Ἀντώνης Ζέρβας: Ἀπαρακολουθήτως


Zerbas,Antonis-Aparakolouthitos-Eikona-03a


Ἀν­τώ­νης Ζέρ­βας


Ἀπα­ρα­κο­λου­θή­τως

 

01-TaphΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ εἶναι τί μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­μέ­νει κα­νεὶς ὡς ἀν­τάλ­λαγ­μα», δή­λω­νε ὁ νέ­ος λό­γιος σ’ ­ἕ­ναν πιὸ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο ποὺ τοῦ πα­ρα­πο­νι­ό­ταν ὅ­τι πα­ρὰ τὶς ἐν­θου­σι­α­στι­κὲς ὑ­πο­σχέ­σεις του, εἶ­χε κρα­τή­σει ἀ­νέν­δο­τη σι­ω­πὴ σὰν κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ βι­βλί­ο του.

       «Δη­λα­δὴ γιὰ σέ­να τὸ βι­βλί­ο δὲν εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὸ γε­γο­νός!­», ἀ­πο­ροῦ­σε ὁ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος συγ­γρα­φέ­ας.

       «Μὰ κο­ρο­ϊ­δευ­ό­μα­στε. Ὅ­λα γε­γο­νό­τα εἶ­ναι.»

       Θέ­λα­με ν’­ ἀν­δρώ­νον­ται οἱ γε­νι­ὲς γύ­ρω ἀ­πὸ τὶς πνευ­μα­τι­κὲς αὐ­θεν­τί­ες. Θέ­λα­με νὰ πι­στεύ­ου­με ὅ­τι ὅ­σο πιὸ στε­νὸς ἦ­ταν ὁ τό­πος, τό­σο βα­θύ­τε­ρες οἱ ρί­ζες του. Ὅ­πως ἕ­να θε­ό­ρα­το πλα­τά­νι στὴ μέ­ση μιᾶς μι­κρῆς αὐ­λῆς. Ἀλ­λὰ αὐ­λὲς καὶ πλα­τά­νια δὲν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον.

       Πέ­ρυ­σι τὸ κα­λο­καί­ρι, πῆ­γα νὰ ξε­να­γή­σω λί­γους φί­λους στὸν βυ­ζαν­τι­νὸ πλα­τα­νώ­να τοῦ Ἁι-Γιά­ννη, ἔ­ξω ἀ­π’ ­τὸ χω­ριό μας, ὅ­που μοῦ ἀ­να­λο­γοῦν λί­γα προ­πα­το­ρι­κὰ στρέμ­μα­τα μὲ συ­κι­ές καὶ λι­ό­δεν­τρα. Ἡ θαυ­μά­σια θέ­ση εἶ­χε τε­λεί­ως ἀ­πο­ξε­ρα­θεῖ. Τὰ γι­γάν­τια πλα­τά­νια ἑ­τοι­μόρ­ρο­πα, που­θε­νὰ νε­ρό.

Α­ll c­h­a­n­g­ed, c­h­a­n­g­ed u­t­t­e­r­ly:

A t­e­r­r­i­b­le b­e­a­u­ty is b­o­rn.


       Εἴ­χα­με ἀ­κού­σει πὼς θὰ ὑ­πῆρ­χε πάν­τα μί­α τρο­με­ρὴ ὀ­μορ­φιὰ καὶ τὴν κα­ρα­δο­κού­σα­με γιὰ νὰ γί­νου­με ποι­η­τές. Οἱ ἀλ­λα­γὲς δὲν μᾶς ἔ­καμ­πταν, πι­στεύ­α­με στὴν ἀ­ναλ­λοί­ω­τη ἀ­λή­θεια.

       Ἡ ὑ­πό­κω­φη με­τα­βο­λὴ τῶν πό­λε­ων μπο­ρεῖ μὲ τὰ πολ­λὰ νὰ συ­νη­θί­ζε­ται, ὅ­πως ἡ αὐ­ξο­μεί­ω­ση τοῦ βή­μα­τος ἀ­να­λό­γως τοῦ ὕ­ψους τῶν σκα­λο­πα­τι­ῶν. Τὸ φυ­σι­κὸ ἐ­ξό­χω­ρο ὅ­μως, ποὺ ἔ­μοια­ζε μὲ τὴν ὑ­πο­γρα­φὴ τοῦ αἰ­ώ­νιου, σὲ φέρ­νει κα­τα­πρό­σω­πο μὲ τὸ νό­η­μα τῶν λέ­ξε­ων, ποὺ δὲν ἔ­χουν πιὰ κα­νέ­να νό­η­μα : U­t­t­e­r­ly= ὁ­λο­σχε­ρῶς, ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου.


Ὅ­λα ἄλ­λα­ξαν, ἄλ­λα­ξαν ὁ­λο­σχε­ρῶς:

Μιὰ τρο­με­ρὴ ὀ­μορ­φιὰ ἦρ­θε στὸν κό­σμο.

 

Πο­τὲ δὲν εἶ­χα φαν­τα­σθεῖ πὼς οἱ λέ­ξεις θὰ κα­τέ­λη­γαν νὰ μὴν ἔ­χουν κα­νέ­να νό­η­μα γιὰ μᾶς, πα­ρ’ ­ὅ­λον ὅ­τι νο­μί­ζου­με πὼς τὶς χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με μὲ νό­η­μα.

       Ὁ ἄν­θρω­πος σή­με­ρα εἶ­ναι σὰν νὰ ψά­χνει κά­τι πέ­ρα ἀ­πὸ τὴ γλώσ­σα, δη­λα­δὴ κά­τι πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του, μι­λών­τας ἀ­στα­μά­τη­τα. Σὰν νὰ ξέ­ρει ὅ­τι δὲν ἀρ­κοῦν πιὰ οἱ λέ­ξεις. Μι­λή­θη­καν. Ὅ,τι εἶ­χαν νὰ δώ­σουν, τὸ ἔ­δω­σαν. Κα­νεὶς πλέ­ον δὲν νοι­ά­ζε­ται γιὰ τὶς λέ­ξεις. Κι ὅ­σοι ἐ­πι­μέ­νουν, δὲν ξέ­ρουν γιὰ τί πράγ­μα νοι­ά­ζον­ται.


       Ἡ τρο­με­ρὴ ὀ­μορ­φιὰ τοῦ κό­σμου.


 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀν­τώ­νης Ζέρ­βας (Πει­ραι­ᾶς, 1953). Ποι­η­τής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Σπού­­­δα­σε Κοι­νω­νι­ο­λο­γί­α τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Πα­ρί­σι καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α στὸ Λον­δί­νο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὰ ποι­η­τι­κὰ βι­βλί­α Τε­τρά­διο καὶ Τελ­­χῖ­νες (1972). Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλί­α: Με­ρι­κὰ Με­ρι­κά, Ἴν­δι­κτος, 2010), Με­ρη­σα­ήρ, Εἱρ­μοὶ Νε­κρώ­σι­μοι (Με­λά­νι, 2013), Καυ­σο­κα­λύ­βης (Νε­φέ­λη, 2014). Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκδο­ση τῶν ποι­η­μά­των του Οἱ Συλ­­λο­γές, 1983-2006 (Ἴν­δι­κτος, Ἀ­θή­να, 2008).