Φί­λιπ­πος Δ. Δρα­κον­τα­ει­δῆς: Προ­σκυ­νῶ, πι­τό­ρε



Φί­λιπ­πος Δ. Δρα­κον­τα­ει­δῆς


Προ­σκυ­νῶ, πι­τό­ρε


ΠΑΝΟΥΚΛΑ τρώ­ει τὸν φτω­χό, βρί­σκει καὶ τὸν πλού­σιο. Ἄν σοῦ τύ­χει ἡ Μαύ­ρη, δι­ά­κρι­ση δὲν κά­νει. Βγαί­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­πὸ τὴ φά­κα τοῦ σπι­τιοῦ τους, τουμ­πα­νιά­ζουν στὶς ἄ­κρες καὶ στὶς μέ­σες των δρό­μων, ὁ πα­πα-Δο­μέ­νι­κος σπρώ­χνει μὲ τὸ ἱ­ε­ρὸ στυ­λιά­ρι ψό­ψια γα­τιὰ καὶ σκύ­λους, μω­ρὰ νε­κρὰ τῆς κού­νιας γιὰ νὰ ἀ­δειά­σουν τὰ σκα­λο­πά­τια τοῦ να­οῦ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­σω­μά­των, νὰ κα­θα­ρί­σει ὁ τό­πος, νὰ μπο­ροῦν κου­τσὰ-στρα­βὰ νὰ ἀ­νε­βαί­νουν οἱ ἄρ­ρω­στοι πρὸς προ­σκύ­νη­ση τῶν ἱ­ε­ρῶν εἰ­κό­νων, ὄ­χι πρὸς για­τρειὰ τοῦ σώ­μα­τος, ἀλ­λὰ πρὸς σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς, ποὺ βγαί­νει ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μή. Δὲν φο­βᾶ­ται ὁ πα­πα-Δο­μέ­νι­κος μή­πως κο­λ­λή­σει τὸ θα­να­τι­κό, ἕ­τοι­μος πάν­τα εἶ­ναι πρὸς ἀ­να­χώ­ρη­ση γιὰ τὸν Πα­ρά­δει­σο, ἡ πύ­λη εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὴ γιὰ τὴν ὑ­πο­δο­χή του. Ἀ­φή­νει τὸν καν­τη­λα­νά­φτη, κου­τσό, τυ­φλὸ καὶ γέ­ρον­τα νὰ ἔ­χει τὸ νοῦ του στὴν εὐ­δο­κί­μη­ση τοῦ παγ­κα­ριοῦ καί, μὲ μιὰ πε­τσέ­τα βου­τηγ­μέ­νη στὸν ἁ­για­σμὸ νὰ κα­λύ­πτει τὸ πρό­σω­πό του, μὲ βῆ­μα ἀρ­γὸ στρί­βει στὴ γω­νί­α, στέ­κε­ται στὴν πόρ­τα τοῦ πι­τό­ρου Πλα­κω­τοῦ καὶ φω­νά­ζει: «Γε­ρά­σι­με, σὲ θέ­λω.»

       «Γε­ρά­σι­με», τοῦ λέ­ει, «τὸ σπί­τι σου ἐρ­γα­στή­ριο ὅ­που ζω­γρα­φί­ζεις τὸν οὐ­ρα­νό, τὴ θά­λασ­σα, τὰ μά­τια τῶν Ἁ­γί­ων, τῶν Τρο­παι­φό­ρων, τῶν Ὁ­σί­ων καὶ τῶν Μα­κα­ρι­σμέ­νων. Τὰ παι­διά σου ἑ­τοι­μο­θά­να­τα, θὰ προ­λά­βεις νὰ τὰ θά­ψεις, ὥ­σπου νὰ ἔρ­θει ἡ πα­νού­κλα νὰ σὲ πιά­σει. Σκέ­φτε­σαι, ὥ­σπου νὰ σὲ χτυ­πή­σει τὸ κα­κό, για­τί μπῆ­κε στὸ σπί­τι σου καὶ σκο­τώ­νει τὰ παι­διά σου; Τό­σα μά­τια ζω­γρα­φι­σμέ­να, τό­σα γέ­νεια μα­ζε­μέ­να, τό­σα πρό­σω­πα ἱ­ε­ρά, τό­σες ζω­γρα­φι­ὲς ποὺ δὲν ἔ­φε­ρες στὴν ἐκ­κλη­σί­α νὰ εὐ­λο­γη­θοῦν, νὰ γί­νουν προ­στά­τες τοῦ λα­οῦ καὶ τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς σου, ζη­τοῦ­σες πλη­ρω­μὴ γιὰ νὰ ἔ­χεις νὰ φᾶς, νὰ ἀ­γο­ρά­ζεις χρώ­μα­τα, νὰ πά­ρεις ἕ­ναν ντε­νε­κὲ νὰ ἀ­να­κα­τεύ­εις τὸ κά­του­ρό σου μὲ τὶς μπο­γι­ὲς νὰ βγαί­νει χρῶ­μα ἀ­στρα­φτε­ρό, Γε­ρά­σι­με ἁ­μάρ­τη­σες, ἔ­χεις πά­ρει τὸν κό­σμο στὸ λαι­μό σου, ποὺ πη­γαί­νει ἀ­λει­τούρ­γη­τος, ἀ­σα­βά­νω­τος, ἄ­κλαυ­τος. Νὰ κά­ψου­με λοι­πὸν αὐ­τὰ τὰ ὄρ­για, γο­νά­τι­σε, προ­σκύ­νη­σε, δῶ­σε τὴν ἔγ­κρι­σή σου».

       «Νὰ κα­ῶ ἐ­γώ», εἶ­πε ὁ Γε­ρά­σι­μος Πλα­κω­τός, ὁ γνω­στὸς πι­τό­ρος. «Νὰ κα­ῶ ποὺ δὲν ζή­τη­σα τὴν ἄ­δεια τῆς Ἁ­γι­ο­σύ­νης νὰ τὴν ζω­γρα­φί­σω, νὰ κα­ῶ γιὰ νὰ μὴν τὸ ξα­να­κά­νω. Νὰ κα­ῶ μὲ τὴν εὐ­χή σου, Ἅ­γι­ε Πα­τέ­ρα, γιὰ νὰ ζή­σουν τὰ παι­διά μου μὲ συμ­βό­λαι­ο πὼς δὲν θὰ πιά­σουν πο­τὲ πι­νέ­λο καὶ χρώ­μα­τα νὰ ζω­γρα­φί­σουν τοῦ Ὕ­ψι­στου τοὺς ἐ­κλε­κτοὺς ἐ­πὶ τῆς Γῆς». «Τὰ λό­για σὲ ἔ­χουν κά­ψει κι­ό­λας», ἀ­πάν­τη­σε ὁ πα­πα-Δο­μέ­νι­κος, «δὲν ἔ­χω τό­σα ξύ­λα ποὺ θὰ κά­ψουν ἄν­θρω­πο, φτά­νουν τὰ λί­γα ποὺ βρί­σκον­ται γιὰ νὰ κα­οῦν οἱ ζω­γρα­φι­ές. Νὰ κα­οῦν στὸν Με­γά­λο Δρό­μο, μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ ναὸ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­σω­μά­των γιὰ νὰ μὴν φτά­σει ὣς ἐ­κεῖ ἡ μο­λυ­σμέ­νη στά­χτη».

       Μα­ζεύ­τη­καν κου­τσοί, στρα­βοί, πολ­λοὶ βα­σα­νι­σμέ­νοι, κό­σμος, λα­ός, σα­ρά­βα­λα καὶ ἄρ­χον­τες σπου­δαῖ­οι, δή­μιος βαρ­βά­τος ἔ­ρι­ξε στου­πιὰ νὰ βγοῦν οἱ φλό­γες, τρεῖς μέ­ρες ρί­χναν στὴ φω­τιά, τρεῖς μέ­ρες δὲν και­γόν­ταν, τρεῖς μέ­ρες ἐ­βα­ρέ­θη­καν καὶ φῦ­γαν χορ­τα­σμέ­νοι, «ὁ Σα­τα­νᾶς δὲν καί­γε­ται», εἶ­παν οἱ μορ­φω­μέ­νοι, «νὰ πέ­σει μέ­σα στὴ φω­τιὰ ὁ ἴ­διος ὁ πι­τό­ρος, τὸν πε­ρι­μέ­νει ὁ Δι­ά­ο­λος στὴν Κό­λα­ση νὰ πᾶ­νε».

       Δὲν ξέ­ρω τί ἀ­πό­γι­νε, δὲν γρά­φουν τὰ βι­βλί­α, ξέ­ρω πὼς ὁ Γε­ρά­σι­μος Πλα­κω­τὸς ἔ­θα­ψε τὰ παι­διά του καὶ πῆ­ρε δρό­μο καὶ στρα­τί, στρα­τὶ καὶ μο­νο­πά­τι, ἀ­π’ ὅ­που κι ἂν ἐ­παίρ­να­γε λά­κι­ζε ἡ πα­νού­κλα, κα­θὼς μὲ ἕ­να πι­νέ­λο στὸ χέ­ρι ζω­γρά­φι­ζε τὸν ἀ­έ­ρα. Ἕ­ναν πί­να­κα ἀ­έ­ρα ἔ­χω στὸ δι­κό μου σπί­τι. Προ­σκυ­νῶ, πι­τό­ρε, τ’ ὄ­νο­μά σου.



Πη­γή: Μι­κρο­κύ­μα­τα. 99+1 μι­κρο-δι­η­γή­μα­τα με­λῶν τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, ἔκδ. Ἡ Ἐ­φη­με­ρί­δα τῶν Συν­τα­κτῶν, 04-06.01.2019.

Φί­λιπ­πος Δ. Δρα­κον­τα­ει­δῆς (Χαλ­κί­δα, 1940). Βαρ­βά­κει­ος Σχο­λὴ (1958). Licence des Lettres στὴ Σορ­βόν­νη (1968). Με­τα­πτυ­χια­κὰ καὶ δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μον­πελ­λι­έ (1995-1997). Ἰ­δι­ω­τι­κὸς ὑ­πάλ­λη­λος (1961-1985). Σύμ­βου­λος ἐ­πι­χει­ρή­σε­ων (1985-). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα τὸ 1962 καὶ ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, νου­βέ­λες καὶ συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τὸ δο­κι­μια­κὸ ἔρ­γο του ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ σύγ­χρο­να προ­βλή­μα­τα, ὅ­πως ἡ πο­λι­τι­κὴ τοῦ τρό­μου στὸν 20ὸ αἰ­ώ­να (Ὁ Φε­βρουά­ριος αἰ­ών), ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς λο­γο­τε­χνί­ας ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­γέν­νη­ση ὣς τὶς μέ­ρες μας (Πα­ρα­μύ­θι τῆς λο­γο­τε­χνί­ας), οἱ ἀλ­λα­γὲς ποὺ κο­μί­ζει ἡ τε­χνο­λο­γί­α στὴν ἀν­τί­λη­ψη τῆς προ­σω­πι­κῆς καὶ συλ­λο­γι­κῆς μνή­μης (Μνή­μη καὶ μνή­μη), ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος τί; ὡς ὑ­πο­χρέ­ω­σης τοῦ σκέ­πτε­σθαι (Λό­γος ἐ­ρει­πί­ων). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ἐ­κτὸς πλαι­σί­ου (Ἐκ­κρε­μές, 2018).

Εἰκόνα: Μωϋσῆς, ἔργο (1727-1728) τοῦ Ἱερώνυμου ἢ Γεράσιμου Πλακωτοῦ (περ. 1670-1728).


			

Σανφλερύ (Champfleury): Τὸ μῆλο

 

 

Σαν­φλερύ (Champfleury)

 

Τὸ μῆ­λο

 

ΟΤΕ ΒΕΒΑΙΩΘΗΚΑ πὼς τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου εἶ­χε φτά­σει. Δέν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ τὸ ἀρ­νη­θῶ, οὔ­τε νά θρη­νή­σω. Μὲ τὸ κε­φά­λι ψη­λά, ὅ­πως ται­ριά­ζει στο­ὺς πρω­τό­πλα­στους, προ­χω­ρή­σα ὣς τὸν τό­πο τῶν ἀ­παν­τή­σε­ων. Ὁ Ἑ­ω­σφό­ρος (ἀ­να­γνώ­ρι­σα τὴ φω­νή του) ρώ­τη­σε ποιά ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α ἐ­πι­θυ­μί­α μου. «Ἕ­να μῆ­λο», εἶ­πα. Ἤ­ξε­ρα πῶς νὰ τὸ δαγ­κώ­σω, ὥ­στε νὰ μὴ στα­θεῖ στὸ λαι­μό μου. Πρό­λα­βα νά ἀ­κού­σω τὴν ὀρ­γή τοῦ Θε­οῦ: μέ ἔ­δι­ω­χνε ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, ἐ­πει­δὴ εἶ­χα ὑ­πο­κύ­ψει στό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ Ὄ­φε­ως. Ἡ Εὔ­α μὲ ἀ­κο­λού­θη­σε. Κρα­τοῦ­σε τὸ μῆ­λο της στὸ χέ­ρι της. Μοῦ τὸ πρό­σφε­ρε, ἀ­φοῦ τὸ δάγ­κω­σε καί ἔ­κο­ψε ἕ­να κομ­μά­τι. Τί ἄλ­λο εἶ­χα νὰ κά­νω; Τὸ ἀ­πό­λαυ­σα. Καί, ὣς σή­με­ρα, δὲν ἔ­χω ἀ­παν­τή­σει σὲ καμ­μί­α ἐ­ρώ­τη­ση.

  

 

Σαν­φλε­ρύ (Champfleury) (1820-1889). Ὁ Γάλ­λος Ζὺλ Φραν­σου­ὰ Φε­λὶξ Φλε­ρὺ-Ὕσ­σον, γνω­στός μὲ τὸ φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο Σαν­φλε­ρύ, ὑ­πῆρ­ξε ὑ­πο­στη­ρι­κτὴς τοῦ κι­νή­μα­τος τοῦ Ρε­α­λι­σμοῦ στὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Γνώ­ρι­σε τὸν Μπων­τλαίρ (1843) καί, με­ρι­κοὺς μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, ἐμ­φα­νί­στη­κε ὡς τε­χνο­κρι­τι­κὸς στὴν ἔγ­κυ­ρη ἐ­φη­με­ρί­δα LArtiste. Τὸ σύν­το­μο κεί­με­νο «Τὸ μῆ­λο» εἶ­ναι ση­μεί­ω­μα ποὺ ἔ­στει­λε στὸν Μπων­τλαὶρ με­τὰ τὴν ἀ­νά­γνω­ση τῆς συλ­λο­γῆς «Τὰ Ἄν­θη τοῦ Κα­κοῦ».

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γαλλικά:

Φί­λιπ­πος Δρα­κον­τα­ει­δῆς (Χαλ­κί­δα, 1940). Πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μιο, με­τά­φρα­ση. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸν Ὀρ­γα­νι­σμὸ Οἰ­κο­νο­μι­κῆς Συ­νερ­γα­σί­ας καὶ Ἀ­νά­πτυ­ξης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Ση­μει­ώ­μα­τα 1956-1963 (Ἐκδ. Φέ­ξης, Ἀ­θή­να, 1963). Τε­λευ­ταῖ­α του: Κρε­μά­στρα (Μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐκδ. Τό­πος, Ἀ­θή­να, 2010) καὶ Λό­γος ἐ­ρει­πί­ων (Δο­κί­μια, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Φίλιππος Δρακονταειδῆς: Τὸ Μέγα Πανελλήνιον (ἀπόσπασμα)

 

 

Φί­λιπ­πος Δρα­κον­τα­ει­δῆς

 

Τὸ Μέ­γα Πα­νελ­λή­νιον

(ἀ­πό­σπα­σμα)

 

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ἐ­ξῆλ­θεν δρο­μαί­ως ἐκ τοῦ Στρα­τη­γεί­ου του καί ἀ­νέ­κρα­ξεν: «Φᾶ­τε τους τοὺς μύ­στα­κας!» Ὡς λαί­λαψ ἐ­κι­νή­θη­σαν οἱ ὑ­πε­ρή­φα­νοι Ἕλ­λη­νες, ἐ­νώ­πιον τῶν ὁ­ποί­ων αἱ ὀ­σφύ­ες τῶν ἀ­πί­στων ἐ­κάμ­φθη­σαν καί ἐ­μα­ράν­θη­σαν. Αἱ σπά­θαι ὡς ξυ­ρά­φια τοῦ μπαρ­μπέ­ρη ἔ­τε­μνον ἀ­τά­κτως, ἀλ­λά σφο­δρῶς μύ­στα­κας καὶ ὑ­πο­γέ­νεια καὶ πᾶν τρι­χω­τόν. Σφαῖ­ρα ὅ­μως πα­ρα­τυ­χοῦ­σα ἔ­λα­βεν τὸν Μᾶρ­κον ἐξ ἀ­πή­νης, ἀ­φή­νου­σα αὐ­τὸν ἄ­πνουν καί νε­κρόν. Ἐ­γερ­θεὶς ὅ­μως ὁ ἥ­ρως, κι­νή­σας τὴν δε­ξιὰν εἰς ἔν­δει­ξιν ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμοῦ ὑ­γεί­ας καὶ φι­λο­πα­τρί­ας, δι­έ­τα­ξεν: «Κο­μί­σα­τε τὰς κε­φα­λὰς ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­φαι­ρέ­θη­σαν οἱ μύ­στα­κες καί τά λοι­πά.» Μη­ρυ­κά­ζον­τες ἐ­πλη­σί­α­σαν οἱ πι­στοί του: ἕ­νας ἕ­κα­στος προ­σε­πά­θη νά κα­τα­πι­ῇ τὰς τρί­χας τὰς ὁ­ποί­ας με­τὰ τό­σων κό­πων εἶ­χεν εἰς τό στό­μα του.

       Ὀρ­θῶς ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­παρ­ρη­γό­που­λος πα­ρε­τή­ρη­σεν ὅ­τι οἱ Ἕλ­λη­νες κερ­δί­ζουν τρί­χας, τὰς ὁ­ποί­ας μα­σοῦν με­τὰ πλεί­στης ὅ­σης ἀ­γαλ­λι­ά­σε­ως, ἀ­πρό­σε­κτοι ὅ­τι «δὲν πᾶ­νε κά­τω, ὁ­πό­τε προ­κα­λοῦν πνιγ­μόν».

      Καὶ ὁ κύ­ριος Φαλ­με­ρά­γι­ερ ὀρ­θῶς ἐ­σχο­λί­α­σεν: «Οἱ Ἕλ­λη­νες πα­ρερ­μη­νεύ­ουν δια­ρκῶς καὶ ἀ­συ­στό­λως, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ὁ Μᾶρ­κος Μπό­τσα­ρης ἠν­νό­ει τὴν ἐν­το­λήν του με­τα­φο­ρι­κῶς. Μη­ρυ­κα­στι­κὰ ζῶ­α, κα­τα­δι­κα­σμέ­να νὰ μη­ρυ­κά­ζω­σιν ἐς ἀ­εί.»

      Ἡ­μεῖς, παι­α­νί­ζον­τες, προ­φέ­ρο­μεν ἐ­πω­δύ­νως:

      Ἡ Ἑλ­λά­δα πο­τὲ δὲν πε­θαί­νει,

      δὲν τὴν σκιά­ζει φο­βέ­ρα καμ­μιά

 

Ἀν­τι­γρα­φή ἐκ τοῦ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου τοῦ πα­τρός Ἰ­ε­ρω­νύ­μου (1824)

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Φί­λιπ­πος Δρα­κον­τα­ει­δῆς (Χαλ­κί­δα, 1940). Πε­ζο­γρα­φί­α, δο­κί­μιο, με­τά­φρα­ση. Ἐρ­γά­ζε­ται στὸν Ὀρ­γα­νι­σμὸ Οἰ­κο­νο­μι­κῆς Συ­νερ­γα­σί­ας καὶ Ἀ­νά­πτυ­ξης. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Ση­μει­ώ­μα­τα 1956-1963 (Ἐκδ. Φέ­ξης, Ἀ­θή­να, 1963). Τε­λευ­ταῖ­α του: Κρε­μά­στρα (Μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐκδ. Τό­πος, Ἀ­θή­να, 2010) καὶ Λό­γος ἐ­ρει­πί­ων (Δο­κί­μια, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).