Χρῖστος Δάλκος: Οἱ ἀνακρίσεις γιὰ τὸν θάνατο τῆς Κοκκινοσκουφίτσας καὶ τῆς γιαγιᾶς της


Χρῖ­στος Δάλ­κος


Οἱ ἀ­να­κρί­σεις γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας

καὶ τῆς για­γιᾶς της


ΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας καὶ τῆς για­γιᾶς της, ὅ­λοι ἐλ­πί­σα­με ὅ­τι τὸ μα­χαί­ρι θὰ ἔ­φτα­νε ὣς τὸ κόκ­κα­λο καὶ ὅ­τι δὲν θὰ συγ­κα­λύ­πτον­ταν οἱ τε­ρά­στι­ες εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας ἢ καὶ τοῦ (ἀ­νύ­παρ­κτου) πα­τέ­ρα, καὶ δὲν θὰ φορ­τώ­νον­ταν μο­νο­με­ρῶς στὸν με­γά­λο κα­κὸ λύ­κο.

        Ἐ­ξη­γοῦ­μαι ἀπ᾿ τὴν ἀρ­χή, γιὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χῃ καμ­μί­α πα­ρε­ξή­γη­ση: Δὲν ἀρ­νοῦ­μαι ὅ­τι ὁ λύ­κος κα­τά­πι­ε τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα καὶ τὴν για­γιά της — ἐξ ἄλ­λου αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ φύ­ση του καὶ ἡ δου­λειά του — δι­ε­ρω­τῶ­μαι ἁ­πλῶς ποι­ά ἦ­ταν ἐ­κεῖ­να τὰ μέ­τρα ποὺ ἐ­λή­φθη­σαν ὥ­στε νὰ μὴν δι­ευ­κο­λυν­θῇ ἡ ἀν­θρω­πο­βό­ρα δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του.

        Ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἄ­πο­ψη, κά­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ ἀ­να­κρι­τι­κὲς ἀρ­χὲς δὲν ἐ­πι­χει­ροῦν οὔ­τε κατ᾿ ἐ­λά­χι­στον νὰ δώ­σουν ἀ­πάν­τη­ση σὲ δύ­ο εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα:

        α) Για­τί ἡ για­γιὰ μέ­νει στὸ δά­σος καὶ δὲν εἶ­ναι ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη στὸ σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὴν κό­ρη καὶ τὴν ἐγ­γό­να της;

        β) Για­τί ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, μὲ τὴν ἀ­πο­στο­λή της στὸ δά­σος, ἐ­κτί­θε­ται στὸν προ­φα­νῆ κίν­δυ­νο νὰ φα­γω­θῇ ἀ­πὸ τὸν λύ­κο;

        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ στὰ δύ­ο ἐ­ρω­τή­μα­τα ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς τε­ρά­στι­ες ἕ­ως ἐγ­κλη­μα­τι­κὲς εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας καὶ ἐμ­βάλ­λει σὲ ὑ­πο­ψί­ες γιὰ ἐν­δε­χό­με­νο δό­λο, ἤ­τοι γιὰ πρό­θε­σή της νὰ ἀ­παλ­λα­γῇ ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴν για­γιὰ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα.

        Ἡ ἄρ­νη­ση τῶν ἀ­να­κρι­τι­κῶν ἀρ­χῶν νὰ θέ­σουν — πό­σῳ μᾶλ­λον νὰ ἀ­παν­τή­σουν — τὰ ἀ­μεί­λι­κτα ἐ­ρω­τή­μα­τα προ­ϊ­δε­ά­ζει γιὰ μιὰ ἐ­πι­χεί­ρη­ση συγ­κά­λυ­ψης τῆς ἀ­λή­θειας ἐκ μέ­ρους τους, κά­τι πού, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, δὲν συμ­βαί­νει γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Νω­πὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­φα­ση γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση Κον­το­ρε­βι­θού­λη, ὅ­που κα­τα­βλή­θη­κε προ­σπά­θεια  — καὶ τε­λι­κῶς ἐ­πι­τεύ­χθη­κε — νὰ ἀ­πο­σι­ω­πη­θῇ ἐν­τε­λῶς ὁ ἐγ­κλη­μα­τι­κὸς ρό­λος τῶν γο­νέ­ων στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν παι­δι­ῶν τους στὸ δά­σος.

        Τὰ πα­ρα­μύ­θια πε­ρὶ τε­λι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ Κον­το­ρε­βι­θού­λη καὶ τῶν ἀ­δελ­φῶν του ἢ πε­ρὶ συρ­ρα­φῆς τῆς γε­μά­της μὲ πέ­τρες κοι­λιᾶς τοῦ λύ­κου (!) καὶ συ­να­κό­λου­θης κα­τα­βα­ρά­θρω­σής του δὲν πεί­θουν κα­νέ­να, καὶ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ ἀ­πὸ μό­να τους νὰ ἀ­θω­ώ­σουν τοὺς βα­σι­κοὺς ὑ­πεύ­θυ­νους αὐ­τῆς τῆς συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νης ἀν­θρω­πο­κτο­νί­ας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019).


Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς: Πῶς πέ­ρα­σα τὰ Χρι­στού­γεν­να



Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς


Πῶς πέ­ρα­σα τὰ Χρι­στού­γεν­να


Α ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΜΟΥ ἦ­ταν πο­λὺ ὄ­μορ­φα, τὰ πέ­ρα­σα στὸ χω­ριό. Ὁ ἅ­γιος Βα­σί­λης μοῦ ἔ­φε­ρε τὸ δῶ­ρο ποὺ τοῦ εἶ­χα ζη­τή­σει κα­θώς, ὅ­πως εἶ­πε, ἤ­μουν κα­λὸ παι­δί. Γιὰ ἀ­κό­μη μί­α φο­ρὰ δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε ἦρ­θε.

       Ἡ για­γιά μου ἕ­να βρά­δυ μὲ ἀ­γρί­ε­ψε μὲ τοὺς κα­λι­κάν­τζα­ρους, τό­σο ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ κοι­μη­θῶ. Πῆ­γα καὶ τὸ εἶ­πα στὴν μα­μὰ καὶ μά­λω­σε μὲ τὸν μπαμ­πά. Τοῦ φώ­να­ζε πὼς ἡ για­γιὰ μᾶς βά­ζει ται­νί­ες τρό­μου καὶ μᾶς λέ­ει τρο­μα­χτι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ ὅ­τι εἶ­μαι εἰ­δι­κὰ ἐ­γὼ “ὁ μι­κρός”, πο­λὺ μι­κρὸς γιὰ τέ­τοι­α.

       Τέ­λο­σπαν­των τὶς ἑ­πό­με­νες μέ­ρες εἴ­δα­με ται­νί­ες τῆς Dis­ney μό­νο, ἂν καὶ ὁ ἀ­δερ­φός μου εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι εἶ­δε ται­νί­α τρό­μου. Ἕ­να βρά­δυ εἶ­δε μιὰ ται­νί­α ποὺ ἤ­ξε­ρα ποι­ά εἶ­ναι, για­τὶ μι­λᾶ­με γιὰ αὐ­τὴν στὸ σχο­λεῖ­ο. Τὸ Alien, εἶ­ναι μιὰ ται­νί­α μὲ ἕ­να τέ­ρας στὸ δι­ά­στη­μα. Ἔ­τσι λοι­πὸν ὅ­ταν τὴν ἔ­βλε­πε, ἐ­γὼ ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ κοι­μᾶ­μαι, κοί­τα­ζα πί­σω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα κρυ­φά, ἀλ­λὰ μό­νο ὁ ἦ­χος μὲ τρό­μα­ζε.

       Ἀ­γα­πη­μέ­νη μου Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ται­νί­α εἶ­ναι τε­λι­κά τὸ Μό­νος στὸ σπί­τι. Νο­μί­ζω ὅ­τι εἶ­ναι φο­βε­ρὴ κω­μω­δί­α καὶ ἀ­ρέ­σει σὲ ὅ­λους. Βέ­βαι­α τὸ δεί­χνει κά­θε χρό­νο, φέ­τος τὸ ἔ­δει­ξε πιὸ νω­ρὶς καὶ ἀ­πὸ τὴν δι­α­φή­μι­ση τῶν Jumbo. Νὰ δεῖ­τε τὸ “Μιὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἱ­στο­ρί­α”, αὐ­τὸ τοῦ 2022 στὸ Netflix, ὁ πα­τέ­ρας μου λέ­ει πὼς εἶ­ναι ἀ­ρι­στούρ­γη­μα.

       Συ­γνώ­μη ποὺ μι­λά­ω συ­νέ­χεια γιὰ ται­νί­ες, ἀλ­λὰ ἔ­τσι εἶ­ναι οἱ γι­ορ­τές.

       Καὶ τὸ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ἦ­ταν πο­λὺ ὡ­ραῖ­ο, ὅ­πως μου εἶ­πε ὁ μπαμ­πάς, τὰ στο­λί­δια ἦ­ταν λέ­ει βίν­ταζ, τέ­λος πάν­των ἦ­ταν πα­λιά, τὸ δέν­τρο ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ ὅ­λα τα ἄλ­λα δέν­τρα ποὺ εἶ­δα φέ­τος, ἂν καὶ αὐ­τὸ ἦ­ταν πα­λιό. Ὁ μπαμ­πὰς ἀ­να­ρω­τι­έ­ται, λέ­ει, πῶς δὲν ἔ­χει με­γα­λώ­σει τό­σα χρό­νια.

       Μιὰ μέ­ρα χι­ό­νι­σε καὶ φτι­ά­ξα­με χι­ο­νάν­θρω­πο, ἡ για­γιὰ φώ­να­ζε συ­νέ­χεια, ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ντυ­θοῦ­με κα­λύ­τε­ρα καὶ εἶ­χε δί­κιο. Ὁ μπαμ­πὰς πέ­τα­ξε μιὰ χι­ο­νόμ­πα­λα στὴν μα­μά, ποὺ δὲν ἤ­θε­λε νὰ παί­ξει μα­ζί μας χι­ο­νο­πό­λε­μο, ἡ μα­μὰ δὲν φο­ροῦ­σε κα­σκόλ, ἡ μπά­λα τὴ βρῆ­κε στὸν λαι­μὸ καὶ πέ­ρα­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὴν μπλού­ζα κι ἔ­τσι ἡ μα­μὰ κρύ­ω­σε γιὰ τρεῖς μέ­ρες καὶ ὅ­λο ἔ­λε­γε στὸν μπαμ­πά, πό­τε θὰ στα­μα­τή­σει νὰ κά­νει σὰν μι­κρὸ παι­δί.

       Ἐ­πί­σης κά­να­με βόλ­τα στὸ βου­νὸ καὶ συ­ναν­τή­σα­με καὶ ἄλ­λα παι­διά, ποὺ δὲν ξέ­ρα­με, παί­ξα­με γιὰ πολ­λὲς ὧ­ρες, ἐ­μέ­να μοῦ ἀ­ρέ­σει μιὰ φί­λη μου καὶ μᾶλ­λον θὰ τὴν παν­τρευ­τῶ, τὴν ξέ­ρω ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἤ­μου­να μι­κρός.

       Εἴ­δα­με ἀ­κό­μα στὴν ἀ­γο­ρὰ ἕ­ναν ἅ­ι Βα­σί­λη, μὰ τοῦ τρά­βη­ξα τὰ γέ­νια καὶ ἦ­ταν ψεύ­τι­κα καὶ σὰν νὰ μὴν φτά­ναν ὅ­λα αὐ­τά, ὁ μπαμ­πὰς τὸν ἤ­ξε­ρε καὶ πι­ά­σα­νε συ­ζή­τη­ση. Μᾶλ­λον δὲν ἦ­ταν ὁ πραγ­μα­τι­κὸς ἅ­γιος Βα­σί­λης.

       Φά­γα­με ἕ­να σω­ρὸ ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα, μὰ μοῦ ἄ­ρε­σε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ βα­σι­λό­πι­τα, για­τὶ κέρ­δι­σα τὸ φλου­ρὶ καὶ ἡ για­γιὰ μοῦ ἔ­δω­σε 50 εὐ­ρώ. Βέ­βαι­α οἱ ἄλ­λοι, δὲν ξέ­ρω για­τί, ἀλ­λὰ πῆ­ραν ἀ­πὸ ἕ­να μό­νο κομ­μά­τι καὶ ἀ­φή­σα­νε ὁ­λό­κλη­ρη πί­τα γιὰ ἐ­μέ­να. Δὲν πει­νά­γα­νε μᾶλ­λον.

       Βέ­βαι­α εἴ­πα­με τὰ κά­λαν­τα στὴν για­γιὰ καὶ ἔ­τσι μά­ζε­ψα ἄλ­λα 50 εὐ­ρώ, γε­νι­κὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να ὅ­λοι δί­νουν λε­φτά, πο­λὺ ὡ­ραί­α γι­ορ­τή. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ λέ­ω τὰ κά­λαν­τα γιὰ μί­α ζω­ή.

       Παι­χνί­δια στὸ κι­νη­τὸ δὲν παί­ξα­με πο­λύ, θὰ ἤ­θε­λα νὰ μᾶς ἀ­φή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς οἱ με­γά­λοι δὲν ξέ­ρουν τί τοὺς γί­νε­ται. Για­τί εἶ­ναι τὸ Λού­κυ Λοὺκ κα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ παι­χνί­δια καὶ ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Γκο­σι­νί; Κά­ποι­ος φί­λος τοῦ πα­τέ­ρα μου μᾶλ­λον.

       Τὶς τε­λευ­ταῖ­ες μέ­ρες ἔ­πρε­πε δυ­στυ­χῶς νὰ δι­α­βά­σου­με καὶ νὰ γρά­ψω αὐ­τὴν τὴν ἔκ­θε­ση, ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν ἔ­χει ὀρ­θο­γρα­φι­κὰ λά­θη, ἀλ­λὰ θὰ τὴν ἐ­λέγ­ξει φαν­τά­ζο­μαι κά­ποι­ος.

       Τέ­λος, πα­ρα­μο­νὴ Πρω­το­χρο­νιᾶς, ξύ­πνη­σα τὸ βρά­δυ καὶ κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μή­πως δῶ τὸν ἅ­γιο Βα­σί­λη, καὶ εὐ­χή­θη­κα νὰ εἶ­ναι ὅ­λος ὁ κό­σμος κα­λά, νὰ ὑ­πάρ­χει εἰ­ρή­νη καὶ εὐ­τυ­χί­α καὶ ἐ­κεί­νη τὴν στιγ­μὴ εἶ­δα ἕ­να πε­φτα­στέ­ρι.

       Αὐ­τὲς ἦ­ταν οἱ Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κες δι­α­κο­πές μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Βαγ­γέ­λης Μυ­λω­νᾶς γεν­νή­θη­κε στὸ Νέ­ο Ἡ­ρά­κλει­ο Ἀτ­τι­κῆς. Ἐ­κεῖ τε­λεί­ω­σε τὸ λύ­κει­ο. Με­τὰ φοί­τη­σε στὴν σχο­λὴ σκη­νο­θε­σί­ας Λυ­κούρ­γου Σταυ­ρά­κου. Ἔ­κα­νε μί­α μι­κροῦ μή­κους ται­νί­α σὲ συν-σκη­νο­θε­σί­α, ποὺ συμ­με­τεῖ­χε σὲ δι­ά­φο­ρα φε­στι­βάλ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Μί­α μὲ τί­τλο Ἀποσχισμένα Ποιήματα ἀ­πὸ τὶς ἐκδό­σεις Πλα­νό­διον καὶ δύ­ο ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Συμ­παν­τι­κὲς Δι­α­δρο­μές: Μί­α ἱ­στο­ρί­α καὶ με­τά καὶ Ἡ ἀ­γά­πη ἔρ­χε­ται πρώ­τη. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ζεῖ στὸ Ἀ­λι­βέ­ρι Εὐ­βοί­ας.


Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης: Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων



Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης


Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων


ΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΑ ξη­με­ρώ­σει καὶ φο­ρών­τας τὴν ἄ­σπρη φα­νέ­λα βγῆ­κε στὸν κῆ­πο. Τὸ στό­μα του ἦ­ταν τό­σο στυ­φὸ ποὺ δὲν τὸ ἔ­νι­ω­θε, σὰν νὰ τοῦ εἶ­χαν κά­νει το­πι­κὴ ἀ­ναι­σθη­σί­α. Οὔ­τε τὸ κρύ­ο αἰ­σθα­νό­ταν, πα­ρὰ τὸ ὅ­τι φο­ροῦ­σε μό­νο τὴν κά­τω πι­τζά­μα του, τὴ φα­νέ­λα καὶ τὰ ἄρ­βυ­λα τοῦ στρα­τοῦ χω­ρὶς κάλ­τσες. Πρὶν βγεῖ στὸν κῆ­πο, πρὶν φτά­σει μέ­χρι τὴν ἀ­πο­θή­κη μὲ τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α καὶ τὰ τσου­βά­λια μὲ τὰ κού­τσου­ρα γιὰ τὴν ξυ­λό­σομ­πα, εἶ­χε φτιά­ξει κα­φέ: σὲ ἕ­να πο­τή­ρι κρύ­ο νε­ρὸ τρεῖς τε­ρά­στι­ες κου­τα­λι­ὲς νὲς κα­φέ. Ἡ κου­ζί­να μύ­ρι­ζε κα­πνὸ καὶ οὖ­ρα. Αὐ­τὴ εἶ­χε φαί­νε­ται ξε­χά­σει πά­λι τὸ δο­χεῖ­ο της ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

       Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­πι­νε μὲ με­γά­λες γου­λι­ὲς τὸν κα­φέ του, ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὸ ρο­λό­ϊ τοῦ τοί­χου γλί­στρη­σε μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς κρο­τά­φους του καὶ σφη­νώ­θη­κε κά­που στὸ βά­θος τῶν αὐ­τι­ῶν του. Τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα τὸν σφυ­ρο­κο­ποῦ­σε ὁ πο­νο­κέ­φα­λος.

       Κά­θε με­ση­μέ­ρι τὸν ἔ­βλε­παν νὰ περ­πα­τά­ει μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τῆς πό­λης μὲ τὴ φα­νέ­λα καὶ τὸ τσι­γά­ρο στὸ στό­μα. Μι­λοῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια του, ἀλ­λὰ τὸ τσι­γά­ρο δὲν ἔ­πε­φτε. Μιὰ φο­ρὰ μό­νο πῆ­γαν νὰ τὸν πει­ρά­ξουν οἱ μι­κροὶ μπά­σταρ­δοι μὲ τὰ πο­δή­λα­τα. Συ­νέ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει χω­ρὶς νὰ τοὺς δί­νει ση­μα­σί­α, μέ­χρι ποὺ μιὰ πέ­τρα τὸν βρῆ­κε στὸ πό­δι, πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἀ­στρά­γα­λο. Στα­μά­τη­σε στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ ἄρ­χι­σε νὰ βγά­ζει ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ τὸ παν­τε­λό­νι καὶ ἔ­πει­τα τὸ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ δί­πλω­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν ὦ­μο του. Ἔ­τσι ὁ­λό­γυ­μνος βά­δι­σε ἀ­νά­στρο­φα, πρὸς τὴν πλευ­ρὰ τῶν πα­λι­ό­παι­δων ποὺ εἶ­χαν κε­ρώ­σει ἀ­πὸ τὸ φό­βο τους. Τό­τε Ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἔλ­θει τρέ­χον­τας νὰ τὸν τυ­λί­ξει μὲ μιὰ κου­βέρ­τα. Ἦ­ταν ἀ­η­δι­α­στι­κή, τὸ στό­μα της εἶ­χε σα­πί­σει ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς βρι­σι­ές. Ἔ­βρι­ζε τὶς κό­τες, τὸ γέ­ρο, τὶς πόρ­τες ποὺ εἶ­χαν σκε­βρώ­σει, ἔ­βρι­ζε τὸ χῶ­μα καὶ τὰ δέν­τρα, τοὺς ἀ­ρου­ραί­ους καὶ τὶς γυ­ναῖ­κες στὸ μπα­κά­λη καὶ στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­βρι­σε καὶ τὰ πα­λι­ό­παι­δα ποὺ εἶ­χαν λου­φά­ξει σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Μό­νο σὲ αὐ­τὸν δὲν εἶ­χε κα­κο­μι­λή­σει τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Τοῦ ἔ­βρε­χε τὸ μέ­τω­πο μὲ ἕ­να κί­τρι­νο πα­νὶ καὶ τοῦ μπά­λω­νε τὶς κάλ­τσες.


Ξέ­χα­σε νὰ βά­λει ζά­χα­ρη στὸν κα­φὲ καὶ εἶ­ναι τὸ στό­μα του ἀ­πὸ θειά­φι καὶ πίσ­σα, σκέ­τη κό­λα­ση. Ὅ­μως γιὰ τὴν κό­λα­ση καὶ τὸ δι­ά­βο­λο μι­λά­ει μό­νο Ἐ­κεί­νη, ἀ­πει­λών­τας τὸ γέ­ρο του ὅ­τι θὰ πά­ει ἄ­λι­ω­τος «ἐ­κεῖ κά­τω».

       Για­τί ἵ­δρω­σε τώ­ρα; Ἱ­δρώ­νει μό­νο ἀ­φοῦ πά­ρει τὰ ἕ­ξι χά­πια του, ἀλ­λὰ τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα δὲν πῆ­ρε κα­νέ­να χά­πι. Γι’ αὐ­τὸ καὶ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­κού­ει τό­σο κα­λὰ τὶς στα­γό­νες ποὺ πέ­φτουν ἀ­πὸ τὰ φύλ­λα τῆς μαν­τα­ρι­νιᾶς, τὴ γά­τα ποὺ θη­λά­ζει στὴν πί­σω αὐ­λή, τὸ σφύ­ριγ­μα ἀ­πὸ τὰ ρου­θού­νια τοῦ μπάρ­μπα-Σπύ­ρου ποὺ κοι­μᾶ­ται κά­που πε­νήν­τα μέ­τρα μα­κριά, στὸ σπί­τι μὲ τὸ φοί­νι­κα καὶ τὴν τε­ρά­στια σι­δε­ρέ­νια ἐ­ξώ­πορ­τα.

       Πό­τε ἄ­κου­γε τό­σο κα­θα­ρά; Μό­νο τό­τε ποὺ ἔ­βα­ζε ἕ­να πα­νὶ μὲ κα­θα­ρὴ βεν­ζί­νη στὴ μύ­τη καὶ πε­ρί­με­νε νὰ τὸν πιά­σει ἡ τρι­κυ­μί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­γρή­γορ­ση ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς μα­κρι­νοὺς ἤ­χους. Τό­τε ἔ­νι­ω­θε τὸν ἴ­διο με­ταλ­λι­κὸ κυ­μα­τι­σμὸ ποὺ κα­θά­ρι­ζε τὸν κό­σμο ἀ­πὸ τὰ πε­ριτ­τὰ βά­ρη, γιὰ νὰ με­του­σι­ώ­σει στὸ στῆ­θος τοῦ βεν­ζι­νό­πληκτου τοὺς ἐ­λά­χι­στους παλ­μι­κοὺς τό­νους ἀ­πὸ ἕ­να κλει­δὶ ποὺ γυ­ρί­ζει ἢ ἀ­πὸ τὸ τα­κού­νι τῆς γει­τό­νισ­σας ποὺ συν­τρί­βει τὸ κοι­μι­σμέ­νο σα­λιγ­κά­ρι.

       Τὸ ὅ­πλο ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο στὸ πί­σω μέ­ρος τῆς ἀ­πο­θή­κης. Μύ­ρι­ζε γρά­σο καὶ κλει­σού­ρα. Στὸ ξύ­λι­νο κον­τά­κι ὁ γέ­ρος εἶ­χε χα­ρά­ξει μὲ σου­γιὰ τὸ μι­κρό του ὄ­νο­μα. Ἦ­ταν καλ­λι­γρά­φος, ὅ­πως ὅ­λοι σχε­δὸν τῆς γε­νιᾶς τοῦ πα­λιοῦ σχο­λαρ­χεί­ου, ἀ­γρο­τό­παι­δα καὶ γιοὶ οἰ­νο­ποι­ῶν, ρα­φτά­δων καὶ ἐμ­πο­ρο­ϋ­παλ­λή­λων.

       Σὲ λί­γο θὰ ἄ­να­βε τὸ φω­τά­κι τῆς κου­ζί­νας. Δὲν ὑ­πῆρ­χε και­ρός, ἔ­πρε­πε νὰ βια­στεῖ. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σπί­τι πα­ρα­λί­γο νὰ πα­τή­σει ἕ­να ψό­φιο πον­τί­κι. Ἀ­η­δί­α! Για­τί ἦ­ταν ὅ­λα τό­σο βρώ­μι­κα σὲ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος; Ἔ­δω­σε μιὰ δυ­να­τὴ κλω­τσιὰ μὲ τὴν ἀρ­βύ­λα καὶ ση­μά­δε­ψε τὴν ἀ­κα­θό­ρι­στη μά­ζα τῶν γέ­ρων πά­νω στὸ ἀρ­χαῖ­ο κρε­βά­τι.

       Ὅ­ταν τὸν βρῆ­καν ἔ­λει­πε τὸ μι­σό του πρό­σω­πο. Πρὶν βά­λει τὸ ὅ­πλο στὸ στό­μα, εἶ­χε φρον­τί­σει νὰ κά­ψει στὴ σόμ­πα φα­νέ­λα, πι­τζά­μα καὶ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ κρε­βά­τι τοῦ φό­νου ἦ­ταν στρω­μέ­νο καὶ τὰ πτώ­μα­τα τῶν γέ­ρων το­πο­θε­τη­μέ­να μὲ τά­ξη σὲ ἕ­να με­γά­λο στρῶ­μα στὸ πά­τω­μα. Ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης ἔ­κα­νε ἕ­να σχό­λιο γιὰ τὰ ἄ­ψο­γα γυ­α­λι­σμέ­να στρα­τι­ω­τι­κὰ ἄρ­βυ­λα ποὺ φο­ροῦ­σε ὁ δο­λο­φό­νος καὶ αὐ­τό­χει­ρας. Τὰ εἶ­χε δέ­σει κα­νο­νι­κὰ πρὶν ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α πρά­ξη τοῦ δρά­μα­τος. Τὸ κα­κό, σκέ­φτη­κε —ὄ­χι χω­ρὶς κά­ποιο θαυ­μα­σμὸ— ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης, δὲν εἶ­χε ξε­ρι­ζώ­σει τὰ ὑ­γι­ῆ στοι­χεῖ­α ποὺ κοι­μόν­του­σαν στὴν ψυ­χὴ τοῦ πα­λιοῦ ἔ­φε­δρου ἀν­θυ­πο­λο­χα­γοῦ τῶν τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων. Ἂς εἶ­ναι. Μπο­ροῦ­με ἴ­σως νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ὅ­τι τὸ σκό­τος καὶ τὸ χά­ος δὲν θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν πο­τὲ κα­τὰ κρά­τος.



Πη­γή: Γυ­ναί­κα μὲ­ πο­δή­λα­το (μι­κρὰ πε­ζά, δι­η­γή­μα­τα καὶ βι­νι­έ­τες (2014, Πό­λις)

Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης (1964, Καρ­λό­βα­σι τῆς Σά­μου).  Ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν ποί­η­ση, τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ δο­κί­μιο, τὴν κρι­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ Θε­ω­ρί­α. Εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς Πο­λι­τι­κῆς Φι­λο­σο­φί­ας στὸ τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς με­λέ­τες: Ἡ ψυ­χὴ καὶ τὰ εἴ­δω­λα (Κρι­τι­κή. 1997). Πρὸς τὴ ρο­μαν­τι­κὴ κρί­ση (Ἐ­ρα­σμος, 1998), Ἡ ἀλ­χη­μεί­α τῆς εὐ­τυ­χί­ας (Πό­λις, 2000), Κοι­νό­το­πη χώ­ρα (Σαβ­βά­λας, 2004), Φι­λό­ξε­νος μη­δε­νι­σμὸς (Ἑ­στί­α, 2008), Λα­ϊ­κι­σμός, ἀν­τι­λα­ϊ­κι­σμὸς καὶ κρί­ση (Νε­φέ­λη, 2012), κ.ἄ. Τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Οἰ­κεῖ­ο φεγ­γά­ρι (Ἠ­ρι­δα­νός, 1987), Λά­φυ­ρο ἀ­γα­πη­μέ­νων ἡ­με­ρῶν (Νε­φέ­λη, 1993), Βέ­βη­λες σκέ­ψεις (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1993) καὶ Οἱ χει­μῶ­νες τῆς μνή­μης (Πα­νο­πτι­κόν, 2010).



		

	

Τε­ὸ Ρόμ­βος: Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς



Τε­ὸ Ρόμ­βος


Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς


ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κά­θε γω­νιὰ τοῦ τρέ­νου. Οἱ ἀ­νά­σες μου ξε­πη­δᾶ­νε καὶ ὑ­λο­ποι­οῦν­ται σὰν πρά­μα ζων­τα­νὸ καὶ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­νε κα­θὼς προ­χω­ρῶ στὸ δι­ά­δρο­μο. Βρῶ­μα καὶ μι­ζέ­ρια παν­τοῦ. Στρα­τι­ῶ­τες χα­κί, κου­ρε­μέ­νοι πο­λί­τες, φοι­τη­τές, Πο­μά­κοι, Τοῦρ­κοι τῆς Θρά­κης, Ἕλ­λη­νες. Ἐ­κεῖ ἔ­ξω, τὰ με­λα­νιὰ νε­ρὰ τοῦ Νέ­στου ποὺ κυ­λᾶ­νε δί­πλα μας, ξε­μαλ­λι­α­σμέ­να δά­ση σὲ τουρ­λω­τὰ βου­νὰ καὶ μο­να­ξι­ά­ρη­δες ἀρ­γυ­ρο­πε­λε­κά­νοι ποὺ φτε­ρου­γί­ζου­νε μα­ζί μας. Πα­ρα­νέ­στιον, Σταυ­ρού­πο­λις, Κυ­ψέ­λη, Ἴ­α­σμος, Σώ­στης. Φω­νὲς καὶ βλα­στή­μι­ες. Νυ­χτώ­νει σ’ ἕ­ναν ἐ­πί­πε­δο τό­πο. Μουν­τὰ χρώ­μα­τα, σπάρ­τα καὶ λά­σπη. Ὁ πο­μά­κος δί­πλα μου ξα­πλω­μέ­νος μ’ ἀ­νοι­χτὰ τὰ πό­δια σφίγ­γει καὶ τρί­βει ἡ­δο­νι­κὰ τ’ ἀρ­χί­δια του ἐ­νῶ μουρ­μου­ρά­ει λαγ­γε­μέ­να καὶ λι­γω­μέ­να λό­για. Τὰ φῶ­τα τῆς Κο­μο­τη­νῆς λαμ­πα­δι­ά­ζου­νε στὸ βρω­μι­σμέ­νο τζά­μι τῆς δεύ­τε­ρης θέ­σης. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει στὸ σταθ­μό…


*********


Μὲ πε­ρί­με­νε σκο­τει­νὴ καὶ ξε­πα­γι­α­σμέ­νη. Ἀγ­κα­λι­α­στή­κα­με καὶ με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρί­σα­με καὶ κοι­τα­χτή­κα­με στὰ μά­τια. Δε­κα­τρεῖς ὧ­ρες τα­ξί­δι. Τὴ βρῆ­κα λί­γο ὠ­χρὴ καὶ ἀ­δυ­να­τι­σμέ­νη. Περ­πα­τή­σα­με στὴν πα­γω­νιά, στὸ θαμ­πὸ φῶς τοῦ δρό­μου, ἐ­νῶ πέ­ρα ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ξε­μά­κραι­νε. Πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με γιὰ λί­γο στοὺς λι­θό­στρω­τους δρό­μους τῆς πα­λιᾶς τούρ­κι­κης συ­νοι­κί­ας. Τζα­μιά, μι­να­ρέ­δες, μι­κρο­μά­γα­ζα. Κι ἔ­νι­ω­σα ἐ­πι­τέ­λους κα­λά…


*********


Κά­τσα­με σ’ ἕ­να κα­φε­νὲ μ’ ὅ­λες τὶς φά­τσες τῶν ἀρ­σε­νι­κῶν γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω μας καὶ πα­ραγ­γεί­λα­με κά­τι ζε­στό. Εἶ­χα πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι πε­ρί­ερ­γο στὸ βά­δι­σμά της κα­θὼς καὶ κά­ποι­ες μι­κρὲς συ­σπά­σεις στὸ πρό­σω­πό της ποὺ μὲ βά­λα­νε σὲ σκέ­ψεις, γι’ αὐ­τὸ καὶ τὴ ρώ­τη­σα. Ἐ­κεί­νη κοκ­κί­νι­σε καὶ θέ­λη­σε ν’ ἀλ­λά­ξει κου­βέν­τα. Ἐ­πέ­με­να καὶ τὴν πί­ε­σα νὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θὰ μι­λού­σα­με ἀρ­γό­τε­ρα. Γε­λά­σα­με μὲ τὸ γκαρ­σό­νι ποὺ μπερ­δεύ­τη­κε κι ἔ­χυ­σε τὸ κρα­σὶ τοῦ Ἰσ­λὰμ ποὺ μᾶς ἔ­φερ­νε καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ζε­στα­μέ­νος κι ἐ­ρε­θι­σμέ­νος θέ­λη­σα νὰ πᾶ­με στὸ δω­μά­τιό της. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­νε πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη, σὰν νὰ μὴν ἤ­ξε­ρε πιὰ νὰ μι­λά­ει καὶ στρι­φο­γύ­ρι­ζε τὰ δά­χτυ­λά της, ἐ­νῶ στε­κό­ταν ὄρ­θια καὶ μὲ κοι­τοῦ­σε, κά­ποι­α στιγ­μή, ἐ­πι­τέ­λους, τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε, μοῦ εἶ­πε ὅ­μως ὅ­τι θὰ κοι­μό­μα­σταν σὲ χω­ρι­στὰ κρε­βά­τια.

       Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη σκο­τει­νὴ τρύ­πα ποὺ μᾶς ρούφη­ξε καὶ μᾶς στρι­φο­γύ­ρι­σε σὲ τοῦ­νελ ἐ­ρω­τι­κῆς ἔ­ξα­ψης καὶ πα­ρά­κρου­σης. Μα­κριὰ ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου.

       Κα­τὰ τὸ πρω­ΐ, γυ­ρι­σμέ­νη μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι, μοῦ πρό­σφε­ρε τὰ ὀ­πί­σθιά της. Ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τη σὲ κά­θε κου­βέν­τα μου γιὰ με­τω­πι­κὴ δι­είσ­δυ­ση, ἀ­κό­μα καὶ γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σω τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, πα­λιά, κου­δού­νι­σμα τῆς γλώσ­σας μου πά­νω στὸ σή­μαν­τρο τῆς ἡ­δο­νῆς της. Μὲ κα­νέ­να τρό­πο δὲ μ’ ἄ­φη­νε νὰ τὴ δῶ καὶ νὰ τὴν ἀγ­γί­ξω στὸ μου­νάκι της. Αἰ­σθάν­θη­κα ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, ἀλ­λὰ ὁ­δη­γη­μέ­νος καὶ ἀ­πὸ τὸ ἔν­στι­κτο τὸ γε­νε­σι­ουρ­γὸ πα­σά­λει­ψα τὴν ψω­λή μου μὲ βα­ζε­λί­νη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο —κά­τι μι­κρὸ ποὺ μ’ ἔ­κα­νε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ νὰ τὰ χά­σω— καὶ γλί­στρη­σα μέ­σα της, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη εἶ­χε τεν­τω­θεῖ στὰ γό­να­τα καὶ ἔ­σκου­ζε, βέ­λα­ζε, γαύ­γι­ζε, ἔ­κρω­ζε, νι­α­ού­ρι­ζε, μουγ­κά­νι­ζε, μέ­χρι ποὺ τῆς χά­ρι­σα τὸν ὕ­στα­το ρόγ­χο θα­νά­του.

       Με­τά, μα­ρα­μέ­νοι κι οἱ δυ­ό μας, ἀ­πο­κοι­μη­θή­κα­με. Τὸ πρω­ϊ­νό, ὁ ἥ­λιος ἐ­πι­τέ­θη­κε πρῶ­τα σ’ ἐ­μέ­να. Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μι­σο­κα­τε­βα­σμέ­νο στό­ρι καὶ εἶ­δα μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη χει­μω­νι­ά­τι­κη μέ­ρα νὰ μὲ χαι­ρε­τά­ει. Γύ­ρι­σα δί­πλα στὴν κο­πέ­λα καὶ χά­ζε­ψα τὸ τρυ­φε­ρὸ κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πό της. Τρά­βη­ξα λί­γο τὴν κου­βέρ­τα καὶ κοί­τα­ξα τὰ βα­ριά της στή­θια, τὸ ρο­δα­λὸ δέρ­μα καὶ τὶς ἀ­κα­νό­νι­στες κοκ­κι­νί­λες ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­τυ­πώ­σει ἡ σκλη­ρὴ κου­βέρ­τα στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὴν κοι­λιά της. Τρά­βη­ξα λί­γο ἀ­κό­μα τὴν κου­βέρ­τα, ἐ­νῶ ἀ­να­ση­κώ­θη­κα καὶ θαύ­μα­σα τὰ δυ­να­τὰ πό­δια της καὶ τὴν τού­φα τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πε­τά­γον­ταν ἀ­γρι­ε­μέ­νες καὶ κεῖ πά­γω­σα…

       Τὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που της ἦ­ταν κοκ­κι­νι­σμέ­να, φου­σκω­μέ­να καὶ ραμ­μέ­να, ναί, ραμ­μέ­να. Ἔ­σκυ­ψα πιὸ κον­τά, μέ­χρι ποὺ μύ­ρι­σα τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὰ κολ­πι­κὰ ὑ­γρά, ζευ­γα­ρω­μέ­να μὲ τὴν ἀμ­μω­νί­α τοῦ κά­του­ρου καὶ κοί­τα­ξα ξα­νά, πιὸ προ­σε­κτι­κά. Μιὰ λε­πτὴ πε­το­νιὰ ἔ­πια­νε καὶ τὶς δυ­ὸ πλευ­ρὲς στὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που, σφι­χτὰ ραμ­μέ­νη ἀ­πὸ κά­ποι­ον ποὺ ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε, χω­ρὶς ν’ ἀ­φή­νει κα­μιὰ σχι­σμὴ ἐ­λεύ­θε­ρη. Μοῦ ἦρ­θε ἐ­με­τός. Ἡ τά­ση γιὰ ἐ­με­τό μοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­κα­τά­σχε­το βή­χα κι ὁ θό­ρυ­βος ποὺ ἔ­κα­να ξύ­πνη­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ μὲ κοί­τα­ξε, μό­νο γιὰ μιὰ στιγ­μή, κι ἀ­μέ­σως πε­τά­χτη­κε πά­νω κι ἄρ­χι­σε νὰ οὐρ­λιά­ζει πρὶν σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα. Ἔ­πε­σα πά­νω της καὶ τὴν κρά­τη­σα σφι­χτὰ στὴν ἀγ­κα­λιά μου γιὰ ὥ­ρα.

       Μα­κριὰ ἀ­κού­στη­κε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σταθ­μό.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀσσασίνοι τοῦ Βορρᾶ Δροσουλίτες τοῦ Νότου (ἐκδ. Γόρδιος, Ἀθήνα, 1993· Α’ἔκδοση: Στὸ Βορρᾶ καὶ στὸ Νότο, ἐκδ. Στύγα, 1991).

Τε­ὸ Ρόμ­βος (Ἀ­θή­να, Κου­κά­κι, 1945). Ἔ­ζη­σε κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, στὴν Ἰ­α­πω­νί­α, τὶς Ἠ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες καὶ στὸ Κογ­κὸ καὶ μό­νι­μα στὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴ Γερ­μα­νί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἐ­πί­σης σύ­στη­σε τὸ ἀ­ναρ­χι­κὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Octopus Press, ποὺ ἦ­ταν ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης γιὰ πε­ρι­θω­ρια­κούς, καλ­λι­τέ­χνες, ποι­η­τές, συγ­γρα­φεῖς ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν σὲ πλῆ­θος πο­λι­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων. Βι­βλί­α του: Τρί­α φεγ­γά­ρια στὴν πλα­τεί­αΚεί­με­νο Πά­θοςΓε­ώρ­γιος Νέ­γρος: Ὁ Τί­γρης τοῦ Αἰ­γαί­ου κ.ἄ.



		

	

Νών­τας Τσίγ­κας: Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἱ­στο­ρί­α σὲ μπλὲ φόν­το



Νών­τας Τσίγ­κας


Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κη ἱ­στο­ρί­α σὲ μπλὲ φόν­το


στὸν ἐκ Νε­βέ­σκης Λυγ­κη­στί­δος Κω­στά­κη Λού­στα τὸν ΙΙΙ
Θε­ο­δώ­ρου τοῦ ΙΙ, τῆς Πε­λα­γο­νί­ας
καὶ τῆς Ἄ­νω Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας Ἔ­ξαρ­χον

ΙΣΩ αὐ­τὸ τὸ μπλέ. Βρί­σκε­ται παν­τοῦ ἁ­πλω­μέ­νο σὰν ἐ­κτό­πλα­σμα κι ἔ­χει κα­λύ­ψει τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πρω­τομ­πῆ­κα δῶ μέ­σα. Ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ μπλὲ χον­τρὸ χαρ­τὶ μὲ κά­πως γυ­α­λι­σμέ­νη τὴ μιά του ἐ­πι­φά­νεια. Κα­λύ­πτει φυ­ρὰ πα­ρα­θύ­ρια σὰν σκιά­διο. Κά­πο­τε ἀν­τι­κα­θι­στᾶ ἀ­κό­μα καὶ τζά­μια ποὺ λεί­πουν. Στὴν ἕ­δρα τῆς δα­σκά­λας κά­τω ἀ­πὸ τὸ γυ­ά­λι­νο ἀν­θο­δο­χεῖ­ο, μὲ τὰ χρυ­σάν­θε­μα τὸ Φθι­νό­πω­ρο ἢ τὰ τρι­αν­τά­φυλ­λα καὶ τὶς μαρ­γα­ρί­τες τὴν Ἄ­νοι­ξη, στέ­κει τσι­τω­μέ­νο ὁ­λο­καί­νουρ­γιο ἀ­τσα­λά­κω­το ἀ­θάμ­πω­το. Κα­θη­λω­μέ­νο μὲ ἀ­ό­ρα­τες πι­νέ­ζες στὶς γω­νί­ες παίρ­νει τὴ μορ­φὴ τοῦ ξύ­λι­νου τρα­πε­ζιοῦ ποὺ κα­λύ­πτει. Στὰ τε­τρά­δια καὶ τὰ σχο­λι­κὰ βι­βλί­α σὰν τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το καὶ ἐ­πί­ση­μο κα­πλάν­τι­σμα.

       Νό­μος τῆς ὁ­μοι­ο­μορ­φί­ας. Βά­φει μὲ μπλὲ ρου­ὰ καὶ τὶς πο­δι­ὲς τῶν κο­ρι­τσι­ῶν. Ἕ­να λευ­κὸ κο­λά­ρο μὲ πρι­ο­νω­τὴ πε­ρι­φέ­ρεια τυ­λί­γε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λαι­μὸ κι ἀ­πο­δε­σμεύ­ει τὸ πρό­σω­πο ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­λοι­πο σῶ­μα. Τὸ κά­νει νὰ κεί­τε­ται πα­ρα­δο­μέ­νο σὲ ὁ­λο­στρόγ­γυ­λο τά­σι. Καὶ τὰ πρῶ­τα χάρ­τι­να δη­μι­ουρ­γή­μα­τα στὴ χαρ­το­κο­πτι­κὴ ἦ­σαν μπλὲ κου­νε­λά­κια ποὺ κου­νοῦ­σαν τ’ αὐ­τιά τους καὶ μπλὲ ἐ­πί­σης οἱ ἀ­τα­ξί­δευ­τες βαρ­κοῦ­λες. Τί γύ­ρευ­αν αὐ­τὲς οἱ ἔρ­μες στὰ ὀ­κτα­κό­σια μέ­τρα ὑ­ψό­με­τρο; Εἶ­ναι ἕ­να ἀ­δυ­σώ­πη­το μπλέ, ποὺ κά­πο­τε ἀγ­γί­ζει τὸ βα­θὺ κυα­νὸ τῆς με­λά­νης, σκοῦ­ρο καὶ ἔν­το­νο στὸν ὑ­περ­θε­τι­κὸ βαθ­μὸ ποὺ λὲς καὶ ὑ­πάρ­χει γιὰ νὰ ἐ­πι­βάλ­λε­ται σ’ ὅ­λα τ’ ἄλ­λα χρώ­μα­τα. Σο­βα­ρό, ἐ­πί­ση­μο καὶ αὐ­στη­ρό, ἐ­πι­θε­τι­κὸ καὶ ἱ­κα­νὸ νὰ δι­α­βρώ­σει τὸν ἀμ­φι­βλη­στρο­ει­δῆ καὶ νὰ μο­λύ­νει τοὺς νευ­ρῶ­νες. Στὸ ἴ­διο σχε­δὸν χρῶ­μα ρὰφ κι οἱ φθαρ­μέ­νες στο­λὲς τῶν ἀν­δρῶν τῶν ΤΕΑ ποὺ ἡ για­γιά μου ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἀ­πο­κα­λεῖ ΜΑΥδες. Καὶ τὰ φαρ­διὰ ροῦ­χα τοῦ εὔ­σω­μου κλη­τή­ρα τῆς Κοι­νό­τη­τας. Κε­πέγ­κια καὶ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα στὰ μα­γα­ζιὰ τῆς πλα­τεί­ας ἀ­κο­λου­θοῦν στὸ ἴ­διο βι­ο­λί: σι­έλ, γα­λά­ζιο, μπλὲ σκοῦ­ρο. Ποι­όν Θε­ὸ ἄ­ρα­γε προ­σπα­θεῖ νὰ μᾶς κρύ­ψει αὐ­τὸ τὸ ἁ­πλό­χε­ρα χυ­μέ­νο χρῶ­μα; Πε­θα­μέ­νο χρῶ­μα καὶ μιὰ χάρ­τι­νη πα­τρί­δα…

       Στε­ρε­ώ­νω μὲ ρευ­στὴ κόλ­λα, πά­νω σε χάρ­τι­νο μπλὲ φόν­το, κομ­μά­τια σὲ σχῆ­μα ἀ­στε­ρι­ῶν ἀ­πὸ τὸ ἀ­ση­μό­χαρ­το τῶν πα­κέ­των τῶν τσι­γά­ρων. Βρα­διὰ Χρι­στου­γέν­νων χω­ρὶς ξά­στε­ρο οὐ­ρα­νὸ ποὺ γι­ορ­τά­ζει, πῶς νὰ ὑ­πάρ­ξει; Σω­ρὸς πα­κέ­των ἀ­πὸ τσι­γά­ρα ἔ­χουν μα­ζευ­τεῖ: Ἄ­ρω­μα Κε­ρά­νης, Κα­ρέ­λια, Πα­πα­στρά­τος 5, Ἔ­θνος ἐ­ξαι­ρε­τι­κά, Μα­τσάγ­γος, Santé. Ἀ­πὸ σέρ­τι­κα ἄ­φιλ­τρα ὅ­λα. Ἡ ἀρ­χι­κὴ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α πε­ρι­λαμ­βά­νει τὴν ἀ­πό­σπα­ση καὶ συλ­λο­γὴ τῶν χρή­σι­μων στοι­χεί­ων. Τὸ λε­πτὸ ἀ­λου­μι­νό­χαρ­το ἀ­πο­χω­ρί­ζε­ται μὲ μιὰ λε­πτὴ κί­νη­ση ἀ­πὸ τὸ σχε­δὸν δι­α­φα­νὲς χαρ­τὶ ποὺ κα­λύ­πτει τὴ μιά του πλευ­ρά. Ἡ μυ­ρω­διὰ τῶν τσι­γά­ρων ἔν­το­νη ἀ­κό­μα. Κι ἂς ἔ­χουν πε­ρά­σει μέ­ρες ποὺ φου­μα­ρί­στη­κε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Συ­νή­θεια ὅ­λων τῶν πι­τσι­ρι­κά­δων τὴ στιγ­μὴ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὴ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζουν τὴν λε­πτὴ ἀ­ση­μέ­νια ἐ­πι­φά­νεια στὰ χεί­λη καὶ νὰ ἐκ­φω­νοῦν φω­νή­εν­τα ἢ χει­λι­κὰ σύμ­φω­να βββ, πππ καὶ δι­φθόγ­γους ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον «οὔ». Συν­το­νι­σμὸς σὲ μέ­ταλ­λα καὶ ἄ­γου­ρα χεί­λη. Μιὰ δό­νη­ση ποὺ ἐ­ξα­πλώ­νε­ται σὰν ρί­γος σὲ ὅ­λο το πρό­σω­πο. Ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες ἡ­δο­νές. Μὲ πό­σα λί­γα μπο­ροῦ­σε νὰ χα­ρεῖ κα­νείς…

       Σὲ ἀ­δεια­νοὺς με­γά­λους ντε­νε­κέ­δες ἀ­πὸ τυ­ρὶ ἔ­χου­με μπή­ξει, μέ­σα σὲ χῶ­μα βα­ρὺ μο­λύ­βι, κλα­διὰ ἀ­πὸ πο­ώ­δεις κέ­δρους ποὺ οἱ ξυ­λο­κό­ποι φέρ­νουν ἀ­πὸ τὸ ρου­μά­νι πά­νω στὰ σα­μά­ρια τῶν μου­λα­ρι­ῶν. Ἀν­τι­κρί­ζω τώ­ρα τοὺς κέ­δρους στο­λι­σμέ­νους μὲ πο­λύ­χρω­μες εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς χαλ­κο­μα­νί­ες. Στὰ κλα­διά τους κρέ­μον­ται ἀλ­λο­πρό­σαλ­λα ἀγ­γε­λού­δια ποὺ ἔ­χουν τὸ πρό­σω­πο τῆς Θε­ο­δό­τας. Ἐ­κεί­νης ποὺ ἀ­πο­δό­θη­κε νω­ρὶς στὸ Θε­ό. Τῆς μι­κρῆς συμ­μα­θή­τριας ποὺ στὰ ὀ­κτώ της κά­η­κε μὲ κα­μι­νέ­το ποὺ ἔ­σκα­σε στὰ χέ­ρια της κα­θὼς οἱ γο­νεῖς της ἔ­λει­παν ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Τὸ ρο­δα­λό της πρό­σω­πο στὸ φέ­ρε­τρο δὲν κι­νοῦ­σε κα­μιὰ ὑ­πο­ψί­α γιὰ τὸν θά­να­το ποὺ τὸ κα­τοι­κοῦ­σε. Κι οἱ ξαν­θές της μποῦ­κλες ἔ­παι­ζαν πά­νω στὸ ἤ­ρε­μο πρό­σω­πο μὲ κά­θε σεί­σι­μο τῆς λυγ­μι­κῆς πομ­πῆς… Ἕ­νας ὕ­πνος μο­νά­χα. Ἑ­νὸς ἀ­πρό­σε­χτου μι­κροῦ παι­διοῦ. Τὴν ξα­να­συ­νάν­τη­σα αὐ­τὴ τὴ μορ­φὴ πολ­λὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα στὰ πό­δια τῆς «Μαν­τό­να Σιξ­τί­να» τοῦ Ρα­φα­ὴλ στὴν Πι­να­κο­θή­κη τῆς Δρέσ­δης. Ἑ­ξήν­τα χρό­νια νω­ρί­τε­ρα ἄν­θρω­ποι καί­γον­ταν κι ἐ­κεῖ σε ὑ­πό­γεια, στὶς ὄ­χθες καὶ τὰ νε­ρὰ τοῦ Ἔλ­βα, ὅ­πως ἡ Θε­ο­δό­τα. Ἀ­νύ­πο­πτοι, σι­ω­πη­λοί, ἀ­πελ­πι­στι­κὰ μό­νοι κι ἀ­βο­ή­θη­τοι…

       Ἂν λά­βεις ὑ­πό­ψη πὼς τὰ πυ­κνὰ καὶ ἀ­τί­θα­σα κλα­διὰ τοῦ κέ­δρου σ’ ἔ­χουν πρω­τύ­τε­ρα ἀγ­κα­θί­σει ὕ­που­λα καὶ ἀ­λύ­πη­τα, σὲ κά­θε προ­σπά­θεια νὰ τὸν στο­λί­σεις, αὐ­τὸ ποὺ βλέ­πεις εἶ­ναι χω­ρὶς κα­μιὰ ἀμ­φι­βο­λί­α ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο γιὰ κλά­μα­τα. Δί­πλα ἡ με­γά­λη σχο­λι­κὴ φάτ­νη κα­λυμ­μέ­νη —μὲ τί ἄλ­λο;— μπλὲ κό­λα καὶ τοῦ­φες ἀ­πὸ βαμ­βά­κι ποὺ ὑ­πο­δύ­ον­ται μὲ ἀ­πελ­πι­στι­κὸ τρό­πο τὸ χι­ό­νι. Μὲ ξύ­λι­νες χει­ρο­λα­βὲς μπρὸς πί­σω σὰν φο­ρεῖ­ο, ἕ­τοι­μη γιὰ με­τα­φο­ρὰ ἀ­πὸ σπί­τι σὲ σπί­τι στὰ χέ­ρια τῶν παι­διῶν. Φω­τί­ζε­ται μὲ λαμ­πά­κι ποὺ φέγ­γει μὲ μιὰ κρυμ­μέ­νη πί­σω ἀ­πὸ τὸ πα­χνὶ τῶν ζώ­ων μπα­τα­ρί­α Berec. Ἀ­πὸ τὶς ἑ­φτὰ τὸ πρω­ὶ ἡ κου­στω­δί­α τοῦ σχο­λεί­ου περ­νᾶ μὲ τὴ σει­ρὰ τὶς γει­το­νι­ές:

Χι­ό­νια στὸ καμ­πα­να­ριὸ

ποὺ Χρι­στού­γεν­να ση­μαί­νει

       Στὰ σπί­τια μὲ πρό­σφα­τα πέν­θη σε­βα­σμός, κα­τε­βα­σμέ­νο κε­φά­λι, σιω­πη­λὴ ἀ­πο­χώ­ρη­ση. Τὰ γνω­ρί­ζου­με ἕ­να πρὸς ἕ­να αὐ­τά. Τὰ σπί­τια «τῶν λυ­πη­μέ­νων»… Ἀλ­λὰ ξέ­ρου­με καὶ τὰ σπί­τια ὅ­που οἱ ἄν­θρω­ποί τους δὲν εἶ­ναι σὲ θέ­ση ν’ ἀ­κοῦ­νε πιὰ μή­τε τὶς φω­νὲς τῶν ἀγ­γέλ­λων οὔ­τε τὶς δι­κές μας, ἀ­φοῦ τὸ στοι­χει­ὸ τῆς ἀ­που­σί­ας καὶ τῶν ἀ­πο­χω­ρι­σμῶν κά­νει κου­μάν­το μέ­σα τους. Ἡ λύ­πη κι ἐ­κεῖ ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα σὰν οἰ­κό­ση­μο. Τὰ ρό­πτρα ἀ­ρα­χνι­α­σμέ­να, ἀ­κού­νη­τα και­ρό. Ὁ σύρ­της πε­ρα­σμέ­νος μὲ ἀ­σφά­λεια στὴ θέ­ση του. Στὸ σπί­τι τῆς χή­ρας Κούλ­κως βρί­σκου­με ξαφ­νι­α­σμέ­νοι τὸ δι­ά­δη­μα τοῦ Χά­ρου: τὸ κα­πά­κι ἀ­πὸ τὸ σα­νι­δέ­νιο φέ­ρε­τρο, ποὺ κα­τα­σκεύ­α­σε ὁ Ντά­φας δε­ξιὸς ψάλ­της τῆς ἐκ­κλη­σιᾶς καὶ μα­ραγ­κὸς κα­τὰ κύ­ριο ἐ­πάγ­γελ­μα. Τό ’­χει ντύ­σει μὲ μαῦ­ρο πα­νὶ κι ἔ­χει στε­ρε­ώ­σει ἐ­πά­νω τα ἀ­πα­ραί­τη­τα θρη­σκευ­τι­κὰ σύμ­βο­λα μὲ λε­πτὲς λευ­κὲς ται­νί­ες. Ἀ­πὸ και­ρὸ τὰ ση­μά­δια τῆς ἀρ­ρώ­στιας τῆς μο­νά­κρι­βης θυ­γα­τέ­ρας εἶ­χαν ἀ­πελ­πί­σει για­τροὺς καὶ συγ­γε­νεῖς. Καὶ νὰ ποὺ ἡ μέ­ρα ἔ­φτα­σε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα. Δὲν ἔ­χει κλεί­σει τὰ εἰ­κο­σι­πέν­τε. Πέν­τε ἀ­πὸ μᾶς θὰ χρεια­στεῖ μὲ ἐν­το­λὴ τοῦ δα­σκά­λου νὰ συ­νο­δέ­ψουν τὴν νε­κρὴ μέ­χρι τὴν ἐκ­κλη­σιὰ καὶ τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο ὡς ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα. Ἐ­πί­γεια Σε­ρα­φεὶμ καὶ Χε­ρου­βεὶμ ἀ­πο­σβο­λω­μέ­να μπρο­στὰ στὸ θρῆ­νο τῆς μά­νας. Πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων καὶ μιὰ νέ­α γυ­ναί­κα ντυ­μέ­νη τὸ νυ­φι­κό της κοι­μᾶ­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα ἐ­κεί­νου ποὺ τὰ βλέ­πει ὅ­λα κά­τω ἀ­πὸ τὸ σκο­τει­νὸ τροῦ­λο. Εἶ­ναι βα­θὺ σού­ρου­πο ὅ­ταν ἔ­χουν τε­λει­ώ­σει ὅ­λα…

       Ξα­νὰ στὸ σχο­λεῖ­ο. Νύ­χτα. Ἡ πα­ρω­δί­α χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κου δέν­τρου, ἔν­θεν καὶ ἔν­θεν της σκη­νῆς, μέ­σα σὲ βά­σεις τυ­λιγ­μέ­νες μὲ τὸ ἀ­πα­ράλ­λα­χτο μπλέ. Ἡ σχο­λι­κὴ γι­ορ­τὴ ποὺ ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μὴ ἀρ­χι­νᾶ. Τὸ πο­δο­βο­λη­τὸ τῶν νη­πί­ων πί­σω ἀ­πὸ τὴ σκη­νή. Ἡ μα­δη­μέ­νη φάτ­νη. Τὰ πα­ρά­φω­να τρα­γού­δια ἀ­πὸ τὶς παι­δι­κὲς φω­νές. Δὲν ἀρ­γεῖ τὸ γέ­λιο ν’ ἀν­θί­σει στὰ πρό­σω­πα καὶ σὰν με­τα­δο­τι­κὸ ἐ­ξάν­θη­μα νὰ ἐ­ξα­πλω­θεῖ μιὰ ἔ­ξα­ψη πά­νω τους. Τὰ ἀ­να­πό­φευ­κτα λά­θη, οἱ στρα­βο­τι­μο­νι­ὲς τῆς θε­α­τρι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, οἱ ξε­χα­σμέ­νοι στί­χοι τῶν ποι­η­μά­των ποὺ ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ πα­ρα­λεί­πον­ται, ἡ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α γιὰ τὶς δε­κα­πέν­τε μέ­ρες σχό­λης ποὺ ἔρ­χον­ται. Ἡ χαρ­μο­λύ­πη. Τὸ χον­τρὸ ἀ­στεῖ­ο της ψεύ­τρας ζω­ῆς. Καὶ μιὰ ξύ­λι­νη σόμ­πα στὸ μέ­σον της αἴ­θου­σας ὅ­που πά­νω της ἔ­χουν ξε­χα­στεῖ λί­γες φλοῦ­δες πορ­το­κά­λι. Τὸ χι­ό­νι ποὺ πέ­φτει ψι­θυ­ρι­στὰ ἔ­ξω καὶ σκε­πά­ζει τώ­ρα ἐ­κεί­νην μὲ τὸ νυ­φι­κὸ στὰ φρε­σκο­σκαμ­μέ­να χώ­μα­τα.

       Ὅ­ταν ὁ δά­σκα­λος μοι­ρά­ζει μέ­σα σὲ χει­ρο­κρο­τή­μα­τα τὰ φτω­χι­κὰ δῶ­ρα ποὺ κλη­ρώ­νον­ται κι ὕ­στε­ρα τὴ συγ­κεν­τρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ συγ­κο­μι­δὴ ἀ­πὸ τὰ κά­λαν­τα: πορ­το­κά­λια, μαν­τα­ρί­νια, κα­ρύ­δια, μύ­γδα­λα, φι­στί­κια, ξε­ρὰ σύ­κα, μῆ­λα, κά­στα­να ὡς καὶ χα­ρού­πια, κά­τι ἀ­νά­με­σά σε «Δεῦ­τε τε­λευ­ταῖ­ον ἀ­σπα­σμὸν» ἢ «Δι­ε­μοι­ρά­σαν­το…» καὶ «Κα­λὴν ἑ­σπέ­ραν ἄρ­χον­τες…» σὰ νὰ μοῦ σι­γο­μουρ­μου­ρί­ζει ἡ σκλη­ρὴ ἐ­δῶ πά­νω βι­ω­τὴ μὲ κεῖ­νο τὸ μπλέ της, ποὺ μέ­σα του πέ­φτουν καὶ σκο­τώ­νον­ται ὅ­λα τα χρώ­μα­τα, θυ­μί­ζον­τάς μου τὸ «Δυ­ὸ πόρ­τες ἔ­χει ἡ ζω­ὴ» κι ὅ­που βέ­βαι­ά τα παι­διὰ μπαι­νο­βγαί­νουν «μὲ ἐ­λευ­θέ­ρας».



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ δι­η­γη­μά­των Ἐ­πο­χι­α­κὸς Δι­α­νο­μέ­ας (ἐκδ. Πα­νο­πτι­κόν, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2013).

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμους (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι, «Δι­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­ας (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ὸ δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙ, Ἡ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Κων­σταν­τῖ­νος Παλαιολόγος: Ὁ αἰ­ω­νό­βιος


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


αἰ­ω­νό­βιος


ΤΑΝ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ νὰ γρά­ψει τὰ ἀ­πο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, τὸ ἔ­κα­νε με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρι­μη σκέ­ψη, ἄλ­λω­στε σὲ λί­γους μῆ­νες θὰ ἔ­κλει­νε τὰ 70 καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι δὲν εἶ­χε και­ρὸ γιὰ χά­σι­μο. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες μιᾶς ζω­ῆς ἄρ­χι­σαν νὰ ξε­πη­δοῦν σὰν χεί­μαρ­ρος πά­νω στὸ χαρ­τί· ἔ­γρα­φε μὲ τέ­τοι­ο ρυθ­μὸ ὥ­στε μέ­σα σὲ τρεῖς μῆ­νες ἔ­φτα­σε στὸ πα­ρόν (του).

        Ὁ κύ­ριος Βα­σί­λης, ὅ­μως, εἶ­χε γλυ­κα­θεῖ ἀ­πὸ τὸ ἐ­θι­στι­κὸ με­θύ­σι τῆς αὐ­το­μυ­θο­πλα­σί­ας. Οἱ τρεῖς μῆ­νες τοῦ εἶ­χαν φα­νεῖ λί­γοι· τὸ χέ­ρι του δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­φή­σει τὸ μπλὲ Bic στυ­λό. Ἄρ­χι­σε, λοι­πόν, νὰ γρά­φει γιὰ τὰ μελ­λού­με­νά του, ὄ­χι ὅ­μως ἐν εἴ­δει προ­φη­τεί­ας, πα­ρὰ ἐν εἴ­δει βι­ώ­μα­τος.

        Συ­νέ­χι­σε μὲ τὸν ἴ­διο φρε­νή­ρη ρυθ­μὸ γιὰ ἄλ­λους τρεῖς μῆ­νες, ὅ­ταν καὶ πέ­θα­νε (πολ­λοὶ εἶ­παν ὅ­τι τὸν ἐ­ξάν­τλη­σε ἡ πυ­ρε­τώ­δης συγ­γρα­φή), κα­τα­φέρ­νον­τας νὰ γί­νει, ἔ­τσι, ὁ πρῶ­τος ἄν­θρω­πος ποὺ ἔ­ζη­σε 101 χρό­νια ἂν καὶ πέ­θα­νε στὰ 70 του.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Ἀλεξάνδρα Μυλωνᾶ: (Φανταστικὲς ἱστορίες) “Τὸ φλαμίγκο”


Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


(Φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες)

Τὸ «φλα­μίγ­κο»

 

ΥΣΟΥΣΕ ἕ­να μι­­κρὸ ἀ­ε­ρά­κι ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα τοῦ με­ση­με­ριοῦ καὶ τὸ ρὸζ «φλα­μίγ­κο» ὅ­λο καὶ ξε­μά­κραι­νε. Κα­νεὶς δὲν νοι­α­ζό­ταν ὅ­μως. Μο­χί­το καὶ μπί­ρες, μου­σι­κὴ δυ­να­τὴ ἀ­πὸ τὰ ἠ­χεῖ­α, γέ­λια καὶ φω­νές, ἡ ζω­ὴ στὴν πα­ρα­λί­α συ­νε­χι­ζό­ταν στὸν ξέ­φρε­νο ρυθ­μὸ τοῦ κα­λο­και­ριοῦ φο­ρών­τας μαῦ­ρα γυα­λιὰ ἡ­λί­ου. Ποι­ός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ πραγ­μα­τι­κά τὸ φου­σκω­τὸ παι­χνί­δι νὰ ξα­νοί­γε­ται στὴ θά­λασ­σα κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, νὰ κά­νει κά­τι γιὰ νὰ ἀ­να­κό­ψει τὴν πο­ρεί­α του;

        Ἡ μι­κρὴ Ἀ­λί­α ὅ­μως ἤ­ξε­ρε πὼς εἶ­χε γλι­τώ­σει τὸ «φλα­μίγ­κο» ἀ­πὸ τὸν θό­ρυ­βο τοῦ beach bar καὶ τὴν ἐ­νο­χλη­τι­κὴ βρεγ­μέ­νη ἄμ­μο ποὺ κολ­λοῦ­σε στὴν κοι­λιά. Κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, πὼς εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει κου­λου­ρι­α­σμέ­νη στὸν λαι­μό του νὰ ξε­κι­νή­σει μα­ζί του τὸ με­γά­λο τα­ξί­δι πα­ρὰ τὸν φό­βο ποὺ εἶ­χε πὼς οἱ τω­ρι­νοὶ σύμ­μα­χοί τους, ὁ ἀ­έ­ρας, ὁ ἥ­λιος καὶ τὸ θα­λασ­σι­νὸ νε­ρὸ ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ γί­νον­ταν θα­νά­σι­μοι ἐ­χθροί. Τὸ μό­νο ποὺ ἤ­θε­λε ἦ­ταν νὰ συ­νε­χι­στεῖ αὐ­τὸ τὸ ἡ­δο­νι­κὸ λί­κνι­σμα στὸ κύ­μα μέ­χρι τέ­λους· μέ­χρι νὰ φτά­σουν στὸν ὁ­ρί­ζον­τα…

        «Κα­λέ, μή­πως εἴ­δα­τε που­θε­νά τὸ παι­δί;», ρώ­τη­σε κά­ποι­α στιγ­μὴ κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὴν πα­ρέ­α πα­ρα­πα­τών­τας.

        (Γιὰ τὸ «φλα­μίγ­κο» κα­μιὰ ἐ­ρώ­τη­ση – ποι­ὸς με­γά­λος νοι­ά­ζε­ται γιὰ ἕ­να παι­χνί­δι;)



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος τῆς Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, τοῦ Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Ἐργάζεται ὡς φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο. Τελευταῖο της βιβλίο Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020),

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/ )

Rafael Barret: Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή



Ραφαὲλ Μπάρρετ (Rafael Barret)


Πτῶ­μα ἕ­τοι­μο γιὰ τα­φή

(De cuerpo presente)


ΑΝΩ ΣΤΟ ΒΡΩΜΙΚΟ κρεβ­βά­τι βρι­σκό­ταν τὸ σῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα, θύ­μα­τος σα­ράν­τα χρό­νια κα­τσα­ρο­λι­ῶν καὶ σκού­πας. Στὸ μι­κρὸ δω­μά­τιο μπαι­νό­βγαι­ναν κλα­μέ­νες οἱ κό­ρες. Παι­δά­κια κά­θε ἡ­λι­κί­ας, σχε­δὸν κου­ρε­λι­ά­ρι­κα καὶ ξε­χτέ­νι­στα, ἔ­τρε­χαν πα­ρα­σύ­ρον­τας τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο, μιὰ κου­λου­ρι­α­σμέ­νη γριὰ κρα­τοῦ­σε ἕ­να κομ­πο­σκοί­νι ἀ­νά­με­σα στὰ ξυ­λώ­δη δά­χτυ­λά της. Ὁ θό­ρυ­βος τῆς πό­λης κα­τέ­φτα­νε σὰν τὸ συγ­κε­χυ­μέ­νο βου­η­τὸ ποὺ ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πὸ κά­ποι­α ἄ­βυσ­σο καὶ τὸ ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο φῶς, σκορ­πι­σμέ­νο ἑ­κα­τὸ φο­ρὲς πά­νω σὲ μι­σογ­κρε­μι­σμέ­νους τοί­χους, γλί­στρα­γε νω­θρὰ στὰ χι­λι­ο­χτυ­πη­μέ­να ἔ­πι­πλα.

       Ἀ­κο­λου­θών­τας τὴν κλί­ση τοῦ σπα­σμέ­νου πα­τώ­μα­τος, κυ­λοῦ­σαν ἀμ­φι­βό­λου σύ­στα­σης ὑ­γρά, νε­ρὰ βρώ­μι­κα. Ἕ­να τρα­πέ­ζι χω­ρὶς τρα­πε­ζο­μάν­τη­λο, ὅ­που ὑ­πῆρ­χαν μπου­κα­λά­κια ἀ­πὸ φάρ­μα­κα ἀ­να­κα­τε­μέ­να μὲ λι­γδι­α­σμέ­να πιά­τα, τα­ρα­κου­νι­ό­ταν στὸ διά­βα τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ ἔ­δει­χνε νὰ τρί­ζει καὶ νὰ βογ­κά­ει. Ὅ­λα ἦ­ταν ἀ­τα­ξί­α καὶ μι­ζέ­ρια. Ἡ δό­να Φραν­θί­σκα, ἡτ­τη­μέ­νη, κει­τό­ταν ἀ­κί­νη­τη.

       Εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει δυ­να­τὴ καὶ θαρ­ρα­λέ­α. Εἶ­χε τρα­γου­δή­σει στὸν ἥ­λιο, πλέ­νον­τας κάλ­τσες καὶ που­κά­μι­σα. Εἶ­χε πλύ­νει πλά­κες, πι­ρού­νια, κου­τά­λια καὶ μα­χαί­ρια δη­μι­ουρ­γών­τας μιὰ ἀ­πο­λαυ­στι­κὴ σπι­τι­κιὰ φα­σα­ρί­α. Εἶ­χε σκου­πί­σει νι­κη­φό­ρα. Εἶ­χε θρι­αμ­βεύ­σει στὴν κου­ζί­να, μπρο­στά σε σει­ό­με­να τη­γά­νια, δί­νον­τας ξυ­λι­ὲς στὰ λαί­μαρ­γα παι­διά. Εἶ­χε γεν­νή­σει καὶ με­γα­λώ­σει γυ­ναῖ­κες σὰν αὐ­τή, πει­σμα­τά­ρες καὶ χα­ρού­με­νες. Εἶ­χε στὸ τέ­λος ὑ­πο­κύ­ψει, για­τί οἱ ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες μπρο­στὰ στὴν ἀ­δυ­σώ­πη­τη φύ­ση.

       Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς της ἡ δό­να Φραν­θί­σκα πά­χυ­νε καὶ πέ­τα­ξε μου­στά­κι. Ἕ­να μου­στα­κά­κι μαῦ­ρο καὶ στιλ­πνό, ποὺ προ­σέ­δι­δε στὸ γέ­λιο τῆς κα­λῆς γυ­ναί­κας κά­τι τὸ ψευ­το­τρο­μα­κτι­κὸ καὶ χα­ρι­τω­μέ­να πο­λε­μι­κό. Τὰ κόκ­κι­να καὶ κον­τό­χον­τρα χέ­ρια της, γε­ρὰ καὶ ἡ­λι­ο­κα­μέ­να, ἔ­γι­ναν πιὸ τρα­χιά. Ἡ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ νο­η­μο­σύ­νη της ἀμ­βλύν­θη­κε καὶ ἔ­γι­νε ἐ­πί­μο­νη. Καὶ μιὰ νύ­χτα ἔ­πε­σε ἀ­πὸ ἕ­να ἐγ­κε­φα­λι­κὸ ἐ­πει­σό­διο, ὅ­πως πέ­φτει ἕ­να βό­δι χτυ­πη­μέ­νο ἀ­πὸ ρό­πα­λο.

       Κα­θὼς κυ­λοῦ­σαν οἱ ἀ­τέ­λει­ω­τες μέ­ρες ποὺ ἀρ­γο­πέ­θαι­νε, τὸ ρά­ψι­μο ἐγ­κα­τα­λεί­φτη­κε, οἱ κό­ρες τρο­μαγ­μέ­νες δὲν ἀ­σχο­λοῦν­ταν πιὰ πα­ρὰ μό­νο μὲ τὸ νὰ πα­ρα­τη­ροῦν τὴν ὄ­ψη τῆς ἑ­τοι­μο­θά­να­της καὶ νὰ κα­τα­σκο­πεύ­ουν τὰ βή­μα­τα τοῦ θα­νά­του. Οἱ σκο­τει­νὲς ἐ­χθρι­κὲς δυ­νά­μεις τοῦ φτω­χοῦ, αὐ­τὲς οἱ κα­κό­βου­λες ποὺ κη­λι­δώ­νουν, ἀ­πο­δο­μοῦν καὶ προ­κα­λοῦν σή­ψη, αὐ­τὲς οἱ φορ­τι­κὲς καὶ ἐ­λε­ει­νές, κα­τέ­λα­βαν τὸ σπι­τι­κὸ καὶ ἀ­πο­λάμ­βα­ναν τὸ πτῶ­μα τῆς δό­να Φραν­θί­σκα.

       Οἱ ὧ­ρες, οἱ μο­νό­το­νες ὧ­ρες, ἀ­δι­ά­φο­ρες, ἴ­δι­ες, ἔ­φτα­ναν δι­α­δο­χι­κὰ καὶ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ μί­ζε­ρο δω­μα­τιά­κι, περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ πτῶ­μα τῆς δό­νια Φραν­θί­σκα καὶ ἐ­πέ­τρε­παν νὰ κυ­λή­σουν πά­νω σε ἐ­κεί­νη τὴ με­λαγ­χο­λί­α, ἡ με­λαγ­χο­λί­α τοῦ σού­ρου­που καὶ τὸ κου­βά­ρι ἀ­πὸ σκι­ὲς ποὺ δέ­νει τὸν ὕ­πνο μὲ τὴ λή­θη. Τὰ παι­δά­κια, χορ­τα­σμέ­να ἀ­πὸ παι­χνί­δι, σι­γὰ σι­γὰ κοι­μή­θη­καν. Οἱ γυ­ναῖ­κες, κα­θι­σμέ­νες στὶς γω­νι­ές, μᾶλ­λον προ­σεύ­χον­ταν. Ἡ γριά, πάν­τα κου­λου­ρι­α­σμέ­νη, ἦ­ταν στὸ σκο­τά­δι σὰν ἄλ­λο πτῶ­μα ποὺ εἶ­χε ἀ­νοι­χτά τα μά­τια.

       Μιὰ ἀ­πὸ τὶς γυ­ναῖ­κες ση­κώ­θη­κε σὲ λί­γο καὶ ἄ­να­ψε ἕ­να κε­ρί. Με­τὰ γύ­ρι­σε πρὸς τὴ νε­κρὴ καὶ κοκ­κά­λω­σε. Κά­τω ἀ­πὸ τὴν πλα­κου­τσω­τὴ μύ­τη τῆς δό­να Φραν­θί­σκα ἡ γραμ­μὴ τοῦ μου­στα­κιοῦ γι­νό­ταν ἐν­το­νό­τε­ρη. Τὸ μῆ­κος τῆς κά­θε τρί­χας εἶ­χε δι­πλα­σια­στεῖ καὶ με­ρι­κὲς ἄγ­γι­ζαν πιὰ τὰ πρα­σι­νω­πὰ μά­γου­λα τῆς γεν­ναι­ό­ψυ­χης μά­νας.

       — Στοὺς ἄν­δρες συ­νή­θως με­γα­λώ­νουν τὰ γέ­νια – μουρ­μού­ρι­σε ἡ γριά.

       Ἡ σι­ω­πὴ σκέ­πα­σε ξα­νὰ σὰν ἕ­να σά­βα­νο τὴ θλι­βε­ρὴ σκη­νή. Ἡ φλό­γα τοῦ κε­ριοῦ τρε­μό­παι­ζε ἀλ­λό­κο­τα κά­νον­τας συν­θέ­σεις ἀ­πὸ σκι­ὲς νὰ χο­ρεύ­ουν στοὺς τοί­χους τῆς κά­μα­ρας. Κου­βα­ρι­α­σμέ­νες καὶ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νες οἱ γυ­ναῖ­κες κοι­μόν­ταν, βυ­θί­ζον­τας τὰ μα­ρα­μέ­να μέ­τω­πά τους στὰ κύ­μα­τα τῆς νύ­χτας. Οἱ ὧ­ρες πέρ­να­γαν καὶ τὸ μου­στά­κι τῆς δό­να Φραν­θί­σκα συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει.

       Κά­που-κά­που ἀ­να­ση­κω­νό­ταν κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς κό­ρες καὶ ἐ­ξέ­τα­ζε προ­σε­κτι­κά τὸ πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο πρό­σω­πο τῆς μη­τέ­ρας της ὅ­πως ἐ­ξε­τά­ζον­ται προ­σε­κτι­κά τὰ στοι­χειὰ ἑ­νὸς ἐ­φιά­λτη. Τὰ μι­κρά, μὲ φτε­ρου­γί­σμα­τα που­λι­ῶν ποὺ ὀ­νει­ρεύ­ον­ται, τραν­τά­ζον­ταν ἀ­κα­τά­στα­τα. Τὸ κε­ρὶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ταν. Στὴν πρη­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­κρου­στι­κὴ δό­να Φραν­θί­σκα, συ­νέ­χι­ζε νὰ με­γα­λώ­νει ἐ­κεῖ­νο τὸ φο­βε­ρὸ μου­στά­κι ποὺ με­τὰ τὸ θά­να­τό της τῆς ἄλ­λα­ζε τὸ φύ­λο.

       Ὅ­ταν ἡ χλω­μὴ καὶ πα­γω­μέ­νη αὐ­γὴ γλί­στρη­σε στὸ φτω­χι­κὸ δω­μά­τιο καὶ οἱ δυ­στυ­χι­σμέ­νοι ξύ­πνη­σαν ξυ­λι­α­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὸ κρύ­ο, ἀν­τίκρυ­σαν πά­νω στὴν ἀ­πο­συν­θε­μέ­νη σάρ­κα τῆς δό­νας Φραν­θί­σκα κά­τι τε­ρά­στια γου­ρου­νί­σια καὶ μα­ρα­μέ­να μου­στά­κια ποὺ τῆς ἔ­δι­ναν μιὰ ὄ­ψη ἀ­πο­κε­φα­λι­σμέ­νου σὲ κέ­ρι­νο ὁ­μοί­ω­μα.

       Τό­τε τὸ μι­κρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ δι­α­βο­λά­κια ἔ­σκα­σε στὸ γέ­λιο, ἕ­να γέ­λιο τρε­λὸ ποὺ ξε­πή­δη­σε σὲ πί­δα­κα σὰν ἀ­πὸ μιὰ ἄ­γρια πη­γή· ἡ γριὰ ἀποκαλύφθηκε σὰν ἕ­να πλη­για­σ­μέ­νο ἀγρίμι καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες δὲν ἄν­τε­ξαν ἄλ­λο καὶ γέ­λα­σαν σὰν κά­ποι­ος ποὺ οὐρ­λιά­ζει καὶ ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­νε­ξάν­τλη­τα γέ­λια, ἀν­τη­χών­τας στὰ σω­θι­κὰ τοῦ πάμ­φτω­χου σπι­τι­κοῦ, προ­κα­λοῦ­σαν χα­μό­γε­λα σὲ αὐ­τοὺς ποὺ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ δρό­μο.



Πηγή: Cuentos breves, 1911:

https://ciudadseva.com/autor/rafael-barrett/cuentos/

Ρα­φα­ὲλ Μπάρ­ρετ (Rafael Barret). Γεν­νή­θη­κε στὴν Τορ­ρε­λα­βέγ­κα τῆς Καν­τά­βρια (Ἱ­σπα­νί­α) τὸ 1876 καὶ πέ­θα­νε στὴν Ἀρ­κα­σὸν (Γαλ­λί­α) τὸ 1910. Ὑ­πῆρ­ξε μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ του ἔρ­γου πα­ρή­χθη στὴν Πα­ρα­γουά­η, για­υτὸ καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ δι­α­κε­κρι­μέ­νη φι­γού­ρα τῆς πα­ρα­γουα­νῆς λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στὸς γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά του καὶ τὰ δο­κί­μιά του, βα­θέ­ως φι­λο­σο­φι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου, πα­ρά­δειγ­μα ἑ­νὸς βι­τα­λι­σμοῦ ποὺ ἦ­ταν κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο πρό­δρο­μος τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ. Γνω­στὲς εἶ­ναι ἐ­πί­σης οἱ φι­λο­σο­φι­κὸ-πο­λι­τι­κές του θέ­σεις ὑ­πὲρ τοῦ ἀ­ναρ­χι­σμοῦ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Χρη­στά­κου Βα­σι­λι­κή. Ἰ­α­τρὸς καρ­δι­ο­λό­γος καὶ ἀ­ρι­στοῦ­χος ἀ­πό­φοι­τος τοῦ τμή­μα­τος Ἱ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ Πο­λι­τι­σμὸς τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­χτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Με­τα­φρά­ζει λο­γο­τε­χνί­α ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα.



		

	

Ἰάσονας Μικρώνης: Ἡ ποινὴ


Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώνης


Ἡ ποι­νὴ


ΑΞΙΔΕΥΩ μὲ τὸ ὑ­πε­ρω­κε­ά­νιο «Βι­κτω­ρί­α». Εἶ­μαι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ χα­ρού­με­νος, πλέ­ω σὲ πε­λά­γη εὐ­τυ­χί­ας, για­τί κα­τά­φε­ρα ἐ­πι­τέ­λους ν’ ἀ­φή­σω πί­σω τὴν πα­λιά μου ζω­ή, νὰ ξε­φύ­γω ἀ­π’ ὅ­λους κι ἀ­π’ ὅ­λα, νὰ βά­λω πλώ­ρη γιὰ μιὰ νέ­α ἀρ­χή. Οὔ­τε ποὺ ξέ­ρω σὲ ποι­ό λι­μά­νι θὰ κα­τα­λή­ξου­με, μὰ οὔ­τε ποὺ ρώ­τη­σα κι οὔ­τε καὶ ποὺ μὲ νοιά­ζει. Μοῦ ἀρ­κεῖ ν’ ἀ­να­κου­φί­ζο­μαι στὴ σκέ­ψη πὼς θὰ πά­ψει πιὰ νὰ ἠ­χεῖ στ’ αὐ­τιά μου ἡ γλώσ­σα μου· ὅ­λα τὰ λό­για θὰ μέ­νουν στὸ νέ­ο τό­πο με­τέ­ω­ρα, ἀ­κω­δι­κο­ποί­η­τα, κε­νά· κα­μιὰ κα­κεν­τρέ­χεια, κα­νέ­νας ψό­γος καὶ κα­νεὶς ψι­θυ­ρι­σμὸς πιὰ δὲ θὰ μ’ ἀγ­γί­ζει.

        Οἱ μέ­ρες μου ἐν πλῶ εἶ­ναι μα­κά­ρι­ες κι ἀ­νέ­φε­λες. Ὁ­ρι­ζον­τι­ω­μέ­νος τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες στὸ στε­νὸ κρε­βά­τι τῆς ἰ­δι­ω­τι­κῆς μου καμ­πί­νας, δι­α­βά­ζω καὶ ξα­να­δι­α­βά­ζω τὰ ἀ­γα­πη­μέ­να μου ἀ­να­γνώ­σμα­τα κρα­τών­τας στὸ πλά­ι ση­μει­ώ­σεις κι ὑ­πο­γραμ­μί­ζον­τας τὰ πιὸ ση­μαν­τι­κά. Τὸ με­ση­με­ρά­κι ἀ­νε­βαί­νω μὲ τὸ πά­σο μου στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο: ἔ­χω ἐ­ξα­σκή­σει τὸ στο­μά­χι μου ἔ­τσι ποὺ νὰ μὴ ζη­τά­ει πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἕ­να γεῦ­μα ἡ­με­ρη­σί­ως. Ἂν καὶ τὸ πλή­ρω­μα με­τρᾶ με­ρι­κὲς δε­κά­δες ἀν­θρώ­πους, ἐ­γὼ ἔ­χω κα­τα­φέ­ρει μέ­σα σὲ ὅ­λο ἐ­τοῦ­το τὸ δι­ά­στη­μα νὰ τοὺς μά­θω ὅ­λους τους μὲ τὰ μι­κρά. Κι εἶ­ναι μά­λι­στα ὅ­λοι τους πρό­θυ­μοι, ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ξέ­ρουν πὼς οἱ δρό­μοι μας ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ χω­ρί­σουν, νὰ μοῦ μι­λή­σουν μὲ τὸ κα­λη­μέ­ρα γιὰ τοὺς κα­η­μοὺς καὶ γιὰ τὰ ὄ­νει­ρα ποὺ πνί­γουν στὴ στε­ριά.

        Ὅ­ταν τὸ μυα­λό μου θο­λώ­νει ἀ­π’ τὴν πολ­λὴ με­λέ­τη, ξε­πορ­τί­ζω ὣς τὸ κα­τά­στρω­μα γιὰ νὰ ξε­μου­διά­σουν τὰ ἄ­κρα μου καὶ γιὰ νὰ τα­ΐ­σω μὲ τὶς χοῦ­φτες μου ἀ­πο­φά­για τὰ γλα­ρο­πού­λια.

        Μιὰ τέ­τοι­α μέ­ρα ἔρ­χε­ται ὁ Στέρ­γιος —ἕ­να ὀρ­φα­νὸ πού ‘χει ἐ­πι­φορ­τι­σθεῖ μὲ ἕ­να καὶ μο­να­δι­κὸ κα­θῆ­κον, νὰ τρί­βει ἀ­δι­α­κό­πως, μὲ μιὰ εἰ­δι­κὴ βούρ­τσα, ὅ­λες τὶς κου­πα­στὲς— καί, τρα­βών­τας με ἀ­π’ τὸ μα­νί­κι, μοῦ λέ­ει:

        «Μπάρ­μπα, ἐ­κεῖ­νος ἐ­κεῖ ὁ μπάρ­μπας εἶ­ναι ἀ­π’ τὰ μέ­ρη σου. Τό­νε ξέ­ρεις;»

        Εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­τρας τῆς ἡ­λι­κί­ας μου: ψη­λός, βλο­συ­ρός, εὐ­ρύ­στερ­νος καὶ σμι­χτο­φρύ­δης. Μὲ κοι­τᾶ κι ἐ­κεῖ­νος ἐ­τα­στι­κὰ ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ κα­τα­στρώ­μα­τος.

        «Μὰ πῶς δὲν τὸν ξέ­ρω», λέ­ω ἀ­μέ­σως τοῦ μι­κροῦ καὶ τοῦ ἀ­φή­νω ἕ­να κέρ­μα στὴν ἁ­πλω­μέ­νη του πα­λά­μη, δι­πλα­σι­ά­ζον­τάς του ἔ­τσι καὶ τὸ μπο­να­μά: στοί­χη­μα τὸ πά­ω πὼς τὸ ὀρ­φα­νό, μ’ αὐ­τὸ τὸ λαν­θά­νον ἐ­πι­χει­ρη­μα­τι­κὸ δαι­μό­νιο ποὺ τὸ δέρ­νει, κα­τά­φε­ρε ν’ ἀ­φαι­μά­ξει πρῶ­τα καὶ τὸν συν­το­πί­τη μου τσιμ­πών­τας κι ἀ­πὸ ‘κεῖ τὸ εὐ­ρου­λά­κι του.

        Χω­ρὶς νὰ χά­νω χρό­νο, κι­νῶ πρὸς τὸ με­ριὰ τοῦ ἄν­τρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος φαί­νε­ται πάν­τως νὰ δυ­σκο­λεύ­ε­ται ἀ­κό­μα στὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση καὶ νὰ τὰ ἔ­χει ὀ­λί­γον τί χα­μέ­να.

        «Ἀρ­γύ­ρη», τοῦ λέ­ω, ἀ­φοῦ μει­ώ­σω τὴ με­τα­ξὺ μας ἀ­πό­στα­ση ἀρ­κε­τά.

        «Ρὲ σύ», μοῦ φω­νά­ζει κι αὐ­τός, «ἐ­σὺ δὲν εἶ­σαι;». Ἡ φω­νή του, ἔ­τσι τσα­κι­σμέ­νη καὶ σπη­λαι­ώ­δης ποὺ εἶ­ναι, σὲ τί­πο­τα δὲ θυ­μί­ζει ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πεί­θαρ­χο καὶ ζω­η­ρὸ παι­δί: ὑ­πο­κι­νη­τὴς πάν­τα τῶν κα­τα­λή­ψε­ων καὶ κόκ­κι­νο πα­νὶ γιὰ τοὺς κα­θη­γη­τές, κα­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ὴ γιὰ τοὺς συ­νο­μη­λί­κους του κι ὄ­νει­δος γιὰ τὴν κοι­νω­νί­α. Ἡ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση ποὺ κρα­τῶ ὡς τὰ σή­με­ρα ἀ­πὸ αὐ­τὸν εἶ­ναι πού, γιὰ νὰ δι­α­σκε­δά­σει κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ μα­θή­μα­τος τὴν ἀ­νί­α του, μᾶς μοί­ρα­ζε ἐ­μᾶς τῶν συμ­μα­θη­τῶν του ρα­βα­σά­κια ποὺ ‘κρυ­βαν μέ­σα τὶς τρί­χες ποὺ εἶ­χε στὸ με­τα­ξὺ ἀ­πο­ψι­λώ­σει ἀ­π’ τὴ βου­βω­νι­κή του χώ­ρα.

        Πι­ά­νου­με πα­ρευ­θὺς τὴν κου­βέν­τα. Στὴν ἀρ­χὴ τὰ πα­ρα­φου­σκώ­νου­με ἀμ­φό­τε­ροι, καυ­χι­ό­μα­στε γιὰ ἐ­πι­τεύγ­μα­τα ποὺ φέ­ρα­με σὲ πέ­ρας, γιὰ λε­φτὰ ποὺ κά­να­με, γιὰ γυ­ναῖ­κες ποὺ κα­τα­φέ­ρα­με. Ἀλ­λὰ σὲ λί­γο σπᾶ­με κι οἱ δύ­ο, λυ­γί­ζου­με, κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ἀ­να­λυ­ό­μα­στε σὲ δά­κρυ­α: τί­πο­τα δὲν κα­τορ­θώ­σα­με, ἡ μιὰ ἀ­πο­τυ­χί­α ἔ­φε­ρε τὴν ἄλ­λη κι ὅ­λες μα­ζί μᾶς ἔ­φε­ραν ὣς ἐ­δῶ.

        «…ἄ­σε, ἀ­δερ­φέ, ἔμ­πλε­ξα», κλεί­νει τὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του ὁ Ἀρ­γύ­ρης, «κι ἔ­κτο­τε ἐ­κτί­ω τὴν ποι­νή».

        Καί, με­τὰ κι ἀ­π’ αὐ­τό, χω­ρί­ζου­με.

        Τὸ ἴ­διο βρά­δυ, κα­θὼς ἀ­να­θυ­μᾶ­μαι τὴν ἀ­κρο­τε­λεύ­τια φρά­ση τοῦ πα­λαι­οῦ μου συμ­μα­θη­τῆ καὶ πα­σχί­ζω νὰ τὴν ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω, μί­α ψι­λὴ φω­νὴ ἔρ­χε­ται καὶ μ’ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τρυ­πώ­νον­τας ἀ­πὸ τὸ φι­νι­στρί­νι.

        «Χα­ζέ», μοῦ λέ­ει ἡ φω­νή, «ἀ­κό­μα νὰ τὸ κα­τα­λά­βεις; Δὲν πη­γαί­νου­με, ἐρ­χό­μα­στε».



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώ­νης (Ἀ­θή­να, 1990). Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Γλώσ­σα καὶ Φι­λο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα στὸ Ὠ­δεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν.


Ἡρὼ Νικοπούλου: Πρόβα


Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου


Πρό­βα

 

ΑΤΑΛΑΒΑ, εἶ­πε τὸ παι­δὶ ξε­καρ­δι­σμέ­νο στὰ γέ­λια καὶ ση­κώ­θη­κε μὲ δύ­να­μη ἀ­π’ τὸν μι­κρό του νε­ρό­λακ­κο τινάζοντας ὅπως μποροῦσε ἀπό πάνω του τὴν ὑγρὴ ἄμμο. Πλη­σί­α­ζε με­ση­μέ­ρι κι ὁ ἥ­λιος ἔ­και­γε ἀ­νε­λέ­η­τα.

          Πῆ­ρε τὸ πλα­στι­κὸ κόκ­κι­νο φτυ­α­ρά­κι του κι ἄρ­χι­σε νὰ θά­βει ἀρ­γά, με­θο­δι­κὰ τὸν πα­τέ­ρα του στὴν ἄμ­μο.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Νι­κο­πού­λου, Ἡ­ρώ. (Ἀ­θή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πέντε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ τέσσερις συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Ἡρώ Νικολοπούλου καὶ ἄλλες συνταχνιακές ἱστορίες (διη­γήματα, Γα­βρι­η­λί­δης, 2020). Συν­δι­ευ­θύ­νει μὲ τὸν Γιά­ννη Πα­τί­λη τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μα­ζί του τὶς ἀν­θο­λο­γί­ες μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’14Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’15 καὶ Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16 (Γα­βρι­η­λί­δης). Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ λογοτεχνικὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ στὸν ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλλικά, ιταλικά, ρω­σι­κά, ἱσπανικά, βουλγαρικά, τουρ­κι­κὰ καὶ σέρ­βι­κα.

Στά Ἰσπανικὰ κυκλοφορεῖ ἡ ἀνθολογία ποιημάτων της μέ τὸν τίτλο Aceptiones de la Miranda σὲ μετάφραση Jose Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de la Luz, Sevilla). Εἶ­ναι μέ­λος τοῦ Εἰ­κα­στι­κοῦ Ἐ­πι­με­λη­τη­ρί­ου Ἑλ­λά­δας, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων καὶ τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν. Δι­α­τη­ρεῖ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα:

www.ironikopoulou.gr