Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#20]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;


«ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΑΝ λί­γο καὶ στὸ ἄ­νοιγ­μα πρό­βα­λε μι­σὸ κί­τρι­νο φεγ­γά­ρι. Ἕ­να με­γά­λο νέ­ρι­νο αὐ­τὶ τσι­τώ­θη­κε κα­τα­με­σὶς τ’ οὐ­ρα­νοῦ νὰ ἀ­κού­σει.» Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τοῦ Ἐ.Χ. Γο­να­τά, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του Ἡ Κρύπτη (1991).

       Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της μὲ τί­τλο «Στὸ αὐ­τί» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ της Μικρο­καταρ­ρεύσεις (2017) ἡ Με­ξι­κα­νὴ Cecilia Eudave γρά­φει: «Θὰ σοῦ δι­η­γη­θῶ ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, λέ­ει. Μέ­σα του χω­ρά­ει ὅ­λη μας ἡ ἱ­στο­ρί­α […] Μπο­ρεῖς νὰ τὴν ἀ­κού­σεις μὲ τὸ κε­φά­λι ψη­λά, ἢ ἀ­κουμ­πών­τας το στὸν τοῖ­χο […] Ἐν­τά­ξει, πές την. Πλη­σιά­ζει στὸ αὐ­τί μου καὶ συ­νο­ψί­ζει τὴ ζω­ή μας σὲ μί­α λέ­ξη: μυ­θο­πλα­σί­α, ἐ­νῶ τὰ χεί­λη ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται».

       Στὴν ἴ­δια συλ­λο­γὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τί­τλο «Πι­στό­λια» ἡ­ρω­ί­δα εἶ­ναι μιὰ κα­θη­γή­τρια. Ὅ­ταν μπαί­νει στὴν τά­ξη ἀ­κουμ­πά­ει μη­χα­νι­κὰ ἐ­πά­νω στὴν ἕ­δρα τὰ βι­βλί­α, τὶς ση­μει­ώ­σεις καὶ τὸ πι­στό­λι της, ὅ­πως καὶ οἱ μα­θη­τές της στὰ θρα­νί­α τους. Στὴ διά­ρκεια τοῦ μα­θή­μα­τος συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς τὰ ὅ­πλα ἔ­χουν πλέ­ον ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὰ κι­νη­τά. Ὅ­ταν τε­λει­ώ­νει τὸ μά­θη­μα καὶ ἀ­δειά­ζει ἡ αἴ­θου­σα κα­ταρ­ρέ­ει στὴν κα­ρέ­κλα της. Ξαφ­νι­κὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι «[…] κά­που ἔ­ξω μᾶς πε­ρί­με­νε ὅ­λους μας μιὰ σφαί­ρα ἀ­δέ­σπο­τη. Ἢ στο­χευ­μέ­νη».


Ὁ «Συν­ταγ­μα­τάρ­χης»[1] (The Colonel) τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Carolyn Forché εἶ­ναι ἕ­να κεί­με­νο ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψή της τὸ 1978 στὸ ὑ­πὸ ἐμ­φύ­λιο πό­λε­μο Ἒλ Σαλ­βα­δόρ. Συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στὴν κομ­βι­κὴ πλέ­ον ἀν­θο­λο­γί­α Flash Fiction, 72 very short stories τοῦ 1992 μα­ζὶ μὲ τὸ «Κορίτσι» τῆς Jamaica Kincaid, τὴν «Ἀλληλουχία των κήπων» τοῦ Julio Cortázar, κα­θὼς καὶ μὲ ἄλ­λα κεί­με­να ἀ­να­φο­ρᾶς στὸ εἶ­δος. Ἡ Forché θέ­τει μὲ λα­κω­νι­κὸ καὶ ὀ­ξυ­δερ­κῆ τρό­πο δι­α­χρο­νι­κὰ ζη­τή­μα­τα: δρά­ση-ἀν­τί­δρα­ση, ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα, συ­νεί­δη­ση, ἀλ­λη­λεγ­γύ­η, ἐν­συ­ναί­σθη­ση, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἀ­κού­ει κα­νείς; Πα­ρό­τι θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­τα­ξι­νό­μη­το μέ­χρι σή­με­ρα στὸ ὅ­ριο ποί­η­σης-πε­ζο­γρα­φί­ας, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ στὴ θε­ω­ρί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς:

       «Ὅ,τι ἔ­χεις ἀ­κού­σει εἶ­ναι ἀ­λή­θεια. Βρέ­θη­κα στὸ σπί­τι του. Ἡ γυ­ναί­κα του ἔ­φε­ρε ἕ­να δί­σκο μὲ κα­φὲ καὶ ζά­χα­ρη. Ἡ κό­ρη του λι­μά­ρι­σε τὰ νύ­χια της, ὁ γιός του ἔ­φυ­γε γιὰ τὴ νυ­χτε­ρι­νή του ἔ­ξο­δο. Ὑ­πῆρ­χαν ἡ­με­ρή­σι­ες ἐ­φη­με­ρί­δες, κα­τοι­κί­δια σκυ­λιά, ἕ­να πι­στό­λι στὸ μα­ξι­λά­ρι πί­σω του. Τὸ φεγ­γά­ρι κρε­μά­στη­κε ἄ­δει­ο στὸ μαῦ­ρο κορ­δό­νι του ἐ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἔ­παι­ζε μιὰ ἀ­στυ­νο­μι­κὴ σει­ρά. Ἦ­ταν στὰ ἀγ­γλι­κά. Σπα­σμέ­να μπου­κά­λια ἦ­ταν χω­μέ­να μέ­σα στοὺς τοί­χους γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι γιὰ νὰ ξυ­ρί­ζουν τὶς ἐ­πι­γο­να­τί­δες ἀ­πὸ τὰ πό­δια ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που ἢ νὰ κό­βουν τὰ χέ­ρια του σὰν δαν­τέ­λα. Τὰ πα­ρά­θυ­ρα εἶ­χαν ρο­λὰ ὅ­πως οἱ κά­βες. Δει­πνή­σα­με, ἀρ­νί­σιο κα­ρέ, κα­λὸ κρα­σί, ἕ­να χρυ­σὸ κου­δού­νι βρι­σκό­ταν ἐ­πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι γιὰ νὰ εἰ­δο­ποι­οῦν τὴν ὑ­πη­ρέ­τρια. Ἡ ὑ­πη­ρέ­τρια ἔ­φε­ρε πρά­σι­να μάν­γκο, ἁ­λά­τι, κά­τι σὰν ψω­μί. Ρω­τή­θη­κα πῶς περ­νοῦ­σα στὴ χώ­ρα. Ἔ­παι­ξε μιὰ σύν­το­μη δι­α­φή­μι­ση στὰ ἱ­σπα­νι­κά. Ἡ γυ­ναί­κα του μά­ζε­ψε τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­πει­τα ξε­κί­νη­σε μιὰ ψι­λο­κου­βέν­τα γιὰ τὸ πό­σο δύ­σκο­λη εἶ­χε γί­νει ἡ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση. Ὁ πα­πα­γά­λος εἶ­πε γειά σου στὴ βε­ράν­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης τοῦ εἶ­πε νὰ τὸ βου­λώ­σει, καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι σπρώ­χνον­τάς το. Ὁ φί­λος μου μοῦ ἔ­γνε­ψε μὲ τὰ μά­τια: μὴν πεῖς τί­πο­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης ἐ­πέ­στρε­ψε μ’ ἕ­να δι­χτυ­ω­τὸ τα­γά­ρι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν γιὰ νὰ κου­βα­λοῦν τὰ πράγ­μα­τα ἀ­πὸ τὸ παν­το­πω­λεῖ­ο. Τὸ ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σε σκορ­πών­τας πολ­λὰ ἀν­θρώ­πι­να αὐ­τιὰ στὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­μοια­ζαν μὲ ἀ­πο­ξη­ρα­μέ­να ρο­δά­κι­να κομ­μέ­να στὴ μέ­ση. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος τρό­πος νὰ τὰ πε­ρι­γρά­ψω. Πῆ­ρε ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ στὰ χέ­ρια του, τὸ κού­νη­σε μπρο­στὰ στὸ πρό­σω­πό μας, τὸ πέ­τα­ξε μέ­σα σὲ ἕ­να πο­τή­ρι μὲ νε­ρό. Ἐ­κεῖ αὐ­τὸ ζων­τά­νε­ψε. Κου­ρά­στη­κα νὰ χα­ζο­λο­γά­ω εἶ­πε. Ὅ­σο γιὰ τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ κα­θε­νός, πεῖ­τε στοὺς δι­κούς σας ὅ­τι μπο­ροῦν νὰ πᾶ­νε νὰ γα­μη­θοῦ­νε. Σκόρ­πι­σε τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα μὲ τὸν πή­χη του καὶ ὕ­ψω­σε τὸ μι­σο­ά­δει­ο πο­τή­ρι του μὲ κρα­σὶ στὸν ἀ­έ­ρα. Κά­τι γιὰ τὴν ποί­η­σή σου, ἔ; εἶ­πε. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα ἔ­πι­α­σαν αὐ­τὸ τὸ ἴ­χνος στὴ φω­νή του. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα χώ­θη­καν στὸ ἔ­δα­φος.»

       Στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα κι­νεῖ­ται καὶ τὸ ποί­η­μα «Parsley» («Μα­ϊν­τα­νός») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Rita Dove. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ μα­ζι­κὴ ἐ­κτέ­λε­ση 20.000 ἀν­θρώ­πων στὴ Δο­μη­νι­κα­νὴ Δη­μο­κρα­τί­α τὴν ὁ­ποί­α δι­έ­τα­ξε τὸ 1937 ὁ ἔν­στο­λος δι­κτά­το­ρας Rafael Trujilo, ὁ ἀ­πο­κα­λού­με­νος «El General» στὸ ποί­η­μα, ἐ­πει­δὴ ὡς γαλ­λό­φω­νοι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ προ­φέ­ρουν τὸ γράμ­μα «ρ» στὴν ἱ­σπα­νι­κὴ λέ­ξη «perejil», ποὺ ση­μαί­νει μα­ϊν­τα­νός. Ὁ πα­πα­γά­λος τῆς Dove, στοὺς δύ­ο πρώ­τους στί­χους, ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­τά­ρα­χος τὰ πλού­τη στὸ πα­λά­τι, μι­μού­με­νος τὴν εὐ­φο­ρί­α τῆς ἄ­νοι­ξης μὲ τὰ κα­τα­πρά­σι­να φτε­ρά του. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ δι­ώ­κον­ται καὶ κιν­δυ­νεύ­ουν μι­μοῦν­ται τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α του κρυμ­μέ­νοι ἀ­νά­με­σα στὰ ζα­χα­ρο­κά­λα­μα γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν, πνί­γον­τας τὶς κραυ­γές τους στὴ σι­ω­πή. Στὸ ποί­η­μα Μπο­λι­βάρ τοῦ Νί­κου Ἐγ­γο­νό­που­λου οἱ πα­πα­γά­λοι στὰ νη­σιὰ τῶν κο­ραλ­λι­ῶν «ὀρ­γι­ά­ζου­νε μὲ τὶς φω­νές», ἐ­νῶ ἐ­πί­κει­ται ἡ ἀ­ναγ­γε­λί­α τοῦ φρι­χτό­τε­ρου ὅρ­κου, σκό­τους, καὶ πα­ρα­μυ­θιοῦ: ἐ­λευ­θε­ρί­α, libertad.


«Ἀ­νοί­γεις μί­α τρύ­πα. Τὴ γε­μί­ζεις μὲ κα­ρυ­κευ­μέ­νο κρέ­ας καὶ κέ­δρο καὶ με­τά­ξι. Κα­λύ­πτεις τὴν τρύ­πα καὶ πε­ρι­μέ­νεις. Ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι θὰ χρεια­στοῦν ἐν­νέ­α μῆ­νες ἀλ­λὰ κα­τα­φθά­νω στοὺς ἑ­πτά. Ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζο­μαι εἶ­μαι ἀ­νε­πτυγ­μέ­νος καὶ λα­λί­στα­τος. Μὲ κρα­τᾶς σὰν κά­ποι­ον ποὺ ἔ­φτα­σε στὸν τε­λι­κὸ τῆς ἐ­πι­στή­μης. Πε­ρι­μέ­νου­με καὶ οἱ δύ­ο τὴν πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σή μας», γρά­φει ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς Benjamin Niespodziany στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Πρῶ­τος μύ­θος»[2]Origin myth»). Ἐ­δῶ ὁ Niespodziany ἀ­φε­νὸς μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­πέμ­πει στὸ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὸ πρῶ­το κι­νοῦν, ἀ­φε­τέ­ρου μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴ λέ­ξη «μύ­θος» μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ λό­γου, τῆς μύ­η­σης, τῆς γνώ­σης, τῆς γνώ­μης ἀ­πὸ τὰ ὁ­μη­ρι­κὰ ἔ­πη, ἢ/καὶ τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ ἀ­πὸ τὸν Πίν­δα­ρο, ἢ/καὶ τῆς ὑ­παι­νι­κτι­κῆς ὑ­πό­θε­σης, τῆς πλο­κῆς ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. Μιὰ ἄλ­λη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Μιὰ Γω­νιὰ τοῦ Πο­λέ­μου»[3]One corner of the war») εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: «Ἕ­να τέ­ρας μὲ ἕ­να μα­κρὺ χέ­ρι καὶ ἕ­να κα­νο­νι­κὸ χέ­ρι ἰ­σο­πέ­δω­σε τὸ δά­σος πί­σω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι μας. Περ­πα­τή­σα­με ὅ­ταν δι­α­λύ­θη­καν τὰ σύν­νε­φα καὶ κοι­μη­θή­κα­με σὲ ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε ἡ ὥ­ρα ν’ ἀ­νοί­ξου­με τὰ μά­τια μας, βρε­θή­κα­με μέ­σα σὲ ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ ἐ­ξο­χι­κὸ κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να τρα­πέ­ζι κου­ζί­νας τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­πνε­ε κά­πο­τε ὡς δέν­τρο. Κα­θι­σμέ­νη στὸ τρα­πέ­ζι, μιὰ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας, ἀ­νά­δευ­ε τὰ βέν­θη τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σκού­πι­σες τὸν ὕ­πνο ἀ­πὸ τὰ μά­τια σου. Σκού­πι­σες τὰ φύλ­λα ἀ­πὸ τὰ πό­δια μου. Πῆ­ρες τὸ στυ­λὸ ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη στὸ στῆ­θος μου καὶ ἔ­γρα­ψες τὰ ὀ­νό­μα­τά μας στὸ πά­τω­μα ἐ­νῶ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας συ­νέ­χι­σε νὰ τρώ­ει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ζῶ­ο στὸν πλα­νή­τη.» Ὁ Ἐγ­γο­νό­που­λος στὸ «Γλωσσάριο τῶν ἀνθέων» του ἀ­νά­με­σα σὲ πό­λε­μο καὶ εἰ­ρή­νη ἐ­πι­λέ­γει ν’ ἀ­γα­πᾶ.


Τὸ φυ­τὸ βα­νί­λια ἀ­να­κα­λύ­φθη­κε στὰ μέ­σα του 16ου αἰ. ἀ­πὸ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Ἱ­σπα­νοῦ κα­τα­κτη­τῆ Hernán Cortés στὸ Νο­τι­ο­α­να­το­λι­κὸ Με­ξι­κό. Πρὶν δι­α­δο­θεῖ στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ πρὶν τὸν ἀ­φα­νι­σμὸ τῶν Ἀζ­τέ­κων οἱ τε­λευ­ταῖ­οι τὴ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γιὰ νὰ ἀ­ρω­μα­τί­ζουν τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο τους ἀ­φέ­ψη­μα, τὸ σο­κό­α­τλ (xocóatl). Ἡ λέ­ξη «βα­νί­λια» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ «vainilla», δη­λα­δὴ «μι­κρὴ θή­κη» κα­θὼς στὰ ἱ­σπα­νι­κὰ «vaina» ση­μαί­νει «θή­κη», ἀλ­λὰ ἡ ρί­ζα της εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ λα­τι­νι­κὸ «vagina» ποὺ ση­μαί­νει «ὁ κόλ­πος τῆς γυ­ναί­κας».

       Τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 2020 βα­θύ­τε­ρες ἀνασκαφὲς στὴν Πό­λη τοῦ Με­ξι­κὸ ἀ­πο­κά­λυ­ψαν κι ἄλ­λο τμῆ­μα ἀ­πὸ τὸ Huei Tzompantli Tower τῶν Ἀζ­τέ­κων, τὸ ἐ­πι­βλη­τι­κὸ τεῖ­χος μὲ κρα­νί­α, μνη­μεῖ­ο τῶν Πο­λέ­μων τῶν Λου­λου­δι­ῶν (Las guerras floridas) ποὺ λάμ­βα­ναν χώ­ρα με­τα­ξύ των Ἀζ­τέ­κων καὶ τῶν ἐ­χθρῶν τους τὸν 15ο αἰ., πρὶν τὴν ἄ­φι­ξη τῶν Ἱ­σπα­νῶν. Τέ­τοι­α τεί­χη ἔ­στη­ναν παν­τοῦ, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «Tzompantli»[4], γιὰ ἐκ­φο­βι­σμό. Κρα­νί­α συγ­κέν­τρω­ναν καὶ ἀ­πὸ τὶς ἀν­θρω­πο­θυ­σί­ες ποὺ ἔ­κα­ναν, ὅ­πως καὶ οἱ Μά­για, γιὰ τὴ λα­τρεί­α στοὺς θε­οὺς τοῦ Ἥ­λιου ἢ τοῦ Πο­λέ­μου.

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1880 ὁ Βρε­τα­νὸς ἐ­φευ­ρέ­της Sir Hiram Stevens Maxim κα­το­χύ­ρω­σε τὸ δί­πλω­μα εὑ­ρε­σι­τε­χνί­ας γιὰ τὸ πο­λυ­βό­λο Maxim, τὸ ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε μα­ζι­κὰ στοὺς παγ­κο­σμί­ους πο­λέ­μους ἀ­φαι­ρών­τας τὴ ζω­ὴ ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἀν­θρώ­πων. Μέ­χρι νὰ τὸ τε­λει­ο­ποι­ή­σει, ὅ­μως, ὁ Maxim εἶ­χε σχε­δὸν κου­φα­θεῖ. Ἕ­να ὀ­ξύ­μω­ρο ποὺ ἀ­πο­τύ­πω­σε ὁ Βρε­τα­νὸς Leslie Ward στὸ σκίτσο τοῦ Maxim μὲ ἕ­ναν καρ­χα­ρί­α στὸ φόν­το ποὺ δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὸ Vanity Fair τὸ 1904. Δύ­ο ἐ­πι­πλέ­ον πα­ρά­δο­ξα εἶ­ναι, πρῶ­το ὅ­τι ὁ γιὸς τοῦ Maxim ἐ­φηῦ­ρε τὸν σι­γα­στή­ρα, ἂν καὶ πο­λὺ ἀρ­γὰ πιὰ γιὰ τὸν πα­τέ­ρα του, καὶ δεύ­τε­ρο ὅ­τι ὁ Maxim ἔ­γι­νε ἀρ­χι­κὰ γνω­στὸς χά­ρη στὴν ἐ­φεύ­ρε­ση μιᾶς συ­σκευ­ῆς εἰ­σπνο­ῆς ἀ­τμοῦ γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση ἀ­να­πνευ­στι­κῶν προ­βλη­μά­των, γνω­στῆς τό­τε ὡς ἡ με­γα­λύ­τε­ρη «Πί­πα τῆς Εἰ­ρή­νης». Σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἡ Μέλ­πω Ἀ­ξι­ώ­τη, πι­θα­νῶς νὰ ση­μεί­ω­νε: «Τὸ ντου­φέ­κι τὸν ἄν­θρω­πο τὸν κα­ταν­τεῖ, λοι­πόν, θη­ρί­ο.»

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1890 ὁ δη­μι­ουρ­γὸς τῆς πρώ­της ἔκ­δο­σης τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ πί­να­κα τῶν χη­μι­κῶν στοι­χεί­ων, ὁ Ρῶ­σος Ντμίτρι Ἰ­βάνο­βιτς Με­ντε­λέ­γιεφ, ὁ­ρι­στι­κο­ποί­η­σε τὸ μεῖγ­μα νε­ροῦ καὶ ἀλ­κο­ὸλ στὴν ἀ­κρι­βῆ ἀ­να­λο­γί­α τῶν 40 ἀλ­κο­ο­λι­κῶν βαθ­μῶν. Ἕ­να μεῖγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ταν ἀ­πὸ τὸν 8ο αἰ. στὴν Πο­λω­νί­α γιὰ τὸ γνω­στὸ πο­τὸ στὴν πο­λω­νι­κὴ Κρα­κο­βί­α τὸν 16ο αἰ. ὡς «κρα­σὶ τῶν σπό­ρων» ἢ «καυ­τὸ νε­ρό». Ὁ Μεν­τε­λέ­γι­εφ τὸ ὀ­νό­μα­σε «βότ­κα», ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «voda», δη­λα­δὴ «νε­ρὸ» στὰ ρω­σι­κά, προ­σθέ­τον­τας τὸ k ποὺ προσ­δί­δει ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὴ ση­μα­σί­α, ὁ­πό­τε προ­έ­κυ­ψε ἡ βότ­κα: τὸ νε­ρά­κι, μιὰ ἀ­θώ­α λέ­ξη συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴ ζω­ή. Ἡ ἐ­πι­βλα­βὴς ὑ­ψη­λὴ πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα τῆς ἀλ­κο­ό­λης ἀ­πο­σι­ω­πή­θη­κε.

       Στὴν ἀ­φρι­κα­νι­κὴ φυ­λὴ τῶν Τόν­γκα στὴ ση­με­ρι­νὴ Ζάμ­πια, ὑ­πάρ­χει μιὰ ἀρ­χαί­α παροιμία ποὺ συ­ναν­τᾶ­με σὲ πολ­λὲς κουλ­τοῦ­ρες: «Ἂν χυ­θεῖ τὸ νε­ρὸ δὲν ξα­να­μα­ζεύ­ε­ται», ἀλ­λὰ καὶ μί­α ἄλ­λη, «Ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πο­λε­μι­κὸ χο­ρό». Ἡ σάμ­πα, μὲ τὰ κο­φτά, ζω­η­ρὰ βή­μα­τά της τὸν 19ο αἰ. δή­λω­νε τὴ μου­σι­κὴ τῶν ἀ­φρι­κα­νῶν δού­λων. Τὴ χό­ρευ­αν ἀ­κό­μα καὶ ἁ­λυσ­σο­δε­μέ­νοι, ἐ­πὶ τό­που, κα­θὼς ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νὰ κά­νουν με­γά­λα βή­μα­τα ὅ­πως στὸ βι­εν­νέ­ζι­κο βάλς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­έ­δω­σε ὁ Να­πο­λέ­ον­τας στὴ Γαλ­λί­α στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ. Στὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ σάμ­πα οἱ κά­θε­τες χο­ρευ­τι­κὲς κι­νή­σεις κα­λοῦ­σαν σὲ συμ­με­το­χὴ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σῶ­μα, ἀ­κό­μα καὶ τὸ βλέμ­μα, τοὺς μύ­ες καὶ τὶς ἐκ­φρά­σεις τοῦ προ­σώ­που, με­τα­δί­δον­τας ἕ­ναν ἄ­η­χο κώ­δι­κα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας.

       Στὸ δι­ή­γη­μα «Ἡ Με­γά­λη Σι­γὴ» («The Great silence») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας Ted Chiang, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μὲ τί­τλο Ἐκπνοή, ἀ­φη­γη­τὴς εἶ­ναι ἕ­νας πα­πα­γά­λος μὲ φι­λο­σο­φι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις, ποὺ ἀμ­φι­βάλ­λει γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη εὐ­φυί­α. Δὲν κα­τα­νο­εῖ για­τί δὲν ἐ­ξε­ρευ­νοῦν τὴ μα­κραί­ω­νη σχέ­ση ἀν­θρώ­πων καὶ πα­πα­γά­λων· για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ψά­χνουν ἄλ­λες μορ­φὲς νο­ή­μο­νος ζω­ῆς στὸ δι­ά­στη­μα, ἢ στή­νουν ἀ­νι­χνευ­τές, αὐ­τὰ τὰ τε­ρά­στια με­ταλ­λι­κὰ αὐ­τιὰ ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ. Ὅ­πως ἀ­πο­φαί­νε­ται, με­τὰ ἀ­πὸ τό­σες ἄ­καρ­πες ἀν­θρώ­πι­νες προ­σπά­θει­ες μᾶλ­λον ἰ­σχύ­ει τὸ παράδοξο τοῦ Fermi, ἐ­νῶ ἡ δι­ε­ρεύ­νη­ση τῶν ἐγ­κε­φα­λι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν τῶν πα­πα­γά­λων θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­παν­τή­σει σὲ πολ­λὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἶ­δους. Ἡ μέ­θε­ξη τοῦ ἀ­φη­γη­τῆ-πα­πα­γά­λου μὲ πολ­λὰ φι­λο­σο­φι­κὰ ρεύ­μα­τα, κο­ρυ­φώ­νε­ται στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ δι­α­τεί­νε­ται ὅ­τι: «Μι­λῶ, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω», σὲ ἀ­νοι­χτὸ δι­ά­λο­γο μὲ τὸ καρ­τε­σια­νὸ εὕ­ρη­μα ποὺ ἑ­στιά­ζει στὴ σκέ­ψη. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ εὐ­φάν­τα­στος Chiang θέ­τει τὸ καί­ριο ζή­τη­μα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς τῆς δρά­σης.


«Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας τῶν πιγ­κου­ί­νων, ἀ­πὸ τὴν Ἀν­ταρ­κτι­κή, δη­λώ­νει τὴν ἀ­γά­πη του στὴν πιγ­κου­ί­να τῆς ἐ­πι­λο­γῆς του δί­νον­τάς της ἕ­να πε­τρα­δά­κι. Ἂν αὐ­τὴ τὸ δε­χτεῖ, τό­τε ἐκ­κο­λά­πτουν ἕ­να αὐ­γὸ μα­ζί. Ἂν τὸ ἀ­πορ­ρί­ψει, ὁ πιγ­κου­ί­νος πη­γαί­νει σὲ ἄλ­λο νη­σί, γιὰ νὰ ἐκ­κο­λά­ψει μό­νος τὴν πέ­τρα του. Αὐ­τὸ τὸ ξέ­ρω ἐ­πει­δὴ εἶ­μαι κι ἐ­γὼ ἀ­πὸ τὸν Νό­το. Συλ­λέ­γω ἐ­δῶ καὶ χρό­νια πε­τρα­δά­κια τῶν πιγ­κου­ί­νων.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Ζω­ο­φι­λί­α»[5] («Zoofilia») τοῦ Χι­λια­νοῦ Juan Armando Epple.

       «Ἀ­φοῦ κα­τα­σκεύ­α­σα τὴ χρο­νο­μη­χα­νή μου, μά­ζε­ψα ἐ­ρα­στὲς κι ἐ­ρω­μέ­νες ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς χι­λι­ε­τί­ες – γυ­ναῖ­κες μὲ μη­χα­νι­κὰ χέ­ρια καὶ ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­μέ­να κύτ­τα­ρα, γε­νει­ο­φό­ρους ἄν­τρες ποὺ μύ­ρι­ζαν ὑ­γρα­σί­α τῶν σπη­λαί­ων. Ἕ­ναν πρὸς ἕ­ναν καὶ μί­α πρὸς μί­α τους ἔ­φε­ρα σπί­τι μα­ζί μου. Κά­να­με πάρ­τι, ἀν­ταλ­λά­ξα­με γνώ­σεις, κά­να­με ἔ­ρω­τα μὲ ἀ­δι­α­νό­η­τους συν­δυα­σμούς. Μί­α Σου­μέ­ρια ἑ­ταί­ρα κυ­ο­φό­ρη­σε γρή­γο­ρα τὸ παι­δὶ ἑ­νὸς Ὁ­μο­σπον­δια­κοῦ στρα­τι­ώ­τη. Ὀ­νο­μά­σα­με τὴν κό­ρη τους Πα­λίμ­ψη­στη, λό­γω τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ποὺ δι­α­στρω­μα­τώ­νον­ταν στὸ αἷ­μα της. Κά­θε παι­δὶ ποὺ γεν­νι­ό­ταν ἀ­πὸ τό­τε τὸ ἀ­πο­κα­λού­σα­με τὸ ἴ­διο —Πα­λίμ­ψη­στο— δι­ό­τι αὐ­τὸ συ­νέ­χι­σε νὰ εἶ­ναι ἀ­λή­θεια». Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας «Πα­λίμ­ψη­στο»[6]Palimpsest») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Satton Strother. Οἱ ἀ­νώ­νυ­μοι ἥ­ρω­ες αὐ­τῆς τῆς ἱ­στο­ρί­ας βλέ­πουν τε­λι­κὰ τὰ παι­διὰ νὰ παίρ­νουν τὸ μέλ­λον στὰ χέ­ρια τους καὶ αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη θὰ χα­ρα­χθεῖ σὰν αὐ­τό­φω­το τα­του­ὰζ στὰ σώ­μα­τά τους. «Μιὰ ἀ­στρα­πὴ ἡ ζω­ή μας, ἀλ­λὰ προ­λα­βαί­νου­με», ἴ­σως ἐ­πέ­με­νε ἐ­δῶ ὁ Κα­ζαν­τζά­κης.


Ἡ πρό­σφα­τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Τὸ μου­στά­κι τοῦ Ντα­λὶ»[7]Dali’s Mou­stache») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Pedro Ponce δι­α­θέ­τει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀρ­τι­ό­τη­τα, εὑ­ρη­μα­τι­κὸ τί­τλο, ἀ­νε­ξί­τη­λες εἰ­κό­νες, καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­ναν ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ πα­ράλ­λη­λο κό­σμο, πα­ρὰ τὴ συν­το­μί­α της. Ἐ­πι­πλέ­ον, κα­τα­φέρ­νει δύ­ο δύ­σκο­λα ἐγ­χει­ρή­μα­τα. Πρῶ­το, ξε­κι­νά­ει μὲ μιὰ δυ­να­τὴ κι ἐν­τυ­πω­τι­κὴ πρό­τα­ση, συ­χνὰ ζητούμενο στη λογοτεχνία, ἄ­ρα καὶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Δεύ­τε­ρο, ἐν­σω­μα­τώ­νει ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ στὸ εἶ­δος τὴν ὀ­πτι­κὴ τοῦ προ­φή­τη, ἔ­ναν­τι τοῦ ψυ­χο­λό­γου, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Herman Melville ὅ­πως συμ­πε­ραί­νει ὁ Gilles Deleuze στὸ ἐ­πί­με­τρο τοῦ Μπάρτλμπυ, ο γραφέας. Εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς:

       «Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μαγ­κρὶτ πα­ρα­κο­λου­θεῖ δύ­ο μα­σκο­φο­ρε­μέ­νους ἐ­ρα­στὲς νὰ φι­λι­οῦν­ται στὴν πλατ­φόρ­μα τοῦ με­τρό. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς του, ἦ­ταν ζω­γρά­φος, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μή, κα­θὼς στοι­χει­ώ­νει τὶς γω­νι­ὲς τοῦ 21ου αἰ., ὁ Μαγ­κρὶτ ἔ­χει γί­νει προ­φή­της. Ἡ ἀ­πέ­χθειά του εἶ­ναι ἐμ­βρι­θής. Ἐ­ὰν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει πρό­σβα­ση στὴ φυ­σι­κὴ κοι­λά­δα τῆς ὕ­παρ­ξης, θὰ ἔ­σχι­ζε τὸν πλη­σι­έ­στε­ρο καμ­βὰ μὲ τὸ νυ­στέ­ρι τῆς πα­λέ­τας του, ἢ θὰ συ­νέ­θλι­βε μπου­κέ­τα μπου­κα­λι­ῶν μὲ κρα­σὶ στοὺς τοί­χους τοῦ ἀ­τε­λι­έ του. Ἀν­τί­θε­τα, τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κά­νει εἶ­ναι νὰ πε­ρι­πλα­νι­έ­ται ἀ­νήμ­πο­ρος πέν­τε ἑ­κα­το­στὰ ψη­λό­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ γκρὶ πε­ζο­δρό­μιο.

       »Οἱ κολ­λη­τοί του σουρ­ρε­α­λι­στὲς κά­νουν ὅ,τι μπο­ροῦν. Συμ­βαί­νει καὶ στοὺς κα­λύ­τε­ρους ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, λέ­ει τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Ντα­λί, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἁ­πλώ­νει ἕ­να χέ­ρι πα­ρη­γο­ριᾶς μό­λις πά­νω ἀ­πὸ τὸ πα­νω­φό­ρι τοῦ Μαγ­κρίτ. Ὑ­πάρ­χει πάν­τα ἡ ἑ­πό­με­νη φο­ρά, προ­σθέ­τει, ἂν καὶ στὶς δε­κα­ε­τί­ες ποὺ ἔ­χουν πε­ρά­σει μέ­νει νὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ κα­τὰ πό­σο ἡ με­τεμ­ψύ­χω­ση πα­ρα­μέ­νει μιὰ ἐ­πι­λο­γή.

       »Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μπρε­τόν, ἀ­γου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ὑ­πνά­κο του, ἀ­να­φέ­ρε­ται στὰ φαλ­λι­κὰ γρα­φι­κὰ μιᾶς ἀ­φί­σας κι­νη­μα­το­γρά­φου ἐ­κεῖ κον­τά. Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ ξε­χα­στεῖ κα­νεὶς τε­λεί­ως, ἀ­να­κοι­νώ­νει ἀ­πὸ τὴν κου­κέ­τα του ἑ­πτὰ ἑ­κα­το­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος.

       »Ὁ Μαγ­κρὶτ κοι­τά­ζει τὸν Ντα­λί, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ συμ­πό­νια δὲν ὑ­φί­στα­ται πο­τὲ χω­ρὶς μιὰ αἰχ­μὴ αὐ­το­θαυ­μα­σμοῦ. Ἐμ­πο­τι­σμέ­νος τώ­ρα μὲ τὴν ἰ­σχὺ τῆς πρό­βλε­ψης, ἀ­παγ­γέ­λει τὴν ἑ­πό­με­νη προ­φη­τεί­α του. Μιὰ μέ­ρα, Ντα­λί, ἐ­σὺ θὰ εἶ­σαι ὁ ρε­α­λι­στής.

       »Ἡ δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση τοῦ Ντα­λὶ πα­ρα­μέ­νει ἀ­πα­ράλ­λα­χτη κα­θὼς βυ­θί­ζε­ται χα­μη­λό­τε­ρα στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Ἀλ­λὰ τὸ μου­στά­κι του τρε­μο­παί­ζει σὰν δι­πλὴ ἄ­γρυ­πνη κε­ραί­α, ἀ­νι­χνεύ­ον­τας τὸν ἀ­έ­ρα γιὰ δι­ερ­χό­με­να πό­δια.»


Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Πό­λε­μος τῶν Κλό­ουν»[8]War of the Clowns») τοῦ Πορ­το­γά­λου Mia Couto, γεν­νη­μέ­νου στὴ Μο­ζαμ­βί­κη, ἀ­να­φέ­ρε­ται πο­λὺ συ­χνὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ κεί­με­νο, γιὰ τὴ γλωσ­σι­κὴ ἀ­κρί­βεια, τὴ δι­α­χρο­νι­κό­τη­τα καὶ τὴ με­τω­νυ­μι­κὴ καὶ συ­νεκ­δο­χι­κή του δι­ά­στα­ση. Δύ­ο κλό­ουν ξε­κι­νοῦν νὰ κα­βγα­δί­ζουν στὴ μέ­ση ἑ­νὸς πο­λυ­σύ­χνα­στου δρό­μου σὲ μιὰ με­γα­λού­πο­λη. Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ ἀρ­χι­κὰ ψυ­χα­γω­γεῖ τοὺς δι­ερ­χό­με­νους, ἀλ­λὰ ὅ­σο κλι­μα­κώ­νε­ται ὁ κα­βγὰς τό­σο ἐμ­πλέ­κον­ται οἱ πε­ρα­στι­κοὶ καὶ ἡ δι­α­μά­χη δι­α­σπεί­ρε­ται. Ἡ γραμ­μι­κὴ ἀ­φή­γη­ση φτά­νει στὴν ἀ­να­με­νό­με­νη κο­ρύ­φω­ση τῆς πλο­κῆς χω­ρὶς ἀ­να­τρο­πές: ἡ πό­λη ἀ­φα­νί­ζε­ται ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὀ­λέ­θριας ἐμ­φύ­λιας σύγ­κρου­σης. Τό­τε οἱ κλό­ουν φεύ­γουν ἀγ­κα­ζὲ γιὰ τὴν ἑ­πό­με­νη πό­λη. Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Couto, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον στρέ­φε­ται στὸ τί δὲ λέ­ει, πῶς τὸ κα­τα­φέρ­νει, πό­σες συ­νειρ­μι­κὲς σπί­θες προ­κα­λεῖ καὶ σὲ ποι­ούς δρό­μους ἀ­να­στο­χα­σμοῦ ὁ­δη­γεῖ τὴ σκέ­ψη τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Πα­ρά­δειγ­μα: Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα παι­διὰ ἀ­πε­χθά­νον­ται τοὺς κλό­ουν. Οἱ σπό­ροι τῆς βί­ας καὶ τοῦ ἀλ­λη­λο­σπα­ραγ­μοῦ ποὺ ρί­χνουν κά­ποι­οι γε­λω­το­ποι­οὶ δι­α­δί­δον­ται σὰν τὴ βα­νί­λια, πα­ρό­τι χω­ροῦν σὲ μιὰ μι­κρὴ θή­κη. Μι­κρὸ ἀ­γό­ρι (Little Boy) ὀ­νο­μά­στη­κε καὶ ἡ ἀ­το­μι­κὴ βόμ­βα ποὺ ρί­χθη­κε στὴ Χι­ρο­σί­μα. Πρόσφατες έρευνες αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση σο­βα­ρῶν νό­σων καὶ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς ἀ­να­στρο­φῆς τῆς γή­ραν­σης, ἀ­κο­λου­θών­τας τὸ δρό­μο ποὺ ἄ­νοι­ξε ὁ Ἰ­ά­πω­νας νομ­πε­λί­στας Shinya Yamanaka τὸ 2012, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε στὴν καρδιὰ τοῦ ἐμβρυϊκοῦ κυττάρου καὶ ἴ­σως κά­πο­τε νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­θα­να­σί­α.

       «Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τὸν μα­θη­τὴ κα­χύ­πο­πτα, δι­έ­τα­ξε: Ἐ­λέγ­ξτε καὶ τὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Πο­λὺ σύν­το­μα ἕ­νας δε­κα­νέ­ας ἐ­πέ­στρε­ψε. Κοί­τα τί βρή­κα­με, συν­ταγ­μα­τάρ­χη. “Τα μυ­στι­κὰ ὄ­πλα”, κά­ποι­ου Κορ­τά­σαρ. Τὸ πρό­σω­πο τοῦ συν­ταγ­μα­τάρ­χη φω­τί­στη­κε». Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μα γνω­στὴ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Κίν­δυ­νος ἐν ὄ­ψει»[9]Peligro a la vista») τοῦ Juan Armando Epple.


θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Στὴν ἀρ­χὴ τῆς Κρύ­πτης ὁ Ἐ. Χ. Γο­να­τᾶς ση­μει­ώ­νει τὸν στί­χο «But then begins a journey in my mind» ἀ­πὸ τὸ Σο­νέ­το 27 τοῦ Shakespeare γιὰ τὴν μυ­στή­ρια κα­τά­στα­ση τοῦ ὕ­πνου ποὺ βι­ώ­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ μέ­χρι νὰ πε­θά­νου­με, ποὺ εἶ­χε ἀ­πα­σχο­λή­σει καὶ τὸν Ἡ­ρά­κλει­το. Tὸ 2014 ἕ­να θέμα εξετάσεων στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Κέμ­πρι­τζ ἦ­ταν τὸ ποί­η­μα «Tipp-Ex Sonate» τοῦ Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ συν­θέ­τη Koos Kombuis, δι­ε­θνῶς γνω­στοῦ ἀ­κτι­βι­στῆ κα­τὰ τοῦ ἀ­παρ­τχά­ιντ. Τὸ πρό­βλη­μα ἦ­ταν ὅ­τι τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα ἔ­κρυ­βε ἕ­να μυ­στή­ριο: δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ λέ­ξεις, ἀλ­λὰ μό­νο ἀ­πὸ ση­μεῖ­α στί­ξης. Ὁ­πό­τε ἡ ἀ­νά­λυ­σή του σὲ ἕ­να εὐ­ρὺ αἰ­σθη­τι­κὸ συγ­κεί­με­νο, μὲ φαν­τα­σί­α, τόλ­μη καὶ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, ἦ­ταν μο­νό­δρο­μος. Οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν στὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­βαν­τγκὰρντ τῆς ἀν­τι-τέ­χνης τοῦ νταν­τα­ϊ­σμοῦ, ἢ στὸν Robert Rauschenberg καὶ τὸν πί­να­κά του Erased de Kooning Drawing ἢ στὸ 4’33’’ τοῦ John Cage, ἀ­κό­μα καὶ στὸν ὑ­πο­λο­γι­στι­κὸ κώ­δι­κα ὡς μορ­φὴ ποί­η­σης. Ἐν ὀ­λί­γοις, οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πι­στρα­τεύ­σουν ὅ­λες τὶς γνώ­σεις τους γιὰ νὰ ἀ­παν­τή­σουν στὸ ἐ­ρώ­τη­μα, τί θέ­λει νὰ πεῖ ὁ ποι­η­τής; Ὑ­πεν­θυ­μί­ζω ὅ­τι τὸ 2009 ὁ Guillermo Samperio μὲ τὴν ἱ­στο­ρί­α του τῶν δύ­ο λέ­ξε­ων El Fantasma, δη­λα­δὴ μό­νο τὸν τί­τλο, ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε τὸν συ­να­γερ­μὸ στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης: ἀ­πα­σφά­λι­σε τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α κι ἔ­κτο­τε ἐ­πι­χει­ροῦ­με συλ­λο­γι­κὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ νὰ τὴν ὁ­ρι­ο­θε­τή­σου­με. Ὡς πρὸς τὴν ἀ­πάν­τη­ση, ὅ­μως, στὸ ἐ­ρώ­τη­μα τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων ἔγ­κρι­τοι πα­νε­πι­στη­μια­κοὶ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν τὸ ποί­η­μα καὶ ὡς μιὰ ἀ­να­φο­ρὰ στὴ μνή­μη ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων θυ­μά­των πο­λέ­μου, νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς γλώσ­σας νὰ πε­ρι­γρά­φει τὶς κτηνωδίες μας. Προ­σέγ­γι­ση σχε­δὸν φό­ρος τι­μῆς στὸν Wittgenstein. Εὐ­φάν­τα­στα καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λὰ τὸ κυ­ρί­ως θέ­μα εἶ­ναι, τε­λι­κά, ἀ­κού­ει κα­νείς; Ἰ­α­χές; Ἐ­ρι­νύ­ες; Ἔ­στω συ­να­γερ­μό; Καὶ τί κά­νει;

       Ὁ Roberto Bolaño πα­ρέ­λα­βε τὸ Δι­ε­θνὲς Βρα­βεῖ­ο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Romulo Gallegos γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του Οἱ ἄγριοι ντετέκτιβ τὸ 1999 στὸ Κα­ρά­κας. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὁ­μι­λί­ας του ἀ­να­φέρ­θη­κε στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γών[10] ποὺ ἔ­χου­με φέρ­νον­τας τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Cervantes, λέ­γον­τας ὅ­τι ἀ­νά­με­σα στὴ συγ­γρα­φὴ καὶ τὴν πο­λι­το­φυ­λα­κὴ ὁ Cervantes ἐ­πέ­λε­ξε τὴ δεύ­τε­ρη γιὰ τοὺς προ­φα­νεῖς λό­γους τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν συγ­κυ­ρι­ῶν. Βέ­βαι­α, ἡ ἀ­πο­δο­χὴ καὶ ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ κιν­δύ­νου δι­α­τέ­μνει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πι­λο­γή μας γιὰ νὰ ζοῦ­με πλη­ρέ­στε­ρα σύμ­φω­να μὲ τὸν Robert Musil. Ὁ Bolaño, ὅ­μως, ἑ­στί­α­σε στὴν ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τά του νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς πα­ράλ­λη­λα καὶ τολ­μη­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, εἰδικὰ διη­γη­ματογρά­φος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ἀλλοῦ. Εὔ­λο­γα συμ­πε­ραί­νει κα­νεὶς αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πι­σή­μα­νε ὁ Irving Howe πε­ραι­τέ­ρω γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­λα­δὴ τὸ πό­σο τολ­μη­ροὶ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἐ­πι­χει­ροῦν νὰ ἐ­κτε­θοῦν σὲ ἕ­να τό­σο μι­κρὸ κει­με­νι­κὸ χῶ­ρο, ὅ­που κα­μί­α ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀ­δυ­να­μί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρυ­φτεῖ.

       «Μὴ δη­μο­σι­εύ­ε­τε ὥ­σπου νὰ ἔ­χε­τε ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ του­λά­χι­στον δέ­κα φο­ρὲς τὸ κεί­με­νο καὶ μέ­χρι νὰ εἶ­στε ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­οι ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ τὸ ἔ­χε­τε γρά­ψει δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ὁ Χι­λια­νὸς ποι­η­τὴς Jorge Teillier πρό­τει­νε κά­πο­τε τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς τη­λε­φω­νι­κῆς γραμ­μῆς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης μὲ εἰ­δι­κὰ κα­ταρ­τι­σμέ­νους χει­ρι­στὲς νὰ συμ­βου­λεύ­ουν καὶ νὰ ἀ­πο­τρέ­πουν ὅ­σους τη­λε­φω­νοῦ­σαν γιὰ νὰ ποῦν ὅ­τι αἰ­σθά­νον­ταν ἔμ­πνευ­ση νὰ γρά­ψουν ἕ­να ποί­η­μα. Πι­στεύ­ω ὅ­τι χρει­α­ζό­μα­στε γραμ­μὲς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με ὅ­σους ὑ­πο­φέ­ρουν ἀ­πὸ ὀ­ξεί­α μι­κρο­δι­η­γή­τι­δα.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι μί­α ἐμ­πο­τι­σμέ­νη μὲ χι­οῦ­μορ συμ­βου­λὴ[11] τοῦ Juan Armando Epple ποὺ ἔ­δω­σε στὴ συνέντευξή του στὸν Ἀρ­γεν­τι­νὸ Martín Gardella τὸ 2013, πα­ρό­τι στὸ ἐ­ρευ­νη­τι­κό του ἔρ­γο διέκρινε τὸν ἀνανεωτικὸ ρόλο τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, τὴν ἀλ­λα­γὴ πα­ρα­δείγ­μα­τος, καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὴν αὐ­το­δι­ά­θε­σή της. Στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ εἴ­δους ποὺ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μὲ τί­τλο MicroQuijotes, συγ­κέν­τρω­σε ἀ­πὸ τοὺς Borges, Arreola, Ana María Shua, Rubén Darío, καὶ πολ­λοὺς ἄλ­λους, πε­νήν­τα πα­ραλ­λα­γὲς τοῦ μύ­θου τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη καὶ τῶν ἡ­ρώ­ων του, μὲ τὰ κρι­τή­ρια ποὺ θε­ω­ροῦ­σε κρι­σι­μό­τε­ρα γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: συν­το­μία, ἀ­κρί­βεια, εὐ­ρυ­μά­θεια καὶ ὀ­ξύ­νοι­α[12].

       Ὁ Epple (γέν. 1946) ἦ­ταν ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Harvard (1980), κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὄ­ρεγ­κον, ἐ­ρευ­νη­τής, ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ἀ­πε­βί­ω­σε τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2022 πα­ρα­δί­δον­τάς μας πο­λύ­τι­μο ἐρευνητικὸ ἔργο γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Στὸν συλ­λο­γι­κὸ τό­μο κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων γιὰ τὸ εἶ­δος μὲ τί­τλο Mini­fic­ción y na­no­filo­lo­gía, La­titu­des de la hi­per­bre­ve­dad (ἐπ. Ana Rueda, 2017) ἀ­νέ­δει­ξε τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἱ­σπα­νό­λε­κτης νου­άρ, ἀ­στυ­νο­μι­κῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, σὲ μιὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση μὲ τί­τλο El micropolicial. Ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν τυ­πο­λο­γί­α τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος τοῦ Tzvetan Todorov γιὰ τὴν ἐ­ξέ­τα­ση μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τῶν Ramón Gómez de la Serna, Max Aub, Jorge Luis Borges, Enrique Anderson Imbert, Julio Cortázar, Marco Deveni, David Lagmanovich, Raúl Brasca, Luis Mateo Díez, Juan Romagnoli καὶ Ana María Shua. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να συ­ναρ­πα­στι­κό, πυ­κνὸ πα­νό­ρα­μα αὐ­τοῦ του ὑ­πο­εί­δους μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ὅ­μως ἂν πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νεὶς τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­πό­στα­ξης τοῦ Epple στὸ ἔρ­γο τῶν πα­ρα­πά­νω μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­πλου­τί­σει γε­νι­κὰ τὶς γνώ­σεις του σχε­τι­κὰ μὲ τὶς ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στες δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τῶν τῶν σύν­το­μων ρη­μα­τι­κῶν ἀ­να­πτυγ­μά­των μὲ ὑ­ψη­λὸ βαθ­μὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τας ἀ­πὸ κο­ρυ­φαί­ους καλ­λι­ερ­γη­τὲς τοῦ εἴ­δους. Ὁ Epple ἐ­πέ­λε­ξε νὰ κλεί­σει τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πα­ρου­σί­α­σή του μὲ τὸ ἑ­ξῆς δεῖγ­μα τῆς Shua, μὲ τί­τλο «Πα­ρα­πλά­νη­ση»[13] («Pista Falsa»[14]): «Ἀ­κο­λου­θῆ­στε τὸ ἴ­χνος τῶν λε­κέ­δων. Δὲ θὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο; Πῶς θὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ­δη­γοῦν στὸ πτῶ­μα καὶ ὄ­χι στὸν δο­λο­φό­νο; (Ἀλ­λὰ οἱ λε­κέ­δες εἶ­ναι ἀ­πὸ με­λά­νι, καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴ λέ­ξη τέ­λος).»


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Οἱ συλ­λο­γὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Con Tinta Sangre τοῦ Juan Armando Epple καὶ Jerks τῆς Αμερικανίδας Sara Lippmann.


Οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «My Mother’s Ghost» καὶ «Warsaw Circus» τῶν Ἀμερικανίδων Francine Witte και Kathryn Kulpa.


Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα «Wanted, Dead or Alive» τῆς Ὀλ­λαν­δῆς Lotte van der Krol.


Τὸ ὑ­βρι­δι­κὸ βι­βλί­ο Modern Animal τῆς Οὐ­κρα­νῆς Yevgenia Belorusets.


Τὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ HAD.


Ὁ ἐ­τή­σιος δι­ε­θνὴς δι­α­γω­νι­σμὸς δι­η­γή­μα­τος στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα Bristol Short Story Prize μὲ κα­τα­λη­κτι­κὴ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ὑ­πο­βο­λῆς στὶς 4 Μα­ΐ­ου 2022.


Ἀνθρωπότητα, Μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τα αἰ­σι­ό­δο­ξη ἱ­στο­ρί­α, βι­βλί­ο τοῦ Ὀλ­λαν­δοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ Rutger Bergman.


H ἀν­θο­λο­γί­α κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων The Best of Brevity: Twenty Ground­breaking Years of Flash Non­fiction γιὰ τὴ συν­το­μί­α στὸ δο­κί­μιο.


συλλογή φωτογραφιῶν τοῦ μου­σεί­ου The Met. Πε­ρι­λαμ­βά­νoν­ται ἡ Πυ­ξί­δα (The Compass, 1920) τοῦ Man Ray, ὁ Λαι­μὸς τῆς Georgia O’ Keefe (Neck, 1921) τοῦ Alfred Stieglitz, καὶ ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ πα­ρόν­τος δελ­τί­ου τοῦ T. Lux Feininger. Στὸ ἀλ­λό­κο­το πορ­τραῖ­το τοῦ Clemens Röseler, τοῦ μα­θη­τῆ τοῦ Bauhaus ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζει, ὁ Feininger ἀ­πα­θα­νά­τι­σε τὸ 1928 τὴν ὑ­πό­στα­ση ἑ­νὸς ἀ­δι­ά­φο­ρου, ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νου, ψυ­χροῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὄν­τος.


συλλογή των 100 ἐ­πι­δρα­στι­κό­τε­ρων φω­το­γρα­φι­ῶν σύμ­φω­να μὲ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ TIME τὸ 2016. Στὸ Νο 80 βρί­σκε­ται ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ Roger Fenton μὲ τί­τλο The Valley of the Shadow of Death, 1855, ἀ­πὸ τὸν Κρι­μα­ϊ­κὸ πό­λε­μο 1853-56, τὸν πρῶ­το πό­λε­μο στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χου­με φω­το­γρα­φι­κὰ τεκ­μή­ρια.

Ἡ σύν­θε­ση Danzón No 2 τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ Arturo Márquez ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­χή­στρα τοῦ Πα­ρι­σιοῦ καὶ μα­έ­στρο τὴν ἐ­πί­σης Με­ξι­κα­νὴ Alondra de la Parra.


Τὰ τρα­γού­δια Sueño en Paraguay καὶ Sano τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Chancha Via Circuito & τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς Luvi Torres τὸ δεύ­τε­ρο, στὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­κρί­νε­ται καὶ ἀ­κου­στι­κά τὸ πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὸν λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὸ μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ στὴν ἀν­τί­δρα­σή του, στὸ κί­νη­μα McOndo.

 

Τὸ τρα­γού­δι Vesna (Ἄ­νοι­ξη) τοῦ οὐ­κρα­νι­κοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος DakhaBrakha καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α σκη­νὴ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Νοσταλγία τοῦ Ρώ­σου Andrey Tarkovski.


[1] Μετάφραση δική μου.
[2] Μετάφραση δική μου.
[3] Μετάφραση δική μου.
[4] tzontli=κεφάλι, κρανίο και pantli= σειρά
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Μετάφραση δική μου.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] López–Calvo, Ignacio. “Las Guerras Floridas De Roberto Bolaño: Memoria, Melan­colía y Pierre Menard.” Desde el Sur. Revista de Ciencias Humanas y Sociales de la Universi­dad Científica del Sur (2015): 257–274.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Castro Jéssica, “El Quijote en Chile: el caso de los MicroQuijotes (2005) de Juan Armando Epple”, en Visiones y Revisiones cervantinas. Actas selectas del VII Congreso Internacional de la Asociación de Cervantistas, Madrid, Ediciones del Centro de Estudios Cervantinos, 2011.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Shua, Ana María, Casa de geishas, Editorial Sudamericana, Buenos Aires, 1992.

Πηγή:  Πρώτη δημοσίευση.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Εἰκόνα: Φωτογραφικὸ πορτραῖτο τοῦ Clemens Röseler (1928) ἀπὸ τὸν T. Lux Feininger (1910-2011).


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στά­ση



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#19]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στά­ση


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ τί­πο­τα πιὸ νό­στι­μο ἀ­πὸ τὸ μά­τι τοῦ ἐ­χθροῦ σου. Γυ­ρο­φέρ­νει ἀ­νά­με­σα στὰ δόν­τια σὰν ρώ­γα στα­φυ­λιοῦ, μὲ ἀ­μυ­δρὴ γεύ­ση θά­λασ­σας. Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ συλ­λο­γὴ ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ εἴ­δους τοῦ Max Aub μὲ τί­τλο Πα­ρα­δειγ­μα­τικοὶ φόνοι.

       Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ Julián Sánchez Ca­ra­ma­za­na ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Ve­nidos del mie­do μὲ τί­τλο «Κοι­νω­νι­κὸ προ­βλη­μα»[1] («Problema social») εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: Ὁ νό­μος Τα­λιὸν ἔ­πρε­πε νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ ἐλ­λεί­ψει πο­λι­τῶν ποὺ εἶ­χαν ἕ­να μά­τι ἢ ἕ­να δόν­τι. Προ­φα­νῶς ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο τῆς αὐ­το­δι­κί­ας καὶ ἀν­τα­πό­δο­σης, στὸ ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ «ὀ­φθαλ­μὸς ἀν­τὶ ὀ­φθαλ­μοῦ», στὸ νό­μο τοῦ ἀν­τι­πε­πον­θό­τος ἢ τῆς ταυ­το­πά­θειας, στὸ lex talionis στὸ ρω­μα­ϊ­κὸ δί­και­ο καὶ στὸ an eye for an eye, a tooth for a tooth στὸ ἀγ­γλο­σα­ξο­νι­κό. Ὁ σαρ­κα­στι­κὸς τί­τλος της δι­α­τρέ­χει ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α μας ἀ­πὸ «τὴν ἀρ­χὴ τῶν ποι­νῶν» ἢ τὸ «δί­και­ο τοῦ κο­λά­ζειν[2]», ἕ­ναν ὅ­ρο συν­τή­ρη­σης τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ προ­στα­σί­ας τοῦ δη­μο­σί­ου συμ­φέ­ρον­τος.

       Καὶ οἱ δύ­ο πα­ρα­πά­νω μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες μᾶς κα­λοῦν νὰ κά­νου­με μί­α στά­ση καὶ νὰ ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με τὴν πο­λε­μο­χα­ρῆ φύ­ση μας, τὶς ἠ­ρα­κλεί­τει­ες ἰ­δέ­ες τῆς «φύ­σης ὡς πεδίο μά­χης» καὶ «τοῦ πο­λέ­μου ὡς πα­τέ­ρα τῶν πάν­των», τὸ κε­φά­λαι­ο «Πε­ρὶ τοῦ δι­καί­ου τῶν ἀν­τι­ποί­νων» στὰ Ἠ­θι­κὰ Νι­κο­μά­χεια τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ἀλ­λὰ καὶ τὴ δι­α­χρο­νι­κὴ ἀν­θρώ­πι­νη ἕλ­ξη πρὸς τὴν Τέχνη τοῦ πο­λέμου, ὅ­πως τὴν ἐ­ξέ­φρα­σε ὁ Κι­νέ­ζος Tzu Sun 2.500 χρό­νια πρίν.


Βρε­τα­νοὶ καὶ Κι­νέ­ζοι ἐ­ρευ­νη­τὲς μό­λις ἀνακά­λυψαν μέ­σα σὲ ἕ­να ἀ­πο­λι­θω­μέ­νο αὐ­γὸ ποὺ φυ­λασ­σό­ταν ἀ­πὸ τὸ 2000 στὸ Yingliang Stone Nature History Museum στὴ νό­τια Κί­να τὸ πιὸ ἄ­ψο­γα δι­α­τη­ρη­μέ­νο ἔμ­βρυ­ο δει­νο­σαύ­ρου ποὺ ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ πο­τὲ ἕ­ως τώ­ρα. Τὸ ἔμ­βρυ­ο ἀ­νή­κει στὸ εἶ­δος τῶν δί­πο­δων ὀ­βι­ρα­πτο­ρο­σαύ­ρων (ποὺ ση­μαί­νει σαῦρα ποὺ κλέβει αὐ­γά) καὶ ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἡ­λι­κί­ας γύ­ρω στὰ 100 μὲ 66 ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια. Τὸ βά­φτι­σαν «Μω­ρὸ Γιν­γκλιὰνγκ» καὶ ἡ πε­ραι­τέ­ρω με­λέ­τη του ἀ­να­μέ­νε­ται νὰ μᾶς δώ­σει ἀ­νε­κτί­μη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴν Ὕ­στε­ρη Κρη­τι­δι­κὴ πε­ρί­ο­δο στὴν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει.


Στὶς 21 Δε­κεμ­βρί­ου 2021 συμ­πλη­ρώ­θη­καν 100 χρό­νια ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­ση τοῦ Augusto Monterroso, ὁ­πό­τε καὶ κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν μὲ τί­τλο Cu­ando des­per­tó, Mon­ter­roso to­da­vía esta­ba al­lí (Ὅ­ταν ξύ­πνη­σα, ὁ Μον­τε­ρό­σο ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ) μὲ κεί­με­να ἀ­πὸ πε­ρί­που 100 ἱ­σπα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς.

       Ὅ­λο τὸ 2021, πα­ρὰ τὴν παν­δη­μί­α, δι­ορ­γα­νώ­θη­καν ἀρ­κε­τὲς ἐ­πε­τεια­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις στὴ Λ. Ἀ­με­ρι­κή. Στὸ σχε­τι­κὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου e-Kuoreo, ἡ ἐμ­βλη­μα­τι­κὴ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ εἴ­δους ἀ­πὸ τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ Ana María Shua συμ­με­τέ­χει μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Τὸ μέ­γε­θος με­τρά­ει[3] («El tamano importa»), ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: Τὸ 1832, ὁ πρῶ­τος ἐ­λέ­φαν­τας ποὺ πά­τη­σε τὸ πό­δι του στὴ γῆ τῶν Ἀζ­τέ­κων ἔ­φτα­σε στὸ Με­ξι­κὸ μὲ ἕ­να τσίρ­κο. Τὸν φώ­να­ζαν Μoγκούλ[4]. Με­τὰ τὸν θά­να­τό του, τὸ κρέ­ας του που­λή­θη­κε στοὺς πλα­νό­διους μά­γει­ρες γιὰ ἀν­το­χί­τος[5] καὶ ὁ σκε­λε­τός του ἐ­κτέ­θη­κε σὲ κοι­νὴ θέ­α θαρ­ρεῖς καὶ ἀ­νῆ­κε σὲ κα­νέ­να προ­ϊ­στο­ρι­κὸ ζῶ­ο. Τὸ τσίρ­κο εἶ­χε ἐ­πί­σης ἕ­ναν μι­κρό­σω­μο δει­νό­σαυ­ρο, ὄ­χι με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να ἰγ­κουά­να, ἀλ­λὰ δὲν τρα­βοῦ­σε τὴν προ­σο­χὴ πα­ρὰ μό­νο ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά του νὰ χο­ρεύ­ει χαμ­πα­νέ­ρα[6]. Πέ­θα­νε σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ τα­ξί­δια ἀ­πὸ πό­λη σὲ πό­λη, χω­ρὶς οὔ­τε μιὰ τα­φό­πλα­κα νὰ δη­λώ­νει τὸν τά­φο του καὶ δὲ θὰ γνω­ρί­ζα­με τί­πο­τα γι’ αὐ­τὸν ἐ­ὰν δὲν τὸν εἶ­χε ὀ­νει­ρευ­τεῖ ὁ Μον­τε­ρό­σο. Ἡ Shua μᾶς δί­νει μιὰ ὡ­ραί­α ἐκ­δο­χὴ γιὰ τὴν κα­τα­στα­τι­κὴ ἀρ­χὴ τῆς ἰ­δέ­ας τοῦ δει­νό­σαυ­ρου ποὺ κα­θό­ρι­σε τὸ ἔρ­γο τοῦ Μον­τε­ρό­σο καὶ δι­α­μόρ­φω­σε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Στὸ ἴ­διο ἀ­φι­έ­ρω­μα ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ Ginés S. Cutillas μὲ τί­τλο «Ὁ λευ­κός»[7] συν­δι­α­λέ­γε­ται κυ­ρί­ως μὲ τὴν ἐμ­βλη­μα­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «La oveja Negra» («Τὸ μαῦ­ρο πρό­βα­το») τοῦ Μον­τε­ρό­σο, στὴν ὁ­ποί­α τὰ λευ­κὰ πρό­βα­τα ἔ­χουν βί­αι­α καὶ διὰ παν­τὸς ἀ­φα­νί­σει τὰ μαῦ­ρα, καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ συλ­λο­γὴ του La ov­eja Ne­gra y de­más fá­bu­las (Τὸ μαῦ­ρο πρό­βα­το καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες, 1969). Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Cutillas ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Ἄγ­γλο He­nry Wal­ter Ba­tes, ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους συ­στη­μα­τι­κοὺς ἐ­ξε­ρευ­νη­τές, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸ 1850 ξε­κί­νη­σε νὰ με­λε­τᾶ τὴ φυ­λὴ τῶν Ἄβα στὰ βά­θη τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου. Σύμ­φω­να μὲ τὴ μυ­θο­πλα­στι­κὴ ἐκ­δο­χὴ τοῦ Cutillas, ὁ λευ­κὸς ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζε­ται ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς φυ­λῆς κά­θε πρω­ῒ δι­α­λύ­ουν τὶς κα­λύ­βες τους, σβή­νουν τὶς φω­τι­ές τους καὶ με­τα­κι­νοῦν­ται σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ μέ­ρος με­τα­φέ­ρον­τας τὰ ὑ­πάρ­χον­τά τους. Μά­λι­στα, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τους κρυμ­μέ­νος στὴν πυ­κνὴ βλά­στη­ση πα­σχί­ζει νὰ κα­τα­νο­ή­σει ἂν ἐ­πι­λέ­γουν τὴν πο­ρεί­α τους βά­σει ἀ­στε­ρι­σμῶν, κα­θὼς κά­θε βρά­δυ ἕ­νας συγ­κε­κρι­μέ­νος ἄν­τρας ἀ­πὸ τὴ φυ­λὴ ξε­νυ­χτά­ει κοι­τά­ζον­τας τὸν οὐ­ρα­νό. Μιὰ μέ­ρα αὐ­τὸς ὁ ἄν­τρας ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ μπρο­στά του μὲ φι­λι­κὴ δι­ά­θε­ση, ἀλ­λὰ σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Ἀ­φοῦ ἀν­ταλ­λάσ­σουν τυ­πι­κοὺς χαι­ρε­τι­σμούς, ὁ ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς τὸν ρω­τά­ει μὲ ἀ­γω­νί­α ἀ­πὸ τί προ­σπα­θοῦν νὰ ξε­φύ­γουν κά­θε πρω­ῒ καὶ με­τα­κι­νοῦν­ται δια­ρκῶς. Ὁ ἰ­θα­γε­νὴς σι­ω­πᾶ κοι­τά­ζον­τάς τον.

       Αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς θυ­μί­ζει τὸ πο­λὺ σύν­το­μο ποί­η­μα μὲ τί­τλο «Contact» («Ἐ­πα­φή») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Mau­reen N. McLane, στοὺς δύ­ο τε­λευ­ταί­ους στί­χους τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ McLane ἑ­στιά­ζει στὴν ἀ­παρ­χὴ τῆς σχέ­σης ἰ­θα­γε­νῶν – κα­τα­κτη­τῶν: […] ἡ πρώ­τη / ἀν­ταλ­λα­γὴ ἕ­να ψά­ρι / γιὰ δύ­ο μπι­σκό­τα[8].

       Στὸ ἴ­διο ἀ­φι­έ­ρω­μα ἀλ­λὰ ἀ­πὸ με­ταν­θρω­πι­στι­κὴ ὀ­πτι­κὴ καὶ σὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὸ χω­ρο­χρό­νο ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Πρά­ξις με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ»[9] («La Ley Transformer») τοῦ Πε­ρου­βια­νοῦ Fernan­do Iw­asa­ki ἀ­να­δει­κνύ­ει τὸ δι­εισ­δυ­τι­κὸ βλέμ­μα τοῦ Μον­τε­ρό­σο γιὰ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο πα­ρά­γον­τα καὶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ἐν γέ­νει. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ ἀ­στρι­κοῦ ἔ­τους 1.638.425.399. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν εἰ­σή­γη­ση τοῦ ἀ­στρι­κοῦ εἰ­ρη­νο­δί­κη νὰ σβη­στεῖ διὰ παν­τὸς ἀ­πὸ τὴ μνή­μη ὅ­λων τῶν εἰ­δῶν ἀν­θρω­πό­μορ­φης ζω­ῆς καὶ τῶν ρομ­πὸτ ἀ­κό­μα καὶ τὸ προ­σχέ­διο τοῦ νό­μου τῆς Γα­λα­ξια­κῆς Ὁ­μο­σπον­δί­ας πε­ρὶ με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­τρέ­πει τὴν αὐ­το­δι­ά­θε­ση ὅ­λων καὶ τοὺς ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ριο ἐ­πι­λο­γῆς μη­χα­νι­κοῦ φύ­λου, ταυ­τό­τη­τας, κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου τους καὶ λοι­πῶν ἐ­λευ­θε­ρι­ῶν. Δι­καί­ω­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τὰ τὸν εἰ­ρη­νο­δί­κη δι­αι­ω­νί­ζει ἔ­ρι­δες καὶ δι­α­μά­χες, ὅ­πως γιὰ τὸ ποι­ός εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ποια­νοῦ, για­τί τὰ ἀν­δρο­ει­δῆ νὰ ἔ­χουν κα­ταν­τή­σει σκλά­βοι τοῦ σὲξ γιὰ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους, καὶ λοι­πὰ ζη­τή­μα­τα ρό­λων καὶ ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Τε­λι­κά, ὅ­πως φαί­νε­ται νὰ ὑ­πο­νο­εῖ ὁ εἰ­ρη­νο­δί­κης, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ καὶ κα­μί­α μορ­φὴ ἀν­θρω­πο­ει­δοῦς ἢ ρομ­πὸτ δὲν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­λο­γές του σὲ ἐ­πί­πε­δο προ­σω­πι­κὸ ἢ συμ­βί­ω­σης.


Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Πρώϊμα βάσανα τοῦ γεν­νη­μέ­νου στὴν πρώ­ην Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­α Danilo Kis πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ ἑ­ξῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Τὰ ἀ­χλά­δια»: Ὁ χω­ρι­κὸς σκαρ­φα­λώ­νει στὸ δέν­τρο καὶ τι­νά­ζει τὰ ἀ­χλά­δια, ποὺ πέ­φτουν μὲ θό­ρυ­βο στὴ χλό­η. Τὰ πιὸ ὥ­ρι­μα σκᾶ­νε κι ἀ­νοί­γουν, κι ἀ­πὸ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τους ξε­χει­λί­ζουν τὰ σκου­ρό­χρω­μα σπλά­χνα τους, ποὺ θυ­μί­ζουν ὥ­ρι­μο σύ­κο. Τοὺς ἐ­πι­τί­θεν­ται οἱ σφῆ­κες, με­θυ­σμέ­νες ἀ­πὸ τὴ γλυ­κιὰ μυ­ρω­διά τους. Οἱ χω­ρι­ά­τισ­σες, ποὺ μυ­ρί­ζουν ξι­νὸ ἱ­δρώ­τα, ἀ­νοί­γουν μὲ τὰ ἡ­λι­ο­κα­μέ­να τους χέ­ρια τὰ πε­σμέ­να ἀ­χλά­δια, δι­α­λέ­γον­τας τὰ λι­γό­τε­ρο πα­ρα­γι­νω­μέ­να, τὰ πιὸ ζου­με­ρά. Ἕ­να ἀ­γό­ρι, ποὺ ὅ­λο τὸ πρω­ῒ μά­ζευ­ε κι ἔ­δε­νε στά­χυ­α, φέρ­νει τὰ ἀ­χλά­δια στὴ μύ­τη του, ὕ­στε­ρα τὰ δαγ­κώ­νει ἢ τὰ πε­τά­ει μα­κριὰ γιὰ νὰ μὴ μα­ζεύ­ον­ται σφῆ­κες. «Γιὰ κοί­τα!», λέ­ει ἡ κυ­ρί­α Μόλ­ναρ, ἡ και­νού­ρια ἀ­φεν­τι­κί­να τοῦ ἀ­γο­ριοῦ. «Αὐ­τὸς ὁ μι­κρὸς Σὰμ δι­α­λέ­γει τὰ ἀ­χλά­δια, ὁ Θε­ὸς νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σει, μὲ τὴν ὄ­σφρη­ση, λὲς καὶ εἶ­ναι σκυ­λί. Πρέ­πει νὰ τὸν πά­ρου­με γιὰ κυ­νή­γι, μα­ζὶ μὲ τὰ σκυ­λιά. Ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς, δὲν ἔ­χου­με καὶ πολ­λὰ σκυ­λιά…


Φέ­τος συμ­πλη­ρώ­θη­καν 200 χρό­νια ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ Να­πο­λέ­ον­τα Βο­να­πάρ­τη, τοῦ «Μι­κροῦ Δε­κα­νέ­α», ὅ­πως ἦ­ταν ἀρ­χι­κά το πα­ρα­τσού­κλι τοῦ με­τέ­πει­τα Μέ­γα Να­πο­λέ­ον­τα. Στὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τῆς Ana Maria Shua μὲ τί­τλο La Guer­ra (Ὁ πό­λε­μος, 2019), στὴν ὁ­ποί­α πα­ρε­λαύ­νει πλῆ­θος ἱ­στο­ρι­κῶν προ­σω­πι­κο­τή­των, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ ψά­χνει τὸ ἀρ­χι­κὸ κί­νη­τρο, τὴν πρώ­τη σπί­θα, μὲ τί­τλο «Να­πο­λέ­ων, ὁ μυ­στη­ρι­ώ­δης»[10]: Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴ Ρω­σί­α, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλί­α, μέ­σα σὲ δέ­κα μό­λις χρό­νια ὁ Να­πο­λέ­ων κα­τέ­λα­βε σχε­δὸν ὅ­λη τὴν Εὐ­ρώ­πη, μὲ κα­τα­κτή­σεις ἢ μὲ ἀ­ναγ­κα­στι­κὲς συμ­μα­χί­ες, ποι­ός ξέ­ρει γιὰ ποι­ό λό­γο ἢ γιὰ ποι­ό σκο­πό. Ὁ Να­πο­λέ­ων τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 1798 ἔ­φτα­σε θρι­αμ­βευ­τι­κὰ μὲ τὸν στρα­τό του στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ὁ­ρα­μα­τι­ζό­ταν νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν πο­ρεί­α τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση ἐ­δα­φῶν μέ­χρι τὴν Ἰν­δί­α κι ἔ­τσι ἐμ­ψύ­χω­νε μέ­χρι καὶ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο στρα­τι­ώ­τη του. Πα­ρὰ τὴν τε­λι­κὰ ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη ἔκ­βα­ση τῆς με­σα­να­το­λι­κῆς ἐκ­στρα­τεί­ας του, ἡ­γή­θη­κε πολ­λῶν μα­χῶν, ἀλ­λὰ καὶ με­λε­τῶν γιὰ τὴ συλ­λο­γὴ ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κῶν εὑ­ρη­μά­των, ποὺ φρόν­τι­σε νὰ φτά­σουν στὴν Γαλ­λί­α, κα­θὼς ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ γιὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ αἰ­γυ­πτια­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Τὸ 1799 ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ξαφ­νι­κὰ τὸν στρα­τό του κι ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ Πα­ρί­σι, δράτ­τον­τας τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­στά­θειας γιὰ τὴν ἄ­νο­δό του στὴν κο­ρυ­φὴ τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Ἡ στρα­τη­γι­κὴ καὶ ἡ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τά του ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­καν ὅ­ταν τὸ 1800 ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε Πρῶ­τος Ὕ­πα­τος τῆς Γαλ­λι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, ποὺ σή­μα­νε οὐ­σι­α­στι­κὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας του, μὲ τὴ γνω­στὴ συ­νέ­χεια. Δη­λα­δὴ αὐ­τὴ τῶν με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων, τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς τοῦ Να­πο­λεό­ντειου κώ­δικα ποὺ ἐν­σω­μά­τω­σε τὶς ἀρ­χὲς τῆς Γαλ­λι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης πε­ρὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ἰ­σό­τη­τας, ἀλ­λὰ καὶ τῆς 15ετοῦς ἀ­πο­λυ­ταρ­χί­ας του. Ἡ Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ δι­α­θέ­τει τὴν ψη­φι­ο­ποι­η­μέ­νη συλ­λο­γὴ μὲ τί­τλο Να­πο­λέ­ων Βο­να­πάρ­της, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ πο­λυ­ά­ριθ­μα πρω­τό­τυ­πα ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα καὶ ἐ­πι­στο­λὲς ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή του ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α, βι­βλία, χάρ­τες τῶν ἐκ­στρα­τει­ῶν του καὶ με­τάλ­λια ἀ­πὸ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἀ­νό­δου καὶ ὁ­ρι­στι­κῆς κα­τάρ­ρευ­σής του (1796-1821).


Τὸ φθι­νό­πω­ρο/χει­μώ­να τοῦ 1921 καὶ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 1922 ὁ Franz Kafka ἔ­γρα­ψε δύο ση­μειώ­ματα ποὺ βρί­σκον­ται ἐ­πί­σης στὴν Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ στὰ ὁ­ποῖ­α ζη­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν φί­λο του Max Brod νὰ συλ­λέ­ξει καὶ νὰ κα­τα­στρέ­ψει ὅ­λα του τὰ χει­ρό­γρα­φα, τὴν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του καὶ τὰ σκί­τσα του, ἐ­πι­θυ­μί­α ποὺ δὲν ἱ­κα­νο­ποί­η­σε ὁ Brod με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Kafka, ἕ­να ζή­τη­μα ποὺ δι­καί­ως τε­λεῖ ἀ­κό­μα ὑ­πὸ συ­ζή­τη­ση. Πα­ρό­λα αὐ­τά, στὴν ὁμώνυμη ψη­φια­κὴ συλ­λο­γὴ μπο­ρεῖ νὰ δεῖ κα­νεὶς πολ­λὰ σκί­τσα του, ὅ­πως αὐ­τὸ τῆς μη­τέ­ρας του Julie Kafka νὰ δι­α­βά­ζει μὲ τὰ γυα­λιὰ πε­σμέ­να στὴ μύ­τη της. Χα­μη­λό­τε­ρα δι­α­κρί­νε­ται ἡ αὐ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­α τοῦ γιοῦ της, σὰν νὰ βρί­σκε­ται στὴν ἀρ­χὴ τῆς ὕ­παρ­ξής του, ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νος μέ­σα στὴν κοι­λιά της. Τὰ μά­τια τῆς μη­τέ­ρας δὲ δι­α­κρί­νον­ται πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της, ἐ­νῶ τὰ μά­τια καὶ τὰ αὐ­τιὰ τοῦ γιοῦ εἶ­ναι με­γά­λα καὶ ἔν­το­να. Πρό­σφα­τα κυ­κλο­φό­ρη­σε μιὰ συλ­λο­γὴ πολ­λῶν μι­κρῶν πε­ζῶν του ἄ­γνω­στων στὴν Ἑλ­λά­δα μέ­χρι τώ­ρα, ποὺ θε­ω­ροῦν­ται ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κή, μὲ τί­τλο Γιο­ζε­φί­νε ἡ ἀοι­δός. Καὶ σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­νά του ἀλ­λό­κο­τες κα­τα­στά­σεις, ὄν­τα καὶ ταυ­τό­τη­τες με­τα­μορ­φώ­νον­ται σὲ ἀ­θύρ­μα­τα τοῦ νοῦ ὡς ὑ­πεν­θύ­μι­ση τοῦ κιν­δύ­νου ἀ­να­τρο­πῆς κά­θε βε­βαι­ό­τη­τας ποὺ ἐλ­λο­χεύ­ει ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μή, ὡς ἄλ­λη μιὰ ἐ­πα­λή­θευ­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς δι­ά­στα­σης τῆς καφ­κι­κῆς ὀ­πτι­κῆς. Ὁ Βου­κε­φά­λας γί­νε­ται δι­κη­γό­ρος, ὁ Πο­σει­δώ­νας προ­βλη­μα­τί­ζε­ται γιὰ τὴν ἐμ­βέ­λεια τῆς δύ­να­μης καὶ τῆς ἐ­πιρ­ρο­ῆς του σὲ θε­οὺς καὶ ἀν­θρώ­πους, ἐ­νῶ Ἰν­διά­νοι, Ἄ­ρα­βες καὶ τσα­κά­λια κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­νά­με­σά τους ἀ­να­ζη­τών­τας τὴν τύ­χη τους, τὴ θέ­ση τους στὸν κό­σμο.


Γιὰ μέ­να, ὡς Ἰ­ρα­νὸς καὶ ἄν­θρω­πος τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τὰ κρι­σι­μό­τε­ρα ἐ­ρω­τή­μα­τα εἶ­ναι πράγ­μα­τι τὰ ἑ­ξῆς: Τί εἶ­μαι; Ποι­ός εἶ­μαι; Ποῦ στέ­κο­μαι στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α; Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ ἀ­ξια­κός ἄ­ξο­νας ἐ­πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο προ­σπά­θη­σε νὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει ὁ Ἰ­ρα­νὸς Hou­shang Gol­shi­  ri (1938- 2000), ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους ἐκ­προ­σώ­πους τῆς Περ­σικῆς λο­γοτε­χνίας καὶ τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὸ Ἰ­ράν. Ἀ­γω­νί­στη­κε ἐ­νάν­τια στὴν τυ­ραν­νί­α καὶ τὰ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κὰ κα­θε­στῶ­τα, ἐ­ξέ­τι­σε ποι­νὲς φυ­λά­κι­σης ὡς ὑπέρ­μα­χος τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου, ἐ­πι­μέ­νον­τας ὅ­τι ὅ­σο ζῶ θὰ γρά­φω, ὑ­πῆρ­ξε συ­νι­δρυ­τὴς τῆς Ἕ­νω­σης Ἰ­ρα­νῶν Συγ­γρα­φέ­ων (1968) καὶ τὸ 1999 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τὸ γερ­μα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο Erich Maria Remarque Peace Prize γιὰ τὸν ἀ­γώ­να του γιὰ τὰ ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα καὶ τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς δη­μο­κρα­τί­ας στὸ Ἰ­ράν. Ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του μὲ τί­τλο My Lit­tle Pra­yer Room (Τὸ μι­κρὸ δω­μά­τιο προ­σευ­χῆς μου) ὡς πρὸς τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα μετω­νυμι­κής σιω­πῆς, μί­α ἀ­πὸ τὶς ἐ­ξέ­χου­σες τε­χνι­κὲς στὸν δυ­τι­κὸ μον­τερ­νι­σμὸ καὶ δο­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο καὶ τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ἡ δὲ θε­μα­το­λο­γί­α ἑ­στιά­ζει σὲ ἱ­στο­ρί­ες φυ­λα­κι­σμέ­νων ἀν­θρώ­πων οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πο­φέ­ρουν, δι­α­λύ­ον­ται καὶ φτά­νουν στὴν πα­ρά­νοι­α. Ἡ συλ­λο­γὴ αὐ­τὴ συ­νέ­βα­λε στὴν κα­τάρ­ρι­ψη τῆς ἕ­ως τό­τε ἐ­πι­κρα­τοῦ­σας ἄ­πο­ψης ὅ­τι οἱ πο­λι­τι­κοὶ κρα­τού­με­νοι ἦ­ταν (ἢ ὄ­φει­λαν νὰ εἶ­ναι) ὑ­πε­ράν­θρω­ποι, ἀ­λύ­γι­στοι ἢ φα­να­τι­κοὶ ἰ­δε­ο­λό­γοι. Πρω­το­εκ­δό­θη­κε τὸ 1975, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ 1985 ἕ­ως σή­με­ρα ἔ­χει ἀ­παγο­ρευ­θεῖ τό­σο ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α της στὸ Ἰ­ράν, ὅ­σο καὶ ἡ ἐ­πα­νέκ­δο­σή της ὁ­που­δή­πο­τε κα­θὼς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα δὲν ἔ­χουν δο­θεῖ ἀ­κό­μα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συγ­γρα­φέ­α.

       Στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς My Little China Doll (Ἡ μι­κρὴ πορ­σε­λά­νι­νη κού­κλα μου), ὁ Golshiri πρω­το­τυ­πεῖ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ­ρωΐ­­δα εἶ­ναι μιὰ κό­ρη καὶ ὄ­χι ἕ­νας γιὸς ὅ­πως ἴ­σως νὰ πε­ρί­με­νε κα­νεὶς καὶ μά­λι­στα ἔ­φη­βη, μιὰ αὐ­ρια­νὴ πο­λί­της, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ πα­τέ­ρας ἔ­χει ἄ­δι­κα φυ­λα­κι­στεῖ, βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πάν­θρω­πα κι ἐ­κτε­λεῖ­ται γιὰ τὶς πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις. Ἂν καὶ παί­ζει ἀ­κό­μα μὲ τὶς κοῦ­κλες της ὀ­νει­ρεύ­ε­ται καὶ κα­τα­στρώ­νει σχέ­δια ἐ­ξόν­τω­σης τῶν βα­σα­νι­στῶν τοῦ πα­τέ­ρα της μὲ ἀ­ναί­μα­κτους τρό­πους. Ὁ Golshiri ἀ­κο­λου­θεῖ μὴ γραμ­μι­κὴ ἀ­φή­γη­ση μὲ ἀ­φαι­ρε­τι­κὲς καὶ ἀ­κρι­βεῖς ἀν­τα­πο­κρί­σεις ἀ­πευ­θεί­ας ἀ­πὸ τὴν ψυ­χο­στα­σί­α τῶν τρι­ῶν με­λῶν τῆς δι­α­με­λι­σμέ­νης οἰ­κο­γέ­νειας —πα­τέ­ρας, μη­τέ­ρα, κό­ρη—, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸ συλ­λο­γι­κὸ ὑ­πο­συ­νεί­δη­το τῶν συμ­πα­τρι­ω­τῶν του. Ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς μα­ται­ώ­σεις τῶν με­γά­λων ἀ­φη­γή­σε­ων, τοῦ ἐξ­τρε­μι­σμοῦ, τοῦ ρε­βαν­σι­σμοῦ καὶ ἀ­πο­μυ­θο­ποι­εῖ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς φυ­λα­κῆς. Τὰ κε­λιὰ τοῦ Golshiri δὲν εἶ­ναι ὁ τό­πος γέν­νη­σης ἀ­πο­φα­σι­στι­κῶν καὶ ἀ­κλό­νη­των ἡ­ρώ­ων ἀ­κτι­βι­στῶν, εἶ­ναι σκο­τει­νοὶ τό­ποι μαρ­τυ­ρί­ου ὅ­που τα ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα προ­κα­λοῦν τρο­με­ρὸ πό­νο τὸ ἕ­να στὸ ἄλ­λο καὶ ἐ­πι­χει­ροῦν, καὶ συ­χνὰ τὸ κα­τα­φέρ­νουν, νὰ κομ­μα­τιά­σουν τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο[11].

       Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α βα­σί­στη­κε ἡ animation ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους (διά­ρκειας 15’) μὲ τὸν τί­τλο Dads fra­gile doll (2013) τοῦ Ἰ­ρα­νοῦ σκη­νο­θέ­τη Ali Za­re Ga­natno­wi. Στὸ πνεῦ­μα τῆς ἴ­διας ἱ­στο­ρί­ας κι­νεῖ­ται καὶ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ τοῦ Βο­λι­βια­νοῦ Ed­mun­do PazSol­dán μὲ τί­τλο «Μπάρ­νες». Δι­εισ­δυ­τι­κὴ εἶ­ναι καὶ ἡ πιὸ πρό­σφα­τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Diego Alba μὲ τί­τλο «Ἡ πρώ­τη εἰ­σβο­λὴ»[12]La pri­me­ra in­va­sión»): Κυ­ρί­α, πρέ­πει νὰ σᾶς ζη­τή­σω νὰ προ­σέ­χε­τε τὸν γιό σας. Ἁ­λώ­νι­ζε στὰ παρ­τέ­ρια, ἔ­χει πε­τσο­κό­ψει τὰ ἐν­τελ­βά­ϊς! Ὁ φύ­λα­κας τοῦ πάρ­κου κρα­τοῦ­σε τὸ ἀ­γό­ρι ἀ­πὸ τὸν για­κὰ τοῦ ναυ­τι­κοῦ κο­στου­μιοῦ του. Λυ­πᾶ­μαι πο­λύ, κύ­ρι­ε, ἀ­πάν­τη­σε ἡ μη­τέ­ρα καὶ γυ­ρί­ζον­τας πρὸς τὸ παι­δί, Ἄν­τι, ἀ­γά­πη μου, για­τί τὸ ἔ­κα­νες αὐ­τό; Ὁ Ἄν­τι τὴν κοί­τα­ξε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια καὶ τῆς πρό­σφε­ρε τὰ λου­λού­δια. Γιὰ σέ­να, μη­τέ­ρα, νὰ ἔ­χεις μιὰ κα­λὴ μέ­ρα. Ἐ­κεί­νη τὸν ἀγ­κά­λια­σε τρυ­φε­ρὰ καὶ κοί­τα­ξε τὸν φύ­λα­κα, ὁ ὁ­ποῖ­ος τῆς ἔ­νευ­σε νὰ πά­ρει τὰ λου­λού­δια. Ἀν­τί­ο, Ἄν­τι, νὰ εἶ­σαι κα­λὸ παι­δί, εἶ­πε καὶ ἄ­φη­σε τὸν μι­κρὸ ἀ­να­κα­τεύ­ον­τας τὰ μαλ­λιά του. Ἀν­τί­ο, φρά­ου… Χί­τλερ, Κλά­ρα Χί­τλερ.

       Ποῦ νὰ μα­ζεύ­εις / τὰ χί­λια κομ­μα­τά­κια / τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ϊ­κοὺ τοῦ Γ. Σε­φέ­ρη στὸ Τε­τρά­διο Γυ­μνα­σμά­των (1928-1937). Κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 1940 κα­τὰ τὸν Β’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο, σχε­δὸν μι­σὸ αἰ­ώ­να με­τὰ τὴ Διά­σκε­ψη τοῦ Βε­ρο­λί­νου (1884-85) γιὰ τὸν δι­α­μοι­ρα­σμὸ τῆς ἀ­φρι­κα­νι­κῆς ἠ­πεί­ρου στὶς ὑ­περ­δυ­νά­μεις τῆς Δύ­σης, ἱ­στο­ρι­κὸ γε­γο­νὸς ποὺ δι­α­πνέ­ει τὸ ἐμ­βλη­μα­τι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Τα πάντα γί­νονται κομ­μάτια τοῦ Νι­γη­ρια­νοῦ Chi­nua A­che­be. Ἐ­π’ αὐ­τοῦ, ὁ Κώ­στας Σι­α­φά­κας στὸ ἀ­φή­γη­μα «Ὁ χάρ­της» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ του Τὸ ψά­ρι καὶ τὸ ζά­ρι συ­νο­ψί­ζει εὔ­στο­χα: Ἡ Ἀ­φρι­κὴ κα­τα­τε­μα­χι­σμέ­νη ἀ­πὸ ἀ­νε­λέ­η­το μα­χαί­ρι, δὲν ἔ­στα­ζε οὔ­τε μιὰ στα­γό­να, ἀλ­λὰ μοῦ θύ­μι­σε με­γά­λο βα­σα­νι­σμέ­νο ζῶ­ο. Καὶ πα­ρα­κά­τω, […] κοί­τα­ζα στὸν χάρ­τη τὴν κου­κί­δα μου καὶ ἀ­πὸ κά­τω τὴν τε­ρά­στια Ἀ­φρι­κή, σὰν πρη­σμέ­νο πρό­σω­πο χω­ρὶς στό­μα.


Στὶς 17-19 Νο­εμ­βρί­ου 2021 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τὸ IV Συμ­πό­σιο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας Κα­να­ρί­ων Νή­σων μὲ τί­τλο Mi­cro­nau­tas en el ci­be­re­spa­cio, mini­fic­ción y ciber­cul­tura, μὲ ἀρ­κε­τὲς πρω­τό­τυ­πες ἀ­να­κοι­νώ­σεις γιὰ τὸ μέλ­λον τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ὡς εἶ­δος ποὺ τεί­νει νὰ αὐ­το­νο­μη­θεῖ, ἀλ­λὰ βα­σί­ζε­ται στὴ συ­νέρ­γεια μὲ ἄλ­λα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη καὶ ἡ ἔκ­δο­ση τῶν πρα­κτι­κῶν ἀ­να­μέ­νε­ται μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον.

       Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ 2021 ση­μει­ώ­θη­καν ρα­γδαῖ­ες ἐ­ξε­λί­ξεις στὴν κβαν­τι­κὴ τε­χνο­λο­γί­α. Ἐ­ρευ­νη­τὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Queensland στὴν Αὐ­στρα­λί­α δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ κβαν­τικό μι­κρο­σκό­πιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρέ­χει γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἀ­πει­κό­νι­σης ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στων τμη­μά­των τῆς ὕ­λης μέ­σω τῆς τε­χνο­λο­γί­ας τῆς κβαν­τικής διεμ­πλοκῆς, φαι­νό­με­νο ποὺ βα­σί­ζε­ται στὴν ἀλ­λη­λε­πί­δρα­ση δύ­ο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρων σω­μα­τι­δί­ων. Ἄλ­λοι ἐ­ρευ­νη­τὲς στὸ Qutech στὸ Delft τῆς Ὀλ­λαν­δί­ας δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ πρῶτο κβαν­τι­κό δί­κτυο πολ­λα­πλῶν κόμ­βων ποὺ θὰ ἀλ­λά­ξει τὸν τρό­πο ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μας, ὁ­δη­γών­τάς τη σὲ ἕ­να ἀ­σύλ­λη­πτο γιὰ τὰ ἕ­ως τώ­ρα δε­δο­μέ­να μας ἐ­πί­πε­δο τα­χύ­τη­τας, ὑ­ψη­λῆς κρυ­πτο­γρα­φί­ας καὶ συν­το­νι­σμοῦ πο­λυ­ά­ριθ­μων με­ρῶν.

       Τέ­λος, μὲ τὶς πρω­το­φα­νεῖς δυ­να­τό­τη­τες γιὰ τὴν ἐ­ξε­ρεύ­νη­ση τοῦ σύμ­παν­τος τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου καὶ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρου τηλε­σκο­πί­ου Ja­mes Webb ποὺ ἐ­κτο­ξεύ­τη­κε στὸ δι­ά­στη­μα στὶς 25 Δε­κεμ­βρί­ου, εὐ­ελ­πι­στοῦ­με νὰ ἐμ­πλου­τί­σου­με τὶς γνώ­σεις μας γιὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ σύμ­παν­τος καὶ τὴ θέ­ση μας σὲ αὐ­τό.


 

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


ΔΥΣΤΥΧΩΣ οἱ πο­λι­τι­κὲς θε­ω­ρί­ες μας εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο εὐ­φυ­εῖς ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στή­μη μας καὶ δὲν ἔ­χου­με μά­θει ἀ­κό­μα πῶς νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὴ γνώ­ση καὶ τὴ δε­ξι­ό­τη­τά μας μὲ τρό­πους ποὺ νὰ βελ­τι­στο­ποι­οῦν τὴ ζω­ή μας, ἀ­κό­μα καὶ νὰ τὴ δο­ξά­ζουν[13], εἶ­χε γρά­ψει ὁ δι­ο­ρα­τι­κὸς Bertrand Russel, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πα­σχό­λη­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα Γιατί πο­λε­μοῦν οἱ άν­θρω­ποι. Ὡς στω­ϊ­κὴ ἀ­πάν­τη­ση θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν οἱ στί­χοι: Κά­θε ἄν­θρω­πος ἔ­χει δύ­ο / μά­χες νὰ δώ­σει: / στὰ ὄ­νει­ρα πα­λεύ­ει μὲ τὸν Θε­ὸ / ξύ­πνιος, μὲ τὴ θά­λασ­σα[14], τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ ποι­η­τῆ Antonio Machado στὴ συλ­λο­γὴ τοὔ Campos de Ca­stil­la (1907-1917). Ὅ­μως, ἐμ­βλη­μα­τι­κὰ ἔρ­γα ποὺ ἔ­χουν ση­μα­δέ­ψει τὴν παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνί­α δι­α­χρο­νι­κὰ μᾶς ἔ­χουν θέ­σει πρὸ τῶν εὐ­θυ­νῶν μας γιὰ τὶς ἐ­πι­πτώ­σεις  τῶν ἀ­πε­χθῶν πρά­ξε­ών μας καὶ πα­ρὰ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες ἐν­δεί­ξεις ὅ­τι ὁ­δεύ­ου­με πρὸς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὸ ἀ­φα­νι­σμό, ἐ­φευ­ρί­σκου­με ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νους τρό­πους ἀλ­λη­λο­ε­ξόν­τω­σης.

       Εὐ­τυ­χῶς, ἡ πο­λι­τι­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας δὲ γνω­ρί­ζει πλέ­ον σύ­νο­ρα ἢ χρο­νι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ὅ­πως το­νί­ζει καὶ ὁ Βρα­ζι­λιά­νος Silviano Santiago στὸ ἄρ­θρο του «Una literatura anfibia». Σὲ αὐ­τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἀμ­φί­βια τὴ σύγ­χρο­νη βρα­ζι­λι­ά­νι­κη λο­γο­τε­χνί­α λό­γῳ τοῦ συν­δυα­σμοῦ τοῦ κο­σμο­πο­λί­τι­κου καὶ το­πι­κοῦ στοι­χεί­ου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ καὶ τῆς δυ­σκο­λί­ας ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ ἔ­χουν οἱ συγ­γρα­φεῖς στὶς οὐ­το­πι­κές τους ἀ­να­ζη­τή­σεις νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σουν τὶς ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὲς πτυ­χὲς τέ­χνης καὶ πο­λι­τι­κῆς σὲ μί­α χώ­ρα καὶ σὲ μί­α πε­ρι­ο­χὴ ὅ­που οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες, ἡ βί­α καὶ ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση κα­θο­ρί­ζουν τὴν κοι­νω­νι­κὴ τά­ξη, γε­γο­νὸς ποὺ ἰ­σχύ­ει, δυ­στυ­χῶς, σχε­δὸν σὲ ὅ­λα τα μή­κη καὶ πλά­τη τοῦ κό­σμου μας.


Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἡ τέ­χνη τοῦ λό­γου ὑ­πῆρ­ξε ἀ­νέ­κα­θεν ἕ­νας τρό­πος ἀν­τί­στα­σης σὲ κά­θε μορ­φὴ ἀ­γώ­να ἢ πο­λέ­μου, γε­γο­νὸς ποὺ ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως ἀ­να­λύ­ει ἡ Ἰ­τα­λί­δα Pa­ola Del Zop­po στὴ με­λέ­τη της γιὰ τὴν πο­λὺ σύν­το­μη φόρ­μα στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα με­τα­ξύ του 1960 καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 21ου αἰ. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ana Maria Shua θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἡ λο­γο­τε­χνί­α, εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­θε­το τῆς πο­λι­τι­κῆς ὀρ­θό­τη­τας, εἶ­ναι ὅ,τι μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ σκε­φτοῦ­με ὅ­τι κά­τι εἶ­ναι ἄ­σπρο καὶ μαῦ­ρο ταυ­τό­χρο­να καὶ ἀ­δι­ά­κρι­τα, ἰ­δέ­α ποὺ ὑ­πο­στη­ρί­ζει στὸ ἔ­πα­κρο στὴν πρό­σφα­τη συλ­λο­γή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν La Guer­ra, τὴν ὁ­ποί­α εἴ­δα­με πα­ρα­πά­νω. Μά­λι­στα, στὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο τῆς συλ­λο­γῆς οἱ ἀ­να­γνῶ­στες κα­λοῦν­ται νὰ συμ­με­τέ­χουν στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν πυ­κνῶν καὶ πο­λυ­ε­πί­πε­δων μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν της μὲ τὶς ἱ­στο­ρι­κές τους γνώ­σεις, τὸ πο­λι­τι­σμι­κό τους ὑ­πό­βα­θρο καὶ τὶς αἰ­σθη­τι­κές τους προσ­λαμ­βά­νου­σες, μὲ τὸν ὑ­πό­τι­τλο αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο σὲ χρει­ά­ζε­ται.

       Πα­ρό­λο ποὺ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α βα­σί­ζε­ται στὴν δι­α­δρά­ση, ἔν­νοι­α μὲ πο­λε­μι­κὸ δεί­κτη, κα­θὼς ἀλ­λι­ῶς ἀ­κού­γε­ται μιὰ μο­νο­δι­ά­στα­τη ἀ­λή­θεια καὶ ἀλ­λι­ῶς σὲ μιὰ γε­νε­α­λο­γί­α τῆς ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σης ἢ τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, συλ­λο­γὲς ὅ­πως αὐ­τὴ τῆς Shua δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ μί­α στά­ση-ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τὸν ἰ­σο­πε­δω­τι­κὸ καὶ φρε­νή­ρη τρό­πο ζω­ῆς μας. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἀ­πο­χω­ρη­τι­σμὸ ἢ σχά­ση, ἀλ­λὰ γιὰ μί­α στά­ση-συμ­πα­ρά­στα­ση τὴν ὁ­ποί­α εὐ­νο­εῖ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α σὲ μέ­γι­στο βαθ­μό. Ἀ­φε­νός, ἐ­πει­δὴ θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀποτελεῖ δίκτυο καὶ μέσο δικτύωσης. Ἀ­φε­τέ­ρου, δι­ό­τι εἶ­ναι προ­κλη­τι­κὴ σὲ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα σκέ­ψης: ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἔ­κτα­ση (με­τα­μορ­φώ­νει τὸ μι­κρὸ σὲ με­γά­λο, ἡ συν­το­μί­α της θέ­τει ζή­τη­μα πλή­ρους νο­η­τι­κῆς κα­τα­νό­η­σης ἢ ἀλ­λι­ῶς εὐ­γλωτ­τί­ας), στὶς προσ­δο­κί­ες (πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­να τό­σο σύν­το­μο κεί­με­νο νὰ εἶ­ναι τό­σο βα­θὺ ἢ ἔν­το­νο;) καὶ στὸν χρό­νο (ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α δια­ρκεῖ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­γνω­ση, εὐ­νο­εῖ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς ἀ­νά­γνω­σης καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται μὲ τὴν ἐμ­πέ­δω­ση τοῦ νο­ή­μα­τος).

       Προ­κλη­τι­κό­τε­ρη ὅ­λων εἶ­ναι ἡ ἀ­δά­μα­στη, ἀ­τα­ξι­νό­μη­τη καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη φύ­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ἐ­πει­δὴ συν­δυά­ζει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς τε­χνι­κὲς ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ ὑ­πό­λοι­πα εἴ­δη. Δὲν ἀ­πο­βλέ­πει στὴν με­τα­μόρ­φω­σή της σὲ ἀν­τί­πα­λο δέ­ος ἀ­πέ­ναν­τί τους. Ὅ­μως ρι­ζω­μέ­νη στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης, ὡς ἔν­στα­ση στοὺς δι­α­χω­ρι­σμούς, μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὸν στί­χο τοῦ Ν. Βρετ­τά­κου: ἡ συ­νεί­δη­ση εἶ­ναι τὸ βά­θος τοῦ ἀν­θρώ­που / Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι τὸ πλά­τος του, καί, φαι­νο­με­νι­κὰ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη στὴ συν­το­μί­α της, ἐ­πι­και­ρο­ποι­εῖ τὸ ἀ­πό­φθεγ­μα τοῦ An­to­nio Por­chia, Οἱ ἁ­λυ­σί­δες ἐν χρή­σει δὲν ἁ­λυ­σο­δέ­νουν. Στοι­χεῖ­α ποὺ ἂν συν­δυα­στοῦν ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ συ­στα­θεῖ μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀρ­χή.


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Σπαρτιάτες τοῦ Richard Gwyn.


Τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τοῦ Augusto Monterroso La o­ve­ja negra y de­más fá­bu­las.


Τὸ βι­βλί­ο μὲ κρι­τι­κὰ κεί­με­να τοῦ Lauro Zavala, El di­no­sa­u­rio a­no­ta­do: e­di­ción crí­ti­ca de «El dino­sa­urio» de Au­gu­sto Mon­ter­roso.


Τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὀ­δον­τό­­κρε­μα μὲ χλω­ρο­­φύλ­­λη τοῦ Ἠ. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου.


Τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀ­να­το­λι­κὰ τῆς Δύ­σης τοῦ Miroslav Penkov.


To ἀ­φή­γη­μα Κονγκό τοῦ Eric Vuillard.


Τὴ νου­βέ­λα Τί εἶ­ναι ἕ­νας κάμ­πος τῆς Νά­σιας Δι­ο­νυ­σί­ου.


Τὸ ἄρ­θρο The un­bea­ra­ble: To­ward an anti­fa­scist ae­sthe­tic τοῦ Jon Ba­skin, στὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ε­ρευ­νᾶ αἴ­τια ποὺ ὁ­δή­γη­σαν τοὺς Γερ­μα­νοὺς νὰ στρα­φοῦν στὸν να­ζι­σμό.


Τὴ συμ­φω­νί­α Νο 7, Op. 60 μὲ τί­τλο Le­nin­­grad, τοῦ Dmitri Shostakovich, τὴν ὁ­ποί­α ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 1941.

Τὸν Μικρό­κοσμο (ποί­η­ση: Να­ζὶμ Χικ­μέτ, μτφ. Γιά­ννη Ρί­τσου), σύν­θε­ση Θά­νου Μι­κρού­τσι­κου, ἐ­κτέ­λε­ση Μα­ρί­α Δη­μη­τριά­δη.


[1].  Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[2]. Ζαραφωνίτου Χριστίνα, Ἀπὸ τὴν ἀντα­ποδο­τικὴ στὴν ἀ­ποκα­ταστα­τικὴ δι­καιο­σύ­νη: τιμω­ρικό­τη­τα ἢ ἄμ­βλυν­ση τῶν συγ­κρού­σεων;
[3] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[4]. mogul = μεγι­στά­νας, τρα­νός.
[5]. antojitos = λι­χου­δι­ὲς ποὺ φτιά­χνουν μά­γει­ρες τοῦ δρό­μου.
[6]. κου­βα­νέ­ζι­κος χο­ρὸς μὲ ἀ­φρι­κα­νι­κὲς ρί­ζες· ὁ ρυθ­μὸς εἶ­ναι γνω­στὸς ἀ­πὸ τὴν εἰ­σα­γωγι­κὴ ἄρια τῆς Carmen τοῦ G. Bizet, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Ὁ Νο­νός (II), τοῦ F.F.Coppola.
[7]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[8]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[9]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[10]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸν Κώ­στα Βρα­χνὸ γιὰ τὴ συμ­βο­λή του στὴν ἀ­πό­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου στὰ ἑλ­λη­νι­κά.
[11]. Khakpour Arta, Each into a world of His Own: Mi­me­sis, Mo­dernist Fi­ction, and the I­ra­ni­an A­vant-Garde, δι­α­τρι­βὴ στὸ ἀ­πο­θε­τή­ριο τοῦ New York University, Department of Mid­dle Ea­stern and Islamic Stu­dies, 2014.
[12]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[13]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[14]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.

 

Πηγή:  Πρώτη δημοσίευση.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ύ­δωρ



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#17]

 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ύ­δωρ[1]

 

            μπα­νι­έ­ρα


Ο ΜΩΡΟ ΜΟΥ παί­ζει στην μπα­νι­έ­ρα, ευ­τυ­χι­σμέ­νο. Αρ­χί­ζω να του λού­ζω το κε­φα­λά­κι κι έ­τσι περ­νά ο χρό­νος. Τό­τε το μω­ρό ξε­κι­νά­ει. Ό­ταν αρ­χί­σω να ξε­πλέ­νω τα μαλ­λιά του, τον χά­νω. Γυρ­νά­ω και νά ’τος πά­λι. Δεν κα­τα­λα­βαί­νω τι συμ­βαί­νει και παίρ­νω το αυ­στη­ρό μου. Τον μα­λώ­νω. Δε μ’ α­ρέ­σει αυ­τό που κά­νει. Το μω­ρό γε­λά­ει, το δι­α­σκε­δά­ζει ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο, α­στρά­φτει για μια στιγ­μή και ξα­να­χά­νε­ται. Η α­νυ­πο­μο­νη­σί­α μου δεν κα­τα­φέρ­νει πα­ρά να χει­ρο­τε­ρεύ­σει τα πράγ­μα­τα. Κά­θε φο­ρά εμ­φα­νί­ζε­ται κι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται πιο α­στρα­πια­ία, δε μου α­φή­νει χρό­νο να δι­α­μαρ­τυ­ρη­θώ. Κά­τω α­πό τη μά­σκα της ε­νό­χλη­σής μου, πιά­νω με την ά­κρη του μα­τιού μου το πο­νη­ρό του βλέμ­μα, η τυ­φλό­τη­τά μου εί­ναι ο θρί­αμ­βός του, η ζή­λεια μου το πά­θος του. Για λί­γο, συ­νε­χί­ζω α­κό­μα να αν­τι­δρώ: δε γνω­ρί­ζω πώς να υ­πο­δε­χθώ την α­δυ­να­μί­α. Το μω­ρό θέ­λει μό­νο να παί­ξει. T­ο παι­χνί­δι θαμ­πώ­νει και δια­ρκεί ό­λη τη ζω­ή. Αυ­τή εί­ναι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[2] με τί­τλο Το μω­ρό (The baby) της Αρ­γεν­τι­νής María Negroni που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται[3] στη δι­ε­θνή αν­θο­λο­γί­α Flash Fiction International. Στο πρω­τό­τυ­πο ι­σπα­νι­κό κεί­με­νο ό­μως, με τί­τλο El bebé, α­πό το βι­βλί­ο της Night journey, η πα­ρα­πά­νω μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ξε­κι­νά­ει με το α­πό­φθεγ­μα της Μαργαρίτας Β’, Κό­μισ­σας της Φλάν­δρας και του Αι­νώ, η οποία εί­χε μια μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή ζωή τον 13ο αι.: αυ­τός που δεν έχει τί­πο­τα να κρύ­ψει, δεν έχει τί­πο­τα να δεί­ξει[4].


            βρο­χή


«Λα­τρεύ­ε­τε τη μυ­ρω­διά της βρο­χής; Υπάρ­χει ένα απώ­τε­ρο κί­νη­τρο πί­σω από το δέ­λε­αρ του πε­τρι­χώ­ρου» εί­ναι ο τί­τλος του άρ­θρου[5] της Jacinta Bowler στο Science Alert, όπου ανα­φέ­ρο­νται νέα στοι­χεία για την αγα­πη­μέ­νη μας μυ­ρω­διά. Το 1964 Αυ­στρα­λοί επι­στή­μο­νες δη­μο­σί­ευ­σαν στο πε­ριο­δι­κό Nature μια με­λέ­τη για τη φύ­ση της αρ­γι­λι­κής οσμής της γε­ω­σμί­νης, μιας βιο­σύν­θε­σης που πα­ρά­γε­ται κα­τά την απο­σύν­θε­ση βα­κτη­ρί­ων και μι­κρο­βί­ων. Της απέδωσαν τον σύν­θε­το όρο πε­τρι­χώ­ρος (pe­tri­chor), από τον συν­δυα­σμό των ελ­λη­νι­κών λέ­ξε­ων «πέ­τρα» και «ιχώρ» ή «ιχώ­ρος» – το χρυ­σα­φέ­νιο αί­μα των θε­ών στην ελ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γία. Με­τα­γε­νέ­στε­ρες έ­ρευ­νες επα­λή­θευ­σαν την αν­θρώ­πι­νη έλ­ξη στη μυ­ρω­διά της βρο­χής. Το 2015 ερευ­νη­τές του ΜΙΤ ανα­κοί­νω­σαν τα πει­ρα­μα­τι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα για τον, άγνω­στο μέ­χρι τό­τε, μη­χα­νι­σμό απε­λευ­θέ­ρω­σης της γε­ω­σμί­νης στο πε­ρι­βάλ­λον, ενώ το 2018 απα­ντή­θη­κε το ερώ­τη­μα αν μό­νο ο άν­θρω­πος έχει αυ­τή την ευαι­σθη­σία. Τα πει­ρά­μα­τα έδει­ξαν ότι οι μι­κρο­σκο­πι­κοί πό­δου­ροι ή springtails, αρ­θρό­πο­δα της τά­ξης Collembola που συμ­βιώ­νουν με άλ­λους μι­κρο-ορ­γα­νι­σμούς στην υγρή, νε­κρή ορ­γα­νι­κή ύλη ενός οι­κο­συ­στή­μα­τος, μοι­ρά­ζoν­ται μα­ζί μας την ί­δια έλ­ξη, ως ανα­πό­σπα­στο μέ­ρος μιας αλ­λη­λέν­δε­της δια­δι­κα­σί­ας ανα­πα­ρα­γω­γής. Τα βα­κτή­ρια του γέ­νους των Στρεπ­το­μυ­κή­των λί­γο πριν ολο­κλη­ρώ­σουν τον κύ­κλο ζω­ής «προ­σκα­λούν» τους παμ­φά­γους πό­δου­ρους στις αποι­κί­ες τους εκλύ­ο­ντας την αγα­πη­μέ­νη οσμή που ερε­θί­ζει τις κε­ραί­ες τους, έτσι ώστε να τρα­φούν με τα υπο­λείμ­μα­τά τους και το σώ­μα τους να γί­νει φο­ρέ­ας δια­σκορ­πι­σμού των σπο­ρί­ων με τα νέα βα­κτή­ρια σε με­γα­λύ­τε­ρο εύ­ρος του συ­στή­μα­τος, ανα­κυ­κλώ­νο­ντας μια δια­δι­κα­σία εκα­τομ­μυ­ρί­ων ετών. Την επό­με­νη φο­ρά που θα μυ­ρί­σε­τε τη βρο­χή, μπο­ρεί­τε να απο­λαύ­σε­τε το γε­γο­νός ότι αυ­τό που μυ­ρί­ζε­τε εί­ναι ένας ολό­κλη­ρος κύ­κλος ζω­ής με τον δι­κό του μι­κρό τρό­πο, κα­τα­λή­γει η Bowler στο άρ­θρο της.


Ο Raymond Carver στο ποί­η­μά του με τί­τλο Βρο­χή[6] γρά­φει: Ξύ­πνη­σα σή­με­ρα το πρωί με μια τρο­με­ρή/ επι­θυ­μία να μεί­νω στο κρε­βά­τι όλη τη μέ­ρα / και να δια­βά­ζω. Πο­λέ­μη­σα για ένα λε­πτό ενα­ντί­ον της. Τε­λι­κά πα­ρα­δί­νε­ται στην ατμό­σφαι­ρα του βρο­χε­ρού πρω­ι­νού και ανα­ρω­τιέ­ται: Θα ζού­σα άρα­γε τη ζωή μου με τον ίδιο τρό­πο ξα­νά; / Θα έκα­να τα ίδια ασυγ­χώ­ρη­τα λά­θη; Ναι, και μι­σή μό­νο ευ­και­ρία να εί­χα. Ναι.

       Ο Anton Chekhov στο δι­ή­γη­μά του «Τα Φρα­γκο­στά­φυ­λα» πε­ρι­γρά­φει την εξής σκη­νή: Ο Ιβάν Ιβά­νιτς βγή­κε έξω, έπε­σε στο νε­ρό με θό­ρυ­βο και κο­λύ­μπη­σε στη βρο­χή, ανε­μί­ζο­ντας πλα­τιά τα χέ­ρια και από αυ­τόν έφευ­γαν κύ­μα­τα και στα κύ­μα­τα στα­μα­τού­σαν άσπρες γραμ­μές. Κο­λύ­μπη­σε μέ­χρι τη μέ­ση του πα­ρα­πό­τα­μου και έκα­νε βου­τιά και ύστε­ρα από ένα λε­πτό εμ­φα­νί­στη­κε σε άλ­λο ση­μείο και κο­λύ­μπη­σε πιο μα­κριά και όλο έκα­νε βου­τιές, προ­σπα­θώ­ντας να φτά­σει τον βυ­θό. «Αχ, Θεέ μου», επα­να­λάμ­βα­νε γε­μά­τος ευ­χα­ρί­στη­ση. «Αχ, Θεέ μου…». Κο­λύ­μπη­σε μέ­χρι τον μύ­λο, μί­λη­σε εκεί για κά­τι με χω­ρι­κούς και επέ­στρε­ψε πί­σω. Στη μέ­ση του πα­ρα­πό­τα­μου ξά­πλω­σε πά­νω στο νε­ρό, με το πρό­σω­πο εκτε­θει­μέ­νο στη βρο­χή. Ο Μπούρ­κιν και ο Αλιό­χιν εί­χαν ντυ­θεί ήδη και ήταν έτοι­μοι να φύ­γουν, ενώ εκεί­νος ακό­μη κο­λυ­μπού­σε και έκα­νε βου­τιές. «Αχ, Θεέ μου…», μο­νο­λο­γού­σε. «Αχ, Κύ­ριε ελέ­η­σον!» «Ελά­τε, αρ­κε­τά!», του φώ­να­ξε ο Μπούρ­κιν.

       Αυ­τή η σκη­νή απο­τε­λεί το ει­σα­γω­γι­κό ση­μεί­ω­μα του νέ­ου βι­βλί­ου δο­κι­μί­ων για την ρω­σι­κή δι­η­γη­μα­το­γρα­φία με τί­τλο A swim in a Pond in the Rain (Κο­λύ­μπι σε μια λί­μνη υπό βρο­χή) του Αμε­ρι­κα­νού George Saunders, ο οποί­ος τη δι­δά­σκει τα τε­λευ­ταία εί­κο­σι χρό­νια στο Syracuse University. Στο βι­βλίο εξε­ρευ­νά τη συγ­γρα­φι­κή δια­δι­κα­σία, την ανα­γνω­στι­κή λει­τουρ­γία και την αμ­φί­δρο­μη σχέ­ση τους, κι επι­χει­ρεί να φω­τί­σει αφε­νός την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση των σπου­δα­στών του με αυ­τά τα κεί­με­να και αφε­τέ­ρου τον πε­ριρ­ρέ­ο­ντα στο­χα­σμό τους: Πώς οφεί­λου­με να ζού­με; Τι εί­ναι αλή­θεια και πώς μπο­ρού­με να τη γνω­ρί­ζου­με;


Έχου­με ανα­φέ­ρει σε προηγούμενο δελτίο την άπο­ψη του David Drury για τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία ότι μοιά­ζει με απύθ­με­νη λι­μνού­λα, η κα­τα­βύ­θι­ση στην οποία δη­μιουρ­γεί την εκ­πλη­κτι­κή αί­σθη­ση που βιώ­νει κα­νείς σε μια αιω­ρού­με­νη ανε­μό­σκα­λα, όταν γλι­στρά­ει μέ­σα σε ένα πη­γά­δι ή σε μια από­το­μη νε­ρο­τσου­λή­θρα. Η πρώ­τη πρό­τα­ση της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[7] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Mary Hamilton με τί­τλο Η μού­χλα μυ­ρί­ζει σαν το σπί­τι (Mold smells like home) κα­τα­φέρ­νει ακρι­βώς αυ­τό και εί­ναι η εξής: Κρα­τά­με τον Γουόλ­τερ σε μιά σπη­λιά επει­δή εί­ναι άσχη­μος. Οι φί­λοι του Γουόλ­τερ τον έχουν κλει­δώ­σει σε μια σπη­λιά στο δά­σος. Η πόρ­τα που σφρα­γί­ζει τη σπη­λιά έχει ρωγ­μές κι ένα μι­κρό άνοιγ­μα αρ­κε­τό για να του δί­νουν φα­γη­τό και νε­ρό, αλ­λά και για να μπο­ρεί ο Γουόλ­τερ να βγά­ζει το χέ­ρι του και να απο­λαμ­βά­νει τη βρο­χή επά­νω του. Μέ­σα από τις ρωγ­μές βλέ­πει τον γα­λα­νό ου­ρα­νό, το δά­σος, το πο­τά­μι, τον κα­ταρ­ρά­κτη, τη λί­μνη στο βά­θος, το φεγ­γά­ρι στη λί­μνη, τα αστέ­ρια και το σύ­μπαν τις νύ­χτες, αλ­λά και τα πάρ­τι και τα λου­κούλ­λεια γεύ­μα­τα που ορ­γα­νώ­νουν οι φί­λοι του στο δά­σος. Η σπη­λιά γί­νε­ται ο κό­σμος του και η μυ­ρω­διά της μού­χλας του φαί­νε­ται οι­κεία. Στην ιστο­ρία προ­στί­θε­ται και το άλο­γο ενός γαιο­κτή­μο­να της πε­ριο­χής, το οποίο τα βρά­δια το έσκα­γε και κο­λυ­μπού­σε στη λί­μνη κυ­νη­γώ­ντας τον αντι­κα­το­πτρι­σμό του φεγ­γα­ριού, όμως ο γαιο­κτή­μο­νας το απο­κε­φά­λι­σε προς συμ­μόρ­φω­ση και πλέ­ον τη μέ­ρα τρι­γυρ­νά­ει στο δά­σος και σκο­ντά­φτει πα­ντού. Ίσως φαί­νε­ται σκλη­ρό, αλ­λά εί­ναι για το κα­λό του, ανα­φέ­ρει στην αρ­χή η Hamilton, μι­λώ­ντας για τον Γουόλ­τερ, και κα­τα­λή­γει: Και γνω­ρί­ζει ότι θα του κρα­τή­σου­με το χέ­ρι και ότι θα του πού­με ότι βρί­σκε­ται εδώ επει­δή ακρι­βώς εί­ναι υπερ­βο­λι­κά ωραί­ος για τον κό­σμο.

 

            λί­μνη


Στο δυ­τι­κό Βε­ρο­λί­νο στη λί­μνη Βαν­ζεέ στην άκρη ενός μο­νο­πα­τιού υπάρ­χουν δύο επιγραφές, μία μι­κρή και μία με­γά­λη. Στη μι­κρή ανα­γρά­φε­ται το όνο­μα της Henriette Vogel, η οποία εγκα­τέ­λει­ψε την οι­κο­γέ­νειά της και ακο­λού­θη­σε μέ­χρι το τέ­λος της σύ­ντο­μης σχέ­σης τους τον ποι­η­τή Heinrich von Kleist, το όνο­μα του οποί­ου ανα­γρά­φε­ται στη με­γά­λη. Εκεί ο Heinrich πυ­ρο­βό­λη­σε την Henriette κι έπει­τα αυ­το­πυ­ρο­βο­λή­θη­κε. Αν δε γνω­ρί­ζει κά­ποιος την ιστορία τους, ίσως προ­σπε­ρά­σει το ση­μείο. Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[8] του Ισπα­νού Rafael Pérez Estrada, από τη συλ­λο­γή του El ladrón de atardeceres, με τί­τλο Γνω­ρί­ζω μό­νο (Sólo sé), εί­ναι η εξής: Γνω­ρί­ζω μό­νο ότι, αν ανοί­ξω το ποί­η­μα θα πρέ­πει να αι­μορ­ρα­γεί. Στον ίδιο βαθ­μό γλωσ­σι­κής ακρί­βειας και λα­κω­νι­κό­τη­τας εί­ναι και η πρώ­τη στρο­φή του ποι­ή­μα­τος του Αμε­ρι­κα­νού Mark Strand με τί­τλο Eating poetryΜε­λά­νι κυ­λά­ει από τις γω­νί­ες του στό­μα­τός μου / Δεν υπάρ­χει ευ­τυ­χία σαν τη δι­κή μου. /Τρώω ποί­η­ση.


Το πρώτο βι­βλίο της Βρε­τα­νί­δας Claire-Louise Bennett με τί­τλο Pond (Λί­μνη) κι­νεί­ται στα όρια σπον­δυ­λω­τού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος-νου­βέ­λας, ή συλ­λο­γής δι­η­γη­μά­των-μι­κρο­μυ­θο­πλα­σιών, οπό­τε διαφεύγει της τα­ξι­νό­μη­σης σε μία από τις πα­ρα­πά­νω κα­τη­γο­ρί­ες. Η ανώ­νυ­μη, νε­α­ρή αφη­γή­τρια κα­τα­φεύ­γει σε ένα χω­ριό στη δυ­τι­κή ακτή της Ιρ­λαν­δί­ας και αρ­χι­κά φαί­νε­ται να βυ­θί­ζε­ται στην ανυ­παρ­ξία. Κα­τα­γρά­φει την καθημερινότητά της, όπως την επι­μο­νή της να φτιά­ξει το κα­λύ­τε­ρο πό­ριτζ ή μια συ­νά­ντη­σή της με μια αγε­λά­δα σε έναν από τους μο­να­χι­κούς πε­ρι­πά­τους της, όμως δια­πι­στώ­νου­με ότι κά­τω από την ακύ­μα­ντη αφη­γη­μα­τι­κή επι­φά­νεια και την αδιό­ρα­τη πλο­κή μαί­νε­ται μια υπαρ­ξια­κή κα­ται­γί­δα. Στην ιστο­ρία της με τί­τλο The Big Day, η ηρω­ί­δα ανα­ρω­τιέ­ται για­τί η σπι­το­νοι­κο­κυ­ρά της το­πο­θέ­τη­σε μια πι­να­κί­δα που γρά­φει «Λί­μνη» δί­πλα στη λί­μνη. Στην ιστο­ρία της με τί­τλο Morning, noon & night δεί­χνει πό­σο λα­τρεύ­ει να τε­μα­χί­ζει βρώ­σι­μα εί­δη, ενώ ξα­πλω­μέ­νη δί­πλα στον εφή­με­ρο ερα­στή της σκέ­φτε­ται τα λα­χα­νι­κά εκεί έξω στο σκο­τά­δι, τη γη στην οποία φυ­τρώ­νουν, σα να μην εί­χε ανοι­χτεί πο­τέ ξα­νά. Στην τε­λευ­ταία πρό­τα­ση της ιστο­ρί­ας με τί­τλο Words escape me απο­φαί­νε­ται με ντο­στο­γιεφ­σκι­κό τρό­πο για τον πρό­τε­ρο βίο της: Ήμουν κά­τω από τη γη. Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[9] της με τί­τλο Τη­γα­νιά (Stir-Fry) που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στο βι­βλίο εί­ναι η εξής: Μό­λις πέ­τα­ξα το βρα­δι­νό μου στον σκου­πι­δο­τε­νε­κέ. Γνώ­ρι­ζα όταν το έφτια­χνα ότι θα το πε­τού­σα, έτσι πρό­σθε­σα σ’ αυ­τό όλα τα πράγ­μα­τα που δε θέ­λω να ξα­να­δώ.

 

            πι­σί­να


Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[10] της Νε­ο­ζη­λαν­δής Shannon Savvas με τί­τλο Το Κράκεν, δη­λα­δή το κε­φα­λό­πο­δο θα­λάσ­σιο τέ­ρας που εντοπίζεται στους σκαν­δι­να­βι­κούς μύ­θους, ηρω­ί­δα εί­ναι μια τρο­με­ρή για­γιά. Κά­θε μέ­ρα βυ­θί­ζε­ται στη φθο­ρά του χρό­νου, βά­φει τα χεί­λη και τα νύ­χια της, αλ­λά με τα χα­μη­λο­τά­κου­να πα­πού­τσια της, τις μα­κριές φού­στες και τους γυρ­τούς ώμους της κα­λυμ­μέ­νους μέ­ς στο κα­τα­κα­λό­και­ρο, περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τη. Εκτός από όταν πη­γαί­νει για κο­λύ­μπι στην πι­σί­να, με τον λου­λου­δά­το σκού­φο και το ολό­σω­μο μα­γιό της, εκεί δεν μπο­ρεί να κρυ­φτεί κα­νείς. Όταν κά­θε­ται στην ξα­πλώ­στρα τα εγ­γο­νά­κια της πα­ρα­τη­ρούν με τρό­μο τις σμηγ­μα­τορ­ροϊ­κές κε­ρα­τώ­σεις στο δέρ­μα των χε­ριών της και τα δια­τρέ­χουν με τα δα­χτυ­λά­κια τους. Προ­σο­χή στα δρα­κό­ντεια λέ­πια μου, τους λέ­ει. Εξε­λίσ­σο­μαι. Όσο πιο άτα­κτα εί­στε, τό­σο με­τα­μορ­φώ­νο­μαι. Στα γουρ­λω­μέ­να μά­τια τους βλέ­πει ότι ξέ­ρουν πως η ατα­ξία δεν προ­κα­λεί μό­νο μπε­λά­δες, αλ­λά και δύ­να­μη.[…] Αυ­τό με χα­ρο­ποιεί επει­δή γνω­ρί­ζω, τα πι­τσι­ρί­κια δι­ψούν για δρά­μα, τρό­μο, σκο­τει­νή φα­ντα­σία, όχι για γλυ­κα­νά­λα­τες ιστο­ρί­ες. Αμί­λη­τα, αλ­λά εν­θου­σια­σμέ­να μα­ζεύ­ο­νται γύ­ρω της και συ­νε­χί­ζουν να πα­ρα­τη­ρούν το υπό­λοι­πο σώ­μα της, την κυτ­τα­ρί­τι­δα και τις πε­ταγ­μέ­νες φλέ­βες στα πό­δια της. Ένα άγ­γιγ­μά σας και τα σά­πια σκου­λή­κια μου, μπλε από το δη­λη­τή­ριο, θα σας σκο­τώ­σουν, τα προει­δο­ποιεί ψι­θυ­ρι­στά. Τό­τε πι­σω­πα­τούν και ξε­ρο­κα­τα­πί­νουνΒυ­θί­ζο­μαι στο νε­ρό και πε­ρι­μέ­νω την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Όταν τα παι­διά ξε­χνιού­νται παί­ζο­ντας ξα­νά στην πι­σί­να η ηρω­ί­δα πε­τά­γε­ται μέ­σα από το νε­ρό και φω­νά­ζει Εί­μαι το Κρά­κεν. Τσι­ρίγ­μα­τα, κλά­μα­τα και πα­νι­κός επι­κρα­τεί πα­ντού. Τό­τε η ηρω­ί­δα βγαί­νει από την πι­σί­να, τι­νά­ζει το νε­ρό από πά­νω της, πη­γαί­νει στο μπαρ και απο­λαμ­βά­νει το τσι­γά­ρο και το δρο­σε­ρό της τζιν.


Τί­πο­τα δεν εί­ναι τρο­με­ρό εκτός από τον ίδιο τον φό­βο, έχει πει ο Fr.​Bacon. Φέ­τος τον Ιού­νιο συ­μπλη­ρώ­νο­νται 35 χρό­νια από τον θά­να­το του Jorge Luis Borges, ο οποί­ος έχει πει και το ο χρό­νος εί­ναι ένα πο­τά­μι που με πα­ρα­σύ­ρει, αλ­λά το πο­τά­μι εί­μαι εγώ. Η τα­φι­κή του στή­λη στο Βα­σι­λι­κό Κοι­μη­τή­ριο της Γε­νεύ­ης απο­τε­λεί μια σύντομη, αλ­λά ολό­κλη­ρη ιστορία, με ανα­φο­ρές στη Μάχη του Μάλντον κα­τά τη διάρ­κεια των θα­λάσ­σιων επι­δρο­μών των Βί­κινγκς στα τέ­λη του 10ου αι. Στη στή­λη ανα­γρά­φο­νται και κά­ποιες φρά­σεις, μία από τις οποί­ες ανή­κει στο ομό­τι­τλο αγ­γλι­κό ποί­η­μα που εί­χε με­τα­φρά­σει ο ίδιος και ξε­χώ­ρι­ζε: and ne forhtedon na, δη­λα­δή, μη φο­βά­σαι.

 

            πο­τά­μι


Οι αριθ­μοί στο τα­ξί­με­τρο μπλέ­κο­νται με­τα­ξύ τους κι έπει­τα εξα­φα­νί­ζο­νται, και δεν πει­ρά­ζει διό­τι οι αριθ­μοί εί­ναι μια επι­νό­η­ση όπως η αγά­πη. Έτσι ξε­κι­νά­ει η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[11] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Francine Witte Βόλ­τα με τα­ξί (Cab Ride) στην οποία μια γυ­ναί­κα παίρ­νει τα­ξί να πά­ει στο νο­σο­κο­μείο στη μη­τέ­ρα της που πε­θαί­νει. Ο ασπρο­μάλ­λης, αμί­λη­τος τα­ξι­τζής, λί­γο πριν στρί­ψει στην εί­σο­δο του νο­σο­κο­μεί­ου λο­ξο­δρο­μεί και η γυ­ναί­κα ανα­στα­τώ­νε­ται. Πε­ρί­με­νε, του λέ­ει, σου εί­πα πά­με στο Σεντ Ελί­ζα­μπεθ. Το γνω­ρί­ζω, της απα­ντά­ει ο τα­ξι­τζής κλεί­νο­ντας το τα­ξί­με­τρο. Ας κά­νου­με πρώ­τα μια βόλ­τα από το πο­τά­μι. Η γυ­ναί­κα τρο­μο­κρα­τεί­ται και την ίδια στιγ­μή θυ­μά­ται τη μη­τέ­ρα της που τη ρω­τού­σε πώς προ­τι­μού­σε τα αβγά που της ετοί­μα­ζε, μά­τια ή ομε­λέ­τα; Ο τα­ξι­τζής την πα­ρα­κο­λου­θεί από τον κα­θρέ­φτη, Τα νο­σο­κο­μεία μπο­ρούν να πε­ρι­μέ­νουν με­ρι­κά λε­πτά, της λέ­ει. Η κό­ρη μου ήταν μό­λις πέ­ντε. Με­τά από μια πο­λύ σύ­ντο­μη βόλ­τα στο πο­τά­μι, με διά­φο­ρους αν­θρώ­πους να τρέ­χουν γύ­ρω τους και τους γλά­ρους να πε­τούν ξέ­νοια­στοι, η ηρω­ί­δα πριν απο­βι­βα­στεί έξω από το νο­σο­κο­μείο, ει­σπνέ­ει βα­θιά τον κα­θα­ρό αέ­ρα από το πα­ρά­θυ­ρο κι αι­σθά­νε­ται ένα ξαφ­νι­κό πε­τά­ρι­σμα κά­τω από τις μα­σχά­λες της.

       Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[12] του Ισπα­νού Antonio Cabrera πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην αν­θο­λο­γία Galería de hiperbreves, έχει τί­τλο Διαί­σθη­ση και εί­ναι η εξής: Γρή­γο­ρα, εί­πε, ρίξ­τε στο πο­τά­μι τις στά­χτες του Φοί­νι­κα.

 

            κα­ταρ­ρά­κτης

 

Η γυ­ναί­κα μι­λά­ει τό­σο, και εγώ γε­λάω. Κά­θο­μαι στο μπρά­τσο του ξε­φτι­σμέ­νου κα­να­πέ μας, η γυ­ναί­κα μου μι­λά­ει, κι εγώ γε­λάω μέ­χρι εσχά­των. Ο ήρω­ας στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[13] του Αμε­ρι­κα­νού Douglas W. Milliken με τί­τλο Αλα­τού­χο διά­λυ­μα (Saline) φο­ρά­ει ένα μα­κό, κο­ντο­μά­νι­κο μπλου­ζά­κι, πι­θα­νόν της γυ­ναί­κας του, που αφή­νει εκτε­θει­μέ­νη την κοι­λιά του, αλ­λά ολο­καί­νου­ρια εσώ­ρου­χα, επει­δή ακό­μα και οι χει­ρό­τε­ρες κα­τα­στά­σεις αξί­ζουν ωραία πράγ­μα­τα, βλέ­πει τη γυ­ναί­κα του που μι­λά­ει απέ­να­ντί του, δεν προ­σέ­χει, δεν ακού­ει, ού­τε που κα­τα­λα­βαί­νει τι λέ­ει, εκεί­νη συ­νε­χί­ζει ακα­τά­παυ­στα, σα να μην πι­στεύ­ει ού­τε η ίδια την ιστο­ρία που λέ­ει. Ο ήρω­ας μό­νο βλέ­πει τα Μαύ­ρα μαλ­λιά σαν μυ­θι­κός κα­ταρ­ρά­κτης. Και γε­λά­ει, επτά η ώρα το πρωί και η γά­τα τους τούς κοι­τά­ει βα­ριε­στη­μέ­να, η γυ­ναί­κα του χεί­μαρ­ρος, αυ­τός γε­λά­ει με όλο του το εί­ναι σα να εξαρ­τώ­νται ζω­ές από το γέ­λιο μου, αμέ­τρη­τες μι­κρο­σκο­πι­κές ζω­ές, ή τέ­λος πά­ντων, τρεις ζω­ές. Αυ­τές οι τρεις ζω­ές. Η γυ­ναί­κα μου και η γά­τα μου: γε­λάω για να μας κρα­τή­σω ζω­ντα­νούς. Το εσω­τε­ρι­κό του μπρά­τσου μου ακό­μα καί­ει και με φα­γου­ρί­ζει κα­θώς τα οστά μου εξα­κο­λου­θούν να τρέ­μουν —έτσι αι­σθά­νο­μαι, σαν μό­νι­μες δο­νή­σεις που χτυ­πούν τον μυ­ε­λό των οστών μου— και ξέ­ρω ότι δε θα φάω για μια ημέ­ρα ακό­μα, αλ­λά δεν πει­ρά­ζει. Εί­μαι εντά­ξει. Η φω­νή της γυ­ναί­κας. Η γά­τα που κυ­νη­γά­ει την ου­ρά της. Το γέ­λιο μου. Γε­λά­ει. Μέ­χρι που Το μα­ξι­λά­ρι μου­σκεύ­ει από τα δά­κρυα.

       Πρό­τα­ση κά­θαρ­σης από τον αγώ­να του ήρωα με τον καρ­κί­νο; Ανα­γω­γή στη σκέ­ψη του Søren Kierkegaard[14], ο οποί­ος έγρα­ψε Όταν ήμουν πο­λύ νέ­ος, ξέ­μα­θα να γε­λώ στην σπη­λιά του Τρο­φώ­νιου. Όταν με­γά­λω­σα, όταν άνοι­ξα τα μά­τια μου και πα­ρα­τή­ρη­σα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό­τε έπρε­πε να γε­λά­σω και από τό­τε δεν στα­μά­τη­σα ; Μία μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία ωδή στη ση­μα­σία του κω­μι­κού και του γέλιου του Henri Bergson; Ή υπεν­θύ­μι­ση της γνω­στής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[15] του Juan José Ar­reola με τί­τλο Ο κόσμος ; Ο Θε­ός δεν έχει δη­μιουρ­γή­σει ακό­μα τον κό­σμο· μο­να­χά τον φα­ντά­ζε­ται, όπως στα όνει­ρα. Γι’ αυ­τό ο κό­σμος εί­ναι τέ­λειος, αλ­λά μπερ­δε­μέ­νος.

 

            θά­λασ­σα


Το ψά­ρι που απο­φα­σί­ζει να αυ­το­κτο­νή­σει απο­φεύ­γει γρή­γο­ρα το δί­χτυ στο οποίο θα ξε­ψυ­χού­σε με τους συ­ντρό­φους του, προ­σπερ­νά μπρο­στά από το αγκί­στρι του κα­θη­με­ρι­νού ψα­ρά ο οποί­ος ξε­φυλ­λί­ζει ένα πε­ριο­δι­κό και κα­τα­πί­νει χω­ρίς εν­δοια­σμό το αγκί­στρι ενός παι­διού που θα θυ­μά­ται σε όλη του τη ζωή τους τρο­με­ρούς σπα­σμούς της ασφυ­ξί­ας του. Αυ­τή εί­ναι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[16] του Αρ­γε­ντι­νού Raúl Brasca με τί­τλο Ύστα­τη επι­λο­γή (Última elección).

       Μπλε (Blue), εί­ναι ο τί­τλος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[17] της Ιρ­λαν­δής Nuala O’ Connor. Η με­θυ­σμέ­νη από πολ­λά κο­κτέιλς ηρω­ί­δα μα­γνη­τί­ζε­ται από το μπλε υγρό των ού­ρων της και μια ου­ρά που τής κρύ­βε­ται μέ­σα στη λε­κά­νη της τουα­λέ­τας. Δι­πλω­μέ­νη πά­νω σ’ αυ­τή νιώ­θει να γλι­στρά­ει μέ­σα σε ένα μπλε τού­νελ ακο­λου­θώ­ντας την ου­ρά σε μια άβυσ­σο που την τρα­βά­ει προς τον ου­ρα­νό, τη θά­λασ­σα, το μπλε των μα­τιών του αγα­πη­μέ­νου της. Σώ­ζε­ται την τε­λευ­ταία στιγ­μή από το χέ­ρι του εφή­με­ρου ερα­στή της που την τρα­βά­ει στην επι­φά­νεια. Σε κρα­τάω, ακού­γε­ται μια φω­νή, Σε κρα­τάω. Εδώ εί­σαι. Αλ­λά το μό­νο που αι­σθά­νο­μαι εί­ναι το αγκί­στρι μέ­σα στο μά­γου­λό μου, το τρά­βηγ­μά του προς τα πί­σω.

       Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[18] της Αμε­ρι­κα­νί­δας Meg Pokrass με τί­τλο Θα­λάσ­σια θη­λα­στι­κά που έχουν εξο­κεί­λει (Stran­ded Sea Mam­mals) η θά­λασ­σα απα­λύ­νει τον πό­νο μιας οι­κο­γέ­νειας από τον πνιγ­μό του ενός γιου. Η μη­τέ­ρα σκαρ­φα­λω­μέ­νη στη σκε­πή του πα­ρα­θα­λάσ­σιου σπι­τιού τους πα­ρα­τη­ρεί τη θά­λασ­σα, ψά­χνο­ντας για φά­λαι­νες και φώ­κιες που εξο­κεί­λουν συ­χνά στην ακτή τους. Ο άλ­λος της γιος την βι­ντε­ο­σκο­πεί και ο πα­τέ­ρας την πα­ρα­κα­λεί να μη φω­νά­ζει κά­θε φο­ρά που βλέ­πει μια σκιά και θε­ω­ρεί ότι εί­ναι κά­ποιο θη­λα­στι­κό που έχει εξο­κεί­λει, επει­δή τρο­μά­ζει τα σκυ­λιά τους. Αρ­γό­τε­ρα κά­θο­νται στον κα­να­πέ να δουν το βί­ντεο. Το μπρά­τσο του γιου εί­ναι αγκι­στρω­μέ­νο γύ­ρω από τους ώμους της και πα­ρα­τη­ρεί ότι όταν η μη­τέ­ρα του ήταν σκαρ­φα­λω­μέ­νη στη σκε­πή σή­κω­νε το ανα­μνη­στι­κό ση­μαιά­κι από το Γκραντ Κά­νυον που τής εί­χε φέ­ρει δώ­ρο ο πνιγ­μέ­νος αδερ­φός του. Το κου­νού­σε πέ­ρα δώ­θε ως ανα­γνω­ρι­στι­κό για τις φά­λαι­νες και τις φώ­κιες.

       Στα Δευ­τε­ρό­λε­πτα, από τη συλ­λο­γή Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα, ο Γιάν­νης Ρί­τσος γρά­φει: Τον πνιγ­μέ­νο τον ξά­πλω­σαν στην προ­κυ­μαία. / Νέ­ος ωραί­ος, ολό­γυ­μνος. / Στ’ αρι­στε­ρό του χέ­ρι, το ρο­λόι δου­λεύ­ει ακό­μα. Μια πα­ρό­μοια ει­κό­να συ­να­ντά­με στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Password, του Γιάν­νη Πα­λα­βού, ενώ μια με­ταν­θρω­πι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Φα­λαι­νο­κτο­νία του Μα­ρο­κι­νού Mustapha Handar.


«Από πού έρ­χο­νται όλοι αυ­τοί;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Από πα­ντού», εί­πε ο Κάρ­μακ. Στέ­κο­νταν στην πα­ρα­λια­κή οδό. Όσο έφτα­νε το μά­τι τους δεν έβλε­παν πα­ρά αυ­το­κί­νη­τα. Χι­λιά­δες αυ­το­κί­νη­τα στρι­μωγ­μέ­να προ­φυ­λα­κτή­ρα με προ­φυ­λα­κτή­ρα και στην άκρη του πε­ζο­δρο­μί­ου. Η πα­ρα­λια­κή ήταν γε­μά­τη από αυ­τά. «Να, έρ­χο­νται κι άλ­λα», εί­πε ο Κάρ­μακ. Οι δύο αστυ­νό­μοι κοί­τα­ξαν το πλή­θος που περ­πα­τού­σε προς την ακτή. Πολ­λοί συ­ζη­τού­σαν με­τα­ξύ τους και γε­λού­σαν. Με­ρι­κοί ήταν πο­λύ σιω­πη­λοί και σο­βα­ροί. Όμως όλοι περ­πα­τού­σαν προς την πα­ρα­λία. Ο Ρίρ­ντον κού­νη­σε το κε­φά­λι του. «Δεν το κα­τα­λα­βαί­νω», εί­πε για εκα­το­στή φο­ρά αυ­τή την εβδο­μά­δα. «Απλά δεν το πιά­νω». […] Κα­θώς οι δύο αστυ­νο­μι­κοί πα­ρα­κο­λου­θού­σαν, το πλή­θος των αν­θρώ­πων κι­νού­νταν κα­τά μή­κος της γκρι­ζω­πής αμ­μου­διάς και περ­πα­τού­σαν προς το νε­ρό. [] Σε με­ρι­κά λε­πτά εί­χαν εξα­φα­νι­στεί όλοι. Οι δύο αστυ­νο­μι­κοί έμει­ναν να κοι­τά­ζουν το ση­μείο στο οποίο εί­χαν περ­πα­τή­σει όλοι μέ­σα στο νε­ρό. «Πό­σο διαρ­κεί όλο αυ­τό;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Μέ­χρι να εξα­φα­νι­στούν, φα­ντά­ζο­μαι», εί­πε ο Κάρ­μακ. «Αλ­λά για­τί;» «Έχεις δια­βά­σει πο­τέ για τα λέ­μινγκς;» ρώ­τη­σε ο Κάρ­μακ. «Όχι.» «Εί­ναι τρω­κτι­κά που ζουν στις Σκαν­δι­να­βι­κές χώ­ρες. Συ­νε­χί­ζουν να ανα­πα­ρά­γο­νται μέ­χρι να εξα­ντλη­θούν όλα τα απο­θέ­μα­τα τρο­φής τους. Έπει­τα δια­σχί­ζουν τη χώ­ρα, κα­τα­βρο­χθί­ζο­ντας τα πά­ντα στο πέ­ρα­σμά τους. Όταν φτά­νουν στην ακτή συ­νε­χί­ζουν να προ­χω­ρά­νε. Κο­λυ­μπούν μέ­χρι να τους εγκα­τα­λεί­ψουν οι δυ­νά­μεις τους. Εκα­τομ­μύ­ρια από αυ­τά.» «Πι­στεύ­εις ότι αυ­τό συμ­βαί­νει;» ρώ­τη­σε ο Ρίρ­ντον. «Μπο­ρεί», εί­πε ο Κάρ­μακ. «Οι άν­θρω­ποι δεν εί­ναι τρω­κτι­κά!» εί­πε θυ­μω­μέ­να ο Ρίρ­ντον. Ο Κάρ­μακ δεν απά­ντη­σε. Αυ­τό εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της γνωστής ιστορίας Λέ­μινγκς (Lem­mings), του Κα­λι­φορ­νέ­ζου Richard Matheson, ση­μείο ανα­φο­ράς στη διε­θνή κρι­τι­κή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εί­χε δη­μο­σιευ­θεί στην κα­τη­γο­ρία «δι­ή­γη­μα» (short story) τον Ιανουάριο του 1958 στο πε­ριο­δι­κό Fan­ta­sy and Sci­en­ce Fi­ction. Η ιστο­ρία ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τον απο­χαι­ρε­τι­σμό των δύο συ­να­δέλ­φων, πρώ­τος ο Ρίρ­ντον παίρ­νει τον δρό­μο προς τη θά­λασ­σα, και λί­γο αρ­γό­τε­ρα ακο­λου­θεί και ο Κάρ­μακ.

       Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[19] Δια­στη­μάν­θρω­πος (Space Man) της Αμε­ρι­κα­νί­δας Kathy Fish εί­ναι η εξής: Η κο­πέ­λα του πι­θα­νόν να σερ­φά­ρει κά­που στην Κα­λι­φόρ­νια τώ­ρα. Εί­ναι αστρο­φυ­σι­κός και βε­τε­ρά­νος πο­λέ­μου και αθλή­τρια τριά­θλου, αλ­λά δεν έχει τα­ξι­δέ­ψει πο­τέ της στο διά­στη­μα, όπως αυ­τός τώ­ρα, μέ­σα σε ένα δια­στη­μό­πλοιο που μέ­νει. Το κα­τα­λα­βαί­νει ότι μέ­νει από τον ήχο της μη­χα­νής, σαν πα­πού­τσι του τέ­νις μέ­σα σε κά­δο στε­γνω­τη­ρί­ου, κι επί­σης, από τον τρό­πο που κι­νεί­ται εκτός ελέγ­χου. Μό­νος, με δυ­να­τή φω­νή ο Δια­στη­μάν­θρω­πος επι­στρα­τεύ­ει την προ­στα­κτι­κή: Εκτι­νά­ξου! Εκτι­νά­ξου! Και προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας τον εαυ­τό του για το άγνω­στο, πα­τά­ει το κου­μπί. Λυ­τός, νεύ­ει στο δια­στη­μό­πλοιό του κα­θώς αυ­τό του­μπά­ρει στο διά­στη­μα. Όπως αυ­τός, ο ίδιος, του­μπά­ρει στο διά­στη­μα. Κλεί­νει σφι­χτά τα μά­τια του. Η Τζέιν θα του έλε­γε να μη φο­βά­ται, ότι αυ­τό εί­ναι ένα άπει­ρο σύ­μπαν και σε ένα άπει­ρο σύ­μπαν όλα τα πράγ­μα­τα εί­ναι μα­θη­μα­τι­κώς πι­θα­νά, έως βέ­βαια. Κι έτσι φα­ντά­ζε­ται το όμορ­φο κο­ρί­τσι του, να περ­πα­τά­ει προς το μέ­ρος του επά­νω σε έναν ξύ­λι­νο διά­δρο­μο πα­ρα­λί­ας ή έστω στον Πλού­τω­να ή σε κά­ποιο αστέ­ρι, με μια σα­νί­δα του σερφ κά­τω από τη μα­σχά­λη της, να λέ­ει βλέ­πεις, Δια­στη­μάν­θρω­πε; Βλέ­πεις;

 

            κα­λο­καί­ρι


4 κού­πες καρ­πού­ζι χω­ρίς κου­κού­τσια κομ­μέ­νο σε κύ­βους 30 γρ. συ­μπυ­κνω­μέ­νου, κα­τα­ψυγ­μέ­νου χυ­μού λε­μο­νά­δας 3 κού­πες νε­ρό

  1. Χτυ­πή­στε το καρ­πού­ζι στο μί­ξερ σε μέ­τρια τα­χύ­τη­τα μέ­χρι να ομο­γε­νο­ποι­η­θεί.
  2. Γυ­ρί­στε το σε ένα μπολ, περ­νώ­ντας το από σου­ρω­τή­ρι, αφαι­ρώ­ντας υπό­λοι­πα από τον προη­γού­με­νο εαυ­τό του.
  3. Προ­σθέ­στε το σε κα­νά­τα με τον συ­μπυ­κνω­μέ­νο χυ­μό λε­μο­νιού.
  4. Ανα­κα­τώ­στε μέ­χρι να ανα­μει­χθούν εντε­λώς.
  5. Κα­τα­ψύ­χε­τε μέ­χρι να φτά­σει τον βαθ­μό της πα­γω­μέ­νης θά­λασ­σας μέ­σα σας.

       Αυ­τό εί­ναι τμή­μα της σπον­δυ­λω­τής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας της/του[20] E.​Y.​ Smith με τί­τλο Κα­λο­και­ρι­νός οδη­γός Κά­ν’ το μό­νος σου του Φραντς Κάφ­κα[21] (Franz Kafka’s Sum­mer DIY Guide) και υπό­τι­τλο Watermelon Lemonade (Λε­μο­νά­δα καρ­πού­ζι). Δια­βά­ζε­ται συν­δυα­στι­κά με το ποί­η­μα Straw­ber­ries (Φρά­ου­λες) του Σκω­τσέ­ζου Edwin Morgan, ει­δι­κά λό­γω του τε­λευ­ταί­ου στί­χου[22]Άσε την κα­ται­γί­δα να πλύ­νει τα πιά­τα.

 

            πει­ρα­τές


«Εί­μαι πει­ρα­τής», της εί­πε στο πρώ­το τους ρα­ντε­βού, αγ­γί­ζο­ντας το αυ­τί του. «Ο τρό­μος των θα­λασ­σών». «Πώς ξέ­ρω ότι αυ­τό εί­ναι αλή­θεια;» ρώ­τη­σε εκεί­νη. «Δεν ξέ­ρεις», της απά­ντη­σε, και τής έσκα­σε ένα χα­μό­γε­λο. «Αυ­τό εί­ναι το πρό­βλη­μα με τους πει­ρα­τές». Πριν εξα­φα­νι­στεί ο άντρας, την επό­με­νη κιό­λας ημέ­ρα, της άφη­σε το πει­ρα­τι­κό του ση­μά­δι. Κι έχω­σε έναν θη­σαυ­ρό βα­θιά στη ζε­στή άμ­μο του κορ­μιού της. […] Στο νο­σο­κο­μείο, ο ακτι­νο­δια­γνώ­στης χαρ­το­γρά­φη­σε το ανα­δυό­με­νο νη­σί στην κοι­λιά της και έδει­ξε προς την οθό­νη με το στυ­λό του. «Το Χ δεί­χνει το ση­μείο», εί­πε χα­μο­γε­λώ­ντας. Τρά­βη­ξε μια ασπρό­μαυ­ρη λή­ψη: όλο κι όλο ένα κρα­νίο και με­ρι­κά οστά· μια σπον­δυ­λι­κή στή­λη στρι­φο­γυ­ρι­στή σαν ιπ­πό­κα­μπος. «Θέ­λεις να μά­θεις;» ρώ­τη­σε. «Γνω­ρί­ζω ήδη», εί­πε εκεί­νη. Πή­ρε μα­ζί της μό­νο ένα αντί­γρα­φο και στο σπί­τι το κόλ­λη­σε ψη­λά στην πόρ­τα του ψυ­γεί­ου. Το βλέ­πει κά­θε φο­ρά που πη­γαί­νει να πά­ρει γά­λα. Το μο­να­δι­κό, βυ­θι­σμέ­νο μά­τι, μαύ­ρο σαν κα­λύ­πτρα. Και τις μι­κρές γρο­θιές που σφίγ­γουν μαρ­γα­ρι­τά­ρια σε έναν υγρό τά­φο. Αυ­τή εί­ναι σχε­δόν ολό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[23] του Βρε­τα­νού Tim Craig, με τί­τλο Το πρό­βλη­μα με τους πει­ρα­τές (The Trouble With Pirates).

θε­ω­ρη­τι­κές δια­κλα­δώ­σεις


Η πο­λύ σύ­ντο­μη πε­ζο­γρα­φι­κή φόρ­μα έχει απο­δει­χθεί ιδιαί­τε­ρα αν­θε­κτι­κή στο χρό­νο όπως και η ιδέα του μι­κρού, του μέ­γα. Ο Samuel Beckett έλε­γε ότι ολό­κλη­ρος ο κό­σμος του Proust βγαί­νει από ένα φλι­τζά­νι τσάι. Και ο Joseph Conrad έγρα­φε στην Καρδιά του σκότουςΟι ιστο­ρί­ες που δι­η­γού­νται οι ναυ­τι­κοί, δια­κρί­νο­νται όλες από μιαν ευ­θύ­τη­τα και μιαν απλό­τη­τα. Όλο το νό­η­μα μιας δι­ή­γη­σής τους χω­ρά­ει σε μια φού­χτα. Πα­ρό­λο που για τον Μάρ­λο­ου το νό­η­μα μιας ιστο­ρί­ας του δεν βρι­σκό­ταν μέ­σα στον πυ­ρή­να της, αλ­λά απ’ έξω, θαρ­ρείς και το νό­η­μα πε­ριέ­βα­λε την ιστο­ρία. Ιδέα που εντο­πί­ζε­ται συ­χνά στη θε­ω­ρία της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Από τη δε­κα­ε­τία του ’80 που ξε­κί­νη­σε η συ­στη­μα­τι­κή με­λέ­τη της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας με τη μο­νο­γρα­φία (1984) της Κου­βα­νέ­ζας Dolores Koch για την ισπα­νό­φω­νη πε­ρί­πτω­ση, συ­γκρο­τή­θη­κε γύ­ρω της διε­θνές επι­στη­μο­νι­κό πε­δίο, το οποίο διευ­ρύ­νε­ται ανελ­λι­πώς. Μας απα­σχο­λεί συ­νη­θέ­στε­ρα η πο­λι­τι­σμι­κή της διά­στα­ση, όπως η μελέτη (2002) του Με­ξι­κα­νού Lauro Zavala ή της Δα­νής Gitte Mose (2000) για την σκαν­δι­να­βι­κή πε­ρί­πτω­ση Kortproza υπό το πρί­σμα του γερ­μα­νι­κού ρο­μα­ντι­σμού και τον υπαρ­ξι­σμό του S. Kierkegaard. Τε­λευ­ταία, όμως, η έρευ­να της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας εμ­βα­θύ­νει μέ­χρι και στην πο­λι­τι­κή της διά­στα­ση, όπως η μελέτη (2017) της Ιτα­λί­δας Paola del Zoppo, για την γερ­μα­νό­φω­νη Kurzprosa για την πε­ρί­ο­δο 1960-2000. Επι­πλέ­ον, έχει δη­μιουρ­γη­θεί ένα αρ­χι­πέ­λα­γος σύγ­χρο­νων κει­μέ­νων που ανα­νε­ώ­νε­ται συ­νε­χώς. Από ερευ­νη­τι­κή άπο­ψη αυ­τό εί­ναι εν­θαρ­ρυ­ντι­κό, αλ­λά πλέ­ον αν­θρω­πί­νως αδύ­να­το να το πα­ρα­κο­λου­θεί κα­νείς εν εξε­λί­ξει, κα­τα­γρά­φο­ντάς το, με­λε­τώ­ντας το πο­σο­τι­κά και ποιο­τι­κά με βε­βαιό­τη­τα και ακρί­βεια. Το σί­γου­ρο εί­ναι ότι η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία έχει αλλάξει· η σχέση της με την επι­στή­μη εί­ναι δυ­να­μι­κή. Αρ­δεύ­ε­ται από την ψη­φια­κή τε­χνο­λο­γία και την ψη­φιο­ποί­η­ση της πλη­ρο­φο­ρί­ας – ως πη­γές και κα­νά­λια διά­δο­σης. Απο­τε­λεί ένα επίτευγμα της ανθρώπινης νόησης, με τε­ρά­στια πα­ρα­γω­γή και δια­κρι­τές ποιο­τι­κές δια­βαθ­μί­σεις.

       Ο Novalis που επη­ρέ­α­σε τον γερ­μα­νι­κό ρο­μα­ντι­σμό, πί­στευε ότι μό­νο οι ποι­η­τές θα έπρε­πε να ασχο­λού­νται με τα υγρά[24]. Ωστό­σο, η άπο­ψη ότι το ύδωρ εί­ναι η απαρ­χή των πραγ­μά­των, όχι με την έν­νοια του κοι­νού νε­ρού [υδα­ρές ύδωρ], αλ­λά λό­γω της ιδιό­τη­τάς του να με­τα­μορ­φώ­νε­ται, απο­δί­δε­ται στον Θα­λή τον Μι­λή­σιο[25]. Ο Με­ξι­κα­νός Guillermo Samperio ήταν γνω­στός εκ­πρό­σω­πος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­μιουρ­γός και του δη­μο­φι­λούς δείγ­μα­τος El fantasma, που απο­τε­λού­νταν μό­νο από τον τί­τλο. H μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[26] του με τί­τλο Πί­νω το στό­μα σου (Bebo tu boca) εί­ναι η εξής: Όταν φι­λάω τα νε­ρέ­νια σου χεί­λη, δεν εί­ναι πο­τέ τα ίδια. Οι συ­νά­ψεις που προ­κα­λεί η ανά­γνω­ση αυ­τού του δείγ­μα­τος, μπο­ρεί να εί­ναι ελά­χι­στες ή άπει­ρες, συ­γκι­νη­τι­κές ή αδιά­φο­ρες. Αλ­λιώς θα το «δει» μια εκτε­λέ­στρια ενός αφρι­κα­νι­κού πα­ρα­δο­σια­κού χο­ρού του νε­ρού, δια­φο­ρε­τι­κά ένας χο­ρευ­τής της σχο­λής της Pina Bausch, ή κα­θε­μία και κα­θέ­νας από εμάς.

       Κά­ποιος που γνω­ρί­ζει το έρ­γο της Virginia Woolf και το γε­γο­νός ότι φέ­τος τον Μάρ­τιο συ­μπλη­ρώ­θη­καν 80 χρό­νια από την αυ­το­χει­ρία της στον πο­τα­μό Ουζ, μπο­ρεί εύ­κο­λα να πα­ρα­συρ­θεί από την ορ­μη­τι­κή ροή της συ­νεί­δη­σης, αλ­λά να πια­στεί από τον στα­θε­ρό άξο­νά της, το ερώ­τη­μά της ποιο εί­ναι το νό­η­μα της ζω­ής, στο οποίο επα­νέρ­χε­ται στον Φάρο. Στο ίδιο βι­βλίο η Woolf απο­φαί­νε­ται: Η με­γά­λη απο­κά­λυ­ψη πο­τέ δεν ήρ­θε. Αντί γι’ αυ­τήν έρ­χο­νταν μι­κρά, κα­θη­με­ρι­νά θαύ­μα­τα, εκλάμ­ψεις, σπίρ­τα που άνα­βαν απροσ­δό­κη­τα στο σκο­τά­δι. Προς το τέ­λος του βι­βλί­ου γρά­φει ότι η Κα­μίλ­λια πε­ρι­φε­ρό­ταν (νο­ε­ρά) στον κά­τω κό­σμο των νε­ρών, εκεί […] όπου στο πρά­σι­νο φως μια αλ­λα­γή γί­νε­ται ξαφ­νι­κά στο μυα­λό σου και το σώ­μα σου λά­μπει, ημι­διά­φα­νο, τυ­λιγ­μέ­νο σ’ ένα πρά­σι­νο μαν­δύα. Στα δε Κύματα, δια­πι­στώ­νει ότι ενί­ο­τε, Εί­μα­στε τό­σο απο­κα­μω­μέ­νοι, τό­σο πα­θη­τι­κοί, που το μό­νο που θέ­λου­με εί­ναι να ξα­να­σμί­ξου­με με το σώ­μα της μά­νας μας, απ’ όπου έχου­με απο­κο­πεί. Συ­χνά, όμως, συ­να­ντά­με και την αντί­θε­τη δια­πί­στω­ση, όπως στο ποί­η­μα Ma­xi­mus to him­self του Char­les Ol­­son ότι ο άν­θρω­πος απο­ξε­νώ­νε­ται από ό,τι του εί­ναι πιο οι­κείο, σύμ­φωνα με τον Ηρά­κλει­το. Στη διε­θνή κρι­τι­κή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, η Woolf θε­ω­ρεί­ται ως πρό­δρο­μος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας κι εντο­πί­ζο­νται πο­λυά­ριθ­μες προ­σεγ­γί­σεις του εί­δους ή του φαι­νο­μέ­νου, οι οποί­ες το συ­σχε­τί­ζουν με τη φι­λο­σο­φία του Ηρά­κλει­του και με το «τα πά­ντα ρει», όπως η να­νο­φι­λο­λο­γία (2007) του Ottmar Ette. Πλέ­ον, συ­σχε­τί­ζε­ται όλο και συ­χνό­τε­ρα η συ­νε­χής ροή των αντι­θέ­σε­ων και της με­τα­βο­λής με τη στα­θε­ρά της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας να θέ­τει διαρ­κώς καί­ρια ερω­τή­μα­τα, αστρα­πιαία και ευ­θύ­βο­λα.

       Ο Ιτα­λός Luigi Contadini στη με­λέ­τη[27] του (2017) για την ισπα­νό­φω­νη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία συ­μπε­ραί­νει: η συ­ντο­μία […] συμ­βάλ­λει στην αλ­λα­γή της έν­νοιας της λο­γο­τε­χνί­ας και ταυ­τό­χρο­να προ­τεί­νει νέα μο­ντέ­λα αφή­γη­σης. Πώς; Θα απα­ντού­σα λέ­γο­ντας ότι πα­ρά­γει σκέ­ψη, συν­θέ­τει, δεν απο­δο­μεί, συ­νερ­γεί, με­τα­μορ­φώ­νε­ται, εξού και η πρω­τεϊ­κή φύ­ση της, με­τα­μορ­φώ­νει, και με­τα­δί­δει αστρα­πιαία[28], αλ­λά με­τα­φέ­ρει σαν ύδωρ.

       Ο Πε­ρου­βια­νός Julio Ortega προ­κει­μέ­νου να ελέγ­ξει τον ελά­χι­στο βαθ­μό αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τας της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[29], ανα­φέ­ρει (2009) ότι για να μι­λά­με για αφή­γη­ση αρ­κεί ένα γε­γο­νός, δια­τυ­πω­μέ­νο ρη­τά και λο­γι­κά. Άπο­ψη που στη­ρί­ζε­ται, ασφα­λώς, σε με­γά­λο βαθ­μό στη συμ­με­το­χι­κή ανά­γνω­ση για τη συ­μπλή­ρω­ση των αφη­γη­μα­τι­κών ελ­λεί­ψε­ων. Στη με­λέ­τη του ανα­φέ­ρει την αρ­χαία αι­γυ­πτια­κή επι­γρα­φή στην οποία ανα­γρα­φό­ταν μό­νο το εξής[30]: Ο Τζον έφυ­γε για τα­ξί­δι. Σύμ­φω­να με τον Ortega αυ­τή μπο­ρεί να εί­ναι η πρώ­τη γρα­πτή ιστο­ρία, πο­λύ πριν από το Έπος του Γκιλ­γκα­μές. Μια ιστο­ρία, φυ­σι­κά, για να εί­ναι ιστο­ρία, να αφη­γεί­ται κά­τι, χρειά­ζε­ται χα­ρα­κτή­ρες, συ­ναί­σθη­μα, δρά­ση. Ο Ortega όμως, δια­κρί­νει αυ­τά τα στοι­χεία στην επι­γρα­φή· ποιος «έφευ­γε» για «τα­ξί­δι» 5.000 χρό­νια πριν; Και απ’ ό,τι φαί­νε­ται ο Τζον ήταν, πα­ρα­δό­ξως, ανή­συ­χο πνεύ­μα. Από τό­τε έως σή­με­ρα, πό­σοι άν­θρω­ποι έχουν ζή­σει στη γη, πό­σα γε­γο­νό­τα, ιστο­ρί­ες, αλ­λα­γές έχουν με­σο­λα­βή­σει; Πό­σο έχει οξυν­θεί η φα­ντα­σία μας, πό­σο έχει επι­τα­χυν­θεί η σκέ­ψη μας, μέ­χρι πού έχου­με τα­ξι­δέ­ψει; Από τις αρ­χές του 2020 βρι­σκό­μα­στε όλοι σε μία δί­νη. Πώς μας πα­ρέ­συ­ρε η παν­δη­μία, ο φό­βος, η αβε­βαιό­τη­τα, η απο­ξέ­νω­ση και μοιά­ζουν όλα τα θέ­μα­τά μας πιο βα­ριά και σο­βα­ρά; Πό­σο έχου­με πε­λα­γώ­σει; Και όμως. Ο Γιάννης Στίγκας δια­κρί­νει το αγ­χέ­μα­χο πεί­σμα μας, δεν ήρ­θα εδώ να πτοη­θώ/ […] / Ναι / λέ­ει στη ζωή / Ναι / και στους σύρ­τες της / […] / Εκεί που χορ­τα­ριά­ζει το χά­ος / πά­με και χτί­ζου­με σπί­τια, και ο Saul Bellow μια αστεί­ρευ­τη πη­γή σθέ­νους: Νιώ­θω ότι η τέ­χνη συν­δέ­ε­ται κα­τά κά­ποιον τρό­πο με την επί­τευ­ξη της ακι­νη­σί­ας στην καρ­διά του χά­ους. Μιας ακι­νη­σί­ας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει επί­σης την προ­σευ­χή και το μά­τι του κυ­κλώ­να. Πι­στεύω πως η τέ­χνη σχε­τί­ζε­ται με την αιχ­μα­λώ­τι­ση της προ­σο­χής εν μέ­σω παν­δαι­μο­νί­ου[31].

       H ιστο­ρία με τί­τλο Happy Endings (1983) της Κα­να­δής Margaret Atwood, ση­μείο ανα­φο­ράς στη θε­ω­ρία της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ξε­κι­νά­ει ως εξής[32]: Ο Τζον και η Μαί­ρη συ­να­ντιού­νται. Τι συμ­βαί­νει με­τά; Εάν θέ­λεις ένα ευ­τυ­χι­σμέ­νο τέ­λος, διά­λε­ξε το Α. Δεν γνω­ρί­ζω εάν αυ­τός ο Τζον εί­ναι ο ίδιος με τον Αι­γύ­πτιο Τζον, αλ­λά θα μπο­ρού­σε. Η Atwood, μας δί­νει έξι πο­λύ σύ­ντο­μες πι­θα­νές εκ­δο­χές της ιστο­ρί­ας του ζευ­γα­ριού να δια­λέ­ξου­με ποια μας αρέ­σει και κα­τα­λή­γει ότι η μό­νη στα­θε­ρά εί­ναι ότι θα πε­θά­νουν, η εν­διά­με­ση πλο­κή εί­ναι μία σει­ρά γε­γο­νό­των, μία διαρ­κής κί­νη­ση και διερ­γα­σία, ένας «πό­λε­μος» κα­τά τον Ηρά­κλει­το. Το ζή­τη­μα εί­ναι να σκε­φτό­μα­στε το Πώς και το για­τί. Αυ­τό μας εν­δια­φέ­ρει, αυ­τό ανα­ζω­ο­γω­νεί τη λο­γο­τε­χνία μας και φαί­νε­ται ότι αφο­ρά και τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία, η οποία επι­χει­ρεί να το εκ­φρά­σει στη μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα.


 

προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Ο πο­λυα­να­με­νό­με­νος VI διεθνής διαγωνισμός μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας του ισπα­νι­κού ιδρύ­μα­τος César Egido Serrano Foundation που εί­χε ανα­βλη­θεί λό­γω παν­δη­μί­ας. Nι­κή­τρια του ΙV δια­γω­νι­σμού ήταν η Αμε­ρι­κα­νί­δα Emily Raboteau με την ιστο­ρία της Στρείδια. Σύμ­φω­να με τον φετινό κα­νο­νι­σμό η πρό­σκλη­ση ισχύ­ει για κεί­με­να έως 100 λέ­ξεις, σε 4 γλώσ­σες, με θέ­μα την παν­δη­μία, με κα­τα­λη­κτι­κή ημε­ρο­μη­νία δωρεάν υποβολής, μέ­χρι δύο κεί­με­να ο κα­θέ­νας, την 30η Σε­πτεμ­βρί­ου 2021 και 20.000$ το πρώ­το βρα­βείο, για το οποίο θα λη­φθεί υπό­ψη και η ηλε­κτρο­νι­κή ψη­φο­φο­ρία των συμ­με­τε­χό­ντων.


Οι μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες Ρεύ­ματα της Hannah Vo­sku­il, Re­mem­ber του Dan Schwartz (ή την πα­ρου­σί­α­σή του σε προη­γού­μενο δελ­τίο), Νε­ρό της Patricia Martín Rivas,  Με­γά­λη Παρα­σκευή της Amanda Leduc,  The Left be­hind της Isla Tel­ford και το σύντο­μο διήγημα Nia­ga­ra Falls, 1963 του Don Herald.


Οι συλ­λο­γές μι­κρο­μυ­θο­πλα­σιών Το ψάρε­μα της πέ­στρο­φας στην Α­με­ρι­κή του Ri­chard Brauti­gan και Lo­ve Sto­ries for He­ctic Pe­ople της Cathe­ri­ne McNa­ma­ra. Δείγμα από την τε­λευ­ταία: As Sim­ple as Wa­ter.


Tο δι­ή­γη­μα John Red­ding goes to sea της Zora Ne­ale Hur­ston.


Η νου­βέ­λα Μπλε βα­θύ, σχε­δόν μαύ­ρο του Θα­νά­ση Βαλ­τι­νού.


Η ται­νία μι­κρού μή­κους Outside των Inbal Pinto και Etgar Keret για την παν­δη­μία (διάρ­κεια 07:55 λ.)


Η μη­νιαία στή­λη Eat your words της Valerie Stivers στην ηλε­κτρο­νι­κή έκ­δο­ση του πε­ριο­δι­κού The Paris Review.


Το αφιέ­ρω­μα στο νε­ρό, Water, του ηλε­κτρο­νι­κού πε­ριο­δι­κού μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας της Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας Flash Frontier, ιδιαί­τε­ρα η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία Aquaphobia, του Jeff Taylor.


To ηλε­κτρο­νι­κό πε­ριο­δι­κό Splonk[33], με αρ­χι­συ­ντά­κτρια την Nuala O’ Connor, το οποίο δη­μο­σιεύ­ει ιρ­λαν­δι­κή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία.


H ομι­λία του ιχθυο­λό­γου Prosanta Chaknabarty στο TED με τί­τλο 4 εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης σε 6 λεπτά, στην οποία κα­τα­λή­γει ότι «Εί­μα­στε όλοι ψά­ρια» .


Τα τρα­γού­δια Les Pas­santes του Geo­rges Bras­sens και Down by the wa­ter της P. J. Harvey και η μου­σι­κή σύν­θε­ση F major της Hania Rani.


[1] Το συγκεκριμένο δελτίο διαβάζεται και μη γραμμικά, από το τέλος, ή τυχαία.
[2] Μετάφραση δική μου από το πρωτότυπο στην ισπανική γλώσσα.
[3] Σε αγγλική μετάφραση της Anne Twitty.
[4] Μετάφραση δική μου.
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Στη συλλογή του Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] Μετάφραση δική μου.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Μετάφραση δική μου.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Στο βιβλίο του Διαψάλματα.
[15] Μετάφραση δική μου.
[16] Μετάφραση δική μου.
[17] Μετάφραση δική μου.
[18] Μετάφραση δική μου.
[19] Μετάφραση δική μου.
[20] Από την έρευνά μου στο διαδίκτυο δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία.
[21] Μετάφραση δική μου.
[22] Μετάφραση δική μου.
[23] Μετάφραση δική μου.
[24] Κυριακίδης Αχιλλέας, Μικρή περιοχή, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007.
[25] Kenny Anthony, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφ. Δ. Ρισσάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005.
[26] Μετάφραση δική μου.
[27] Contadini Luigi, Le suggestioni del microrrelato, στο Labirinti 165, Le Forme del Narrare: Nel Tempo e tra I Generi, Universitá degli Studi di Trento, 2017.
[28] Ο James Thomas επινόησε το 1992 τον όρο flash fiction, κατά τη διάρκεια μιας έντονης καλοκαιρινής καταιγίδας σε ένα ελληνικό νησί.
[29] Ortega Julio, A flash before the Bang, στο The Rose Metal Press Field Guide to Writing Flash Fiction, επ. Tara L. Masih, Rose Metal Press, 2009.
[30] Μετάφραση δική μου.
[31] Στο βιβλίο Η τέχνη της γραφής.
[32] Μετάφραση δική μου.
[33] Η λέξη Splonk είναι η αγγλοποιημένη μορφή της ιρλανδικής λέξης splanc, η οποία είναι ουσιαστικό, γένους θηλυκού και σημαίνει αναλαμπή, λάμψη, αστραπή, ή σπίθα. Η ιρλανδική λέξη splaincín, που προέρχεται από τη λέξη splanc περιγράφει ένα θηλυκό ον με ελεύθερο πνεύμα.

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#16:Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λέ­ω τὴν ἱ­στο­ρί­α (22-03-2021)

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#14: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού (21-09-2020)

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Πηγή φωτογραφίας τίτλου:

https://www.instagram.com/backpackerslist/?hl=el

Πηγή φωτογραφίας τέλους:

https://unsplash.com/photos/riYdn15o96U



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λέ­ω τὴν ἱ­στο­ρί­α



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#16]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λέ­ω τὴν ἱ­στο­ρί­α


Blyde River Canyon εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο πρά­σι­νο φα­ράγ­γι τῆς γῆς, μὲ πλού­σια ὑ­πο­τρο­πι­κὴ βλά­στη­ση, στὴν πε­ρι­ο­χὴ Mpumalanga, στὴ Ν. Ἀ­φρι­κή. «Bly­de» ση­μαί­νει εὐ­τυ­χὴς στὰ πα­λαι­ό­τε­ρα ὀλ­λαν­δι­κά, ὀ­νο­μα­σί­α ποὺ τοῦ ἀ­πο­δό­θη­κε τὸ 1844 ἀ­πὸ τὸν ὀλ­λαν­δι­κῆς κα­τα­γω­γῆς Hen­drik Pot­gie­ter καὶ ἄλ­λους ἐ­ξε­ρευ­νη­τές. Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φές του ὑ­πάρ­χει ἕ­να ση­μεῖ­ο γνω­στὸ ὡς «τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ Θε­οῦ» (God’s win­dow). Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὴ θέα τοῦ ἐ­θνι­κοῦ πάρ­κου Kru­ger, τὴν ὁ­ρο­σει­ρὰ Le­bom­bo στὰ σύ­νο­ρα μὲ τὴ Μο­ζαμ­βί­κη, ἐ­νῶ θε­ω­ρεῖ­ται κι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἰ­δα­νι­κό­τε­ρα ση­μεῖ­α γιὰ πα­ρα­τή­ρη­ση καὶ με­λέ­τη πτη­νῶν στὴ χώ­ρα.

Ὁ θεῖ­ος μου ὁ Τζί­μι στέ­κε­ται στὸ ὑ­γρό του δι­α­μέ­ρι­σμα, αὐ­τὸ μὲ τὶς βρώ­μι­κες βε­λό­νες καὶ σύ­ριγ­γες ἂν καὶ τὶς ἀ­πο­κα­λεῖ ξάρ­τια καὶ ὄ­χι σύ­ριγ­γες, καὶ ἡ με­θα­δό­νη ἀ­νά­θε­μα καὶ ἂν ἔ­χει κά­νει τί­πο­τα γι’ αὐ­τὸν καὶ δὲν ἔ­χει χρή­μα­τα γιὰ τὴ δό­ση του, ἔ­τσι σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ μέ­ρα ποὺ θὰ πε­θά­νει.

       Ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι θὰ πά­ει στὴ συ­νέν­τευ­ξη στὸ ἐρ­γο­στά­σιο μπου­ζὶ σὲ μιὰ ὥ­ρα, ντυ­μέ­νος μὲ τὸ κο­στού­μι ποὺ τοῦ ἀ­γό­ρα­σε ὁ πα­τέ­ρας του —ὁ παπ­ποῦς μου—, ἀλ­λὰ δὲ θὰ πε­ρά­σει τὴν ἐ­ξέ­τα­ση οὔ­ρων, καὶ ἔ­χει ἁ­πλῶς ἀ­παυ­δή­σει μὲ ὅ­λα αὐ­τά. Ὁ θεῖ­ος Τζί­μι ἱ­δρώ­νει καὶ τρέ­μει, μο­νο­λο­γεῖ ὅ­τι φταί­ει ἡ στέ­ρη­ση ἀ­πὸ τὴ δό­ση του καὶ Χρι­στέ μου αὐ­τὴ ἡ ζέ­στη, για­τί εἶ­ναι Σε­πτέμ­βριος στὸ Το­λέ­δο καὶ εἶ­ναι ἄ­θλια, καὶ πιά­νει τὸ μά­τι του τὸ ἠ­λε­κτρι­κὸ κα­λώ­διο πά­νω στὸ χα­λα­σμέ­νο ψυ­γεῖ­ο καὶ τὴν πε­τα­μέ­νη ζώ­νη στὸ πά­τω­μα ἡ ὁ­ποί­α θὰ ἔ­πρε­πε νὰ συγ­κρα­τεῖ τὸ παν­τε­λό­νι του, ἀλ­λὰ δὲν τὸ κά­νει καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει ποι­ό θὰ εἶ­ναι τὸ πιὸ γε­ρό, τὸ κα­λύ­τε­ρο νὰ ἀν­τέ­ξει τὸ βά­ρος του γιὰ νὰ κρε­μα­στεῖ ἀ­πὸ τὶς σω­λῆ­νες στὸ ὑ­πό­γει­ο αὐ­τοῦ τοῦ σκα­το­κτι­ρί­ου.

       Καὶ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ εἶ­ναι ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται τὸ που­λί.

       Ἐ­πι­τρέψ­τε μου νὰ εἶ­μαι ξε­κά­θα­ρη: αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι κα­νέ­να με­λίρ­ρυ­το, μὲ ἐν­τυ­πω­σια­κὸ φτέ­ρω­μα κε­λα­η­δο­πού­λι, οὔ­τε κα­νέ­να κο­τσύ­φι μὲ κο­φτε­ρὸ βλέμ­μα, οὔ­τε κα­νέ­να χνου­δω­τὸ πα­πά­κι βγαλ­μέ­νο ἀ­πὸ πα­ρα­μύ­θι. Ὄ­χι. Εἶ­ναι ἕ­να κα­κά­σχη­μο που­λὶ μό­α, τό­σο γι­γάν­τιο ποὺ μό­λις ποὺ χω­ρά­ει στὸ δω­μά­τιο, καὶ δὲν ἔ­χει κὰν πού­που­λα, εἶ­ναι γε­μά­το τρί­χες, δὲν σᾶς κά­νω πλά­κα. Καὶ ἀ­κοῦ­στε κι αὐ­τό, δὲν ἔ­χει κὰν φτε­ρά. Ἀ­κρι­βῶς, ἕ­να που­λὶ χω­ρὶς φτε­ρά. Στρι­μώ­χνει τὸν πε­λώ­ριο ἑ­αυ­τό του μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, για­τὶ βέ­βαι­α δὲν ὑ­πάρ­χει πλαί­σιο, καὶ μπου­κά­ρουν καὶ μπαι­νο­βγαί­νουν οἱ μύ­γες, ἑ­πο­μέ­νως για­τί ὄ­χι κι ἕ­να γα­μη­μέ­νο που­λί, ἕ­να τε­ρά­στιο ἀ­πε­χθὲς πράγ­μα ποὺ κα­τα­λαμ­βά­νει ὅ­λο τὸ χῶ­ρο; Ὁ θεῖ­ος Τζί­μι δὲν ἔ­χει ξα­να­δεῖ που­λὶ μό­α, ἀλ­λὰ οὔ­τε κι ἐ­σεῖς, ἐ­πει­δὴ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ Νέ­α Ζη­λαν­δί­α κι ἐ­ξα­φα­νί­στη­καν κά­που ἑ­ξα­κό­σια χρό­νια πρίν. Καὶ ὁ θεῖ­ος μου αἰ­σθά­νε­ται μιὰ στε­νὴ συγ­γέ­νεια μὲ αὐ­τὸ τὸ που­λὶ ἐ­πει­δὴ τὰ πτη­νὰ μό­α ἔ­χουν ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ γιὰ ἕ­ναν λό­γο: οἱ πρῶ­τοι ἄν­θρω­ποι ποὺ ἔ­φτα­σαν στὸ νη­σὶ τὰ κυ­νή­γη­σαν καὶ τὰ ἔ­φα­γαν. Μέ­χρι καὶ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο.

       Ἔ­τσι ὁ θεῖ­ος Τζί­μι καὶ τὸ που­λὶ μό­α, καρ­φώ­νουν μὲ τὰ μά­τια ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο, κι ἐ­ξαι­τί­ας τῆς κα­τά­στα­σης στὴν ὁ­ποί­α βρί­σκε­ται ὁ θεῖ­ος μου, δὲ σκέ­φτε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἔ­στω καὶ λί­γο πα­ρα­νο­ϊ­κὸ ὅ­ταν τὸ που­λὶ ἀ­νοί­γει τὸ ράμ­φος του καὶ ἀρ­χί­ζει νὰ μι­λά­ει.

       «Θὰ χα­ρα­μί­σεις αὐ­τὸ τὸ και­νού­ριο κο­στού­μι σὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­η­δί­α;» λέ­ει τὸ που­λί. Κοι­τά­ζει ἐ­πί­μο­να τὸν θεῖ­ο μου ἀ­πὸ κά­τω του, τὸ μά­τι του στρογ­γυ­λὸ καὶ ὑ­γρὸ σὰν κουμ­πί.

       Καὶ ὁρ­κί­ζο­μαι στὸν Θε­ό, ὁ θεῖ­ος Τζί­μι βά­ζει τὰ γέ­λια. Γε­λά­ει! Για­τί τό’ ξε­ρε ὅ­τι ἐ­ὰν τὸ που­λὶ εἶ­χε πεῖ κα­μί­α ἄλ­λη χα­ζο­μά­ρα —εἶ­σαι μό­λις σα­ραν­τα­πέν­τε, τί θὰ ἀ­πο­γί­νει τὸ μι­κρὸ ξαν­θο­μάλ­λι­κο ἀ­γό­ρι σου, ἡ ἀ­δερ­φή σου θὰ πε­θά­νει κι αὐ­τὴ ἀ­πὸ ναρ­κω­τι­κὰ σὲ λί­γα χρό­νια, δὲ λυ­πᾶ­σαι κα­νέ­ναν;— ὁ θεῖ­ος Τζί­μι θὰ τὸ κλω­τσοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο μό­νο γιὰ τὴν εὐ­χα­ρί­στη­ση νὰ τὸ δεῖ νὰ σκά­ει κά­τω.

       Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ τὸ που­λὶ μό­α, εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνο που­λί. Καὶ μι­λά­ει σὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ Ντι­τρό­ιτ. Καὶ ἐ­ξαι­τί­ας ὅ­λων αὐ­τῶν, σκά­ει τὸ γε­μά­το χα­μό­γε­λο μὲ τὰ ὡ­ραῖ­α δόν­τια τοῦ θεί­ου Τζί­μι καὶ αὐ­τὸ τὸ βα­θύ, νε­α­νι­κὸ γέ­λιο ἀ­να­βλύ­ζει καί…ἐν­τά­ξει. Πά­ει πο­λὺς και­ρὸς ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ γέ­λα­σε, καὶ δι­ά­ο­λε, ὅ­λο αὐ­τὸ εἶ­ναι θε­ό­τρε­λο.

       Τὸ που­λὶ συ­νε­χί­ζει νὰ τὸν κοι­τά­ζει ἐ­πί­μο­να, χα­μο­γε­λών­τας πο­νη­ρά, κι ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν θεῖ­ο Τζί­μι: τσα­κί­σου καὶ βγὲς ἔ­ξω. Ὅ­ταν ὁ θεῖ­ος Τζί­μι δὲν κου­νι­έ­ται ρού­πι, τὸ που­λὶ σέρ­νει τὰ με­γά­λα του πό­δια μὲ τὰ γαμ­ψὰ νύ­χια πά­νω στὸν ξε­φλου­δι­σμέ­νο λι­νο­τά­πη­τα καὶ λέ­ει ἐν­νο­ῶ μπίζ­νες, ἀ­δερ­φέ. Καὶ ὁ θεῖ­ος μου ξα­να­βά­ζει τὰ γέ­λια —πό­σο λα­τρεύ­ω αὐ­τὸ τὸ γέ­λιο! Ἡ ἐν­το­νό­τε­ρη ἀ­νά­μνη­σή μου ἀ­πὸ αὐ­τόν, τό­σο ἔν­το­νη ποὺ πο­νά­ει σὰν βε­λό­να ποὺ τρυ­πά­ει τὸ δέρ­μα— καὶ ἡ ξαν­θιά του τού­φα τραν­τά­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ γέ­λια του. Φυ­σι­κὰ δὲν πρό­κει­ται νὰ πά­ει στὴ συ­νέν­τευ­ξη, ἐ­πει­δὴ τὸ που­λὶ μπο­ρεῖ νὰ μι­λά­ει ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι μα­γι­κό, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀλ­λά­ξει τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἐ­ξέ­τα­σης οὔ­ρων, ἀλ­λὰ ὁ θεῖ­ος Τζί­μι φεύ­γει. Βγαί­νει ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸν σκου­πι­δό­το­πο, ἀ­φή­νον­τας πί­σω τα ξάρ­τια καὶ τὶς βε­λό­νες του καὶ τὴ ζώ­νη καὶ τὸ κα­λώ­διο τοῦ ψυ­γεί­ου καὶ ἴ­σως πά­ει σὲ κα­νέ­να κέν­τρο ἀ­πε­ξάρ­τη­σης ἀλ­λὰ μᾶλ­λον ὄ­χι, ἀλ­λὰ ἔ, φεύ­γει. Ἐ­πει­δὴ σὲ κά­ποι­ον, σὲ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε, πρέ­πει νὰ πεῖ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­κό­μα καὶ ἂν πο­τέ, σὲ κα­μί­α πε­ρί­πτω­ση, δὲν πρό­κει­ται νὰ τὴν πι­στέ­ψουν.

            Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[1] τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Amy Col­lini μὲ τί­τλο «Στὴν ὁ­ποία φα­ντά­ζομαι ἕ­να δια­φορε­τι­κὸ τέλος γιὰ τὸν θεῖο Τζί­μι», μί­α ἀ­πὸ τὶς πε­νήν­τα κα­λύ­τε­ρες μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες τοῦ 2020 στὴ λί­στα τοῦ Wig­leaf, ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ ἀ­να­φο­ρᾶς στὸ εἶ­δος.


Micro­me­ria Acro­po­li­tana εἶ­ναι ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κό, ἐν­δη­μι­κὸ φυ­τὸ μὲ ρὸζ ἄν­θη, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐν­το­πί­ζε­ται μό­νο σὲ ἕ­να ση­μεῖ­ο στὸν κό­σμο: στὸν βρά­χο τῆς Ἀ­κρό­πο­λης. Κα­τα­γρά­φη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ 1906, ἀρ­γό­τε­ρα ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε, τὸ 1981 θε­ω­ρή­θη­κε προ­στα­τευ­ό­με­νο εἶ­δος κι ἐντο­πί­στηκε ξα­νὰ τὸ 2006. Σύμ­φω­να μὲ ἄρ­θρο τῆς Περι­βαλ­λοντι­κῆς Ἀρ­χαι­ολο­γίας, ἀν­θί­ζει ἀ­πὸ Μά­ϊ­ο ἕ­ως Ἰ­ού­νιο πά­νω σὲ πέ­τρες τει­χῶν καὶ σχι­σμὲς μὲ λί­γο χῶ­μα, καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ «ἕ­να φυ­τὸ-μύ­θο».


Ἐ­πί­σης στὴν πα­ρα­πά­νω λί­στα τοῦ Wig­leaf πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[2] μὲ τί­τλο «Ὅ­λα φρι­κτὰ εἶ­ναι ἀλ­λά πρέ­πει νὰ δια­βά­σεις αὐ­τὴ τὴν ἱστο­ρία» τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Amber Sparks, κρι­τὴ τῆς δι­ε­θνοῦς ἀν­θο­λο­γί­ας Best micro­fi­ction 2021. Ξε­κι­νά­ει ὡς ἑ­ξῆς: «Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ χρει­ά­ζε­σαι νὰ δι­α­βά­σεις αὐ­τὴ τὴ στιγ­μή. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α μί­ας μη­τέ­ρας καὶ μί­ας κό­ρης στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα δὲν ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται, δὲν ἀ­πο­χαι­ρε­τά­ει, δὲν πε­θαί­νει. Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα μέ­νει. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ σοῦ εἶ­πε ἡ μη­τέ­ρα σου ὅ­ταν ἤ­σουν μι­κρή, αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ὁ Τει­ρε­σί­ας τυ­φλώ­θη­κε ἀ­κα­ρια­ῖα ὅ­ταν εἶ­δε τὴ μη­τέ­ρα του νὰ κά­νει μπά­νιο μὲ τὴν Ἀ­θη­νᾶ· ἀλ­λὰ ἡ θε­ὰ τὸν ἀ­πο­ζη­μί­ω­σε μὲ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται τὸ μέλ­λον. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα σου σοῦ ψι­θύ­ρι­σε, “θὰ ἔ­χου­με τέ­τοι­α μυ­στι­κὰ με­τα­ξὺ μας”, κι ἔ­νι­ω­σες ἀ­γά­πη ἀν­τὶ γιὰ τρό­μο. Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α πε­ρη­φα­νευ­ό­σουν γιὰ τὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ σοῦ δι­η­γοῦν­ταν ἡ μη­τέ­ρα σου. […] Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ἡ μη­τέ­ρα ἔ­γι­νε κλα­σι­κὴ ἐ­πει­δὴ σα­γη­νεύ­τη­κε ἀ­πὸ τὴ μυ­θο­λο­γί­α, καὶ ὄ­χι ἐ­πει­δὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς Φι­λο­μή­λας[3] ἀν­τη­χοῦ­σε τό­σο βα­θιὰ μέ­σα της. […] Εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α […] ὅ­ταν ρώ­τη­σες τὸ ἀ­γό­ρι σου “Μὲ θε­ω­ρεῖς ἀλ­λό­κο­τη”, ἀν­τὶ τοῦ γέ­λιου του καὶ τῆς ἀρ­νη­τι­κῆς ἀ­πάν­τη­σής του […] ἀ­παν­τᾶ ναί· σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α εἶ­πε “ναί, ναὶ εἶ­σαι ἀλ­λό­κο­τη” καὶ ἡ φλό­γα φούν­τω­σε μέ­χρι ἐ­πά­νω κι ἔ­κα­ψε τὴν προ­η­γού­με­νη ζω­ή σου ἀ­κα­ρια­ῖα καὶ ξε­κά­θα­ρα καὶ σὲ ἀ­να­γέν­νη­σε, ἀ­πα­στρά­πτου­σα, μὲ φτε­ρὰ φοί­νι­κα.» Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ὅ­ταν με­τὰ τὸ χω­ρι­σμὸ τῶν γο­νι­ῶν της ἡ κό­ρη ρω­τά­ει τὴ μη­τέ­ρα της τί σκέ­φτε­ται «ἐ­κεί­νη δὲν ἀ­παν­τά­ει “νὰ πε­θά­νω”, ἀλ­λὰ “νὰ πε­τά­ξω”, καὶ σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρία σοῦ εἶ­πε πῶς δου­λεύ­ουν τὰ φτε­ρά. Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α ὁ Ἴ­κα­ρος κόλ­λη­σε τὰ φτε­ρά του μὲ κά­τι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ κε­ρὶ καὶ πέ­τα­ξε στὴν καρ­διὰ τοῦ ἥ­λιου μέ­χρι ποὺ τὸν τρά­βη­ξε ὁ Ἀ­πόλ­λω­νας καὶ τὸν ἐ­πι­βρά­βευ­σε. Ἐ­δῶ, ὁ Ἀ­πόλ­λω­νας εἶ­ναι ὁ κα­λὸς πα­τέ­ρας ποὺ ὁ Ἴ­κα­ρος δὲν εἶ­χε πο­τέ. […] Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α, τὸ σχοι­νὶ εἶ­ναι γιὰ ἀ­ναρ­ρί­χη­ση, ὄ­χι γιὰ πτώ­ση. […] Δὲ ση­μαί­νει ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει θλί­ψη σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες χρει­ά­ζον­ται συγ­κρού­σεις, καὶ τὸ κλά­μα μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ὀ­νει­ρῶ­δες. Ἀλ­λὰ ἡ θλί­ψη, σὰν τὰ κα­ρά­βια, πρέ­πει νὰ στρί­βει καὶ αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α δὲν προ­κύ­πτει ἀ­πὸ ἀ­νάγ­κη γιὰ κά­θαρ­ση. […] Δὲν ὑ­πάρ­χουν κρε­μα­σμέ­να σώ­μα­τα ἀ­πὸ ἀ­νε­μι­στῆ­ρες στὰ τα­βά­νια. […]». Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α δω­ρο­δο­κεῖς ὅ­πο­τε θέ­λεις τὸν Κέρ­βε­ρο μὲ ἀ­χνι­στὸ ψω­μὶ ἀ­λειμ­μέ­νο μὲ μέ­λι, ἐ­πα­να­φέ­ρεις τὴ μη­τέ­ρα σου συ­χνὰ ἀ­πὸ τὸν Ἅ­δη, ὅ­λοι εἶ­ναι ἀ­σφα­λεῖς, τὰ παι­διὰ εἶ­ναι εὐ­πρόσ­δε­κτα, οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ δέ­χον­ται ἐ­πί­θε­ση ἀ­να­πτύσ­σουν ἄ­μυ­νες καὶ σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α ἔ­χει χω­ρέ­σει τὸ σύμ­παν. «Εἶ­ναι μιὰ ξε­πε­ρα­σμέ­νη ἱ­στο­ρί­α: ἡ κα­λο­σύ­νη ρέ­ει μέ­σα της σὰν τεμ­πέ­λι­κο πο­τά­μι, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­σχί­ζει κά­θε χα­ρα­κτή­ρας.» Τέ­λος, «Δὲν ὑ­πάρ­χουν ὅ­πλα σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α. Ἴ­σως ὑ­πάρ­χουν ξυ­ρά­φια, ναί, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ χρει­ά­ζε­σαι γιὰ νὰ κό­ψεις τὰ δυ­σά­ρε­στα μέ­ρη καὶ νὰ ἀ­φή­σεις τὰ κα­λά, ἐ­κεῖ­να ποὺ θὰ σώ­σουν τὴ ζω­ή σου».

       «Ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε ἕ­νας πυ­ρή­νας ἀ­λή­θειας στὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ περ­νοῦν ἀ­πὸ γε­νιὰ σὲ γε­νιά», ἰσχυ­ρί­ζεται ὁ ἀρχαι­ο­λό­γος Jack Da­vis ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Cincinnati στὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Archaeology σὲ ἄρ­θρο τοῦ 2019 γιὰ τὶς ἐ­ξε­λί­ξεις τῶν ἀ­να­σκα­φῶν κον­τὰ στὸ μυ­κη­να­ϊ­κὸ ἀ­νά­κτο­ρο τοῦ Νέ­στο­ρος, στὴν πε­ρι­ο­χὴ Πυ­λί­α τῆς Μεσ­ση­νί­ας. Ἐ­κεῖ, μα­ζὶ μὲ τὴν Sha­ron Sto­cker καὶ δι­ε­θνῆ ὁ­μά­δα ἀρ­χαι­ο­λό­γων ἀ­να­κά­λυ­ψαν τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2015 τὸν ἀ­σύ­λη­το καὶ πλού­σια κτε­ρι­σμέ­νο λακ­κο­ει­δῆ τά­φο νε­α­ροῦ ἄν­δρα, τοῦ ἀ­πο­κα­λού­με­νου Γρύ­πα Πο­λε­μι­στῆ, ὁ ὁ­ποῖ­ος χρο­νο­λο­γεῖ­ται πε­ρί­που στὸ 1500 π.Χ. (Ὑ­στε­ρο­ελ­λα­δι­κὴ ΙΙ πε­ρί­ο­δος). Σύμ­φω­να μὲ τὶς σχε­τι­κὲς ἀ­να­κοι­νώ­σεις τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Πο­λι­τι­σμοῦ καὶ Ἀ­θλη­τι­σμοῦ, «ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν πιὸ ἐντυ­πω­σια­κή περί­πτω­ση ἐ­πί­δει­ξης προ­ϊ­στο­ρι­κοῦ πλού­του σὲ τα­φι­κὰ μνη­μεῖ­α τῆς Ἠ­πει­ρω­τι­κῆς Ἑλ­λά­δας, ποὺ ἔ­χει ἔρ­θει στὸ φῶς τὰ τε­λευ­ταῖ­α ἑ­ξῆν­τα πέν­τε χρό­νια». Μά­λι­στα «ἡ ὑ­ψη­λὴ ποι­ό­τη­τα τῶν ἀν­τι­κει­μέ­νων ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ Πύ­λος, ὅ­πως καὶ οἱ Μυ­κῆ­νες στὴ ΒΑ Πε­λο­πόν­νη­σο, εἶ­χε ἔν­το­να ἐ­πη­ρε­α­στεῖ ἀ­πὸ τὴ μι­νω­ϊ­κὴ τέ­χνη γύ­ρω στὸ 1500 π.Χ.» καὶ ἡ σχέ­ση τους ἐπανε­ξετά­ζεται. Ἀ­νά­με­σα στὰ εὐ­ρή­μα­τα ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­τυ­πω­σια­κὸς εἶ­ναι ἕ­νας σφρα­γιδό­λι­θος πε­ρί­που 3,5 ἑκα­το­στῶν, οἱ λε­πτο­μέ­ρει­ες τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν εἶ­ναι εὐ­δι­ά­κρι­τες μὲ γυ­μνὸ μά­τι, ὅ­πως οἱ φλέ­βες στὰ σώ­μα­τα τῶν πο­λε­μι­στῶν. Ἡ ταυ­τό­τη­τα τοῦ καλ­λι­τέ­χνη πα­ρα­μέ­νει ἄ­γνω­στη. Εἰ­κά­ζε­ται ὅ­τι ἦ­ταν κρη­τι­κῆς κα­τα­γω­γῆς, κα­θὼς δὲν ἔ­χουν βρε­θεῖ στοι­χεῖ­α γιὰ τε­χνί­τες τῆς ἠ­πει­ρω­τι­κῆς χώ­ρας ποὺ νὰ γνώ­ρι­ζαν αὐ­τὴ τὴν τε­χνο­τρο­πί­α. Ἀ­πει­κο­νί­ζει ἕ­ναν πο­λε­μι­στὴ ὁ ὁ­ποῖ­ος μα­χαι­ρώ­νει ἕ­ναν ὁ­πλι­σμέ­νο ἐ­χθρό, ἐ­νῶ ἕ­νας ἄλ­λος πε­θαί­νει στὰ πό­δια του. Στὴν μι­κρο­σκο­πι­κή του πε­ρί­με­τρο ἐ­σω­κλεί­ει μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη, ἄ­γνω­στη ἱ­στο­ρί­α ἐ­δῶ καὶ τό­σους αἰ­ῶ­νες, ἡ ὁ­ποί­α μέ­νει νὰ ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ.


Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Me­gan Pin­to μὲ τί­τλο From Mars, ἐ­πί­σης ἀ­πὸ τὴ λί­στα τοῦ Wig­leaf, δὲν δι­ευ­κρι­νί­ζε­ται ἐ­ὰν πρό­κει­ται γιὰ ἡ­ρω­ΐ­δα ἢ ἥ­ρω­α ποὺ ἀ­φη­γεῖ­ται, οὔ­τε σὲ ποι­ό ση­μεῖ­ο τοῦ Ἄ­ρη βρί­σκε­ται αὐ­τὴ/αὐ­τός. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ βρί­σκε­ται στὸ βό­ρει­ο ἠ­μι­σφαί­ριο, στὸν κρα­τή­ρα Jezero, ἐ­κεῖ ὅ­που προ­σε­δα­φί­στη­κε πρόσφα­τα το Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μὴ ἐ­παν­δρω­μέ­νο ρομ­πὸτ ἐ­δά­φους Mars 2020 Perseverance γιὰ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει ἴ­χνη μι­κρο­βια­κῆς ζω­ῆς. Τὸ ση­μεῖ­ο βρί­σκε­ται κον­τὰ στὴν πε­ρι­ο­χὴ U­to­pia Pla­ni­tia, ὅ­που σύν­το­μα ἀ­να­μέ­νε­ται νὰ προ­σε­δα­φι­στεῖ καὶ ἡ πρώ­τη Κι­νε­ζι­κὴ δι­α­στη­μο­συ­σκευ­ή. Ἡ ἡ­ρω­ί­δα ἢ ὁ ἥ­ρω­ας τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τῆς Pinto θὰ μπο­ροῦ­σε ὅ­μως νὰ εἶ­ναι καὶ στὸ νό­τιο ἡ­μι­σφαί­ριο, στὴν κα­τὰ πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρη πε­διά­δα ἀ­πὸ τὸ ὁ­μώ­νυ­μο κρά­τος μὲ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α Ἑλ­λάς, ἡ ὁ­ποί­α θε­ω­ρεῖ­ται ὡς σή­με­ρα ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους κρα­τῆ­ρες στοὺς πλα­νῆ­τες τοῦ ἡ­λια­κοῦ μας συ­στή­μα­τος καὶ ἡ με­γα­λύ­τε­ρη δο­μὴ ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε πρὶν 4,1-3,8 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια ἀ­πὸ πρό­σκρου­ση ἄλ­λου σώ­μα­τος στὸν Ἄ­ρη. Τὸ θέ­μα τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι ἡ ἀ­νεκ­πλή­ρω­τη ἀ­γά­πη καὶ τὸ κε­νὸ ποὺ ἀ­φή­νει, οἱ ρή­ξεις στὶς ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις καὶ ἡ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ πλευ­ρὰ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὄν­τος, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει δι­α­τη­ρή­σει μέ­χρι τώ­ρα στὴν ἱ­στο­ρί­α του καὶ δυ­σκο­λεύ­ε­ται νὰ τι­θα­σεύ­σει, ἀ­κό­μα καὶ στὰ δι­α­πλα­νη­τι­κά του τα­ξί­δια. Ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα ἢ ὁ ἥ­ρω­ας τῆς Pinto, ὅ­μως, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς δι­η­γοῦν­ταν τὴν ἱ­στο­ρί­α της/του ἀ­πὸ τὸν Ό­λυμ­πο· ἀ­πὸ τὸ ἀ­νε­νερ­γὸ ἡ­φαί­στει­ο κον­τὰ στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ψη­λό­τε­ρο γνω­στὸ βου­νὸ στὸ ἡ­λια­κό μας σύ­στη­μα, μὲ τρι­πλά­σιο ὑ­ψό­με­τρο ἀ­πὸ τὸ Ἔ­βε­ρε­στ. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ θὰ μπο­ροῦ­σε ἴ­σως νὰ δεῖ κα­λύ­τε­ρα τὴ Γῆ, πού, ὅ­πως λέ­ει, εἶ­ναι μι­κρο­σκο­πι­κὴ σὲ μιὰ ἄ­κρη τοῦ σύμ­παν­τος καὶ «μοιά­ζει μὲ ὄ­μορ­φο βῶ­λο[4]». Εἰ­κό­να ποὺ θυ­μί­ζει τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ φω­το­γρα­φί­α τῆς Γῆς ποὺ τρά­βη­ξε τὸ Voyager 1 στὶς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου 1990 ἀ­πὸ τὸ δι­ά­στη­μα, τὴ γνω­στὴ ὡς Pa­le blue dot (Χλω­μή, μπλὲ κουκ­κί­δα), ποὺ ἀλ­λά­ζει τὴν ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κή μας ἀν­τί­λη­ψη γιὰ τὸν κό­σμο.


 

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Ἡ Ἀγ­γλί­δα Hol­ly Howitt–Dring στὴ δι­α­τρι­βή[5] της μὲ θέ­μα τὴ νου­βέ­λα καὶ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, στοι­χει­ο­θε­τεῖ τὴ βα­σι­κὴ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α της γιὰ τὴν τε­λευ­ταί­α γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν ὑ­πό­θε­ση ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να νέ­ο εἶ­δος τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­νε­ώ­νει τὴ λο­γο­τε­χνί­α καὶ δὲν ἐ­πι­θυ­μεῖ, οὔ­τε χρει­ά­ζε­ται νὰ ὁ­ρι­στεῖ. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀμ­φι­σβη­τεῖ τὴν εἰ­δο­λο­γι­κὴ κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση καὶ ὅ­σο τὸ κα­τα­φέρ­νει, μέ­σα ἀ­πὸ τὶς ἀμ­φί­δρο­μες καὶ ὑ­βρι­δι­κὲς σχέ­σεις ποὺ ἀ­να­πτύσ­σει μὲ ἄλ­λα τα­ξι­νο­μη­μέ­να εἴ­δη, τό­σο θὰ δι­α­τη­ρεῖ τὸν ἀ­να­νε­ω­τι­κό της ρό­λο. Ἡ Howitt πα­ρου­σιά­ζει ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ κεί­με­να γιὰ νὰ τεκ­μη­ρι­ώ­σει τὴ δυ­να­μι­κὴ τῆς φόρ­μας καὶ τὴν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή της ἱ­κα­νό­τη­τα, ὅ­πως ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[6] τοῦ Οὐα­λοῦ Ri­chard Gwyn, μὲ τί­τλο «Σπαρ­τιά­τες»:

            Στὴν πό­λη τῆς Σπάρ­της ἡ δι­α­βί­ω­ση ἦ­ταν δύ­σκο­λη. Πα­ρα­τη­μέ­νος στὴν πλα­γιὰ ἑ­νὸς λό­φου ὡς νε­ο­γέν­νη­το γιὰ μιὰ νύ­χτα, ἔ­μα­θες γρή­γο­ρα τὸ τί καὶ τὸ πῶς. Ἔ­πει­τα ἦρ­θαν μά­χες ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ γί­νουν, τό­ποι νὰ κα­τα­κτή­σεις, λε­η­λα­σί­α καὶ ὑ­πο­δού­λω­ση νὰ φέ­ρεις εἰς πέ­ρας. Ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια κι ἕ­νας τά­φος πρὸς τι­μή σου. Καὶ δια­ρκῶς νὰ πρέ­πει νὰ ὑ­περ­τε­ρεῖς ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους τοὺς δι­πρό­σω­πους Κο­ρίν­θιους καὶ τοὺς ὑ­πε­ρό­πτες Ἀ­θη­ναί­ους σὲ θα­να­τη­φό­ρες συγ­κρού­σεις καὶ στὸ νὰ μὴ μέ­νει οὔ­τε τρί­χα ἄ­θι­κτη. Λόγ­χες ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ γυ­α­λι­στοῦν ἕ­ως ὅ­του ξε­πε­ρά­σουν σὲ λάμ­ψη τὶς ἀ­κτί­νες τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, σπα­θιὰ νὰ ἀ­κο­νι­στοῦν μέ­χρι καὶ τὸ ἐ­λα­φρύ­τε­ρο ἄγ­γιγ­μα νὰ ἔ­σχι­ζε στὰ δύ­ο τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο νεῦ­ρο. Ἐ­ὰν με­γά­λω­σες νι­ώ­θον­τας ἀ­δύ­να­μος μπρο­στά σε ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ σκλη­ρα­γώ­γη­ση, ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ἀ­παί­τη­ση γιὰ αἷ­μα καὶ θά­να­το, καὶ λα­χτά­ρη­σες ἔ­στω μιὰ ἱκ­μά­δα μυ­στη­ρί­ου ἢ τρυ­φε­ρό­τη­τας, ἤ­σουν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος στὸν χλευα­σμὸ καὶ τὴν προ­σβο­λή. Τοὺς ἄ­κου­σα στὸ προ­αύ­λιο τοῦ σχο­λεί­ου, τοὺς ὑ­πο­ψή­φιους Σπαρ­τιά­τες πο­λε­μι­στές. Ἀ­κό­μα καὶ οἱ βλα­σφη­μί­ες τους ἦ­ταν κα­θα­ρό­αι­μες, ἐ­νῶ τὸ δι­κό μου στό­μα ἦ­ταν γε­μά­το βώ­λους.

       Ἡ Howitt στὴ δι­α­τρι­βή της ἀ­να­φέ­ρει τὴν ἄ­πο­ψη τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ κρι­τι­κοῦ Jerome Stern ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως πρῶ­τος ἀ­πο­κά­λε­σε τὸ 1996 αὐ­τὸ τὸ νέ­ο εἶ­δος, «εἶ­ναι βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νη στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χὴ καὶ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πι­νων κοι­νω­νι­ῶν». Αὐ­τὴ ἡ ὑ­πό­θε­σή του βρί­σκε­ται στὴν εἰ­σα­γω­γὴ τῆς δι­ε­θνοῦς ἀν­θο­λο­γί­ας Mi­cro Fi­ction: an an­tho­lo­gy of real­ly short sto­ries, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ, καὶ ἀ­πα­σχο­λεῖ τὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ δι­ό­τι συ­σχε­τί­ζει τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τὴν ἀ­φή­γη­ση per se, ἀ­κό­μα καὶ μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ προ­φα­νῆ εἴ­δη, ὅ­πως τὴ νου­βέ­λα, τὸ δι­ή­γη­μα καὶ τὴν ποί­η­ση. Ὡς ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­ναν ἀ­κό­μα λό­γο γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο θε­ω­ρῶ ὅ­τι ὀ­φεί­λου­με νὰ τὴν ἐ­ρευ­νοῦ­με καὶ νὰ τὴν πα­ρά­γου­με στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης, ἐ­κεῖ ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μα κα­τη­γο­ρι­ο­ποι­ή­σεις καὶ τὸ κεί­με­νο πα­ρα­μέ­νει ἀ­φη­γη­μα­τι­κό: λέ­με τὴν ἱ­στο­ρί­α. Ἐ­πι­πλέ­ον, τὸ μι­κρὸ μέ­γε­θός της εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μα ψευ­δαί­σθη­ση, ὅ­πως ἡ μι­μη­τι­κὴ ψευ­δαί­σθη­ση στὴν ὁ­ποί­α στο­χεύ­ει αἰ­ῶ­νες τώ­ρα ἡ ἀ­φή­γη­ση, προ­φο­ρι­κὴ ἢ γρα­πτή, κα­τὰ τὸν G. Genette[7]. Στὴν ἴ­δια εἰ­σα­γω­γὴ ὁ Stern ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀ­πο­τε­λεῖ «μιὰ πρό­κλη­ση, ἕ­να πρό­βλη­μα στὴν ἀ­φή­γη­ση»[8], κομ­βι­κὸ ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἐ­ρώ­τη­μα, ὅ­πως ἔ­χω ἐ­πι­ση­μά­νει καὶ σὲ προ­η­γού­με­να δελ­τί­α. Ἂν ἰ­σχύ­ει τὸ πρῶ­το, δη­λα­δὴ τὸ ρί­ζω­μά της στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ψυ­χή, προ­φα­νῶς ἰ­σχύ­ει καὶ τὸ δεύ­τε­ρο: πῶς ὁ­ρί­ζε­ται ἡ ψυ­χή, ἢ ποι­ά ἡ σχέ­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μὲ τὴ συνεί­δη­ση; Ὁ­πό­τε ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὅ­τι γιὰ τὴ δι­ε­ρεύ­νη­σή της ἔ­χου­με μα­κρὺ δρό­μο νὰ δι­α­νύ­σου­με.

       Πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴ μιᾶς ἀ­νε­πι­θύ­μη­της πρό­σκρου­σης στὸν τοῖ­χο τοῦ σχε­τι­κι­σμοῦ καὶ γιὰ δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἀ­πό­λαυ­σης σὲ αὐ­τὴ τὴν πο­ρεί­α, μπο­ροῦ­με νὰ κρα­τᾶ­με κά­ποι­α στοι­χεῖ­α προ­σα­να­το­λι­σμοῦ ποὺ ἔ­χω ἐ­πι­ση­μά­νει σὲ προ­η­γού­με­να δελ­τί­α, ὅ­πως καὶ τὸ ἑ­ξῆς: ὁ Ri­chard Gwyn, στὸ ἱ­στο­λό­γιό του ἐ­ξαί­ρει τὰ δέ­κα ση­μεῖα ποὺ ἔ­χει ἐν­το­πί­σει ὁ Ἀρ­γεν­τι­νὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ κρι­τι­κὸς An­drés Neu­man τὰ ὁ­ποῖ­α χα­ρα­κτη­ρί­ζουν ὡς ἕ­να βαθ­μὸ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὅ­πως τὴν ἐν­νο­οῦ­με σή­με­ρα. Ἀ­πὸ αὐ­τά, τὸ πιὸ χρή­σι­μο, ὄ­χι τό­σο γιὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­σή της ὅ­σο γιὰ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση τῆς συγ­γρα­φῆς καὶ ἀ­νά­γνω­σής της, θε­ω­ρῶ ὅ­τι εἶ­ναι ἡ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Τὰ ρή­μα­τα πε­τοῦν, τὰ οὐ­σι­α­στι­κὰ τρέ­χουν, τὰ ἐ­πί­θε­τα κάμ­πτον­ται».


 

προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὶς ἱ­στο­ρί­ες Παρα­δεί­σια που­λιά, τῆς Mo­lia Dum­ble­ton καὶ Τὸ ψα­ρόνι τοῦ ὀνό­μα­τός της, τῆς Να­τα­λί­ας Θε­ο­δω­ρί­δου.


Τὴ συλ­λο­γὴ ἀ­φη­γή­σε­ων μὲ τί­τλο Βλαδι­βο­στόκ τοῦ Κώ­στα Βρα­χνοῦ.


Τὸ βι­βλί­ο μὲ τί­τλο Short Cir­cuits: A­pho­risms, Frag­ments, and Li­te­rary A­no­ma­lies τῶν James Lough καὶ Alex Stein.


Τοὺς δι­ε­θνεῖς δι­α­γω­νι­σμοὺς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας καὶ δι­η­γή­μα­τος The Cam­bri­dge Pri­zes (προ­θε­σμί­α ὑ­πο­βο­λῆς κει­μέ­νων στὴν ἀγ­γλι­κὴ ἕ­ως 14.5 καὶ 14.6.2021 ἀν­τί­στοι­χα).


Τοὺς λο­γο­τε­χνι­κοὺς ἀ­στε­ρι­σμοὺς ποὺ δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ καλ­λι­τέ­χνης ψη­φια­κῶν δε­δο­μέ­νων Nick Rou­geux με­λε­τών­τας τὶς πρῶ­τες προ­τά­σεις κλα­σι­κῶν δι­η­γη­μά­των καὶ μυ­θι­στο­ρη­μά­των μὲ βά­ση τὰ μέ­ρη τοῦ λό­γου ποὺ κα­τα­γρά­φει (ρή­μα­τα, οὐ­σι­α­στι­κά, ἐ­πί­θε­τα, κ.τ.λ.)


Τὴν πρώ­τη ἀ­να­δρο­μι­κὴ ἔκ­θε­ση τῆς Ya­yoi Ku­sa­ma στὸ Gropius Bau στὸ Βε­ρο­λί­νο (23.4-1.8.2021).


To νέ­ο ἐγ­χεί­ρη­μα ἀ­πὸ τὴν Google Arts+Culture Ex­pe­ri­ence Kan­din­sky’s Art Through Si­mu­la­ted Sy­ne­sthe­sia, μέ­σω τοῦ ὁ­ποί­ου μπο­ροῦ­με νὰ βι­ώ­σου­με μέ­ρος τῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τῆς τέ­χνης τοῦ Kandinsky, «νὰ ἀ­κού­σου­με τί μπο­ρεῖ νὰ ἄ­κου­γε» σὲ ἔρ­γα τοῦ ὅ­πως τὸ Κί­τρι­νο-Κόκ­κι­νο-Μπλέ, ἢ τὸν Μπλὲ οὐρα­νό.


[1] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[2] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[3] . Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴ Φι­λο­μῆ­λα ἐ­δῶ.
[4] . Μετάφραση δική μου.
[5]. Howitt–Dring Hol­ly, Mea­ning and In­comple­teness, Car­diff Uni­ver­sity, 2008. Στο άρθρο της με τίτλο Ma­king mi­cro mea­nings: rea­ding and wri­ting micro­fi­ction στο περιοδικό Short fi­ction in the­ory and pra­ctice, τ. Ιανουαρίου 2011, συνοψίζει τους βασικούς άξονες της διατριβής της.
[6] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[7]. Genette G., Σχή­μα­τα ΙΙΙὉ λό­γος τῆς ἀ­φή­γη­σης: Δο­κί­μιο με­θο­δο­λο­γί­ας καὶ ἄλ­λα κεί­με­να, μτφ. Λυ­κού­δης Μπάμ­πης, ἐπ. Κα­ψω­μέ­νος Ἐ­ρα­το­σθέ­νης, Ἐκ­δό­σεις Πα­τά­κη, Ἀ­θή­να 2007.
[8]. Stern Jerome (ed.), Mi­cro Fi­ction: An an­tho­lo­gy of real­ly short sto­ries, New York: W. W. Norton & Company, 1996.

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#15: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις (21-01-2021)

Δελτίο#14: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού (21-09-2020)

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Πηγή φωτογραφίας: https://www.instagram.com/elculture/?hl=el



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#15]


Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις


ΠΑΡΑΠΑΝΩ φω­το­γρα­φί­α τῶν E­van In­ger­soll καὶ Ga­el Mc­Gill[1] ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ μον­τε­λο­ποί­η­ση ἑ­νὸς εὐ­κα­ρυ­ω­τι­κοῦ κυτ­τά­ρου σὲ τρισ­δι­ά­στα­τη μορ­φὴ ποὺ προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ τὸν συν­δυα­σμὸ βι­ο­πλη­ρο­φο­ρι­κῆς, δο­μι­κῆς βι­ο­λο­γί­ας, γε­νε­τι­κῆς καὶ ὀ­πτι­κῆς τέ­χνης. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τὶς πιὸ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νες ἀ­πει­κο­νί­σεις ποὺ δι­α­θέ­του­με μέ­χρι τώ­ρα, ἐ­πει­δὴ ἀ­πει­κο­νί­ζει μὲ ἀ­κρί­βεια τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α στὴ βά­ση δο­μι­κῶν καὶ μο­ρια­κῶν ἀ­να­λύ­σε­ων τῶν συ­στα­τι­κῶν κά­θε ὀρ­γα­νι­δί­ου[2] καὶ ἂν ἀ­να­τρέ­ξει κα­νεὶς στὴν πηγὴ μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὸν με­τα­σχη­μα­τι­σμὸ τοῦ κυτ­τα­ρι­κοῦ το­πί­ου. Ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­τυ­πω­σια­κὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πει­κό­νι­ση τοῦ μιτο­χον­δρίου (ὅ­ρος ἀ­πὸ τὴν λέ­ξη «μί­τος» [νῆ­μα] καὶ «χόν­δρος» [σφαι­ρι­κὸ σω­μά­τιο]), τοῦ ὀ­βὰλ ὀρ­γα­νι­δί­ου ἀ­ρι­στε­ρὰ στὴ φω­το­γρα­φί­α, μὲ τὶς πτυ­χώ­σεις τῆς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς μεμ­βρά­νης καὶ τὴ μὼβ ἐ­πι­χρω­μά­τι­ση, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ φυ­λά­ει πολ­λὰ μυ­στι­κὰ κι ἐκ­πλή­ξεις γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ὴ καὶ τὸν θά­να­το. Οἱ Ingersoll καὶ McGill βα­σί­στη­καν στὶς ἀ­πει­κο­νί­σεις κυτ­τα­ρι­κῶν δο­μῶν τοῦ Da­vid Good­sell. Στὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ τε­λευ­ταί­ου ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς μό­το τὸ ποί­η­μα μὲ τί­τλο «Φύ­ση» (1863) τῆς Emily Dickinson: «Φύ­ση εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ βλέ­που­με / Τὸ Ἀ­πό­γευ­μα – ὁ Λό­φος – /  Ὁ Σκί­ου­ρος – Ἡ ἔ­κλει­ψη –  […] Φύ­ση εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ξέ­ρου­με– / Τὴν τέ­χνη ὅ­μως δὲν ἔ­χου­με γιὰ νὰ τὸ ποῦ­με– / Τό­σο ἀ­δύ­να­μη ἡ Σο­φί­α Μας»[3].


«Γιὰ με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα, ἀ­νά­με­σα στὴν ὑ­ψη­λό­τε­ρη κοι­νω­νί­α, τὴ δι­α­δι­κα­σί­α τοῦ τε­μα­χι­σμοῦ (τῶν που­λε­ρι­κῶν) ἀ­να­λάμ­βα­νε ὁ κύ­ριος τοῦ σπι­τιοῦ, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν ζή­τη­μα τι­μῆς νὰ γνω­ρί­ζει πῶς νὰ τὰ κομ­μα­τιά­ζει καὶ νὰ τὰ πα­ρου­σιά­ζει μὲ ἄ­ψο­γο τρό­πο. Πι­θα­νό­τα­τα ἐ­μεῖς δὲν πρό­κει­ται νὰ ξα­να­δοῦ­με ἕ­να ὑ­ψη­λὸ πρό­σω­πο νὰ τὴν ἐ­κτε­λεῖ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια ἑ­νὸς ὑ­πέ­ρο­χου γεύ­μα­τος, ὅ­πως τὴν ἐ­κτε­λοῦ­σε θαυ­μά­σια ὁ βα­σι­λιὰς Λού­ις Φε­λί­πε, μπρο­στὰ στὰ ἔκ­θαμ­βα μά­τια τῶν κα­λε­σμέ­νων του. Ὅ­λο αὐ­τὸ ἔ­χει ἁ­πλο­ποι­η­θεῖ γιὰ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖ ἡ κυ­ρί­α τοῦ σπι­τιοῦ ἀλ­λὰ καὶ οἱ συν­δαι­τυ­μό­νες ἀ­πὸ τὴ νευ­ρι­κὴ ἔν­τα­ση ποὺ προ­κα­λεῖ­ται μπρο­στὰ στὶς δυ­σκο­λί­ες ποὺ συ­νε­πά­γε­ται αὐ­τὴ ἡ δι­α­δι­κα­σί­α.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[4] μὲ τί­τλο «Νεῦ­ρα», τῆς δη­μο­φι­λοῦς Ἀρ­γεν­τι­νῆς Petrona C. de Gandulfo, γνω­στῆς ὡς Do­ña Petrona, ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ δι­ε­θνῆ ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν ἀ­να­φο­ρᾶς μὲ τί­τλο «Anto­­lo­­gía del cu­en­to bre­ve y o­cul­to» (ἔκδ. Suramericana, Buenos Aires, 2001), σὲ ἐ­πι­μέ­λεια τῶν Ἀρ­γεν­τι­νῶν καλ­λι­ερ­γη­τῶν καὶ θε­ω­ρη­τι­κῶν τοῦ εἴ­δους Ra­úl Bra­sca καὶ Luis Chi­tar­roni. Τὸ κεί­με­νο ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ συρ­ρα­φὴ ἀ­πο­σπα­σμά­των ἀ­πὸ τὴν ἑ­νό­τη­τα γιὰ τὴν τέ­χνη τοῦ τε­μα­χι­σμοῦ καὶ τὴν ἱ­στο­ρι­κή της δι­ά­στα­ση στὸ βι­βλί­ο μα­γει­ρι­κῆς τῆς Do­ña Petrona μὲ τί­τλο «El li­bro de Do­ña Pe­tro­na» ποὺ πρω­το­εκ­δό­θη­κε τὸ 1933 στὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ καὶ ἐ­πέ­δρα­σε κα­τα­λυ­τι­κὰ στὴ δι­α­μόρ­φω­ση κοι­νω­νι­κῶν συμ­πε­ρι­φο­ρῶν, δι­α­τρο­φι­κῶν συ­νη­θει­ῶν κι αἰ­σθη­τι­κῆς πολ­λῶν γε­νε­ῶν τῆς χώ­ρας[5].

       Σύμ­φωνα μὲ τὴν κρι­τι­κὸ Viole­ta Rojo ἡ ἀν­θο­λο­γί­α τῶν Brasca καὶ Chi­tar­roni εἶ­ναι ἀ­πο­λαυ­στι­κή, γε­μά­τη μυ­στι­κὰ κι ἐκ­πλή­ξεις· κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ προ­βλέ­ψει τί τὸν πε­ρι­μέ­νει στὴν ἑ­πό­με­νη σε­λί­δα. Σκο­πὸς τῶν ἐ­πι­με­λη­τῶν ἦ­ταν νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψουν καὶ νὰ ἀ­να­δεί­ξουν τὴν ἔν­τα­ση τοῦ μι­κροῦ μὲ στο­χα­στι­κὴ καὶ χι­ου­μο­ρι­στι­κὴ δι­ά­θε­ση. Ἔ­χουν ἀ­να­μεί­ξει αὐ­τού­σια κεί­με­να μὲ κεί­με­να ποὺ ἔ­χουν ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ οἱ ἴ­διοι, ἄ­γνω­στων ἀλ­λὰ καὶ δι­α­κε­κρι­μέ­νων δη­μι­ουρ­γῶν, ὅ­πως τῶν Proust, Saw­yer, Jo­yce, Nabo­kov, Salin­ger, Bor­ges, Bioy, Pi­ñe­ra, Cor­tá­zar, Felis­ber­to Her­nán­dez, Yeats, Rul­fo, Mu­sil, Greena­way, Stop­pard, Ber­trand Rus­sell, Ana Ma­ría Shua, Pa­viç, κ.τ.λ.

       Στὴν ἀν­θο­λο­γί­α συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται δύ­ο κεί­με­να τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συν­θέ­τη John Ca­ge, δη­μι­ουρ­γοῦ τῆς πιὸ ἀμ­φί­ση­μης μου­σι­κῆς σύν­θε­σης τοῦ 20ου αἰ., 4’33’’ (1952), στὴν ὁ­ποί­α ὑ­μνεῖ­ται ἡ σι­ω­πὴ καὶ ἡ διά­δρα­ση καλ­λι­τέ­χνη – ἀ­­πο­δέ­κτη. Τὰ δύ­ο κεί­με­νά του ἔ­χουν ἐ­πι­λε­χθεῖ ἀ­πὸ τὸ βι­βλίο τοῦ A year in Mon­day: New Lec­tu­res and Wri­tings (1967). Σὲ αὐ­­τὸ ἐν­το­πί­ζον­ται πολ­λὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ση­μεῖ­α, ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴ θε­ω­ρί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, σὲ μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη κα­τα­χώ­ρη­ση ὁ Ca­ge ἀ­να­φέ­ρει τὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τὸν Κι­νέ­ζο ποὺ ὀ­νει­ρεύ­τη­κε ὅ­τι ἦ­ταν πε­τα­λού­δα καὶ ὅ­ταν ξύ­πνη­σε ἀ­να­ρω­τή­θη­κε ἐ­ὰν ἦ­ταν πε­τα­λού­δα ποὺ ὀ­νει­ρευό­ταν ὅ­τι ἦ­ταν ἄν­θρω­πος. Στὸ δο­κί­μιό του (1975) μὲ τί­τλο «Whe­re are we ea­ting? And what are we ea­ting?» ὁ Ca­ge μνη­μο­νεύ­ει τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ δι­ά­ση­μος Ἀ­με­ρι­κα­νὸς χο­ρευ­τὴς καὶ χο­ρο­γρά­φος Merce Cun­nin­gham ἔ­λα­βε τὴν ὑ­πο­τρο­φί­α Gug­gen­heim καὶ ρω­τή­θη­κε τί θὰ ἔ­κα­νε μὲ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ χρή­μα­τα κι ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε μο­νο­λε­κτι­κὰ «θὰ φά­ω!». Στὸ ἴ­διο γρά­φει ὅ­τι ὅ­σο γερ­νοῦ­σε, τό­σο κα­τα­λά­βαι­νε τί εἶ­χε στὸ μυα­λὸ του ὁ Wit­tgen­stein ὅ­ταν εἶ­χε πεῖ ὅ­τι ἂν ἔ­βρι­σκε κά­τι ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ φά­ει (μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση), δὲ θὰ τὸ ἄλ­λα­ζε πο­τέ. Ὁ Ca­ge, ἦ­ταν δει­νὸς με­λε­τη­τὴς τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου φι­λο­σό­φου, ἰ­δι­αί­τε­ρα προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος γιὰ τὸν ρό­λο τῆς δι­α­τρο­φῆς μας ὡς κοι­νω­νι­κὴ πρά­ξη καὶ λά­τρης τῶν μα­νι­τα­ρι­ῶν. Φη­μο­λο­γεῖ­ται ὅ­τι μυ­ήθη­κε ἀ­πὸ τὸ θρυ­λι­κὸ ζεῦ­γος Len­non-O­no στὶς δι­α­τρο­φι­κὲς συ­νή­θει­ες ποὺ πρό­τει­ναν οἱ ἀ­να­το­λι­κὲς θρη­σκεῖ­ες καὶ ἡ πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὴ κουλ­τού­ρα ποὺ ἄρ­χι­σε νὰ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’70 καὶ ὅ­τι κέρ­δι­σε του­λά­χι­στον δέ­κα χρό­νια ζω­ῆς ὅ­ταν ἔ­κο­ψε μα­χαί­ρι τὸ ἀλ­κο­ὸλ καὶ τὰ λι­πα­ρὰ τῆς με­σο­δυ­τι­κῆς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς δι­α­τρο­φῆς.

       Στὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ δύ­ο κεί­με­νά του ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α οἱ ἐ­πι­με­λη­τὲς ἔ­χουν δώ­σει τὸν τί­τλο «Αὐ­τα­πά­τη[6]». Ὁ Ca­ge ἀ­φη­γεῖ­ται μιὰ σύν­το­μη συ­νο­μι­λί­α του μὲ τὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ εἰ­δι­κὸ στὴν μυ­κη­το­λο­γία A­le­xan­der Η. Smith: «[…] Τοῦ εἶ­πα ὅ­τι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ποὺ μοῦ ἄ­ρε­σε στὴ βο­τα­νι­κὴ ἦ­ταν ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμὸ καὶ τὸν φθό­νο ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν μά­στι­γα γιὰ τὴν τέ­χνη, ὅ­τι γι’ αὐ­τὸν τὸν λό­γο, ἂν ὄ­χι γιὰ κα­νέ­ναν ἄλ­λο, θὰ ἔ­δι­να τὴ ζω­ή μου προ­κει­μέ­νου νὰ ξα­να­ζοῦ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ὡς βο­τα­νο­λό­γος, πα­ρὰ ὡς μου­σι­κός. Ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε, “Αὐ­τὸ δεί­χνει πό­σα λί­γα γνω­ρί­ζεις πε­ρὶ βο­τα­νι­κῆς”. Στὴν πο­ρεί­α τῆς κου­βέν­τας ἀ­νέ­φε­ρα τυ­χαῖα τὸ ὄ­νο­μα ἑ­νὸς μυ­κη­το­λό­γου ἀ­πὸ ἕ­να ἄλ­λο πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Μιν­τ­γου­έ­στ. Ὁ Σμίθ, μὲ κο­φτε­ρὸ τό­νο εἶ­πε: “Μὴν ἀ­να­φέ­ρεις αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα στὸ σπί­τι μου”.»

       Ἡ «Πε­τα­λού­δα» εἶ­ναι μί­α ἀ­κό­μα ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[7] ποὺ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α μὲ αὐ­το­νο­μη­μέ­νη τὴν πρώ­τη της πε­ρί­ο­δο: «Ἡ πε­τα­λού­δα εἶ­ναι ἕ­να ζῶ­ο τῆς στιγ­μῆς ποὺ ἐ­φηῦ­ραν οἱ Κι­νέ­ζοι». Εἶ­ναι τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ Salvador Elizondo, ἰ­δι­αί­τε­ρα δη­μο­φι­λοῦς συγ­γρα­φέ­α τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’60, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν του —ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ δι­ε­θνῆ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ εἴ­δους— μὲ τί­τλο «El retrato de Zoe y otras mentiras» (ἔκδ. Joaquin Mortiz, 1969). Τὸ ὕ­φος τοῦ Elizondo, ἐμ­φα­νί­ζει συ­σχε­τι­σμοὺς μὲ τὸ ὕ­φος τῶν Jo­yce, Pou­nd, Cor­tá­zar, Ru­lfo καὶ Ba­tail­le. Στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ His­pa­nia εἶ­χε γί­νει ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ ἀ­φιέ­ρω­μα τὸ 1967 ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴ δει­νό­τη­τά του στὴν πο­λὺ σύν­το­μη πε­ζο­γρα­φι­κὴ φόρ­μα καὶ τὶς νέ­ες δυ­να­τό­τη­τες ποὺ ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Elizondo στὴν ἀ­φή­γη­ση, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ τὸ βρα­βευ­μέ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Farabeuf, o la cronica de un instante, μιὰ σπου­δὴ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τας, ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς οἰ­κο­νο­μί­ας, ἀ­κρί­βειας καὶ πύ­κνω­σης. Ὁ Luis Farabeuf ἦ­ταν ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος Γάλ­λος χει­ρουρ­γὸς τοῦ 19ου αἰ. καὶ τὸ πά­θος του γιὰ τὴν ἀ­να­το­μί­α ἀ­πο­τυ­πώ­θη­κε ἀ­κό­μα καὶ στὰ ἐγ­χει­ρί­διά του, γνω­στὰ ὡς Precis de manuel operatoire.


       «Λι­μα­σμέ­νη» εἶ­ναι ὁ τί­τλος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[8] τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νο-κι­νέ­ζας κα­θη­γή­τριας Φυ­σι­κῆς Sa­man­tha Xi­ao Co­dy, νι­κή­τριας περ­σι­νοῦ δι­α­γω­νι­σμοῦ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ The Ma­ster’s Re­view, κρι­τὴς τοῦ ὁ­ποί­ου ἦ­ταν ἡ Kim­berly King Par­sons. «Φί­δι καὶ βά­τρα­χο καὶ ἄ­λο­γο καὶ ἀγ­γού­ρι τῆς θά­λασ­σας καὶ τρι­ζό­νια καὶ σκου­λή­κια. Τὰ ἔ­χω φά­ει ὅ­λα, ἀρ­πά­ζον­τάς τα ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­στρε­φό­με­νο κέν­τρο ἑ­νὸς ἐ­πί­ση­μου τρα­πε­ζιοῦ· τὰ ἔ­χω χώ­σει στὸ στό­μα μου στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Αὐ­τὸς ὁ τύ­πος βαρ­βα­ρό­τη­τας, λέ­νε, εἶ­ναι ἀ­π’ ὅ­που προ­έρ­χον­ται οἱ νέ­οι θα­να­τη­φό­ροι ἰ­οί. Λευ­κὲς μη­τέ­ρες δι­α­μαρ­τύ­ρον­ται στὴν Τσά­ι­να­τά­ουν τοῦ Μαν­χά­ταν μὲ φω­το­γρα­φί­ες τῶν σκύ­λων τους, ἀ­παι­τών­τας μὲ μα­νί­α τὴν ἀ­πέ­λα­ση τῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν ποὺ ρί­ζω­σαν μέ­σα στὴν ἀ­με­ρι­κά­νι­κη μι­κρο­σκο­πι­κὴ πε­ρι­ο­χή τους πρὶν δε­κα­ε­τί­ες. […]». Αὐ­τὰ ἀ­να­φέ­ρει ἡ ἡ­ρω­ί­δα τῆς Cody, ὥ­σπου ἡ κα­χε­κτι­κὴ μη­τέ­ρα της ἀ­να­κα­λύ­πτει τὴν ὁ­μο­φυ­λο­φι­λί­α τῆς κό­ρης της καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴν ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὡς πραγ­μα­τι­κὸ μί­α­σμα, ἐμ­μέ­νον­τας στὴν ἄ­πο­ψή της ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι κά­νουν ἄ­σχη­μα πράγ­μα­τα ὅ­ταν πει­νᾶ­νε. Ἡ κό­ρη ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ τρώ­ει τὰ πάν­τα, κα­τα­πί­νον­τας ἀ­κό­μα καὶ τὴν ἀ­πόρ­ρι­ψη, τὴν ἀ­πο­στρο­φὴ καὶ τὸν κοι­νω­νι­κὸ ἀ­πο­κλει­σμό.


       «Ὅ­ταν ἡ πεί­να μπαί­νει ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα, ὁ ἔ­ρω­τας βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­πε ἡ για­γιὰ στὸν ἐγ­γο­νό της. Τώ­ρα αὐ­τὸς ἔ­χει σφρα­γί­σει ὅ­λα τὰ πα­ρά­θυ­ρα τοῦ σπι­τιοῦ. Κι ἐ­δῶ καὶ σα­ράν­τα ἡ­μέ­ρες, δὲ βγαί­νει κα­νείς, ἂν καὶ οἱ ἦ­χοι δυ­να­μώ­νουν ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο στὴν εἴ­σο­δο.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[9] μὲ τί­τλο «Ἕ­να ἄλ­λο ρη­τό», τοῦ Πε­ρου­βια­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Ricardo Calderón Inca, ἡ ὁ­ποί­α συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α μὲ τί­τλο «Microbios: Minificcionistas Pandémicos» (ἔκδ. Dendro, Lima, 2020). Στὴν τε­λευ­ταί­α συμ­με­τέ­χουν 19 συγ­γρα­φεῖς ἀ­πὸ χῶ­ρες τῆς Λα­τι­νι­κῆς Ἀ­με­ρι­κῆς καὶ τὴν Ἱ­σπα­νί­α καὶ τὴν προ­λο­γί­ζει ἡ Ἀρ­γεν­τι­νὴ ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ εἴ­δους Patricia Nasello. Η Nasello ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι ἂν καὶ τὰ κεί­με­να γρά­φτη­καν καὶ συγ­κεν­τρώ­θη­καν μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν παν­δη­μί­α ποὺ σα­ρώ­νει ἀ­κό­μα τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, θί­γουν καὶ ἄλ­λα κοι­νω­νι­κὰ θέ­μα­τα, ὅ­πως ἡ κα­κο­ποί­η­ση ἀ­νη­λί­κων κι ἐ­νη­λί­κων, ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­νέ­χεια, ἡ ἀ­να­σφά­λεια. Ὑ­πορ­ρη­τα, ὅ­μως, φαί­νε­ται ὅ­τι τὰ ἑ­νώ­νει θε­μα­τι­κὰ τὸ νε­ρό, ὅ­λες οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες κο­λυμ­ποῦν στὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης καὶ τὴ φω­τί­ζουν. Ἡ Χι­λια­νὴ συγ­γρα­φέ­ας Patricia Martín Rivas στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[10] της «Νε­ρό» γρά­φει: «Βρί­σκο­μαι βυ­θι­σμέ­νη στὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας μου, τὰ νε­ρά της εἶ­ναι ζε­στὰ καὶ ἀ­τά­ρα­χα. Εἶ­μαι μι­κρὴ ἀ­κό­μα, ἔ­τσι κα­τα­λαμ­βά­νω ὅ­λο τὸ χῶ­ρο γιὰ νὰ κο­λυμ­πῶ καὶ νὰ παί­ζω. Ἡ ἕ­νω­ση τῆς κοι­λιᾶς μου μὲ τὴ δι­κή της εἶ­ναι ὅ­λο καὶ ὅ­λο ὅ,τι χρει­ά­ζο­μαι: μὲ τρέ­φει, μὲ προ­στα­τεύ­ει καὶ μὲ ἀ­να­μέ­νει, γε­μά­τη ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α μου. Κο­λυμ­πῶ εὐ­γνώ­μων γιὰ τὴν τό­ση φρον­τί­δα της, ὁ σχη­μα­τι­σμὸς φυ­σα­λί­δων ἀ­πὸ τοὺς καρ­δια­κοὺς παλ­μούς μας εὐ­νο­εῖ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξή μου. Ὅ­λα ρέ­ουν εἰ­ρη­νι­κά, καὶ ἡ καρ­διά μου κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι τὸ νε­ρό, τὸ δι­κό μου/μας στοι­χεῖ­ο, εἶ­ναι ἱ­ε­ρό. Τώ­ρα εἶ­μαι ἐ­νή­λι­κη καὶ τὸ ση­μαν­τι­κὸ ὑ­γρὸ ἔ­χει ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Πε­θαί­νω τῆς δί­ψας.»


Τὸν πε­ρα­σμέ­νο Ὀ­κτώ­βριο στὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Soft Mat­­ter τῆς Βα­σι­λι­κῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Χη­μεί­ας τοῦ Λον­δί­νου ἀνα­κοι­νώθη­καν οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις στὶς ἔ­ρευ­νες γιὰ τοὺς συν­θε­τι­κοὺς «μι­κρο­κο­λυμ­βη­τές». Πρό­κει­ται γιὰ τὰ μι­κρο­σκο­πι­κὰ σω­μα­τί­δια τὰ ὁ­ποῖ­α οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες εὐ­ελ­πι­στοῦν ὅ­τι θὰ ἀ­να­λά­βουν καὶ ρό­λο με­τα­φο­ρέ­ων φαρ­μά­κων μέ­σα στὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα στὸ ἐγ­γὺς μέλ­λον. Ἐ­κτός των ἄλ­λων με­λε­τᾶ­ται καὶ ποι­ό θὰ ἦ­ταν τὸ ἰ­δα­νι­κό­τε­ρο σχῆ­μα τους. Ἀ­νά­με­σα στὰ νέ­α μον­τέ­λα ποὺ πα­ρου­σι­ά­στη­καν σὲ ἐ­κτύ­πω­ση 3D βρί­σκε­ται καὶ τὸ μικρότερο σκάφος τοῦ κό­σμου.


Στὴ συλ­λο­γὴ 83 μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν καὶ 2 δι­η­γη­μά­των τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Mar­tín Gar­del­la μὲ τί­τλο Los chi­cos cre­cen (Editorial Macedonia, 2015), συ­ναν­τᾶ­με παι­διὰ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τὴ ζω­ὴ ὡς ἐ­νή­λι­κες με­γα­λώ­νον­τας με­τ’ ἐμ­πο­δί­ων, ἥ­ρω­ες ποὺ μᾶς μι­λοῦν ἀ­πὸ τὴ με­τα­θα­νά­τια ζω­ή, ἀλ­λὰ καὶ ἐ­νή­λι­κες ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ φο­βοῦν­ται νὰ κοι­τά­ξουν κά­τω ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι τους ἢ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στὰ μά­τια. Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[11] μὲ τί­τλο «Ἡ δι­α­σκέ­δα­ση» δι­α­βά­ζου­με: «Στὴν πλα­τεί­α ἑ­νὸς ἐ­ρη­μι­κοῦ χω­ριοῦ ὑ­πάρ­χει ἕ­να πα­ρά­ξε­νο κα­ρου­ζὲλ στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ χρό­νος κυ­λά­ει μυ­στη­ρι­ω­δῶς κα­θὼς πε­ρι­στρέ­φε­ται σύμ­φω­να μὲ τοὺς δεῖ­κτες τοῦ ρο­λο­γιοῦ. Κά­θε στρο­φὴ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν ἄ­ξο­να του ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ ἕ­να ἡ­με­ρο­λο­για­κὸ ἔ­τος. Ἀρ­χι­κὰ εἶ­ναι δι­α­σκε­δα­στι­κὸ νὰ βλέ­πει κα­νεὶς πῶς με­τα­μορ­φώ­νον­ται τὰ παι­διὰ σὲ ἐ­νή­λι­κες. Εἶ­ναι ἀ­κό­μη συ­ναρ­πα­στι­κὸ γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νες μη­τέ­ρες νὰ βλέ­πουν ὅ­τι τὰ παι­διά τους δι­α­τη­ροῦν αὐ­τὰ τὰ χα­ρού­με­να χα­μό­γε­λα πα­ρὰ τὰ γκρί­ζα μαλ­λιά τους. Εἶ­ναι τρο­μα­κτι­κό, ὅ­μως, κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἕ­να ξύ­λι­νο ἄ­λο­γο παίρ­νει τὴ στρο­φὴ χω­ρὶς τὸν ἀ­να­βά­τη του.»


Στὸ κέν­τρο τῆς Κο­λομ­βί­ας, στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τοῦ Chi­ribi­que­te Na­tio­nal Park, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τμῆ­μα τοῦ τρο­πι­κοῦ δά­σους τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου καὶ εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­πρό­σι­τη λό­γῳ τῆς πυ­κνῆς βλά­στη­σης, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἐμ­φυ­λί­ου ποὺ μαι­νό­ταν ἐ­κεῖ, Βρε­τα­νοὶ καὶ Κο­λομ­βια­νοὶ ἀρ­χαι­ο­λό­γοι ἔ­χουν ἀ­να­κα­λύ­ψει ἀπὸ τὸ 2015 προ­ϊ­στο­ρι­κὲς τοι­χο­γρα­φί­ες στὶς προ­σό­ψεις κά­θε­των, πα­νύ­ψη­λων βρά­χων. Ἤ­δη ἀ­πὸ τό­τε ὁ κι­νη­μα­το­γρα­φι­στὴς Mi­ke Slee μὲ τὴ βο­ή­θεια ἑ­λι­κο­πτέ­ρων κι ἐκ­παι­δευ­μέ­νου προ­σω­πι­κοῦ εἶ­χε συγ­κεν­τρώ­σει ὀ­πτι­κὸ ὑ­λι­κὸ γυ­ρί­ζον­τας τὸ ντο­κι­μαν­τέρ του, Co­lom­bia: Wild Ma­gic καὶ εἶ­χε ση­μει­ώ­σει ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν τό­πο ἐν­τε­λῶς ξε­χα­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸ χρό­νο. Σὲ συ­νέ­χεια αὐ­τῶν τῶν ἀ­να­κα­λύ­ψε­ων μό­λις στὰ τέ­λη τοῦ πε­ρα­σμέ­νου Νο­εμ­βρί­ου ἀ­να­κοι­νώ­θη­καν κι ἄλ­λα εὐ­ρή­μα­τα, μὲ τὸν διεθ­νῆ κι ἐγχώ­ριο τύ­πο νὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται πλέ­ον στὴν «Κα­πέ­λα Σιξ­τί­να τῶν ἀρ­χαί­ων». Πρό­κει­ται γιὰ ἀ­πει­κο­νί­σεις πο­λε­μι­στῶν καὶ κυ­νη­γῶν νὰ χο­ρεύ­ουν ἢ νὰ συμ­με­τέ­χουν σὲ τε­λε­τές, ἐ­ξα­φα­νι­σμέ­νων ζώ­ων πά­νω ἀ­πὸ 12.500 χρό­νια (μα­στό­δον­τες, πα­λαι­ο­λά­μα, βρα­δύ­πο­δες, ἄ­λο­γα ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν πα­γε­τώ­νων, κ.ἄ.): μιὰ ἐ­ξι­στό­ρη­ση ἀ­μέ­τρη­των μι­κρῶν ἐ­πει­σο­δί­ων ποὺ ἐ­κτεί­νε­ται γύ­ρω στὰ 8 μί­λια καὶ θὰ χρεια­στεῖ πολ­λὲς γε­νε­ὲς ἐ­ρευ­νη­τῶν προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­γρα­φεῖ καὶ νὰ με­λε­τη­θεῖ.


Ἡ πο­λι­το­γρα­φη­μέ­νη Οὐα­λὴ ποι­ή­τρια Pascale Petit, γνω­στὴ ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γή της μὲ τί­τλο The Zoo Father (Seren, 2001), στὴ συλ­λο­γὴ ποι­η­μά­των της Mama Ama­zo­nica[12] (Bloodaxe, 2017) πα­ραλ­λη­λί­ζει μὲ κα­θη­λω­τι­κὸ τρό­πο τὴν κα­τα­στρο­φὴ τοῦ τρο­πι­κοῦ δά­σους τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου μὲ τὴν κα­κο­ποί­η­ση. Εἰ­δι­κὰ στὸ ὁ­μό­τι­τλο ποί­η­μα πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με πῶς ἡ ψυ­χα­σθέ­νεια ἕ­πε­ται τῆς κα­κο­ποί­η­σης καὶ πῶς βι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν κό­ρη τῆς κα­κο­ποι­η­μέ­νης μη­τέ­ρας μέ­σα σὲ ἕ­να ψυ­χι­α­τρεῖ­ο ποὺ με­τα­μορ­φώ­νε­ται σὲ ζούγ­κλα. Ἰ­α­γουά­ροι, κρο­κό­δει­λοι, βρα­δύ­πο­δες κρε­μα­σμέ­νοι σὲ φουν­τω­τὲς κε­κρο­πί­ες, ὁρ­μη­τι­κὰ ρεύ­μα­τα, ἄν­θη καὶ πτη­νά, τὴν πα­ρα­τη­ροῦν νὰ να­νου­ρί­ζει τὴ μη­τέ­ρα της ἡ ὁ­ποί­α προ­σπα­θεῖ νὰ ξε­πε­ρά­σει τὸν ψυ­χο­λο­γι­κὸ καὶ δι­α­νο­η­τι­κὸ δι­α­με­λι­σμό της, τε­λών­τας ὑ­πὸ θε­ρα­πεί­α ὕ­πνω­σης, κου­λου­ρι­α­σμέ­νη σὲ μιὰ κα­πι­το­νὲ κου­βερ­τού­λα, μέ­σα στὸ φύλ­λω­μα ἑ­νὸς νού­φα­ρου, μὲ «μιὰ ταμ­πέ­λα γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν καρ­πό της – Vi­cto­ria A­ma­zo­ni­ca[13]».

       Τὰ πα­ρα­πά­νω φαί­νε­ται νὰ συ­νο­μι­λοῦν μὲ τοὺς δύ­ο στί­χους τοῦ Τά­σου Λει­βα­δί­τη «Συ­νή­θως τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες μου τὶς περ­νῶ στὸ ζω­ο­λο­γι­κὸ κῆ­πο / καὶ σκέ­φτο­μαι πράγ­μα­τα τό­σο θλι­βε­ρὰ ποὺ τὰ ζῶ­α γρυ­λί­ζουν φο­βι­σμέ­να», στὸ ποί­η­μά του μὲ τί­τλο «Ἡ δί­κη τοῦ αἰ­ῶ­νος» (Μι­κρὸ βι­βλί­ο γιὰ με­γά­λα ὄ­νει­ρα, Κέ­δρος, 1987).

       Ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς εἶ­ναι γε­νι­κὰ γνω­στή: «Με­τα­ξὺ τῶν ἄ­γρι­ων θη­ρί­ων, τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος. Τὸ ξέ­ρω για­τὶ χθὲς τὸ βρά­δυ μπό­ρε­σα νὰ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σω αὐ­τὴ τὴ δή­λω­ση. Τὸ κο­πά­δι μου ἦ­ταν ἀ­τε­λὲς καὶ τώ­ρα, ἕ­να ἄλ­λο ἀρ­σε­νι­κὸ θὰ εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νο γιὰ τὴ φρον­τί­δα τῶν νέ­ων. Αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα ἀ­πο­σύ­ρε­ται στὸν πα­ρά­δει­σο τῶν λι­ον­τα­ρι­ῶν, χά­ρη στὸν ἄν­τρα ποὺ εἰ­σέ­βα­λε ἀ­θό­ρυ­βα στὴ φω­λιὰ μὲ τὸ ὅ­πλο του.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[14] τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς συγ­γρα­φέ­α Ildiko Nassr μὲ τί­τλο «Ἄ­γρια θη­ρί­α 1» ἀ­πὸ τὴ σχε­δὸν ὁ­μό­τι­τλη συλλογή της. Ἐ­νῶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία[15] με τίτλο «Αδάμ[16]» ὁ Raúl Brasca μᾶς δί­νει τὴ δι­κή του ἐκ­δο­χὴ γιὰ τὸ εἶ­δος μας: «Τὴν ἡ­μέ­ρα πού, μὲ ἱ­ε­ρὴ ἔκ­πλη­ξη, ἐ­κεί­νη ἡ μα­ϊ­μοῦ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ ἔ­τρω­γε πάν­τα, αὐ­τὸ ποὺ δάγ­κω­νε, ἦ­ταν ἕ­να μῆ­λο, ἐκ­δι­ώ­χθη­κε ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­γει­ο πα­ρά­δει­σο.»

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Ἀλ­λά­ζουν τὰ πάν­τα γύ­ρω μας. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε ἡ ἀ­φή­γη­ση νὰ πα­ρα­μεί­νει ἴ­δια σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ ποὺ βι­ώ­νου­με τὴν ἀφηγη­ματι­κότη­τα ὡς κατά­στα­ση; Κά­τω ἀ­πὸ τὸ μι­κρο­σκό­πιο τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἡ τε­λευ­ταία μοιά­ζει μὲ τὸ αἰ­νιγ­μα­τι­κὸ μι­το­χόν­δριο, ἢ φαί­νε­ται νὰ λει­τουρ­γεῖ σὰν μι­κρο­κο­λυμ­βη­τὴς στὸν σύγ­χρο­νο ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ ὠ­κε­α­νό, στὸν ὁ­ποῖ­ο κυ­κλο­φο­ροῦν ἄ­πει­ρες ἀ­φη­γή­σεις, ποὺ ἀ­να­μει­γνύ­ον­ται καὶ με­τα­σχη­μα­τί­ζον­ται. Ὁ Ma­ria­no Ves­pa, Ἀρ­γεν­τι­νὸς πο­λι­τι­στι­κὸς συν­τά­κτης εἰ­δι­κὸς στὴ σύν­το­μη πε­ζο­γρα­φι­κὴ φόρ­μα, στὴ συνέν­τευ­ξη ποὺ πῆ­ρε τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2020 ἀ­πὸ τὸν Chi­tar­roni εὔ­στο­χα ἐ­πι­ση­μαί­νει δύ­ο ζη­τή­μα­τα: πρῶ­το ὅ­τι καὶ ὁ τε­λευ­ταῖ­ος δι­α­πρέ­πει σὲ ἕ­ναν δι­α­νο­η­τι­κὸ λα­βύ­ριν­θο μπορ­χε­σια­νοῦ τύ­που, μιὰ τρο­πι­κό­τη­τα τοῦ νοῦ ποὺ ἔ­χει ἐ­πη­ρε­ά­σει σὲ μέ­γι­στο βαθ­μὸ τὴ δι­ά­δο­ση κι ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Δεύ­τε­ρο, ἀ­να­φέ­ρει τὴν ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­πεί­ρου του Ἀ­να­ξίμαν­δρου γιὰ νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει ἐν μέ­ρει αὐ­τὴ τὴ νο­ο­τρο­πί­α καὶ τὸν πα­ρα­φρά­ζει λέ­γον­τας ὅ­τι οἱ ἀ­να­γνώ­σεις με­τα­σχη­μα­τί­ζον­ται ἡ μί­α μέ­σα στὴν ἄλ­λη ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἀ­νάγ­κες καὶ ἀλ­λη­λο­δι­και­ώ­νον­ται σὺν τῷ χρό­νῳ.

       Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­ρευ­νη­τι­κὴ ὑ­πό­θε­ση πι­θα­νὸν νὰ στη­ρί­ζε­ται καὶ ἡ στο­χα­στι­κὴ το­πο­θέ­τη­ση τοῦ Ra­úl Bra­sca ἀ­πέ­ναν­τι στὸ δι­ε­θνὲς πο­λι­τι­σμι­κὸ φαι­νό­με­νο τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ἀρ­χι­κὰ φαί­νε­ται νὰ συμ­φω­νεῖ μὲ τὸν Wit­tgen­stein, ὁ ὁ­ποῖ­ος πρό­τει­νε σι­ω­πὴ γιὰ ὅ­σα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με, ἰ­δέ­α ποὺ ἀ­παν­τᾶ­ται καὶ στὸν Bor­ges. Ὡς πρὸς τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ τοῦ εἴ­δους θε­ω­ρεῖ τὴ σι­ω­πὴ —τὸ τί δὲ λέ­με— δο­μι­κὸ συ­στα­τι­κό του. Ἰ­δέ­α ποὺ ἐ­ξε­τά­ζει καὶ ὁ κρι­τι­κὸς Ary Ma­la­ver στὸ βι­βλί­ο του La brevedad como poética (ἔκδ. Micropolis, Lima 2019), μὲ μό­το τὴ φρά­ση τοῦ Οὐ­ρου­γουα­νοῦ μου­σι­κοῦ καὶ για­τροῦ Jor­ge Drex­ler: «Δὲν εἶ­ναι τὸ φῶς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει ση­μα­σί­α στὴν ἀ­λή­θεια, εἶ­ναι τὰ δώ­δε­κα δευ­τε­ρό­λε­πτα τοῦ σκο­τα­διού[17]». Ὁ Bra­sca στὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ κεί­με­να ἐν­το­πί­ζει[18] δια­ύγεια, ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα, ἔ­κλυ­ση ἐ­νέρ­γειας, πο­λυ­πλο­κό­τη­τα, λε­πτό­τη­τα καὶ πύ­κνω­ση, τὴν ὁ­ποί­α δι­α­κρί­νει ἀ­πὸ τὴ συμ­πύ­κνω­ση. Θε­ω­ρεῖ, δη­λα­δή, ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴ συμ­πύ­κνω­ση μί­ας με­γα­λύ­τε­ρης κι ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι τὸ τέ­λος κά­θε μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας φαί­νε­ται νὰ λαμ­βά­νει χώ­ρα στὸ μυα­λὸ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να στιγ­μια­ῖο ἄ­νοιγ­μα καὶ κλεί­σι­μο στὸ χρό­νο καὶ ἐ­πα­να­φο­ρὰ στὴν σκέ­ψη καὶ τὸ συ­ναί­σθη­μα, ὑ­πο­νο­ών­τας ὅ­τι ἡ φαν­τα­σί­α εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ ἑ­νώ­νει συγ­γρα­φέ­α – ἀ­να­γνώ­στη. «Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα ποὺ μὲ ἕ­να γύ­ρι­σμα τῆς φαν­τα­σί­ας νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ γί­νει κά­τι ἄλ­λο[19]» ἀ­πο­φάν­θη­κε ἀ­κρι­βῶς πρὶν ἕ­ναν αἰ­ώ­να ὁ W.C. Williams στὸ βι­βλί­ο του «Ko­ra in hell: impro­visa­tions» (The Four Seas Press, Boston, 1920). Ὅ­πως ἐ­πί­σης ὅ­τι «Φαν­τα­σί­α! Αὐ­τὴ εἶ­ναι τὸ σκου­λή­κι μέ­σα στὸ μῆ­λο».

       Στὸ πλαί­σιο τοῦ πα­ρα­δο­σια­κοῦ ἐγ­κι­βω­τι­σμοῦ ἡ ἀλ­λη­λου­χί­α ἱ­στο­ρι­ῶν, ὅ­πως στὴν «Ἀλληλουχία τῶν κήπων» τοῦ J. Cortázar, εἶ­ναι συ­νή­θης ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Προσ­δί­δει πύ­κνω­ση, βά­θος κι εὐ­νο­εῖ τὴν ἀν­τι­στρο­φὴ (στὸ πνεῦ­μα τοῦ G. Ba­che­lard) τῆς κοι­νῆς ἀν­τί­λη­ψης μι­κροῦ-με­γά­λου σὲ ἕ­να σύν­το­μο κεί­με­νο-κό­σμο ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ. Ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ[20] στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ θε­ω­ρεῖ­ται ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τῆς Lydia Davis μὲ τί­τλο «Happiest Moment», τὴν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νὰ με­τα­δι­η­γη­θεῖ κά­ποι­ος, κύ­ριο ζη­τού­με­νο στὸ εἶ­δος, πα­ρὰ τὴν πυ­κνό­τη­τα καὶ τὴ συν­το­μί­α της. Σὲ αὐ­τή, ἕ­νας κα­θη­γη­τὴς δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς ρω­τά­ει μιὰ μα­θή­τριά του ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ πιὸ ἀ­γα­πη­μέ­νη της ἱ­στο­ρί­α ποὺ ἔ­χει γρά­ψει κι ἐ­κεί­νη ἀ­παν­τά­ει ποι­ά εἶ­ναι ἡ πιὸ ἀ­γα­πη­μέ­νη της ἱ­στο­ρί­α ποὺ ἔ­χει δι­α­βά­σει: κά­πο­τε στὴν Κί­να ἕ­νας κα­θη­γη­τὴς ἀγ­γλι­κῶν ρώ­τη­σε τὸν μα­θη­τή του ποι­ά ἦ­ταν ἡ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη στιγ­μὴ στὴ ζω­ή του κι ἐ­κεῖ­νος, με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὴ σκέ­ψη, ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι κά­ποι­α φο­ρὰ εἶ­χε πά­ει ἡ γυ­ναί­κα του στὸ Πε­κί­νο καὶ εἶ­χε φά­ει πά­πια. Αὐ­τὴ ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς εἶ­χε μεί­νει ἀ­ξέ­χα­στη καὶ τοῦ τὴν ἀ­νέ­φε­ρε συ­χνά, ὁ­πό­τε ὁ Κι­νέ­ζος μα­θη­τὴς ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι ἡ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη στιγ­μὴ στὴ ζω­ή του ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο τὸ τα­ξί­δι τῆς γυ­ναί­κας του καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση τοῦ φα­γη­τοῦ τῆς πά­πιας.


Στὸ βι­βλίο τοῦ J. Cage ποὺ εἴ­δα­με πα­ρα­πά­νω ὑ­πεν­θυ­μί­ζε­ται συ­χνὰ ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι γε­μά­τη μυ­στι­κά, ἐκ­πλή­ξεις καὶ μι­κρὲς ἀ­πο­λαύ­σεις. Γρά­φει κά­που χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἡ ζω­ὴ ἀλ­λά­ζει. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τρό­πους μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους προ­σπα­θῶ νὰ ἀλ­λά­ξω τὴ δι­κή μου εἶ­ναι νὰ ἀ­παλ­λα­γῶ ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες μου γιὰ νὰ μὴν εἶ­μαι κου­φὸς καὶ τυ­φλὸς στὸν κό­σμο γύ­ρω μου. Ὅ­ταν ἀ­να­φέ­ρο­μαι στὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μου στὰ μα­νι­τά­ρια, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι μὲ ρω­τοῦν ἀ­μέ­σως ἂν ἔ­χω νι­ώ­σει πα­ραι­σθή­σεις. Ἀ­ναγ­κά­ζο­μαι νὰ τοὺς πῶ ὅ­τι εἶ­μαι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὀ­πι­σθο­δρο­μι­κός, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που­ρι­τα­νός, ὅ­τι ὅ­λο κι ὅ­λο ποὺ κά­νω εἶ­ναι νὰ κα­πνί­ζω σὰν φου­γά­ρο —πλέ­ον μὲ δύ­ο φίλ­τρα καὶ μὲ ἕ­να κου­πό­νι σὲ κά­θε πα­κέ­το— καὶ νὰ πί­νω κα­φὲ πρω­ί, με­ση­μέ­ρι, βρά­δυ. Θὰ ἔ­πι­να καὶ ἀλ­κο­ὸλ ἀλ­λὰ ἔ­κα­να τὸ λά­θος νὰ ἐ­πι­σκε­φτῶ ἕ­ναν για­τρὸ ποὺ τὸ ἀ­πα­γο­ρεύ­ει. Οἱ πα­ραι­σθή­σεις γιὰ τὶς ὁ­ποῖ­ες ἀ­κού­ω δὲ μὲ ἐν­δι­α­φέ­ρουν. Ὁ Ντὶκ Χίγ­κινς εἶ­πε ὅ­τι ἔ­φα­γε λί­γο ἀ­μα­νί­τη καὶ εἶ­δε ὁ­ρά­μα­τα μὲ λα­γούς. Ἡ Βα­λεν­τί­να Γου­ό­σον ἔ­φα­γε τὰ θε­ϊ­κὰ μα­νι­τά­ρια στὸ Με­ξι­κὸ καὶ φαν­τά­στη­κε ὅ­τι βρι­σκό­ταν στὶς Βερ­σαλ­λί­ες τὸν 18ο αἰ. ἀ­κού­γον­τας Μό­τσαρτ. Χω­ρὶς ἀ­πο­λύ­τως κα­μί­α δι­ε­γερ­τι­κὴ οὐ­σί­α, πέ­ραν τῆς κα­φε­ΐ­νης καὶ τῆς νι­κο­τί­νης, αὔ­ριο θὰ βρί­σκο­μαι στὸν Σὰν Φραν­σί­σκο ἀ­κού­γον­τας λί­γη ἀ­πὸ τὴ μου­σι­κή μου καὶ τὴν Κυ­ρια­κή, Θε­οῦ θέ­λον­τος, θὰ ξυ­πνή­σω στὴ Χα­βά­η μὲ πα­πά­γι­ες καὶ ἀ­να­νά­δες γιὰ πρω­ϊ­νό. Θὰ ὑ­πάρ­χουν λου­λού­δια ποὺ θὰ μο­σχο­βο­λοῦν, χρω­μα­τι­στὰ που­λιά, ἄν­θρω­ποι ποὺ θὰ κο­λυμ­ποῦν στὰ κύ­μα­τα, καὶ (σὲ πά­ω στοί­χη­μα πέν­τε σέν­τς) ἕ­να οὐ­ρά­νιο τό­ξο στὸν οὐ­ρα­νὸ ποὺ θὰ φα­νεῖ στὴ διά­ρκεια τῆς ἡ­μέ­ρας[21]».


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες Τὸ ραντε­βοῦ μου μὲ μιὰ Νεά­ντερ­ταλ, Μιὰ ἱστο­ρία γιὰ τὸ σῶ­μα καὶ Οἱ φω­νὲς τῆς σιω­πῆς τῶν David Ga­lef, Ro­bert Hass καὶ Κώ­­στα Ἀ­­ξε­­λοῦ, ἀν­τί­στοι­χα.


Τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Πορ­το­γα­λί­δας Teo­lin­da Ger­são Μιὰ ζα­κέ­τα ἀπὸ κόκ­κινη ἀ­λε­ποῦ.


Τὴ μου­σι­κὴ σύν­θε­ση μὲ τί­τλο The sound­maker τοῦ ντου­έ­του ἀ­κου­στι­κῆς κι­θά­ρας τῶν Με­ξι­κα­νῶν Rodri­go καὶ Gabri­ela.


Τὸ τρα­γού­δι Movi­mi­en­to τοῦ Jo­rge Drex­ler γιὰ τὸν στί­χο «Εἴ­μα­στε ζων­τα­νοὶ ἐ­πει­δὴ εἴ­μα­στε ἐν κι­νή­σει».


Τὴ σει­ρὰ ντο­κι­μαν­τὲρ Jun­gle My­ste­ry: Lost king­doms of the Ama­zon ποὺ ξε­κί­νη­σε τὸν Δε­κέμ­βριο 2020 στὸ channel 4 καὶ πε­ρι­η­γεῖ­ται στὴν πε­ρι­ο­χὴ καὶ τῶν πρό­σφα­των ἀ­να­κα­λύ­ψε­ων τῶν προ­ϊ­στο­ρι­κῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν στὴν Κο­λομ­βί­α.


[1]. Tῆς ἑται­ρείας Digizy­me’s Custom Ma­ya Mole­cu­lar Soft­ware Bio­logía Al In­stan­te, εἰ­δι­κῆς στὶς ἀ­πει­κονί­σεις μο­ρια­κῶν τοπί­ων.
[2]. Εὐχαρι­στοῦμε ἰδιαί­τε­ρα τὸν κ. Ἄκη Παπα­ντώνη, συγ­γρα­φέα καὶ καθη­γη­τὴ στὸ Πα­νε­­πι­στή­μιο τοῦ Göt­tin­gen, γιὰ τὴν ἐπιστη­μονι­κή του ἄπο­ψη σχε­τι­κὰ μὲ αὐ­τὸ τὸ θέ­μα.
[3]. Emily Dickin­son, Τὸ ἀνε­ξάν­τλητα Σημαῖ­νον. 91 Ποι­ήμα­τα, Ἐπιλογὴ – Μετά­φρα­ση – Πρό­­λο­γος Ἕλ­λη Συνο­δινοῦ, Ἐκ­δό­σεις Ἰδε­ό­γραμ­μα, Ἀθήνα 2006.
[4]. Μετάφραση δική μου.
[5]. Στὸ Pol­lastri La­ura, Los desa­fue­ros del colec­cio­nista: micro­rre­lato, an­tolo­gía y com­pila­ción, στὸ Cua­der­nos del CI­LHA – a. 11 n. 13 – 2010 (p.p.30-37).
[6]. Μετάφραση δική μου.
[7]. Μετάφραση δική μου.
[8]. Μετάφραση δική μου.
[9]. Μετάφραση δική μου.
[10]. Μετάφραση δική μου.
[11]. Μετάφραση δική μου.
[12]. Ἡ σχε­δί­αση τοῦ ἐξωφύλ­λου εἶ­ναι τῆς Dra­ga­na Ni­ko­lic ἀπὸ τὴ Σερ­βία.
[13]. Μετάφραση δική μου.
[14]. Μετάφραση δική μου.
[15]. Μετάφραση δική μου.
[16]. Στὸ Brasca Raúl, Mi poé­tica. Micro­fic­cio­nes, ἀπὸ τὸν συλλογικὸ τόμο A­na Ru­e­da (ed.), Mi­ni­fic­ción y na­no­fi­lo­lo­gía: lati­tu­des de la hiper­bre­ve­dad, ­Ibe­ro­ame­ri­cana, Ma­drid, 2017.
[17]. Μετάφραση δική μου.
[18]. ὅπ. παρ. Brasca Raúl, Mi poé­ti­ca. Micro­fic­cio­nes.
[19] . Μετάφραση δική μου.
[20]. Στὸ Gor­ham Sa­rah, The Edge Effect, E­­co­to­ne, Vo­lu­me 2, Num­ber 1, Fall/Win­ter 2006 (p.p. 99-111), U­niver­si­ty of North Ca­ro­li­na, Wil­ming­ton.
[21]. Μετάφραση δική μου.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#14: Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού (21-09-2020)

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.



		

	

Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#14]

 

Δή­μη­τρα Ι. Χρι­στο­δού­λου


Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: αγ­κουα­γκού


ΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ ε­πι­στρέ­φει σπί­τι του και πιά­νει τη γυ­ναί­κα του στα πρά­σα με έ­ναν σκί­ου­ρο στο κρε­βά­τι. Η γυ­ναί­κα του τρο­μαγ­μέ­νη τον κοι­τά­ζει πά­νω α­πό τα σκε­πά­σμα­τα, κα­λυμ­μέ­νη ώς τη μύ­τη. Το κε­φα­λά­κι του σκί­ου­ρου ί­σα που ξε­προ­βάλ­λει κι αυ­τό δί­πλα της. Οι δρά­στες φαί­νον­ται τό­σο γε­λοί­οι μα­ζί που εί­ναι α­δύ­να­το στον άν­τρα να συγ­κρα­τή­σει τον ε­αυ­τό του, ξε­σπά­ει σε γέ­λια. Όρ­θιος στην πόρ­τα κοι­τά­ζει τα σκόρ­πια ρού­χα της γυ­ναί­κας του στο πά­τω­μα, τους ξη­ρούς καρ­πούς ε­δώ κι ε­κεί και η κα­τά­στα­ση πο­λύ γρή­γο­ρα ε­ξε­λίσ­σε­ται σε κλαυ­σί­γε­λο. Ξαφ­νι­κά ο άν­τρας κο­κα­λώ­νει, χλω­μιά­ζει κι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται. Η γυ­ναί­κα κοι­τά­ζει έν­τρο­μη τον σκί­ου­ρο, πε­τά­γε­ται γυ­μνή α­πό το κρε­βά­τι και τρέ­χει έ­ξω α­πό το δω­μά­τιο, πί­σω α­πό τον άν­τρα της. Ο σκί­ου­ρος τι­νά­ζε­ται τρο­μαγ­μέ­νος κά­τω α­πό τα σκε­πά­σμα­τα. Α­κού­ει φω­νές, ουρ­λια­χτά και πη­δά­ει στο μα­ξι­λά­ρι, α­πό ε­κεί στο πά­τω­μα, αρ­πά­ζει μια χού­φτα καρ­πούς, σαλ­τά­ρει στο περ­βά­ζι του πα­ρα­θύ­ρου, στέ­κε­ται α­σά­λευ­τος για μια στιγ­μή, ή­συ­χος σα νε­κρός κι έ­πει­τα πη­δά­ει προς την έ­ξο­δο κιν­δύ­νου. Ε­κεί­νη α­κρι­βώς τη στιγ­μή η λε­πί­δα ε­νός τσε­κου­ριού καρ­φώ­νε­ται στο περ­βά­ζι. Ο σκί­ου­ρος τρυ­πώ­νει κι ε­ξα­φα­νί­ζε­ται μέ­σα σε έ­να κον­τι­νό κλα­δί, σκορ­πών­τας καρ­πούς παν­τού. «Ε­σύ και τα α­να­θε­μα­τι­σμέ­να σου κα­τοι­κί­δια!» ουρ­λιά­ζει ο άν­τρας στην κρε­βα­το­κά­μα­ρα α­νά­με­σα στα α­να­φι­λη­τά του. Ο σκί­ου­ρος κά­νει α­γώ­να δρό­μου α­πό δέν­τρο σε δέν­τρο μέ­χρι που α­πο­μα­κρύ­νε­ται. Κά­ποι­α στιγ­μή πι­ά­νε­ται ε­πι­τέ­λους α­πό κά­ποι­α κλα­διά στην κο­ρυ­φή ε­νός δέν­τρου για να πά­ρει α­νά­σα. Η μι­κρή του καρ­διά κον­τεύ­ει να σπά­σει. Φτά­νουν στα αυ­τιά του οι φω­νές α­πό το σπί­τι, η λε­πί­δα του τσε­κου­ριού λαμ­πυ­ρί­ζει καρ­φω­μέ­νη α­κό­μα στο πα­ρά­θυ­ρο. Λου­φά­ζει α­νά­με­σα στα φύλ­λα, κου­νών­τας την ου­ρά του πέ­ρα δώ­θε, και σκέ­φτε­ται, «Πώς στο δι­ά­ο­λο του ήρ­θε να με α­πο­κα­λέ­σει “κα­τοι­κί­διο”!»

       Αυ­τό εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[1] με τί­τλο Οι­κια­κή Φάρ­σα (Domestic Farce) του Barry Your­grau α­πό την πρώ­τη του συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ών A man jumps out of an air­plane (Ar­cade Pu­bli­shing, New York, 2017 [πρώ­τη έκ­δο­ση 1984]) που α­πο­τε­λεί ση­μεί­ο α­να­φο­ράς στο εί­δος. Ο Yourgrau, Α­με­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας και περ­φόρ­μερ, ό­πως έ­χου­με α­να­φέ­ρει και σε προη­γού­με­νο δελ­τίο, έ­χει γεν­νη­θεί στη Ν. Α­φρι­κή και ζει ε­δώ και δε­κα­ε­τί­ες α­νά­με­σα στη Νέ­α Υ­όρ­κη και την Κων­σταν­τι­νού­πο­λη.

       Η φρά­ση του βιρ­του­ό­ζου της βρε­τα­νι­κής χι­ου­μο­ρι­στι­κής λο­γο­τε­χνί­ας Jerome K. Jerome, α­πό τη συλ­λο­γή δο­κι­μί­ων του The Idle thou­ghts of an i­dle fel­low (1886), η ο­ποί­α α­να­γρά­φε­ται στις πρώ­τες σε­λί­δες της συλ­λο­γής του Yourgrau, δι­α­περ­νά ό­χι μό­νο το συ­νο­λι­κό έρ­γο του τε­λευ­ταί­ου, αλ­λά και πολ­λών καλ­λι­ερ­γη­τών της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, προ­δρό­μων και σύγ­χρο­νων: Οι σκέ­ψεις τις ο­ποί­ες εί­μα­στε ι­κα­νοί να συλ­λά­βου­με κα­θα­ρά εί­ναι οι πο­λύ μι­κρές… Ό­λες οι με­γα­λύ­τε­ρες σκέ­ψεις εί­ναι α­σύλ­λη­πτες και τε­ρά­στι­ες για τους παι­δι­κούς εγ­κε­φά­λους μας.

       Στη δι­ε­θνή λο­γο­τε­χνι­κή κρι­τι­κή το έρ­γο του κο­σμο­πο­λί­τη Your­grau συγ­κα­τα­λέ­γε­ται κά­που α­νά­με­σα στους Bre­ton, Ka­fka και Bor­ges. Κι­νεί­ται με ευ­ε­λι­ξί­α και χι­ού­μορ στη με­θό­ριο α­νά­με­σα σε ποί­η­ση, per­for­mance και πρό­ζα, αλ­λά α­πό τα πρώ­τα του βή­μα­τα πα­ρα­μέ­νει πι­στός στην α­φή­γη­ση ως κύ­ριο εκ­φρα­στι­κό του μέ­σο, ό­πως στο α­τα­ξι­νό­μη­το κεί­με­νό του με τί­τλο Apocrypha που συν­δι­α­λέ­γε­ται με την ι­στο­ρί­α του Μω­υ­σή. Δη­μο­σι­εύ­θη­κε ως πε­ζο­ποί­η­μα στο τεύ­χος του α­με­ρι­κα­νι­κού πε­ρι­ο­δι­κού Poetry τον Ι­ού­λιο του 1982[2], πριν συ­στα­θεί το ε­ρευ­νη­τι­κό πε­δί­ο της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, και συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συγ­κε­κρι­μέ­νη συλ­λο­γή. Η ι­στο­ρί­α έ­χει ως ε­ξής: έ­νας άν­τρας ψα­ρεύ­ει στην ε­ρη­μιά ό­ταν ξαφ­νι­κά βλέ­πει έ­να μω­ρό μέ­σα σε έ­να ψά­θι­νο κα­λά­θι να ε­πι­πλέ­ει α­κο­λου­θών­τας το ρεύ­μα του πο­τα­μού. Βου­τά­ει στο νε­ρό, πιά­νει το κα­λά­θι και δι­α­πι­στώ­νει ό­τι το μω­ρό εί­ναι κα­λά, τυ­λιγ­μέ­νο με χρυ­σο­ποί­κιλ­το πα­νί. Έκ­πλη­κτος κοι­τά­ζει γύ­ρω του, δεν υ­πάρ­χει ψυ­χή. Α­κουμ­πά­ει το κα­λά­θι με το μω­ρό στην ό­χθη και α­νε­βαί­νει ψη­λό­τε­ρα να ε­λέγ­ξει μή­πως υ­πάρ­χει κά­ποι­ος που το α­να­ζη­τά. Ξαφ­νι­κά έ­να δό­ρυ εκ­σφεν­δο­νί­ζε­ται α­πό το που­θε­νά, δι­α­περ­νά το κρα­νί­ο του και το σώ­μα του κα­τρα­κυ­λά στο πο­τά­μι. Τη στιγ­μή που το ρεύ­μα πα­ρα­σύ­ρει το ά­ψυ­χο σώ­μα του με το κον­τά­ρι να προ­ε­ξέ­χει σαν κα­τάρ­τι, το μω­ρό ξε­σπά­ει σε κλά­μα­τα κι έ­νας σκου­ρό­χρω­μος, σκυ­θρω­πός άν­τρας με λο­φί­ο στο κρά­νος του ξε­προ­βάλ­λει μέ­σα α­πό τους θά­μνους. Την ί­δια στιγ­μή η γυ­ναί­κα του, η ο­ποί­α δι­α­βά­ζει τη Βί­βλο της στο σπί­τι τους, βλέ­πει την ώ­ρα στο ρο­λό­ι του τοί­χου, κλεί­νει το βι­βλί­ο με κρό­το και σπεύ­δει να βά­λει το βρα­δι­νό τους στο φούρ­νο. Με­τα­νι­ώ­νει που εί­χε μπερ­δέ­ψει τις α­να­γνώ­σεις της κι αι­σθά­νε­ται έ­να κύ­μα δυ­σφο­ρί­ας ό­πως κοι­τά­ζει τον ά­δει­ο δρό­μο.


Η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των και μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ών της Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νής Stacy Hardy με τί­τλο Because the night (Pocko Editions, UK, 2015) α­πο­τε­λεί­ται α­πό εί­κο­σι μί­α ι­στο­ρί­ες, με συ­νο­δευ­τι­κό φω­το­γρα­φι­κό υ­λι­κό του Ι­τα­λού Mario Pischedda. Ο­κτώ α­πό αυ­τές θε­ω­ρούν­ται υ­πο­δειγ­μα­τι­κές μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες για τη δι­ε­θνή κρι­τι­κή, χά­ρη «στην ι­σχυ­ρή πύ­κνω­ση, την τα­χεί­α α­νά­κρου­ση και τον υ­ψη­λό βαθ­μό συ­νέρ­γειας συγ­γρα­φέ­α–α­να­γνώ­στη που ε­πι­τυγ­χά­νουν», σύμ­φω­να με την Liesl Jobson, επίσης γνωστή διεθνώς Νοτιοαφρικανή συγγραφέα μικρομυθοπλασίας.

       Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α με τί­τλο Kisula που πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συλ­λο­γή, η η­ρω­ί­δα φτά­νει στο μα­γα­ζί ό­που δι­α­σκε­δά­ζουν οι φί­λοι της. Πί­νουν α­πό ώ­ρα και συ­ζη­τούν πά­λι το φλέ­γον θέ­μα: πώς γί­νε­ται οι Black Consciousness[3] τύ­ποι να έ­χουν πάν­τα λευ­κές συν­τρό­φους. Ό­λα τα μά­τια στρέ­φον­ται μί­α ε­πά­νω της μί­α σε έ­ναν α­πό τους συν­δαι­τυ­μό­νες, τον Andile, και ξαφ­νι­κά πέ­φτει σι­ω­πή. Ξε­χά­στε το. Δεν εί­μαι το κο­ρί­τσι του α­πλώς πη­δι­ό­μα­στε πε­ρι­στα­σια­κά[4], τους λέ­ει και ό­λοι, πλην του Andile, ξε­σπούν σε γέ­λια. Με­τά α­πό λί­γο η η­ρω­ί­δα φεύ­γει χω­ρίς να πλη­ρώ­σει και παίρ­νει το δρό­μο για το σπί­τι της πε­ζή. Σκέ­φτε­ται το λυ­πη­μέ­νο πρό­σω­πο του Andile και ό­σο πε­ρι­φέ­ρε­ται στην πό­λη, δυ­σφο­ρεί με τη σκέ­ψη ό­τι δεν εί­ναι πα­ρά η α­νε­πι­θύ­μη­τη λευ­κή α­νά­με­σά τους. Ό­ταν μπαί­νει στο θυ­ρω­ρεί­ο του κτι­ρί­ου που βρί­σκε­ται το δι­α­μέ­ρι­σμά της πιά­νει κου­βέν­τα με τον Kisula, τον Κον­γκο­λέ­ζο φύ­λα­κα του κτι­ρί­ου και με­τα­νά­στη, ο ο­ποί­ος έ­χει αλ­λά­ξει το ό­νο­μά του σε Gary και εί­ναι κολ­λη­μέ­νος μπρο­στά στην ο­θό­νη της τη­λε­ό­ρα­σης. Πα­ρα­κο­λου­θεί ζων­τα­νά τον πο­δο­σφαι­ρι­κό α­γώ­να α­νά­με­σα στη Χι­λή και στην ο­μά­δα που υ­πο­στη­ρί­ζει, τη Γαλ­λί­α. Πώς γί­νε­ται να τους υ­πο­στη­ρί­ζεις με­τά α­πό ό­σα έ­κα­ναν στην πα­τρί­δα σου; τον ρω­τά­ει. Ο Kisula α­να­ση­κώ­νει τους ώ­μους. Έ­χουν κα­λύ­τε­ρη ο­μά­δα, κοί­τα, της λέ­ει και κρα­τά­ει την α­νά­σα του ό­πως κι ε­κα­τομ­μύ­ρια φί­λα­θλοι στον πλα­νή­τη ε­κεί­νη τη στιγ­μή. Έ­να κον­τι­νό πλά­νο α­κο­λου­θεί την μπά­λα που σκί­ζει τον α­έ­ρα και τα δί­χτυ­α του τέρ­μα­τος της Χι­λής. Η Γαλ­λί­α κερ­δί­ζει τον α­γώ­να. Το γή­πε­δο σεί­ε­ται, ο Kisula ε­κρή­γνυ­ται α­πό χα­ρά και η η­ρω­ί­δα σε κλά­σμα­τα δευ­τε­ρο­λέ­πτου βρί­σκε­ται να χο­ρεύ­ει και να ζη­τω­κραυ­γά­ζει μα­ζί του. Χο­ρεύ­ου­με και οι δύ­ο. Χο­ρεύ­ου­με και γε­λά­με σα να μοι­ρα­ζό­μα­στε κά­τι βα­θύ και α­λη­θι­νό και αι­ώ­νιο[5].

       Στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της συλ­λο­γής με τί­τλο Squirreling πα­ρα­κο­λου­θού­με μια σκη­νή αυ­να­νι­σμού ως λύ­τρω­ση α­πό το πά­θος της η­ρω­ί­δας για τον σύν­τρο­φό της, με τον ο­ποί­ο έ­χει μό­λις χω­ρί­σει. Η η­ρω­ί­δα πεν­θεί και αρ­χί­ζει στα­δια­κά να αυ­το­ε­ρε­θί­ζε­ται με δι­ά­φο­ρα αν­τι­κεί­με­νά του, τα ο­ποί­α βρί­σκον­ται δι­ά­σπαρ­τα γύ­ρω της. Λα­χτα­ρά­ει σαν α­χόρ­τα­γος σκί­ου­ρος να τα α­πο­θη­κεύ­σει και να τα φυ­λά­ξει μέ­σα της, α­κό­μα και την ο­δον­τό­βουρ­τσά του, να μην μεί­νει χώ­ρος για τα συ­ναι­σθή­μα­τά της. Σε αυ­τό το ση­μεί­ο του κει­μέ­νου κο­ρυ­φώ­νε­ται η διτ­τή αί­σθη­ση που προ­κα­λούν πολ­λά δείγ­μα­τα γρα­φής της Hardy: α­πό τη μια η χρή­ση μιας κο­φτε­ρής γλώσ­σας προ­κει­μέ­νου να δι­α­τυ­πω­θεί ευ­θαρ­σώς η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της γυ­ναι­κεί­ας ε­ρω­τι­κής ε­πι­θυ­μί­ας α­πό την αν­δρι­κή φαν­τα­σί­α που καλ­λι­έρ­γη­σε ο που­ρι­τα­νι­σμός στη δυ­τι­κή κουλ­τού­ρα προς μια ά­νευ ο­ρί­ων σω­μα­τι­κή κι ε­ρω­τι­κή ε­ξε­ρεύ­νη­ση. Α­πό την άλ­λη η α­νά­δει­ξη της α­σύλ­λη­πτης τα­χύ­τη­τας με την ο­ποί­α το μυα­λό μας μέ­σω της φαν­τα­σί­ας μπο­ρεί να δι­α­κτι­νι­στεί σε έ­να φαν­τα­σμα­γο­ρι­κό, σου­ρε­α­λι­στι­κό σύμ­παν. Εί­ναι το ση­μεί­ο στο ο­ποί­ο η η­ρω­ί­δα φαν­τά­ζε­ται την ο­δον­τό­βουρ­τσα του συν­τρό­φου της να με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε σκί­ου­ρο, να φω­λιά­ζει μέ­σα στη μή­τρα της α­νά­με­σα στους α­πο­θη­κευ­μέ­νους καρ­πούς του κι ε­κεί­νη να γεν­νά­ει έ­να στρα­τό χνου­δω­τά σκι­ου­ρά­κια. Για την η­ρω­ί­δα, έ­να τέ­τοι­ο γε­γο­νός, ως δί­δυ­μο α­πο­κύ­η­μα φαν­τα­σί­ας και α­πε­λευ­θέ­ρω­σης, εί­ναι ι­κα­νή να προ­κα­λέ­σει πα­νι­κό στην α­ποι­κί­α.

       Ι­δέ­α που α­παν­τά­ται συ­χνά στο έρ­γο της Hardy, για την ο­ποί­α η Α­φρι­κή μοιά­ζει με μη­χα­νή του χρό­νου: μπο­ρεί να δει κα­νείς ταυ­τό­χρο­να ει­κό­νες α­πό το πα­ρελ­θόν, το πα­ρόν και το μέλ­λον. Η Hardy δρα­στη­ρι­ο­ποι­εί­ται α­πο­τε­λε­σμα­τι­κά κα­τά του ρα­τσι­σμού, αρ­θρο­γρα­φεί ως δη­μο­σι­ο­γρά­φος και δι­δά­σκει στο Με­τα­πτυ­χια­κό Τμή­μα Δη­μι­ουρ­γι­κής Γρα­φής στο Rhodes U­ni­ver­si­ty. Στην πρό­σφα­τη με­λέ­τη του Peter Blair[6] για την άν­θη­ση της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στην Ν. Α­φρι­κή, η Hardy συγ­κα­τα­λέ­γε­ται α­νά­με­σα στις τρεις κο­ρυ­φαί­ες με­λέ­τες πε­ρί­πτω­σης, μα­ζί με τους (ε­πί­σης λευ­κούς) Tony Eprile και Michael Cawood Green και η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της Kisula α­να­λύ­ε­ται ως υ­πο­δειγ­μα­τι­κή.

       Η ι­στο­ρί­α Squirreling εί­ναι πο­λύ ι­δι­αί­τε­ρη. Μας πα­ρο­τρύ­νει να σκε­φτού­με έ­να κε­νό και την α­νάγ­κη να το γε­μί­σου­με; τη ρω­τούν σε μια α­πό τις συ­νεν­τεύ­ξεις της. Ε­πι­στρέ­φου­με στις μαύ­ρες τρύ­πες! α­παν­τά­ει η Hardy. Φταί­ει α­σφα­λώς ο κα­πι­τα­λι­σμός, η κα­τα­να­λω­τι­κή κοι­νω­νί­α…τα ο­ποί­α εί­ναι ε­χθροί της φαν­τα­σί­ας. Σε αυ­τή την ι­στο­ρί­α το θέ­μα μου εί­ναι ε­πί­σης ο­λό­κλη­ρη η κα­τα­σκευ­ή της «ε­νη­λι­κί­ω­σης», και οι συ­νέ­πει­ές της. Οι σκί­ου­ροι εί­ναι έ­να αν­τί­δο­το σε ό­λο αυ­τό – εί­ναι ό­λο ε­νέρ­γεια και ε­κλε­κτι­κοί και ζων­τα­νοί, ό­λο τρί­ζουν τα δόν­τια τους, τρε­μο­παί­ζουν τη φουν­τω­τή ου­ρά τους, εί­ναι ροζ και χνου­δω­τοί και φρε­νή­ρεις και η­λί­θιοι. Αλ­λά φυ­σι­κά οι τρύ­πες εί­ναι με­ρι­κές φο­ρές έ­ξο­δοι κιν­δύ­νου στις ι­στο­ρί­ες μου, θύ­ρες, λα­γού­μια, υ­πό­γεια τού­νελ, μυ­στι­κές δί­ο­δοι δι­α­φυ­γής.


Τον Α­πρί­λιο του 2020 ι­δρύ­θη­κε η πρώ­τη συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στις Η.Π.Α στο Harry Ransom Centre (ΗRC) του Πα­νε­πι­στη­μί­ου του Τέ­ξας στο Ό­στιν. Η συλ­λο­γή α­πο­τε­λεί­ται α­πό πε­ρί­που δι­α­κό­σια πε­νήν­τα σπά­νια βι­βλί­α και πε­ρι­ο­δι­κά και εί­ναι δω­ρε­ά πέν­τε Α­με­ρι­κα­νών συγ­γρα­φέ­ων και πα­νε­πι­στη­μια­κών που συ­νέ­βαλ­λαν στην α­να­γνώ­ρι­ση και δι­ά­δο­ση του εί­δους: T. Hazuka, T. L. Masih, P. Painter, R. Scotellaro, και R. Shapard. Μό­λις ο­λο­κλη­ρω­θεί η ψη­φι­ο­ποί­η­σή της θα εί­ναι ε­λεύ­θε­ρης πρό­σβα­σης δι­ε­θνώς. Στο HRC βρί­σκον­ται τα πρω­τό­λεια των Charlotte κι Emily Brontë, τα χει­ρό­γρα­φα του Gabriel García Márquez, το ση­μει­ω­μα­τά­ριο του Jack Kerouac, το ξύ­λι­νο κου­τί του Ε.Ε.Cummings, πρω­τό­τυ­πα έρ­γα της Frida Kahlo, αλ­λά και συλ­λο­γή χει­ρο­γρά­φων και προ­σω­πι­κών αν­τι­κει­μέ­νων του Edgar Allan Poe, ό­πως το γρα­φείο του.

       Το 2008 οι Άγ­γλοι κα­θη­γη­τές στο Chester University Peter Blair και Ashley Chantler ί­δρυ­σαν το πε­ρι­ο­δι­κό Flash: The International Short- Short Story Magazine

       Στο τ.9, Νο2 (Ο­κτώ­βριος 2016) πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του Μι­χά­λη Γκα­νά Δι­α­βά­ζει έ­να βι­βλί­ο[7] (She reads a book, μτφρ. Π. Νι­κο­λά­ου) και στο τ.10, Νο1 (Α­πρί­λιος 2017) η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Another night out της Ει­ρή­νης Ι­ω­άν­νου. Το 2015 ί­δρυ­σαν τις εκ­δό­σεις Flash: The international Short-Short Story Press, με πρώ­τη έκ­δο­ση τη συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας του David Swan με τί­τλο Stronger Faster Shorter: Flash Fictions. Σε αυ­τή εί­κο­σι πέν­τε μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες ε­ξε­ρευ­νούν την πο­ρεί­α ε­νη­λι­κί­ω­σης ε­νός α­γο­ριού τη δε­κα­ε­τί­α του ’70. Στην ο­μό­τι­τλη ι­στο­ρί­α ο ε­νή­λι­κος πια ή­ρω­ας, ο ο­ποί­ος δι­α­τη­ρεί την πο­λύ υ­ψη­λή συ­ναι­σθη­μα­τι­κή του νο­η­μο­σύ­νη, α­πο­φαί­νε­ται: Τα σώ­μα­τά μας εί­χαν δι­α­με­λι­στεί σε κα­τα­στρο­φι­κά α­τυ­χή­μα­τα ι­λιγ­γι­ώ­δους τα­χύ­τη­τας, κι έ­πει­τα ε­πα­να­συ­ναρ­μο­λο­γή­θη­καν α­πό ε­πι­στή­μο­νες που χρη­σι­μο­ποι­ού­σαν βι­ο­νι­κή τε­χνο­λο­γί­α[8]. Ε­δώ ο Swan α­να­φέ­ρε­ται στις ρα­γδαί­ες αλ­λα­γές που βι­ώ­νει ο μι­κρός ή­ρω­ας και στις ε­πι­πτώ­σεις τους στην ψυ­χο­σύν­θε­σή του. Αν και χρη­σι­μο­ποι­εί την ει­κό­να με­τα­φο­ρι­κά, τε­λι­κά θο­λώ­νει το ό­ριο α­νά­με­σα στο πραγ­μα­τι­κό και το φαν­τα­στι­κό, δε­δο­μέ­νου ό­τι σή­με­ρα δε φαί­νε­ται τό­σο ε­ξω­πραγ­μα­τι­κή.

       H Seaborne Library, η βι­βλι­ο­θή­κη του πα­νε­πι­στη­μί­ου Chester, δι­α­θέ­τει την πρώ­τη ορ­γα­νω­μέ­νη συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας δι­ε­θνώς, η ο­ποί­α εμ­πλου­τί­ζε­ται χά­ρη στη δρά­ση των με­λών της έ­νω­σης International Flash Fiction Association (IFFA) που ί­δρυ­σαν οι Blair και Chantler και εί­ναι α­κα­δη­μα­ϊ­κού χα­ρα­κτή­ρα, με ε­στί­α­ση στην αγ­γλο­σα­ξω­νι­κή βι­βλι­ο­γρα­φία.

       Την αλ­μα­τώ­δη ε­ξέ­λι­ξη στη δι­ε­θνή έ­ρευ­να και πα­ρα­γω­γή με ε­στί­α­ση σε Ω­κε­α­νί­α και Α­σί­α μπο­ρεί να πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νείς κα­τό­πιν α­να­ζή­τη­σης σε βι­βλι­ο­θή­κες πα­νε­πι­στη­μί­ων εδώ κι εδώ.


Η Α­νά­σα (Breath), το συν­το­μό­τε­ρο (1 λ.) θε­α­τρι­κό έρ­γο του Samuel Beckett, γρά­φτη­κε το 1969, εν­νιά χρό­νια με­τά το σε­νά­ριο του À bout de soufflé του Godard, σχε­δόν τέσ­σε­ρις αι­ώ­νες με­τά τη «με­λαγ­χο­λι­κή κω­μω­δί­α» του Shakespeare με τί­τλο Με το ί­­διο μέ­τρο (1604), στην ο­ποί­α ο δού­κας της Βι­έν­νης α­να­φέ­ρε­ται στο ε­φή­με­ρο της ζω­ής και στην α­νά­σα της τέ­χνης[9], κι έ­χει α­πο­τε­λέ­σει σπου­δή για πλή­θος καλ­λι­τε­χνών, ό­πως οι Alan Parson και Tim Burton. Ο Damien Hirst, το 2002, πο­λύ προ παν­δη­μί­ας Covid 19, στη δι­κή του υ­λο­ποί­η­ση της Α­νά­σας, εί­χε γε­μί­σει το χώ­ρο με νο­σο­κο­μεια­κά σκου­πί­δια, έ­ναν υ­πο­λο­γι­στή, έ­να πλη­κτρο­λό­γιο, ου­ρο­δο­χεί­α, λε­ρω­μέ­να σεν­τό­νια, μά­σκες, γάν­τια και στα τε­λευ­ταί­α δευ­τε­ρό­λε­πτα μό­λις που προ­λα­βαί­νου­με να δού­με μέ­σα σε έ­να γυ­ά­λι­νο τα­σά­κι δύ­ο γό­πες τσι­γά­ρου πλεγ­μέ­νες σε σχή­μα σβά­στι­κας. Η Α­νά­σα εί­ναι έ­να α­πό τα τα­χυ­δρά­μα­τα με θέ­μα τον έ­ρω­τα που ζή­τη­σε ο θρυ­λι­κός Βρε­τα­νός συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός θε­ά­τρου Kenneth Tynan α­πό δι­ά­φο­ρους σύγ­χρο­νούς του συγ­γρα­φείς (J. Feiffer, J. Lennon, E. O’Brien, J. Levy, S. Shepard και L. Melfi) με σκο­πό να τα συμ­πε­ρι­λά­βει στην πα­ρά­στα­σή του με τί­τλο Oh! Calcutta, χω­ρίς να α­πο­κα­λύ­πτε­ται το ό­νο­μα της/του δη­μι­ουρ­γού του. Λέ­γε­ται ό­τι ο Beckett έ­γρα­ψε την Α­νά­σα του σε μί­α καρτ πο­στάλ και την τα­χυ­δρό­μη­σε στον Tynan. Έ­γι­νε, ό­μως, έ­ξαλ­λος ό­ταν πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε ό­τι αν­τί των σκου­πι­δι­ών που έ­γρα­φε ο ί­διος ό­τι έ­πρε­πε να κα­τα­κλύ­ζουν τη σκη­νή, ο Tynan την εί­χε γε­μί­σει με γυ­μνά σώ­μα­τα και ό­τι, ε­πι­πλέ­ον, η πα­ρα­γω­γή α­πο­κά­λυ­ψε τε­λι­κά τη συμ­με­το­χή του. Πα­ρά τη φή­μη του δύ­στρο­που που πε­ρι­βάλ­λει τον Beckett, υ­πάρ­χει πάν­το­τε έ­να ί­χνος μαύ­ρου χι­ού­μορ. Και αν ζη­τή­σεις α­πό τον Beckett να σου γρά­ψει έ­να «ε­ρω­τι­κό σκε­τσά­κι», αυ­τό θα πά­ρεις, τη μα­ται­ό­τη­τα α­πό τη μή­τρα στον τά­φο σε έ­να λε­πτό[10].


Η Ε­σμε­ράλ­ντα α­νοί­γει τα μά­τια της. Το δω­μά­τιο εί­ναι ά­δει­ο. Δεν μπο­ρεί να θυ­μη­θεί πό­σο και­ρό εί­ναι μό­νη. Τη φα­γου­ρί­ζει το χέ­ρι της: φταί­ει το βλα­στά­ρι που φυ­τρώ­νει μέ­σα α­πό τον καρ­πό της. Η Ε­σμε­ράλ­ντα το πα­ρα­κο­λου­θεί να με­γα­λώ­νει και να βγά­ζει φύλ­λα. Τώ­ρα τη φα­γου­ρί­ζει και το πό­δι της, ο ώ­μος και το α­ρι­στε­ρό της μά­γου­λο. Κα­τα­πρά­σι­νοι μί­σχοι βλα­σταί­νουν α­πό μέ­σα τη­ς˙ φύλ­λα ξε­δι­πλώ­νον­ται χα­ϊ­δεύ­ον­τας το δέρ­μα της. Το πρώ­το λου­λού­δι αν­θί­ζει στο πρό­σω­πό της, τα ε­πό­με­να παν­τού στο σώ­μα της. Η Ε­σμε­ράλ­ντα χα­μο­γε­λά­ει και κλεί­νει τα μά­τια της. Ό­ταν τα ξα­να­νοί­γει δεν εί­ναι πια μό­νη. Βρί­σκε­ται γυ­ρι­σμέ­νη στο πλά­ι, ξα­πλω­μέ­νη ε­πά­νω σε φαρ­διά γό­να­τα. Αυ­τός έ­χει ε­πι­στρέ­ψει. Υ­πο­μο­νε­τι­κά, ξε­ρι­ζώ­νει α­γρι­ό­χορ­τα και βλα­στά­ρια, λου­λού­δια και φύλ­λα, ρά­βει τα δά­κρυ­α με με­τα­ξω­τό νή­μα. Γυ­ρί­ζον­τας τα μά­τια της, η Ε­σμε­ράλ­ντα μπο­ρεί να δει τη με­γά­λη βε­λό­να να μπαι­νο­βγαί­νει, να συρ­ρά­πτει τους δερ­μα­τι­κούς κρη­μνούς, να τρα­βά­ει και να σφίγ­γει. Στο πά­τω­μα, τα λου­λού­δια και τα φύλ­λα μα­ραί­νον­ται γρή­γο­ρα. Αυ­τός κό­βει το νή­μα, κά­νει έ­ναν σφι­χτό κόμ­πο, έ­πει­τα τα­κτο­ποι­εί την Ε­σμε­ράλ­ντα α­νά­με­σα στα μα­ξι­λά­ρια στη συ­νη­θι­σμέ­νη πο­λυ­θρό­να και βγαί­νει α­πό το δω­μά­τιο. Αυ­τή εί­ναι ο­λό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[11] της Ι­τα­λί­δας Emanuela Valentini, με τί­τλο Η αν­θι­σμέ­νη Ε­σμε­ράλ­ντα (Esmeralda in bloom), α­πό το α­φι­έ­ρω­μα του πε­ρι­ο­δι­κού World Without Borders στην ι­τα­λι­κή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία. Η τε­λευ­ταί­α πα­ρου­σιά­ζει με­γά­λη άν­θη­ση, ι­δι­αί­τε­ρα στο εί­δος της λο­γο­τε­χνίας του φα­ντα­στι­κού, πρω­το­πό­ρος της ο­ποί­ας υ­πήρ­ξε ο δη­μι­ουρ­γός του Άρ­χον­τα των δα­χτυ­λι­δι­ών, J. R. R. Tolkien (γεν­νη­μέ­νος στην πό­λη Bloemfontein της Ν. Α­φρι­κής το 1892).


Ο μι­κρός Γκάμ­πορ μοιά­ζει σαν ό­λα τα μω­ρά, έ­νας α­φρά­τος Βού­δας τα μά­τια του ο­ποί­ου γλι­στρούν α­πό ε­δώ κι α­πό ε­κεί και αυ­τό ε­πει­δή δεν έ­χει μά­θει το κόλ­πο να ε­στιά­ζει το βλέμ­μα του. Α­δυ­να­τεί α­κό­μα και να στη­ρί­ξει όρ­θιο το ί­διο του το κε­φά­λι για να κοι­τά­ξει τρι­γύ­ρω, ε­πο­μέ­νως δεν εί­ναι να κα­τη­γο­ρεί κα­νείς τους γο­νείς του που τον βλέ­πουν ως μί­α λευ­κή σε­λί­δα ε­πά­νω στην ο­ποί­α θα γρά­ψουν, με α­γά­πη, ό,τι γνω­ρί­ζουν για τον κό­σμο.

       Αλ­λά α­πό τη στιγ­μή που ά­νοι­ξε τα μά­τια του στον λαμ­πε­ρό α­έ­ρα, α­πό τη στιγ­μή που τα δά­χτυ­λά του έ­σφι­ξαν κα­τά τύ­χη το δά­χτυ­λο της μη­τέ­ρας του, έ­να ση­μεί­ο της κου­βέρ­τας του, ή την κό­χη της κού­νιας του, ο Γκάμ­πορ σκέ­φτε­ται. Ε­δώ εί­ναι η μύ­τη του σκύ­λου, έ­πει­τα δεν εί­ναι, έ­πει­τα εί­ναι ε­δώ ξα­νά. Φω­νές πά­νε κι έρ­χον­ται. Τα πρό­σω­πα εί­ναι πα­νο­μοι­ό­τυ­πα και δι­α­φο­ρε­τι­κά. Το φως δι­α­δέ­χε­ται το σκο­τά­δι. Το υ­γρό δι­α­δέ­χε­ται το στε­γνό. Θέ­λει γά­λα. Δε θέ­λει γά­λα. Έ­νας ή­χος κλά­μα­τος έρ­χε­ται α­πό κά­που, και τον ξαφ­νιά­ζει, κι έ­πει­τα έρ­χε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο κλά­μα. Συμ­πε­ραί­νει δι­ά­φο­ρα, κα­τα­νο­εί τι ση­μαί­νει Εί­ναι. Ε­πι­νο­εί μια γλώσ­σα που πε­ρι­έ­χει ό­λη του τη γνώ­ση. Οι προ­τά­σεις του εί­ναι ε­ξαι­ρε­τι­κά α­πο­τε­λε­σμα­τι­κές, κά­θε μί­α πε­ρι­έ­χει έ­να ο­λό­κλη­ρο κε­φά­λαι­ο της φι­λο­σο­φί­ας του. Αγ­κουα­γκού εί­ναι έ­να α­πό αυ­τά. Το πα­ρα­πά­νω εί­ναι το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[12] του Α­με­ρι­κα­νού Bruce Holland Rogers με τί­τλο Aglaglagl που συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη δι­ε­θνή αν­θο­λο­γί­α Flash Fiction International (2015). Ό­πως μπο­ρεί να φαν­τα­στεί κα­νείς, το βρέ­φος θα μά­θει πο­λύ γρή­γο­ρα τη γλώσ­σα των γο­νι­ών του και συ­νη­θί­ζον­τας τα ξυ­ρά­φια μιας τέ­τοι­ας γλώσ­σας, ο μι­κρός Γκάμ­πορ θα ξε­χά­σει σχε­δόν ό,τι γνώ­ρι­ζε κά­πο­τε με βε­βαι­ό­τη­τα.

 

Έ­να ζευ­γά­ρι κέν­ταυ­ροι α­πο­θαυ­μά­ζει το παι­δί του που χο­ρο­πη­δά­ει α­πό δω κι α­πό κει σε μια πα­ρα­λί­α της Με­σο­γεί­ου. Ο πα­τέ­ρας γυρ­νά­ει προς τη μά­να και τη ρω­τά­ει: Πρέ­πει ά­ρα­γε να του πού­με πως δεν εί­ναι πα­ρά έ­νας μύ­θος; Αυ­τή εί­ναι ο­λό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α[13] του Κώ­στα Α­ξε­λού με τί­τλο Πραγ­μα­τι­κό και Φα­ντα­στι­κό, μί­α α­πό τις πολ­λές του ι­δί­ου που πε­ρι­έ­χον­ται στο Ciudad Seva, ση­μαν­τι­κό α­πο­θε­τή­ριο του εί­δους δι­ε­θνώς, του Πορ­το­ρι­κα­νού συγ­γρα­φέ­α Luis López Nieves.

 

Θε­ω­ρη­τι­κές δι­α­κλα­δώ­σεις


Η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α φαί­νε­ται να θέ­τει πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­ρω­τή­μα­τα α­πό ό­σα α­παν­τά­ει, δι­α­τη­ρών­τας ά­σβη­στη τη libido sciendi. Σε αυ­τή τη δί­ψα για γνώ­ση προ­στέ­θη­κε και η ό­ρε­ξη για τα­χύ­τη­τα, ό­πως την συ­νέ­λα­βαν οι Marx, Weber, Darwin, Freud και Nietzsche, οι ο­ποί­οι αμ­φέ­βαλ­λαν, ε­πι­χεί­ρη­σαν νο­η­τι­κά άλ­μα­τα, ό­πως ο Γα­λι­λαί­ος πριν α­πό αυ­τούς, συ­νέ­θε­σαν και συμ­πύ­κνω­σαν ι­δέ­ες, ο­ρά­μα­τα και με­θό­δους και προ­σάρ­μο­σαν το χρό­νο σε νέ­ες τα­χύ­τη­τες με­τα­λαμ­πα­δεύ­ον­τάς μας τον στο­χα­σμό τους για να συ­νε­χί­σου­με την κούρ­σα. Συ­χνά αμ­φι­σβη­τού­σε ο Κ. Κα­στο­ρι­ά­δης την έν­νοι­α του αν­τα­γω­νι­σμού για πρω­το­πο­ρί­ες και νε­ω­τε­ρι­σμούς. Ό­μως αν το κα­λο­σκε­φτού­με, ε­νώ οι ύ­αι­νες γεν­νι­ούν­ται με τα μά­τια α­νοι­χτά, ε­μείς με το που ερ­χό­μα­στε στον κό­σμο συμ­με­τέ­χου­με ό­λοι α­κού­σια σε μια δι­α­νο­η­τι­κή σκυ­τα­λο­δρο­μί­α. Γι’ αυ­τό έ­χει ση­μα­σί­α τι κρα­τάς πά­νω σου ως ε­φό­διο μέ­χρι το τέρ­μα και τι βά­ρος πε­τάς και α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­σαι.

       Κά­πως έ­τσι λει­τουρ­γεί και η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Και στον Βολ­ταί­ρο εν­το­πί­ζε­ται ε­ναλ­λα­γή σκη­νών, έ­νας γρή­γο­ρος ρυθ­μός πρω­τό­γνω­ρος για τα δε­δο­μέ­να της ε­πο­χής του, αλ­λά αυ­τή η σβελ­τά­δα υ­πη­ρε­τεί την α­πλού­στευ­ση[14]. Αν­τί­θε­τα, η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της Hélene Cixous, με θέ­μα την α­πώ­λεια και τη μα­ται­ό­τη­τα και τί­τλο Quick Fiction: Death fiction, η ο­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη δη­μο­σί­ευ­ση της δι­ά­λε­ξης που έ­δω­σε το 2013 στον Κα­να­δά ο Άγ­γλος συγ­γρα­φέ­ας και κρι­τι­κός Nicholas Royle με τί­τλο Quick Fiction: Some Remarks on Writing Today, εί­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή. Αν και θε­ω­ρώ τον ό­ρο «quick fiction» που προ­τεί­νει για τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α α­νε­παρ­κή να προσ­δι­ο­ρί­σει την πρω­τε­ϊ­κή φύ­ση της, ο Royle εύ­στο­χα, α­φού πρώ­τα μας θυ­μί­ζει ό­τι α­κό­μα και στα σαιξ­πη­ρι­κά κεί­με­να έ­χου­με κά­ποι­ες φο­ρές την αί­σθη­ση ό­τι κυ­νη­γά­με τη σκέ­ψη του συγ­γρα­φέ­α, στο κεί­με­νο της Ciroux εν­το­πί­ζει δύ­ο κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας: πρώ­το, την τα­χύ­τη­τα με την ο­ποί­α κι­νεί­ται η α­φη­γη­μα­τι­κή πρά­ξη, με την Ciroux ει­δι­κά να κι­νεί­ται σε δι­α­φο­ρε­τι­κές τα­χύ­τη­τες ταυ­τό­χρο­να και να ε­πι­τα­χύ­νει. Δη­λα­δή, αλ­λι­ώς να τρέ­χει ο συλ­λο­γι­σμός της, αλ­λι­ώς το βλέμ­μα και η γλώσ­σα της και το ύ­φος της να ε­ναλ­λάσ­σε­ται α­νά­με­σα σε λυ­ρι­σμό –ρε­α­λι­σμό στην ε­λά­χι­στη κει­με­νι­κή έ­κτα­ση (γύ­ρω στις 250 λέ­ξεις στην αγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση της Peggy Kamuf). Δεύ­τε­ρο, το στρο­βο­σκο­πι­κό βλέμ­μα κα­τά Deleuze, το phantasmoneiric fleux κα­τά Derrida, μια ο­πτι­κή γω­νί­α που δεν εί­ναι πια γω­νί­α, τύ­που παν­το­γνώ­στη α­φη­γη­τή του Flaubert, ή του nouveau roman, αλ­λά φά­σμα˙ ού­τε μό­νο ο­πτι­κή, που δι­α­θλά­ται πα­ράλ­λη­λα και α­πό τη συ­νεί­δη­ση, αλ­λά κά­τι πο­λυ­πλο­κό­τε­ρο, το ο­ποί­ο δύ­σκο­λα α­να­λύ­ε­ται βά­σει της α­φη­γη­μα­τι­κής δι­ά­κρι­σης των Stanzel και Genette, ποι­ος βλέ­πει, ποι­ος μι­λά­ει. Κι αν ε­λέγ­ξει κα­νείς τη γλώσ­σα της, βά­σει των τρι­ών ε­πι­πέ­δων που δι­α­κρί­νει ο Barthes στο λο­γο­τε­χνι­κό κεί­με­νο, δη­λα­δή γλώσ­σα, ύ­φος, τό­πος, θα δει ό­τι η γλώσ­σα της εί­ναι α­πλή, λα­κω­νι­κή, σα­φής, αλ­λά πυ­κνή.

       Ση­μει­ω­τέ­ον, τις η­μέ­ρες ε­κεί­νες που της ζή­τη­σε ο Royle να γρά­ψει και να του πα­ρα­δώ­σει το κεί­με­νο εί­χε πε­θά­νει ο α­γα­πη­μέ­νος της φί­λος Carlos Fuentes. Και σε αυ­τό το ση­μεί­ο α­να­τρέ­χει κα­νείς ό­χι στο δεί­χνω, δε λέ­ω, του H. James, ού­τε στην πα­ρό­τρυν­ση του Χι­λια­νού ποι­η­τή Vicente Huidobro, κά­ν’­τε το τρι­αν­τά­φυλ­λο να αν­θί­σει στο ποί­η­μα, ού­τε καν στον Chekhov, ή στον Wittgenstein, αλ­λά κα­τευ­θεί­αν στον Kafka: Α­πό τη στιγ­μή που η γλώσ­σα εί­ναι ά­νυ­δρη κά­ν’­τη να δο­νη­θεί με μια πυ­κνό­τη­τα[15]. Για την ε­πί­τευ­ξη αυ­τής της πύ­κνω­σης τον δι­ευ­κό­λυ­νε και η σύν­τα­ξη της γερ­μα­νι­κής πρό­τα­σης, με το ρή­μα στο τέ­λος, ό­πως υ­πο­νο­εί και η Lydia Davis στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της Improving my German[16]. Πα­ρό­λα αυ­τά, ό­μως, δι­α­πι­στώ­νε­ται ό­τι με την πύ­κνω­ση ε­πι­τυγ­χά­νε­ται σε με­γά­λο βαθ­μό μί­α κί­νη­ση, ό­χι σα να πη­γαί­νει κα­νείς α­πό ση­μεί­ο σε ση­μεί­ο γραμ­μι­κά, ό­πως στις προ­φο­ρι­κές, σύν­το­μες δι­η­γή­σεις, ού­τε α­πό κο­ρυ­φή σε κο­ρυ­φή, ό­πως αρ­γό­τε­ρα στους μύ­θους, τις πα­ρα­βο­λές ή τις βι­νι­έ­τες, ού­τε σα να τρέ­χει στα τυ­φλά με κα­τεύ­θυν­ση προς τη σι­ω­πή α­κο­λου­θών­τας τους Foucault και Beckett, o πρώ­τος να ε­πι­μέ­νει να μά­θει ποι­ος μι­λά­ει στο κεί­με­νο, ο δεύ­τε­ρος να σφυ­ρί­ζει, μα τι ση­μα­σί­α έ­χει[17]. Ού­τε καν ό­πως στις αρ­χές του φαι­νο­μέ­νου της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, εν μέ­σω α­πο­δο­μι­σμού – με­τα­μον­τερ­νι­σμού, να λο­ξο­δρο­μεί και να χά­νε­ται πε­ρι­χα­ρής, αλ­λά σα να δι­α­κτι­νί­ζε­ται στο σύμ­παν και στο κέν­τρο της γης ταυ­τό­χρο­να και να ε­πι­στρέ­φει α­στρα­πια­ία στο αρ­χι­κό ση­μεί­ο. Α­κέ­ραι­ος.

       Ε­πο­μέ­νως, το ζή­τη­μα της τα­χύ­τη­τας στο εί­δος που α­πα­σχο­λεί τη δι­ε­θνή κρι­τι­κή, α­φο­ρά πρω­τί­στως τη συγ­γρα­φι­κή δι­α­δι­κα­σί­α της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας σή­με­ρα, το πώς κι­νεί­ται η σκέ­ψη της/του συγ­γρα­φέ­α και ε­πα­κό­λου­θα πώς ε­νερ­γο­ποι­εί και τη σκέ­ψη κα­τά την α­νά­γνω­ση, ό­χι τον χρό­νο της α­νά­γνω­σης, δι­ό­τι σε αυ­τόν κα­τα­γρά­φε­ται το πα­ρά­δο­ξο να προ­κα­λεί­ται στά­σις. Με­τά την προ­φα­νώς σύν­το­μη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Μπάρ­νες, του Βο­λι­βια­νού Edmundo Paz Soldán, την Kisula ή την Οι­κια­κή Φάρ­σα που εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, τα ο­ποί­α συ­νι­στούν έ­να υ­πο­δειγ­μα­τι­κό κεί­με­νο-κό­σμο το κα­θέ­να, δη­λα­δή έ­να α­πό­σταγ­μα α­φη­γη­μα­τι­κής μυ­θο­πλα­σί­ας[18] -α­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α-, και εί­ναι σχε­δόν α­δύ­να­το να γρα­φτούν γρή­γο­ρα, με μια α­νά­σα, δύ­σκο­λα συ­νε­χί­ζει κα­νείς την α­νά­γνω­ση άλ­λου κει­μέ­νου μό­λις τα δι­α­βά­σει. Στα πε­ρισ­σό­τε­ρα υ­πο­δειγ­μα­τι­κά κεί­με­να μέ­σα σε λί­γες γραμ­μές βλέ­πει κα­νείς να καλ­πά­ζουν φι­λο­σο­φι­κά corpus, ι­δε­ο­λο­γί­ες, κι­νή­μα­τα, η­θι­κοί κώ­δι­κες, κοι­νω­νι­κές πρα­κτι­κές, πο­λι­τι­σμι­κοί δεί­κτες, μια α­έ­να­η α­να­ζή­τη­ση ερ­μη­νεί­ας των πραγ­μά­των: η υ­πό­γεια δι­α­νο­η­τι­κή αρ­τη­ρί­α που μας ε­νώ­νει ό­λους.

       Αυ­τό το πυ­κνό α­πο­τέ­λε­σμα της α­φη­γη­μα­τι­κής πρά­ξης για τη δη­μι­ουρ­γί­α μιας α­πο­λαυ­στι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μοιά­ζει α­κό­μα δυ­σκο­λό­τε­ρο να ε­πι­τευ­χθεί α­πό μια γεν­νή­τρια πλο­κής, έ­να υ­πο­λο­γι­στι­κό πρό­γραμ­μα που χρη­σι­μο­ποι­εί­ται για την πα­ρα­γω­γή δι­η­γη­μά­των, ή μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ό­πως το φαν­τά­στη­κε ο Άγ­γλος συγ­γρα­φέ­ας Roald Dahl στο δι­ή­γη­μά του The Great Automatic Grammatizator (1953). Ποι­ος αλ­γό­ριθ­μος θα μπο­ρού­σε να α­πο­φα­σί­σει τι θα κρα­τή­σει και τι θα πα­ρα­λεί­ψει, να πα­ρά­ξει αυ­τό­μα­τα κεί­με­νο με τό­ση πύ­κνω­ση, χι­ού­μορ, ει­ρω­νεί­α, ή φαν­τα­σί­α – τον ε­πι­τα­χυν­τή της σκέ­ψης και του συ­ναι­σθή­μα­τος;


Στο ό­ρα­μα και τη φαν­τα­σί­α βα­σί­στη­καν ε­κα­τό μα­νι­φέ­στα καλ­λιτε­χνι­κών κι­νη­μά­των στη δι­άρ­κεια μό­νο του 20ου αι. Στο α­φι­έ­ρω­μα της Rachel Cordasco που α­να­φέ­ρε­ται πα­ρα­πά­νω, δι­α­πι­στώ­νε­ται άν­θη­ση γε­νι­κά της ι­τα­λι­κής λο­γο­τε­χνί­ας του φαν­τα­στι­κού, ό­σο οι συγ­γρα­φείς συ­νε­χί­ζουν να χρη­σι­μο­ποι­ούν τις λέ­ξεις για να ε­ξε­ρευ­νή­σουν πα­ρά­ξε­νους, νέ­ους κό­σμους[19], και ει­δι­κά της ι­τα­λι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, που προ­τεί­νει νέ­α μον­τέ­λα α­φή­γη­σης[20] με πολ­λούς συ­νε­χι­στές του Kafka[21], και ρο­πή προς το υ­πο­εί­δος του φαν­τα­στι­κού: what if (τι θα γι­νό­ταν ε­άν). Κα­τα­λυ­τι­κός ή­ταν ο ρό­λος του Primo Levi, ο ο­ποί­ος με­τά την κυ­κλο­φο­ρί­α της συλ­λο­γής δι­η­γη­μά­των του Storie naturali το 1967 έ­γρα­φε, Εί­μαι έ­να αμ­φί­βιο, έ­νας κέν­ταυ­ρος: μι­σός χη­μι­κός και μι­σός συγ­γρα­φέ­ας[22], για να α­παν­τή­σει στο ε­ρώ­τη­μα Τι εί­ναι η ζωή, και του Italo Calvino, ο ο­ποί­ος σκι­α­γρά­φη­σε το 1995 μια αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρί­α της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[23]. Κομ­βι­κή, ε­πο­μέ­νως, ή­ταν η δε­κα­ε­τί­α του ’60 και στην Ι­τα­λί­α, με την έ­κρη­ξη του πει­ρα­μα­τι­σμού και του γε­νε­α­λο­γι­κού υ­βρι­δι­σμού υ­πό την ε­πί­δρα­ση των νέ­ων τε­χνο­λο­γι­ών και της ε­κτε­τα­μέ­νης α­νά­μει­ξης της φι­λο­σο­φί­ας με τη λο­γο­τε­χνί­α. Την α­σί­γα­στη α­νάγ­κη για την κα­τα­νό­η­ση της θέ­σης του αν­θρώ­που στο σύμ­παν υ­πε­ρα­σπί­ζε­ται το ι­τα­λι­κό κί­νη­μα Connettivismo (Νexilism στην αγ­γλο­σα­ξω­νι­κή θε­ω­ρί­α), το ο­ποί­ο σύμ­φω­να με το μα­νι­φέ­στο του (2004), προ­σεγ­γί­ζει ο­λι­στι­κά το θέ­μα, με σύν­θε­ση ι­δε­ών, ό­πως α­πό τη συμ­βί­ω­ση της L. Margulis, ή α­πό τις θε­ω­ρί­ες των Latour (δί­κτυ­ο-δρά­στης) και DeLanda (θε­ω­ρί­α συ­ναρ­μο­λό­γη­σης). Το κί­νη­μα αυ­τό βα­σί­ζε­ται στο μα­νι­φέ­στο του Ι­τα­λι­κού Φου­του­ρι­σμού (1910) κι έ­χει συμ­βάλ­λει στη δι­ε­θνή προ­βο­λή της ι­τα­λι­κής fantascienza και micro fantascienza ση­μα­το­δο­τών­τας την ε­πι­κρά­τη­ση του υ­παρ­ξι­σμού (και του εξ­πρεσ­σι­ο­νι­σμού κα­τά πε­ρί­πτω­ση) ε­πί του ι­δε­α­λι­σμού. Ό­πως εί­δα­με πα­ρα­πά­νω, η Ε­σμε­ράλ­ντα α­να­πνέ­ει α­πό τα φύλ­λα, μας κα­λεί προ των ευ­θυ­νών μας για την πε­ρι­βαλ­λον­τι­κή κα­τα­στρο­φή και α­πευ­θύ­νε­ται σε έ­ναν κό­σμο που θε­ω­ρεί ως λο­γι­κή ε­ξέ­λι­ξη την α­νι­σό­τη­τα, την ε­πι­τή­ρη­ση, την τρο­μο­κρα­τί­α ή την πο­ρεί­α μας προς έ­ναν γε­νε­τι­κά με­ταλ­λαγ­μέ­νο homo sapiens σε αν­θρω­πό­μορ­φο ρομ­πότ.

       Ο ό­ρος fantascienza πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στην Ι­τα­λί­α τον Ο­κτώ­βριο του 1952, ό­ταν κυ­κλο­φό­ρη­σε το πε­ρι­ο­δι­κό Urania και σε αν­τί­θε­ση με τον ό­ρο science fiction δί­νει προ­βά­δι­σμα στη φαν­τα­σί­α και ό­χι στην ε­πι­στή­μη. Το εν­δι­α­φέ­ρον εί­ναι ό­τι ε­νώ θα πε­ρί­με­νε κα­νείς στην κλί­μα­κα της micro fantascienza η φαν­τα­σί­α να πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται λό­γω μι­κρής κει­με­νι­κής έ­κτα­σης, αν­τί­θε­τα α­πε­λευ­θε­ρώ­νε­ται και γι­γαν­τώ­νε­ται.

       Ο πί­να­κας του Umberto Boccioni, με τί­τλο Elasticity (1912), α­πει­κο­νί­ζει μια φαν­τα­σμα­γο­ρι­κή έ­κρη­ξη χρω­μά­των και σχη­μά­των. Σύμ­φω­να με τον Γερ­μα­νό θε­ω­ρη­τι­κό Thorsten Botz-Bornstein, ό­μως, συ­σχε­τί­ζε­ται με τις τρο­μο­κρα­τι­κές ε­νέρ­γει­ες του ISIS, κα­θώς για τους εξ­τρε­μι­στές ισ­λα­μι­στές οι ε­κρή­ξεις που προ­κα­λούν εί­ναι τό­σο ό­μορ­φες ό­σο το έρ­γο του Boccioni. Ο τε­λευ­ταί­ος, δι­α­κρί­θη­κε για τη δυ­να­μι­κό­τη­τα που εκ­πέμ­πουν τα έρ­γα του και ή­ταν έ­νας α­πό τους ση­μαν­τι­κό­τε­ρους θε­ω­ρη­τι­κούς του Ι­τα­λι­κού Φου­του­ρι­σμού. Στο μα­νι­φέ­στο τους οι λέ­ξεις βί­α, ι­σχύς, τα­χύ­τη­τα, ως σύμ­βο­λα της μον­τέρ­νας τε­χνο­λο­γί­ας, α­πο­τέ­λε­σαν το τρί­πτυ­χό τους. Το 1916 ο Boccioni, α­φού κα­τα­τά­χθη­κε στον στρα­τό, σκο­τώ­θη­κε κα­τά την εκ­παί­δευ­σή του στα τρι­αν­τα­τέσ­σε­ρά του χρό­νια α­πό πτώ­ση α­πό ά­λο­γο εν κι­νή­σει. Στην ι­στο­ρί­α του Boccioni, στην πο­λι­τι­κή αι­σθη­τι­κή των με­λών του ISIS, σε ό, τι μας κυ­νη­γά­ει και μας δι­χά­ζει, ί­σως δί­νει μί­α ε­ξή­γη­ση η συλ­λο­γή μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας του David Swan: Stronger Faster Shorter, ή α­νά­βει έ­να φως η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του Rogers, το Aglaglagl, το ο­ποί­ο σε δι­κή μου ε­λεύ­θε­ρη με­τά­φρα­ση ση­μαί­νει, αν α­να­θε­ω­ρή­σου­με;

 

προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης

 

Η ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Γι­ώρ­γου Πρε­βε­δου­ρά­κη, μι­κρά ο­νό­μα­τα, Πα­νο­πτι­κόν, 2020.

 

Η νου­βέ­λα του Χρή­στου Χρη­στί­δη, Γυ­μνός, Εκ­δό­σεις Εν­τευ­κτη­ρί­ου, 2020, απ’ ό­που η φρά­ση: το σά­βα­νο α­πό το σπάρ­γα­νο α­πέ­χει μια α­νά­σα.


Η συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των της Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νής Keletso Mopai If you keep digging, Black Bird, 2019.


Το σύν­το­μο δι­ή­γη­μα Salvatore του Somerset Maugham, το ο­ποί­ο δη­μο­σι­εύ­θη­κε το 1936 στο Cosmopolitan, α­π’ ό­που η φρά­ση: I wonder if I can do it.


Ο Γιά­ννης Γο­ρα­νί­της δια­βά­ζει έ­να α­πό­σπα­σμα α­πό Τα κο­σμο­κω­μι­κά (μτφρ. Α. Χρυ­σο­στο­μί­δης) του Italo Calvino στο α­φι­έ­ρω­μα α­να­γνώ­σε­ων κα­τά τη διά­ρκεια της κα­θο­λι­κής κα­ραν­τί­νας στην Ελ­λά­δα που ε­πι­με­λή­θη­κε ο Α­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης για το πε­ρι­ο­δι­κό Χάρ­της.


Δύ­ο γεν­νή­τρι­ες πλο­κής για ό­λα τα λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη, μί­α πα­λιό­τε­ρη και μια πιο πρό­σφα­τη (πη­γή: Jane Freedman).


To ι­στο­λό­γιο του Ι­τα­λού πε­ρι­βαλ­λον­τι­κού φω­το­γρά­φου Luca Locatelli.


To τρα­γού­δι του Paolo Conte, Via con me (Live at Montreux Jazz Festival, 2011).


Μί­α ει­κο­νι­κή ε­πί­σκε­ψη στο Museum of Broken Relationships, στο Ζάγ­κρεμπ (ά­γνω­στο ε­άν εκ­θέ­τει ο­δον­τό­βουρ­τσες).


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.


[1]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[2]. H Κου­βα­νέ­ζα Dolores M. Koch (1928-2009) ή­ταν η θε­ω­ρη­τι­κός που έ­θε­σε το 1981 το ε­ρευ­νη­τι­κό ε­ρώ­τη­μα για τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, με την ι­στο­ρι­κή α­να­κοί­νω­σή της στο XX Congreso del Instituto Internacional de Literatura Iberoamericana, το ο­ποί­ο δι­ε­ξή­χθη στο Τέ­ξας.
[3]. Ό­ρος που εμ­φα­νί­στη­κε στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του­’­60, στο πλαί­σιο της αν­τι-α­παρ­τχά­ιντ κι­νη­το­ποί­η­σης και φι­λο­σο­φί­ας, δι­α­τη­ρή­θη­κε στη με­τά-α­παρ­τχά­ιντ ε­πο­χή κι ε­ξα­κο­λου­θεί να χρη­σι­μο­ποι­εί­ται μέ­χρι σή­με­ρα, συ­νή­θως με τα αρ­χι­κά BC. Α­να­φέ­ρε­ται στην ε­πα­να­εν­νοι­ο­λό­γη­ση της συ­νεί­δη­σης της φυ­λε­τι­κής ταυ­τό­τη­τας των γη­γε­νών Νο­τιο-α­φρι­κα­νών και της ε­νί­σχυ­σής της με την πραγ­μα­τι­κή α­νά­κτη­ση των αν­θρω­πί­νων δι­και­ω­μά­των τους.
[4]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[5]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[6]. Blair Peter, Hyper-compressions: The ri­se of flash fi­ction in “post-transi­tio­nal” South A­frica, The Jour­nal of Common­wealth Li­te­ratu­re, 2020, Vol.55 (I), p.p. 38-60, ©The Author (s) 2018.
[7]. Γκα­νάς Μι­χά­λης, Γυ­ναι­κών, μι­κρές και πο­λύ μι­κρές ι­στο­ρί­ες, Με­λά­νι, Α­θή­να, 2010.
[8]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[9]. Motte Warren, Small Worlds, M­ini­malism in Contem­pora­ry French Li­te­rature, University of Nebraska Press, 1999.
[10]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου, α­πό το άρ­θρο του Ted Mills στο ο­ποί­ο πα­ρα­πέμ­πω πα­ρα­πά­νω για την Α­νά­σα.
[11]. Με­τά­φρα­ση α­πό τα ι­τα­λι­κά στα αγ­γλι­κά: Sarah Jane Webb. Με­τά­φρα­ση α­πό τα αγ­γλι­κά δι­κή μου.
[12]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[13]. Α­ξε­λός Κώ­στας, Φι­λο-σο­φι­κά Αν-έκ­δο­τα, μτφρ. Θω­μάς Σκά­σης (πε­ρι­ο­δι­κό Ἡ λέ­ξη τ. 34, Μά­ι­ος 1984).
[14]. Auerbach Erich, Μί­μη­σις, μτφρ. Λ. Α­να­γνώ­στου, ΜΙΕΤ, Α­θή­να, 2005.
[15]. Deleuze Gills & Guattari Félix, Kafka –Toward a minor Literature, translated by D. Polan, University of Minnesota, 1986.
[16]. Αυ­τή εί­ναι ο­λό­κλη­ρη η μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: Improving my German. All my life I have been try­ing to im­prove my Ger­man. At last my German is better—but now I am old and ill and don’t have long to li­ve. Soon I will be dead, with bet­ter Ger­man. The Paris Review, issue 234, Fall 2020.
[17]. Τζι­ό­βας Δη­μή­τρης, Με­τά την αι­σθη­τι­κή, Θε­ω­ρη­τι­κέ δο­κι­μές και ερ­μη­νευ­τι­κές α­να­γνώ­σεις της νε­ο­ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας, Ο­δυσ­σέ­ας, 2003.
[18]. Η Slommith Rimmon – Kennan, σύμ­φω­νη με τη δο­μι­κή α­φη­γη­μα­τι­κή θε­ω­ρί­α του Gérard Genette, ο­ρί­ζει την α­φη­γη­μα­τι­κή μυ­θο­πλα­σί­α ως α­φή­γη­ση μιας σει­ράς φαν­τα­στι­κών γε­γο­νό­των —κά­τι συμ­βαί­νει που μπο­ρεί να ει­πω­θεί με έ­να ρή­μα ή με το ό­νο­μα μιας πρά­ξης και ό­ταν συμ­βαί­νει κά­τι αλ­λά­ζει α­πό μί­α κα­τά­στα­ση σε μί­α άλ­λη— που τη δι­α­φο­ρο­ποι­εί α­πό άλ­λα λο­γο­τε­χνι­κά εί­δη, ό­πως τη λυ­ρι­κή ποί­η­ση ή τον πε­ρι­γρα­φι­κό πε­ζό λό­γο. Στο Rimmon-Kenan Shlomith, Narrative Fiction, Contemporary Poetics, 2nd edit., Routledge, New York, 2002.
[19]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[20]. Contadini Luigi, Le sug­gestio­ni del mi­cror­rela­to, στο Le For­me Del Nar­ra­re: Nel Tem­po e Tra i Gene­ri, vol. 2 Uni­ver­sitá degli Studi di Trento, 2016.
[21]. Ziolkowski, Saskia E­lizabeth, Kafka’s I­ta­li­an Pro­ge­ny, Uni­ver­sity of To­ro­nto Press, To­ro­nto 2020
[22]. Cassata Francesco, Fan­ta­scien­za? Scie­nce Fi­ction?, Eina­udi, σει­ρά Le­zio­ni Pri­mo Le­vi, To­rino, 2016 κι εδώ.
[23]. Στο Fra­ti­cel­li Bar­ba­ra, Ita­lia: Po­éti­cas de lo mí­ni­mo en el pa­nora­ma con­tempo­rá­neo, α­πό τον συλ­λο­γι­κό τό­μο Ana Ru­eda (ed.), Mini­fic­ción y nano­filo­lo­gía: la­titu­des de la hiper­bre­ve­dad, Ibe­roa­meri­cana, Ma­drid, 2017.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#13: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς (01-06-2020)

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#13]

 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: φῶς

 

ΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ νὰ σὲ πε­ρι­γρά­ψω σὲ κά­ποι­ον τὶς προ­άλ­λες. Δὲ μοιά­ζεις μὲ κα­νέ­να κο­ρί­τσι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­χω γνω­ρί­σει. Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πῶ: «Λοι­πόν, εἶ­ναι φτυ­στὴ ἡ Τζέ­ιν Φόν­τα, μό­νο ποὺ εἶ­ναι κοκ­κι­νο­μάλ­λα, μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ στό­μα καὶ φυ­σι­κὰ δὲν εἶ­ναι ἀ­στέ­ρι τοῦ σι­νε­μά. Δὲ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ πῶ αὐ­τὸ ἐ­πει­δὴ δὲ μοιά­ζεις σὲ τί­πο­τα μὲ τὴν Τζέ­ιν Φόν­τα[1]. Ἔ­τσι ξε­κι­νά­ει ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «I was try­ing to de­scri­be you to so­me­one», τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Richard Brautigan, ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη πε­ζο­γρα­φι­κὴ συλ­λο­γή του Reve­nge of the Lawn, Sto­ries 1962-1970, μὲ ἑ­ξήν­τα δύ­ο σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες, ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1971 (N.York: Simon and Schuster) καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ εἴ­δους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Ὁ ἥ­ρω­ας στὴν προ­σπά­θειά του νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του θυ­μᾶ­ται τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ἦ­ταν γύ­ρω στὰ ἑ­πτά, τὸ 1940-41. Στὴ γε­νέ­τει­ρά του, στὴν Τα­κό­μα τῆς πο­λι­τεί­ας τῆς Οὐ­ά­σιν­γκτον, εἶ­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει μιὰ ται­νί­α ἠ­θι­κο­πλα­στι­κοῦ, προ­πα­γαν­δι­στι­κοῦ σκο­ποῦ ἀ­πὸ αὐ­τὲς ποὺ πρό­βα­λαν συ­χνὰ στὰ παι­διὰ καὶ τοὺς νέ­ους κα­τὰ τὶς δε­κα­ε­τί­ες ’30-‘40, με­τὰ τὴ Με­γά­λη Ὕ­φε­ση καὶ στὸ πνεῦ­μα τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ New Deal. Στὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη ται­νί­α το­νι­ζό­ταν ἡ δυ­σκο­λί­α δι­α­βί­ω­σης τῶν Ἀ­με­ρι­κα­νῶν ἀ­γρο­τῶν χω­ρὶς ἠ­λε­κτρι­σμό, το­στι­έ­ρες, πλυν­τή­ρια καὶ ἄλ­λες ἠ­λε­κτρι­κὲς συ­σκευ­ές. Ἔ­δει­χνε τὰ φα­νά­ρια ποὺ ἀ­νά­βαν τὰ βρά­δια γιὰ νὰ δι­α­βά­σουν καὶ ὑ­πο­γράμ­μι­ζε τὸ πό­σο ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἦ­ταν χω­ρὶς ρα­δι­ό­φω­νο. Ἡ ἀ­φή­γη­ση ἑ­στί­α­ζε στὸ πό­σο θὰ ἄλ­λα­ζε ἡ ζω­ή τους μὲ τὴν ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ἠ­λε­κτρο­φό­ρου δι­κτύ­ου καὶ μὲ τὸ πά­τη­μα ἑ­νὸς δι­α­κό­πτη, κα­θὼς θὰ γέ­μι­ζε στα­δια­κὰ ἡ ἀ­χα­νὴς Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ἤ­πει­ρος μὲ ξύ­λι­νους στύ­λους καὶ πυ­λῶ­νες. Ὁ δὲ ἠ­λε­κτρι­σμὸς πα­ρου­σι­α­ζό­ταν στὴν ται­νί­α σὰν νε­α­ρὸς Ἕλ­λη­νας θε­ὸς ποὺ με­τέ­φε­ρε φῶς στὸν κά­θε ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο ἀ­γρό­τη γλυ­τώ­νον­τάς τον ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι. Ἡ ἀν­τί­θε­ση τῶν εἰ­κό­νων τοῦ πρὶν καὶ τοῦ με­τὰ εἶ­χε κα­θο­ρι­στι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση στὸν ἥ­ρω­α. Ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὀ­νει­ρευ­ό­ταν τὸν ἠ­λε­κτρι­σμὸ νὰ φτά­νει σὲ κά­θε γω­νιὰ τῆς γῆς.

       Ἔ­τσι σὲ βλέ­πω, κα­τα­λή­γει ἡ ἱ­στο­ρί­α, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα ἔγ­κει­ται στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι πα­ρὰ τὴ συν­το­μί­α της, ἡ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ δο­μή της ἐ­κτεί­νε­ται ἐ­ξω­κει­με­νι­κὰ σὲ ἕ­να πυ­κνὸ πλέγ­μα ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν εἰ­κό­νων, πο­λι­τι­σμι­κῶν δει­κτῶν καὶ συγ­κει­μέ­νων. Πα­ράλ­λη­λα, ὅ­μως, πέ­ρα ἀ­πὸ τὸ σχε­τι­κὸ θέ­μα της, ἐκ­πέμ­πει ἕ­να ἐ­σω­τε­ρι­κὸ φῶς. Εἶ­ναι σα­φὴς καὶ ἀ­κρι­βὴς ὡς πρὸς τὴν κα­τα­νό­η­ση καὶ ἀ­πό­δο­ση τῶν νο­η­μά­των, εὔ­γλωτ­τη καὶ δὲν κρύ­βει τί­πο­τα, πα­ρό­τι εἶ­ναι δι­α­κει­με­νι­κὴ καὶ πο­λυ­ε­πί­πε­δη ὡς πρὸς τὰ ἐ­πί­πε­δα ἀ­νά­γνω­σης (ἰ­δε­ο­λο­γι­κό, πο­λι­τι­κό, πο­λι­τι­σμι­κό, λο­γο­τε­χνι­κό, ἀ­φη­γη­μα­τι­κό, κ.ἄ.). Ἐ­πι­πλέ­ον, ἡ ἀ­πο­δέ­κτης αὐ­τῆς τῆς πρω­τό­τυ­πης ἐ­ρω­τι­κῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης εἶ­ναι ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νη, ἄ­φαν­τη στὸ κεί­με­νο, ἀλ­λὰ συ­νε­χῶς πα­ροῦ­σα. Σὰ μιὰ δι­α­χρο­νι­κὴ ἰ­δέ­α, τὴν ὁ­ποί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἐ­ρω­τευ­μέ­νος ἄν­θρω­πος γιὰ τὸ πῶς βλέ­πει τὸ ἄ­το­μο ποὺ ἀ­γα­πά­ει.


Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Lights» τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Stuart Dybek, γνω­στοῦ ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους, ἡ ἀ­φή­γη­ση ἑ­στιά­ζει σὲ πα­ρέ­ες νε­α­ρῶν σὲ κά­ποι­ο προ­ά­στιο μιᾶς ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς πό­λης ποὺ στέ­κον­ταν σὲ ἀ­πό­με­ρες γω­νί­ες χα­ζεύ­ον­τας τὰ δι­ερ­χό­με­να αὐ­το­κί­νη­τα ἀ­πὸ τοὺς δρό­μους τῆς γει­το­νιᾶς τους. Ὅ­πο­τε ἔ­βλε­παν κά­ποι­ο αὐ­το­κί­νη­το νὰ περ­νά­ει μὲ σβη­στὰ φῶ­τα φώ­να­ζαν ἐν χο­ρῷ: Φῶ­τα! Καὶ δὲ στα­μα­τοῦ­σαν μέ­χρι νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ὁ ὁ­δη­γός, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἴ­τε τοὺς εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε μὲ ἕ­να ρυθ­μι­κὸ κορ­νά­ρι­σμα ἢ κρυ­βό­ταν πί­σω ἀ­πὸ τὸ τι­μό­νι του μέ­χρι νὰ ἀ­πο­μα­κρυν­θεῖ γιὰ νὰ ἀ­νά­ψει τὰ φῶ­τα του. Ἐ­νί­ο­τε, ὅ­μως, με­θυ­σμέ­νοι, πει­σμα­τά­ρη­δες, ἢ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμέ­νοι ὁ­δη­γοὶ συ­νέ­χι­ζαν νὰ ὁ­δη­γοῦν χω­ρὶς φῶ­τα πα­ρὰ τὶς φω­νὲς τῶν νε­α­ρῶν. Τό­τε, κα­τὰ μῆ­κος τοῦ δρό­μου ξε­πε­τά­γον­ταν σὰν πυ­γο­λαμ­πί­δες κι ἄλ­λες φω­νὲς ἀ­πὸ κα­τώ­φλια σπι­τι­ῶν, εἰ­σό­δους κα­τα­στη­μά­των καὶ ἄλ­λες γω­νί­ες ποὺ φώ­να­ζαν Φῶ­τα! Τὰ φῶ­τα σου! Ἔ,ἔ,ἔ, φῶ­τα!


Ὁ ἥ­ρω­ας στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Βρε­τα­νοῦ Tim Craig μὲ τί­τλο «Northern Lights»[2] τα­ξί­δευ­ε ἕ­να βρά­δυ μὲ ὠ­το­στὸπ πρὸς τὰ βό­ρεια τῆς Ἀγ­γλί­ας. Ἀ­πὸ τὸ σκιά­διο τοῦ φορ­τη­γα­τζῆ ποὺ τὸν με­τέ­φε­ρε κρε­μό­ταν ἕ­να δόν­τι μὲ χρυ­σὸ σφρά­γι­σμα ποὺ λαμ­πύ­ρι­ζε κά­θε φο­ρᾶ ποὺ περ­νοῦ­σαν κά­τω ἀ­πὸ φω­τει­νοὺς κόμ­βους. Ὁ ἥ­ρω­ας τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σε σι­ω­πη­λός. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ὁ φορ­τη­γα­τζὴς ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ἀ­πο­λο­γη­θεῖ: Ἦ­ταν τοῦ πα­τέ­ρα μου. Τὸ μό­νο χρυ­σὸ ποὺ πῆ­ρα πο­τὲ ἀ­πὸ αὐ­τόν, εἶ­πε. Αὐ­τὸς χτύ­πη­σε τὴ μη­τέ­ρα μου, ἐ­γὼ χτύ­πη­σα αὐ­τόν. Ἔ­φυ­γε. Δὲν τὸν ξα­να­εῖ­δα. Ἤ­μουν δε­κα­ε­πτά, συ­νέ­χι­σε. Ὁ ἥ­ρω­ας γύ­ρι­σε καὶ τὸν κοί­τα­ξε. Βρῆ­κα τὸ δόν­τι δυ­ὸ μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα. Εἶ­χε προ­σγει­ω­θεῖ σὲ μιὰ γλά­στρα καὶ σκέ­φτη­κα νὰ τὸ πά­ρω μα­ζί μου σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ φύ­τρω­νε ἀ­κό­μα ἕ­νας ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νος κω­λο­γε­ρὸς ἀ­πὸ αὐ­τό[3], κα­τέ­λη­ξε ὁ φορ­τη­γα­τζὴς καὶ γέ­λα­σε. Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ ἥ­ρω­ας δι­έ­κρι­νε ἕ­να λαμ­πύ­ρι­σμα ἀ­πὸ χρυ­σὸ στὸ σκο­τει­νὸ στό­μα τοῦ ὁ­δη­γοῦ. Δὲν ξα­να­μί­λη­σαν ὥ­σπου ἔ­φτα­σαν σὲ ἕ­να σταθ­μὸ ἀ­νε­φο­δια­σμοῦ. Ὁ ἥ­ρω­ας ἀ­πο­βι­βά­στη­κε καὶ πα­ρέ­μει­νε ἀρ­κε­τὴ ὥ­ρα στὴ γέ­φυ­ρα τοῦ σταθ­μοῦ νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ τὰ φῶ­τα τῶν δι­ερ­χο­μέ­νων ὀ­χη­μά­των.


Ἡ Βρε­τα­νί­δα An­gela Car­ter, ἡ ὁ­ποί­α θαύ­μα­ζε τὸν Edgar Allan Poe, ἀ­πο­τέ­λε­σε καὶ ἡ ἴ­δια ση­μαν­τι­κὴ ἐκ­πρό­σω­πο τοῦ εἴ­δους[4]. Κον­τὰ στὸ πνεῦμα τῆς Carter, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ De­nis John­son (μα­θη­τῆ τοῦ Ray­mond Car­ver) κι­νεῖ­ται ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα Kim­ber­ly King Par­sons. Στὴν πρώ­τη συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των της μὲ τί­τλο Black Lights (Vintage, 2019) ἡ Parsons δι­η­γεῖ­ται ἱ­στο­ρί­ες ἐ­φή­βων κι ἐ­νη­λί­κων ἀ­πὸ τὴ γε­νέ­τει­ρά της, τὸ Τέ­ξας, ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦν τὸ φῶς στὴ ζω­ή τους. Τε­λει­ο­ποι­εῖ τὶς ἀφη­γημα­τικές τεχνι­κὲς ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ στὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες της ποὺ ἔ­χουν δι­α­κρι­θεῖ καὶ συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ δι­ε­θνεῖς ἀν­θο­λο­γί­ες τοῦ εἴ­δους: λα­κω­νι­κό­τη­τα, ἀ­κρί­βεια καὶ καυ­στι­κὸ χι­οῦ­μορ ὡς ἀν­τί­δο­το στὸν ὠ­μὸ ρε­α­λι­σμό της (στὰ ὅ­ρια τοῦ να­του­ρα­λι­σμοῦ). Οἱ συ­νή­θως ἀ­νώ­νυ­μοι, κα­θη­με­ρι­νοὶ ἥ­ρω­ές της φλέ­γον­ται ἀ­πὸ πά­θη καὶ ὀρ­γὴ καὶ ἡ Parsons φω­τί­ζει μὲ τοὺς εὔ­στο­χους τί­τλους της καὶ τὸν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὸ προ­βο­λέ­α της ὀ­δυ­νη­ρὲς ἐ­φη­βι­κὲς φι­λί­ες καὶ κα­τα­δι­κα­σμέ­νες ἐ­ρω­τι­κὲς σχέ­σεις.

       Ὅ,τι ­ξί­ζει νὰ συμ­βεῖ, συμ­βαί­νει στὰ σκο­τει­νὰ δά­ση. του­λά­χι­στον ­τσι μοῦ λέ­ει κό­ρη μου, γρά­φει ἡ Parsons στὴν ἀρ­χὴ τοῦ δι­η­γή­μα­τος «Foxes» στὴ συλ­λο­γή. Ὑ­φο­λο­γι­κὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα φαί­νε­ται νὰ συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὸ «La Petite Roque»  (1886) τοῦ Guy de Mau­pas­sant, ποὺ δι­η­γεῖ­ται τὴ δο­λο­φο­νί­α τῆς ἔ­φη­βης Louise ποὺ βρέ­θη­κε ἡ­μί­γυ­μνη ἀ­πὸ τὸν τα­χυ­δρό­μο-ἥ­ρω­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας πλά­ι στὸ πο­τά­μι στὸ δά­σος, λου­σμέ­νη στὸ φῶς καὶ ἀ­να­στά­τω­σε συ­θέ­με­λα μιὰ μι­κρὴ κοι­νω­νί­α. Ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῆς ἀ­νά­γνω­σής του, ὅ­μως, προ­κα­λεῖ ἐ­πι­πλέ­ον συ­νειρ­μοὺς μὲ τὴ φι­γού­ρα τοῦ Γιά­ννη Ἁ­γιά­ννη ἀ­πὸ τοὺς ­θλιους τοῦ Victor Hugo, εἰ­δι­κὰ μὲ τὸ πῶς ἡ προ­στα­τευ­τι­κὴ πα­ρου­σί­α του στὴ σκη­νὴ ὅ­που συ­ναν­τᾶ στὸ σκο­τει­νὸ δά­σος τὴν μι­κρὴ Τι­τί­κα λει­τούρ­γη­σε σὰν φῶς ἀ­φ’ ἑαυ­τοῦ.

       Ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ εἴ­δους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας Ai­mee Ben­der ἔ­χει ξε­χω­ρί­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς μὲ τί­τλο «Guts». Σὲ αὐ­τό, ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ ἡ­ρω­ί­δα Sheila γνω­ρί­ζει τὸν Tim, φοι­τη­τὴ ἰ­α­τρι­κῆς, ­λοι οἱ ἄρ­ρω­στοι, κλο­νι­σμέ­νοι ἄν­θρω­ποι στὸν κό­σμο ­χουν ἀρ­χί­σει νὰ λάμ­πουν. Ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ξαφ­νι­κὰ μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βλέ­ψει διὰ γυ­μνοῦ ὀ­φθαλ­μοῦ, κά­τω ἀ­πὸ ροῦ­χα καὶ δέρ­μα, ὄγ­κους κι ἐ­πι­κεί­με­νες καρ­δια­κὲς προ­σβο­λὲς σὲ ἀ­γνώ­στους καὶ ὅ­τι ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει συ­νεί­δη­ση τοῦ δι­κοῦ της σώ­μα­τος, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν τῆς προ­σφέ­ρει ἀ­πό­λαυ­ση. Θὰ ­πρε­πε νὰ ­γα­πῶ τὸ σῶ­μα μου πε­ρισ­σό­τε­ρο, σκέ­φτε­ται, ἀλ­λὰ δὲν τὸ κά­νει. Τὸ δι­ή­γη­μα αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει νὰ πα­ρου­σιά­σει κά­ποι­α ἐ­πι­φά­νεια τῆς ἡ­ρω­ί­δας – μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ Joyce, συ­νή­θης ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ στὴ δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­α. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ Parsons δι­α­στέλ­λει τὸ χρό­νο, τὴν ἀ­να­μο­νὴ καὶ τὴν ἐν­δο­σκό­πη­ση στὰ «σω­θι­κὰ» τῆς συ­νεί­δη­σής της, τὴν ὁ­ποί­α φέρ­νει στὴν ἐ­πι­φά­νεια μὲ χει­ρουρ­γι­κὸ τρό­πο φω­τί­ζον­τας τὴν πο­λυ­ε­στια­κά.


Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των A tran­quil star (Penguin, 2008) τοῦ Ἰ­τα­λοῦ Primo Levi, ἑ­βρα­ϊ­κῆς κα­τα­γω­γῆς, ἐ­πι­ζή­σαν­τα τοῦ Ἄ­ου­σβιτς, ἡ ὁ­μό­τι­τλη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία του μὲ τὴν πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση μοιά­ζει ἁ­πλῆ. Ἀ­πο­τε­λεῖ ὅ­μως ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ εἴ­δους. Εἶ­ναι ἕ­να σύν­το­μο κεί­με­νο μὲ στοι­χεῖ­α με­τα­μυ­θο­πλα­σί­ας, αὐ­το­α­να­φο­ρι­κό­τη­τας καὶ δι­α­δρα­στι­κῆς ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς τε­χνι­κῆς στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἥ­ρω­ας πα­ρα­τη­ρών­τας τὰ ἀ­στέ­ρια στὸ νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νὸ μᾶς κι­νη­το­ποι­εῖ νὰ στο­χα­στοῦ­με ἐ­πά­νω στὴ γλώσ­σα, τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.


Για­τί εἶ­ναι σκο­τει­νὸς ὁ οὐ­ρα­νὸς τὴ νύ­χτα; Εὔ­λο­γη ἀπο­ρία πολ­λῶν ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νες, ὅ­πως καὶ τοῦ Edgar Allan Poe[5] ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὸ κύ­κνει­ο ἄ­σμα του, τὸ Εὕ­ρη­κα (1848), ὅ­που ἀ­να­πτύσ­σει τὴν κοσμο­λογι­κή του θε­ω­ρία. Ὅ­πως εὔ­στο­χα ση­μει­ώ­νει ὁ Φώ­της Θα­λασ­σινός, στὸ Εὕ­ρη­κα ὁ Poe πε­ρι­γρά­φει πῶς ἡ ἀ­δι­αί­ρε­τη μο­νά­δα κε­νώ­θη­κε γιὰ νὰ γί­νει ὁ κό­σμος, προ­δι­α­γρά­φον­τας ἔ­τσι τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὸ πλή­ρω­μα τῶν ἡ­με­ρῶν τοῦ ἀ­πεί­ρου καὶ πά­λι στὴ μο­νά­δα. Ἡ ἰ­δέ­α ποὺ συ­νέ­λα­βε καὶ ἡ και­νο­τό­μος σκέ­ψη του ἀ­να­γνω­ρί­στηκε πο­λὺ ἀρ­γό­τε­ρα, ἂν λά­βει κα­νεὶς ὑ­πό­ψη του τὸ ἔρ­γο τοῦ Ἀ­ϊν­στά­ιν, τὴν πιὸ πρό­σφα­τη θε­ω­ρί­α τῆς Με­γάλης Ἔκρη­ξης (Bing Bang), ἀλ­λὰ καὶ τὰ ἀνα­πάν­τητα ἐρω­τή­ματα ποὺ ἀ­φή­νει.

       Ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς τρα­γου­δι­στῆς Johnny Cash στὸ τρα­γού­δι του «Far­mer’s Al­ma­nac» (ἀ­πὸ τὸ album του Boom Chica Boom, 1990), ἀ­παν­τά­ει στὸ ἐ­ρώ­τη­μα: Ὁ Θε­ὸς μᾶς δί­νει τὸ σκο­τά­δι γιὰ νὰ μπο­ροῦ­με νὰ δοῦ­με τὰ ἀ­στέ­ρια. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση ὅ­μως δὲν εἶ­ναι οὔ­τε τὸ φαι­νο­με­νι­κὰ λο­γι­κὸ ἐ­πει­δὴ ὁ ἥ­λιος ἔ­δυ­σε. Ὁ Γερ­μα­νὸς για­τρὸς καὶ ἀ­στρο­νό­μος Heinrich Olbers ἔ­δω­σε τὴν πρώ­τη ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη ἀ­πάν­τη­ση τὸν 19ο αἰ., γνω­στὴ ἔ­κτο­τε ὡς τὸ πα­ρά­δο­ξο τοῦ Ol­bers. Τὸ σύμ­παν, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με σή­με­ρα, προ­έ­κυ­ψε ἀ­πὸ τὴ Με­γά­λη Ἔ­κρη­ξη, πε­ρί­που 13,8 δὶς χρό­νια πρίν, ἀ­πὸ μιὰ ὑ­περ­βο­λι­κὰ πυ­κνὴ καὶ θερ­μὴ κα­τά­στα­ση, ἔ­χει πε­πε­ρα­σμέ­νη ἡ­λι­κί­α καὶ δι­α­στέλ­λε­ται συ­νε­χῶς. Ὑ­πάρ­χουν ἀ­στέ­ρια καὶ γα­λα­ξί­ες ποὺ πι­θα­νὸν δὲ θὰ δοῦ­με πο­τέ, τὸ φῶς τους δὲ θὰ εἶ­χε χρό­νο νὰ φτά­σει τὴ γῆ. Ἡ ζω­ὴ δὲ θὰ ἦ­ταν ὅ­πως τὴ γνω­ρί­ζου­με ἂν δὲν ἴ­σχυ­ε τὸ πα­ρά­δο­ξό του Olbers, δι­ό­τι ὁ νυ­χτε­ρι­νὸς οὐ­ρα­νὸς θὰ ἦ­ταν φω­τει­νὸς καὶ ζε­στός. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ φυ­σι­κὸ Clif­ford Pick­over, τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ ποὺ θὰ χα­ζέ­ψου­με τὸν νυ­χτε­ρι­νὸ οὐ­ρα­νό, μπο­ροῦ­με νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με εὐ­γνώ­μο­νες ποὺ δὲ μᾶς τυ­φλώ­νει τὸ φῶς[6].

       Κι ἐ­δῶ προ­κύ­πτει ἕ­να ἀ­κό­μα ἐ­ρώ­τη­μα: εἴ­μα­στε μό­νοι μας στὸ σύμ­παν; Ναί, ἀ­παν­τά­ει ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἰ­τα­λοῦ En­ri­co Fer­mi, γνω­στὴ ὡς τὸ πα­ρά­δο­ξο του Φέρ­μι. Ἀ­κό­μα καὶ ἂν δι­α­ψευ­στεῖ αὐ­τὴ ἡ θε­ω­ρί­α καὶ οἱ σύγ­χρο­νες ἐ­ξε­λί­ξεις της ποὺ εἰ­κά­ζουν ὅ­τι o ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τὸ μονα­δικὸ νοῆ­μον εἶ­δος, ὁ Stephen Hawking εἶ­χε ἐκ­φρά­σει τὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις του γιὰ τὸ κα­τὰ πό­σο θὰ χαι­ρό­μα­σταν τε­λι­κὰ νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νή­σου­με μὲ ἐ­ξω­γή­ι­νες μορ­φὲς ζω­ῆς.


Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Σκω­τσέ­ζου Neil Clark μὲ τί­τλο «Out of hand», ὁ ἥ­ρω­ας βρί­σκε­ται σὲ κά­ποι­ο ἀ­ε­ρο­δρό­μιο κι ἕ­νας κα­θα­ρι­στὴς περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα του τὸν ρω­τά­ει τί θὰ ἔ­κα­νε ἐ­ὰν δι­έ­θε­τε μιὰ μη­χα­νὴ τοῦ χρό­νου. Ὁ ἥ­ρω­ας ἀ­παν­τά­ει ὅ­τι δὲν εἶ­ναι σί­γου­ρος καὶ ἀν­τι­κρού­ει τὴν ἐ­ρώ­τη­σή του, Ἐ­σὺ τί θὰ ἔ­κα­νες; Θὰ πή­γαι­να κα­τευ­θεί­αν στὴ Με­γά­λη Ἔ­κρη­ξη. Νὰ κα­τα­σβή­σω αὐ­τὸ τὸ πράγ­μα πρὶν βγεῖ ἐ­κτὸς ἐ­λέγ­χου. Γιὰ νὰ εἶ­μαι μό­νος μου, ἀ­πάν­τη­σε ὁ κα­θα­ρι­στὴς καὶ συ­νέ­χι­σε νὰ σφουγ­γα­ρί­ζει.


Ἡ για­γιά μου, ἡ Ρό­ζα  —ἔ­χω ἀλ­λά­ξει με­ρι­κὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α— φί­λη­σε τὸν Γι­ού­ρι Γκαγ­κά­ριν τὸ 1961 σὲ ἕ­να ἀ­σαν­σὲρ στὴ Μό­σχα. Δη­λα­δή, αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ὁ Γκαγ­κά­ριν, αὐ­τὸ δὲ συ­νέ­βη σ΄ ἕ­να ἀ­σαν­σέρ, καὶ κυ­ρί­ως τὸ 1961 ἡ για­γιά μου κα­τοι­κοῦ­σε ἤ­δη στὴν Ἄγ. Πε­τρού­πο­λη. Δὲν ἦ­ταν ἡ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ στὴν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α, ποὺ εἶ­δα τὸν παπ­ποῦ μου νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται πλά­ι της μέ­σα στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά τους, μό­λις λί­γα ἑ­κα­το­στὰ πά­νω ἀ­πὸ τὸ ξύ­λι­νο πά­τω­μα. Δὲν ξα­νά­δα πο­τὲ ἄλ­λον ἄν­θρω­πο νὰ αἰ­ω­ρεῖ­ται ψη­λό­τε­ρα. Αὐ­τὴ[7] εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Gravity» («Βα­ρύ­τη­τα») τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­νοῦ, γεν­νη­μέ­νου στὸ Λέ­νιν­γκραντ, Alex Epstein, γνω­στοῦ ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους δι­ε­θνῶς. Στὰ ἑ­βραϊ­κὰ τὸ εἶ­δος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας εἶ­ναι δι­α­κρι­τὸ ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα ἀπὸ τὰ τέ­λη τοῦ ‘90, μὲ τὸν ὅ­ρο ktsar­tsa­rim.


Ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας Sara Hills, εἶ­ναι ἡ νι­κή­τρια τοῦ φε­τι­νοῦ δι­ε­θνοῦς δι­α­γω­νι­σμοῦ ποὺ δι­ορ­γα­νώ­θη­κε ἐ­νό­ψει της Ἐ­θνι­κῆς Ἡ­μέ­ρας Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὴ Μ. Βρε­τα­νί­α τὸν προ­σε­χῆ Ἰ­ού­νιο. Ἡ ἱ­στο­ρί­α της μὲ τί­τλο «When Neil Armstrong Walks on the Moon» ἀ­φο­ρᾶ στὶς ἀ­μει­βό­με­νες ἐ­ρω­τι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες Βι­ετ­να­μέ­ζων νε­α­ρῶν γυ­ναι­κὼν σὲ Ἀ­με­ρι­κα­νοὺς στρα­τι­ῶ­τες τῶν GIs, ἀ­πὸ τὰ σώ­μα­τα πε­ζι­κοῦ καὶ ἀ­ε­ρο­πο­ρί­ας. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες μέ­σα στὸ με­θύ­σι τους μι­λοῦ­σαν συ­χνὰ γιὰ Ἕ­να τε­ρά­στιο ἄλ­μα[8]. Ἔ­δει­χναν ψη­λὰ στὸν οὐ­ρα­νό, ψη­λα­φοῦ­σαν τοὺς λαι­μοὺς τῶν γυ­ναι­κῶν καὶ ἰ­χνη­λα­τοῦ­σαν τοὺς μη­ρούς τους μὲ φι­λιά. Ἐ­κτο­ξεύ­ουν τοὺς πυ­ραύ­λους τους, φυ­τεύ­ουν τὶς ση­μαῖ­ες τοὺς μέ­σα μας καὶ πε­τοῦν μα­κριά[9], λέ­ει ἡ ἡ­ρω­ΐ­δα. Ὅ­ταν χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ὁ γιός της τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὸν πα­τέ­ρα του, τοῦ εἶ­πε ὅ­τι τὸ ὄ­νο­μά του ἦ­ταν Neil.


Θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς νέ­ο εἶ­δος καὶ δη­μο­φι­λὴς λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα ἔ­χει ἀ­να­νε­ώ­σει τὴ λο­γο­τε­χνί­α, ὅ­μως στὴν πε­ρί­πτω­σή της τὸ ἐ­πί­τευγ­μα εἶ­ναι ἡ συ­ναρ­μο­γὴ πολ­λῶν πα­ρα­μέ­τρων, ποὺ ἔ­χουν ση­μει­ω­θεῖ σὲ ὅ­λα τα δελ­τί­α μας μέ­χρι τώ­ρα. Γιὰ τὴ σύν­θε­ση ἑ­νὸς ἑ­νια­ίου, ξε­κά­θα­ρου καὶ ἀ­ξι­ό­λο­γου ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τος μό­νο ἡ συν­το­μί­α, μό­νο το τα­λέν­το ἢ ἡ ἄρ­τια τε­χνι­κὴ δὲν ἀρ­κοῦν. Ἡ δι­ε­ρεύ­νη­σή της συ­νε­χί­ζε­ται, εἴ­τε τὴν προ­σεγ­γί­σει κα­νεὶς ὡς τὸ πρω­τε­ϊ­κό, ἀ­τα­ξι­νό­μη­το εἶ­δος τῆς Mose, ποὺ θὰ χα­ρα­κτη­ρί­σει τὸν 21ο αἰ. σύμ­φω­να μὲ τὸν Zavala, ἢ κα­τὰ τὶς Tomassini καὶ Colombo ὡς μη­χα­νὴ σκέ­ψης, ἀλ­λὰ κρι­τι­κῆς, θὰ πρό­σθε­τα, ποὺ τὴ δι­α­κρί­νει ἀ­πὸ πα­λαι­ό­τε­ρα δι­δα­κτι­κὰ ἢ μὴ σύν­το­μα κεί­με­να.

       Φαί­νε­ται ὅ­τι εἶ­ναι στραμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν μον­τερ­νι­σμὸ πρὸς τὰ γε­γο­νό­τα, ἀλ­λὰ πλέ­ον πε­ρισ­σό­τε­ρο πρὸς τὰ γε­γο­νό­τα τὰ ἴ­δια, μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ λο­γι­κὴ ἀ­πὸ τὰ εὐ­κλεί­δεια συ­στή­μα­τα[10]. Πῶς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἀ­νέ­πτυ­ξε ὁ Hawking τὴ θε­ω­ρί­α τοῦ πε­ρὶ ἀκτι­νο­βο­λίας στὶς μαῦ­ρες τρύ­πες; Συν­δυά­ζον­τας τὴ θε­ω­ρί­α τῆς Σχε­τι­κό­τη­τας, τὴν κβαν­τι­κὴ φυ­σι­κὴ καὶ τὴ θερ­μο­δυ­να­μι­κή. Στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μαῦ­ρες τρύ­πες εἶ­ναι ἕ­να ἔμ­βιο, ἀ­νε­ξάν­τλη­το, ψη­φια­κὰ δι­κτυ­ω­μέ­νο, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὸ δί­κτυ­ο: ἡ σύγ­χρο­νη ζωὴ καὶ ἡ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης. Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ δε­ξα­με­νὴ ἀν­τλεῖ κυ­ρί­ως τὴ θε­μα­το­λο­γί­α της καὶ αὐ­τὴ δι­ε­ρευ­νᾶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας μα­ζι­κὰ κι ἐν­τα­τι­κὰ στὴ μι­κρό­τε­ρη κλί­μα­κα.

       Ἡ σύν­δε­ση γνώ­σης-ἐ­ξου­σί­ας-ἐ­πι­θυ­μί­ας, εἰ­δι­κὰ ἀ­πὸ τὸν 20ο αἰ. ἕ­ως σή­με­ρα, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να τρί­γω­νο ποὺ μᾶς ἔ­χει ρί­ξει σὲ βα­θιὰ νε­ρά. Ἐ­δῶ ποὺ βρι­σκό­μα­στε, εἴ­τε ὡς ἀ­να­γνῶ­στες, συγ­γρα­φεῖς, ἢ ὡς ἐ­ρευ­νη­τές, ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ὡς δι­ε­θνὲς πο­λι­τι­σμι­κὸ φαι­νό­με­νο σὲ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ ἀλ­λά­ζει ρα­γδαῖ­α ἔ­χει θέ­σει ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ἐ­ρω­τή­μα­τα. Τὸ σύν­θε­το ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ σχῆ­μα mocio-emocion (κί­νη­ση–συ­ναίσθη­μα) τοῦ Et­te ἀ­πο­τε­λεῖ μό­νο τὴν ἀρ­χὴ τῆς χαρ­το­γρά­φη­σής του. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α φαί­νε­ται νὰ λει­τουρ­γεῖ σὰν ἕ­νας αὐ­τό­μα­τος προ­βο­λέ­ας, ἀ­ναμ­μέ­νος ἀ­δι­ά­κο­πα στὴν ἄ­βυσ­σο τῆς ὑ­πὲρ(πα­ρα)πλη­ρο­φό­ρη­σης καὶ τῆς συσ­σω­ρευ­μέ­νης, οἰ­κου­με­νι­κῆς γνώ­σης. Πε­ρι­στρέ­φε­ται πρὸς κά­θε ση­μεῖ­ο τοῦ πλα­νή­τη, ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται κρι­τι­κὰ τὰ δε­δο­μέ­να καὶ μᾶς στέλ­νει ρεύ­μα­τα ζωῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα. Γρή­γο­ρα, ἐ­νί­ο­τε ἀ­κα­ρια­ῖα καὶ συ­χνὰ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά.



Προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Tὸ τρα­γού­δι «How blue can you get» (1949) τοῦ B.B. King.


Τὴν κω­μι­κὴ ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους To plant a flag, σὲ σκη­νο­θε­σί­α τοῦ Bobbie Peers, (2018, Δι­ε­θνὲς Φε­στι­βὰλ Κι­νη­μα­το­γρά­φου, Το­ρόν­το). Ἀ­φο­ρᾶ τὴ συ­νάν­τη­ση δύ­ο ἀ­στρο­ναυ­τῶν τῆς NASA μὲ ἕ­ναν Ἰσ­λαν­δὸ βο­σκὸ κα­τὰ τὴν ἐκ­παί­δευ­σή τους (1966) στὸ σε­λη­νια­κὸ το­πί­ο τῆς Ἰσ­λαν­δί­ας (διά­ρκεια 14:25λ.)


Τὴν πα­ρου­σί­α­ση στὰ ἱσ­πα­νι­κὰ μὲ τί­τλο ¿Qué es la mi­ni­fic­ción? (Τί εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία;) στὸ προ­σω­πι­κό, νε­ο­σύ­στα­το  κα­νά­λι τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ La­u­ro Za­va­la στὸ You tube (δι­άρ­κεια 07:39λ.)


Τὶς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «Τὸ δῶρο», τῆς Rose Andersen, Φου­του­ρι­στι­κή ανερ­γία, 2807 μ.Χ., τοῦ Δη­μή­τρη Κα­ρα­κί­τσου (μὲ ὑ­πό­κρου­ση τὸ «Harbor Light Rag» τῶν Good­bye Ku­mi­ko ποὺ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ κεί­με­νο) καὶ «Vi­ta Bre­vis» τοῦ Δη­μή­τρη Κα­λο­κύ­ρη.


[1]. Μετάφραση δική μου.

[2]. Ἡ μικρομυθοπλασία αὐτὴ περιλαμβάνεται στὶς ἀνθολογίες Best micro­fi­ction 2019 καὶ Best Bri­tish and Irish Flash Fic­tion 2018-2019.

[3]. Μετάφραση δική μου.

[4]. Botha Marc, «Micro­fiction», στὸ (ἐπ.) Ein­­haus Ann-Marie, The Cam­bridge Com­pa­nion to the English Short Story. Cam­­bri­dge: Cam­­bri­­dge Uni­­ver­sity Press (Cam­bri­dge Com­pa­­nions to Li­te­ra­tu­re), 2016, σ.σ. 201–220.

[5]. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὴ συμ­βο­λή του στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἐδῶ κι ἐδῶ. Εἴ­δη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι μὲ τὴ βο­ή­θεια τῆς ψη­φια­κῆς τε­χνο­λο­γί­ας καὶ τὴν ψη­φι­ο­ποί­η­ση τοῦ συ­νό­λου τοῦ ἔρ­γου του μιὰ πρό­σφα­τη μελέτη ὑ­πο­λο­γι­στι­κῆς γλωσ­σο­λο­γί­ας δια­τεί­νε­ται ὅ­τι μᾶλ­λον δὲν αὐ­το­κτό­νη­σε, ὅ­πως πί­στευ­αν πολ­λοὶ με­λε­τη­τές του ἕ­ως τώ­ρα, κα­θὼς δὲ βρέ­θη­κε πο­τὲ τὸ πι­στο­ποι­η­τι­κὸ θα­νά­του του.

[6]. Μετάφραση δική μου.

[7]. Μετάφραση δική μου.

[8]. Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ φρά­ση τοῦ Neil Armstrong, ὅ­ταν πά­τη­σε στὸ φεγ­γά­ρι τὸν Ἰ­ού­λιο τοῦ 1969, Ἕ­να μι­κρὸ βῆ­μα γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, ἕ­να τε­ρά­στιο ἅλ­μα γιὰ τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα.

[9]. Μετάφραση δική μου.

[10]. Δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ὅ­τι πολ­λοὶ θε­ω­ρη­τι­κοὶ καὶ συγ­γρα­φεῖς, ὅ­πως ἡ Βρε­τα­νί­δα Ta­nia Hersh­­man, δι­ε­ρευ­νοῦν τὸ εἶ­δος συν­δυ­ά­ζον­τας τὶς ἀν­θρω­πι­στι­κὲς καὶ φυ­σι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#12: Violeta Rojo (Βι­ο­λέ­τα Ρό­χο): Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ἦ­ταν (04-03-2020)

Δελτίο#11: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo (11-01-2020)

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

 

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).

 

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Φω­το­γρα­φί­α: πη­γή:

https://www.facebook.com/tavakultur/photos/a.10150143091848575/10157107340013575/?type=3&theater


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Δί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#11]

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: dulci jubilo[1]


ΜΙΚΡΟΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Emi­ly Ra­bo­teau, ποὺ δια­κρί­θη­κε στὴν πρώ­τη θέ­ση στὸν IV διε­θνῆ δια­γω­νι­σμὸ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τοῦ Mu­se­um of Words – Ce­sar Edi­go Ser­rano Foun­dation τὸ 2015, εἶ­χε τί­τλο Στρεί­δια[2] καὶ ἦ­ταν ἡ ἑ­ξῆς:

       Στα­μα­τῶ συ­χνὰ κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φή μου στὸ σπί­τι, με­τὰ ἀ­πὸ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὲς συ­ναν­τή­σεις στὸ κέν­τρο, στὸ Ὄ­ϊ­στερ μπὰρ στὸ Γκρὰντ Σέν­τραλ Στέ­ι­σιον γιὰ ἕ­να πιά­το μὲ ἕ­ξι Blue Points[3] στὸν πά­γο. Ἐ­χθὲς μιὰ νε­α­ρὴ μη­τέ­ρα κά­θι­σε δί­πλα μου στὸν πάγ­κο, τρώ­γον­τας σὲ ἕ­να μπὸλ βε­λου­τὲ σού­πα μὲ ὀ­στρα­κο­ει­δῆ μὲ τὸ μω­ρό της στὴν ἀγ­κα­λιά της. Χα­μο­γέ­λα­σα στὸ μω­ρό, τὸ ὁ­ποῖ­ο πέ­τα­ξε ἕ­να κου­τά­λι στὸ πά­τω­μα. Ἡ νε­α­ρὴ ἦ­ταν ἐ­ξαν­τλη­μέ­νη. «Πε­ρι­μέ­νω μὲ ἀ­νυ­πο­μο­νη­σί­α τὴ μέ­ρα ποὺ θὰ μπο­ρῶ νὰ τρώ­ω μό­νη μου μὲ ἕ­να βι­βλί­ο», εἶ­πε. Ἀλ­λὰ ἐ­γὼ κοί­τα­ζα πρὸς τὰ πί­σω. Τὸ μω­ρὸ ποὺ ἔ­χα­σα, μι­κρὸ σὰν στρεί­δι, θὰ ἦ­ταν δε­κα­ο­χτὼ χρο­νῶν κο­ρί­τσι ἂν εἶ­χε ζή­σει.


Tὸ 2004, δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὸ Quar­ter­ly West ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α —ση­μεῖο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ εἴ­δους— μὲ τί­τλο «Ρεύ­μα­τα» («Currents») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Han­nah Bot­to­my Vos­kuil. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ξε­κι­νά­ει ἕ­να βρά­δυ μὲ τὸν Gary νὰ πί­νει οὐ­ί­σκι στὸ σκο­τει­νὸ μπαλ­κό­νι τοῦ σπι­τιοῦ του μὲ θέ­α τὸν ὠ­κε­α­νό. Ἡ μη­τέ­ρα του εἶ­χε κλεί­σει ἀ­φη­ρη­μέ­νη τὰ φῶ­τα, κα­θὼς προ­σπα­θοῦ­σε νὰ ἠ­ρε­μή­σει τὶς δί­δυ­μες δω­δε­κά­χρο­νες ἐγ­γο­νές της. Θέ­λω καὶ οἱ δυ­ό σας νὰ πᾶ­τε γιὰ κο­λύμ­πι αὔ­ριο πρω­ῒ-πρω­ΐ. Δὲν μπο­ρῶ νὰ ἔ­χω δύ­ο φώ­κι­ες σὰν κι ἐ­σᾶς νὰ φο­βοῦν­ται τὸ νε­ρό, τοὺς ἔ­λε­γε ἐν­θαρ­ρυν­τι­κά. Νω­ρί­τε­ρα ἡ μί­α ἀ­πὸ τὶς δύ­ο ἐγ­γο­νές της κρα­τοῦ­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή της τὸ χέ­ρι ἑ­νὸς συ­νο­μί­λη­κού της Φι­λιπ­πι­νέ­ζου, κα­θὼς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν τοὺς ἀν­θρώ­πους τῶν πρώ­των βο­η­θει­ῶν νὰ με­τα­φέ­ρουν τὸν νε­κρὸ ἀ­δελ­φό του μὲ τὸ φο­ρεῖ­ο ἀ­πὸ τὴν ὄ­χθη τοῦ ὠ­κε­α­νοῦ στὸ ἀ­σθε­νο­φό­ρο. Τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἡ ἀ­δερ­φὴ τοῦ κο­ρι­τσιοῦ ἄ­δεια­ζε τὸ στο­μά­χι της πά­νω ἀ­πὸ μιὰ λε­κά­νη του­α­λέ­τας. Ἕ­ως τό­τε πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸ χέ­ρι τοῦ νε­κροῦ ἀ­γο­ριοῦ νὰ πα­ρα­δέρ­νει ἄ­ψυ­χο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ φο­ρεῖ­ο ὥ­σπου νὰ τὸ με­τα­φέ­ρουν τρέ­χον­τας ἀ­πὸ τὴν ὄ­χθη στὸ ἀ­σθε­νο­φό­ρο. Νω­ρί­τε­ρα ὁ Gary εἶ­χε δι­α­κρί­νει ἕ­να κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κύ­μα­τα, ἀλ­λά, λό­γῳ τῆς ξαφ­νι­κῆς θα­λασ­σο­τα­ρα­χῆς καὶ ἀ­να­στά­τω­σης, κα­θὼς ὅ­λοι κο­λυμ­ποῦ­σαν πα­νι­κό­βλη­τοι πρὸς τὰ ἔ­ξω, τὸ εἶ­χε πε­ρά­σει γιὰ μιὰ συ­στά­δα φύ­κια. Ὁ ναυ­α­γο­σώ­στης εἶ­χε μό­λις ση­μά­νει συ­να­γερ­μὸ γιὰ ἐ­πι­κίν­δυ­να πα­λιρ­ροια­κὰ ρεύ­μα­τα ποὺ πλη­σί­α­ζαν στὴν πα­ρα­λί­α. Μό­λις πρίν, ὅ­μως, τοὺς εἶ­χε κα­λέ­σει ὅ­λους ἀ­πὸ τὸ με­γά­φω­νο νὰ σχη­μα­τί­σουν μιὰ ἀν­θρώ­πι­νη ἁ­λυ­σί­δα ἀ­πὸ τὴν ἀ­κτὴ ἕ­ως τὰ ἀ­βα­θῆ, ἀ­νά­με­σά τους ὁ Gary καὶ οἱ δί­δυ­μες κό­ρες του, προ­κει­μέ­νου νὰ σώ­σουν ἕ­να ἀ­γό­ρι ποὺ πνι­γό­ταν, σύμ­φω­να μὲ τὸν ἀ­δερ­φό του. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος εἶ­χε τρέ­ξει νὰ εἰ­δο­ποι­ή­σει τὸν ναυ­α­γο­σώ­στη δεί­χνον­τάς του ξέ­πνο­ός τα κύ­μα­τα, λέ­γον­τας μό­νο ὁ ἀ­δερ­φός μου. Πρὶν ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἦ­ταν μιὰ συ­νη­θι­σμέ­νη, κα­λο­και­ρι­νὴ μέ­ρα.


Τὸ 2010 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν μὲ ἱ­στο­ρί­ες ἕ­ως 25 λέ­ξεις Hint Fi­ction: an an­tho­lo­gy of Sto­ri­es in 25 Words or Fe­wer (ἐπ. Robert Swart­wood), στὴν ὁ­ποί­α συμ­με­τεῖ­χε καὶ ἡ Joy­ce Ca­rol Oa­tes. Ἡ ἱ­στο­ρί­α της εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ἑ­ξῆς: Ὁ πρῶ­τος χρό­νος τῆς χή­ρας, Μὲ κρά­τη­σα ζων­τα­νή (Widows First Year, I kept myself alive). Σὲ αὐ­τὴ συμ­πυ­κνώ­νει μὲ ἀ­κρί­βεια τὴν κα­τά­στα­ση ποὺ βι­ώ­νου­με με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πώ­λεια ἀ­γα­πη­μέ­νων προ­σώ­πων. Ὁ Geor­ges Bra­que[4] εἶ­χε πεῖ ὅ­τι Ἡ ἐ­πι­βί­ω­ση δὲν κα­ταρ­γεῖ τὴν ἀ­νά­μνη­ση καὶ ὁ Γιῶρ­γος Πρε­βε­δου­ρά­κης[5] στὸ ποί­η­μά του «Ὧ­ρες-ὧ­ρες», ὅ­τι: Ἂν δὲ σοῦ ἔ­μοια­ζε ἀ­σή­κω­τη ἡ ζω­ὴ δὲν θά ’χες δύ­να­μη οὔ­τε σε­λί­δα νὰ γυ­ρί­σεις. Ἡ Oates τὸ 2008 ἔ­χα­σε τὸν ἄν­τρα της Raymond Smith με­τὰ ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια κοι­νοῦ βί­ου. Τὸ 2011 κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ βι­βλί­ο της A wi­dow’s sto­ry (Ἡ ἱ­στο­ρί­α μιᾶς χή­ρας) στὸ ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­γρά­φει τὴν ἐμ­πει­ρί­α της μέ­σα ἀ­πὸ γε­γο­νό­τα, ἀ­να­μνή­σεις, σκέ­ψεις καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα ἀ­πὸ τὴ συμ­βί­ω­σή τους καὶ τὴν ἀ­πώ­λεια.

       Ὁ J. Derrida στὸ βι­βλί­ο τοῦ Of Grammatology (1967) ὁ­ρί­ζει τὴ γρα­φὴ ὡς κά­τι ποὺ φέ­ρει μέ­σα του τὸ ἴ­χνος μιᾶς αἰ­ώ­νιας με­τα­βο­λῆς: τὴ δο­μὴ τῆς ψυ­χῆς, τὴ δο­μὴ τοῦ ση­μεί­ου. Ὁ Θα­νά­σης Βαλ­τι­νὸς ὁ­λο­κλη­ρώ­νει τὸ ἀ­φή­γη­μά του Μπλὲ βα­θύ, σχε­δὸν μαῦ­ρο γρά­φον­τας: Ἀλ­λὰ ἡ μνή­μη δὲν πα­ρα­με­ρί­ζε­ται. Ἡ μνή­μη εἶ­ναι.

       Σὲ αὐ­τὸ τὸ πνεῦ­μα κι­νεῖ­ται καὶ ἡ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ συλ­λο­γὴ 51 μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν μὲ τί­τλο Fin­ding a way (Ad hoc, 2019) τῆς Βρε­τα­νί­δας ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους Dia­ne Sim­mons, στὴν ὁ­ποί­α ἡ ζω­ὴ λάμ­πει διὰ τῆς ἀ­που­σί­ας της με­τὰ τὴν ξαφ­νι­κὴ ἀ­πώ­λεια τῆς κό­ρης της Laura τὸ 2015. Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ ἐ­ξε­ρεύ­νη­ση τῆς θλί­ψης μὲ ρε­α­λι­σμὸ καὶ γεν­ναι­ό­τη­τα μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μά­τια τῆς μη­τέ­ρας, τοῦ πα­τέ­ρα, τοῦ ἀ­δελ­φοῦ καὶ τοῦ συ­ζύ­γου τῆς νε­α­ρῆς.


Τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2019 δη­μο­σι­εύ­θη­κε ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Θυ­μή­σου»[6] («Remember») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Dan Schwartz, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι χρει­ά­στη­κε πε­ρί­που εἴ­κο­σι χρό­νια γιὰ νὰ τὴν ὁ­λο­κλη­ρώ­σει. Ὁ ἀ­νώ­νυ­μος ἥ­ρω­ας γλύ­τω­σε στὰ ἑ­πτά του ἀ­πὸ μιὰ πει­να­σμέ­νη τί­γρη ποὺ τὸ εἶ­χε σκά­σει γιὰ λί­γο ἀ­πὸ τὸν ζω­ο­λο­γι­κὸ κῆ­πο. Ἀ­πὸ τό­τε εἶ­χε ἐκ­φρά­σει τὴν ἀ­δι­α­νό­η­τη ἐ­πι­θυ­μί­α του νὰ ζή­σει στὸ νε­ρό. Χρει­ά­στη­καν πολ­λὰ χρό­νια ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νων σπου­δῶν, ἀλ­λὰ καὶ τύ­χη, ὥ­σπου δή­λω­σε ἐ­θε­λον­τὴς στὸ πα­ρά­τολ­μο πεί­ρα­μα ἑ­νὸς ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ προ­γράμ­μα­τος ποὺ θὰ ἐ­ξέ­τα­ζε τὶς πι­θα­νό­τη­τες δι­α­βί­ω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που στὰ βά­θη τοῦ ὠ­κε­α­νοῦ. Ὁ ἥ­ρω­ας πα­ρέ­μει­νε γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ἀ­πο­κομ­μέ­νος ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὴν ὑ­πο­βρύ­χια ζω­ή του, ἀ­νά­με­σά σε ὄ­μορ­φα σι­ω­πη­λὰ πλά­σμα­τα, καλ­λι­ερ­γών­τας τὸν κῆ­πο του, παί­ζον­τας βι­ο­λὶ καὶ κα­τα­γρά­φον­τας τὶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κές του πα­ρα­τη­ρή­σεις γιὰ ὑ­δα­το­καλ­λι­έρ­γει­ες. Ἔ­νι­ω­θα ὡ­ραί­α ποὺ μὲ εἶ­χαν ξε­χά­σει. Τὰ ζῶ­α ἦ­ταν ἐ­λεύ­θε­ρα στὴ φύ­ση τους καὶ δὲ μ’ ἐ­νο­χλοῦ­σαν.

       Μιὰ μέ­ρα ἐμ­φα­νί­στη­κε ἕ­νας δύ­της ἀ­πὸ τὸ πρό­γραμ­μα, δι­ά­βα­σα γιὰ σέ­να σὲ κά­τι ξε­χα­σμέ­νες ση­μει­ώ­σεις καὶ ἤ­θε­λα νὰ βε­βαι­ω­θῶ ὅ­τι δὲν ἐ­πρό­κει­το γιὰ κά­ποι­ο λά­θος, τοῦ εἶ­πε. Ἔ­λεγ­ξε τὴν πό­λη ποὺ εἶ­χε κα­τα­σκευά­σει ὁ ἥ­ρω­ας κι ἔ­φυ­γε γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴν ἐ­πι­φά­νεια, ὅ­μως χά­θη­κε. Στὴν ἐ­πι­φά­νεια ση­μαί­νει ἀ­κό­μα πολ­λὰ ὅ­ταν κά­ποι­ος ἐ­ξα­φα­νί­ζε­ται, κι ἔ­τσι ἀ­κο­λού­θη­σε νέ­α ὁ­μά­δα γιὰ νὰ ἐν­το­πί­σει τὸν ἀ­γνο­ού­με­νο δύ­τη, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­ταν ἔ­φτα­σε σὲ μέ­να μοῦ ἔ­δω­σε νὰ κα­τα­λά­βω ὅ­τι τὸ πεί­ρα­μα εἶ­χε τε­λει­ώ­σει. Θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω τὴν πό­λη μου. Ἂν ὑ­πῆρ­χαν φῶ­τα θὰ ἔ­πρε­πε νὰ τὰ σβή­σω.

       Ἡ γῆ δὲν ἦ­ταν πιὰ ἡ ἴ­δια γιὰ τὸν ἥ­ρω­α. Τὸν δυ­σκό­λευ­ε ἡ ἀ­ε­ρό­βια ἀ­να­πνο­ή, τὸ βά­δι­σμα, οἱ ἐγ­χρή­μα­τες συ­ναλ­λα­γές, ἡ λε­κτι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α, τὸ νὰ εἶ­ναι ἕ­νας συ­νη­θι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος. Κα­νεὶς δὲ μὲ θυ­μᾶ­ται, ἑ­πο­μέ­νως κα­νεὶς δὲν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται νὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ θυ­μη­θῶ. Ὁ δύ­της ἀ­γνο­εῖ­ται ἀ­κό­μα, ἀλ­λὰ ὁ ἥ­ρω­ας τὸν φαν­τά­ζε­ται νὰ κρύ­βε­ται στὸ βυ­θὸ γιὰ νὰ πά­ρει τὴ θέ­ση του. Κα­θέ­νας βρί­σκει ὅ,τι ἀ­φή­νει ὁ ἄλ­λος πί­σω του: ἕ­ναν ἄ­δει­ο κῆ­πο, ἕ­να ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο βι­ο­λί, ἕ­να μελ­λον­τι­κὸ ἐ­ρεί­πιο.


Τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2020 ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται τὸ Bas­sins de Lu­miè­res στὸ Bordeaux, ἕ­να ἀ­κό­μα μου­σεῖ­ο ψη­φια­κῆς, δι­α­δρα­στι­κῆς τέ­χνης μὲ ἐκ­θέ­σεις-πα­ρα­γω­γὲς ἐμ­βύ­θι­σης (immersive exhibitions) σὲ μὴ στα­τι­κά, κα­λει­δο­σκο­πι­κὰ εἰ­κα­στι­κὰ πε­ρι­βάλ­λον­τα μὲ τὴν ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῆς προ­ηγ­μέ­νης τε­χνο­λο­γί­ας. Ἀ­νά­λο­γη μό­νι­μη μου­σεια­κὴ στέ­γη ὑ­πάρ­χει ἀ­πὸ τὸ 2018 καὶ στὸ Mori­Buil­ding Di­gi­tal Art Mu­seum στὸ Τό­κυ­ο, ὅ­που πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ ὁ­μά­δα team­Lab Bor­der­less. Ἐ­κεῖ ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­πλα­νη­θεῖ καὶ νὰ χα­θεῖ μέ­σα σὲ συ­ναρ­πα­στι­κοὺς κα­ταρ­ρά­κτες, ὠ­κε­α­νούς, δά­ση, κ.ἄ. Ἡ Χρι­στί­να Δη­μα­κο­πού­λου στὸ ἄρθρο της ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: Ἄλ­λω­στε, ἡ ἴ­δια ἡ ὀ­νο­μα­σί­α τῆς ὁ­μά­δας (teamLab Borderless) εἶ­ναι ἐ­δῶ ἀ­πο­λύ­τως δη­λω­τι­κὴ ἑ­νὸς καλ­λι­τε­χνι­κοῦ προ­γράμ­μα­τος ποὺ μοιά­ζει μέ­σῳ τῆς ἄρ­σης τῶν ὁ­ρί­ων νὰ ὑ­πό­σχε­ται στὸν θε­α­τὴ ἕ­να ψη­φια­κὰ ἀ­να­δη­μι­ουρ­γη­μέ­νο ὠ­κε­ά­νει­ο αἴ­σθη­μα σὲ ἀν­τάλ­λαγ­μα τὴ χα­μέ­νη προ­νο­μια­κή του ἐ­πο­πτεία.


Ἡ νου­βέ­λα Σφι­χτές ζῶ­νες καὶ ἄλ­λα δέρ­μα­τα (Ἄ­γρα, 2011) τῆς Ἕλε­νας Πέγκα ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ 36 μι­κρές, αὐ­τό­νο­μες ἱ­στο­ρί­ες. Στὰ «Κε­φά­λια» ἕ­να κα­λο­καί­ρι στὴν ὑ­πό­γεια ἀ­πο­θή­κη ἑ­νὸς σπι­τιοῦ στὴν Κά­λυ­μνο βλέ­που­με δύ­ο παι­δι­κὰ κε­φά­λια νὰ ξε­χω­ρί­ζουν ἀ­νά­με­σα σὲ μιὰ θά­λασ­σα ἀ­πὸ φου­σκω­τὰ σφουγ­γά­ρια. Τὰ παι­διὰ —ἕ­να κο­ρί­τσι κι ἕ­να ἀ­γό­ρι— φι­λι­οῦν­ται καὶ χα­ϊ­δεύ­ουν τὸ ἕ­να τὸ κε­φά­λι τοῦ ἄλ­λου. Ὁ ἀ­φη­γη­τής, τὸ τό­τε δε­κά­χρο­νο ἀ­γό­ρι ποὺ ἔ­χει πιὰ με­γα­λώ­σει, θυ­μᾶ­ται τὴν αἴ­σθη­ση ποὺ εἶ­χαν ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή: δὲν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τε ἄλ­λο πέ­ρα ἀ­πὸ αὐ­τό, κα­μί­α σω­μα­τι­κὴ μνή­μη. Τὰ σώ­μα­τά τους ἦ­ταν χω­μέ­να μέ­σα στὰ σφουγ­γά­ρια, δὲν τὰ ἔ­νι­ω­θαν, σὰ νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χαν. Αὐ­τὴ ἡ εἰ­κό­να θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πε­ρι­βάλ­λει τὸν στί­χο τοῦ Χρι­στι­α­νό­που­λου ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ του Μι­κρά ποι­ήμα­τα: Τὸ φι­λὶ ἑ­νώ­νει πιὸ πο­λὺ ἀ­πὸ τὸ κορ­μί.


Ἡ Ἰ­σπα­νί­δα συγ­γρα­φέ­ας Julia Otxoa, σύγ­χρο­νη ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ εἴ­δους δι­ε­θνῶς, γρά­φει σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς δη­μο­φι­λέ­στε­ρες μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες της μὲ τί­τλο «Ἡ δύ­να­μη τῆς μοί­ρας»[7]: Ὁ σκύ­λος μα­λώ­νει μὲ τὴ γά­τα, ἡ γά­τα μὲ τὸν πον­τι­κό, ὁ πον­τι­κὸς μὲ τὴ μυ­γα­λή, ἡ μυ­γα­λὴ μὲ τὴν ἀ­ρά­χνη, ἡ ἀ­ρά­χνη μὲ τὴ μύ­γα, ἡ μύ­γα μὲ τὸ μυρ­μήγ­κι, τὸ μυρ­μήγ­κι μὲ τὸν ψύλ­λο, ἀλ­λὰ ὁ ψύλ­λος, τό­σο μι­κρὸς ποὺ εἶ­ναι δὲν ἔ­χει σὲ ποι­ὸν μι­κρό­τε­ρο νὰ τὰ ψάλ­λει, κι ἔ­τσι, ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νος, προ­ε­τοι­μά­ζει τὴν ἐ­πα­νά­στα­ση γιὰ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει τὸν σκύ­λο.


Βρι­σκό­μα­στε στὴν αὐ­γὴ μιᾶς νέ­ας δι­α­στη­μι­κῆς ἐ­πα­νά­στα­σης, τῆς ἐ­πα­νά­στα­σης τοῦ μικροῦ, ἀ­να­κοί­νω­σε τὴν ἄ­νοι­ξη τοῦ 2019 ὁ Peter Beck, ἱ­δρυ­τὴς τῆς δι­α­στη­μι­κῆς ἑ­ται­ρεί­ας κα­τα­σκευ­ῆς πυ­ραύ­λων Rocket Lab (2006) ποὺ ἑ­δρεύ­ει στὴ χερ­σό­νη­σο Mahia στὸ Auckland τῆς Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας. Στὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἐρ­γα­στή­ριο ἐ­πι­τεύ­χθη­κε ὁ σχε­δια­σμὸς τῶν Electron, τῶν πιὸ σύγ­χρο­νων καὶ μι­κρό­τε­ρων πυ­ραύ­λων ἕ­ως σή­με­ρα, ποὺ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ μᾶς δί­νουν τὴ δυ­να­τό­τη­τα μί­ας ἐ­κτό­ξευ­σης κά­θε 72 ὧ­ρες χω­ρὶς δι­α­στη­μι­κὰ ἀ­πό­βλη­τα. Ἤ­δη μέ­χρι τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 2019 εἶ­χαν τε­θεῖ σὲ τρο­χιὰ ἀρ­κε­τοὶ Electron, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νουν στὸ ἡ­λια­κό μας σύ­στη­μα ἑκατοντάδες μικρές κεφαλὲς σὲ μέ­γε­θος δα­χτυ­λι­κοὺ ἀ­πο­τυ­πώ­μα­τος ποὺ συλ­λέ­γουν καὶ μᾶς δι­α­βι­βά­ζουν χρή­σι­μα δε­δο­μέ­να γιὰ τὴν ἐ­ξε­ρεύ­νη­ση τοῦ δι­α­στή­μα­τος μέ­σω τεσ­σά­ρων κα­με­ρῶν καὶ χι­λιά­δων αἰ­σθη­τή­ρων ποὺ φέ­ρει κα­θε­μί­α.


Ὁ Κρό­νος, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ ὁ­ποί­ου προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν χρό­νο, εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ὀ­μορ­φό­τε­ρους πλα­νῆ­τες τοῦ ἡ­λια­κοῦ μας συ­στή­μα­τος χά­ρη στοὺς ἐν­τυ­πω­σια­κούς του δα­κτυ­λί­ους. Ἀ­πὸ τὸ 2007 τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε τὸ δι­α­στη­μι­κὸ σκά­φος Cassini τῆς NASA, ὥ­σπου κα­τα­στρά­φη­κε πρό­σφα­τα στὸ δι­ά­στη­μα. Μιὰ δε­κα­ε­τί­α πε­ρί­που νω­ρί­τε­ρα ὁ Γερ­μα­νὸς W. G. Se­bald, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πέ­με­νε νὰ ἐ­ξερευ­νᾶ τὴ μνή­μη καὶ εἶ­χε ἐν­τρυ­φή­σει στὸ ἔρ­γο τρι­ῶν κύ­ρι­ων προ­δρό­μων τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (Kafka, Borges καὶ Bernhard), στὸ βι­βλί­ο του Οἱ δα­κτύ­λι­οι τοῦ Κρό­νου, ποὺ βρί­θει ἀ­πὸ μι­κρές, ἐγ­κι­βω­τι­σμέ­νες ἱ­στο­ρί­ες καὶ συγ­κλο­νι­στι­κὲς εἰ­κό­νες, γρά­φει:

       […] ὅ­ταν ξάφ­νου μοῦ φά­νη­κε πὼς εἶ­δα μιὰ ὠ­χρό­λευ­κη μά­ζα νὰ σα­λεύ­ει στὴν ἀ­κρο­για­λιά. Κυ­ρι­ευ­μέ­νος ἀ­πὸ ξαφ­νι­κὸ πα­νι­κό, κά­θι­σα ἀ­να­κούρ­κου­δα καὶ κοί­τα­ξα πά­νω ἀ­πὸ τὸ χεῖ­λος τοῦ γκρε­μοῦ. Ξα­πλω­μέ­νο ἐ­κεῖ κά­τω, στὴ ρί­ζα τοῦ βρά­χου, ἦ­ταν ἕ­να ζευ­γά­ρι, ἕ­νας ἄν­δρας, σκέ­φτη­κα, πε­σμέ­νος πά­νω ἀ­πὸ τὸ κορ­μὶ ἑ­νὸς ἄλ­λου πλά­σμα­τος ποὺ μό­νο τα πό­δια του ξε­χώ­ρι­ζαν, λυ­γι­σμέ­να καὶ ἀ­νοιγ­μέ­να δι­ά­πλα­τα. Μέ­σα στὸ ξαφ­νι­κὸ σά­στι­σμα ποὺ ἔ­νι­ω­σα στὴ θέ­α αὐ­τῆς τῆς εἰ­κό­νας, μοῦ φά­νη­κε πὼς τὰ πό­δια τοῦ ἄν­δρα τι­νά­χτη­καν μὲ ἕ­ναν σπα­σμό, ὅ­πως συμ­βαί­νει ὅ­ταν κά­ποι­ος πε­θαί­νει στὴν ἀγ­χό­νη. Ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, ὁ ἴ­διος ἦ­ταν τώ­ρα ἀ­κί­νη­τος, ὅ­πως γα­λή­νια καὶ ἀ­σά­λευ­τη ἦ­ταν καὶ ἡ γυ­ναί­κα. Σὰν ἕ­να γι­γάν­τιο μα­λά­κιο ξε­βρα­σμέ­νο στὴν ἀ­κτὴ κει­τό­ταν ἐ­κεῖ κά­τω σμί­γον­τας σὲ ἕ­να δύ­σμορ­φο σῶ­μα, ἕ­να πο­λυ­πλό­κα­μο δι­κέ­φα­λο θα­λάσ­σιο τέ­ρας πα­ρα­συρ­μέ­νο ἀ­πὸ τὰ κύ­μα­τα, τὸ τε­λευ­ταῖ­ο δεῖγ­μα ἑ­νὸς τρο­με­ροῦ εἴ­δους ποὺ ξε­φυ­σών­τας τὸν ἀ­έ­ρα ἀ­πὸ τὰ ρου­θού­νια τοῦ βου­λιά­ζει ὅ­λο καὶ πιὸ βα­θιὰ στὸ χα­μό του.


Θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Νὰ πα­ρα­τη­ρεῖς καὶ νὰ κα­τα­γρά­φεις συ­στη­μα­τι­κὰ κρα­τών­τας ση­μει­ώ­σεις τὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τά σου, τὰ συ­ναι­σθή­μα­τά σου, τὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἀν­θρώ­πων, ζώ­ων, κοι­νω­νι­ῶν, τὸν και­ρό, ἱ­στο­ρι­κὰ καὶ καλ­λι­τε­χνι­κὰ γε­γο­νό­τα, πάν­τα σύμ­φω­να μὲ τὰ προ­σω­πι­κά σου ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α πρέ­πει νὰ ἐμ­πι­στεύ­ε­σαι. Νὰ ἐ­πα­νέρ­χε­σαι συ­νε­χῶς στὶς ση­μει­ώ­σεις σου, νὰ δου­λεύ­εις κά­θε λέ­ξη, νὰ ἐ­πι­με­λεῖ­σαι ἐν­τα­τι­κά τα κεί­με­νά σου καὶ νὰ δι­α­βά­ζεις τοὺς κα­λύ­τε­ρους κλα­σι­κοὺς καὶ σύγ­χρο­νους συγ­γρα­φεῖς, χω­ρὶς νὰ ἑ­στιά­ζεις ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στοὺς τε­λευ­ταί­ους. Ἀ­νή­κεις ἤ­δη στὸ πα­ρόν.

       Οἱ πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι μερικὲς ἀ­πὸ τὶς προ­τά­σεις γιὰ ὀ­ξυ­δερ­κεῖς ἀ­να­γνῶ­στες καὶ συγ­γρα­φεῖς —πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γλώσ­σας καὶ τοῦ κό­σμου— τῆς Ly­dia Da­vis, ση­μαν­τι­κῆς ἐκ­προ­σώ­που τοῦ εἴ­δους. Πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ δο­κί­μια τῶν τε­λευ­ταί­ων τριά­ντα ἐ­τῶν ποὺ συγ­κεν­τρώ­θη­καν στὸ τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο της μὲ τί­τλο Es­says O­ne (Farrar, Straus and Giroux, Νο­έμ­βριος 2019). Πρό­κει­ται γιὰ μιὰ συ­ναρ­πα­στι­κὴ πε­ρι­πλά­νη­ση στὴν τέ­χνη τῆς γρα­φῆς μὲ οἰ­κου­με­νι­κὴ καὶ δι­α­χρο­νι­κὴ δι­ά­στα­ση. Ἡ ἀ­πο­θη­σαύ­ρι­ση τοῦ τό­μου ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­να­γνω­στι­κὴ πρό­κλη­ση κι ἐ­ρευ­νη­τι­κὴ πρό­τα­ση γιὰ θε­ω­ρη­τι­κοὺς τοῦ εἴ­δους. Μέ­σα ἀ­πὸ τὶς προ­σω­πι­κές της ἐ­ξε­ρευ­νή­σεις καὶ τὴν πο­λυ­ε­τῆ, ἐν­τα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας κα­τα­γρά­φει τὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ βλέμ­μα καὶ τὶς νέ­ες ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς ὁ­δοὺς ποὺ δι­ά­νοι­ξαν ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ εἴ­δους καὶ μὴ ὅ­πως οἱ Kafka, Walser, Altenberg, Borges, Beckett, Bernhard, Isaac Babel, Grace Paley, Clarice Lispector, Regina Ullmann, κ.ἄ.

       Γιὰ τὴν Davis ὁ χα­ρα­κτή­ρας εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα. Πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι ἡ ρη­μα­τι­κὴ ἔκ­φρα­ση ποὺ ἐμ­φα­νί­ζει ἀ­να­νε­ω­τι­κὴ ἢ ρη­ξι­κέ­λευ­θη μορ­φὴ (π.χ. σὲ ἐ­πί­πε­δο σύν­τα­ξης, γραμ­μα­τι­κῆς, στί­ξης, ἐ­πι­λο­γῆς λε­ξι­λο­γί­ου) εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροι­α μιᾶς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης καὶ νο­η­τι­κῆς ἐ­πε­ξερ­γα­σί­ας. Τὸ πῶς βλέ­πει κα­νεὶς τὰ πράγ­μα­τα ὄ­χι μό­νο μέ­σῳ τῆς ὅ­ρα­σης ἀλ­λὰ καὶ τοῦ τρό­που ποὺ σκέ­φτε­ται δι­α­μορ­φώ­νει τὰ ἐκ­φρα­στι­κὰ μέ­σα, τὶς φόρ­μες ποὺ ἐ­πι­λέ­γει καὶ τὶς ἐ­πιρ­ρο­ές του, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ στὸ «A be­lo­ved duck gets coo­ked, On forms and in­flu­en­ces», ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πέν­τε δο­κί­μιά της ποὺ ἀ­πο­τέ­λε­σαν τὴ βά­ση τῶν δι­α­λέ­ξε­ών της στὸ πα­νε­πι­στή­μιο ὅ­που δί­δα­σκε Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὸν τό­μο.


       Ἡ σύγ­χρο­νη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α γιὰ νὰ κα­τα­νο­η­θεῖ καὶ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σει τὸν στό­χο της —τὴν ἀ­να­νέ­ω­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας καὶ τὴν ψυ­χα­γω­γί­α— προ­α­παι­τεῖ εὐ­ρυ­μά­θεια, ἀρ­γὴ ἀ­νά­γνω­ση, πλή­ρως ἐ­νερ­γὸ καὶ συμ­με­το­χι­κὸ ἀ­να­γνώ­στη καὶ πο­λυ­σχι­δῆ συγ­γρα­φέ­α ποὺ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀν­τί­λη­ψη καὶ δι­ε­ρευ­νᾶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη συ­νεί­δη­ση. Ἡ ση­μα­σί­α ποὺ ἀ­πο­δί­δουν πολ­λοὶ θε­ω­ρη­τι­κοὶ καὶ ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ εἴ­δους στὴ δύ­να­μη τῆς εἰ­κό­νας[8] καὶ στὴ δύ­να­μη τῆς λέ­ξης δὲν εἶ­ναι κά­τι νέ­ο. Ἡ E. Dickinson ἔ­λε­γε: Δὲν γνω­ρί­ζω τί­πο­τα στὸν κό­σμο ποὺ νὰ ἔ­χει τό­ση δύ­να­μη ὅ­ση ἡ λέ­ξη. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς γρά­φω μί­α καὶ τὴν κοι­τά­ζω μέ­χρις ὅ­του ἀρ­χί­σει νὰ λάμ­πει. Ὁ J. P. Sartre ἐν­τό­πι­ζε στὶς λέ­ξεις-κλει­διὰ τὴν οὐ­σί­α τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς ἀ­να­πα­ρά­στα­σης. Ὁ W.G.Sebald στοὺς Δα­κτύ­λιους τοῦ Κρό­νου ἔ­γρα­φε: Ὅ­πο­τε τυ­χαί­νει νὰ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σω κά­ποι­α ἀ­πὸ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς ση­μει­ώ­σεις, ἀ­πο­ρῶ πάν­τα πῶς ἕ­να ἴ­χνος χα­μέ­νο ἀ­πὸ και­ρὸ στὸ νε­ρὸ ἢ στὸν ἀ­έ­ρα, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει ἀ­νε­ξί­τη­λο ἐ­δῶ, πά­νω στὸ χαρ­τί. Ὅ­λοι γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει πρό­ο­δος δί­χως πα­ρελ­θόν. Ἀ­κό­μα καὶ στὸ μα­νι­φέ­στο τῶν Ψη­φια­κῶν Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν (Digital Humanities Manifesto 2.0) ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ὅ­πως σὲ ὅ­λες τὶς ἐ­πα­να­στά­σεις τῶν μέ­σων, τὸ πρῶ­το κύ­μα τῆς ψη­φια­κῆς ἐ­πα­νά­στα­σης κοί­τα­ζε πί­σω κα­θὼς προ­χω­ροῦ­σε μπρο­στά. Ἡ κύ­ρια θε­μα­το­λο­γί­α ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει δι­α­χρο­νι­κὰ τὸν δυ­τι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ κα­νό­να —ζω­ή, ἔ­ρω­τας, θά­να­τος— ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται[9] καὶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ἀλ­λὰ σὰν χα­μη­λό­φω­νος, γλυ­κὸς στε­ναγ­μός.

       Ὁ Ἐμμ. Ρο­ϊ­δης ἔ­λε­γε ὅ­τι Ἂν δὲν ὑ­πῆρ­χον δύ­ται, οὐ­δὲ μαρ­γα­ρῖ­ται ἤ­θε­λον ὑ­πάρ­χει. Στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, αὐ­τὸ τὸ ἀρ­χι­πέ­λα­γος ἀ­πὸ σύν­το­μες καὶ πε­ρι­ε­κτι­κὲς ἀ­φη­γή­σεις ποὺ ἔ­χει ἀρ­χί­σει νὰ δι­α­μορ­φώ­νε­ται κυ­ρί­ως ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ΄80 καὶ με­τά, ἡ ἐ­ξε­ρεύ­νη­ση καὶ ἡ κα­τά­δυ­ση ἀ­φο­ροῦν ἰ­σο­με­ρῶς συγ­γρα­φέ­α καὶ ἀ­να­γνώ­στη ἐ­φό­σον πα­ρα­μέ­νει ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τη καὶ πολ­λὰ ὑ­πο­σχό­με­νη, λό­γῳ τῆς δυ­να­τό­τη­τας ἀλ­λα­γῆς κλί­μα­κας καὶ ὀ­πτι­κῆς ποὺ πα­ρέ­χει.


Προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὸ ἄρ­θρο τῆς Anne Weisgerber «Flash fiction as language art», στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς τέ­χνη τῆς γλώσ­σας.


Τὸ βι­βλί­ο λο­γο­τε­χνι­κῆς κρι­τι­κῆς τῆς Jane Alison μὲ τί­τλο Me­an­der, Spi­ral, Ex­plo­de: De­sign and Pat­tern in Nar­rati­ve γιὰ τὸ ἔρ­γο συγ­γρα­φέ­ων ὅ­πως οἱ W. G. Se­bald, An­ne Car­son, Mar­gue­ri­te Du­ras, Ga­bri­el Ga­rcia Ma­rquez, Ja­ma­ica Kin­caid, Cla­ri­ce Li­spe­ctor, κ.ἄ., ποὺ ἔ­χουν ἀ­νοί­ξει νέ­ους δρό­μους στὴν ἀ­φή­γη­ση.


Τὸ βι­βλί­ο τοῦ Sa­muel Beckett, Πρό­ζες 1945-1980, μτφρ. Ἐ. Μα­ρω­νί­τη, εἰ­σα­γω­γὴ Γ. Βῶ­κος, Πα­τά­κης, Ἀ­θή­να, 2010.


[1]. Γλυ­κεῖς στε­ναγ­μοί.

[2]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.

[3]. Εἶ­δος στρει­δι­ῶν.

[4]. Braque George, Ἡ μέ­ρα καὶ ἡ νύ­χτα (Τε­τρά­δια 1917 -1955), 2η ἔκ­δο­ση, μτφρ. καὶ σχό­λια Γ.Π. Σαβ­βί­δης, Ποι­κί­λη Στο­ὰ – Λέ­σχη, Ἀ­θή­να, 1989.

[5]. Πρε­βε­δου­ρά­κης Γι­ῶρ­γος, Στιγ­μι­ό­γρα­φο, Πλα­νό­διον, Ἀ­θή­να, 2011.

[6]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.

[7]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.

[8]. Ἰ­δέ­α ποὺ ἀν­τα­να­κλᾶ τό­σο τὴν ὀ­πτι­κή μας ἀν­τί­λη­ψη στὴν ψη­φια­κὴ ἐ­πο­χή μας, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἐ­γε­λια­νὴ ἀν­τί­λη­ψη τῆς τέ­χνης σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἡ τέ­χνη κα­λεῖ­ται νὰ πεῖ μὲ εἰ­κό­νες αὐ­τὸ ποὺ ἡ φι­λο­σο­φί­α λέ­ει μὲ ἔν­νοι­ες.

[9]. Στὸ βι­βλίο τοῦ Gil­les De­leu­ze Διαφορὰ καὶ ἐπανάληψη (Dif­fére­nce et Ré­pé­ti­tion, 1968), ποὺ κυ­κλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα σὲ με­τά­φρα­ση Κων­σταν­τί­νου Β. Μπούν­τα, με­λε­τᾶ­ται καὶ ἡ τε­χνι­κή του σύγ­χρο­νου μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ποὺ στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ δι­α­φο­ρὰ καὶ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη, ὄ­χι μό­νο στὸν πλέ­ον ἀ­φη­ρη­μέ­νο στο­χα­σμὸ τοῦ ἀλ­λὰ ἀ­κό­μη καὶ στὶς ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νες τε­χνι­κές του. Ὡ­στό­σο ἡ ἔν­νοι­α τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης στὸν Deleuze, δι­α­τη­ρεῖ πολ­λὰ στοι­χεῖ­α ἀ­πὸ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ F. Nietzsche καὶ τοῦ Søren Kierkegaard, τοῦ Δα­νοῦ ὑπαρξιστῆ φι­λο­σό­φου, ὅ­πως τὴν ἀ­νέ­λυ­σε στὸ βι­βλί­ο του Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη: Ὁ κύ­κλος τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης: Ἐ­πανα­λαμ­βά­νον­τας τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη, τὸν ὁ­ποῖ­ο συν­δέ­ουν ἄρ­ρη­κτα μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Σκαν­δι­να­βοὶ θε­ω­ρη­τι­κοί του εἴ­δους.

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#10: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων (07-11-2019)

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).

Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ) (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014) καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Εἰκόνα: Τὸ πραγματικὸ Grand Central Oyster Bar – New York.

(https://www.afar.com/places/grand-central-oyster-bar-new-york)



		

	

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­ρια καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Δί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#10]

 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α:

λο­γο­τε­χνί­α στὰ ὅ­ρια

καὶ πε­ρὶ ὁ­ρί­ων


Replika εἶ­ναι ἕ­νας χῶ­ρος ὅ­που μπο­ρεῖ νὰ ἐκ­φρά­ζε­ται κα­νεὶς ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μὴ ἐ­λεύ­θε­ρα χω­ρὶς κοι­νω­νι­κὲς δε­σμεύ­σεις ἢ συ­νει­δη­σια­κὲς ἀ­να­στο­λές, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὁ ἴ­διος τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὸν κό­σμο. Μιὰ νέ­α μορ­φὴ κοι­νω­νι­κῆς δι­κτύ­ω­σης ποὺ δοκιμάζει τὰ ὅρια τῆς σχέ­σης μας μὲ τὶς μη­χα­νὲς καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ἤ­δη ἕ­να ψη­φια­κὸ ἀ­πο­θε­τή­ριο μὲ προ­σω­πι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες, μιὰ ἀ­στα­μά­τη­τη ρο­ὴ συ­νεί­δη­σης. Ἡ ἱ­δρύ­τριά της Eugenia Kuyda συν­τε­τριμ­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πώ­λεια ἑ­νὸς λα­τρε­μέ­νου της προ­σώ­που, σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν Phil Dudchuk, δη­μι­ούρ­γη­σαν αὐ­τὸ τὸ ἐ­χέ­μυ­θο «πρό­σω­πο» τε­χνη­τῆς νο­η­μο­σύ­νης δι­α­θέ­σι­μο ὄ­χι μό­νο νὰ σὲ ἀ­κού­σει, ἀλ­λὰ καὶ νὰ συ­νο­μι­λή­σει μα­ζί σου, νὰ σὲ συμ­βου­λέ­ψει καὶ νὰ σοῦ συμ­πα­ρα­στα­θεῖ.


Εἶ­σαι ἕ­νας πλού­σιος τύ­πος, αἰ­σθά­νε­σαι μο­να­ξιὰ καὶ ψο­φᾶς γιὰ πα­ρέ­α, ἀλ­λὰ δὲ βρί­σκεις; Μὴν ἀ­νη­συ­χεῖς, μπο­ρεῖς νὰ ἐ­ξα­γο­ρά­σεις τὰ γε­νέ­θλια ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων καὶ θὰ ἀ­πο­κτή­σεις φί­λους ποὺ θὰ ἀ­ναγ­κά­ζον­ται νὰ σοῦ τη­λε­φω­νοῦν κα­θη­με­ρι­νὰ γιὰ νὰ σοῦ εὐ­χη­θοῦν. Στέ­κε­σαι ἀ­πελ­πι­σμέ­νος στὸ χεῖ­λος τῆς τα­ρά­τσας ἑ­νὸς ψη­λοῦ κτι­ρί­ου καὶ πά­νω ποὺ ἑ­τοι­μά­ζε­σαι νὰ πά­ρεις τὴν ἀ­πό­φα­σή σου ἕ­νας πι­τσι­ρι­κὰς ἀ­πὸ κά­τω σε κοι­τά­ζει καὶ φω­νά­ζει ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος «θὰ πε­τά­ξει» κι ἕ­νας ἄλ­λος τρέ­χει πα­νι­κό­βλη­τος νὰ σὲ σώ­σει; Για­τί νὰ ἀ­νη­συ­χεῖς; Μὲ ἕ­να βῆ­μα στὸ κε­νὸ πε­τᾶς ἤ­δη, ἂν θέ­λεις, πε­τᾶς τὰ πάν­τα καὶ ξεμ­περ­δεύ­ου­με ὅ­λοι, ἐ­σὺ μὲ τὴν ἐ­ρω­τι­κή σου ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση, ὅ­λοι μας μὲ τὶς παι­δι­κὲς ὑ­στε­ρί­ες, ἐ­σὺ μὲ μᾶς καὶ πά­ει λέ­γον­τας. Θέ­λεις; Μπο­ρεῖς;

       Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πνεῦ­μα τῆς τε­λευ­ταί­ας συλ­λο­γῆς δι­η­γη­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Fly already (Riverhead Books, Σε­πτέμ­βριος 2019) τοῦ Ἰσ­ρα­η­λι­νοῦ Etgar Keret, ἑ­νὸς ἀ­πὸ τοὺς κύ­ριους ἐκ­προ­σώ­πους τῆς σύγ­χρο­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας δι­ε­θνῶς. Ἡ συλ­λο­γὴ κυ­κλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα σὲ ἀγ­γλι­κὴ με­τά­φρα­ση (στὰ ἑ­βρα­ϊ­κὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ ὡς A Glitch at the Edge of the Galaxy) καὶ χά­ρι­σε στὸν Keret τὸ Sapir Prize 2019, τὸ ἀ­νώ­τα­το ἰσ­ρα­η­λι­νὸ βρα­βεῖ­ο. Ὁ David Silver­berg στὴν Washington Post, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ τὴν πιὸ (αὐ­τὸ)σαρ­κα­στι­κὴ κι εὐ­φάν­τα­στη συλ­λο­γή του ἕ­ως τώ­ρα. Ὅ­λες οἱ σκο­τει­νὲς ἱ­στο­ρί­ες του φω­τί­ζουν τὶς πιὸ μύ­χι­ες πτυ­χὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕ­παρ­ξης καὶ τὰ πα­ρά­δο­ξά τους μὲ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ εὐ­στο­χί­α, ἐ­νάρ­γεια καὶ βρα­χύ­τη­τα, δι­α­τη­ρών­τας τὸ καυ­στι­κὸ χι­οῦ­μορ του, ὅ­πως καὶ στὸ πρό­σφα­τα με­τα­φρα­σμέ­νο δι­ή­γη­μά του στὴν ἀγ­γλι­κὴ «The grea­test liar in the world» («Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ψεύ­της τοῦ κό­σμου»).


Ὁ Kai Konishi Dukes, τσε­λί­στας καὶ συν­θέ­της ποὺ κα­τοι­κεῖ στὸ Λον­δί­νο, δη­μι­ούρ­γη­σε ἕναν ἀλγόριθμο ποὺ με­τα­τρέ­πει σὲ μι­κρὴ σύν­θε­ση κλασ­σι­κῆς μου­σι­κῆς τὸ ὄ­νο­μα κά­ποι­ου ἢ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε μι­κρὸ κεί­με­νο τοῦ δο­θεῖ, ὅ­πως μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες. Βά­φτι­σε τὸν ἀλ­γό­ριθ­μο Clarallel ὡς φό­ρο τι­μῆς στὴν Κλά­ρα, τὴ γυ­ναί­κα τοῦ Robert Schumann, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ συν­θέ­της χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε συ­χνὰ μου­σι­κὲς ἰ­σο­δυ­να­μί­ες (λο­γι­κὲς σχέ­σεις ἀ­νά­με­σα σὲ γράμ­μα­τα καὶ το­νι­κὰ ὕ­ψη) καὶ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε με­λω­δί­ες μὲ βά­ση τὸ ὄ­νο­μά της.


Ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ἀν­ταλ­λάσ­σει ὅρ­κους αἰ­ώ­νιας ἀ­γά­πης καὶ ἀ­φο­σί­ω­σης. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ὑ­πό­σχον­ται νὰ μὴν ποῦν πο­τὲ καὶ γιὰ κα­νέ­να λό­γο ψέ­μα­τα ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λον συ­νει­δη­το­ποι­οῦν ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, χω­ρί­ζουν καὶ τὸ βά­ζουν στὰ πό­δια πα­τών­τας στὰ φρα­στι­κὰ ἐ­ρεί­πια τῶν αἰ­ώ­νι­ων ὅρ­κων τους. Τὸ συ­κώ­τι ἑ­νὸς ψυ­χο­πα­θοῦς ἐ­κρή­γνυ­ται ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ νύ­χτα ὑ­περ­βο­λι­κῆς κα­τα­νά­λω­σης ἀλ­κο­ὸλ καὶ ἀν­τὶ ὁ ἥ­ρω­ας νὰ πε­θά­νει ἀ­κα­ρια­ῖα, σύν­το­μα δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ πί­νει ἐ­λεύ­θε­ρα ὅ­σο θέ­λει.

       Οἱ ἡ­ρω­ί­δες καὶ οἱ ἥ­ρω­ες τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ Κα­τα­λα­νοῦ Quim Monzó μέ­χρι νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σουν ὅ­τι ἔ­χουν κά­νει τὸ βῆ­μα με­τὰ τὸ χεῖ­λος τοῦ γκρε­μοῦ μοιά­ζουν συ­χνὰ νὰ ἵ­πταν­ται πά­νω ἀ­πὸ τὸ (ὑ­παρ­ξια­κό τους) κε­νό. Ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ ποὺ ἀ­παν­τᾶ­ται συ­χνὰ σὲ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ κεί­με­να τοῦ εἴ­δους κα­θὼς ὑ­περ­νι­κᾶ τὴ βρα­χύ­τη­τα τῆς μι­κρῆς κει­με­νι­κῆς ἔ­κτα­σης καὶ δι­α­στέλ­λει τὸ χρό­νο τῆς ἀ­νά­γνω­σης τῶν σύν­το­μων ἱ­στο­ρι­ῶν του, ὅ­πως δι­α­φαί­νε­ται καὶ στὴν πρό­σφα­τη συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν του μὲ τί­τλο Why, why, why? (Open Letter, Ὀ­κτώ­βριος 2019). Ὁ Monzó, πο­λὺ κον­τὰ στὸ ὕ­φος τοῦ Keret ἀλ­λὰ καὶ τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ George Saunders, ἂν κι ἐ­πι­λέ­γει συ­χνὰ τὸ ἀ­νοι­χτὸ τέ­λος στὶς ἱ­στο­ρί­ες του, τὸ ὁ­ποῖο τεί­νει πλέ­ον νὰ μὴν ἀ­πο­τε­λεῖ εἰ­δο­λο­γι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τῆς σύγ­χρο­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, θε­ω­ρεῖ­ται κο­ρυ­φαῖ­ος στὸ εἶ­δος δι­ε­θνῶς. Δι­α­κρί­νε­ται γιὰ τὸ μαῦ­ρο καὶ καυ­στι­κὸ χι­οῦ­μορ του μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τα­γρά­φει τὶς ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις, ὅ­πως φαί­νε­ται καὶ στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μά του ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ συλ­λο­γὴ μὲ τί­τλο «St. Valentine’s»: ἐ­δῶ ὁ ἥ­ρω­ας, «ὁ ἄν­τρας ποὺ δὲν ἐ­ρω­τεύ­ε­ται πο­τέ», δὲν παύ­ει στιγ­μὴ νὰ ἀμ­φι­τα­λαν­τεύ­ε­ται ἂν πρέ­πει ἢ ὄ­χι νὰ κά­νει κα­νεὶς αὐ­τὸ τὸ κρί­σι­μο βῆ­μα. Θε­ω­ρεῖ ὅ­τι «τὸ νὰ ἐ­ρω­τεύ­ε­ται κα­νεὶς εἶ­ναι σύμ­πτω­μα ἀ­νω­ρι­μό­τη­τας, ἕ­να ση­μά­δι ἔλ­λει­ψης αὐ­το­νο­μί­ας».


Τὸ 2010, ὅ­ταν ὁ Itaru Sasaki ἔ­χα­σε τὸν ξά­δελ­φό του ἔ­φτια­ξε στὸν κῆ­πο του ἕ­να γυ­ά­λι­νο τη­λε­φω­νι­κὸ θά­λα­μο ὅ­που το­πο­θέ­τη­σε ἁ­πλῶς τὴ συ­σκευ­ὴ ἑ­νὸς τη­λε­φώ­νου, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο μι­λοῦ­σε στὸν ξά­δελ­φό του, προ­κει­μέ­νου νὰ ξε­πε­ρά­σει τὴν ἀ­πώ­λειά του. Τὸ 2011 ἡ πό­λη τοῦ Sasaki, Otsuchi, χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν κα­τα­στρο­φι­κὸ σει­σμὸ καὶ τὸ τσου­νά­μι ποὺ ἀ­φά­νι­σε πε­ρί­που τὸ 10% τοῦ πλη­θυ­σμοῦ. Ἀ­πὸ τό­τε πε­ρί­που 25.000 ἄν­θρω­ποι ἔ­χουν ἐ­πι­σκε­φθεῖ τὸ «τηλέφωνο τοῦ ἀνέμου» τοῦ Sasaki, τηλεφωνώντας στοὺς νεκρούς τους.


Στὴν πρώ­τη της συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν μὲ τί­τλο This. This. This. Is. Love. Love. Love (Split Lip Press, Ἰ­ού­νιος 2019) ἡ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δα Jennifer Wortman δι­ε­ρευ­νᾶ τὴν ἀ­γά­πη καὶ κα­τα­δύ­ε­ται στὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ὑ­πὸ συν­θῆ­κες ἐ­κτά­κτου ἀ­νάγ­κης: κα­τά­θλι­ψη, ψυ­χώ­σεις, σχι­ζο­φρέ­νεια, κ.ἄ.

       Οἱ δε­κα­τρεῖς ἱ­στο­ρί­ες τῆς συλ­λο­γῆς θυ­μί­ζουν τὴ θε­μα­το­λο­γί­α τῆς Νε­ο­ζη­λαν­δῆς Janet Frame, ἀλ­λὰ κυ­ρί­ως τὴν πε­ποί­θη­ση τῆς τε­λευ­ταί­ας ὅ­τι ἡ πνευ­μα­τι­κή της ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα δι­α­σώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ γρά­ψι­μο, κα­θὼς εἶ­χε δι­α­γνω­σθεῖ λαν­θα­σμέ­να μὲ σχι­ζο­φρέ­νεια καὶ πέ­ρα­σε ἄ­δι­κα με­γά­λο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς της σὲ ψυ­χι­α­τρι­κὲς κλι­νι­κές. Ἡ Frame ἀ­να­φέ­ρε­ται συ­χνὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ ὡς πρό­δρο­μος τῆς σύγ­χρο­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εἰ­δι­κὰ τὸ πο­λὺ σύν­το­μο δι­ή­γη­μά της «The birds began to sing» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ της The lagoon (1951), στὸ ὁ­ποῖ­ο κο­ρυ­φώ­νε­ται ἡ πυ­κνὴ γρα­φὴ καὶ τὸ συμ­βο­λι­κὸ ὕ­φος της: ἡ ἡ­ρω­ί­δα στὴν ἀ­πέλ­πι­δα προ­σπά­θειά της νὰ ἀ­πο­δρά­σει ἀ­πὸ τὸν συν­τε­τριμ­μέ­νο καὶ κλει­στο­φο­βι­κὸ ἑ­αυ­τό της, ὅ­που τὴν ἔ­χει κα­θη­λώ­σει ὁ κοι­νω­νι­κὸς ἀ­πο­κλει­σμός, συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὰ κο­τσύ­φια πε­ρι­πλα­νώ­με­νη στὴν ἔ­ρη­μη φύ­ση, πε­τυ­χαί­νον­τας ἔ­στω μιὰ στοι­χει­ώ­δη ἐ­πι­κοι­νω­νί­α, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ μπο­ρεῖ νὰ κα­λύ­ψει τὸ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὸ κε­νὸ ἢ νὰ ξε­πε­ρά­σει τὴν ὑ­παρ­ξια­κή της ἀ­γω­νί­α.

       Ἀν­τί­θε­τα, ἡ Wortman ἐμ­βα­θύ­νει καὶ κα­τα­γρά­φει λα­κω­νι­κά, μὲ σα­φή­νεια, χι­οῦ­μορ καὶ φαν­τα­σί­α, κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νες συ­νει­δή­σεις κυ­ρί­ως σὲ τρι­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση μὲ ρυθ­μὸ στα­κά­το, ἐλ­λεί­ψεις καὶ ἐν­τυ­πω­σια­κὴ εἰ­κο­νι­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση. Στὸ ὁ­μό­τι­τλο (πο­λὺ σύν­το­μο) δι­ή­γη­μα τῆς ἐν λό­γῳ συλ­λο­γῆς ἡ ἡ­ρω­ί­δα, ἐν μέ­σῳ μιᾶς κα­τα­θλι­πτι­κῆς κρί­σης, ἂν καὶ κου­κου­λω­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι της μᾶς με­τα­δί­δει τὸ μή­νυ­μα ὅ­τι ἀ­γά­πη εἶ­ναι ὁ χρό­νος γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους, προ­τεί­νον­τας ὡς δι­έ­ξο­δο τὴν ἐ­πι­λο­γὴ πο­ρεί­ας ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­θώ­ριο στὸ κέν­τρο τῆς ζω­ῆς.

       Ἰ­δέ­α ποὺ δι­α­τέ­μνει τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα δείγ­μα­τα γρα­φῆς της, ὅ­πως ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της μὲ τί­τλο «I want a new brain», στὴν ὁ­ποί­α μιὰ μη­τέ­ρα ἐ­πι­θυ­μεῖ δι­α­κα­ῶς ἕ­ναν και­νού­ριο ἐγ­κέ­φα­λο, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι ἔ­τσι θὰ ἐ­πι­λυ­θοῦν τὰ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὰ καὶ βι­ο­πο­ρι­στι­κά της προ­βλή­μα­τα. Ὁ μι­κρός της γιὸς τῆς δω­ρί­ζει πράγ­μα­τι ἕ­ναν και­νού­ριο ἐγ­κέ­φα­λο καὶ με­τὰ ἀ­πὸ τὴν ἐν­τυ­πω­σια­κὴ με­τα­μόρ­φω­ση τῆς μη­τέ­ρας του —ἀ­πὸ ἀ­δι­ά­φο­ρη καὶ ὑ­στε­ρι­κὴ μη­τέ­ρα σὲ μιὰ φω­τει­νὴ προ­σω­πι­κό­τη­τα— ἀ­παι­τεῖ κι αὐ­τὸς μὲ τὴ σει­ρά του ἕ­να νέ­ο ἐγ­κέ­φα­λο. Σὲ αὐ­τὴ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἡ Wortman φαί­νε­ται νὰ συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὴν ἰ­δέ­α τοῦ Albert Camus ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τὸ μό­νο πλά­σμα ποὺ ἀρ­νεῖ­ται τὴ φύ­ση του, ὅ­πως, πα­ράλ­λη­λα, καὶ μὲ τὴν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὴ ἄ­πο­ψη, ἀλ­λὰ καὶ τῶν τρα­γι­κῶν (Αἰ­σχύ­λος, Σο­φο­κλῆς, Εὐ­ρι­πί­δης), ὅ­τι ἡ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ἀ­πο­κά­λυ­ψης τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι τὸ γνώ­ρι­σμα τοῦ ἀ­νώ­τε­ρου ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος, δὲν ὑ­πεκ­φεύ­γει, οὔ­τε ἀρ­νεῖ­ται, οὔ­τε ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ με­τα­θέ­σει τὴν εὐ­θύ­νη[1].


Στὸ φε­τι­νὸ δι­ε­θνῆ δι­α­γω­νι­σμὸ μι­κρο­φω­το­γρα­φί­ας Nikon Small World 2019, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔχει ξε­κινή­σει ἀπὸ τὸ 1975, νι­κή­τρι­ες ἀ­να­δεί­χθη­καν οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νί­δες Teresa Zgoda καὶ Teresa Kugler, εἰ­δι­κευ­ό­με­νες στὴ μι­κρο­σκο­πί­α, ἕ­ναν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ κλά­δο ποὺ συν­δυά­ζει τὴν τέ­χνη μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη. Ἡ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα καὶ ἡ ἔμ­πνευ­σή τους πη­γά­ζουν ἀ­πὸ τὶς εἰ­κό­νες ποὺ βλέ­πουν κα­θη­με­ρι­νὰ μὲ τὸ μι­κρο­σκό­πιο. Ἡ εἰ­κό­να τους ποὺ κέρ­δι­σε τὸ φε­τι­νὸ δι­α­γω­νι­σμὸ ἀ­πει­κο­νί­ζει ἕ­να ἔμ­βρυο χελώ­νας τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἐ­πι­χρω­μα­τι­στεῖ μὲ φω­σφο­ροῦ­χα χρώ­μα­τα μέ­σω τῆς στε­ρε­ο­σκο­πι­κῆς μι­κρο­σκο­πι­κῆς τε­χνι­κῆς. Ἄ­κρως ἐν­τυ­πω­σια­κὴ ὅ­μως ἦ­ταν καὶ ἡ πρώ­τη φωτο­γραφία τῆς βιτα­μίνης C, μιᾶς τό­σο συ­νη­θι­σμέ­νης πε­ρί­πτω­σης (ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ ἀ­πὸ τὸ 1932), τοῦ δι­ε­θνῶς γνω­στοῦ Γερ­μα­νοῦ μι­κρο­φω­το­γρά­φου Karl Deckart, ποὺ ἔ­λα­βε τὴ 17η θέ­ση.


«Extre­mities» («Ἀ­κρό­­τη­τες») εἶ­ναι ὁ τί­τλος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τοῦ Βρε­τα­νοῦ K.M. Elkes ποὺ κέρ­δι­σε τὸ δι­ε­θνῆ δι­α­γω­νι­σμὸ Bath Flash Fiction Award τὸν Ἰ­ού­νιο τοῦ 2018. Στὴν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ αὐ­τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἕ­νας ὑ­λο­τό­μος, ὁ Bobby, ἔ­χει πρό­σφα­τα ἀ­κρω­τη­ρια­στεῖ μὲ τὸ ἁ­λυ­σο­πρί­ο­νο ἐν ὥ­ρᾳ ἐρ­γα­σί­ας. Τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ βγαί­νει ἀ­πὸ τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο οἱ φί­λοι καὶ οἱ συ­νά­δελ­φοί του τοῦ ἔ­χουν ἑ­τοι­μά­σει ἕ­να πάρ­τι γιὰ νὰ τὸν κα­λω­σο­ρί­σουν, στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Bobby εἶ­ναι εὐ­δι­ά­θε­τος καὶ φαί­νε­ται νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τὴ νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του μὲ πα­ρα­δειγ­μα­τι­κὴ στω­ϊ­κό­τη­τα. Ἂν καὶ ἀ­κό­μα τὰ βρά­δια αἰ­σθά­νε­ται νὰ τὸν πο­νοῦν τὰ δά­χτυ­λα-φαν­τά­σμα­τα τοῦ ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νου του χε­ριοῦ, ὅ­πως ἐκ­μυ­στη­ρεύ­ε­ται στὸν ἀ­φη­γη­τὴ καὶ φί­λο του, ἀλ­λὰ ὄ­χι συ­νά­δελ­φό του. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος εἶ­ναι ὑ­πάλ­λη­λος ξε­νο­δο­χεί­ου καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ ἀ­πο­τα­μι­εύ­σει χρή­μα­τα γιὰ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος μὲ τὰ πυ­κνὰ δά­ση ποὺ τὸν πνί­γει. Οἱ συ­νά­δελ­φοι τοῦ Bobby, σο­κα­ρι­σμέ­νοι ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­στα­τι­κό, δι­η­γοῦν­ται ὅ­τι στὴν προ­σπά­θειά τους νὰ σώ­σουν τὴ ζω­ή του ἀ­πὸ τὴν ἀ­κα­τά­σχε­τη αἱ­μορ­ρα­γί­α δὲν ἐν­δι­α­φέρ­θη­καν γιὰ τὴν πα­λά­μη τοῦ Bobby ποὺ κό­πη­κε, τι­νά­χτη­κε στὸν ἀ­έ­ρα κι ἔ­πε­σε στὸ φα­ράγ­γι. Ὁ ἀ­φη­γη­τὴς – φί­λος του Bobby, ὅ­ταν ἀ­πο­χω­ρεῖ ἀ­πὸ τὸ πάρ­τι γιὰ νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο σκέ­φτε­ται τὸν Bobby, τὸ πῶς τέν­τω­νε τὸ ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νο του χέ­ρι, σὰ νὰ πε­ρί­με­νε κα­τὰ βά­θος κά­τι νέ­ο νὰ φυ­τρώ­σει ἀ­πὸ τὸν ἀ­νύ­παρ­κτο καρ­πό του. Συ­νει­δη­το­ποι­εῖ, ὅ­μως, ὅ­τι δὲν λυ­πή­θη­κε τό­σο γιὰ τὸν φί­λο του. Πε­ρισ­σό­τε­ρο λυ­πό­ταν τὸ ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νο του χέ­ρι στὸ δά­σος, τὰ σφιγ­μέ­να δά­χτυ­λα ποὺ τὰ φαν­τα­ζό­ταν νὰ γρα­πώ­νουν τὸ κε­νό.

       Ἡ πρώ­τη συλ­λο­γὴ τοῦ K. M. Elkes All That Is Betwe­en Us (Ὅ,τι ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σά μας) μὲ σα­ράν­τα μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες κυ­κλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα (Ad Hoc Fiction, Ἰ­ού­νιος 2019). Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες του, πα­ρὰ τὶς ἀν­τι­ξο­ό­τη­τες δι­α­τη­ροῦν τὴν εὐ­ε­λι­ξί­α καὶ τὸ χι­οῦ­μορ τους, χω­ρὶς νὰ ἀ­να­κό­πτουν τὴν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς τους. Στὶς πο­λὺ σύν­το­μες, ἀλ­λὰ πυ­κνὲς ἱ­στο­ρί­ες του δι­ε­ρευ­νᾶ σὲ βά­θος τὴν πε­ρί­πλο­κη, εὔ­θραυ­στη φύ­ση τῶν ἀν­θρω­πί­νων σχέ­σε­ων, τοὺς μη­χα­νι­σμοὺς τῆς ζω­ῆς ἐν κι­νή­σει, ὅ­πως γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ὁ Βρε­τα­νὸς David Gaf­fney, κρι­τὴς τοῦ ἐν λό­γῳ δι­α­γω­νι­σμοῦ καὶ ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ εἴ­δους δι­ε­θνῶς. Τὰ ρομ­πὸτ εἴ­μα­στε ἐ­μεῖς, συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὁ ἥ­ρω­ας τοῦ Gaffney σὲ μιὰ πο­λὺ γνω­στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του («We are the ro­bots»), κα­θὼς με­τὰ ἀ­πὸ μί­α ἀ­κό­μα ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη προ­σπά­θεια νὰ πλη­σιά­σει καὶ νὰ κερ­δί­σει μιὰ γυ­ναί­κα σὲ ἕ­να κλάμπ, ὄν­τας ὁ ἑ­αυ­τός του καὶ μὴ ἀ­κο­λου­θών­τας τὶς τυ­πο­ποι­η­μέ­νες συμ­βου­λὲς ἑ­νὸς φί­λου, ἐ­πι­στρέ­φει στὸ σπί­τι του δὲν αἰ­σθά­νε­ται τί­πο­τα πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ μέ­ρος μιᾶς μη­χα­νῆς, μιὰ βαλ­βί­δα στὴν καρ­διὰ ἑ­νὸς με­ταλ­λι­κοῦ κτή­νους ποὺ τρί­ζει τὰ δόν­τια του.

       Ὁ K.M. Elkes στὴν ἐρώ­τηση ἐ­ὰν σκό­πι­μα ἐ­πι­λέ­γει τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἢ ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς φόρ­μας γί­νε­ται κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς συγ­γρα­φῆς πα­ρα­πέμ­πει στὴ δη­μο­φι­λῆ ἄ­πο­ψη τοῦ Etgar Keret, σχε­τι­κὰ μὲ τὸ θέ­μα: ἡ συγ­γρα­φὴ μοιά­ζει μὲ τὸ σέρ­φινγκ. Κά­θε­σαι καὶ πε­ρι­μέ­νεις γιὰ τὸ ἰ­δα­νι­κὸ κύ­μα καὶ ὅ­ταν τὸ πιά­σεις, πα­ρα­μέ­νεις στὴν κο­ρυ­φο­γραμ­μή του γιὰ ὅ­σο μπο­ρεῖς. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς εἶ­ναι μιὰ σύν­το­μη πο­ρεί­α, ἄλ­λο­τε δια­ρκεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­χρι ποὺ σὲ με­τα­φέ­ρει πί­σω στὴν ἀ­κρο­για­λιά. Ἁ­πλῶς δὲν τὸ γνω­ρί­ζεις μέ­χρι νὰ ἀ­νέ­βεις στὸ κύ­μα. Ὡς πρὸς τὶς προ­τά­σεις του γιὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες ἀνα­φέρει ἐν­δει­κτι­κά: «Ὁ τζό­κερ μου» τῆς Lucia Berlin, τὰ «Μικρο­πράγματα» τοῦ Raymond Carver, ἡ «Μητέρα» («Mother») τῆς Grace Paley, τὸ «Κορί­τσι» τῆς Jamaica Kincaid, τὸ «Roll and Curl» τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Ingrid Jendrze­jewski[2], ἀλ­λὰ καὶ τὸ πο­λὺ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα «Reu­nion» τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ John Cheever, τὸ ὁ­ποῖ­ο πρω­το­δη­μο­σι­εύ­θη­κε τὸν Ὀκτώ­βριο τοῦ 1962 στὸ New Yor­ker καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ σταθ­μὸ καὶ γιὰ τὴν ἐν ἐ­ξε­λί­ξει θε­ω­ρί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ἡ Jendr­zeje­wski σὲ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ δευ­τε­ρο­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση γιὰ τό­σο σύν­το­μα δείγ­μα­τα λο­γο­τε­χνι­κῆς γρα­φῆς, μὲ σα­φή­νεια κι ἐλ­λει­πτι­κό­τη­τα, πε­ρι­γρά­φει μιὰ τυ­πι­κὴ σκη­νὴ σὲ ἕ­να ἐ­παρ­χια­κὸ κομ­μω­τή­ριο: μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη πε­λά­τισ­σα πρό­κει­ται νὰ πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ τὸ θά­να­το ἑ­νὸς μέ­λους τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς της, ὅ­πως γνω­ρί­ζει ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἀ­φοῦ ὅ­μως πρῶ­τα ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ τὸ τύ­λιγ­μα τῶν μαλ­λι­ῶν, τὸ χτέ­νι­σμα καὶ τὸ στή­σι­μο τῆς τέ­λειας (δυ­να­τῆς) εἰ­κό­νας της μὲ τὴ λάκ.

       Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά, ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση τοῦ Chee­ver πε­ρι­στρέ­φε­ται γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ συ­νάν­τη­ση ἑ­νὸς ἐ­φή­βου μὲ τὸν πα­τέ­ρα του στὴν καρ­διὰ τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης τρί­α χρό­νια με­τὰ τὸ χω­ρι­σμό του μὲ τὴ μη­τέ­ρα του. Ὅ­πως προ­οι­κο­νο­μεῖ­ται μὲ τὸ ποὺ δι­α­κρί­νει ὁ ἔ­φη­βος ἥ­ρω­ας τὸν πα­τέ­ρα τοῦ ἀ­νά­με­σα στὸ πο­λύ­βου­ο πλῆ­θος, συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι γνω­ρί­ζει ἤ­δη ὅ­τι ἐ­πρό­κει­το νὰ εἶ­ναι ἕ­να ξα­να­σμί­ξι­μο μὲ τὴ σάρ­κα καὶ τὸ αἷ­μα του, τὸ μέλ­λον καὶ τὴν κα­τα­δί­κη του.


Τὸν πε­ρα­σμέ­νο Μά­ι­ο τὸ Tiny House, ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ σπί­τι ὑ­περ­σύγ­χρο­νης ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς καὶ τε­χνο­λο­γί­ας, ἐ­πι­φά­νειας 16,25m2, κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἐ­ξ’ ὁ­λο­κλή­ρου ἀ­πὸ ἐ­πα­να­χρη­σι­μο­ποι­ού­με­να ὑ­λι­κὰ καὶ μὲ μη­δε­νι­κὴ κα­τα­νά­λω­ση συμ­βα­τι­κῆς ἐ­νέρ­γειας, το­πο­θε­τή­θη­κε στὴν Times Square τῆς Ν. Ὑ­όρ­κης, θυ­μί­ζον­τας μιὰ μι­κρὴ ὄ­α­ση βγαλ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ μέλ­λον. Πη­γὴ ἔμ­πνευ­σης αὐ­τῆς τῆς ἐγ­κα­τά­στα­σης τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ γλύ­πτη καὶ εἰ­κα­στι­κοῦ Fernan­do Mastran­gelo ἀ­πο­τέ­λε­σε ἡ εὐ­αι­σθη­το­ποί­η­σή (του) γιὰ τὴν κλι­μα­τι­κὴ ἀλ­λα­γή, ἀλ­λὰ καὶ ἡ πε­ποί­θη­σή του γιὰ τὴν ὀρ­γα­νι­κὴ σχέ­ση φύ­σης-ἀν­θρώ­που, ἡ ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρι­στεῖ, κα­θὼς «ἡ σύγ­χρο­νη τε­χνο­λο­γί­α καὶ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κὴ μᾶς ἔ­χουν εἰ­σαγά­γει σὲ μιὰ νέ­α ὑ­λι­κό­τη­τα κι ἔ­χουν ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σει τὰ ὅ­ρια τῆς φαν­τα­σί­ας μας σὲ αὐ­τὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ροῦ­με νὰ οἰ­κο­δο­μή­σου­με στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».


Θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις

 

Ἡ Renate Brosch, κα­θη­γή­τρια ἀγ­γλι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Στουτ­γάρ­δης, στὴν ἀ­να­κοί­νω­σή της στὸ περ­σι­νὸ 15ο Διε­θνὲς Συνέ­δριο Ἀγγλό­φω­νου Διηγή­­μα­τος στὴ Λισα­βόνα ἐ­ξέ­τα­σε τὸ δι­ή­γη­μα – φαι­νό­με­νο τῆς Kristen Rou­penian μὲ τί­τλο «Cat person» (πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση στὸ New Yorker τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 2017). Ἡ Brosch, μέ­σα ἀ­πὸ μιὰ ἄρ­τια ἀ­φη­γη­μα­το­λο­γι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση, ἐ­ξέ­τα­σε καὶ τοὺς πο­λι­τι­σμι­κοὺς δεῖ­κτες ποὺ συγ­κέν­τρω­σε ἡ Roupe­nian σὲ ἕ­να κεί­με­νο 7.000 λέ­ξε­ων ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὶς σχέ­σεις τῶν δύ­ο φύ­λων καὶ τὸ μεῖ­ζον ζή­τη­μα τῆς ἰ­σό­τη­τας, ἐ­φό­σον τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο κεί­με­νο ἐ­πη­ρέ­α­σε δρα­στι­κὰ καὶ τὸ κί­νη­μα #MeToo. H Brosch ἀ­να­φέρ­θη­κε ἐ­πί­σης στὴν τε­ρά­στια συ­νει­δη­σια­κὴ κρί­ση καὶ δι­α­νο­η­τι­κὴ σύγ­χυ­ση ποὺ προ­κά­λε­σε τὸ δι­ή­γη­μα γιὰ τὸ ποῦ τε­λει­ώ­νουν τὰ ὅ­ρια τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας καὶ ξε­κι­νοῦν τὰ ὅ­ρια τῆς πραγ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς, κα­θὼς ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­να­γνῶ­στες λο­γο­μα­χοῦ­σαν ἐ­πὶ μῆ­νες τό­σο στὸ δι­α­δί­κτυ­ο ὅ­σο καὶ σὲ ἔγ­κρι­τα δι­ε­θνῆ ἔν­τυ­πα καὶ ἀμ­φι­θέ­α­τρα με­γά­λων ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν ἱ­δρυ­μά­των ἀ­νὰ τὸν κό­σμο γιὰ τὸ ποι­ός ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο ἥ­ρω­ες —ἡ γυ­ναί­κα ἢ ὁ ἄν­τρας— εἶ­χαν δί­κιο.

       Ἂν καί, πα­ρα­δό­ξως, πρό­κει­ται γιὰ μιὰ κοι­νό­το­πη ἱ­στο­ρί­α, στὴν ὁ­ποί­α μιὰ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα συ­νά­πτει ἐ­ρω­τι­κὴ σχέ­ση μὲ ἕ­ναν με­γα­λύ­τε­ρο ἄν­τρα, τὸν ὁ­ποῖ­ο τε­λι­κὰ χω­ρί­ζει δι­ό­τι δὲν τὴν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ σὲ κα­νέ­να ἐ­πί­πε­δο κι ἐ­κεῖ­νος τὴν προ­σβά­λει, οὐ­σι­α­στι­κὰ μὴ ἀ­πο­δε­χό­με­νος τὸ δι­καί­ω­μά της νὰ ἐ­πι­λέ­γει τοὺς (ἐ­ρω­τι­κοὺς) συν­τρό­φους της ἐ­πὶ ἴ­σοις ὄ­ροις μὲ τὸν ὑ­πό­λοι­πο ἀν­τρι­κὸ πλη­θυ­σμὸ τῆς γῆς, ἡ Brosch στὰ συμ­πε­ρά­σμα­τά της ὑ­πο­στή­ρι­ξε ὅ­τι ἡ πρω­το­φα­νὴς ἔν­τα­ση καὶ δυ­να­μι­κὴ αὐ­τοῦ του δι­η­γή­μα­τος ὀ­φεί­λε­ται τε­λι­κὰ στὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἡ Rou­penian φαί­νε­ται ὅ­τι δη­μι­ούρ­γη­σε στὸ ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νὸ «μί­α αἴ­σθη­ση πραγ­μα­τι­κῶν qualia»[3].


Je sens sens le sens, αἰ­σθά­νο­μαι τὴν αἴ­σθη­ση τῆς αἴ­σθη­σης, γρά­φει ἡ οὐ­λι­πο­γρά­φος ποι­ή­τρια Michelle Grangaud στὸ Poèmes fondus τὸ 1997. Προ­η­γου­μέ­νως, τὸ 1991, με­τὰ ἀ­πὸ τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἐ­πι­χει­ρεῖ νὰ συν­θέ­σει μι­κρὰ ἀ­φη­γή­μα­τα στὴ συλ­λο­γὴ Geste, ἕ­να γιὰ κά­θε ἡ­μέ­ρα ἑ­νὸς φαν­τα­στι­κοῦ ἔ­τους, ἡ ὁ­ποί­α, σύμ­φω­να μὲ τὸν Peter Consen­stein, συ­νι­στᾶ μιὰ συλ­λο­γὴ ἀ­πὸ qualia.

       Στὴ δι­ε­θνῆ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τὰ κεί­με­να τῆς συλ­λο­γῆς ἀ­να­φέ­ρον­ται ὡς δείγ­μα­τα τοῦ νέ­ου εἴ­δους ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ξε­χω­ρι­στὴ ἐκ­πρό­σω­πο τοῦ Ou.Li.Po. Ἐ­ξάλ­λου, ὅ­πως καὶ ἡ Δυ­νη­τι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς κύ­ριους στό­χους τῆς ὁ­ποί­ας ἦ­ταν τὸ χτί­σι­μο τῆς συ­νεί­δη­σης μέ­σω τῆς σχέ­σης μνή­μη-συ­νεί­δη­ση-λο­γο­τε­χνι­κοὶ πε­ρι­ο­ρι­σμοὶ καὶ ἐ­πη­ρέ­α­σε ὣς ἕ­να βαθ­μὸ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη καὶ δι­ά­δο­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ἡ τε­λευ­ταί­α φαί­νε­ται νὰ συ­νι­στᾶ ἤ­δη ἕ­να ἀρ­χι­πέ­λα­γος ἀ­πὸ εὑ­ρή­μα­τα γιὰ τὸν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο καὶ γιὰ τὸ πῶς αὐ­τὸς ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὸν κό­σμο γύ­ρω του ποὺ ἀλ­λά­ζει μὲ ἀ­σύλ­λη­πτη τα­χύ­τη­τα.



Προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης

 


Τὸ βι­βλί­ο τῆς Dorrit Cohn, Δι­α­φα­νῆ πρό­σω­πα, ἀ­φη­γη­μα­τι­κοὶ τρό­ποι γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α­ση τῆς συ­νεί­δη­σης στὴ μυ­θο­πλα­σί­α (μτφρ. Δή­μη­τρα Μπε­χλι­κού­δη, Ἐκ­δό­σεις Παπαζήση, Ἀ­θή­να 2001).


Τὸ ἄρ­θρο τῆς Maria Popova γιὰ τὸ πῶς τὰ qualia τῶν ἐμπειριῶν μας φωτίζουν τὸ κεντρικὸ μυστήριο τῆς συνείδησης, σύμ­φω­να μὲ τὸν νευ­ρο­ε­πι­στή­μο­να Christof Koch (στὴν ἀγ­γλι­κή).


Ἡ δι­ε­θνὴς ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας Forward: 21st century flash fiction (Aforemen­tion­ed Produ­ctions, 2019) σὲ ἐ­πι­μέ­λεια τῆς Ἀ­φρο-Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Me­gan Gid­dings, γνω­στῆς ἐκπρο­σώπου τοῦ εἴδους, μὲ συγ­γρα­φεῖς ἐ­κτός του ἀγ­γλο­σα­ξω­νι­κοῦ κι εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πε­δί­ου πα­ρα­γω­γῆς (στὴν ἀγ­γλι­κή).


Ὁ K.M. Elkes δια­βάζει στὰ ἀγ­γλι­κὰ τὶς «Ἀ­κρό­τη­τες» («Extremities») τὸν Ὀ­κτώ­βριο 2019 (διά­ρκεια 2:33 λ.).




Τὸ Inter­national Wri­ting Pro­gram (IWP) τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Iowa ξε­κι­νά­ει στὶς 15 Νο­εμ­βρί­ου ἕως 31 Δε­κεμ­βρί­ου, τὸ δι­ε­θνὲς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ πρό­γραμ­μα (MOOC) μὲ τί­τλο Hid­den Mea­nings: Crea­tive Fi­ction, Non-fi­ction, and Facts, τὸ ὁ­ποῖ­ο μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νεὶς δω­ρε­ὰν μέ­σῳ δι­α­δι­κτύ­ου.


Ἀ­πὸ 1η Δε­κεμ­βρί­ου 2019 ἕως 15η Φε­βρου­α­ρί­ου 2020 θὰ εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὴ ἡ πρό­σκλη­ση ὑ­πο­βο­λῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν πρὸς ἐ­πι­λο­γὴ γιὰ τὴ δι­ε­θνῆ ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ ἐκ­δί­δε­ται κά­θε χρό­νο στὸ πλαί­σιο τῆς Ἐθνι­κῆς Ἡμέ­ρας Μικρο­μυθο­πλασίας στὴ Μ. Βρε­τα­νί­α.


[1] . Easterling P.E.– Knox B.B.W., Ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς γραμ­μα­τεί­ας, μτφρ. Κ. Κο­νο­μῆ, Χ. Γρίμ­πα, Μ. Κο­νο­μῆ, 5η ἔκ­δο­ση, Ἐκ­δό­σεις Πα­πα­δή­μα, Ἀ­θή­να 2000.
[2] . Δι­α­κρί­θη­κε στὸν δι­α­γω­νι­σμὸ Bath Flash Fi­ction Award τὸν Φε­βρουά­ριο τοῦ 2016 καὶ εἶ­ναι συ­νε­πι­κε­φα­λῆς μὲ τὴν Βρε­τα­νί­δα Dia­ne Sim­mons τῆς Ἐθνι­κῆς Ἡμέ­ρας Μικρο­μυθο­πλα­σίας γιὰ τὸ 2020 στὴ Μ. Βρε­τα­νί­α.
[3] . Τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὰ qua­lia; Ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε ὁ Luis Armstrong τί εἶ­ναι ἡ μου­σι­κὴ jazz, ἀ­πάν­τη­σε, Ἐ­ὰν χρει­ά­ζε­ται νὰ ρω­τή­σεις, πο­τὲ δὲν πρό­κει­ται νὰ μά­θεις, ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς φιλό­σοφος  Daniel C. Dennett σὲ σχε­τικὸ ἄρθρο του, ὅ­που ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ ἕ­ναν ἀ­νοί­κει­ο ὄ­ρο, τὸν ὁ­ποῖ­ο πρῶ­τος χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὸ 1929 ὁ C.I. Lewis, γιὰ ὅ,τι μᾶς εἶ­ναι πιὸ οἰ­κεῖ­ο, δη­λα­δὴ γιὰ τὸ πῶς φαί­νον­ται τὰ πράγ­μα­τα ἀ­πο­κλει­στι­κὰ σὲ ἐ­μᾶς τοὺς ἴ­διους.
            Αὐ­τὲς οἱ φαι­νό­με­νες ποι­ό­τη­τες εἶ­ναι οἱ δευ­τε­ρεύ­ου­σες ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν ἐμ­πει­ρι­κῶν μας δε­δο­μέ­νων (τὰ αἰ­σθη­τη­ρια­κὰ δε­δο­μέ­να, τὰ ὑ­πο­κει­με­νι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των ἐμ­πει­ρι­ῶν μας, π.χ. ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ κόκ­κι­νου χρώ­μα­τος, ἢ τοῦ πό­νου, κα­θε­αυ­τ;eς) καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­κό­μα ἕ­να δυ­σε­πί­λυ­το πρό­βλη­μα γιὰ τὴν ἐ­πι­στή­μη, ἐ­φό­σον δὲν ὑ­πάρ­χει θε­ω­ρη­τι­κὴ θε­με­λί­ω­ση τῆς ὕ­παρ­ξής τους, πα­ρὰ τὴ μα­κρὰ ἱ­στο­ρί­α τους. Ἐν­το­πί­ζον­ται ἤ­δη στὴ δι­ά­κρι­ση τῶν αἰ­σθή­σε­ων σὲ πρω­τεύ­ου­σες καὶ δευ­τε­ρεύ­ου­σες ἀ­πὸ τὸν Γα­λι­λαῖ­ο, σύμ­φω­να μὲ τὸν Ric­car­do Man­zotti (The case for qualia, ed. Edmond Wright, Bradford Books, 2008), στὶς προ­σπά­θει­ες τοῦ Goethe νὰ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει τὴν ψυ­χο­λο­γί­α τῆς ἀν­τί­λη­ψης καὶ τοῦ συ­ναι­σθή­μα­τος τῶν χρω­μά­των, ἀ­κό­μα καὶ στὴν ἀ­πο­ρί­α τοῦ Alan Tu­ring γιὰ τὸ ἂν ἕ­νας ὑ­πο­λο­γι­στὴς θὰ μπο­ροῦ­σε ποτὲ νὰ ἀπο­λαύ­σει φρά­ου­λες καὶ κρέ­μα γά­λα­κτος, ἀλ­λὰ ἂν ἰ­σχύ­ουν ἐν­δέ­χε­ται νὰ ὑ­πό­κειν­ται σὲ ἀλ­λα­γές, ἰ­δι­ό­τη­τα ποὺ συ­νά­δει μὲ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ τὴ ζω­ὴ ἐν γέ­νει.


Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#9: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»] (13-09-2019)

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).


Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μι
κροῦ) (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014)

καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.


Εἰκόνα: Ἔμβρυο χελώνας τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἐ­πι­χρω­μα­τι­στεῖ μὲ φω­σφο­ροῦ­χα χρώ­μα­τα μέ­σῳ τῆς στε­ρε­ο­σκο­πι­κῆς μι­κρο­σκο­πι­κῆς τε­χνι­κῆς. Πρῶτο βρα­βεῖο στὸ φε­τι­νὸ δι­ε­θνῆ δι­α­γω­νι­σμὸ μι­κρο­φω­το­γρα­φί­ας Nikon Small World 2019, μὲ νι­κή­τρι­ες τὶς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δες Teresa Zgoda καὶ Teresa Kugler, εἰ­δι­κευ­ό­με­νες στὴ μι­κρο­σκο­πί­α, ἕ­ναν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ κλά­δο ποὺ συν­δυά­ζει τὴν τέ­χνη μὲ τὴν ἐ­πι­στή­μη.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: [«Δαχτυλίδια τὰ πάντα…»]

[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Δί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#9]

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου



ΤΟ 2014 ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ καὶ πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὸ 8ο Διε­θνές Συνέ­δριο Μικρο­μυ­θο­πλασίας στὸ Kentucky ἡ ἀν­θο­λο­γί­α Short, σὲ ἐ­πι­μέ­λεια τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ κα­θη­γη­τῆ στὸ Columbia Alan Zie­gler. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἐ­πι­χεί­ρη­σε νὰ κα­λύ­ψει πέν­τε αἰ­ῶ­νες τῆς (πο­λὺ) σύν­το­μης πε­ζο­γρα­φι­κῆς φόρ­μας, μὲ κεί­με­να ἕ­ως 1.250 λέ­ξεις σὲ χρο­νο­λο­γι­κὴ σει­ρά, ἀ­πὸ 24 χῶ­ρες τοῦ δυ­τι­κοῦ κό­σμου. Στὴν ἀν­θο­λο­γί­α πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται 193 κυ­ρί­ως ἀγ­γλό­φω­νοι λο­γο­τέ­χνες, ἕ­πον­ται οἱ γαλ­λό­φω­νοι καὶ ἀ­κο­λου­θοῦν λι­γό­τε­ροι ἱ­σπα­νό­φω­νοι, ἰ­τα­λό­φω­νοι καὶ ἄλ­λοι ποὺ τὴν καλ­λι­έρ­γη­σαν, συ­στη­μα­τι­κὰ ἢ πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, πα­λαι­ό­τε­ροι (π.χ. Bierce, Chopin, Woolf, Borges, Renard, Queneau, Beckett, Cortazar, Barthes, Calvino, O’Hara, Lispe­ctor) καὶ σύγ­χρο­νοι (π.χ. At­wood, Valen­zuela, Hempel, Keret, Bender, Eggers, Alomar). Μύ­θοι, μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες, πε­ζο­γρα­φή­μα­τα, πε­ζο­ποι­ή­μα­τα, ἀ­φο­ρι­σμοί, ἀ­νέκ­δο­τα, λί­στες, στο­χα­σμοί, ψευ­δο-δο­κί­μια, ψευ­δο-λε­ξι­κο-λήμ­μα­τα, ψευ­δο-ἀγ­γε­λί­ες καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα σύν­το­μα κεί­με­να ἀν­θο­λο­γοῦν­ται στὸν τό­μο.

       Εὑ­ρη­μα­τι­κὴ εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ Ziegler, ἀν­τὶ εἰ­σα­γω­γι­κοῦ ση­μει­ώ­μα­τος νὰ πα­ρου­σιά­σει μιὰ φαν­τα­στι­κὴ δη­μό­σια συ­νο­μι­λί­α τὴν ὁ­ποία συν­το­νί­ζει στὸ κα­τά­με­στο Thé­âtre de Splen­dide Hotel. Μὲ σει­ρὰ ἐμ­φά­νι­σης στὴ ζω­γρα­φι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸν Manet σκη­νή, ἀλ­λὰ καὶ δι­ά­σπαρ­τους ἀ­νά­με­σα στοὺς θε­α­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ἐ­πί­τι­μα μέ­λη μιᾶς ἐ­πι­νο­η­μέ­νης δι­ε­θνοῦς Ἑ­ται­ρεί­ας Σύν­το­μης Πε­ζο­γρα­φί­ας, ὁ­μι­λη­τὲς εἶ­ναι οἱ Luis «Aloysius» Ber­trand, Poe, Bau­delaire, Mal­larmé, Rim­baud, Patti Smith, Paul Simon, Mon­taigne, Jean-Jacques Rous­seau, Breton, Juan Ramón Jimé­nez, Alten­berg, Kafka, Edson, Lydia Davis, Deb Olin Un­ferth, Paz, Gu­stave Kahn, Stuart Merril, Max Jacob καὶ Maxine Cher­noff. Στὸ κλεί­σι­μο αὐ­τῆς τῆς συ­ναρ­πα­στι­κῆς βρα­διᾶς ὁ Ziegler τοὺς εὐ­χα­ρι­στεῖ ὅ­λους καὶ τοὺς εὔ­χε­ται νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν ἀ­σφα­λεῖς στοὺς τό­πους τους καὶ κυ­ρί­ως στὶς χρο­νι­κὲς πε­ρι­ό­δους στὶς ὁ­ποῖ­ες ἔ­ζη­σαν καὶ με­γα­λούρ­γη­σαν.

       Πα­ρό­λα αὐ­τά, τό­σο στὴν ἀν­θο­λο­γί­α, ὅ­σο καὶ σὲ αὐ­τὸ τὸ φαν­τα­στι­κὸ συμ­πό­σιο εἶ­ναι αἰ­σθη­τὴ ἡ ἀ­που­σί­α κά­ποι­ων κύ­ρι­ων ἐκ­προ­σώ­πων τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ὅ­πως οἱ Chekhov, Torri, Kawa­bata, Heming­way, Aub, Brau­tigan, Carver, Jaeg­gy, Oxtoa, κ.λπ.

       Ὡς ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὸ δεῖγ­μα ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ πε­ρί­πτω­ση στὴν ἀν­θο­λο­γί­α πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ «Συμ­πλή­ρω­σις Φορ­τη­γοῦ Ἀ­τμό­πλοι­ου» τοῦ Ἀν­δρέ­α Ἐμ­πει­ρί­κου ἀ­πὸ τὴν Ὑ­ψι­κά­μι­νο, τὴν πρώ­τη του συλ­λο­γὴ ἑ­ξήν­τα-τρι­ῶν πε­ζό­μορ­φων ποι­η­μά­των (Ἐκ­δό­σεις Κα­στα­λί­α, Ἀ­θή­να, 1935), ὅ­που πε­ρι­έ­χε­ται καὶ τὸ «Τρι­αν­τά­φυλ­λα στὸ πα­ρά­θυ­ρο», στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Ἐμ­πει­ρί­κος γρά­φει: «[…] Σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς μας εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη. Σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς μας εἶ­ναι ἡ ἀ­τε­λεύ­τη­τη μά­ζα μας. Σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς μας εἶ­ναι ἡ λυ­σι­τε­λὴς πα­ρα­δο­χὴ τῆς ζω­ῆς μας καὶ τῆς κά­θε μας εὐ­χῆς ἐν παν­τὶ τό­πῳ εἰς πᾶ­σαν στιγ­μὴν εἰς κά­θε ἔν­θερ­μον ἀ­να­μό­χλευ­σιν τῶν ὑ­παρ­χόν­των. Σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς μας εἶ­ναι τὸ σε­ση­μα­σμέ­νον δέ­ρας τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας».


Πρό­σφα­τα κυ­κλο­φό­ρη­σε στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των τοῦ 1960 Οἰκογενειακοί δεσμοί (Ἀν­τί­πο­δες, 2019) τῆς Βρα­ζι­λιά­νας Clarice Lispector, ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α τοῦ Ziegler. Ἡ ἐμ­βρι­θής, ἀ­φαι­ρε­τι­κὴ μα­τιά της, ἡ ἐκ­φρα­στι­κὴ ἁ­πλό­τη­τα καὶ ἡ φαν­τα­σί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὸ ὕ­φος της. Στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς μὲ τί­τλο Ἡ μι­κρό­τε­ρη γυ­ναί­κα στὸν κό­σμο ὁ Γάλ­λος ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς Marcel Pretre ἀ­να­κα­λύ­πτει στὰ βά­θη τῆς Ἀ­φρι­κῆς μί­α φυ­λὴ Πυγ­μαί­ων. Πλη­ρο­φο­ρεῖ­ται, ὅ­μως, ὅ­τι βα­θύ­τε­ρα στὴ ζούγ­κλα ὑ­πάρ­χουν ἀ­κό­μα πιὸ μι­κρό­σω­μα πλά­σμα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐν­το­πί­ζει στὸ ἀ­να­το­λι­κὸ Κον­γκὸ καὶ σπεύ­δει νὰ τὰ με­λε­τή­σει μὲ ἀ­δη­φά­γο ἐν­δι­α­φέ­ρον. Ἀ­νά­με­σά τους ὑ­πάρ­χει μί­α ἔγ­κυ­ος νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα ποὺ ζεῖ στὴν κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς δέν­τρου μα­ζὶ μὲ τὸν σύν­τρο­φό της, τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς ἀ­πο­κα­λεῖ Μι­κρὸ Λου­λού­δι, κι ἔκ­πλη­κτος δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι εἶ­ναι ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς ἀ­νι­δι­ο­τε­λοῦς ἀ­γά­πης, τῆς κα­τά­φα­σης ἑ­αυ­τοῦ καὶ τῆς χα­ρᾶς τῆς ζω­ῆς. Ἡ γλωσ­σι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τους εἶ­ναι σχε­δὸν ἀ­δύ­να­τη, ὅ­μως τὸ μυ­στή­ριο, πη­γαῖ­ο καὶ ζε­στὸ γέ­λιο της, δι­ορ­θώ­νει ὄ­χι μό­νο αὐ­τὴ τὴν ἐ­πι­κοι­νω­νια­κὴ δυσ­λει­τουρ­γί­α, ἀλ­λά, μὲ μπερ­ξο­νι­κοὺς ὅ­ρους[1], ἀν­τι­στρέ­φει τὸ δί­πο­λο τοῦ πο­λι­τι­σμέ­νου-ἀ­πο­λί­τι­στου καὶ δι­α­σφα­λί­ζει τὴν ἁρ­μο­νι­κὴ συμ­βί­ω­ση, συμ­πά­θεια καὶ συ­νεν­νό­η­ση ἀ­νά­με­σα σὲ δύ­ο ἄ­γνω­στα καὶ ἀ­νό­μοι­α πλά­σμα­τα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἴ­δους ποὺ προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς κό­σμους[2].

       Στὸ με­τα­ξύ, ἡ φω­το­γρα­φί­α της γί­νε­ται πρω­το­σέ­λι­δο σὲ κυ­ρι­α­κά­τι­κες ἐ­φη­με­ρί­δες. Οἱ ἀν­τι­δρά­σεις ποὺ προ­κα­λεῖ ἡ θέ­α­ση αὐ­τῆς τῆς μαυ­ρι­δε­ρῆς —σὰν πί­θη­κος— καὶ μι­κρο­σκο­πι­κῆς ἐγ­κυ­μο­νού­σας, εἶ­ναι ποι­κί­λες κι ἐ­γεί­ρουν δι­α­χρο­νι­κὰ κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ καὶ φι­λο­σο­φι­κὰ ζη­τή­μα­τα γιὰ τὴ δι­α­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, τὶς ὁ­ποῖ­ες ἡ Lispector ἐ­πι­νο­εῖ καὶ με­τα­φέ­ρει μὲ ἐν­τυ­πω­σια­κὴ εὐ­στο­χί­α. Ἄλ­λοι θαυ­μά­ζουν, χλευά­ζουν, ἀ­πε­χθά­νον­ται ἢ λυ­ποῦν­ται τὴ μι­κρο­σκο­πι­κὴ γυ­ναί­κα, ἄλ­λοι ταυ­τί­ζον­ται μα­ζί της. Μιὰ γυ­ναί­κα θυ­μᾶ­ται μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ εἶ­χε ἀ­κού­σει γιὰ κά­ποι­α κο­ρί­τσια ποὺ με­γά­λω­ναν σὲ ἕ­να ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο χω­ρὶς παι­χνί­δια καὶ κοῦ­κλες καὶ ὅ­ταν πέ­θα­νε ἕ­να κο­ρι­τσά­κι ἀ­πέ­κρυ­ψαν τὸ γε­γο­νὸς ἀ­πὸ τὶς ὑ­πεύ­θυ­νες του ἱ­δρύ­μα­τος καὶ νε­κρὸ τὸ ἐ­πλε­ναν, τὸ τά­ϊ­ζαν καὶ τὸ τι­μω­ροῦ­σαν γιὰ νὰ τὸ πα­ρη­γο­ρή­σουν με­τὰ φι­λών­τας το στορ­γι­κά.

       Ἡ Lispector ἐγ­κι­βω­τί­ζον­τας δι­ά­φο­ρες ἱ­στο­ρί­ες στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μά της φω­τί­ζει καὶ τὴν πα­θο­λο­γι­κὴ πλευ­ρὰ τῆς ἀ­γά­πης. Πα­ράλ­λη­λα, ὅ­μως, το­νί­ζει καὶ τὴ γο­η­τεί­α ποὺ μᾶς ἀ­σκεῖ τὸ μικρό, τὸ ὁποῖο εἶναι ὡραῖο, σύμ­φω­να καὶ μὲ τὴ θε­ω­ρί­α τοῦ Claude Levi-Strauss γιὰ τὸ modèle rèduit.

       «Τὰ παι­διὰ δι­α­θέ­τουν τὴ φαν­τα­σί­α τους. Εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρα», ἀ­να­φέ­ρει ἡ Lispector στὴ μοναδικὴ τηλεοπτικὴ συνέντευξή της τὸν Φε­βρουά­ριο τοῦ 1977, ἐν­νιὰ μῆ­νες πρὶν ἀ­πο­βι­ώ­σει. «Στὰ δεκα­τρία μου δι­ά­βα­σα τὸν Λύ­κο τῆς στέπ­πας τοῦ Hesse. Ἦ­ταν σόκ. Τό­τε ἄρ­χι­σα νὰ γρά­φω μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ δὲν θὰ εἶ­χε τέ­λος. Τὴν ἔ­σκι­σα καὶ τὴν πέ­τα­ξα τε­λι­κά – με­τὰ ἀ­πὸ χρό­νια», λέ­ει σὲ κά­ποι­ο ση­μεῖ­ο, ἐ­νῶ δύ­ο φο­ρὲς το­νί­ζει: «Γρά­φω ἁ­πλά, ξέ­ρε­τε. Δὲν ἐ­πεν­δύ­ω ὅ,τι γρά­φω.» Στὴν ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ δη­μο­σι­ο­γρά­φου «Ποι­ός θε­ω­ρεῖ­τε ὅ­τι εἶ­ναι ὁ ρό­λος τοῦ Βρα­ζι­λιά­νου συγ­γρα­φέ­α σή­με­ρα;» ἀ­παν­τά­ει: «Νὰ μιλάει ὅσο λιγότερο γίνεται». Ἐ­νῶ σὲ κά­ποι­ο ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ὅ­που ὁ δη­μο­σι­ο­γρά­φος θί­γει τὸ θέ­μα τῆς ἑρ­μη­τι­κό­τη­τας ποὺ ἔ­χουν κά­ποι­α κεί­με­νά της ἀ­πο­δέ­χε­ται τὴν κρι­τι­κὴ αὐ­τή, λέ­γον­τας ὅ­τι ἡ ἴ­δια τὰ κα­τα­λα­βαί­νει, ὅ­πως καὶ με­ρι­κοὶ ἀ­να­γνῶ­στες της ποὺ ἔ­μα­θαν νὰ τὴν κα­τα­νο­οῦν μὲ τὸν και­ρὸ καὶ αὐ­τὸ τῆς εἶ­ναι ἀρ­κε­τό. Πα­ρό­λα αὐ­τά, πα­ρα­δέ­χε­ται ὅ­τι τὸ μό­νο δι­ή­γη­μά της ποὺ πα­ρα­μέ­νει μυ­στή­ριο ἀ­κό­μα καὶ γιὰ τὴν ἴ­δια[3] εἶ­ναι τὸ «O ovo e a galinha» («Τὸ αὐ­γὸ καὶ ἡ κό­τα» – «The egg and the chicken»). Πράγ­μα­τι, σὲ αὐ­τὸ ἀν­τα­να­κλᾶ­ται ἡ ἄ­πο­ψή της ὅ­τι ἡ λο­γο­τε­χνί­α δὲν ἀλλάζει τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅ­τι ἡ ζω­ὴ προ­η­γεῖ­ται καὶ ὅ­τι ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη ση­μαί­νει ἀ­νι­δι­ο­τέ­λεια. Στὴν ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ δη­μο­σι­ο­γρά­φου, «Πο­λε­μᾶ­τε μὲ τὴ συγ­γρα­φέ­α Clarice Lispector;» ἀ­παν­τά­ει: «Ὄ­χι. Ἀ­φή­νω τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι.»


«Λοι­πόν, αὐ­τὸς ποὺ γύ­ρευ­α εἶ­μαι» εἶ­ναι ὁ πέμ­πτος ἀ­πὸ τοὺς δέ­κα συ­νο­λι­κὰ στί­χους τοῦ ποι­ή­μα­τος «Λα­κω­νι­κόν» του Ὀ­δυσ­σέ­α Ἐ­λύ­τη ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ του Ἕ­ξι καὶ μί­α τύ­ψεις γιὰ τὸν οὐ­ρα­νό ποὺ πρω­το­εκ­δό­θη­κε τὴν ἴ­δια χρο­νιὰ μὲ τοὺς Οἰ­κο­γε­νεια­κοὺς δε­σμούς τῆς Lispector. Σὲ αὐ­τὸν τὸν στί­χο, σύμ­φω­να μὲ τὸν Μ. Ζ. Κο­πι­δά­κη[4], ἐν­το­πί­ζε­ται τὸ πυ­κνὸ πλέγ­μα δι­ά­φο­ρων φι­λο­σο­φι­κῶν κα­τα­βο­λῶν ἀ­πὸ τὸν Ἠ­ρά­κλει­το, τὸν Πίν­δα­ρο, τὸν Καρ­τέ­σιο καὶ τὴ φι­λο­σο­φί­α τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ.


Ὁ Σύ­ριος ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος Osama Alomar, Ἀ­με­ρι­κα­νὸς ὑ­πή­κο­ος πλέ­ον, ὅ­ταν τὸ 2008 με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η.Π.Α. βι­ο­πο­ρι­ζό­ταν ὡς ὁ­δη­γὸς τα­ξὶ στὸ Σι­κά­γο. Τὸ 2010 δη­μο­σι­εύ­θη­καν ἑ­πτὰ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες του στὸ ἴ­διο τεῦ­χος μὲ τὴν Lydia Davis στὸ Noon, τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ τῆς Diane Williams. Τὸ 2014 συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στὴν ἀν­θο­λο­γί­α τοῦ Ziegler, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔχει ἐ­πι­ση­μά­νει τὴν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τά του. Τὸ 2017 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ πρώ­τη συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τοῦ The teeth of the comb & other stories (Τὰ δόν­τια τῆς χτέ­νας καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες). Σὲ μιὰ συ­νέν­τευ­ξή του ἀ­φη­γεῖ­ται τὰ χρό­νια της ἐ­κρί­ζω­σής του ἀ­πὸ τὴ χώ­ρα τοῦ πρὶν ξε­σπά­σει ὁ πό­λε­μος καὶ τὴν πε­ρι­πέ­τειά του νὰ ξα­να­βρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ νὰ ἐν­σω­μα­τω­θεῖ στὴν ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ κουλ­τού­ρα. Σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α (al-qisa al-qasira jiddanal-uqsusa al-qasira στὰ ἀ­ρα­βι­κὰ) ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι τὸν ἐκ­φρά­ζει ἐ­πει­δὴ εὐ­νο­εῖ καὶ τὸ στο­χα­σμό. Στὴ συ­νέν­τευ­ξη δι­α­βά­ζει μί­α ἀ­πὸ τὶς γνω­στό­τε­ρες μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες του, «The stake» («Τὸ πα­λού­κι»): ἕ­νας σπου­δαῖ­ος συγ­γρα­φέ­ας ἐ­ξα­ναγ­κά­ζε­ται νὰ κα­θί­σει ἐ­πά­νω στὴν ἴ­δια τοῦ τὴν πέ­να μέ­χρι τὸ αἷ­μα του νὰ γί­νει μπλέ, ὡς ποι­νὴ γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κή του ὀ­ξυ­δέρ­κεια καὶ τὴν ἀν­τί­δρα­σή του στὴν κα­θε­στω­τι­κὴ λο­γο­κρι­σί­α. Ἔ­τσι με­τα­μορ­φώ­νε­ται σὲ ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς ἐ­κλε­κτοὺς δι­α­νο­ού­με­νους τῆς χώ­ρας του καὶ βά­ζει μυα­λὸ διὰ παν­τός.

       Ἴ­σως ὑ­πόρ­ρη­τα αὐ­τὴ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Alomar νὰ συν­δι­α­λέ­γε­ται μὲ τὴν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Ba­rnes» τοῦ Βο­λι­βια­νοῦ Ed­mu­ndo Paz Sol­dán, στὴν ὁ­ποί­α ἕ­νας ἄν­τρας κα­τα­δι­κά­ζε­ται σὲ θά­να­το γιὰ τὴ δο­λο­φο­νί­α τοῦ προ­έ­δρου τῆς χώ­ρας του κι ἑ­κα­τον­τά­δων στρα­τι­ω­τῶν καὶ λό­γῳ του ὅ­τι εἰ­σπράτ­τει ἀ­να­γνώ­ρι­ση καὶ ἀ­πο­κτᾶ νό­η­μα ἡ ὕ­παρ­ξή του δη­λώ­νει ἔ­νο­χος γιὰ ὅ­λα τα φρι­χτὰ ἐγ­κλή­μα­τα ποὺ τοῦ κα­τα­λο­γί­ζουν, ἐ­νῶ εἶ­ναι ἀ­θῶ­ος, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν ἄποψη τοῦ T.S. Eliot ὅ­τι σκο­πὸς τῆς λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­ναι νὰ με­τα­τρέ­ψει τὸ αἷ­μα σὲ με­λά­νι.


«Τὸ ὀ­ξεί­διο τοῦ σι­δή­ρου προ­ερ­χό­ταν ἀ­πὸ τὶς κόκ­κι­νες φλέ­βες ἑ­νὸς πε­τρώ­μα­τος στὸν γκρε­μὸ γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­να κλει­στὸ φα­ράγ­γι τῆς ἐ­ρή­μου.» Ἔ­τσι ξε­κι­νά­ει ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «For Those of You Who Don’t Un­derstand, That’s What You Call Real Love» στὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τῶν John Brantin­gham καὶ Grant Hier ποὺ κυ­κλο­φό­ρη­σε πρό­σφα­τα μὲ τί­τλο Cali­fornia Conti­nuum (Pelekinesis, 2019). Τὸ τοῦ­βλο ποὺ εἶ­χε κα­τα­σκευα­στεῖ ἀ­πὸ τo συγ­κε­κρι­μέ­νο πέ­τρω­μα ἔ­σπα­σε στὸ κε­φά­λι τοῦ ἥ­ρω­α, Denny Reginald, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν ταρα­χῶν τοῦ 1992 στὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες μὲ τοὺς 63 νε­κροὺς καὶ τοὺς χι­λιά­δες τραυ­μα­τί­ες καὶ συλ­λη­φθέν­τες. Οἱ κα­τα­σταλ­τι­κὲς ἐ­πι­θέ­σεις τῶν ἀ­στυ­νο­μι­κῶν, ἡ δι­ά­σω­ση τοῦ Denny, ὁ ἐγ­κλει­σμός του στὸ ἀ­να­μορ­φω­τή­ριο καὶ ἡ ἀ­θώ­ω­σή του στὴ δί­κη ἐ­ξι­στο­ροῦν­ται μὲ ρε­α­λι­σμὸ καὶ οἰ­κο­νο­μί­α λό­γου. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μὲ τὴν αἰ­σι­ό­δο­ξη μα­τιὰ τοῦ ἥ­ρω­α ἀ­πέ­ναν­τι σὲ αὐ­τὴ τὴν πα­ρά­νοι­α: πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν πολ­λῶν με­ταγ­γί­σε­ών του γιὰ νὰ σω­θεῖ ἡ ζω­ή του κα­νέ­νας δὲν ἔ­δω­σε ση­μα­σί­α στὸ χρῶ­μα τοῦ αἵ­μα­τος, «ἀλ­λὰ ἦ­ταν πι­θα­νὸν κόκ­κι­νο», ἴ­διο γιὰ ὅ­λους.

       Ἡ συλ­λο­γὴ ἀ­παρ­τί­ζε­ται ἀ­πὸ 70 μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες, μὲ θέ­μα τὴ με­τα­νά­στευ­ση, τὸ ρα­τσι­σμό, τὸν πό­λε­μο καὶ τὶς κλο­νι­σμέ­νες δι­α­πο­λι­τι­σμι­κὲς σχέ­σεις στὸ δι­α­χρο­νι­κὸ ἄ­ξο­να, κα­θὼς τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα τῶν δύ­ο συγ­γρα­φέ­ων στό­χευ­ε ἐ­ξαρ­χῆς νὰ κα­λύ­ψει 13.000 χρό­νια συν­δέ­σε­ων καὶ με­τα­το­πί­σε­ων στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς Κα­λι­φόρ­νιας.


 

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Σύμ­φω­να μὲ τὴν Vio­le­ta Ro­jo, κα­θη­γή­τρια στὸ Uni­versi­dad Si­mon Bo­li­var (Κα­ρά­κας, Βε­νε­ζου­έ­λα), με­τὰ ἀ­πὸ 30 ἔ­τη ἐν­δε­λε­χοῦς ἔ­ρευ­νας τῆς (ἱ­σπα­νό­φω­νης) μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας τὸ νε­ο­φα­νὲς τοῦ εἴ­δους ἔγ­κει­ται στὴ συντομία. Ἀ­πὸ αὐ­τὴ ἐκ­κι­νοῦν οἱ θε­ω­ρη­τι­κὲς ἀ­πό­πει­ρες τα­ξι­νό­μη­σης καὶ οἱ ἑρ­μη­νευ­τι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις καὶ σὲ αὐ­τὴ ὀ­φεί­λον­ται ἡ συγ­γρα­φι­κὴ δυ­σκο­λί­α καὶ τὰ θε­ω­ρη­τι­κὰ ἀ­δι­έ­ξο­δα. Στὴ συν­το­μί­α κυ­ρί­ως ἀ­πο­δί­δε­ται ὁ ἀ­να­νε­ω­τι­κὸς ρό­λος καὶ ἡ πα­ρα­δο­ξό­τη­τα τοῦ εἴ­δους, νὰ πε­τυ­χαί­νει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀρ­τι­ό­τη­τα κι αἰ­σθη­τι­κὴ τέρ­ψη σὲ (πο­λὺ) μι­κρὸ κει­με­νι­κὸ χῶ­ρο.

       Ἡ συν­το­μί­α εἶ­ναι τὸ βα­σι­κὸ κρι­τή­ριο σύμ­φω­να μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο το­πο­θε­τεῖ­ται πλη­σι­έ­στε­ρα εἴ­τε στὴν πρω­τε­ϊ­κὴ φύ­ση τοῦ μύ­θου (L. Rour­ke, C. John­son, S. Dy­beck), ἢ στὴν ποί­η­ση (M. Go­mes, G. Sam­pe­rio, F. No­gu­e­rol, J. C. Oa­tes) ἢ στὸ δι­ή­γη­μα (D. Ro­as, J. Gui­ma­ra­es), ἢ στὴν ὑ­βρι­δι­κὴ[5] μορ­φὴ (Brix­vold καὶ Jor­gen­sen, L. Za­va­la, R. Bra­sca, I. Ta­ha, G. Si­les) ἢ σὲ ἕ­να νέ­ο εἶ­δος (D. Koch, W. Nel­les, B. M. Blan­co, G. Ami­hud[6]).

       Χά­ρη στὴ συν­το­μί­α της ρέ­ει σὲ ἔν­τυ­πη καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ μορ­φὴ καὶ συ­σπει­ρώ­νει τὰ δύ­ο μέ­σα. Οἱ ἐ­ρευ­νή­τρι­ες Gra­cie­la To­mas­sini καὶ Stel­la Maris Colo­mbo[7] τὴν ἔ­χουν χα­ρα­κτη­ρί­σει εὔ­στο­χα ὄ­χι ὡς τὴ δυ­τι­κό­τρο­πη, ἀγ­γλο­σα­ξο­νι­κὴ «τρο­φὴ γιὰ σκέ­ψη» («food for thought»), ποὺ ἔ­χει συ­χνὰ ἀ­το­μι­κι­στι­κὸ κι ἐ­λι­τι­στι­κὸ πρό­ση­μο, ἀλ­λὰ «μη­χα­νὴ τοῦ σκέ­πτε­σθαι[8]» («ma­qui­na de pen­sar»). Ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι φέρ­νει τὴ λο­γο­τε­χνί­α στὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα κα­θὼς δι­α­πνέ­ε­ται ἀ­πὸ συλ­λο­γι­κὸ πνεῦ­μα, δι­α­θέ­τει πο­λι­τι­κὴ δι­ά­στα­ση καὶ σύγ­χρο­νη, πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κὴ μορ­φή, ποὺ ται­ριά­ζει στὴν ψη­φια­κὴ ἐ­πο­χή μας πα­ρα­μέ­νον­τας, πα­ράλ­λη­λα, δι­α­κρι­τὴ ἀ­πὸ τὴν ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α (e-literature).

       Ἔ­τσι, συ­νο­ψί­ζουν τὸ δι­ε­θνὲς φαι­νό­με­νο μὲ τὰ πολ­λὰ ὀ­νό­μα­τα, τὸ ὁ­ποῖ­ο θε­ω­ρῶ ὅ­τι συν­δέ­ει σὰν ἁ­λυ­σί­δα δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς πο­λι­τι­σμοὺς με­τα­ξύ τους, ἀλ­λὰ καὶ σὰν ἀ­δι­ά­σπα­στος κρί­κος τὴν παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνι­κὴ πα­ρά­δο­ση μὲ τὸ μέλ­λον τῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Αὐ­τὸς ὁ κρί­κος πε­ρι­κλεί­ει ἕ­να πε­δίο ὤ­σμω­σης εἰ­δῶν καὶ ἰ­δε­ῶν καὶ συμ­βί­ω­σης δι­α­φο­ρε­τι­κῶν (πο­λι­τι­σμι­κῶν συγ)κει­μέ­νων κι ἐν­δεί­κνυ­ται γιὰ στά­ση[9]: ἐμ­πέ­δω­ση τῆς συσ­σω­ρευ­μέ­νης γνώ­σης καὶ τῆς πρα­κτι­κῆς αἰ­ώ­νων στὴ συν­το­μί­α καὶ ἀλ­λα­γὴ σκέ­ψης καὶ λό­γου.


Ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας Da­vid Dru­ry πα­ρο­μοιά­ζει τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία μὲ ἀ­πύθ­με­νη λι­μνού­λα, ἡ κα­τα­βύ­θι­ση στὴν ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γεῖ τὴν ἐκ­πλη­κτι­κὴ αἴ­σθη­ση ποὺ βι­ώ­νει κα­νεὶς σὲ μιὰ αἰ­ω­ρού­με­νη ἀ­νε­μό­σκα­λα, ὅ­ταν γλι­στρά­ει μέ­σα σὲ ἕ­να πη­γά­δι ἢ σὲ μιὰ ἀ­πό­το­μη νε­ρο­τσου­λή­θρα. Στὴν προ­σπά­θειά του νὰ ἑρ­μη­νεύ­σει τὸ φαι­νό­με­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο συμ­φω­νεῖ ὅ­τι συν­δέει τὴ λογο­τε­χνία μὲ τὴν ἐπι­στη­μο­νικὴ καὶ τε­χνο­λο­γικὴ ἐξέ­λι­ξη καὶ ἴ­σως χα­ρα­κτη­ρί­σει τὸν 21ο αἰ. (ὅ­πως δι­α­τεί­νε­ται καὶ ὁ Με­ξι­κα­νὸς θε­ω­ρη­τι­κὸς Lau­ro Zava­la), προ­σο­μοιά­ζει τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ ἕ­να ὑ­περ­σύγ­χρο­νο, μι­κρο­σκο­πι­κὸ δεν­τρό­σπι­το μὲ πε­ρι­φε­ρεια­κὰ πα­ρά­θυ­ρα καὶ φεγ­γί­τη, ἀπ’ ὅ­που μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­λαύ­σει κα­νεὶς τὴν πα­νο­ρα­μι­κὴ θέ­α καὶ νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σει τὸ σύμ­παν.


Προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης

 

Ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Ἱστο­ρίες τοῦ Βαρ­­θο­λο­­μαί­ου Ὀλί­βιε τοῦ Δημή­τρη Κα­ρα­κίτσου.


Ἡ συλ­λο­γὴ If I don’t ma­ke it, I lo­ve you 84 σύν­το­μων μαρ­τυ­ρι­ῶν μα­θη­τρι­ῶν καὶ μα­θη­τῶν, ἐ­πι­ζών­των ἀ­πὸ μα­ζι­κὲς δο­λο­φο­νι­κὲς ἐ­πι­θέ­σεις σὲ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὰ ἐκ­παι­δευ­τι­κὰ ἱ­δρύ­μα­τα ἀ­πὸ τὸ 1966 ἕ­ως τὸ 2018. Ἐ­πι­μέ­λεια: Amye Ar­cher καὶ Loren Klein­man.


Τὸ βι­βλί­ο Micro­style, The Art of Wri­ting Lit­tle τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ γλωσ­σο­λό­γου Chri­sto­pher John­son.



Ἡ ἰ­στο­σε­λί­δα τοῦ Sto­ryCorps τοῦ Da­ve I­say, ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­κί­νη­σε τὸ 2003 στὴ Ν. Ὑ­όρ­κη ἕ­να ἀρ­χεῖ­ο ἠ­χο­γρα­φή­σε­ων μὲ θέ­μα τὴν 11η Σε­πτεμ­βρί­ου καὶ συ­νε­χί­ζει ἕ­ως σή­με­ρα νὰ κα­τα­γρά­φει προ­σω­πι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες σὲ δι­ά­φο­ρες πο­λι­τεῖ­ες των Η.Π.Α.


Τὸ ἄρ­θρο τῆς Micah Perks «7 Dark Sto­ries About Mi­nia­ture Peo­ple» στὸ ὁ­ποῖ­ο προ­τεί­νει ἑ­πτὰ ἱ­στο­ρί­ες μὲ ἥ­ρω­ες μι­κρο­σκο­πι­κὰ πλά­σμα­τα, ποὺ φω­τί­ζουν σκο­τει­νὲς πτυ­χὲς τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης. Ἀ­νά­με­σά τους δι­η­γή­μα­τα τῶν Aimee Ben­der, Ma­nuel Gonza­les καὶ Cla­rice Lispe­ctor.


Τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὴν ἀ­γά­πη τοῦ δι­α­δι­κτυα­κοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ τῆς Ν. Ζη­λαν­δί­ας Flash Frontier τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2019 μὲ 57 μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες ποὺ δι­α­κρί­θη­καν δι­ε­θνῶς καὶ ἀ­νά­με­σά τους καὶ αὐτή τῆς Ἑλ­λη­νί­δας Κωνσταντίνας Σώζου–Κύρκου.


Σεπτέμβριος 2019

[1]. Γιὰ τὸν Henri Bergson, στὸ δο­κί­μιό του γιὰ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ κω­μι­κοῦ, Tο γέλιο, «εἶ­ναι μιὰ κοι­νω­νι­κὴ χει­ρο­νο­μί­α ποὺ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει καὶ κα­τα­στέλ­λει μιὰ εἰ­δι­κὴ ἀ­φη­ρη­μά­δα τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ τῶν συμ­βάν­των κι ἐκ­φρά­ζει μιὰ ἀ­το­μι­κὴ ἢ συλ­λο­γι­κὴ ἀ­τέ­λεια ἡ ὁ­ποί­α ἀ­ξι­ώ­νει δι­όρ­θω­ση. Τὸ γέ­λιο εἶ­ναι αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ δι­όρ­θω­ση».
[2]. Ἡ ἔν­νοι­α τοῦ πα­ρά­ξε­νου, πε­ρι­θω­ρια­κοῦ στοι­χεί­ου ὡς φλέ­βα ζω­ῆς δι­α­τέ­μνει καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της Agua Viva (Ζων­τα­νὸ νε­ρὸ) στὸ ὁ­ποῖ­ο γρά­φει: «Καὶ ὅ­ταν πι­στεύ­ω ὅ­τι μί­α λέ­ξη εἶ­ναι πα­ρά­ξε­νη τό­τε εἶ­ναι ποὺ πε­τυ­χαί­νει τὸ νό­η­μά της. Καὶ ὅ­ταν πι­στεύ­ω ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι πα­ρά­ξε­νη τό­τε εἶ­ναι ποὺ ἀρ­χί­ζει ἡ ζω­ή.»
[3]. Σὲ αὐ­τὸ κο­ρυ­φώ­νε­ται ἡ ἐσω­τε­ρικὴ σχέ­ση ποὺ ἀ­νέ­πτυ­ξε τὸ σύ­νο­λο τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ ἔρ­γου της μὲ τὴ φι­λο­σο­φί­α, ἐ­φό­σον ἐμ­πλού­τι­σε τὴ φι­λο­σο­φι­κὴ προ­βλη­μα­τι­κή, ὅ­πως ὁ Kafka μὲ τὴ Με­τα­μόρ­φω­ση. Ὁ Δα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης καὶ στο­χα­στῆς Asger Jorn, μέν­το­ρας τοῦ ὁ­ποί­ου ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ga­ston Bache­lard, στὸ κεί­με­νό του «τί ἐστὶ ἀνθρώ­πι­νο ζῶο», ἀ­φοῦ με­λέ­τη­σε τὸ ἔρ­γο τοῦ Kafka καὶ δι­α­πί­στω­σε ὅ­τι τὸ κλει­δί στὸ ἔργο του εἶναι ἡ ἀγά­πη, στὴ συ­νέ­χεια ἐν­τρύ­φη­σε στὸ ἔρ­γο τοῦ Lautré­a­mont, τὸν ὁ­ποῖ­ο πρῶ­τος με­τέ­φρα­σε στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ὁ Ὄδ. Ἐ­λύ­της.
[4]. Κο­πι­δά­κης Μ. Ζ., «Λοι­πὸν αὐ­τὸς ποὺ γύ­ρευ­α, εἶ­μαι». Οἱ φι­λο­σο­φι­κὲς κα­τα­βο­λὲς τοῦ ἐ­λυ­τι­κοῦ στί­χου, Co­gito 3, 2005, σ.σ. 22-25.
[5]. Ἂν καὶ ὁ Ἀρ­γεν­τι­νὸς Da­vid Lagma­novich (1927-2010), ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς θε­με­λι­ω­τὲς τῆς θε­ω­ρί­ας τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δὲν ἀ­πέ­δι­δε τὸ νε­ο­φα­νὲς τοῦ εἴ­δους στὴν ὑ­βρι­δι­κό­τη­τά του, κα­θὼς πί­στευ­ε ὅ­τι ὅ­λα τα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη εἶ­ναι ὑ­βρι­δι­κὰ (Lagma­novich, Da­vid, El micror­relato hispa­noa­meri­cano, Bo­gota: Uni­ver­sidad Peda­go­gica Na­cio­nal, 2007).
[6]. Amihud Gilead, «How few words can the shor­test story have», στὸ Philo­sophy and Li­tera­ture, Vol. 32, No 1, 2008.
[7]. Colom­bo Stel­la Maris καὶ Tomas­sini Gra­ciela, «La micro­ficcion como maqui­na de pen­sar», στὸ El cue­nto en red 28, 2013, σ.σ. 30-42.
[8]. Χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς ποὺ ἴ­σως πα­ρα­πέμ­πει στὴν ἄ­πο­ψη τοῦ U. Eco ὅ­τι ἕ­να κεί­με­νο εἶ­ναι «μιὰ μη­χα­νὴ ποὺ ἔ­χει ἐ­πι­νο­η­θεῖ μὲ στό­χο νὰ ἐκ­μαι­εύ­ει ἑρ­μη­νεῖ­ες» καὶ ἀρ­χι­κὰ φαί­νε­ται νὰ συ­σχε­τί­ζε­ται μὲ τὸ καρ­τε­σια­νὸ «σκέ­φτο­μαι, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω». Ὅ­μως, βά­σει τῆς ἀ­νά­λυ­σης καὶ τεκ­μη­ρί­ω­σής του ἀ­πὸ τὶς δύ­ο ἐ­ρευ­νή­τρι­ες, θε­ω­ρῶ ὅ­τι ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς αὐ­τὸς ὑ­πορ­ρη­τα δι­α­σταυ­ρώ­νε­ται καὶ μὲ τὸ ἀρ­χαῖ­ο ἑλ­λη­νι­κὸ «σκέ­ψαι» ποὺ κι­νη­το­ποι­εῖ τὸν ἄν­θρω­πο καὶ τοῦ προ­σθέ­τει τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ δρῶν­τος ὑ­πο­κει­μέ­νου, τοῦ πο­λι­τι­κοῦ ὄν­τος. Τὸν προ­τρέ­πει νὰ βρί­σκε­ται μέ­σα στὴ ζω­ή, νὰ συμ­με­τέ­χει στὰ κοι­νά, νὰ ἔ­χει δι­α­νο­η­τι­κὴ ἐ­γρή­γορ­ση, νὰ πα­ρα­τη­ρεῖ, νὰ κα­τα­γρά­φει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση καὶ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, νὰ ἐκ­φέ­ρει λό­γο καὶ νὰ (ἀ­νὰ)στο­χά­ζε­ται.
[9]. Botha Marc, «Micro­fiction», στὸ (ἐπ.) Ein­haus Ann-Marie, The Cam­bridge Com­pa­nion to the English Short Story. Cam­bridge: Cam­bri­dge Uni­ver­sity Press (Cambri­dge Compa­nions to Li­te­ra­tu­re), 2016, σ.σ. 201–220.


Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Προηγήθηκαν:

Δελτίο#8: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στὰ ἄ­δυ­τα τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς (06-07-2019)

Δελτίο#7: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος (06-05-2019)

Δελτίο#6: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).

Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).

Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μικροῦ) (Νοέμβριος 2018).

Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).

Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).

Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014)

καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017) (Μάϊος 2018).

καὶ

Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Φω­το­γρα­φί­α: ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νη κὰρτ-πο­στὰλ τοῦ ΕΚΕΒΙ, γιὰ τὴν Παγ­κό­σμια Ἡ­μέ­ρα Ποί­η­σης, 21 Μαρ­τί­ου 2003.