Γεράσιμος Δενδρινός
Νίνου ἀπελευθέρωσις
Α ΠΑΝΤΑ ΗΤΑΝ ΕΤΟΙΜΑ γιὰ τὴν ἀναχώρηση. Ὅμως τὸ ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς μὲ βαριὰ καρδιὰ ἀπελευθέρωσα τὸν Νίνο, τὸ περδικοκάναρο, ποὺ εἶχα πρὶν τρία χρόνια ἀγοράσει ἀπὸ τὸ παζάρι τοῦ Σχιστοῦ. Μὲ γοήτευσε τότε τὸ κελάηδημά του γι’ αὐτὸ καὶ στάθηκα νὰ τὸ χαζέψω. Δὲν ὑποψιάστηκα γιατί ὁ τσιγγάνος τὸ ἔδινε σὲ ἐξευτελιστικὴ τιμή: Συνεπαρμένος καθὼς ἤμουν ἀπὸ τὸ τραγούδι του, δὲν πρόσεξα πὼς τὰ δάχτυλα τοῦ ἀριστεροῦ του ποδιοῦ ἦταν ἀτροφικά, ἴσως ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Τὸ ἀνακάλυψα τυχαῖα ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μέρες καθὼς ἔβαζα κανναβούρι στὶς ταΐστρες. Τὰ τελευταῖα χρόνια ὁ Νίνο ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ ζωντανὲς παρουσίες ποὺ παρηγοροῦσαν κάπως τὴ μονότονη καὶ ἄχαρη ζωή μου.
Οἱ δυό μας εἴχαμε ἀναπτύξει μιὰ περίεργη σχέση ἐμπιστοσύνης καὶ ἀμοιβαιότητας, κάτι ποὺ συμβαίνει μονάχα ἀνάμεσα σὲ σκυλιὰ καὶ ἀνθρώπους. Ἄφηνα τὴν πόρτα τοῦ κλουβιοῦ του ἀνοιχτή, ἀφοῦ πρῶτα σφάλιζα καλὰ τὴν πόρτα καὶ τὸ παράθυρο τοῦ δωματίου μου. Ἐκεῖνο, χαρούμενο ἀπὸ τὴν περιορισμένη καὶ πάλι ἐλευθερία, πετοῦσε γιὰ καμιὰ ὥρα περίπου ἀράζοντας παντοῦ. Εἶχε ἀδυναμία στὸ πλαίσιο μιᾶς φωτογραφίας τοῦ πατέρα, βγαλμένη στὰ χρόνια τῆς στρατιωτικῆς του θητείας, ἐκεῖ στὰ τέλη δεκαετίας τοῦ ’40, στὴ χιονισμένη τότε Καμάρα τοῦ Γαλέριου, στὴ Θεσσαλονίκη. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ὁ Νίνο εἰσχωροῦσε στὴν ἄνετη καὶ ἀκύμαντη τάχα ζωή μας, αὐτὴ ποὺ ὄφειλα νὰ τοῦ προσφέρω κάποια μέρα, ἔστω καὶ ἂν γνώριζα πὼς δὲν εἶχε καμία πιθανότητα νὰ ἐπιβιώσει ἀφοῦ δὲν εἶχε μάθει νὰ βρεῖ μονάχο τὴν τροφή του. Ὕστερα ἀπὸ τὴν καθιερωμένη ὥρα τοῦ ἐλεύθερου πετάγματος, ἐπέστρεφε πίσω στὸ κλουβί του μὲ ἠχηρὸ κελάηδημα.
Πῆρα, θυμᾶμαι, τὸν Νίνο στὴν παλάμη μου καὶ βγῆκα στὸ μπαλκόνι. Μιὰ ἔντονη πορτοκαλιὰ ἀπόχρωση ἔβαφε τὸ γυμνὸ ὄρος Αἰγάλεω καὶ στὸν κόλπο τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὰ πλοῖα ἦταν βυθισμένα στὴν ἀντηλιά. Ἡ θάλασσα ἀπὸ τὸν ἀντικατοπτρισμὸ λαμποκοποῦσε. Πρώτη μου φορὰ ἀντίκριζα τέτοια λάμψη στὸ νεκροταφεῖο τῶν πλοίων. Αἰσθάνθηκα ἄσχημα ποὺ δὲν εἶχα ἀποφασίσει νὰ τὸν ἀπελευθερώσω ἔξω στὸ ὕπαιθρο, μακριὰ ἀπὸ κατοικημένη περιοχή. Ἡ λίμνη Κουμουνδούρου ἴσως ἦταν ἡ πλέον ἰδανικὴ ἰδέα. Εὐτυχῶς ποὺ ὁ καιρὸς ἦταν καλός. Ἔνιωσα στὴ φούχτα μου τοὺς ἀσυντόνιστους σφυγμοὺς τῆς καρδιᾶς του καὶ μιὰ ἀνατριχιαστικὴ θέρμη συνέπαιρνε τὸ κορμάκι του γι’ αὐτὸ ποὺ θὰ τοῦ συνέβαινε: Τὴν ποθητὴ ἀπελευθέρωση ποὺ θὰ εἶχε ὅμως ἀτυχὴ κατάληξη.
Ἔγειρε τὸ χνουδωτὸ κεφαλάκι του ἀργὰ πρὸς τὸν ἀντίχειρά μου ὡς ἐκδήλωση κάποιας ἐνστικτώδους στοργῆς. Μὲ μιὰ ἀπότομη κίνηση πρὸς τὰ πάνω, τὸ ἄφησα. Ἐκεῖνο, πετώντας πρὸς τὴν ἀντικρινὴ ταράτσα, στάθηκε στὸ σύρμα τοῦ ἁπλώματος τῶν ρούχων καὶ κοιτοῦσε γιὰ ὥρα πρὸς τὸ σπίτι μας. Ἀνείπωτη συγκίνηση μὲ πλημμύρισε. Σκέφτηκα πὼς ἡ ἐλευθερία θὰ ἦταν γι’ αὐτὸν καὶ κάποια μορφὴ καταδίκης, ὅπως συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς, μὲ τὴ μόνη διαφορὰ πὼς ὁ Νίνο —εὐτυχῶς γι’ αὐτόν—, δὲν εἶχε συνείδηση. Πάντως, θὰ κατέρρεα ἂν ἐπέστρεφε.
Τελικὰ στὸ σπίτι ποὺ τοῦ πρόσφερε ἐπὶ τρία χρόνια ἀγάπη, ἀνταποδίδοντάς την μὲ τὸ ὑπέροχο μουσικό του κελάηδημα ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ ἀδιάφορες ὧρες, δὲν γύρισε. Πέταξε πρῶτα πρὸς τὰ δέντρα τοῦ κοντινοῦ πάρκου ποὺ χρησιμεύει ὡς ἀφετηρία τῶν τοπικῶν λεωφορειακῶν γραμμῶν, καὶ ἀπὸ κεῖ, κατευθύνθηκε πρὸς τὴν παραλία, ἀφήνοντας τὴ ζωή του στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς νύχτας ποὺ πλησίαζε.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἔνιωσα πὼς ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Νίνου ἦταν καὶ δική μου ἀποδέσμευση ἀπὸ ἀδιέξοδους ἔρωτες, ἀπὸ ἐχθροὺς καί, τολμῶ νὰ πῶ, ἀπὸ λογοτέχνες φίλους, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ ἦταν σταθερὰ προσανατολισμένη στὴν ἀναγκαστικὴ προβολὴ τοῦ ἔργου τους, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ μόνη τους ἔγνοια, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐτήσια ἔκδοση βιβλίου, ἦταν τὸ καθημερινὸ φυλλομέτρημα τῶν ἐντύπων, οἱ παρουσιάσεις, οἱ ἐναγώνιες δημοσιεύσεις, οἱ ἐκδηλώσεις καὶ τὰ πλατιὰ χαμόγελα, καμιὰ φορὰ θλιβερὰ κι αὐτὰ στὰ φῶτα τῶν φωτογράφων – ἴσως τελικὰ ἡ φήμη νὰ κατακτιέται μὲ τὴ σιωπή.
«Ἐνῶ καθάριζα τὸ κλουβί, μοῦ γλίστρησε, ἔπεσε κάτω, κι ὁ Νίνο τὴν κοπάνησε ἀπ’ τὴ βάση ποὺ ξεχαρβαλώθηκε», εἶπα στὴ μητέρα μπαίνοντας στὸ καθιστικό.
«Ἄχ, ξεμυαλισμένε, τὰ κατάφερες πάλι!... Κρίμα μωρέ! Ἦταν καλὴ συντροφιὰ τὸ καημένο…», ἀναφώνησε καὶ στράφηκε πρὸς τὴν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης. Γιὰ νὰ μὴν συνεχίσει τὰ σχόλιά της, σήμαινε πὼς τὸ ἀγαπημένο της κανάλι ἔπαιζε πάλι κάτι σαχλὸ ποὺ παρακολουθοῦσε μετὰ μανίας. Τὸ ἴδιο βράδυ, ἐνῶ ἐπιθεωροῦσα τὴν βαλίτσα μήπως καὶ εἶχα ξεχάσει κάτι, μπῆκε ἀθόρυβα στὸ δωμάτιό μου. Στηριγμένη στὴ μαγκούρα της, ἀφοῦ μὲ κοίταξε περίεργα σὰν νὰ ἤξερε τί ἀκριβῶς εἶχε συμβεῖ, εἶπε: «Πάντως, ἐδῶ ποῦ τὰ λέμε, καλύτερα ποὺ σοῦ ξέφυγε… Ποιός, μωρέ, θὰ τὸ περιποιόταν τώρα ποὺ θὰ ἔλειπες; Ἐγὼ ἡ σακάτισσα ἢ ὁ ἀδερφός σου ποὺ σιχαίνεται τὰ ζῶα; Ἦταν ἐκ Θεοῦ ποὺ σοῦ ’φυγε, ἄκου ποὺ σοῦ λέω… Μόνο μὴν ξεχάσεις νὰ πετάξεις τὸ κλουβὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ βλέπω καὶ θυμᾶμαι…»
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Γεράσιμος Δενδρινός (Πειραιᾶς, 1955). Διήγημα, μυθιστόρημα. Σπούδασε Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ὑπηρετεῖ στὴ Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση. Ἔχει ἐκδώσει τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ἕνα πακέτο Ἄρωμα (Ρόπτρον, 1992 & καὶ Κέδρος, 1995), τὸ μυθιστόρημα Χαιρετίσματα ἀπὸ τὸ νότο (Ὀδυσσέας, 1994 & Κέδρος, 2003), στὸ ὁποῖο βασίστηκε τὸ σενάριο τῆς ταινίας τοῦ Δημήτρη Μακρῆ Χαιρέτα μας τὸν πλάτανο, ποὺ διαγωνίστηκε τὸ 2004 στὸ 54ο φεστιβὰλ Θεσσαλονίκης, τὸ ταξιδιωτικὸ κείμενο Ματίας ντὲλ Ρίος – Ἡμερολόγια (Ὀδυσσέας, 1995 & Κέδρος, 2006), τὸ μυθιστόρημα Ἀπέραντες συνοικίες (Κέδρος, 2001), τὴ νουβέλα Ἄλκης (Μεταίχμιο, 2003) καὶ τὸ μυθιστόρημα Φραγὴ εἰσερχομένων κλήσεων (Μεταίχμιο, 2006). Ἀπὸ τὸ 2004 εἶναι μέλος τῆς Ἑταιρείας Ἑλλήνων Συγγραφέων.
Filed under: Δενδρινός Γεράσιμος,Διδακτισμός,Ελληνικά,Περιγραφή,Τέχνη,Φυγή,Φύση-Ζώα,Ψυχογραφία | Tagged: Γεράσιμος Δενδρινός,Διήγημα,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Γεράσιμος Δενδρινός: Νίνου ἀπελευθέρωσις ἔχουν κλείσει