Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel) [Ἀφιέρωμα 9/11]
Μιὰ ἐντελῶς συνηθισμένη μέρα μπουγάδας
(Ein ganz gewöhnlicher Waschtag)
Ν ΘΕΛΗΣΩ νὰ ζωγραφίσω τὸ πορτραῖτο τῆς γυναίκας γιὰ τὴν ὁποία θὰ μιλάει αὐτὴ ἡ ἱστορία πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ καταφύγω σὲ ἰδιόρρυθμα χρώματα· θὰ πρέπει νὰ μὴν εἶναι κραυγαλέα οὔτε καὶ μάτ, μᾶλλον φωτεινά, ταυτόχρονα ὅμως θαμπά – πάει νὰ πεῖ: ἁπαλά. Μὰ δὲν εἶμαι ζωγράφος. (Παραλίγο νὰ εἶχα γίνει, ὡστόσο οἱ ἐνδεχομένως σαρκαστικοὶ δάσκαλοί μου στὴ σχολὴ ἐφαρμοσμένων τεχνῶν, στοὺς ὁποίους εἶχα ἐκμυστηρευτεῖ τότε μὲ παιδιάστικη ἐμπιστοσύνη τὴν ἐπιθυμία μου, ἔβρισκαν πὼς ὁ χαρακτήρας μου —σημειωτέον, «ὁ χαρακτήρας», ὄχι τὸ ταλέντο!— δὲν ἔκανε, λέει, γιὰ κάτι τέτοιο. Τὴ συλλογίστηκα πολὺ αὐτὴ τὴν παρατήρηση, τὴν ὁποία μοῦ ἐπέδωσαν καὶ γραπτῶς, χωρὶς ὡστόσο νὰ μπορέσω νὰ βγάλω ἄκρη.) Μιᾶς καὶ ὁ χαρακτήρας μου δὲν προσφέρεται, λοιπόν, γιὰ νὰ φιλοτεχνήσει ἕνα πορτραῖτο μὲ χρώματα, ἐνῶ ἐγὼ νιώθω πότε-πότε τὴν ἐπιθυμία νὰ κάνω ἕνα πορτραῖτο, ἀπέκτησα σιγὰ σιγὰ τὴ συνήθεια νὰ ζωγραφίζω μὲ λέξεις. Δὲν ξέρω καὶ τόσο πολλὲς λέξεις. Διαθέτω, βέβαια, τρία λεξικά, τὰ ὁποῖα μου ἔκαναν δῶρο, καθὼς καὶ ἕνα λεξικὸ ξένων λέξεων, ἐπίσης δῶρο, ὡστόσο δὲν χρησιμοποιῶ οὔτε ἕνα ἀπὸ δαῦτα γιὰ νὰ γράψω, ποτέ· ἴσα-ἴσα ποὺ θὰ μὲ φούρκιζε νὰ χρησιμοποιῶ λέξεις ποὺ δὲν περιλαμβάνονται στὸ δικό μου λεξιλόγιο. Τώρα ὅμως δὲν θέλω νὰ μιλήσω ἄλλο γιὰ μένα, μὰ γιὰ τὴ νεαρὴ γυναίκα ποὺ ἀνέφερα προηγουμένως.
Τὸ ὄνομά της εἶναι Κλάρα καὶ μένει σὲ ἕνα συγκρότημα κατοικιῶν, στὸ ἰσόγειο. Δὲν εἶναι ἰδιαίτερα δυνατή, ὡστόσο φροντίζει τὸ νοικοκυριό της μὲ προκοπὴ καὶ δίχως νὰ νοιάζεται γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἔχει ἕναν μικρὸ γιό, ὁ ὁποῖος τὴν ἡμέρα γιὰ τὴν ὁποία μιλάει αὐτὴ ἡ ἱστορία καθόταν μὲς στὸ πάρκο του κι ἔπαιζε μὲ ἕνα κουτί. Ἡ Κλάρα τοῦ ἔδειξε πῶς βγαίνει τὸ καπάκι ἀπὸ τὸ κουτὶ ἀλλὰ ἀμέσως τὸ μετάνιωσε, ἀφοῦ ὁ μέχρι πρότινος εὐχαριστημένος μικρὸς ἔγινε μεμιᾶς γκρινιάρης καὶ ἅπλωνε κάθε λίγο καὶ λιγάκι τὸ κουτὶ πρὸς τὸ μέρος της καθὼς μποροῦσε πλέον νὰ βγάζει, μὰ ὄχι καὶ νὰ ξαναβάζει τὸ καπάκι. Στὸ διπλανὸ δωμάτιο (τὸ διαμέρισμα διαθέτει δύο δωμάτια καὶ ἕναν μακρύ, στενό, σκοτεινὸ διάδρομο) ὁ σύζυγός της, ὁ ὁποῖος εἶναι διορισμένος στὴν ὀρχήστρα τοῦ θεάτρου, ἔπαιζε ἕνα καινούργιο τραγούδι. Τὰ τραγούδια του, τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε ἐρωτικά, δὲν ἐπιγράφονται ποτὲ «Στὴν Κλάρα», μὰ γενικὰ καὶ ἀόριστα «Σὲ μιὰ ἐρωμένη», κάτι ποὺ ὅσο νά ’ναι στενοχωρεῖ τὴν Κλάρα. Παρεμπιπτόντως, οὔτε τότε εἶχε καλὴ διάθεση, παρὰ τὴν ὄμορφη ἀτμόσφαιρα ποὺ ἐπικρατοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὰ παράθυρα· ὅμως, προτοῦ ἀποκαλύψω τὴν αἰτία τῆς νευρικότητάς της, θέλω νὰ περιγράψω τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ τώρα δὰ ἀνέφερα, μιᾶς καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό: ὁλάνθιστοι κῆποι, γυναῖκες ποὺ ἔστεκαν στὶς αὐλόπορτες καὶ κουβέντιαζαν, μιὰ εὐγενικὴ ἡλικιωμένη γυναίκα ποὺ μοίραζε φυλλάδες, ἕνας ἄντρας ποὺ μόλις ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸ ψάρεμα, παιδιὰ ποὺ ἔσκουζαν, καὶ ὑπεράνω ὅλων ὁ ἥλιος, ὁ ὁποῖος, λὲς καὶ μὲ ἐντολὴ γιατροῦ, ἁπλωνόταν προσεκτικὰ καὶ ὁμοιόμορφα, ἄγγιζε μύτες καὶ πουλιὰ καὶ χερούλια καροτσιῶν ποὺ τὰ ἔσπρωχναν χαμογελώντας μητέρες οἱ ὁποῖες ἔδειχναν πολὺ ὄμορφες. Ἡ Κλάρα εἶχε μπόλικη μπουγάδα· ἔξω κυμάτιζαν πετσέτες μπάνιου, πετσέτες προσώπου, πετσέτες κουζίνας καὶ ὅ,τι ἄλλο μπορεῖ νὰ ὑπάρχει σὲ πετσέτα. Ὁ Γκρέγκορ, ὁ μικρὸς γιός, ἔκλαιγε καὶ ὁ Μάξ, ὁ σύζυγος, τραγουδοῦσε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Ἡ Κλάρα στεκόταν στὸ παράθυρο καὶ εἶχε στυλώσει τὰ μεγάλα, γαλανὰ μάτια της (χρώματος σκουρογάλανου, λὲς καὶ τὰ εἶχαν γεμίσει σκιὲς) στὸ σκοινὶ τῆς μπουγάδας. Αὐτὸ ποὺ εἶδε ἐκεῖ τὴν συντάραξε: Ἀνάμεσά σε μιὰ πάνα καὶ μιὰ μαξιλαροθήκη κρεμόταν μὲ ἀπόλυτη φυσικότητα ἕνα χαρτὶ πάνω στὸ ὁποῖο εἶχαν γραφτεῖ νότες, ἕνα τραγούδι τοῦ ἄντρα της μὲ τὸν τίτλο «Στὴν Κλάρα»· ἔσταζε ἀκόμη καὶ πάσχιζε νὰ στεγνώσει. Αὐτὸ ἦταν πράγματι κάτι τὸ ἐκπληκτικό, τρομαχτικό, ἐξίσου ἀνεξήγητο ὅπως ἡ ἐπιστολὴ ἐκείνων τῶν δασκάλων μου στὴ σχολή. Κι ἀπὸ πάνω ἦταν καὶ καλοκαίρι, μιὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς καλοκαιρινὲς βραδιὲς τὶς βυθισμένες στὰ ὄνειρα, ποὺ μᾶς κάνουν ν’ ἀνατριχιάζουμε ἀπὸ τὸν τρόμο. Τὰ φορτωμένα δέντρα κοιμοῦνταν καὶ τὰ φύλλα τους ἔτρεμαν σὰν σφαλισμένα βλέφαρα. Ἕνα σμῆνος πουλιὰ πετάχτηκε μπροστὰ σ’ ἕνα αὐτοκίνητο, τοῦ ὁποίου ἡ ὁδηγὸς σταμάτησε, βγῆκε ἔξω καὶ κοίταξε γύρω της. Μόλις ἀντίκρισε τὴν Κλάρα στὸ παράθυρο, γέλασε καὶ ἔδειξε πρὸς τὴν παράξενη παρτιτούρα. Ἐδῶ πιὰ πρέπει μᾶλλον νὰ ἀναφέρω ὅτι ἐκείνη ἡ ὁδηγὸς ἤμουν ἐγὼ καὶ ὅτι τὸ χαρτὶ ποὺ καμωνόταν τὸ ἀσπρόρουχο, μὲ τὸ τραγούδι «Στὴν Κλάρα», στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπῆρχε, ἄλλωστε κάτι τέτοιο θὰ ἦταν ὑπερβολικὰ ἀλλόκοτο. Ἐγὼ τὸ εἶχα ζωγραφίσει ἐκεῖ γιὰ νὰ ζωηρέψω λιγάκι τὴν ἡμέρα μπουγάδας τῆς Κλάρα – μὲ χρώματα ἢ μὲ λέξεις; Οὔτε ποὺ θυμᾶμαι πιά.
Ἡ Κλάρα ἀναστέναξε μὲ ἀνακούφιση ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι ἡ παρτιτούρα δὲν ὑπῆρχε στὴν πραγματικότητα καὶ ὅτι ἡ μέρα μπουγάδας τῆς ἦταν μιὰ ἐντελῶς συνηθισμένη μέρα μπουγάδας, δίχως τίποτε τὸ ὀνειρικὸ νὰ τῆς προσάψει κανείς. Ἦταν μιὰ γυναίκα ποὺ τῆς ἄρεσε νὰ ζεῖ περιπέτειες ἢ παράξενα περιστατικὰ στὸ σινεμὰ ἢ σὲ μυθιστορήματα, ὅμως στοὺς τέσσερις τοίχους της ὁ κόσμος δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ ἐμπνέει τρόμο· τὸ καθετὶ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἔτσι ποὺ νὰ μὴν τρομάζει κανένας, οὔτε κὰν τὸ καναρίνι.
Πρώτη δημοσίευση: Basler Nachrichten ἐπιφυλλίδα 26.7.1965, στὴ συνέχεια: Beim Hute meiner Mutter, Nagel & Kimche 2004.
Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ (Adelheid Duvanel) (Πράτελν 1936 – Βασιλεία 1996). Ἐλβετὴ πεζογράφος καὶ ζωγράφος. Ἀπὸ νωρὶς εἶχε δείξει ἰδιαίτερη κλίση στὴ γραφὴ καὶ στὴ ζωγραφικὴ καὶ οἱ γονεῖς της ἐνθάρρυναν τὶς προσπάθειές της. Ἡ ψυχικὴ ἰσορροπία της, ὅμως, διαταράχτηκε στὴν ἐφηβεία, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας ὑποβλήθηκε σὲ θεραπεῖες σὲ ψυχιατρικὴ κλινική. Ἐπισκέφτηκε σχολὴ ἐφαρμοσμένων τεχνῶν καὶ στὴ συνέχεια ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος γραφείου. Ἡ ἐνήλικη ζωὴ της σημαδεύτηκε ἀπὸ προσωπικὲς καὶ οἰκογενειακὲς τραγωδίες, παράλληλα ὅμως χαρακτηριζόταν ἀπὸ μιὰ διαρκῆ, θεραπευτικὴ καλλιτεχνικὴ ἔκφραση καὶ ἀναζήτηση, εἴτε μέσῳ τῆς λογοτεχνίας εἴτε μὲ τὴ μορφὴ τῆς ἐνασχόλησης μὲ τὴ ζωγραφική. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, καὶ χρησιμοποιώντας ἀρχικὰ ψευδώνυμο, δημοσίευε κείμενά της σὲ διάφορα ἔντυπα τῆς Ἐλβετίας, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐξαιρετικὰ σύντομα πεζογραφήματα, στὰ ὁποῖα ἡ θεματικὴ περιστρέφεται κυρίως γύρω ἀπὸ τὴ μοναξιά, τὰ ὑπαρξιακὰ ἀδιέξοδα καὶ τὴν κοινωνικὴ ἀποξένωση. Πρωταγωνιστικὸ ρόλο παίζουν συχνὰ παιδιὰ καὶ νέοι, ποὺ προέρχονται συνήθως ἀπὸ ἀσφυκτικὰ οἰκογενειακὰ καὶ κοινωνικὰ περιβάλλοντα. Κυκλοφόρησαν ἑπτὰ προσωπικὲς συλλογὲς διηγημάτων τῆς Ντυβανὲλ ἀπὸ τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 μέχρι τὸν θάνατό της, ὁ ὁποῖος ἐπῆλθε σὲ ἕνα δάσος ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία μιὰ νύχτα τοῦ Ἰουλίου τοῦ 1996. Γιὰ τὸ ἔργο της εἶχε τιμηθεῖ μὲ διάφορα βραβεῖα, μεταξὺ ἄλλων μὲ τὸ σημαντικὸ βραβεῖο τοῦ Ἐλβετικοῦ Ἱδρύματος Σίλερ (Gesamtwerkspreis der Schweizerischen Schillerstiftung). Τὴν ἄνοιξη τοῦ 2021 κυκλοφόρησε ἡ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν κειμένων τῆς συγγραφέως μὲ τίτλο Fern von hier. Sämtliche Erzählungen (Μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ. Ἅπαντα τὰ διηγήματα, Limmat Verlag), τὴν ὁποία ἐπιμελήθηκε ἡ φιλόλογος Elsbeth Dangel-Pelloquin σὲ συνεργασία μὲ τὴ συγγραφέα Friederike Kretzen. Ἰδιαίτερα σημαντικὴ στὴν ἐν λόγῳ ἔκδοση ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ ἀδερφοῦ τῆς Ντυβανέλ, Felix Feigenwinter, ὁ ὁποῖος παραχώρησε πολλὲς πληροφορίες βιογραφικοῦ χαρακτήρα. Γιὰ περισσότερα βλ. καὶ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’, ἐγγραφὴ 02.07.2022.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γερμανικά:
Μαριάννα Χάλαρη (Ἀθήνα 1983). Σπούδασε Φιλολογία καὶ Μετάφραση-Μεταφρασεολογία, φοίτησε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔχει συμμετάσχει σὲ ἐργαστήρια λογοτεχνικῆς μετάφρασης. Σὲ μετάφρασή της ἀπὸ τὰ γερμανικὰ κυκλοφοροῦν ἔργα φιλελλήνων τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ἕνα ἱστορικὸ μυθιστόρημα. Συνεργάζεται μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο Γκαῖτε καὶ μὲ μεταφραστικὲς ἑταιρεῖες. Μεταφράσεις της ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἱστοσελίδες καὶ μπλόγκ.
Εἰκόνα: Ἔργο (6.2.1959) τῆς Ἀντελχάιντ Ντυβανέλ.
Filed under: Duvanel Adelheid,Γερμανικά,Ερωτας,Καθημερινά,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Φύση-Ζώα,Χάλαρη Μαριάννα,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Adelheid Duvanel,Γερμανόγραπτο διήγημα,Λογοτεχνία,Χάλαρη Μαριάννα |