Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀφιέρωμα 4/11]
Τὸ καπέλο
(Der Hut)
ΟΥ ΚΑΣΠΑΡ δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου ὅταν ἡ ὁμίχλη ἔκρυβε τὶς κορυφὲς τῶν δέντρων καὶ ὁ ἄνεμος ἔκλεινε τῶν λουλουδιῶν τὸ στόμα, ἔτσι ποὺ τελικὰ ἀπέμεναν πεταμένα στὴ γῆ σὰν νεκρὰ πουλιά, τοῦ ἄρεσε ὅμως καὶ μὲ τὸ παραπάνω τὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς καθὼς διαχεόταν πάνω ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν καμπαναριῶν, τὰ λικνιστικὰ κύματα τοῦ ποταμοῦ ὅπως ἕσφιγγαν πάνω τους τὶς κοιλιὲς τῶν πλοίων, τὸ διαπεραστικὸ τραγούδισμα τῶν πουλιῶν. Ὅταν ἦταν παιδί, ἢ τουλάχιστον ἔτσι τοῦ τὰ παρουσίαζε ἡ ἀνάμνηση, καθόταν σὲ ἕνα δωμάτιο καὶ ἔτρωγε, καὶ ἡ μητέρα του, στὸ κεφάλι τῆς ὁποίας δέσποζε ἕνα μεγάλο καπέλο, τὸν πλησίαζε κάθε τόσο γιὰ νὰ δεῖ ἂν τοῦ ἄρεσε τὸ φαγητό. Μερικὲς φορές, ὅταν σκοτείνιαζε, ὅταν σταματοῦσε τὸ τὶκ-τὰκ τοῦ ρολογιοῦ καὶ ὁ οὐρανὸς ἀπειλοῦσε νὰ γκρεμιστεῖ καὶ νὰ πέσει μέσα ἀπὸ τὸ παράθυρο, λευκὰ λουλούδια περνοῦσαν γοργὰ μπροστὰ ἀπ’ τὰ μάτια του.
Κάποτε, ὅταν ὁ Κάσπαρ δὲν ἦταν παιδὶ πιά, μπῆκε μιὰ νυχτερίδα ἀπὸ τὸ παράθυρο φτεροκοπώντας. Τὰ μάτια της ἦταν τρυφερὰ καὶ λαμπερά, ἡ φωνή της ἔμοιαζε μὲ μουσικὴ παιγμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν σατανᾶ, εἶχε κίτρινα δόντια, οἱ κινήσεις της ἦταν ἐξωτικές, χορευτικές, τὸ χαμόγελό της καθαρὸ σὰν τὸν πρωϊνὸ οὐρανό. Εἶπε: «Καλησπέρα» καὶ ρώτησε ἂν μποροῦσε νὰ καθίσει. Ἔφαγε ἄσπρο ψωμί, ἤπιε γάλα καὶ κοίταξε ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἐκεῖ ὅπου οἱ χιονονιφάδες στροβιλίζονταν γύρω ἀπὸ μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα ὅλο μάτια καὶ τὰ δέντρα πρόβαλαν μέσα ἀπὸ τὴ γῆ σὰν χέρια θαμμένων. Τὸ παράθυρο παρέμενε ἀνοιχτό, διότι ὁ Κάσπαρ φοβόταν διαρκῶς μὴν τυχὸν καὶ πάθει ἀσφυξία. Τὴν ἐπίσκεψη αὐτὴ τὴν ἔβλεπε τώρα μὲ ἀνησυχία, καθὼς μέχρι τότε δὲν τοῦ εἶχε τύχει ποτὲ ξανὰ παρόμοιος ἐπισκέπτης. (Τὶς περιστασιακὲς ἐπισκέψεις τοῦ εἰσπράκτορα δὲν τὶς λογάριαζε στὰ σοβαρά.) Ρώτησε: «Ποιὰ εἶσαι;», πράγμα ποὺ ἀποδεικνύει ὅτι προσπάθησε νὰ καταπιέσει τὴν ἔμφυτη ροπή του πρὸς τὴν εὐγένεια, ἡ ὁποία θὰ τοῦ εἶχε ὑπαγορεύσει νὰ ἀπευθυνθεῖ στὴ νυχτερίδα στὸν πληθυντικό. Πιθανὸν νὰ ἤθελε ἔτσι νὰ ἀπομαγεύσει τὸ παράξενο, τὸ ἀπίστευτο, καὶ ἴσως γι’ αὐτὸ τελικὰ δὲν διέκοψε τὴν ἐργασία του, παρὰ συνέχισε νὰ πλάθει γυναικεία ἀγαλματίδια ἀπὸ πηλό, τὰ ὁποῖα στὴ συνέχεια πουλοῦσε. Ἡ μητέρα του καθόταν κοντὰ στὴ σόμπα, ἐκεῖ ὅπου εἶχε διαβάσει τὴν ἐφημερίδα. Τὸ καπέλο της εἶχε ἔντονο κόκκινο χρῶμα καὶ τὸ βλέμμα της, ποὺ πρόβαλε κάτω ἀπὸ τὸ γεῖσο του, ἦταν γεμάτο αὐτοπεποίθηση, πρέπει νὰ τῆς ἄρεσε πολὺ νὰ φαντάζεται πὼς τόσο ἡ ἴδια ὅσο κι ὁ γιός της βρίσκονταν ὑπὸ τὴν προστασία του. Ἡ νυχτερίδα ξερόβηξε γιὰ νὰ καθαρίσει τὸν λαιμό της, ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ πέταξε μερικὲς ἀερολογίες, καὶ τότε τὸ ἀγαλματίδιο ποὺ μόλις εἶχε πλάσει ὁ Κάσπαρ μὲ ἐπιδεξιότητα καὶ μεράκι μεγάλωσε, ἀπέκτησε καστανοκόκκινα μαλλιὰ καὶ γαλανὰ μάτια, χαμογελαστὸ στόμα, χαριτωμένα χεράκια καὶ ποδαράκια ποὺ κινοῦνταν. Καὶ καθὼς ἦταν, ἴσως, ντροπαλό, τὸ τυλίξανε σὲ ἕνα λευκὸ φόρεμα ἀπὸ δαντέλα, τὸ ὁποῖο εἶχε γλιστρήσει ἁπαλά, σὰν σύννεφο χιονιοῦ, μέσα ἀπὸ τὸ παράθυρο. Ὁ Κάσπαρ, ὁ ὁποῖος τὰ εἶχε χαμένα, τραύλισε: «Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι» καὶ περιεργάστηκε τὸ θαῦμα ἀπὸ ὅλες του τὶς πλευρές, σὰν νὰ ἀμφέβαλε γιὰ τὴν τελειότητά του. Ἐνῶ ἐκεῖνος στηριζόταν ἀκόμη πότε στὸ ἕνα πόδι καὶ πότε στὸ ἄλλο, χωρὶς νὰ συνειδητοποιεῖ αὐτὴ τὴν παιδιάστικη συνήθεια, ἡ μητέρα σηκώθηκε ἀπὸ τὴ γωνιά της, ὅπου καθόταν μέχρι τότε σὰν μανιτάρι μέσα σὲ θεοσκότεινο δάσος, ἄνοιξε τὸ στόμα της, στὸ ὁποῖο εἶχε κατακαθίσει σκόνη, καὶ ἐξέφρασε τὴν ἄποψη πὼς αὐτὸ τὸ ἀγαλματίδιο τοῦ εἶχε πράγματι πετύχει τοῦ γιοῦ της καὶ πὼς μᾶλλον θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πουλήσει ἀκριβά. Τὸ ὄμορφο κορίτσι χαμογέλασε ὅταν ὁ Κάσπαρ εἶπε: «Ναί, μαμά», καθὼς τῆς φάνηκε πὼς δὲν ἦταν ἐκεῖνος ποὺ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, μιᾶς καὶ ἡ γλώσσα του δὲν κουνιόταν μὰ ἀκουμποῦσε πάνω στὰ χείλη του. Θυμήθηκε ὅτι μέχρι τώρα εἶχε φιλήσει γυναῖκες ὅπως χαϊδεύει κανεὶς παράξενα ζῶα γιὰ νὰ τὰ καθησυχάσει, ἢ μᾶλλον γιὰ νὰ καθησυχάσει τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Κι ἐνῶ ἀκόμα τοῦ περνοῦσαν διάφορες, διόλου δυσάρεστες σκέψεις ἀπὸ τὸ μυαλό, τὸ καπέλο τῆς μητέρας ἄρχισε ξαφνικὰ νὰ σαλεύει, ἔγειρε σὰν χιονάνθρωπος ποὺ τὸν χαϊδεύει ὁ ἥλιος, ἔχασε τὴ σκληράδα του, σχηματίστηκαν σταγόνες ποὺ ἔπεφταν στὸ ἔδαφος, κι ὅμως δὲν ἕλιωσε, ὅπως περίμενε ὁ Κάσπαρ, ἀντίθετα ὑψώθηκε, πέταξε ὅλο μεγαλοπρέπεια ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο, ὁλοένα καὶ πιὸ ψηλά, βαθιὰ μὲς στὸν λευκό, στροβιλιζόμενο οὐρανό, ὅπου κοντοστάθηκε γιὰ μιὰ στιγμή, καμώθηκε πὼς εἶναι ἄλικο φεγγάρι κι ἔπειτα χάθηκε.
Ἡ νυχτερίδα φτερούγισε ἀθόρυβα μακριά, καὶ ὁ Κάσπαρ, σαστισμένος, μεθυσμένος ἀπὸ εὐτυχία κι ἔκπληξη, πῆρε τὸ κορίτσι ἀπὸ τὸ χέρι. Ἔξω, τὰ δάση κάθονταν πεσμένα στὰ γόνατα σὰν παχιὲς λευκὲς ἀρκοῦδες, ὁ οὐρανὸς βροντοῦσε μὲ μανία τὰ παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ, μέσα στὸ ὁποῖο στεκόταν κατάπληκτη σὲ μιὰ γωνιὰ ἡ μητέρα καὶ μουρμούριζε μὲ εὐμένεια καὶ ἀποδοκιμασία μαζί: «Γιέ μου, γιέ μου, τί ἀλλόκοτα πράγματα εἶναι αὐτὰ ποῦ συμβαίνουν· θὰ μᾶς βγοῦν, ἄραγε, σὲ καλό;»
Χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἡ ἡλικιωμένη μητέρα, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν μπόρεσε νὰ ξεπεράσει τὴν ἀπώλεια τοῦ καπέλου της, εἶχε πιὰ πεθάνει, καὶ ὁ Κάσπαρ εἶχε τραβήξει μὲ τὴ γυναίκα του γιὰ μιὰ πιὸ φωτεινὴ χώρα, μιὰ χώρα ὅπου οἱ καταιγίδες βροντοῦσαν τὰ τύμπανά τους χαρούμενα πάνω ἀπὸ τὰ χοντρὰ δέντρα, ὅπου ἡ ὁμίχλη ἦταν χρυσὴ καὶ οἱ ἄνεμοι ψιθύριζαν ἐρωτόλογα, ὅπου τα λουλούδια χόρευαν μὲ ἄκαμπτα φορεματάκια ἀπὸ μετάξι καὶ τὰ πουλιὰ κελαηδοῦσαν ὅλη μέρα, τότε πιὰ τύχαινε κάπου κάπου, στὴ μέση μιᾶς συζήτησης, νὰ σηκώνει ξαφνικὰ ὁ σύζυγος τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ κάνει τὴν ἑξῆς ἐπίκληση: «Μά τὸ καπέλο τῆς μητέρας μου», ὅπως ἄλλοι ἄνθρωποι συνηθίζουν νὰ λένε: «Μά τὸν Θεό». Ὅλοι ἀποροῦσαν μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τῆς ὁμιλίας, μόνο ἡ γυναίκα του τοῦ ἔκλεινε τὸ μάτι, σὰν νὰ ἤξερε περισσότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους – μὰ γιὰ τὴ νυχτερίδα δὲν ἤξερε, στὴν πραγματικότητα, τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄντρα της.
Πρώτη δημοσίευση, μὲ τὸ ψευδώνυμο Judith Januar: Basler Nachrichten, 9.6.1963, καὶ στὴ συνέχεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.
Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel) (Πράτελν 1936 – Βασιλεία 1996). Ἐλβετὴ πεζογράφος καὶ ζωγράφος. Ἀπὸ νωρὶς εἶχε δείξει ἰδιαίτερη κλίση στὴ γραφὴ καὶ στὴ ζωγραφικὴ καὶ οἱ γονεῖς της ἐνθάρρυναν τὶς προσπάθειές της. Ἡ ψυχικὴ ἰσορροπία της, ὅμως, διαταράχτηκε στὴν ἐφηβεία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ὑποβλήθηκε σὲ θεραπεῖες σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Ἐπισκέφτηκε σχολὴ ἐφαρμοσμένων τεχνῶν καὶ στὴ συνέχεια ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος γραφείου. Ἡ ἐνήλικη ζωὴ της σημαδεύτηκε ἀπὸ προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς τραγωδίες, παράλληλα ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπὸ μιὰ διαρκῆ, θεραπευτικὴ καλλιτεχνικὴ ἔκφραση καὶ ἀναζήτηση, εἴτε μέσῳ τῆς λογοτεχνίας εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἐνασχόλησης μὲ τὴ ζωγραφική. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, καὶ χρησιμοποιώντας ἀρχικὰ ψευδώνυμο, δημοσίευε κείμενά της σὲ διάφορα ἔντυπα τῆς Ἐλβετίας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐξαιρετικὰ σύντομα πεζογραφήματα, στὰ ὁποῖα ἡ θεματικὴ περιστρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὴ μοναξιά, τὰ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποξένωση. Πρωταγωνιστικὸ ρόλο παίζουν συχνὰ παιδιὰ καὶ νέοι, ποὺ προέρχονται συνήθως ἀπὸ ἀσφυκτικὰ οἰκογενειακὰ καὶ κοινωνικὰ περιβάλλοντα. Κυκλοφόρησαν ἑπτὰ προσωπικὲς συλλογὲς διηγημάτων τῆς Ντυβανὲλ ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 μέχρι τὸν θάνατό της, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε σὲ ἕνα δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία μιὰ νύχτα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔργο της εἶχε τιμηθεῖ μὲ διάφορα βραβεῖα, μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸ σημαντικὸ βραβεῖο τοῦ Ἐλβετικοῦ Ἱδρύματος Σίλερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄνοιξη τοῦ 2021 κυκλοφόρησε ἡ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν κειμένων τῆς συγγραφέως μὲ τίτλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ. Ἅπαντα τὰ διηγήματα, Limmat Verlag), τὴν ὁποία ἐπιμελήθηκε ἡ φιλόλογος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συνεργασία μὲ τὴ συγγραφέα Friederike Kretzen. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ στὴν ἐν λόγῳ ἔκδοση ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ ἀδερφοῦ τῆς Ντυβανέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁποῖος παραχώρησε πολλὲς πληροφορίες βιογραφικοῦ χαρακτήρα. Γιὰ περισσότερα βλ. καὶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Μαριάννα Χάλαρη (Ἀθήνα 1983). Σπούδασε Φιλολογία καὶ Μετάφραση-Μεταφρασεολογία, φοίτησε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔχει συμμετάσχει σὲ ἐργαστήρια λογοτεχνικῆς μετάφρασης. Σὲ μετάφρασή της ἀπὸ τὰ γερμανικὰ κυκλοφοροῦν ἔργα φιλελλήνων τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ἕνα ἱστορικὸ μυθιστόρημα. Συνεργάζεται μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Γκαῖτε καὶ μὲ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες. Μεταφράσεις της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἱστοσελίδες καὶ μπλόγκ.
Εἰκόνα: Ἔργο (Φεβρουάριος 1991) τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ.
Filed under: Duvanel Adelheid,Γερμανικά,Ερωτας,Ηλικίες,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Τέχνη,Φύση-Ζώα,Φανταστικό,Χάλαρη Μαριάννα | Tagged: Adelheid Duvanel,Γερμανόγραπτο διήγημα,Μαριάννα Χάλαρη |