Σοφία Μούτση
Ἀλεξάνδρα
ΓΟΡΑΖΕΙ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ καὶ μπαίνει στὴν σκοτεινὴ αἴθουσα. Μετράει τέσσερις σειρὲς ἀπὸ τὸ τέλος καὶ τὸν βλέπει. Βγάζει τὸ παλτὸ γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλήσει καὶ κάθεται δίπλα του. Ἀμέσως τὸ χέρι του σκεπάζει τὸ δικό της. Σκύβει καὶ τῆς ψιθυρίζει πὼς τοῦ ἔλειψε. Σιγοτρέμει. Τὴν ρωτάει ἂν θά ‘χει χρόνο μετά. Θὰ ἔχει, ἀπαντάει. Ἀπόψε εἶναι ἐλεύθερη.
Τὸ ἔργο προχωρᾶ, προχωράει καὶ τὸ χέρι του. Τὸν ἀφήνει. Κάθεται στητή, ἀσάλευτη. Τὰ δάχτυλά του μαλάζουν τὴν σάρκα της, καῖνε. Μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ της κοιτάζει γύρω, γλιστράει λίγο πιὸ κάτω στὴν καρέκλα. Τὸν διευκολύνει. Στὴν ὀθόνη ξετυλίγονται τοπία ἀπὸ τὴν Αὐστραλία, τώρα ἀνοίγει λίγο τὰ πόδια. Ἐκεῖνος σὰ νὰ τρελαίνεται, σπρώχνει, ἀνοίγει, τρέμει κι ἄλλο, σκύβει, ψάχνει νὰ τὴ φιλήσει. Τὸν ἀφήνει.
Ἀκούει τὴν ἀναπνοή του. Περνᾶνε μερικὰ λεπτά. Ἀλλάζει λίγο τὴ στάση της στὸ κάθισμα. Ξαφνικά, σκέφτεται πὼς ἀρκετά, τώρα πρέπει νὰ τὸν σταματήσει. «Φτάνει», τοῦ λέει. Κλείνει τὰ πόδια καὶ τοῦ ἐπιστρέφει τὸ χέρι, στρώνει τὴ φούστα της, τοῦ λέει νὰ περιμένει, ἔχουν ὅλο τὸ βράδυ δικό τους.
Στὸ ξενοδοχεῖο δηλώνουν κύριος καὶ κυρία Ζ., ἀνεβαίνουν.
Τὴν ἑπόμενη τὸ πρωὶ περνάει ἀπὸ τὸ χασάπη. Τὰ παιδιὰ θέλουν κρέας μὲ πατάτες γιὰ βραδινό. Τὰ κομμάτια τὸ μοσχάρι, τὸ χοιρινό, κρέμονται στὰ τσιγκέλια. Ἀπὸ κάποια στάζει αἷμα. Θ’ ἀλλάξει χασάπη, ἀποφασίζει, βαρέθηκε τὸ παλομοδίτικο σκηνικό. Φορτώνεται τὶς τσάντες καὶ φτάνει σπίτι.
Ἀνοίγει τὰ παράθυρα καὶ τὸ νερὸ στὴ μπανιέρα. Χρειάζεται νὰ πλυθεῖ. Θὰ μουλιάσει νὰ καθαρίσει. Μετὰ φοράει μοσχομυριστὰ ροῦχα καὶ τὴ μάσκα τῆς κυρίας Ἀλεξάνδρας, συζύγου, μητέρας, κόρης, ἐγγονῆς καὶ στρώνει τραπέζι.
Προσπαθεῖ νὰ θυμηθεῖ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου ποὺ εἶδε χτές. Ἀδύνατον. Δὲν ἔχει σημασία κιόλας. Σὲ κανέναν δὲν θὰ δώσει λογαριασμό. Καὶ κανένας δὲν θὰ ρωτήσει. Μαγειρεύει καὶ ἀκούει τὸ τηλέφωνο ποὺ χτυπᾶ. Τὸ σηκώνει. Εἶναι αὐτὸς στὴν ἄλλη μεριά, θέλει νὰ τὴ δεῖ, τὴν λατρεύει, τὴν ἀγαπάει, πεθαίνει, τοῦ λείπει, καίγεται. Κλείνει τὸ τηλέφωνο.
Μπαίνουν τὰ παιδιά, πεινᾶνε, γιατί δὲν ἔχει σερβίρει ἀκόμη; Βάζει ἕνα ποτήρι κρασὶ καὶ διορθώνει λίγο τὰ μαλλιά της. Ἀκούει τὴν πόρτα τοῦ γκαράζ. Ἦρθε καὶ ὁ πατέρας τους. Βάζει λίγο ἄρωμα πίσω ἀπὸ τ’ αὐτιὰ καὶ τὸ πιάτο του στὸ τραπέζι. Τ’ ἀγόρια τσακώνονται, τὸ τηλέφωνο χτυπάει. «Λάθος κάνετε», τοῦ λέει, «μὴ ξαναπάρετε αὐτὸ τὸν ἀριθμό». Κλείνει τὴ γραμμὴ καὶ τὸ ἀφήνει ἀνοιχτό. Ἰσιώνει τὶς πιέτες τῆς φούστας καὶ προτείνει τὸ μάγουλο γιὰ τὸν βραδινὸ χαιρετισμό.
«Πῶς πέρασες χτές;» τὴν ρωτάει καὶ κάθεται στὸ τραπέζι. Ἀνοίγει τὴν τηλεόραση καὶ τὴν ἐφημερίδα συγχρόνως. Ψάχνει τὰ νέα, τὴν οἰκονομικὴ στήλη, κάτι γιὰ μετοχὲς καὶ ντάουν-τζόουνς μουρμουρίζει, τ’ ἀγόρια ἔχουν κιόλας καταπιεῖ τὸ φαγητό τους, ρίχνουν πίσω τὶς καρέκλες, τρέχουν στὸ ἄλλο δωμάτιο, στὴν ἄλλη τηλεόραση, «Πῆγα μὲ κάποιον στὸ ξενοδοχεῖο» ἀπαντάει. Κανεὶς δὲν προσέχει, δὲν ἀκούει. «Πάλι κοκκινιστὸ ἔχουμε;» τὴ ρωτᾶ καὶ τὴν κοιτάει αὐτὴ τὴ φορά. «Δὲν σοῦ εἶπα πὼς ἤθελα λαχανικὰ ἀπόψε;»
Ἡ Ἀλεξάνδρα στρίβει, βγαίνει ἀπ’ τὸ δωμάτιο, ξεκρεμάει καὶ φοράει τὸ παλτό της, βγαίνει στὸ δρόμο, πάει στὸν κινηματογράφο, κατεβαίνει τὰ σκαλιά, ὑπόγεια εἶναι συνήθως αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ κινηματογράφοι, ἀγοράζει εἰσιτήριο, μπαίνει, μετράει τέσσερις σειρές, κάθεται.
Εἶναι Μάρτης, ἄνοιξη, ἀλλὰ αὐτὴ κρυώνει τόσο ποὺ χτυπᾶνε τὰ δόντια της. Σφίγγει καλὰ τὸ σαγόνι.
Πηγὴ: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Σοφία Μούτση (Ἀθήνα, 1957). Σπούδασε Δημόσια Διοίκηση στὸ Πάντειο Πανεπιστήμιο καὶ Νηπιαγωγὸς στὸ παιδαγωγικὸ τμῆμα τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Filed under: Ερωτας,Μούτση Σοφία,Οικογένεια,Ρεαλισμός | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Σοφία Μούτση |