Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel): Τὸ καπέλο



Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀ­φι­έ­ρω­μα 4/11]


Τὸ κα­πέ­λο

(Der Hut)


ΟΥ ΚΑΣΠΑΡ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου ὅ­ταν ἡ ὁ­μί­χλη ἔ­κρυ­βε τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν δέν­τρων καὶ ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κλει­νε τῶν λου­λου­δι­ῶν τὸ στό­μα, ἔ­τσι ποὺ τε­λι­κὰ ἀ­πέ­με­ναν πε­τα­μέ­να στὴ γῆ σὰν νε­κρὰ που­λιά, τοῦ ἄ­ρε­σε ὅ­μως καὶ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὸ ἐκ­θαμ­βω­τι­κὸ φῶς κα­θὼς δι­α­χε­ό­ταν πά­νω ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν καμ­πα­να­ρι­ῶν, τὰ λι­κνι­στι­κὰ κύ­μα­τα τοῦ πο­τα­μοῦ ὅ­πως ἕ­σφιγ­γαν πά­νω τους τὶς κοι­λι­ὲς τῶν πλοί­ων, τὸ δι­α­πε­ρα­στι­κὸ τρα­γού­δι­σμα τῶν που­λι­ῶν. Ὅ­ταν ἦ­ταν παι­δί, ἢ του­λά­χι­στον ἔ­τσι τοῦ τὰ πα­ρου­σί­α­ζε ἡ ἀ­νά­μνη­ση, κα­θό­ταν σὲ ἕ­να δω­μά­τιο καὶ ἔ­τρω­γε, καὶ ἡ μη­τέ­ρα του, στὸ κε­φά­λι τῆς ὁ­ποί­ας δέ­σπο­ζε ἕ­να με­γά­λο κα­πέ­λο, τὸν πλη­σί­α­ζε κά­θε τό­σο γιὰ νὰ δεῖ ἂν τοῦ ἄ­ρε­σε τὸ φα­γη­τό. Με­ρι­κὲς φο­ρές, ὅ­ταν σκο­τεί­νια­ζε, ὅ­ταν στα­μα­τοῦ­σε τὸ τὶκ-τὰκ τοῦ ρο­λο­γιοῦ καὶ ὁ οὐ­ρα­νὸς ἀ­πει­λοῦ­σε νὰ γκρε­μι­στεῖ καὶ νὰ πέ­σει μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, λευ­κὰ λου­λού­δια περ­νοῦ­σαν γορ­γὰ μπρο­στὰ ἀ­π’ τὰ μά­τια του.

       Κά­πο­τε, ὅ­ταν ὁ Κά­σπαρ δὲν ἦ­ταν παι­δὶ πιά, μπῆ­κε μιὰ νυ­χτε­ρί­δα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο φτε­ρο­κο­πών­τας. Τὰ μά­τια της ἦ­ταν τρυ­φε­ρὰ καὶ λαμ­πε­ρά, ἡ φω­νή της ἔ­μοια­ζε μὲ μου­σι­κὴ παιγ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν σα­τα­νᾶ, εἶ­χε κί­τρι­να δόν­τια, οἱ κι­νή­σεις της ἦ­ταν ἐ­ξω­τι­κές, χο­ρευ­τι­κές, τὸ χα­μό­γε­λό της κα­θα­ρὸ σὰν τὸν πρω­ϊ­νὸ οὐ­ρα­νό. Εἶ­πε: «Κα­λη­σπέ­ρα» καὶ ρώ­τη­σε ἂν μπο­ροῦ­σε νὰ κα­θί­σει. Ἔ­φα­γε ἄ­σπρο ψω­μί, ἤ­πι­ε γά­λα καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ἐ­κεῖ ὅ­που οἱ χι­ο­νο­νι­φά­δες στρο­βι­λί­ζον­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ μιὰ χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα ὅ­λο μά­τια καὶ τὰ δέν­τρα πρό­βα­λαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γῆ σὰν χέ­ρια θαμ­μέ­νων. Τὸ πα­ρά­θυ­ρο πα­ρέ­με­νε ἀ­νοι­χτό, δι­ό­τι ὁ Κά­σπαρ φο­βό­ταν δια­ρκῶς μὴν τυ­χὸν καὶ πά­θει ἀ­σφυ­ξί­α. Τὴν ἐ­πί­σκε­ψη αὐ­τὴ τὴν ἔ­βλε­πε τώ­ρα μὲ ἀ­νη­συ­χί­α, κα­θὼς μέ­χρι τό­τε δὲν τοῦ εἶ­χε τύ­χει πο­τὲ ξα­νὰ πα­ρό­μοι­ος ἐ­πι­σκέ­πτης. (Τὶς πε­ρι­στα­σια­κὲς ἐ­πι­σκέ­ψεις τοῦ εἰ­σπρά­κτο­ρα δὲν τὶς λο­γά­ρια­ζε στὰ σο­βα­ρά.) Ρώ­τη­σε: «Ποι­ὰ εἶ­σαι;», πράγ­μα ποὺ ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι προ­σπά­θη­σε νὰ κα­τα­πι­έ­σει τὴν ἔμ­φυ­τη ρο­πή του πρὸς τὴν εὐ­γέ­νεια, ἡ ὁ­ποί­α θὰ τοῦ εἶ­χε ὑ­πα­γο­ρεύ­σει νὰ ἀ­πευ­θυν­θεῖ στὴ νυ­χτε­ρί­δα στὸν πλη­θυν­τι­κό. Πι­θα­νὸν νὰ ἤ­θε­λε ἔ­τσι νὰ ἀ­πο­μα­γεύ­σει τὸ πα­ρά­ξε­νο, τὸ ἀ­πί­στευ­το, καὶ ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ τε­λι­κὰ δὲν δι­έ­κο­ψε τὴν ἐρ­γα­σί­α του, πα­ρὰ συ­νέ­χι­σε νὰ πλά­θει γυ­ναι­κεί­α ἀ­γαλ­μα­τί­δια ἀ­πὸ πη­λό, τὰ ὁ­ποῖ­α στὴ συ­νέ­χεια που­λοῦ­σε. Ἡ μη­τέ­ρα του κα­θό­ταν κον­τὰ στὴ σόμ­πα, ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­χε δι­α­βά­σει τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Τὸ κα­πέ­λο της εἶ­χε ἔν­το­νο κόκ­κι­νο χρῶ­μα καὶ τὸ βλέμ­μα της, ποὺ πρό­βα­λε κά­τω ἀ­πὸ τὸ γεῖ­σο του, ἦ­ταν γε­μά­το αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, πρέ­πει νὰ τῆς ἄ­ρε­σε πο­λὺ νὰ φαν­τά­ζε­ται πὼς τό­σο ἡ ἴ­δια ὅ­σο κι ὁ γιός της βρί­σκον­ταν ὑ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α του. Ἡ νυ­χτε­ρί­δα ξε­ρό­βη­ξε γιὰ νὰ κα­θα­ρί­σει τὸν λαι­μό της, ἔ­σκυ­ψε πά­νω ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι καὶ πέ­τα­ξε με­ρι­κὲς ἀ­ε­ρο­λο­γί­ες, καὶ τό­τε τὸ ἀ­γαλ­μα­τί­διο ποὺ μό­λις εἶ­χε πλά­σει ὁ Κά­σπαρ μὲ ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα καὶ με­ρά­κι με­γά­λω­σε, ἀ­πέ­κτη­σε κα­στα­νο­κόκ­κι­να μαλ­λιὰ καὶ γα­λα­νὰ μά­τια, χα­μο­γε­λα­στὸ στό­μα, χα­ρι­τω­μέ­να χε­ρά­κια καὶ πο­δα­ρά­κια ποὺ κι­νοῦν­ταν. Καὶ κα­θὼς ἦ­ταν, ἴ­σως, ντρο­πα­λό, τὸ τυ­λί­ξα­νε σὲ ἕ­να λευ­κὸ φό­ρε­μα ἀ­πὸ δαν­τέ­λα, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε γλι­στρή­σει ἁ­πα­λά, σὰν σύν­νε­φο χι­ο­νιοῦ, μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ὁ Κά­σπαρ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὰ εἶ­χε χα­μέ­να, τραύ­λι­σε: «Τί ὄ­μορ­φη ποὺ εἶ­σαι» καὶ πε­ρι­ερ­γά­στη­κε τὸ θαῦ­μα ἀ­πὸ ὅ­λες του τὶς πλευ­ρές, σὰν νὰ ἀμ­φέ­βα­λε γιὰ τὴν τε­λει­ό­τη­τά του. Ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος στη­ρι­ζό­ταν ἀ­κό­μη πό­τε στὸ ἕ­να πό­δι καὶ πό­τε στὸ ἄλ­λο, χω­ρὶς νὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ αὐ­τὴ τὴν παι­δι­ά­στι­κη συ­νή­θεια, ἡ μη­τέ­ρα ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ γω­νιά της, ὅ­που κα­θό­ταν μέ­χρι τό­τε σὰν μα­νι­τά­ρι μέ­σα σὲ θε­ο­σκό­τει­νο δά­σος, ἄ­νοι­ξε τὸ στό­μα της, στὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε κα­τα­κα­θί­σει σκό­νη, καὶ ἐ­ξέ­φρα­σε τὴν ἄ­πο­ψη πὼς αὐ­τὸ τὸ ἀ­γαλ­μα­τί­διο τοῦ εἶ­χε πράγ­μα­τι πε­τύ­χει τοῦ γιοῦ της καὶ πὼς μᾶλ­λον θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ που­λή­σει ἀ­κρι­βά. Τὸ ὄ­μορ­φο κο­ρί­τσι χα­μο­γέ­λα­σε ὅ­ταν ὁ Κά­σπαρ εἶ­πε: «Ναί, μα­μά», κα­θὼς τῆς φά­νη­κε πὼς δὲν ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος ποὺ εἶ­πε αὐ­τὰ τὰ λό­για, μιᾶς καὶ ἡ γλώσ­σα του δὲν κου­νι­ό­ταν μὰ ἀ­κουμ­ποῦ­σε πά­νω στὰ χεί­λη του. Θυ­μή­θη­κε ὅ­τι μέ­χρι τώ­ρα εἶ­χε φι­λή­σει γυ­ναῖ­κες ὅ­πως χα­ϊ­δεύ­ει κα­νεὶς πα­ρά­ξε­να ζῶ­α γιὰ νὰ τὰ κα­θη­συ­χά­σει, ἢ μᾶλ­λον γιὰ νὰ κα­θη­συ­χά­σει τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τό. Κι ἐ­νῶ ἀ­κό­μα τοῦ περ­νοῦ­σαν δι­ά­φο­ρες, δι­ό­λου δυ­σά­ρε­στες σκέ­ψεις ἀ­πὸ τὸ μυα­λό, τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας ἄρ­χι­σε ξαφ­νι­κὰ νὰ σα­λεύ­ει, ἔ­γει­ρε σὰν χι­ο­νάν­θρω­πος ποὺ τὸν χα­ϊ­δεύ­ει ὁ ἥ­λιος, ἔ­χα­σε τὴ σκλη­ρά­δα του, σχη­μα­τί­στη­καν στα­γό­νες ποὺ ἔ­πε­φταν στὸ ἔ­δα­φος, κι ὅ­μως δὲν ἕ­λι­ω­σε, ὅ­πως πε­ρί­με­νε ὁ Κά­σπαρ, ἀν­τί­θε­τα ὑ­ψώ­θη­κε, πέ­τα­ξε ὅ­λο με­γα­λο­πρέ­πεια ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ψη­λά, βα­θιὰ μὲς στὸν λευ­κό, στρο­βι­λι­ζό­με­νο οὐ­ρα­νό, ὅ­που κον­το­στά­θη­κε γιὰ μιὰ στιγ­μή, κα­μώ­θη­κε πὼς εἶ­ναι ἄ­λι­κο φεγ­γά­ρι κι ἔ­πει­τα χά­θη­κε.

       Ἡ νυ­χτε­ρί­δα φτε­ρού­γι­σε ἀ­θό­ρυ­βα μα­κριά, καὶ ὁ Κά­σπαρ, σα­στι­σμέ­νος, με­θυ­σμέ­νος ἀ­πὸ εὐ­τυ­χί­α κι ἔκ­πλη­ξη, πῆ­ρε τὸ κο­ρί­τσι ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. Ἔ­ξω, τὰ δά­ση κά­θον­ταν πε­σμέ­να στὰ γό­να­τα σὰν πα­χι­ὲς λευ­κὲς ἀρ­κοῦ­δες, ὁ οὐ­ρα­νὸς βρον­τοῦ­σε μὲ μα­νί­α τὰ πα­ρά­θυ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο στε­κό­ταν κα­τά­πλη­κτη σὲ μιὰ γω­νιὰ ἡ μη­τέ­ρα καὶ μουρ­μού­ρι­ζε μὲ εὐ­μέ­νεια καὶ ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­α μα­ζί: «Γι­έ μου, γι­έ μου, τί ἀλ­λό­κο­τα πράγ­μα­τα εἶ­ναι αὐ­τὰ ποῦ συμ­βαί­νουν· θὰ μᾶς βγοῦν, ἄ­ρα­γε, σὲ κα­λό;»

       Χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ἡ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μη­τέ­ρα, ἡ ὁ­ποί­α πο­τὲ δὲν μπό­ρε­σε νὰ ξε­πε­ρά­σει τὴν ἀ­πώ­λεια τοῦ κα­πέ­λου της, εἶ­χε πιὰ πε­θά­νει, καὶ ὁ Κά­σπαρ εἶ­χε τρα­βή­ξει μὲ τὴ γυ­ναί­κα του γιὰ μιὰ πιὸ φω­τει­νὴ χώ­ρα, μιὰ χώ­ρα ὅ­που οἱ κα­ται­γί­δες βρον­τοῦ­σαν τὰ τύμ­πα­νά τους χα­ρού­με­να πά­νω ἀ­πὸ τὰ χον­τρὰ δέν­τρα, ὅ­που ἡ ὁ­μί­χλη ἦ­ταν χρυ­σὴ καὶ οἱ ἄ­νε­μοι ψι­θύ­ρι­ζαν ἐ­ρω­τό­λο­γα, ὅ­που τα λου­λού­δια χό­ρευ­αν μὲ ἄ­καμ­πτα φο­ρε­μα­τά­κια ἀ­πὸ με­τά­ξι καὶ τὰ που­λιὰ κε­λα­η­δοῦ­σαν ὅ­λη μέ­ρα, τό­τε πιὰ τύ­χαι­νε κά­που κά­που, στὴ μέ­ση μιᾶς συ­ζή­τη­σης, νὰ ση­κώ­νει ξαφ­νι­κὰ ὁ σύ­ζυ­γος τὸ βλέμ­μα του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ νὰ κά­νει τὴν ἑ­ξῆς ἐ­πί­κλη­ση: «Μά τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας μου», ὅ­πως ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι συ­νη­θί­ζουν νὰ λέ­νε: «Μά τὸν Θε­ό». Ὅ­λοι ἀ­πο­ροῦ­σαν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸν τῆς ὁ­μι­λί­ας, μό­νο ἡ γυ­ναί­κα του τοῦ ἔ­κλει­νε τὸ μά­τι, σὰν νὰ ἤ­ξε­ρε πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους – μὰ γιὰ τὴ νυ­χτε­ρί­δα δὲν ἤ­ξε­ρε, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἄν­τρα της.



Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση, μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Judith Januar: Basler Nachrichten, 9.6.1963, καὶ στὴ συ­νέ­χεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.

Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (Adelheid Duvanel) (Πρά­τελν 1936 – Βα­σι­λεί­α 1996). Ἐλ­βε­τὴ πε­ζο­γρά­φος καὶ ζω­γρά­φος. Ἀ­πὸ νω­ρὶς εἶ­χε δεί­ξει ἰ­δι­αί­τε­ρη κλί­ση στὴ γρα­φὴ καὶ στὴ ζω­γρα­φι­κὴ καὶ οἱ γο­νεῖς της ἐν­θάρ­ρυ­ναν τὶς προ­σπά­θει­ές της. Ἡ ψυ­χι­κὴ ἰ­σορ­ρο­πί­α της, ὅ­μως, δι­α­τα­ρά­χτη­κε στὴν ἐ­φη­βεί­α, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πο­βλή­θη­κε σὲ θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὴ κλι­νι­κή. Ἐ­πι­σκέ­φτη­κε σχο­λὴ ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων τε­χνῶν καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἐρ­γά­στη­κε ὡς ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου. Ἡ ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ της ση­μα­δεύ­τη­κε ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὲς καὶ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς τρα­γω­δί­ες, πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν ἀ­πὸ μιὰ δια­ρκῆ, θε­ρα­πευ­τι­κὴ καλ­λι­τε­χνι­κὴ ἔκ­φρα­ση καὶ ἀ­να­ζή­τη­ση, εἴ­τε μέ­σῳ τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἴ­τε μὲ τὴ μορ­φὴ τῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μὲ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἀ­πὸ τὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1960, καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας ἀρ­χι­κὰ ψευ­δώ­νυ­μο, δη­μο­σί­ευ­ε κεί­με­νά της σὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα τῆς Ἐλ­βε­τί­ας, ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α ἡ θε­μα­τι­κὴ πε­ρι­στρέ­φε­ται κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μο­να­ξιά, τὰ ὑ­παρ­ξια­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Πρω­τα­γω­νι­στι­κὸ ρό­λο παί­ζουν συ­χνὰ παι­διὰ καὶ νέ­οι, ποὺ προ­έρ­χον­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ ἀ­σφυ­κτι­κὰ οἰ­κο­γε­νεια­κὰ καὶ κοι­νω­νι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα. Κυ­κλο­φό­ρη­σαν ἑ­πτὰ προ­σω­πι­κὲς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των τῆς Ντυ­βα­νὲλ ἀ­πὸ τὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 1970 μέ­χρι τὸν θά­να­τό της, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πῆλ­θε σὲ ἕ­να δά­σος ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βα­σι­λεί­α μιὰ νύ­χτα τοῦ Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔρ­γο της εἶ­χε τι­μη­θεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὸ ση­μαν­τι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ Ἐλ­βε­τι­κοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Σί­λερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2021 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν κει­μέ­νων τῆς συγ­γρα­φέ­ως μὲ τί­τλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μα­κριὰ ­πὸ ­δῶ. ­παν­τα τὰ δι­η­γή­μα­τα, Limmat Verlag), τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­με­λή­θη­κε ἡ φι­λό­λο­γος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Friederike Kretzen. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κὴ στὴν ἐν λό­γῳ ἔκ­δο­ση ὑ­πῆρ­ξε ἐ­πί­σης καὶ ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ ἀ­δερ­φοῦ τῆς Ντυ­βα­νέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρα­χώ­ρη­σε πολ­λὲς πλη­ρο­φο­ρί­ες βι­ο­γρα­φι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα. Γιὰ περισ­σό­τε­ρα βλ. καὶ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γία, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἔργο (Φεβρουάριος 1991) τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ.


					
					

				
%d ἱστολόγοι ἔχουν δηλώσει ὅτι αὐτὸ τοὺς ἀρέσει: