ποὺ συμ­βαί­νει μο­νά­χα ἀ­νά­με­σα σὲ σκυ­λιὰ καὶ ἀν­θρώ­πους. Ἄ­φη­να τὴν πόρ­τα τοῦ κλου­βιοῦ του ἀ­νοι­χτή, ἀ­φοῦ πρῶ­τα σφά­λι­ζα κα­λὰ τὴν πόρ­τα καὶ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ δω­μα­τί­ου μου. Ἐ­κεῖ­νο, χα­ρού­με­νο ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη καὶ πά­λι ἐ­λευ­θε­ρί­α, πε­τοῦ­σε γιὰ κα­μιὰ ὥ­ρα πε­ρί­που ἀ­ρά­ζον­τας παν­τοῦ. Εἶ­χε ἀ­δυ­να­μί­α στὸ πλαί­σιο μιᾶς φω­το­γρα­φί­ας τοῦ πα­τέ­ρα, βγαλ­μέ­νη στὰ χρό­νια τῆς στρα­τι­ω­τι­κῆς του θη­τεί­ας, ἐ­κεῖ στὰ τέ­λη δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­40, στὴ χι­ο­νι­σμέ­νη τό­τε Κα­μά­ρα τοῦ Γα­λέ­ριου, στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα ποὺ ὁ Νί­νο εἰ­σχω­ροῦ­σε στὴν ἄ­νε­τη καὶ ἀ­κύ­μαν­τη τά­χα ζω­ή μας, αὐ­τὴ ποὺ ὄ­φει­λα νὰ τοῦ προ­σφέ­ρω κά­ποι­α μέ­ρα, ἔ­στω καὶ ἂν γνώ­ρι­ζα πὼς δὲν εἶ­χε κα­μί­α πι­θα­νό­τη­τα νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει ἀ­φοῦ δὲν εἶ­χε μά­θει νὰ βρεῖ μο­νά­χο τὴν τρο­φή του. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη ὥ­ρα τοῦ ἐ­λεύ­θε­ρου πε­τάγ­μα­τος, ἐ­πέ­στρε­φε πί­σω στὸ κλου­βί του μὲ ἠ­χη­ρὸ κε­λά­η­δη­μα.

 

       Πῆ­ρα, θυ­μᾶ­μαι, τὸν Νί­νο στὴν πα­λά­μη μου καὶ βγῆ­κα στὸ μπαλ­κό­νι. Μιὰ ἔν­το­νη πορ­το­κα­λιὰ ἀ­πό­χρω­ση ἔ­βα­φε τὸ γυ­μνὸ ὄ­ρος Αἰ­γά­λε­ω καὶ στὸν κόλ­πο τοῦ Σκα­ρα­μαγ­κᾶ τὰ πλοῖ­α ἦ­ταν βυ­θι­σμέ­να στὴν ἀν­τη­λιά. Ἡ θά­λασ­σα ἀ­πὸ τὸν ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμὸ λαμ­πο­κο­ποῦ­σε. Πρώ­τη μου φο­ρὰ ἀν­τί­κρι­ζα τέ­τοι­α λάμ­ψη στὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο τῶν πλοί­ων. Αἰ­σθάν­θη­κα ἄ­σχη­μα ποὺ δὲν εἶ­χα ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ τὸν ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σω ἔ­ξω στὸ ὕ­παι­θρο, μα­κριὰ ἀ­πὸ κα­τοι­κη­μέ­νη πε­ρι­ο­χή. Ἡ λί­μνη Κου­μουν­δού­ρου ἴ­σως ἦ­ταν ἡ πλέ­ον ἰ­δα­νι­κὴ ἰ­δέ­α. Εὐ­τυ­χῶς ποὺ ὁ και­ρὸς ἦ­ταν κα­λός. Ἔ­νι­ω­σα στὴ φού­χτα μου τοὺς ἀ­συν­τό­νι­στους σφυγ­μοὺς τῆς καρ­διᾶς του καὶ μιὰ ἀ­να­τρι­χι­α­στι­κὴ θέρ­μη συ­νέ­παιρ­νε τὸ κορ­μά­κι του γι’ αὐ­τὸ ποὺ θὰ τοῦ συ­νέ­βαι­νε: Τὴν πο­θη­τὴ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ποὺ θὰ εἶ­χε ὅ­μως ἀ­τυ­χὴ κα­τά­λη­ξη.

       Ἔ­γει­ρε τὸ χνου­δω­τὸ κε­φα­λά­κι του ἀρ­γὰ πρὸς τὸν ἀν­τί­χει­ρά μου ὡς ἐκ­δή­λω­ση κά­ποι­ας ἐν­στι­κτώ­δους στορ­γῆς. Μὲ μιὰ ἀ­πό­το­μη κί­νη­ση πρὸς τὰ πά­νω, τὸ ἄ­φη­σα. Ἐ­κεῖ­νο, πε­τών­τας πρὸς τὴν ἀν­τι­κρι­νὴ τα­ρά­τσα, στά­θη­κε στὸ σύρ­μα τοῦ ἁ­πλώ­μα­τος τῶν ρού­χων καὶ κοι­τοῦ­σε γιὰ ὥ­ρα πρὸς τὸ σπί­τι μας. Ἀ­νεί­πω­τη συγ­κί­νη­ση μὲ πλημ­μύ­ρι­σε. Σκέ­φτη­κα πὼς ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α θὰ ἦ­ταν γι’ αὐ­τὸν καὶ κά­ποι­α μορ­φὴ κα­τα­δί­κης, ὅ­πως συμ­βαί­νει καὶ σὲ μᾶς, μὲ τὴ μό­νη δι­α­φο­ρὰ πὼς ὁ Νί­νο —εὐ­τυ­χῶς γι’ αὐ­τόν—, δὲν εἶ­χε συ­νεί­δη­ση. Πάν­τως, θὰ κα­τέρ­ρε­α ἂν ἐ­πέ­στρε­φε.

       Τε­λι­κὰ στὸ σπί­τι ποὺ τοῦ πρό­σφε­ρε ἐ­πὶ τρί­α χρό­νια ἀ­γά­πη, ἀν­τα­πο­δί­δον­τάς την μὲ τὸ ὑ­πέ­ρο­χο μου­σι­κό του κε­λά­η­δη­μα ἀ­κό­μα καὶ τὶς πιὸ ἀ­δι­ά­φο­ρες ὧ­ρες, δὲν γύ­ρι­σε. Πέ­τα­ξε πρῶ­τα πρὸς τὰ δέν­τρα τοῦ κον­τι­νοῦ πάρ­κου ποὺ χρη­σι­μεύ­ει ὡς ἀ­φε­τη­ρί­α τῶν το­πι­κῶν λε­ω­φο­ρεια­κῶν γραμ­μῶν, καὶ ἀ­πὸ κεῖ, κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὴν πα­ρα­λί­α, ἀ­φή­νον­τας τὴ ζω­ή του στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ καὶ τῆς νύ­χτας ποὺ πλη­σί­α­ζε.

       Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ἔ­νι­ω­σα πὼς ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τοῦ Νί­νου ἦ­ταν καὶ δι­κή μου ἀ­πο­δέ­σμευ­ση ἀ­πὸ ἀ­δι­έ­ξο­δους ἔ­ρω­τες, ἀ­πὸ ἐ­χθροὺς καί, τολ­μῶ νὰ πῶ, ἀ­πὸ λο­γο­τέ­χνες φί­λους, τῶν ὁ­ποί­ων ἡ ζω­ὴ ἦ­ταν στα­θε­ρὰ προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη στὴν ἀ­ναγ­κα­στι­κὴ προ­βο­λὴ τοῦ ἔρ­γου τους, γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ μό­νη τους ἔ­γνοι­α, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἐ­τή­σια ἔκ­δο­ση βι­βλί­ου, ἦ­ταν τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ φυλ­λο­μέ­τρη­μα τῶν ἐν­τύ­πων, οἱ πα­ρου­σιά­σεις, οἱ ἐ­να­γώ­νι­ες δη­μο­σι­εύ­σεις, οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις καὶ τὰ πλα­τιὰ χα­μό­γε­λα, κα­μιὰ φο­ρὰ θλι­βε­ρὰ κι αὐ­τὰ στὰ φῶ­τα τῶν φω­το­γρά­φων – ἴ­σως τε­λι­κὰ ἡ φή­μη νὰ κα­τα­κτι­έ­ται μὲ τὴ σι­ω­πή.

       «Ἐ­νῶ κα­θά­ρι­ζα τὸ κλου­βί, μοῦ γλί­στρη­σε, ἔ­πε­σε κά­τω, κι ὁ Νί­νο τὴν κο­πά­νη­σε ἀ­π’ τὴ βά­ση ποὺ ξε­χαρ­βα­λώ­θη­κε», εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μπαί­νον­τας στὸ κα­θι­στι­κό.

       «Ἄχ, ξε­μυ­α­λι­σμέ­νε, τὰ κα­τά­φε­ρες πά­λι!­.­.. Κρί­μα μω­ρέ! Ἦ­ταν κα­λὴ συν­τρο­φιὰ τὸ κα­η­μέ­νο…­», ἀ­να­φώ­νη­σε καὶ στρά­φη­κε πρὸς τὴν ὀ­θό­νη τῆς τη­λε­ό­ρα­σης. Γιὰ νὰ μὴν συ­νε­χί­σει τὰ σχό­λιά της, σή­μαι­νε πὼς τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της κα­νά­λι ἔ­παι­ζε πά­λι κά­τι σα­χλὸ ποὺ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε με­τὰ μα­νί­ας. Τὸ ἴ­διο βρά­δυ, ἐ­νῶ ἐ­πι­θε­ω­ροῦ­σα τὴν βα­λί­τσα μή­πως καὶ εἶ­χα ξε­χά­σει κά­τι, μπῆ­κε ἀ­θό­ρυ­βα στὸ δω­μά­τιό μου. Στη­ριγ­μέ­νη στὴ μαγ­κού­ρα της, ἀ­φοῦ μὲ κοί­τα­ξε πε­ρί­ερ­γα σὰν νὰ ἤ­ξε­ρε τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­χε συμ­βεῖ, εἶ­πε: «Πάν­τως, ἐ­δῶ ποῦ τὰ λέ­με, κα­λύ­τε­ρα ποὺ σοῦ ξέ­φυ­γε… Ποι­ός, μω­ρέ, θὰ τὸ πε­ρι­ποι­ό­ταν τώ­ρα ποὺ θὰ ἔ­λει­πες; Ἐ­γὼ ἡ σα­κά­τισ­σα ἢ ὁ ἀ­δερ­φός σου ποὺ σι­χαί­νε­ται τὰ ζῶ­α; Ἦ­ταν ἐκ Θε­οῦ ποὺ σοῦ ’­φυ­γε, ἄ­κου ποὺ σοῦ λέ­ω… Μό­νο μὴν ξε­χά­σεις νὰ πε­τά­ξεις τὸ κλου­βὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ βλέ­πω καὶ θυ­μᾶ­μαι…»

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Γε­ρά­σι­μος Δεν­δρι­νός (Πει­ραι­ᾶς, 1955). Διήγημα, μυθιστόρημα. Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ ὑ­πη­ρε­τεῖ στὴ Δευ­τε­ρο­βάθ­μια Ἐκ­παί­δευ­ση. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἕ­να πα­κέ­το Ἄ­ρω­μα (Ρό­πτρον, 1992 & καὶ Κέ­δρος, 1995), τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Χαι­ρε­τί­σμα­τα ἀ­πὸ τὸ νό­το (Ὀ­δυσ­σέ­ας, 1994 & Κέ­δρος, 2003), στὸ ὁ­ποῖ­ο βα­σί­στη­κε τὸ σε­νά­ριο τῆς ται­νί­ας τοῦ Δη­μή­τρη Μα­κρῆ Χαι­ρέ­τα μας τὸν πλά­τα­νο, ποὺ δι­α­γω­νί­στη­κε τὸ 2004 στὸ 54ο φε­στι­βὰλ Θεσ­σα­λο­νί­κης, τὸ τα­ξι­δι­ω­τι­κὸ κεί­με­νο Μα­τί­ας ντὲλ Ρί­ος – Ἡ­με­ρο­λό­για (Ὀ­δυσ­σέ­ας, 1995 & Κέ­δρος, 2006), τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἀ­πέ­ραν­τες συ­νοι­κί­ες (Κέ­δρος, 2001), τὴ νου­βέ­λα Ἄλ­κης (Με­ταίχ­μιο, 2003) καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Φρα­γὴ εἰ­σερ­χο­μέ­νων κλή­σε­ων (Με­ταίχ­μιο, 2006). Ἀ­πὸ τὸ 2004 εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Συγγραφέων.

 

Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike): Πυγμαλίων

 

 

Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike)

 

Πυγμαλίων

(Pygmalion)

 

ΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ στὴν πρώ­τη του γυ­ναί­κα ἦ­ταν τὸ τα­λέν­το της στὶς μι­μή­σεις: Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κά­θε συ­νά­θροι­ση, στὸ σπί­τι τὸ δι­κό τους ἢ σὲ κά­ποι­ου ἄλ­λου ζευ­γα­ριοῦ, ἀ­να­πα­ρι­στοῦ­σε γιὰ χά­ρη του ὅ­σα εἶ­χαν δεῖ, τὰ πρό­σω­πα, τὶς φω­νές, στρα­βώ­νον­τας τὸ στο­μα­τά­κι της μὲ μι­κροὺς μορ­φα­σμοὺς ποὺ γιὰ μί­α ἐκ­πλη­κτι­κὴ στιγ­μὴ ξα­νά­φερ­ναν κον­τά τους ἕ­ναν ἀ­πόν­τα γνω­στό. «Ποὺ λέ­τε, ἐ­ὰν μὲ ἐν­δι­έ­φε­γε —πῶς τὸ λέ­ει ἡ Γκου­έν; — ἐ­ὰν μὲ ἐν­δι-έ­φε­γε ἡ συν­τή­γη­ση–»  Κι ἐ­κεῖ­νος, ὁ σύ­ζυ­γος, γε­λοῦ­σε μὲ τὴν καρ­διά του, πα­ρό­τι ἡ Γκου­ὲν ἦ­ταν στὰ κρυ­φὰ ἐ­ρω­μέ­νη του καὶ ἔ­μελ­λε νὰ γί­νει ἡ δεύ­τε­ρη σύ­ζυ­γός του. Αὐ­τὸ ποὺ τοῦ ἄ­ρε­σε σ’ ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ἡ ζω­η­ρά­δα της στὸ κρε­βά­τι, κι αὐ­τὸ ποὺ ἀ­πε­χθα­νό­ταν στὴν πρώ­τη του γυ­ναί­κα ἦ­ταν τὸ ὅ­τι τοῦ ζη­τοῦ­σε νὰ τῆς τρί­ψει τὴν πλά­τη κι ὕ­στε­ρα, κά­τω ἀ­π’ τὰ χέ­ρια του ποὺ μο­χθοῦ­σαν, τὴν ἔ­παιρ­νε, κά­θε νύ­χτα, ὁ ὕ­πνος.

       Τὰ πρῶ­τα χρό­νια τοῦ νέ­ου γά­μου, κά­θε ποὺ ἐ­πέ­στρε­φαν στὸ σπί­τι μὲ τὴν Γκου­ὲν με­τὰ ἀ­πὸ συ­νά­θροι­ση, ἐ­κεῖ­νος πε­ρί­με­νε, ἀ­συ­νεί­δη­τα, ν’ ἀρ­χί­σουν οἱ μι­μή­σεις, ἡ ἀ­να­κε­φα­λαί­ω­ση. Μά­λι­στα τὴν πα­ρό­τρυ­νε: «Πῶς εἶ­δες τὸν ἀ­δελ­φὸ τῆς οἰ­κο­δέ­σποι­νάς μας;»

       «Ἄ», ἀ­παν­τοῦ­σε ἁ­πλὰ ἡ Γκου­έν, «πο­λὺ εὐ­χά­ρι­στος μοῦ φά­νη­κε». Καὶ ἐ­πει­δὴ ἔ­νι­ω­θε μὲ τὴ γυ­ναι­κεί­α της δι­αί­σθη­ση ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος πε­ρί­με­νε πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἴ­σως νὰ πρό­σθε­τε «Ἄ­κα­κος. Λί­γο στε­νό­μυα­λος ἴ­σως.». Τὰ μά­τια της ἄ­στρα­φταν, ἐ­νῶ ἄ­κου­γε στὴν ἀ­να­με­νό­με­νη σι­ω­πή του μιὰ ἄρ­ρη­τη ἀ­παί­τη­ση, καὶ μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ συγ­κι­νη­τι­κό, παι­δι­κὸ ψεύ­δι­σμά της τοῦ ἔ­λε­γε «Τί πγαγ­μα­τι­κὰ θέ­λεις;»

       «Ἄ, τί­πο­τα. Τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς – τὸν εἶ­χε συ­ναν­τή­σει μιὰ φο­ρὰ ἡ Μαρ­γκε­ρὶτ πρὶν ἀ­πὸ λί­γα χρό­νια καὶ τῆς εἶ­χε κά­νει ἐν­τύ­πω­ση τί πομ­πώ­δης βλά­κας ποὺ εἶ­ναι. Ἔ­τσι ποὺ ρου­φά­ει τὴν ἄ­κρη τῆς πί­πας του καὶ τε­λει­ώ­νει κά­θε δή­λω­σή του λέ­γον­τας “Μὲ πα­ρα­κο­λου­θεῖ­τε;”»

       «Ἐ­γὼ τὸν βρῆ­κα ἀ­πο­λύ­τως εὐ­χά­ρι­στο», εἶ­πε πα­γε­ρὰ ἡ Γκου­ὲν καὶ τοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη γιὰ νὰ βγά­λει τὸ ἀ­ση­μί, ἐ­φαρ­μο­στὸ φου­στά­νι της. Ἐ­νῶ τὸ τρα­βοῦ­σε τι­νά­ζον­τας τοὺς γο­φούς της δε­ξιὰ-ἀ­ρι­στε­ρὰ γιὰ νὰ τὸ κα­τε­βά­σει, γύ­ρι­σε τὸ κε­φά­λι της καὶ πρό­σθε­σε προ­κλη­τι­κὰ «Εἶ­χε πολ­λὰ νὰ πεῖ γιὰ τοὺς φο­ρο­λο­γι­κοὺς πα­ρά­δει­σους».

       «Εἶ­μαι σί­γου­ρος», σάρ­κα­σε ξε­ψυ­χι­σμέ­να ὁ Πυγ­μα­λί­ων, ναρ­κω­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ θέ­α­μα τῆς γυ­ναί­κας του ποὺ προ­έ­λαυ­νε, γυ­μνή, πρὸς τὸ μέ­ρος του καὶ τὴ συ­ζυ­γι­κή τους κλί­νη. «Εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά», τὴν προ­ει­δο­ποί­η­σε.

       «Ἄχ, ἔ­λα τώ­ρα», εἶ­πε ἐ­κεί­νη, σβή­νον­τας τὸ φῶς.

       Ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ μι­μή­θη­κε ἡ Γκου­ὲν ἦ­ταν ὁ δεύ­τε­ρος σύ­ζυ­γος τῆς Μαρ­γκε­ρίτ, ὁ Ἔντ· εἶ­χαν συ­ναν­τη­θεῖ ὅ­λοι ἀ­να­πάν­τε­χα σ’ ἕ­ναν φι­λαν­θρω­πι­κὸ χο­ρὸ γιὰ τὴ δι­ά­σω­ση τῶν φα­λαι­νῶν, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν στα­λεῖ προ­σκλή­σεις ἀ­δι­α­κρί­τως. «Ὄ-χὸ-χό», βρον­το­φώ­να­ξε ὕ­στε­ρα ὅ­ταν βρέ­θη­καν μό­νοι τους στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρά τους, «ὥ­στε ἐ­σὺ εἶ­σαι ὁ εὐ­γε­νὴς προ­κά­το­χός μου!» Κι ἔ­πει­τα πρό­σθε­σε «Νὰ χα­ρῶ ἐ­γὼ εὐ­γε­νῆ. Σὲ μι­σεῖ τό­σο πο­λὺ ποὺ τὸν ἐ­ρέ­θι­σες».

       «Ἀ­λή­θεια;» εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος. «Ἐ­μέ­να μοῦ φά­νη­κε ἀ­πο­λύ­τως εὐ­χά­ρι­στος, σὲ μιὰ συ­νάν­τη­ση ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἦ­ταν πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη».

       «Ναί, ἀ­μέ­ε­ε», συμ­φώ­νη­σε ἐ­κεί­νη, μι­μού­με­νη τὸν ἐγ­κάρ­διο Ἔντ, ἀ­φή­νον­τας γιὰ μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ στιγ­μὴ τὸ ἐ­λα­φρῶς ἀ­νέκ­φρα­στο καὶ ἄ­ψυ­χο ὕ­φος βε­βι­α­σμέ­νης ἀ­γα­θο­σύ­νης τοῦ Ἒντ νὰ εἰ­σβά­λει στὰ συ­νή­θως μι­κρο­σκο­πι­κὰ καὶ στρογ­γυ­λε­μέ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της.

       «Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­θό­λου ἀ­μη­χα­νί­α με­τα­ξύ μας, χό, χό», συ­νέ­χι­σε, ἐν­θαρ­ρυ­μέ­νη. «Καί, γιὰ πές μου, φί­λε μου, για­τί δὲν ἔρ­χε­ται πο­τὲ πιὰ στὴν ὥ­ρα της ἡ δι­α­τρο­φὴ γιὰ τὰ παι­διά;»

       Κι αὐ­τὸς γε­λοῦ­σε μὲ τὴν καρ­διά του, ἐκ­στα­σι­α­σμέ­νος ποὺ ἔ­βλε­πε τὴ σύ­ζυ­γό του νὰ φτά­νει σ’ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­κεῖ­νος θε­ω­ροῦ­σε σω­στὴ γυ­ναι­κεί­α συμ­πε­ρι­φο­ρὰ – μιὰ εὔ­πλα­στη, ἀ­κοί­μη­τη εὐ­αι­σθη­σί­α στὸ ἀν­θρώ­πι­νο πε­ρι­βάλ­λον, μιὰ εὐ­ά­γω­γη αἰ­σθαν­τι­κό­τη­τα ποὺ πα­ρα­συ­ρό­ταν ἀ­πὸ τὰ ρεύ­μα­τα τῆς Φύ­σης αὐ­το­προ­σώ­πως. Ὁ ἴ­διος δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ γνω­ρί­σει τὸν κό­σμο, αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ φό­βος του, ἐ­ὰν δὲν τοῦ τὸν με­τέ­φρα­ζε μιὰ γυ­ναί­κα. Τώ­ρα, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φαν ἀ­πὸ μιὰ συγ­κέν­τρω­ση, καὶ τὴ ρω­τοῦ­σε πῶς τῆς εἶ­χε φα­νεῖ ὁ τά­δε, ἡ Γκου­ὲν στε­κό­ταν ὄρ­θια φο­ρών­τας τὰ ἐ­σώ­ρου­χά της καὶ συλ­λο­γι­ζό­ταν, σὰ νὰ βρι­σκό­ταν πά­νω στὴ σκη­νή. «Ἐ­μεῖς – νὰ πά­ρει, ἀ­γα­πη­τέ μου», ἀ­να­κοί­νω­νε σὲ μιὰ ξαφ­νι­κή, με­λω­δι­κὴ πα­ρω­δί­α, «ἂν δὲν ἦ­ταν ἡ Πορ­το­γα­λί­α, εἰ­λι­κρρρ­ι­νά, δὲν θά ’­χε μεί­νει οὔ­τε μί­α χώ­ρα στὴν Εὐ­ρώ­πη!»

       «Ἄχ, ἔ­λα τώ­ρα», δι­α­μαρ­τυ­ρό­ταν ἐ­κεῖ­νος, κα­τευ­χα­ρι­στη­μέ­νος ποὺ ἔ­βλε­πε τὰ ὄ­μορ­φα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της νὰ ἀλ­λοι­ώ­νον­ται σὲ μιὰ πα­ρά­ξε­νη, ἀ­λα­ζο­νι­κὴ χον­τρο­κο­πιά.

       «Πῶς τὸ κά­νει;» ρω­τοῦ­σε ἡ Γκου­έν, σὰν ἀ­πὸ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. «Κά­πως κά­νει τὸ σα­γό­νι της, σὰ νὰ τὸ στρί­βει δε­ξιὰ-ἀ­ρι­στε­ρὰ χω­ρὶς νὰ ξε­σφίγ­γει τὰ δόν­τια.»

       «Τό ’­πια­σες!» ἐ­πι­κρο­τοῦ­σε αὐ­τός.

       «Φυ­σι­κά, ξέρρ­ρε­τε», συ­νέ­χι­ζε ἐ­κεί­νη μὲ τὴν προ­σποι­η­τὴ φω­νή, «κά­πο­τε ἦ­ταν ἡ Ἑλ­λά­δα, ἀλ­λὰ τώ­ρα ὅ­λοι αὐ­τοὶ οἱ ἀ­παί­σιοι Ἄ­ρα­βες…»

       «Ἄχ, ναί, ναί», ἔ­λε­γε ἐ­κεῖ­νος, ἐ­νῶ τὸ πρό­σω­πό του πο­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὰ δυ­να­τά, γε­μά­τα πε­ρη­φά­νια, γέ­λια. Εἶ­χε γί­νει τέ­λεια γιὰ ἐ­κεῖ­νον.

       Στὸ κρε­βά­τι ἐ­κεί­νη τοῦ τό­νι­ζε «Εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά».

       «Θέ­λεις νὰ σοῦ τρί­ψω τὴν πλά­τη;»

       «Μμμ. Αὐ­τὸ θὰ ἦ­ταν πγαγ­μα­τι­κὰ ὡ­ραῖ­ο». Ἐ­νῶ τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι μο­χθοῦ­σε μα­λά­ζον­τας τὴ λεί­α, ζε­στή, εὔ­πλα­στη ἐ­πι­φά­νεια, ἡ σύ­ζυ­γός του —αὐ­τὸ τὸ μι­κρὸ κα­τι­τὶς μέ­σα της ποὺ ἦ­ταν ὅ­λο δι­κό της— βυ­θι­ζό­ταν μα­κριά του· τὴν ἔ­παιρ­νε, κά­θε νύ­χτα, ὁ ὕ­πνος.

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Τζὸν Ἀπντάικ (John Updike) (Ρέν­τινγκ, Πεν­σιλ­βά­νια, 1932-Ντάνβερς, Μα­σα­χουσέτης, 2009). Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς σπου­δαι­ό­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Ἔ­χει γρά­ψει πάμ­πολ­λα δι­η­γή­μα­τα καὶ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ ἔ­χει ἐ­πη­ρε­ά­σει πολ­λοὺς συγ­γρα­φεῖς. Βι­βλί­α του ἔ­χουν με­τα­φερ­θεῖ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο. Κέρ­δι­σε δύ­ο βρα­βεῖ­α Πού­λι­τζερ.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Νί­να Μπού­ρη (1983). Σπού­δα­σε στὸ τμῆ­μα Ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας καὶ ΜΜΕ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν, με­τα­φρά­ζει βι­βλί­α —κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνι­κὰ καὶ δο­κί­μια γιὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά— καὶ ὑ­πο­τι­τλί­ζει ται­νί­ες γιὰ φε­στι­βὰλ κι­νη­μα­το­γρά­φου.

 

Σοφία Μούτση: Ἀλεξάνδρα

 

  

Σο­φί­α Μούτση

 

Ἀλεξάνδρα

 

ΓΟΡΑΖΕΙ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ καὶ μπαί­νει στὴν σκο­τει­νὴ αἴ­θου­σα. Με­τρά­ει τέσ­σε­ρις σει­ρὲς ἀ­πὸ τὸ τέ­λος καὶ τὸν βλέ­πει. Βγά­ζει τὸ παλ­τὸ γιὰ νὰ μὴν ἐ­νο­χλή­σει καὶ κά­θε­ται δί­πλα του. Ἀ­μέ­σως τὸ χέ­ρι του σκε­πά­ζει τὸ δι­κό της. Σκύ­βει καὶ τῆς ψι­θυ­ρί­ζει πὼς τοῦ ἔ­λει­ψε. Σι­γο­τρέ­μει. Τὴν ρω­τά­ει ἂν θά­ ‘χει χρό­νο με­τά. Θὰ ἔ­χει, ἀ­παν­τά­ει. Ἀ­πό­ψε εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη.

        Τὸ ἔρ­γο προ­χω­ρᾶ, προ­χω­ρά­ει καὶ τὸ χέ­ρι του. Τὸν ἀ­φή­νει. Κά­θε­ται στη­τή, ἀ­σά­λευ­τη. Τὰ δά­χτυ­λά του μα­λά­ζουν τὴν σάρ­κα της, καῖ­νε. Μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της κοι­τά­ζει γύ­ρω, γλι­στρά­ει λί­γο πιὸ κά­τω στὴν κα­ρέ­κλα. Τὸν δι­ευ­κο­λύ­νει. Στὴν ὀ­θό­νη ξε­τυ­λί­γον­ται το­πί­α ἀ­πὸ τὴν Αὐ­στρα­λί­α, τώ­ρα ἀ­νοί­γει λί­γο τὰ πό­δια. Ἐ­κεῖ­νος σὰ νὰ τρε­λαί­νε­ται, σπρώ­χνει, ἀ­νοί­γει, τρέ­μει κι ἄλ­λο, σκύ­βει, ψά­χνει νὰ τὴ φι­λή­σει. Τὸν ἀ­φή­νει.

        Ἀ­κού­ει τὴν ἀ­να­πνο­ή του. Περ­νᾶ­νε με­ρι­κὰ λε­πτά. Ἀλ­λά­ζει λί­γο τὴ στά­ση της στὸ κά­θι­σμα. Ξαφ­νι­κά, σκέ­φτε­ται πὼς ἀρ­κε­τά, τώ­ρα πρέ­πει νὰ τὸν στα­μα­τή­σει. «Φτά­νει», τοῦ λέ­ει. Κλεί­νει τὰ πό­δια καὶ τοῦ ἐ­πι­στρέ­φει τὸ χέ­ρι, στρώ­νει τὴ φού­στα της, τοῦ λέ­ει νὰ πε­ρι­μέ­νει, ἔ­χουν ὅ­λο τὸ βρά­δυ δι­κό τους.

        Στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο δη­λώ­νουν κύ­ριος καὶ κυ­ρί­α Ζ., ἀ­νε­βαί­νουν.

        Τὴν ἑ­πό­με­νη τὸ πρω­ὶ περ­νά­ει ἀ­πὸ τὸ χα­σά­πη. Τὰ παι­διὰ θέ­λουν κρέ­ας μὲ πα­τά­τες γιὰ βρα­δι­νό. Τὰ κομ­μά­τια τὸ μο­σχά­ρι, τὸ χοι­ρι­νό, κρέ­μον­ται στὰ τσιγ­κέ­λια. Ἀ­πὸ κά­ποι­α στά­ζει αἷ­μα. Θ’ ἀλλάξει χα­σά­πη, ἀ­πο­φα­σί­ζει, βα­ρέ­θη­κε τὸ πα­λο­μο­δί­τι­κο σκη­νι­κό. Φορ­τώ­νε­ται τὶς τσάν­τες καὶ φτά­νει σπί­τι.

        Ἀ­νοί­γει τὰ πα­ρά­θυ­ρα καὶ τὸ νε­ρὸ στὴ μπα­νι­έ­ρα. Χρει­ά­ζε­ται νὰ πλυ­θεῖ. Θὰ μου­λιά­σει νὰ κα­θα­ρί­σει. Με­τὰ φο­ρά­ει μο­σχο­μυ­ρι­στὰ ροῦ­χα καὶ τὴ μά­σκα τῆς κυ­ρί­ας Ἀ­λε­ξάν­δρας, συ­ζύ­γου, μη­τέ­ρας, κό­ρης, ἐγ­γο­νῆς καὶ στρώ­νει τρα­πέ­ζι.

        Προ­σπα­θεῖ νὰ θυ­μη­θεῖ τὸν τίτ­λο τοῦ ἔρ­γου ποὺ εἶ­δε χτές. Ἀ­δύ­να­τον. Δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α κιόλας. Σὲ κα­νέ­ναν δὲν θὰ δώ­σει λο­γα­ρια­σμό. Καὶ κα­νέ­νας δὲν θὰ ρω­τή­σει. Μα­γει­ρεύ­ει καὶ ἀ­κού­ει τὸ τη­λέ­φω­νο ποὺ χτυ­πᾶ. Τὸ ση­κώ­νει. Εἶ­ναι αὐ­τὸς στὴν ἄλ­λη με­ριά, θέ­λει νὰ τὴ δεῖ, τὴν λα­τρεύ­ει, τὴν ἀ­γα­πά­ει, πε­θαί­νει, τοῦ λεί­πει, καί­γε­ται. Κλεί­νει τὸ τη­λέ­φω­νο.

        Μπαί­νουν τὰ παι­διά, πει­νᾶ­νε, για­τί δὲν ἔ­χει σερ­βί­ρει ἀ­κό­μη; Βά­ζει ἕ­να πο­τή­ρι κρα­σὶ καὶ δι­ορ­θώ­νει λί­γο τὰ μαλ­λιά της. Ἀ­κού­ει τὴν πόρ­τα τοῦ γκα­ράζ. Ἦρ­θε καὶ ὁ πα­τέ­ρας τους. Βά­ζει λί­γο ἄ­ρω­μα πί­σω ἀ­πὸ τ’ ­αὐ­τιὰ καὶ τὸ πιά­το του στὸ τρα­πέ­ζι. Τ’ ἀγόρια τσα­κώ­νον­ται, τὸ τη­λέ­φω­νο χτυ­πά­ει. «Λά­θος κά­νε­τε», τοῦ λέ­ει, «μὴ ξα­να­πά­ρε­τε αὐ­τὸ τὸν ἀ­ριθ­μό». Κλεί­νει τὴ γραμ­μὴ καὶ τὸ ἀ­φή­νει ἀ­νοι­χτό. Ἰ­σι­ώ­νει τὶς πι­έ­τες τῆς φού­στας καὶ προ­τεί­νει τὸ μά­γου­λο γιὰ τὸν βρα­δι­νὸ χαι­ρε­τι­σμό.

        «Πῶς πέ­ρα­σες χτές;» τὴν ρω­τά­ει καὶ κά­θε­ται στὸ τρα­πέ­ζι. Ἀ­νοί­γει τὴν τη­λε­ό­ρα­ση καὶ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα συγ­χρό­νως. Ψά­χνει τὰ νέ­α, τὴν οἰ­κο­νο­μι­κὴ στή­λη, κά­τι γιὰ με­το­χὲς καὶ ντά­ουν-τζό­ουνς μουρ­μου­ρί­ζει, τ’ ­ἀ­γό­ρια ἔ­χουν κιό­λας κα­τα­πι­εῖ τὸ φα­γη­τό τους, ρί­χνουν πί­σω τὶς κα­ρέ­κλες, τρέ­χουν στὸ ἄλ­λο δω­μά­τιο, στὴν ἄλ­λη τη­λε­ό­ρα­ση, «Πῆ­γα μὲ κά­ποι­ον στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο» ἀ­παν­τά­ει. Κα­νεὶς δὲν προ­σέ­χει, δὲν ἀ­κού­ει. «Πά­λι κοκ­κι­νι­στὸ ἔ­χου­με;» τὴ ρω­τᾶ καὶ τὴν κοι­τά­ει αὐ­τὴ τὴ φο­ρά. «Δὲν σοῦ εἶ­πα πὼς ἤ­θε­λα λα­χα­νι­κὰ ἀ­πό­ψε;»

        Ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρα στρί­βει, βγαί­νει ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιο, ξε­κρε­μά­ει καὶ φο­ρά­ει τὸ παλ­τό της, βγαί­νει στὸ δρό­μο, πά­ει στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο, κα­τε­βαί­νει τὰ σκα­λιά, ὑ­πό­γεια εἶ­ναι συ­νή­θως αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους οἱ κι­νη­μα­το­γρά­φοι, ἀ­γο­ρά­ζει εἰ­σι­τή­ριο, μπαί­νει, με­τρά­ει τέσ­σε­ρις σει­ρές, κά­θε­ται.

        Εἶ­ναι Μάρ­της, ἄ­νοι­ξη, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ κρυ­ώ­νει τό­σο ποὺ χτυ­πᾶ­νε τὰ δόν­τια της. Σφίγ­γει κα­λὰ τὸ σα­γό­νι.

 

 

Πη­γὴ: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Σο­φί­α Μούτση (Ἀ­θή­να, 1957). Σπού­δα­σε Δη­μό­σια Δι­οί­κη­ση στὸ Πάν­τει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ Νη­πι­α­γω­γὸς στὸ παι­δα­γω­γι­κὸ τμῆ­μα τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν.

 

Γιῶργος Ἀράγης: Ὁ γείτονας

 

 

Γιῶργος Ἀράγης    

 

Ὁ γείτονας

 

ΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ τοῦ γρα­φεί­ου μου ρί­χνω πό­τε-πό­τε μα­τι­ὲς κά­τω στὴν πλα­τει­ού­λα. Ἔ­χει σχῆ­μα ρομ­βο­ει­δὲς καὶ στὸ κέν­τρο της δὲν εἶ­ναι πλα­τύ­τε­ρη ἀ­πὸ 45 μέ­τρα. Εἶ­ναι σχε­δὸν γυ­μνὴ ἀ­πὸ δέν­τρα, ἀλ­λὰ τ’ ἀ­πο­γέ­μα­τα γε­μί­ζει ἀ­πὸ μι­κρὰ παι­διά. Στὴ μέ­ση της, ἀ­πέ­ναν­τι, εἶ­ναι ἕ­να δι­ό­ρο­φο σπι­τά­κι. Ἐ­κεῖ μέ­νει ἕ­νας γεί­το­νας μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του, τὴ γυ­ναί­κα του, τὶς δυ­ὸ κό­ρες καὶ τὸ μι­κρὸ ἐγ­γο­νό του. Κά­θε πρω­ὶ ὁ με­σό­κο­πος γεί­το­νας βγαί­νει στὴν εἴ­σο­δο τοῦ σπι­τιοῦ του καὶ πε­ρι­μέ­νει λί­γο, ὥ­σπου οἱ γυ­ναῖ­κες νὰ τοῦ φέ­ρουν τὸν ἐγ­γο­νό του. Ἔ­πει­τα πιά­νει μὲ τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι τὸ δε­ξὶ χέ­ρι τοῦ παι­διοῦ καὶ παίρ­νουν τὸ δρό­μο γιὰ τὸ νη­πι­α­γω­γεῖ­ο. Ἡ πλα­τει­ού­λα εἶ­ναι λί­γο κα­τη­φο­ρι­κὴ καὶ βα­δί­ζουν προ­σε­κτι­κά.

       Ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­φει ὁ γεί­το­νας, με­τὰ ἀ­πὸ κάμ­πο­ση ὥ­ρα, εἶ­ναι φορ­τω­μέ­νος πλα­στι­κὲς σακ­κοῦ­λες, μὲ ψώ­νια. Ἀ­νη­φο­ρί­ζει τὴν πλα­τει­ού­λα μὲ ἀρ­γὰ βή­μα­τα, σκύ­βον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῶν πραγ­μά­των ποὺ κου­βα­λά­ει. Στὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ του, ἀ­φή­νει κά­να δυ­ὸ σακ­κοῦ­λες στὸ θυ­ρο­στό­μι, ση­κώ­νει τὸ κορ­μί του καὶ παίρ­νει μιὰ ἀ­νά­σα. Ἔ­πει­τα πα­τά­ει τὸ κου­δού­νι κι ἡ πόρ­τα ἀ­νοί­γει, ση­κώ­νει τὰ βά­ρη καὶ χά­νε­ται σκυ­φτὸς στὸ σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο. Ἡ πόρ­τα κλεί­νει.

       Κά­ποι­ες Κυ­ρια­κὲς ὁ γεί­το­νας ἀ­νη­φο­ρί­ζει τὴν πλα­τει­ού­λα χω­ρὶς τὰ κα­θη­με­ρι­νά του ροῦ­χα. Κα­λον­τυ­μέ­νος, θά ‘λε­γε κα­νείς, τοῦ κου­τιοῦ. Μαῦ­ρα γυ­α­λι­σμέ­να πα­πού­τσια, στα­χτὶ σκοῦ­ρο κο­στού­μι, ἄ­σπρο που­κά­μι­σο, βα­θιὰ γα­λά­ζια γρα­βά­τα, μαλ­λὶ κα­λο­χτε­νι­σμέ­νο. Τὸ βά­δι­σμά του εἶ­ναι κά­πως ἐ­πί­ση­μο, ὁ δι­α­σκε­λι­σμός του ὄ­χι βι­α­στι­κός, ἀλ­λὰ στα­θε­ρός, τὸ κορ­μὶ στη­τό, τὸ βλέμ­μα εὐ­θὺ καὶ μα­κρυ­νό, σὰν νὰ βλέ­πει κά­που πά­νω ἀ­πὸ τὶς στέ­γες τῶν σπι­τι­ῶν. Ἔ­τσι φαν­τά­ζει πιὸ ψη­λὸς καὶ πιὸ στι­βα­ρὸς ἀ­πὸ τὶς ἄλ­λες μέ­ρες. Κοι­τών­τας τον τέ­τοι­ες στιγ­μὲς μοῦ φαί­νε­ται πὼς ἡ γει­το­νιά μας κά­τι παίρ­νει ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α του. Τὰ σπί­τια σὰν νὰ ψη­λώ­νουν λι­γά­κι κι οἱ δρό­μοι σὰν νὰ πλα­ταί­νουν. Ἴ­σως κι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ πό­λη. Δύ­σκο­λό μοῦ φαί­νε­ται νὰ βρί­σκε­ται τέ­τοι­ες στιγ­μές, στὴν ἴ­δια γει­το­νιά. Πιὸ ται­ρια­στὸ θὰ ἦ­ταν νὰ βρίσ­κε­ται κά­που ἀλ­λοῦ. Κά­που μὲ σπί­τια μέ­σα σὲ κή­πους γε­μά­τους λου­λού­δια καὶ δέν­τρα. Σπί­τια με­γά­λα μὲ σι­δε­ρέ­νι­ες καγ­κε­λω­τὲς αὐ­λό­θυ­ρες, μὲ φα­νά­ρια πά­νω στὶς πέ­τρι­νες κο­λό­νες τους. Ὅ­που περ­νών­τας κα­νεὶς μπο­ρεῖ νὰ βλέ­πει τὰ παι­διὰ νὰ παί­ζουν μέ­σα στὶς αὐ­λές, ν’ ἀ­κού­ει τὶς νό­τες ποὺ βγαί­νουν ἀ­πὸ τὰ πλῆ­κτρα ἑ­νὸς πιά­νου, ἢ νὰ βλέ­πει τοὺς νε­α­ροὺς ἔ­νοι­κους νὰ μπαί­νουν στὰ λαμ­πε­ρὰ αὐ­το­κί­νη­τά τους καὶ νὰ φεύ­γουν πά­νω στοὺς ἀ­νοι­χτοὺς δρό­μους. Ἀ­φοῦ τὰ φαν­τά­ζε­ται κα­νείς, μπο­ρεῖ νὰ ὑ­πάρ­χουν ὅ­λα αὐ­τά. Κι ἴ­σως ὁ κυ­ρι­α­κά­τι­κος γεί­το­νας νὰ τό ‘χει στὸ νοῦ του νὰ φτά­σει μέ­σα στὴ μέ­ρα σ’ ἕ­ναν τέ­τοι­ο τό­πο.­..

       Ὅ­μως κα­θὼς δι­α­σχί­ζει τὴν πλα­τει­ού­λα καὶ χά­νε­ται, χά­νε­ται σι­γὰ-σι­γὰ ἡ ὅ­λη ἐν­τύ­πω­ση καὶ τὰ πράγ­μα­τα ἔρ­χον­ται στὴ θέ­ση τους. Τὶς ἑ­πό­με­νες μέ­ρες, τὸν βλέ­πω πά­λι νὰ βγαί­νει τὸ πρω­ὶ στὴν ἐ­ξώ­θυ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ του καὶ πε­ρι­μέ­νει νὰ φέ­ρουν οἱ γυ­ναῖ­κες τὸν ἐγ­γο­νό του. Τὸ πιά­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ παίρ­νουν τὸ δρό­μο γιὰ τὸ νη­πι­α­γω­γεῖ­ο. Μέ­τα ἀ­πὸ κάμ­πο­ση ὥ­ρα ὁ γεί­το­νας γυ­ρί­ζει φορ­τω­μέ­νος πλα­στι­κὲς σακ­κοῦ­λες μὲ ψώ­νια. Στὸ κα­τώ­φλι παίρ­νει μιὰ ἀ­νά­σα κι ὅ­ταν ἀ­νοί­γει ἡ ἐ­ξώ­θυ­ρα μπαί­νει σκυ­φτὸς στὸ σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Γι­ῶρ­γος Ἀ­ρά­γης (Με­γά­λο Πε­ρι­στέ­ρι Ἰ­ω­αν­νί­νων, 1936). Κρι­τι­κή, δο­κί­μιο, με­λέ­τη. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς Δερ­μα­το­λό­γος. Βα­σι­κὸς συ­νερ­γά­της τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν Ἐν­δο­χώ­ρα, Δο­κι­μα­σί­α, Πλα­νό­διον. Πρῶ­το του βι­βλί­ο Ζη­τή­μα­τα λο­γο­τε­χνι­κῆς κρι­τι­κῆς (1980). Τε­λευ­ταῖ­ο: Γιὰ τὸν Γι­ῶρ­γο Ἰ­ω­άν­νου (ἐκδ. Ἴ­δι­κτος, 2007).

 

Τζένιφερ Κάρ (Jennifer Carr): Ἡ Φωτογραφία Δίπλα στὸ Κρεβάτι

 

 

Τζένιφερ Κάρ (JenniferCarr)

 

Ἡ Φωτογραφία Δίπλα στὸ Κρεβάτι

(Photo by the Bed)

 

ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ μοῦ δί­νει νὰ δῶ φω­το­γρα­φί­ες ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή σου ἡ­λι­κί­α σὰν νὰ πρό­κει­ται γιὰ δο­κι­μα­σί­α. «Ποιός εἶ­ναι ὁ Ἄ­λεκ;» ρω­τά­ει, χτυ­πών­τας τὴν ἄ­κρη μὲ τὸ δά­χτυ­λό της. Πε­ρι­ερ­γά­ζο­μαι τὰ πρό­σω­πά σας, τὸ δι­κό σου καὶ τοῦ δί­δυ­μου ἀ­δελ­φοῦ σου, στρογ­γυ­λὰ καὶ τὰ δύο, καὶ πλαι­σι­ω­μέ­να ἀ­πὸ μαῦ­ρα μαλ­λιά, μά­τια μι­σό­κλει­στα καὶ χα­μό­γε­λο. Τὸ πρό­σω­πό σου μοιά­ζει πιὸ πλα­τύ, ἡ μύ­τη σου ὄ­χι τό­σο μα­κριά, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ποὺ μοῦ δί­νει τὴν ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ὅ­τι πάν­τα γέρ­νεις πρὸς τὰ ἐμ­πρός. Εἶ­σαι αὐ­τὸς ποὺ τεν­τώ­νε­ται πρὸς τὴ φω­το­γρα­φι­κὴ μη­χα­νή, ἢ εἶ­σαι ἕ­τοι­μος νὰ πη­δή­ξεις ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν κορ­νί­ζα. Εἶ­σαι τρί­α λε­πτὰ καὶ σα­ράν­τα πέν­τε δευ­τε­ρό­λε­πτα με­γα­λύ­τε­ρος καὶ τὸ ἤ­ξε­ρες ἀ­κό­μα καὶ τό­τε. Σὲ δεί­χνω μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α καὶ ἡ μέ­ρα συ­νε­χί­ζε­ται, Πά­σχα ἢ γε­νέ­θλια, ἡ μέ­ρα συ­νε­χί­ζε­ται.

       Ὅ­ταν μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτε­ται, παίρ­νει στὰ χέ­ρια της τὴν κορ­νί­ζα στὸ κο­μο­δί­νο. Σ’ ἐ­κεί­νη τὴ φω­το­γρα­φί­α ὁ πα­τέ­ρας σου γε­λά­ει. Ἔ­χει μού­σι, γυα­λιὰ σὰν τοῦ Τζὸν Λέ­νον, μιὰ μπαν­τά­να ποὺ τοῦ σπρώ­χνει τὰ μαλ­λιὰ πρὸς τὰ πί­σω καὶ στὸ φόν­το σκο­τά­δι. Εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­τρας μὲ δύο νε­α­ρὰ ἀ­γό­ρια, ἕ­νας ἄν­τρας ποὺ ἀ­κό­μα δὲν γνω­ρί­ζει τὸν πό­νο ποὺ θὰ τοῦ προ­κα­λοῦ­σε ὁ δε­σμὸς τῆς γυ­ναί­κας του μὲ κά­ποι­ον ἄλ­λο, τὸν πό­νο ποὺ θὰ τοῦ προ­κα­λοῦ­σε τὸ νὰ εἶ­ναι πα­τέ­ρας μό­νος σὲ ἕ­να σπί­τι. Οἱ γο­νεῖς του ἔ­μελ­λε νὰ πε­θά­νουν σὲ δύο χρό­νια. Ἔ­χει τὴν τω­ρι­νὴ ἡ­λι­κί­α μας.

       Στὴ φω­το­γρα­φί­α αὐ­τή, ἐ­σὺ στέ­κε­σαι μπρο­στά του μα­ζὶ μὲ τὸν δί­δυ­μο ἀ­δελ­φό σου, σὲ ἡ­λι­κί­α πέν­τε ἐ­τῶν. Φο­ρᾶ­τε καὶ οἱ δυ­ὸ ἐ­κεῖ­να τὰ ρι­γὲ σι­δη­ρο­δρο­μι­κὰ κα­πέ­λα ποὺ φο­ρού­σα­με ὅ­λοι – κι ἐ­γὼ φο­ροῦ­σα ἕ­να, πεν­τα­κό­σια μί­λια καὶ δε­κα­ε­πτὰ χρό­νια πιὸ μα­κριά. Μοῦ δί­νει τὴ φω­το­γρα­φί­α καὶ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν πρό­κει­ται γιὰ δο­κι­μα­σί­α, πρό­κει­ται γιὰ τὴ φω­το­γρα­φί­α δί­πλα στὸ κρε­βά­τι. Σὲ δεί­χνω καὶ ἡ μη­τέ­ρα σου κου­νά­ει ἀρ­νη­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι της καὶ δεί­χνει τὸν ἀ­δελ­φό σου. Ἐ­σὺ γνέ­φεις κα­τα­φα­τι­κὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νον­τάς τη. «Ὄ­χι», τῆς λέ­ω καὶ με­τὰ σω­παί­νω ἀ­μέ­σως, τρο­μά­ζον­τας πὼς ἀ­γα­ποῦ­σα τὸ λά­θος πρό­σω­πο τό­σο και­ρό, ἔ­ψα­χνα τὸ λά­θος πρό­σω­πο, ἔ­ψα­χνα αὐ­τὸν μὲ τὸ λευ­κὸ που­κά­μι­σο γιὰ νὰ βρῶ τὰ δι­κά σου ση­μά­δια.

  

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Bre­vi­ty & E­cho, An An­tho­lo­gy of Short Short Sto­ri­es, Be­ckel, A­bi­gail and Kath­leen Roo­ney, eds. Brook­line, MA: Ro­se Me­tal Press, 2006.

 

Τζέ­νι­φερ Κάρ (Jennifer Carr) Συγ­γρα­φέ­ας, μπλόγ­κερ, ὁ­μι­λή­τρια καὶ ὑ­πέρ­μα­χος κά­θε εἴ­δους δι­α­φυ­λι­κῶν ἀ­τό­μων. Ἡ ἀ­να­τρο­φὴ τοῦ δι­α­φυ­λι­κοῦ παι­διοῦ της ἐμ­πνέ­ει τὸ τα­ξί­δι αὐ­τε­πι­στα­σί­ας της ποὺ τὸ μοι­ρά­ζε­ται στὸ δι­ε­θνοῦς ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας ἱ­στο­λό­γιό της, ὅ­που ψευ­δω­νυ­μο­γρα­φεῖ γιὰ τὴν προ­στα­σί­α τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας της (www.todayyouareyou.com).

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης (Ἀ­θή­να, 1972). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ Ποί­η­ση. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κύ­πρου. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Μιᾶς Στα­γό­νας Χρό­νος (Ἐκ­δό­σεις Πλα­νό­διον, 2009) καὶ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀν­θρώ­πων Ὄ­νει­ρα (Ἐκ­δό­σεις Ἀντ. Στα­μού­λη, 2010). Ποι­ή­μα­τα καὶ δο­κί­μιά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ.

 

Μάνθος Ἀγγέλης: Ἡ ξένη

 

 

Μάν­θος Ἀγ­γέ­λης

 

Ἡ ξέ­νη

                                                                                                                                                   

ΤΥΠΗΣΑ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ τῆς πόρ­τας. Ξε­φλου­δι­σμέ­νη μπο­γιὰ καὶ μιὰ ξι­νὴ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ μα­γει­ρε­μέ­νο λά­χα­νο. Πι­α­νό­μουν ἀ­πὸ τὰ μι­κρο­πράγ­μα­τα τῶν ἤ­χων καὶ τῆς ὄ­σφρη­σης νὰ μὴ τὸ βά­λω στὰ πό­δια.     

       Στ’ αὐ­τιά μου ὁ ἦ­χος τοῦ κου­δου­νιοῦ ἀ­κού­στη­κε σὰ συ­να­γερ­μός. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἑνὸς λε­πτοῦ χτυ­πο­κάρ­δι, ἡ πόρ­τα ἄ­νοι­ξε. Μιὰ γυ­ναί­κα γύ­ρω στὰ ἑ­ξήν­τα. Λί­πος δι­πλω­μέ­νο στὴν κοι­λιά. Σκόρ­πια ρό­λε­ϊ στὰ θαμ­πὰ κόκ­κι­να μαλ­λιά της. Ἄ­σπρες ρί­ζες μέ­χρι τὴ μέ­ση. Τὸ τσι­γά­ρο ξε­χα­σμέ­νο στὸ στρα­βω­μέ­νο της στό­μα. Ἡ τσί­τι­νη ρόμ­πα μι­σά­νοι­χτη. Ἡ μη­τέ­ρα μου.

       Χρη­σι­μο­ποί­η­σα τὸ ἄλ­λο­θι τῆς στα­τι­στι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας, ὅ­που δού­λευ­α γιὰ λί­γες ὧ­ρες τὸ κα­λο­καί­ρι καὶ πέ­ρα­σα μέ­σα.

       Κα­νέ­να μη­τρι­κὸ ἔν­στι­κτο, ξε­πη­δών­τας σὰ χεί­μα­ρος, δὲν τὴν προ­έ­τρε­ψε νὰ μ’ ἀ­να­γνω­ρί­σει. Κα­θι­στι­κὸ μα­ζὶ μὲ κου­ζί­να. Μιὰ πα­λιὰ τη­λε­ό­ρα­ση στὴ δι­α­πα­σὼν – τὴ χα­μή­λω­σε χω­ρὶς νὰ τὴν κλεί­σει. Κά­θι­σα στὴ ξε­φτι­σμέ­νη πο­λυ­θρό­να ποὺ μοῦ ὑ­πέ­δει­ξε. Τί­πο­τα δὲ μὲ εἶ­χε προ­ε­τοι­μά­σει γι’ αὐ­τό. Ἀ­να­κά­τευ­ε κά­τι στὴν κα­τσα­ρό­λα καὶ φώ­να­ξε ἀ­πὸ τὸν πάγ­κο τῆς κου­ζί­νας ἂν ἤ­θε­λα κα­φέ. «Ναί, εὐ­χα­ρι­στῶ­», ψέλ­λι­σα γιὰ νὰ κερ­δί­σω χρό­νο. Ἡ ἴ­δια δι­και­ο­λο­γή­θη­κε ὅ­τι ἔ­πι­νε πάν­τα λί­γο τζὶν πρὶν τὸ με­ση­με­ρια­νό, ἀλ­λὰ τὰ ἄ­δεια μπου­κά­λια τοῦ μπέρ­μπον πά­νω στὸν πάγ­κο δὲ συ­νη­γο­ροῦ­σαν σ’ αὐ­τό…

       «Οἰ­κο­γε­νεια­κὴ κα­τά­στα­ση;»  Ἄρ­χι­σα τὶς ἐ­ρω­τή­σεις μέ­σα ἀ­πὸ τὰ ἔν­τυ­πα ποὺ κρα­τοῦ­σα. Φω­νὴ στα­θε­ρή. Χέ­ρια ποὺ ἔ­τρε­μαν κά­τω ἀ­π’ τὰ χαρ­τιά. «Δια-δια-ζευγ­μέ­νη­», εἶ­πε τραυ­λί­ζον­τας. Τὸ πο­τή­ρι γε­μά­το στὸ χέ­ρι. «Τέ­κνα­;», «Τρί­α­», ἀ­πάν­τη­σε με­τὰ ἕ­να σύν­το­μο δι­σταγ­μὸ καὶ σή­κω­σε τὸ πο­τή­ρι. «Στὰ τέ­κνα… στὰ τε­κνά!…»  μοῦ ἔ­τει­νε τὸ δεί­κτη. «Νὰ ἐ­κεῖ πά­νω­», ρού­φη­ξε μὲ θό­ρυ­βο μιὰ γου­λιά.  Πνί­γη­κε στὸ βή­χα της. Ἔ­στρε­ψα τὸ βλέμ­μα στὴ φω­το­γρα­φί­α ποὺ ἔ­δει­χνε. Πά­νω στὴ σκο­νι­σμέ­νη ἐ­τα­ζέ­ρα. Τρί­α ἄ­γνω­στα παι­δι­κὰ πρό­σω­πα χα­μο­γε­λοῦ­σαν στὸ φα­κό.  Μα­κα­ρι­ό­τη­τα τῆς πρώ­της ἡ­λι­κί­ας. Τὴν κοί­τα­ξα ἐ­ρω­τη­μα­τι­κὰ φαί­νε­ται, για­τί ἀ­μέ­σως ἀ­πάν­τη­σε θυ­μω­μέ­να. «Δὲ λεί­πει κα­νείς!» Σχε­δὸν πί­στε­ψα πὼς προ­δό­θη­κα. Θυ­μή­θη­κε τὸ κρε­μα­σμέ­νο τσι­γά­ρο στὸ στό­μα της. Τρά­βη­ξε μιὰ γε­ρὴ ρου­φη­ξιά. Κα­τά­πι­ε τὸν κα­πνό. Γιὰ με­ρι­κὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα νό­μι­σα πὼς θὰ σκά­σει.  Ἄλ­λα­ξε κου­βέν­τα. «Εἶ­σαι παν­τρε­μέ­νη;» Στὴν ἀρ­νη­τι­κή μου ἀ­πάν­τη­ση σχο­λί­α­σε «Κα­λύ­τε­ρα. Οὔ­τε παι­διὰ νὰ κά­νεις. Τὰ παι­διὰ εἶ­ναι μπε­λά­ς». Συ­νέ­χι­σα τὶς τυ­πι­κὲς ἐ­ρω­τή­σεις τῶν φυλ­λα­δί­ων. «Ἄ­νερ­γη­», «συν­τη­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν πρό­νοια». «Παι­διά ἐ­κτὸς γά­μου;»

       Ἡ ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ στρι­φο­γύ­ρι­ζε σὰ τρε­λὴ στὸ μυα­λό μου, ἐ­πι­τέ­λους, βρῆ­κε τὸ δρό­μο της. «Εί­ναι πο­λὺ ἀ­δι­ά­κρι­τοι ἐ­κεῖ στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α». Ἔ­κα­να εἴ­κο­σι χρό­νια νὰ τὴ βρῶ. Δὲ θὰ ἔ­χα­να τώ­ρα τὴν εὐ­και­ρί­α. Νὰ τὴν κά­νω νὰ μι­λή­σει. Νὰ σπά­σει. Νὰ τὸ πα­ρα­δε­χτεῖ. Μό­νο αὐ­τὸ μ’ ἔ­νοια­ζε. Ὅ­μως, συ­νε­χῶς ξε­γλι­στροῦ­σε. Ἀ­νέ­βα­λ­λε. Ἄλ­λα­ζε. Μα­γι­κὴ εἰ­κό­να.

       Τὸ μά­τι μου ἔ­πε­σε σὲ μί­α ἀ­κό­μα φω­το­γρα­φί­α. Στὸ κου­τσὸ τρα­πε­ζά­κι δί­πλα μου. Τὴν πῆ­ρα στὰ χέ­ρια. Τὸ τρα­πε­ζά­κι ἔ­γει­ρε. Ἕ­τοι­μο νὰ πέ­σει. Ἡ κι­τρι­νι­σμέ­νη φω­το­γρα­φί­α μὲ τὰ ξε­βαμ­μέ­να χρώ­μα­τα κρα­τοῦ­σε τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α. «Ποι­ό εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ μω­ρὸ στὸ κα­ρό­τσι;» εἶ­πα δῆ­θεν ἀ­δι­ά­φο­ρα. «Ε­γὼ μω­ρό. Στὴν πα­ρα­λί­α.» Κοί­τα­ξε λο­ξὰ μα­κριά. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὴν εἶ­δα μι­κρή. Εἶ­χα μιὰ ἴ­δια στὸ δω­μά­τιό μου. Ἡ ὁ­μοι­ό­τη­τα ἦ­ταν ἡ ἀ­πό­δει­ξη. «Δὲ ζεῖς ἂν ζεῖς σὰ σκιὰ ἀ­νά­με­σα σὲ ἄλ­λες σκι­ὲς καὶ κυ­νη­γᾶς τὴ σκιά σου…», ἔ­λε­γε ἕ­να πα­λιὸ γαλ­λι­κὸ τρα­γού­δι. Ἡ μη­τέ­ρα μου ἦ­ταν σί­γου­ρα μιὰ σκιά. Μιὰ ἀ­ναι­μι­κὴ σκιά, μα­κριὰ ἀ­πὸ ὅ,τι εἶ­χα φαν­τα­στεῖ. Κα­θό­ταν ἀ­πέ­ναν­τί μου στὴν ἄ­κρη τῆς κα­ρέ­κλας καὶ κοί­τα­ζε τὸ πά­τω­μα. Κα­τη­γο­ρού­με­νη σὲ μιὰ δί­κη ποὺ ἀ­γνο­οῦ­σε. Πο­λε­μοῦ­σα νὰ τὴ λυ­πη­θῶ, νὰ τὴ συγ­χω­ρή­σω, μὰ συγ­κρου­ό­μουν κα­τὰ μέ­τω­πο μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη μου γιὰ δι­και­ο­σύ­νη.  Ἡ τη­λε­ό­ρα­ση ἔ­με­νε ἀ­νοι­χτὴ νὰ παί­ζει. Χω­ρὶς ἦ­χο. Ἐ­κεί­νη κοί­τα­ζε χω­ρὶς νὰ βλέ­πει. Οἱ ἐ­ρω­τή­σεις μου εἶ­χαν τε­λει­ώ­σει. Ση­κώ­θη­κα νὰ φύ­γω. Μὲ συ­νό­δε­ψε ὣς τὴν πόρ­τα. Ἀ­να­πάν­τε­χα γύ­ρι­σε. Μὲ κοί­τα­ξε στὰ μά­τια. Τρό­μα­ξα. Ἔ­κα­να ἕ­να βῆ­μα πί­σω. Χα­μο­γέ­λα­σα ἀ­μή­χα­να. «Ἔ­χεις μὲ τὴν κό­ρη μου τὸ ἴ­διο…»,  συλ­λά­βι­σε, «…χα­μό­γε­λο­», συμ­πλή­ρω­σα ἔν­τρο­μη, μέ­σα μου. «Στυ­λό­», εἶ­πε καὶ πῆ­ρε ἀ­πὸ τὸ πα­γω­μέ­νο μου χέ­ρι τὸ στυ­λὸ νὰ ὑ­πο­γρά­ψει τὸ ἔν­τυ­πο.   

       Χαι­ρέ­τη­σα. Βγῆ­κα ἔ­ξω στὸ ἡ­λι­ό­λου­στο με­ση­μέ­ρι, κα­τε­βαί­νον­τας τρο­χά­δην τὶς βρό­μι­κες σκά­λες τῆς ἐρ­γα­τι­κῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας τοῦ 17ου το­μέ­α. Κά­θι­σα σ’ ἕ­να παγ­κά­κι στὸ κον­τι­νὸ πάρ­κο κι ἄ­να­ψα τσι­γά­ρο. Τὰ χέ­ρια μου συ­νέ­χι­σαν νὰ τρέ­μουν. Δὲν ἤ­μουν σί­γου­ρη ὅ­τι δὲ μ’ ἀ­να­γνώ­ρι­σε. Ξαφ­νι­κὰ δὲ μ’ ἔ­νοια­ζε πιά. Σκέ­φτη­κα ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ ὅ­τι, μά­να εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ σὲ με­γα­λώ­νει. Δὲν τὴν ἀ­να­ζή­τη­σα ξα­νά. Με­ρι­κὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ἔ­μα­θα τυ­χαῖ­α πὼς εἶ­χε πε­θά­νει ἀ­πὸ καρ­κί­νο στοὺς πνεύ­μο­νες. Δὲ ξα­να­κά­πνι­σα πο­τέ.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Μάν­θος Ἀγ­γέ­λης  (Καρ­δί­τσα). Σπού­δα­σε στὴν Ἱ­σπα­νί­α καὶ τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ σή­με­ρα ἀ­σκεῖ τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ Δι­κη­γό­ρου στὴν Ἀ­θή­να.

 

Σανφλερύ (Champfleury): Τὸ μῆλο

 

 

Σαν­φλερύ (Champfleury)

 

Τὸ μῆ­λο

 

ΟΤΕ ΒΕΒΑΙΩΘΗΚΑ πὼς τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου εἶ­χε φτά­σει. Δέν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ τὸ ἀρ­νη­θῶ, οὔ­τε νά θρη­νή­σω. Μὲ τὸ κε­φά­λι ψη­λά, ὅ­πως ται­ριά­ζει στο­ὺς πρω­τό­πλα­στους, προ­χω­ρή­σα ὣς τὸν τό­πο τῶν ἀ­παν­τή­σε­ων. Ὁ Ἑ­ω­σφό­ρος (ἀ­να­γνώ­ρι­σα τὴ φω­νή του) ρώ­τη­σε ποιά ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­πι­θυ­μί­α μου. «Ἕ­να μῆ­λο», εἶ­πα. Ἤ­ξε­ρα πῶς νὰ τὸ δαγ­κώ­σω, ὥ­στε νὰ μὴ στα­θεῖ στὸ λαι­μό μου. Πρό­λα­βα νά ἀ­κού­σω τὴν ὀρ­γή τοῦ Θε­οῦ: μέ ἔ­δι­ω­χνε ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, ἐ­πει­δὴ εἶ­χα ὑ­πο­κύ­ψει στό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ Ὄ­φε­ως. Ἡ Εὔ­α μὲ ἀ­κο­λού­θη­σε. Κρα­τοῦ­σε τὸ μῆ­λο της στὸ χέ­ρι της. Μοῦ τὸ πρό­σφε­ρε, ἀ­φοῦ τὸ δάγ­κω­σε καί ἔ­κο­ψε ἕ­να κομ­μά­τι. Τί ἄλ­λο εἶ­χα νὰ κά­νω; Τὸ ἀ­πό­λαυ­σα. Καί, ὣς σή­με­ρα, δὲν ἔ­χω ἀ­παν­τή­σει σὲ καμ­μί­α ἐ­ρώ­τη­ση.

  

 

Σαν­φλε­ρύ (Champfleury) (1820-1889). Ὁ Γάλ­λος Ζὺλ Φραν­σου­ὰ Φε­λὶξ Φλε­ρὺ-Ὕσ­σον, γνω­στός μὲ τὸ φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Σαν­φλε­ρύ, ὑ­πῆρ­ξε ὑ­πο­στη­ρι­κτὴς τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ Ρε­α­λι­σμοῦ στὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Γνώ­ρι­σε τὸν Μπων­τλαίρ (1843) καί, με­ρι­κοὺς μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, ἐμ­φα­νί­στη­κε ὡς τε­χνο­κρι­τι­κὸς στὴν ἔγ­κυ­ρη ἐ­φη­με­ρί­δα LArtiste. Τὸ σύν­το­μο κεί­με­νο «Τὸ μῆ­λο» εἶ­ναι ση­μεί­ω­μα ποὺ ἔ­στει­λε στὸν Μπων­τλαὶρ με­τὰ τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῆς συλ­λο­γῆς «Τὰ Ἄν­θη τοῦ Κα­κοῦ».

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γαλλικά:

Φί­λιπ­πος Δρα­κον­τα­ει­δῆς (Χαλ­κί­δα, 1940). Πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μιο, με­τά­φρα­ση. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸν Ὀρ­γα­νι­σμὸ Οἰ­κο­νο­μι­κῆς Συ­νερ­γα­σί­ας καὶ Ἀ­νά­πτυ­ξης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Ση­μει­ώ­μα­τα 1956-1963 (Ἐκδ. Φέ­ξης, Ἀ­θή­να, 1963). Τε­λευ­ταῖ­α του: Κρε­μά­στρα (Μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐκδ. Τό­πος, Ἀ­θή­να, 2010) καὶ Λό­γος ἐ­ρει­πί­ων (Δο­κί­μια, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Γιῶργος Βέης: Ἡ σινικὴ αἴγλη τοῦ ἀκαριαίου

 

 

Γι­ῶρ­γος Βέ­ης

 

Ἡ σι­νι­κὴ αἴ­γλη τοῦ ἀ­κα­ρια­ίου

 

Στὸν Γιά­ννη Πα­τί­λη, ἀν­τὶ  σκέ­των εὐ­χα­ρι­στι­ῶν

 

«Κά­νε νὰ φα­νεῖ κα­θα­ρὰ ἡ μι­κρό­τη­τα τοῦ τό­που – ὁ σι­δε­ρέ­νιος καὶ ἀ­δι­α­πέ­ρα­στος κύ­κλος, ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ζω­σμέ­νος. Ἔ­τσι, ἀ­πὸ τὴ μι­κρό­τη­τα τοῦ τό­που θὰ βγοῦν οἱ Με­γά­λες Οὐ­σί­ες».

Δι­ο­νύ­σιος Σο­λω­μός, Στο­χα­σμοί, 9 (1)

 

ΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ τῶν ἐ­πι­κo­λυ­ρι­κῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των καὶ τῶν λοι­πῶν ἀ­φη­γη­μα­τι­κῶν πο­τα­μῶν, οἱ Κι­νέ­ζοι πέ­ρα­σαν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά, ὅ­ταν ὡ­ρί­μα­σαν οἱ ὑ­φο­λο­γι­κὲς συν­θῆ­κες, καὶ στὴν τέ­χνη τῆς τα­χυ­γρα­φῆς. Οἱ μι­κρές, πε­ρί­τε­χνες ἱ­στο­ρί­ες τῶν ἑ­κα­τὸ λέ­ξε­ων ἀ­γα­πή­θη­καν δε­όν­τως στὴν πε­ρί­ο­δο κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α ἄν­θι­σε ἡ κλα­σι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Ἡ συλ­λο­γή, φέ­ρ’ εἰ­πεῖν, τῶν Πα­ρά­ξε­νων Ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ Λιά­ο Τζά­ι ἀ­νή­κει, σύμ­φω­να μὲ ἐ­πι­βε­βαι­ω­μέ­νες μαρ­τυ­ρί­ες, στὰ δη­μο­φι­λέ­στε­ρα ἔρ­γα τῆς δυ­να­στεί­ας τῶν Τσίνγκ. Ἡ προ­σή­λω­ση στὸ βρα­χὺ τῆς δί­ση­μης συ­νή­θως ἔκ­φρα­σης, ὁ αὐ­το­εγ­κλει­σμὸς τῆς σκέ­ψης στὸ σπυ­ρὶ τοῦ ρυ­ζιοῦ ἢ ἡ συγ­κέν­τρω­ση τοῦ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νου γλύ­πτη στὸ κα­ρύ­δι, στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ ὁ­ποί­ου μπο­ρεῖ νὰ σκα­λί­σει δε­κά­δες εὐ­δι­ά­κρι­τα κε­φά­λια κα­λο­γέ­ρων, ἀ­νή­κουν στοὺς κοι­νοὺς τό­πους τῆς αἰ­σθη­τι­κῆς ἐ­κλέ­πτυν­σης. Ἡ μι­νι­μα­λι­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση, ὄ­χι ὡς πλή­ρης ἀ­πόρ­ρι­ψη τοῦ πε­ριτ­τοῦ, ἀλ­λὰ ὡς κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὴ ὑ­πο­γράμ­μι­ση τοῦ ση­μαί­νον­τος, συ­νι­στᾶ ἀ­σφα­λῶς κι αὐ­τὴ γο­νι­δια­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της σι­νι­κῆς τέ­χνης. Ὁ θε­με­λι­ώ­δης κόκ­κος τῆς δη­μι­ουργί­ας τεκ­μαί­ρε­ται ὡς ἐκ τῶν πραγ­μά­των ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ ἀ­κό­μη ἑ­στί­α ὑ­φο­λο­γι­κῶν πραγ­μα­τώ­σε­ων, ὅ­που δο­κι­μά­ζον­ται οἱ μά­στο­ρες στὰ εἴ­δη τους. Στὴν ἐν θερ­μῷ πα­ρα­τή­ρη­ση τοῦ Φρίν­τριχ Νί­τσε, ὅ­πως κα­τα­γρά­φε­ται στὸ ἐμ­βλη­μα­τι­κό του ἔρ­γο Πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ κα­λὸ καὶ τὸ κα­κό(2), δη­λα­δὴ «σὲ τί πα­ρά­ξε­νη ἁ­πλού­στευ­ση καὶ πα­ρα­ποί­η­ση ζεῖ ὁ ἄν­θρω­πος», θὰ ἰ­σχυ­ρι­ζό­μουν ὅ­τι ἡ ἰ­δι­ό­τυ­πη ἐν προ­κει­μέ­νῳ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ μορ­φὴ τῶν Κι­νέ­ζων ἀ­να­λαμ­βά­νει τὴν εὐ­θύ­νη νὰ δι­ευ­ρύ­νει μὲ τὰ δι­κά της ἀ­φο­πλι­στι­κὰ μέ­σα τὰ δε­δο­μέ­να το­πί­α μας, προ­σφέ­ρον­τας, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, κλει­διὰ ἑρ­μη­νεί­ας ἑ­νὸς μέ­ρους τῶν φαι­νο­μέ­νων. Κα­τὰ τρό­πο συ­νο­πτι­κό, δρα­στι­κὸ καί, τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο, πα­νεύ­κο­λο στὴν ἀ­πο­μνη­μό­νευ­ση, τὸ ἐ­λά­χι­στο ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ ἔρ­γο κα­θί­στα­ται ἐμ­μέ­σως σὺν-ζω­ή. Ἡ ἁ­πλού­στευ­ση βε­βαί­ως δι­εκ­δι­κεῖ ἐ­δῶ σὺν τοῖς ἄλ­λοις, πά­σῃ θυ­σί­ᾳ, τὴν (ὅ­ποι­α) λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­λή­θεια.

       Ἀν­τι­πα­ρα­βάλ­λω μα­ζὶ μὲ τὸν Γ. Σό­μερ­σετ Μὸμ ὁ­ρι­σμέ­νες συ­να­φεῖς συμ­πε­ρι­φο­ρές, οἱ ὁ­ποῖ­ες μὲ τὴ σει­ρά τους θὰ ὑ­πο­νο­μεύ­ον­ται πάν­τα ἀ­πὸ τὴ δε­δη­λω­μέ­νη, τὴν ἐμ­πράγ­μα­τη σο­φί­α τῶν ἐ­πω­νύ­μων ἐ­παγ­γελ­μα­τι­ῶν ἢ καὶ τῶν αὐ­το­σχέ­δι­ων ἐ­πι­γραμ­μα­το­ποι­ῶν αὐ­τῆς τῆς μο­να­δι­κῆς καὶ στὴν αἰ­σθη­τι­κὴ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά της χώ­ρας. Οἱ πα­ρε­ξη­γή­σεις δι­α­λύ­ον­ται μό­λις κα­νεὶς ἀν­τι­λη­φθεῖ τὸ εὖ­ρος, τὶς ἐμ­φα­νέ­στα­τες ποι­κι­λί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ἐξ ὑ­παρ­χῆς τὶς σι­νι­κὲς ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς ἐμ­πε­δώ­σεις. Πα­ρα­θέ­τω τὰ ἑ­ξῆς γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­πτι­κῆς στιγ­μῆς: «Ἡ Κί­τι εἶ­χε τὴν ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι, ὑ­πο­συ­νεί­δη­τα ἴ­σως, εἶ­χε υἱ­ο­θε­τή­σει τὴν κι­νε­ζι­κὴ ἄ­πο­ψη ὅ­τι οἱ Εὐ­ρω­παῖ­οι εἶ­ναι βάρ­βα­ροι καὶ ἡ ζω­ή τους σκέ­τος πα­ρα­λο­γι­σμός· μό­νο στὴ ζω­ὴ στὴν Κί­να μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει ἕ­νας λο­γι­κὸς ἄν­θρω­πος μιὰ κά­ποι­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αὐ­τὸ σή­κω­νε σκέ­ψη: ἡ Κί­τι ἄ­κου­γε μο­νί­μως γιὰ τοὺς Κι­νέ­ζους ὅ­τι ἦ­ταν πα­ρακ­μια­κοί, βρο­μι­ά­ρη­δες καὶ ἀ­πε­ρί­γρα­πτοι. Σὰν νά ’­χε ξαφ­νι­κὰ ση­κω­θεῖ γιὰ λί­γο μιὰ κουρ­τί­να καὶ νά ’­βλε­πε τὸν κό­σμο πλου­τι­σμέ­νο μ’ ἕ­να χρῶ­μα κι ἕ­να νό­η­μα ποὺ δὲν εἶ­χε φαν­τα­στεῖ.­»(3)

       Συγ­κρα­τῶ ὅ­τι στὶς ἡ­μέ­ρες μας ἀν­θεῖ καὶ ἡ πα­ραλ­λα­γὴ τῶν «μι­κρο-μυ­θι­στο­ρη­μά­των», τῶν λε­γο­μέ­νων «h­i­nt-f­i­c­t­i­on», τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦν­ται ἀ­πὸ ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα λέ­ξεις τὸ πο­λύ. Ὅ­σες δη­λα­δὴ φτά­νουν γιὰ νὰ χω­ρέ­σουν σὲ δύ­ο μό­λις μη­νύ­μα­τα τῶν κι­νη­τῶν τη­λε­φώ­νων. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ οἱ Κι­νέ­ζοι τὰ προ­ω­θοῦν συ­στη­μα­τι­κὰ στὴν ἀ­να­γνω­στι­κὴ ἐν­δο­χώ­ρα τῆς ἀ­χα­νοῦς πρώ­ην αὐ­το­κρα­το­ρί­ας τους. Πολ­λὲς φο­ρὲς συ­νο­δεύ­ον­ται ἀ­πὸ εὔ­στο­χα σχό­λια τῶν ἀ­να­γνω­στῶν. Τὸ ἕ­να φέρ­νει στὸ ἄλ­λο. Ἡ δι­α­λε­κτι­κὴ τά­ξη συγ­κρα­τεῖ τὸ νό­η­μα, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­παυ­ξά­νει ταυ­το­χρό­νως. Τὸ αἴ­σθη­μα ἐν τέ­λει ὅ­τι γρά­φε­ται ἀ­πὸ κοι­νοῦ τὸ ἕ­να καὶ μό­νον βι­βλί­ο τοῦ κό­σμου, ὅ­πως συ­χνὰ ὑ­πο­γράμ­μι­ζε ὁ Χόρ­χε Λου­ὶς Μπόρ­χες, ἀ­νι­χνεύ­ε­ται εὔ­κο­λα στὴν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση. Τὸ δι­ά­λυ­μα, ὁ κερ­μα­τι­σμὸς τοῦ ἀ­φη­γη­μα­τι­κοῦ ἐ­γὼ σὲ ἕ­ναν κυ­κε­ώ­να ἐκ­δο­χῶν εἶ­ναι ἐν­δε­χο­μέ­νως τὸ ἀ­πώ­τε­ρο, πι­θα­νῶς ἀ­σύ­νει­δο, αἴ­τη­μα εἴ­τε τῶν ἀ­γνώ­στων, εἴ­τε τῶν ἐ­πω­νύ­μων ἢ ἑ­τε­ρω­νύ­μων συγ­γρα­φέ­ων. Ἐ­δῶ θὰ πα­ρα­βά­λω τὴν κρί­ση τοῦ Ζὸρζ Μπα­τά­ιγ: «Τὸ θε­μέ­λιο μιᾶς σκέ­ψης εἶ­ναι ἡ σκέ­ψη τοῦ ἄλ­λου, ἡ σκέ­ψη εἶ­ναι τὸ τοῦ­βλο ποὺ τσι­μεν­τά­ρε­ται μέ­σα σ’ ἕ­ναν τοῖ­χο»­(4). Οἱ δι­η­γη­τι­κὲς ἐκ­δο­χὲς ὅ­λων αὐ­τῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι στὴν οὐ­σί­α κατ΄ εὐ­θεί­αν γραμ­μὴ ἀ­πό­γο­νοι τῶν χρη­στῶν μιᾶς ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­παι­τη­τι­κῆς τε­χνι­κῆς, ποι­κίλ­λουν ἀ­σφα­λῶς σὲ βαθ­μοὺς τῆς ρη­μα­τι­κῆς ἔν­τα­σης, τῆς δι­ε­ξο­δι­κῆς λύ­σης τοῦ τα­χυ­δρά­μα­τος καὶ τῆς δι­δα­κτι­κῆς ἰ­δί­ως προ­ο­πτι­κῆς, κά­τι τὸ ὁ­ποῖ­ο, ὅ­πως ἔ­χει κα­τα­δει­χτεῖ ἀ­πὸ πολ­λοὺς ἐ­ρευ­νη­τές, συ­νέ­χει τὴν κι­νε­ζι­κὴ τε­χνο­τρο­πί­α στὸ σύ­νο­λό της. Ὅ­πως ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὁ Μι­σὲλ Φου­κώ, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στὶς ποι­ό­τη­τες καὶ πο­σό­τη­τες τῶν δυ­να­μι­κῶν λε­κτι­κῶν συν­δυα­σμῶν ἐν γέ­νει, «οἱ πρα­κτι­κὲς λό­γου δὲν εἶ­ναι ἁ­πλὰ καὶ μό­νο τρό­ποι κα­τα­σκευ­ῆς τοῦ λό­γου. Λαμ­βά­νουν σάρ­κα καὶ ὀ­στὰ μέ­σα σὲ σύ­νο­λα τε­χνι­κῶν, σὲ θε­σμούς, σὲ σχή­μα­τα συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, σὲ τύ­πους με­τά­δο­σης καὶ δι­α­νο­μῆς, σὲ μορ­φὲς παι­δα­γω­γι­κῆς ποὺ ταυ­τό­χρο­να τὶς ἐ­πι­βάλ­λουν καὶ τὶς ὑ­πο­στη­ρί­ζουν»(5). Μὲ δε­δο­μέ­νη λοι­πὸν τὴν ἐν­το­πι­ό­τη­τα τῆς συν­το­μό­τα­της ἔκ­φαν­σης, ὀ­φεί­λει νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κα­νεὶς τὴν ἀ­δι­ά­πτω­τη καλ­λι­έρ­γεια τοῦ ἐ­λά­χι­στου λε­κτι­κοῦ μορ­φώ­μα­τος ὡς ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α τοῦ σι­νι­κοῦ κα­τα­πι­στεύ­μα­τος. Ὄ­χι, γιὰ νὰ τὸ δι­α­τυ­πώ­σω δι­α­φο­ρε­τι­κά, ὡς ἐν­δε­χό­με­νο φό­ρο ὑ­πο­τε­λεί­ας στὴν παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νη σύγ­χυ­ση τῆς τα­χύ­τη­τας, ἀλ­λὰ ὡς συ­νει­δη­τὸ ἀ­ξια­κὸ δεί­κτη τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου πο­λι­τι­σμι­κοῦ γί­γνε­σθαι. Ἡ δό­κι­μη στιγ­μή, τὸ σπέρ­μα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς, ἐ­κλύ­ει ἐκ προ­οι­μί­ου, πάν­τα στὶς εὐ­τυ­χέ­στε­ρες, ἐν­νο­εῖ­ται, τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων, μιὰ τέ­τοι­α ἔν­τα­ση ἐκ­φο­ρᾶς, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει τὴν εὐ­χέ­ρεια νὰ μνη­μει­ώ­σει ἐν συν­το­μί­ᾳ πά­θη, ὑ­στε­ρί­ες καὶ ἄγ­χη. Νὰ δα­μά­σει κον­το­λο­γίς, σὲ ἕ­να βαθ­μὸ ἔ­στω, τὴν ἔ­κτα­ση τοῦ ἄ­γαν.

       Τὸ πα­ρελ­θὸν τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς, ἡ ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α τῆς ἔμ­πνευ­σης δι­α­χέ­ε­ται ἀ­νεμ­πό­δι­στη στὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ πα­ρόν, στὶς ὀ­θό­νες τῆς λα­λί­στα­της, παν­το­κρά­τει­ρας κι­νη­τῆς τη­λε­φω­νί­ας, στὶς παν­το­ει­δεῖς ἑ­στί­ες τῶν πλη­ρο­φο­ρια­κῶν δι­κτύ­ων. Σὰν νὰ μὴν ἔ­χουν ἀλ­λά­ξει οἱ ταυ­τό­τη­τες τοῦ χρό­νου ἀ­πὸ τὴν προ­α­να­φε­ρό­με­νη δυ­να­στεί­α τῶν Τσίνγκ. Ναί, τὸ ἐ­πι­και­ρο­ποι­η­μέ­νο σκη­νι­κὸ τοῦ βί­ου σή­με­ρα δη­λώ­νει, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, πι­στό­τη­τα συμ­πε­ρι­φο­ρῶν σὲ βά­θος ἑ­κα­τον­τα­ε­τι­ῶν. Ἡ κί­νη­ση εἶ­ναι φαι­νο­μέ­νη ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ γραμ­μα­το­λό­γου. Ἐξ οὗ καὶ τὸ πα­ρά­δο­ξον τοῦ ἰ­σχυ­ρι­σμοῦ ἑ­νὸς ὑ­πο­ψι­α­σμέ­νου ἡ­με­τέ­ρου: «ἡ Ἀ­να­το­λὴ εἶ­ναι ἕ­να σταυ­ρο­δρό­μι. Περ­νοῦν τὰ πάν­τα ἀ­π’ αὐ­τήν. Θρη­σκεῖ­ες, στρα­τεύ­μα­τα, αὐ­το­κρα­το­ρί­ες, ἀ­γα­θά, χω­ρὶς κατ΄οὐ­σί­αν νὰ κι­νεῖ­ται τί­πο­τα». Ἡ ἀ­πο­τί­μη­ση ἀ­νή­κει στὸν Ντὲ Γκώλ, ὅ­πως ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται, τὸ 1930, σὲ μιὰ ἐ­πι­στο­λή του ἀ­πὸ τὴ Βη­ρυ­τὸ πρὸς ἕ­ναν φί­λο του. Ἔ­χον­τας ζή­σει καὶ ἐρ­γα­στεῖ κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα ὀ­κτὼ χρό­νια στὴν Κί­να, μοι­ρα­σμέ­να με­τα­ξὺ Πε­κί­νου καὶ Χὸνγκ Κόνγκ, ἔ­μα­θα νὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι τὴν ἐ­πι­και­ρό­τη­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ὡς τμῆ­μα ἑ­νὸς τε­ρά­στιου πα­λιμ­ψή­στου, πα­ρὰ ὡς τη­λε­ο­πτι­κὴ εἴ­δη­ση ἢ φευ­γα­λέ­ο ἐξ ἀ­νάγ­κης πέ­ρα­σμα πά­νω ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­φά­νει­ες τῶν ὑ­πο­λοί­πων ὀ­πτι­κῶν ση­μά­των. Συμ­πε­ραί­νω ὅ­τι τὸ και­νο­φα­νὲς τῆς σή­με­ρον ἦ­ταν ἴ­σως ὁ κώ­δι­κας ἑ­νὸς θραύ­σμα­τος τοῦ θαμ­ποῦ σι­νι­κοῦ πα­ρελ­θόν­τος ἢ τὸ σι­νιά­λο ἑ­νὸς λο­γί­ου τῆς αὐ­το­κρα­το­ρι­κῆς αὐ­λῆς, ἀ­γνώ­στου στοὺς πολ­λοὺς ἀλ­λὰ ὄ­χι στοὺς δι­α­πρε­πεῖς εἰ­δή­μο­νες τοῦ χώ­ρου.

       Ἂς ἐ­πι­ση­μά­νω ἐ­πί­σης ὅ­τι σὲ ἄλ­λες πά­λι πε­ρι­στά­σεις, δε­κά­δες χι­λιά­δων ἀ­να­γνω­στῶν κα­λοῦν­ται νὰ ἀ­να­δεί­ξουν τὸ πλέ­ον εὐ­θύ­βο­λο ἀ­πο­τύ­πω­μα αὐ­τῆς τῆς κα­τη­γο­ρί­ας. Στοὺς δη­μο­φι­λεῖς δι­α­γω­νι­σμοὺς συμ­με­τέ­χουν ἀ­κό­μη καὶ ἐ­πι­φα­νεῖς συγ­γρα­φεῖς ἢ δη­μο­σι­ο­γρά­φοι. Ἐ­νί­ο­τε τὰ δι­ά­σπαρ­τα αὐ­τὰ κεί­με­να συγ­κεν­τρώ­νον­ται σὲ ἕ­ναν τό­μο. Ἔ­τσι γρά­φτη­κε ἀ­πὸ 492 κει­με­νί­δια τὸ ἔρ­γο Ὁ ἔ­ρω­τας στὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Βά­ι Μπό. Στὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­χει μά­λι­στα ἀ­ναρ­τη­θεῖ καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἄ­σε με μό­νο: μιὰ ἱ­στο­ρία τοῦ Τσὲνγκ Ντού τοῦ M­u­r­o­ng X­u­e­c­un, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν ὑ­πο­ψή­φιος, τὸ 2008, γιὰ τὴν πε­ρι­ώ­νυ­μη λο­γο­τε­χνι­κὴ δι­ά­κρι­ση «M­an A­s­i­an L­i­t­e­r­a­ry P­r­i­ze». Ὑ­πάρ­χει ἀ­ναν­τίρ­ρη­τα, ὅ­πως συ­χνὰ συμ­βαί­νει κα­τὰ κα­νό­να σὲ ὅ­λες τὶς ὑ­πε­ραι­ω­νό­βι­ες σχο­λὲς σκέ­ψης, καὶ ἡ ἐ­ναν­τι­ω­μα­τι­κὴ ἄ­πο­ψη. Ὁ κα­θη­γη­τὴς Mo Hu­a­i­qi Ch­ong­qing τοῦ N­o­r­m­al U­n­i­v­e­r­s­i­ty πι­στεύ­ει ὅ­τι τὰ λι­λι­πού­τεια αὐ­τὰ κεί­με­να συ­νι­στοῦν αὐ­θεν­τι­κὰ προ­ϊ­όν­τα της ἐ­πο­χῆς τῶν παμ­φά­γων τα­χυ­φα­γεί­ων. Το­νί­ζει δὲ ὅ­τι γρή­γο­ρα θὰ ξε­πε­ρα­στοῦν ἀ­πὸ τοὺς νο­ή­μο­νες, ἀ­παυ­δι­σμέ­νους ἀ­να­γνῶ­στες, ἀ­φοῦ πρό­κει­ται ἁ­πλῶς γιὰ εὐ­και­ρια­κὰ παι­χνί­δια μὲ τὶς λέ­ξεις. Ὁ Mu­rong Xu­e­cun συ­νη­γο­ρών­τας τρό­πον τι­νά, φρο­νεῖ ὅ­τι οἱ δη­μο­φι­λέ­στε­ρες μυ­θι­στο­ρί­ες στοὺς κόλ­πους τῶν Κι­νέ­ζων πα­ρα­μέ­νουν στα­θε­ρὰ αὐ­τὲς τῶν ἑ­κα­τὸ χι­λιά­δων λέ­ξε­ων ἡ κά­θε μιά. Ἄλ­λοι πά­λι πι­στεύ­ουν ὅ­τι τὰ σύγ­χρο­να «μι­κρο-μυ­θι­στο­ρή­μα­τα» ἔ­χουν μέλ­λον, καὶ μά­λι­στα λαμ­πρό, δι­ό­τι ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τους τὴν ὑ­φὴ πα­ρέ­χουν τὴν ὑ­πο­λο­γί­σι­μη δυ­να­τό­τη­τα νὰ προ­σεγ­γί­σουν ἀ­κό­μη καὶ τὰ με­γα­θέ­μα­τα τῆς λο­γο­τε­χνί­ας μὲ μιὰ μορ­φή, ἡ ὁ­ποί­α ὡς ἐκ τῶν πραγ­μά­των πα­ρα­μέ­νει ἀ­κα­τα­μά­χη­τη.

       Τὰ ση­μεῖ­α τῶν και­ρῶν εὐ­νο­οῦν προ­κλη­τι­κὰ τὰ δρα­στι­κὰ εὔ­πε­πτα σύ­νο­λα, τοὺς ἐ­πι­τυ­χεῖς δη­λα­δὴ λο­γο­τε­χνι­κοὺς με­ζέ­δες σὲ ἀν­τι­δι­α­στο­λὴ μὲ τὰ ἀ­τε­λεύ­τη­τα, μα­κά­ρια δεῖ­πνα τῶν κει­με­νο­αρ­γο­σχό­λων. Ὁ δι­α­κε­κρι­μέ­νος ἐκ­δό­της Λοὺ Τσιμ­πὸ ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται μά­λι­στα ὅ­τι τὸ ὅ­ριο τῶν ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα λέ­ξε­ων, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­βάλ­λε­ται σή­με­ρα, ἀ­ναγ­κά­ζει πράγ­μα­τι τοὺς συγ­γρα­φεῖς νὰ γί­νον­ται ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βο­λό­γοι καὶ ἐ­ξον­τω­τι­κὰ σα­φεῖς, ἀ­σκών­τας κα­τὰ πε­ρί­πτω­ση τὸ προ­σω­πι­κό τους ὕ­φος. Ὁ­ρι­σμέ­νοι κα­τα­γί­νον­ται στὴ συγ­γρα­φὴ ἔρ­γων τῶν εἴ­κο­σι μό­νον λέ­ξε­ων, ἐ­πει­δὴ θε­ω­ροῦν τὶς ἑ­κα­τὸν σα­ράν­τα πλε­ο­να­στι­κές. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Τσὰνγκ Γι­βού, κα­θη­γη­τὴς τῆς λο­γο­τε­χνί­ας στὸ φη­μι­σμέ­νο Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Πε­κί­νου, δι­ευ­κρί­νι­σε χα­ρι­το­λο­γών­τας, ὅ­τι τὰ «μι­κρο-μυ­θι­στο­ρή­μα­τα» εἶ­ναι «σὰν τὶς φοῦ­στες τῶν γυ­ναι­κῶν, ὅ­σο πιὸ κον­τὲς εἶ­ναι, τό­σο τὸ κα­λύ­τε­ρο γι’ αὐ­τές»­(6). Πι­στεύ­ω ὅ­τι ἡ φι­λο­λο­γί­α πε­ρὶ τὰ πρό­σφο­ρα, να­νο­ει­δὴ ἀ­πο­κτή­μα­τα τῆς γρα­φῆς συμ­βάλ­λει κι αὐ­τὴ ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρά της στὴν ἐκ­πόρ­θη­ση τοῦ σι­νι­κοῦ μη­νύ­μα­τος. Ἔ­στω καὶ ἑ­νὸς μό­νον τε­μα­χί­ου του. Πάν­τως, μὲ τὸν τρό­πο τῆς κα­θο­λι­κῆς γνω­σι­ο­λο­γι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας, τὴν ὁ­ποί­α προ­τεί­νει ἡ δι­ε­ξο­δι­κὴ πάν­τα Μαρ­γκε­ρὶτ Γι­ουρ­σε­νάρ, τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα ἀ­πο­κτᾶ πρό­σθε­τη γο­η­τεί­α. Πα­ρα­βάλ­λε­ται ἐν­δε­χο­μέ­νως μὲ τα­ξί­δι – ὁ­ρια­κὸ δι­α­κύ­βευ­μα στὶς ἐ­σχα­τι­ὲς τοῦ ἐξ ἀν­τι­κει­μέ­νου πραγ­μα­τι­κοῦ. Ἀν­τι­γρά­φω ἐν­δει­κτι­κά το ἑ­ξῆς ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πὸ τὸ κύ­κνει­ο ἐρ­γό­χει­ρό της Ὁ γύ­ρος τῆς φυ­λα­κῆς: «Τὸ νὰ δεῖς κα­λὰ μιὰ χώ­ρα, ση­μαί­νει νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σεις νὰ τὴ γνω­ρί­σεις, καὶ ὣς ἕ­να βαθ­μὸ νὰ τὴν κά­νεις δι­κή σου, στὸ πα­ρὸν καὶ τὸ πα­ρελ­θόν της, νὰ προ­σπα­θή­σεις νὰ δεῖς τε­λι­κὰ τί ση­μαί­νει γιὰ ΄κεί­νους ποὺ ζοῦν σ΄αὐ­τήν. Πο­λὺ λί­γοι ἄν­θρω­ποι ἐν­δι­α­τρί­βουν σὲ ὅ­λα αὐ­τά».(7)

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

(1) Στὸ πρω­τό­τυ­πο: «F­a’ u­s­c­ir n­e­t­ta la p­i­c­c­o­l­e­z­za d­el l­u­o­go – il c­i­r­c­o­lo f­e­r­r­eo ed i­m­p­e­n­e­t­r­a­b­i­le o­n­de fu c­i­n­to. C­o­si d­a­l­la p­i­c­c­o­l­e­z­za d­el l­u­o­go u­s­c­i­r­a­n­no le g­r­a­n­di S­o­s­t­a­n­ze.» Με­τά­φρα­ση: Γι­ῶρ­γος Βε­λου­δῆς, ἐκ­δό­σεις «Πε­ρί­πλους», 1977.

(2) Με­τά­φρα­ση: Ζή­σης Σα­ρί­κας, ἐκ­δό­σεις «Πα­νο­πτι­κόν», 2010.

(3)Τὸ βαμ­μέ­νο πέ­πλο, με­τά­φρα­ση: Τρι­σεύ­γε­νη Πα­πα­ϊ­ω­άν­νου, ἐκ­δό­σεις «Με­ταίχ­μιο», 2008.

(4) Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς θρη­σκεί­ας, με­τά­φρα­ση: Κώ­στας Κου­ρε­μέ­νος, ἐκ­δό­σεις «ὕ­ψι­λον», 1982.

(5) La v­o­l­o­n­te de s­a­v­o­ir, 1971, Ἐ­πι­λο­γὴ ἀ­πὸ τὰ D­i­ts et e­c­r­i­ts, εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­λο­γὴ- με­τά­φρα­ση: Θα­νά­σης Λά­γιος, ἐκ­δό­σεις «στιγ­μή», 2011.

(6) Ho Ai Li, «O­ne – t­w­e­et n­o­v­e­l­s’, h­i­nt f­i­c­t­i­on t­a­ke o­ff in C­h­i­na», A­nn/T­he S­t­r­a­i­ts Times / The Jakarta Post, 8 Ἰουνίου 2011, ὅπου καὶ ἄλλα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν τρέχουσα  ἐπικαιρότητα τῶν μικρομυθιστορημάτων.

(7) Μετάφραση: Νίκος Δομαζάκης, ἐκδόσεις «Χατζηνικολῆ», 2009.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Γιῶργος Βέης (Ἀθήνα, 1955). Ποί­η­ση, τα­ξι­δι­ω­τι­κό. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­θή­νας καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­πλω­μά­της (τώ­ρα πρέ­σβης τῆς Ἑλ­λά­δος στὴν Τζα­κάρ­τα τῆς Ἰν­δο­νη­σί­ας). Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Φόρ­μες καὶ ἄλ­λα ποι­ή­μα­τα, 1970-1973 (Κοῦ­ρος, 1974). Τε­λευ­ταῖ­ο του ποι­η­τι­κὸ βι­βλί­ο Με­τά­ξι στὸν κῆ­πο (Ὕ­ψι­λον, 2010), τε­λευ­ταῖ­ο τα­ξι­δι­ω­τι­κὸ Μαν­χά­ταν-Μπαν­γκόκ. Μαρ­τυ­ρί­ες, με­τα­βά­σεις (Κέ­δρος, 2011).

 

Ἄμπροουζ Μπήρς (Ambrose Bierce): Ἕνας αἰσιόδοξος

 

 

Ἄμπροουζ Μπήρς (Ambrose Bierce)

 

Ἕ­νας αἰ­σι­ό­δο­ξος

(An O­p­t­i­m­i­st)

 

ΥΟ ΒΑΤΡΑΧΟΙ στὸ στο­μά­χι ἑ­νὸς φι­διοῦ συλ­λο­γί­ζον­ταν τὴν ἀλ­λα­γὴ ποὺ ἐ­πῆλ­θε στὴ ζω­ή τους.

«Με­γά­λη ἀ­τυ­χί­α» εἶ­πε ὁ ἕ­νας.

       «Μὴ βγά­ζεις τό­σο εὔ­κο­λα συμ­πε­ρά­σμα­τα» εἶ­πε ὁ ἄλ­λος. «Δὲν κιν­δυ­νεύ­ου­με ἀ­πὸ τὴ βρο­χὴ καὶ μᾶς βρί­σκε­ται στέ­γη καὶ τρο­φή».

       «Στέ­γη, σί­γου­ρα» εἶ­πε ὁ πρῶ­τος βά­τρα­χος. «Ὅ­μως δὲν βλέ­πω τὴν τρο­φή.»

       «Συ­νε­χῶς γκρι­νιά­ζεις» ἐ­ξή­γη­σε ὁ ἄλ­λος. «Ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι εἴ­μα­στε ἡ τρο­φή».

 

Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ:  Στὸ πρω­τό­τυ­πο, τὰ τε­λευ­ταῖ­α λό­για τοῦ δεύ­τε­ρου βα­τρά­χου ξε­κι­νοῦν μὲ τὴ φρά­ση Y­ou a­re a c­r­o­a­k­er. Πρό­κει­ται γιὰ μὴ με­τα­φρά­σι­μο λο­γο­παί­γνιο με­τα­ξύ τῶν ση­μα­σι­ῶν τῆς λέ­ξης c­r­o­a­k­er, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ση­μαί­νει (α) ἐ­κεῖ­νον ποὺ κο­ά­ζει (ἐν προ­κει­μέ­νῳ τὸν βά­τρα­χο), (β) τὸν γκρι­νιά­ρη καὶ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξο καὶ (γ) ἐ­κεῖ­νον ποὺ πρό­κει­ται νὰ πε­θά­νει.

   

 

Πηγή: Fantastic Fables, G.P. Putnam’s Sons, New York, 1899.

Project Gutenberg: http://www.gutenberg.org/files/374/374-h/374-h.htm

 

Ἄμπροουζ Μπήρς (Ambrose Bierce)  (A­m­b­r­o­se B­i­e­r­ce. Ὀ­χά­ι­ο, 1842–Με­ξι­κό, με­τὰ τὸ 1913).  Ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος, ση­μαί­νου­σα μορ­φὴ τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ τέ­λους τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του βλέπε ἐδῶ: Γιάννης Παλαβός, «“Τί­πο­τα δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α”: ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ Φαν­τα­στι­κοὶ μύ­θοι. Μι­κρὴ ἐ­κλο­γή».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Πάν­τει­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν In­tro Books ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπαμ­πα­τζι­μό­που­λο. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: Ed­gar Lee Mas­ters, Mi­ro­slav Ho­lub, Mat­thew Ar­nold, Do­nald Justi­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, e-p­o­e­ma κ.ἄ. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο Ἱστορίες Μπονζάι τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Willa Cather «Πίτερ».

 

Ἄμπροουζ Μπήρς (Ambrose Bierce): Τὸ ὀπόσουμ τοῦ μέλ­λοντος

 

 

Ἄμπροουζ Μπήρς (Ambrose Bierce)

 

Τὸ ­πό­σουμ τοῦ μέλ­λον­τος

(T­he O­p­o­s­s­um of t­he F­u­t­u­re)

 

ΙΑ ΜΕΡΑ ἕ­να ὀ­πό­σουμ ποὺ εἶ­χε ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ κρε­μα­σμέ­νο ἀ­νά­πο­δα μὲ τὴν οὐ­ρά του ἀ­πὸ ἕ­να κλα­δί, ξύ­πνη­σε καὶ εἶ­δε ἕ­να με­γά­λο φί­δι νὰ τυ­λί­γε­ται στὸ δέν­τρο, ἀ­νά­με­σα στὸ κλα­δὶ καὶ τὸν κορ­μό.

       «Ἂν μεί­νω ἐ­δῶ» μο­νο­λό­γη­σε «θὰ μὲ φά­ει· ἂν λύ­σω τὴν οὐ­ρά μου, θὰ σπά­σω τὸ κε­φά­λι μου».

       Ἀλ­λὰ αἴφ­νης σκέ­φτη­κε νὰ φερ­θεῖ πο­νη­ρά:

       «Ἐ­ξε­λιγ­μέ­νε ὣς τὴν τε­λει­ό­τη­τα φί­λε μου» εἶ­πε «τὸ ἔμ­φυ­το ἔν­στι­κτό μου ἀ­να­γνω­ρί­ζει στὸ πρό­σω­πό σου μιὰ εὐ­γε­νὴ ἔκ­φαν­ση καὶ ἀ­πό­δει­ξη τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης. Εἶ­σαι τὸ ὀ­πό­σουμ τοῦ μέλ­λον­τος, ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος καὶ ἰ­δε­ω­δέ­στε­ρος ἀ­πό­γο­νός του εἴ­δους μας, ἡ ὥ­ρι­μη ἀ­πό­λη­ξη τῆς προ­ό­δου τῆς ἁρ­πά­γης – ὁ­λό­κλη­ρος μιὰ οὐ­ρά!»

       Ἀλ­λὰ τὸ φί­δι, πε­ρή­φα­νο γιὰ τὴν πα­λαι­ὰ ὑ­πε­ρο­χή του, σύμ­φω­να μὲ τὰ ὅ­σα πα­ρα­δί­δουν οἱ Γρα­φές, ἦ­ταν αὐ­στη­ρὰ ὀρ­θό­δο­ξο καὶ δὲν ἀ­πο­δέ­χθη­κε τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἄ­πο­ψη.

 

Ση­μεί­ω­ση τοῦ με­τα­φρα­στῆ: Τὰ ὀ­πό­σουμ εἶ­ναι μι­κρὰ σὲ μέ­γε­θος μαρ­σι­πο­φό­ρα θη­λα­στι­κὰ ποῦ ζοῦν στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ (κυ­ρί­ως στὸ Βό­ρει­ο τμῆ­μα τῆς ἠ­πεί­ρου) καὶ στὴν Ὠ­κε­α­νί­α. Ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ νε­α­ρὴ ἡ­λι­κί­α, συ­νη­θί­ζουν νὰ κρέ­μον­ται ἀ­πὸ κλα­διὰ δέν­τρων μὲ τὴν οὐ­ρά τους.

  

 

Πηγή: Fantastic Fables, G.P. Putnam’s Sons, New York, 1899.

Project Gutenberg: http://www.gutenberg.org/files/374/374-h/374-h.htm

 

Ἄμπροουζ Μπήρς (Ambrose Bierce)  (A­m­b­r­o­se B­i­e­r­ce. Ὀ­χά­ι­ο, 1842–Με­ξι­κό, με­τὰ τὸ 1913).  Ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος, ση­μαί­νου­σα μορ­φὴ τῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ τέ­λους τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του βλέπε ἐδῶ: Γιάννης Παλαβός, «“Τί­πο­τα δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α”: ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ Φαν­τα­στι­κοὶ μύ­θοι. Μι­κρὴ ἐ­κλο­γή».

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Πάν­τει­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν In­tro Books ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπαμ­πα­τζι­μό­που­λο. Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: Ed­gar Lee Mas­ters, Mi­ro­slav Ho­lub, Mat­thew Ar­nold, Do­nald Justi­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, e-p­o­e­ma κ.ἄ. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο Ἱστορίες Μπονζάι τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Willa Cather «Πίτερ».

 

Εἰκό­να: Γε­λοιο­γραφικὴ ἀπεικό­νι­ση τοῦ Martin Van Buren, ὀγδό­ου Προέ­δρου τῶν Η­ΠΑ ὡς ὀπόσουμ. Δη­μο­σιεύ­τη­κε στὴ Νέ­α Ὑόρ­κη τὸ 1840 ἀπὸ τὸν H.R. Robinson.