[Ἡ Μικρομυθοπλασία Παντοῦ. Τρίμηνη Διεθνὴς Ἐπισκόπηση.
Δελτίο#20]
Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου
μικρομυθοπλασία: ὑπόσταση· ἀκούει κανείς;
«ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΑΝ λίγο καὶ στὸ ἄνοιγμα πρόβαλε μισὸ κίτρινο φεγγάρι. Ἕνα μεγάλο νέρινο αὐτὶ τσιτώθηκε καταμεσὶς τ’ οὐρανοῦ νὰ ἀκούσει.» Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Ἐ.Χ. Γονατά, ἀπὸ τὴ συλλογή του Ἡ Κρύπτη (1991).
Στὴ μικρομυθοπλασία της μὲ τίτλο «Στὸ αὐτί» ἀπὸ τὴ συλλογὴ της Μικροκαταρρεύσεις (2017) ἡ Μεξικανὴ Cecilia Eudave γράφει: «Θὰ σοῦ διηγηθῶ ἕνα παραμύθι, λέει. Μέσα του χωράει ὅλη μας ἡ ἱστορία […] Μπορεῖς νὰ τὴν ἀκούσεις μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, ἢ ἀκουμπώντας το στὸν τοῖχο […] Ἐντάξει, πές την. Πλησιάζει στὸ αὐτί μου καὶ συνοψίζει τὴ ζωή μας σὲ μία λέξη: μυθοπλασία, ἐνῶ τὰ χείλη ἀπομακρύνονται».
Στὴν ἴδια συλλογὴ στὴν ἱστορία μὲ τίτλο «Πιστόλια» ἡρωίδα εἶναι μιὰ καθηγήτρια. Ὅταν μπαίνει στὴν τάξη ἀκουμπάει μηχανικὰ ἐπάνω στὴν ἕδρα τὰ βιβλία, τὶς σημειώσεις καὶ τὸ πιστόλι της, ὅπως καὶ οἱ μαθητές της στὰ θρανία τους. Στὴ διάρκεια τοῦ μαθήματος συνειδητοποιεῖ πὼς τὰ ὅπλα ἔχουν πλέον ἀντικαταστήσει τὰ κινητά. Ὅταν τελειώνει τὸ μάθημα καὶ ἀδειάζει ἡ αἴθουσα καταρρέει στὴν καρέκλα της. Ξαφνικὰ συνειδητοποιεῖ ὅτι «[…] κάπου ἔξω μᾶς περίμενε ὅλους μας μιὰ σφαίρα ἀδέσποτη. Ἢ στοχευμένη».
Ὁ «Συνταγματάρχης»[1] (The Colonel) τῆς Ἀμερικανίδας Carolyn Forché εἶναι ἕνα κείμενο ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή της τὸ 1978 στὸ ὑπὸ ἐμφύλιο πόλεμο Ἒλ Σαλβαδόρ. Συμπεριλήφθηκε στὴν κομβικὴ πλέον ἀνθολογία Flash Fiction, 72 very short stories τοῦ 1992 μαζὶ μὲ τὸ «Κορίτσι» τῆς Jamaica Kincaid, τὴν «Ἀλληλουχία των κήπων» τοῦ Julio Cortázar, καθὼς καὶ μὲ ἄλλα κείμενα ἀναφορᾶς στὸ εἶδος. Ἡ Forché θέτει μὲ λακωνικὸ καὶ ὀξυδερκῆ τρόπο διαχρονικὰ ζητήματα: δράση-ἀντίδραση, ὑπευθυνότητα, συνείδηση, ἀλληλεγγύη, ἐνσυναίσθηση, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐρώτημα ἀκούει κανείς; Παρότι θεωρεῖται ἀταξινόμητο μέχρι σήμερα στὸ ὅριο ποίησης-πεζογραφίας, ἀναφέρεται ὡς ὑποδειγματικὸ στὴ θεωρία τῆς μικρομυθοπλασίας. Εἶναι τὸ ἑξῆς:
«Ὅ,τι ἔχεις ἀκούσει εἶναι ἀλήθεια. Βρέθηκα στὸ σπίτι του. Ἡ γυναίκα του ἔφερε ἕνα δίσκο μὲ καφὲ καὶ ζάχαρη. Ἡ κόρη του λιμάρισε τὰ νύχια της, ὁ γιός του ἔφυγε γιὰ τὴ νυχτερινή του ἔξοδο. Ὑπῆρχαν ἡμερήσιες ἐφημερίδες, κατοικίδια σκυλιά, ἕνα πιστόλι στὸ μαξιλάρι πίσω του. Τὸ φεγγάρι κρεμάστηκε ἄδειο στὸ μαῦρο κορδόνι του ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπίτι. Στὴν τηλεόραση ἔπαιζε μιὰ ἀστυνομικὴ σειρά. Ἦταν στὰ ἀγγλικά. Σπασμένα μπουκάλια ἦταν χωμένα μέσα στοὺς τοίχους γύρω ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ ξυρίζουν τὶς ἐπιγονατίδες ἀπὸ τὰ πόδια ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ νὰ κόβουν τὰ χέρια του σὰν δαντέλα. Τὰ παράθυρα εἶχαν ρολὰ ὅπως οἱ κάβες. Δειπνήσαμε, ἀρνίσιο καρέ, καλὸ κρασί, ἕνα χρυσὸ κουδούνι βρισκόταν ἐπάνω στὸ τραπέζι γιὰ νὰ εἰδοποιοῦν τὴν ὑπηρέτρια. Ἡ ὑπηρέτρια ἔφερε πράσινα μάνγκο, ἁλάτι, κάτι σὰν ψωμί. Ρωτήθηκα πῶς περνοῦσα στὴ χώρα. Ἔπαιξε μιὰ σύντομη διαφήμιση στὰ ἱσπανικά. Ἡ γυναίκα του μάζεψε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ τραπέζι. Ἔπειτα ξεκίνησε μιὰ ψιλοκουβέντα γιὰ τὸ πόσο δύσκολη εἶχε γίνει ἡ διακυβέρνηση. Ὁ παπαγάλος εἶπε γειά σου στὴ βεράντα. Ὁ συνταγματάρχης τοῦ εἶπε νὰ τὸ βουλώσει, καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ τραπέζι σπρώχνοντάς το. Ὁ φίλος μου μοῦ ἔγνεψε μὲ τὰ μάτια: μὴν πεῖς τίποτα. Ὁ συνταγματάρχης ἐπέστρεψε μ’ ἕνα διχτυωτὸ ταγάρι ποὺ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ νὰ κουβαλοῦν τὰ πράγματα ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖο. Τὸ ἀναποδογύρισε σκορπώντας πολλὰ ἀνθρώπινα αὐτιὰ στὸ τραπέζι. Ἔμοιαζαν μὲ ἀποξηραμένα ροδάκινα κομμένα στὴ μέση. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος νὰ τὰ περιγράψω. Πῆρε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ στὰ χέρια του, τὸ κούνησε μπροστὰ στὸ πρόσωπό μας, τὸ πέταξε μέσα σὲ ἕνα ποτήρι μὲ νερό. Ἐκεῖ αὐτὸ ζωντάνεψε. Κουράστηκα νὰ χαζολογάω εἶπε. Ὅσο γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ καθενός, πεῖτε στοὺς δικούς σας ὅτι μποροῦν νὰ πᾶνε νὰ γαμηθοῦνε. Σκόρπισε τὰ αὐτιὰ στὸ πάτωμα μὲ τὸν πήχη του καὶ ὕψωσε τὸ μισοάδειο ποτήρι του μὲ κρασὶ στὸν ἀέρα. Κάτι γιὰ τὴν ποίησή σου, ἔ; εἶπε. Κάποια ἀπὸ τὰ αὐτιὰ στὸ πάτωμα ἔπιασαν αὐτὸ τὸ ἴχνος στὴ φωνή του. Κάποια ἀπὸ τὰ αὐτιὰ στὸ πάτωμα χώθηκαν στὸ ἔδαφος.»
Στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ τὸ ποίημα «Parsley» («Μαϊντανός») τῆς Ἀμερικανίδας Rita Dove. Ἀναφέρεται στὴ μαζικὴ ἐκτέλεση 20.000 ἀνθρώπων στὴ Δομηνικανὴ Δημοκρατία τὴν ὁποία διέταξε τὸ 1937 ὁ ἔνστολος δικτάτορας Rafael Trujilo, ὁ ἀποκαλούμενος «El General» στὸ ποίημα, ἐπειδὴ ὡς γαλλόφωνοι δὲν μποροῦσαν νὰ προφέρουν τὸ γράμμα «ρ» στὴν ἱσπανικὴ λέξη «perejil», ποὺ σημαίνει μαϊντανός. Ὁ παπαγάλος τῆς Dove, στοὺς δύο πρώτους στίχους, ἀπολαμβάνει ἀτάραχος τὰ πλούτη στὸ παλάτι, μιμούμενος τὴν εὐφορία τῆς ἄνοιξης μὲ τὰ καταπράσινα φτερά του. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ διώκονται καὶ κινδυνεύουν μιμοῦνται τὴν ἀταραξία του κρυμμένοι ἀνάμεσα στὰ ζαχαροκάλαμα γιὰ νὰ ἐπιβιώσουν, πνίγοντας τὶς κραυγές τους στὴ σιωπή. Στὸ ποίημα Μπολιβάρ τοῦ Νίκου Ἐγγονόπουλου οἱ παπαγάλοι στὰ νησιὰ τῶν κοραλλιῶν «ὀργιάζουνε μὲ τὶς φωνές», ἐνῶ ἐπίκειται ἡ ἀναγγελία τοῦ φριχτότερου ὅρκου, σκότους, καὶ παραμυθιοῦ: ἐλευθερία, libertad.
«Ἀνοίγεις μία τρύπα. Τὴ γεμίζεις μὲ καρυκευμένο κρέας καὶ κέδρο καὶ μετάξι. Καλύπτεις τὴν τρύπα καὶ περιμένεις. Ὑποτίθεται ὅτι θὰ χρειαστοῦν ἐννέα μῆνες ἀλλὰ καταφθάνω στοὺς ἑπτά. Ὅταν ἐμφανίζομαι εἶμαι ἀνεπτυγμένος καὶ λαλίστατος. Μὲ κρατᾶς σὰν κάποιον ποὺ ἔφτασε στὸν τελικὸ τῆς ἐπιστήμης. Περιμένουμε καὶ οἱ δύο τὴν παρασημοφόρησή μας», γράφει ὁ Ἀμερικανὸς Benjamin Niespodziany στὴ μικρομυθοπλασία του μὲ τίτλο «Πρῶτος μύθος»[2] («Origin myth»). Ἐδῶ ὁ Niespodziany ἀφενὸς μπορεῖ νὰ παραπέμπει στὸ ἀριστοτελικὸ πρῶτο κινοῦν, ἀφετέρου μπορεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «μύθος» μὲ τὴν ἔννοια τοῦ λόγου, τῆς μύησης, τῆς γνώσης, τῆς γνώμης ἀπὸ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, ἢ/καὶ τοῦ παραμυθιοῦ ἀπὸ τὸν Πίνδαρο, ἢ/καὶ τῆς ὑπαινικτικῆς ὑπόθεσης, τῆς πλοκῆς ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη. Μιὰ ἄλλη μικρομυθοπλασία του μὲ τίτλο «Μιὰ Γωνιὰ τοῦ Πολέμου»[3] («One corner of the war») εἶναι ἡ ἑξῆς: «Ἕνα τέρας μὲ ἕνα μακρὺ χέρι καὶ ἕνα κανονικὸ χέρι ἰσοπέδωσε τὸ δάσος πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Περπατήσαμε ὅταν διαλύθηκαν τὰ σύννεφα καὶ κοιμηθήκαμε σὲ ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα ν’ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας, βρεθήκαμε μέσα σὲ ἕνα μικροσκοπικὸ ἐξοχικὸ κάτω ἀπὸ ἕνα τραπέζι κουζίνας τὸ ὁποῖο ἀνέπνεε κάποτε ὡς δέντρο. Καθισμένη στὸ τραπέζι, μιὰ οἰκογένεια ἀπὸ πάνω μας, ἀνάδευε τὰ βένθη τῆς πολιτικῆς. Σκούπισες τὸν ὕπνο ἀπὸ τὰ μάτια σου. Σκούπισες τὰ φύλλα ἀπὸ τὰ πόδια μου. Πῆρες τὸ στυλὸ ἀπὸ τὴν τσέπη στὸ στῆθος μου καὶ ἔγραψες τὰ ὀνόματά μας στὸ πάτωμα ἐνῶ ἡ οἰκογένεια ἀπὸ πάνω μας συνέχισε νὰ τρώει τὸ τελευταῖο ζῶο στὸν πλανήτη.» Ὁ Ἐγγονόπουλος στὸ «Γλωσσάριο τῶν ἀνθέων» του ἀνάμεσα σὲ πόλεμο καὶ εἰρήνη ἐπιλέγει ν’ ἀγαπᾶ.
Τὸ φυτὸ βανίλια ἀνακαλύφθηκε στὰ μέσα του 16ου αἰ. ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ Ἱσπανοῦ κατακτητῆ Hernán Cortés στὸ Νοτιοανατολικὸ Μεξικό. Πρὶν διαδοθεῖ στὴν Εὐρώπη καὶ πρὶν τὸν ἀφανισμὸ τῶν Ἀζτέκων οἱ τελευταῖοι τὴ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ νὰ ἀρωματίζουν τὸ ἀγαπημένο τους ἀφέψημα, τὸ σοκόατλ (xocóatl). Ἡ λέξη «βανίλια» προέρχεται ἀπὸ τὴν ἱσπανικὴ «vainilla», δηλαδὴ «μικρὴ θήκη» καθὼς στὰ ἱσπανικὰ «vaina» σημαίνει «θήκη», ἀλλὰ ἡ ρίζα της εἶναι ἀπὸ τὸ λατινικὸ «vagina» ποὺ σημαίνει «ὁ κόλπος τῆς γυναίκας».
Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2020 βαθύτερες ἀνασκαφὲς στὴν Πόλη τοῦ Μεξικὸ ἀποκάλυψαν κι ἄλλο τμῆμα ἀπὸ τὸ Huei Tzompantli Tower τῶν Ἀζτέκων, τὸ ἐπιβλητικὸ τεῖχος μὲ κρανία, μνημεῖο τῶν Πολέμων τῶν Λουλουδιῶν (Las guerras floridas) ποὺ λάμβαναν χώρα μεταξύ των Ἀζτέκων καὶ τῶν ἐχθρῶν τους τὸν 15ο αἰ., πρὶν τὴν ἄφιξη τῶν Ἱσπανῶν. Τέτοια τείχη ἔστηναν παντοῦ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ λέξη «Tzompantli»[4], γιὰ ἐκφοβισμό. Κρανία συγκέντρωναν καὶ ἀπὸ τὶς ἀνθρωποθυσίες ποὺ ἔκαναν, ὅπως καὶ οἱ Μάγια, γιὰ τὴ λατρεία στοὺς θεοὺς τοῦ Ἥλιου ἢ τοῦ Πολέμου.
Τὴ δεκαετία τοῦ 1880 ὁ Βρετανὸς ἐφευρέτης Sir Hiram Stevens Maxim κατοχύρωσε τὸ δίπλωμα εὑρεσιτεχνίας γιὰ τὸ πολυβόλο Maxim, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιήθηκε μαζικὰ στοὺς παγκοσμίους πολέμους ἀφαιρώντας τὴ ζωὴ ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων. Μέχρι νὰ τὸ τελειοποιήσει, ὅμως, ὁ Maxim εἶχε σχεδὸν κουφαθεῖ. Ἕνα ὀξύμωρο ποὺ ἀποτύπωσε ὁ Βρετανὸς Leslie Ward στὸ σκίτσο τοῦ Maxim μὲ ἕναν καρχαρία στὸ φόντο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ Vanity Fair τὸ 1904. Δύο ἐπιπλέον παράδοξα εἶναι, πρῶτο ὅτι ὁ γιὸς τοῦ Maxim ἐφηῦρε τὸν σιγαστήρα, ἂν καὶ πολὺ ἀργὰ πιὰ γιὰ τὸν πατέρα του, καὶ δεύτερο ὅτι ὁ Maxim ἔγινε ἀρχικὰ γνωστὸς χάρη στὴν ἐφεύρεση μιᾶς συσκευῆς εἰσπνοῆς ἀτμοῦ γιὰ τὴν καταπολέμηση ἀναπνευστικῶν προβλημάτων, γνωστῆς τότε ὡς ἡ μεγαλύτερη «Πίπα τῆς Εἰρήνης». Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἡ Μέλπω Ἀξιώτη, πιθανῶς νὰ σημείωνε: «Τὸ ντουφέκι τὸν ἄνθρωπο τὸν καταντεῖ, λοιπόν, θηρίο.»
Τὴ δεκαετία τοῦ 1890 ὁ δημιουργὸς τῆς πρώτης ἔκδοσης τοῦ περιοδικοῦ πίνακα τῶν χημικῶν στοιχείων, ὁ Ρῶσος Ντμίτρι Ἰβάνοβιτς Μεντελέγιεφ, ὁριστικοποίησε τὸ μεῖγμα νεροῦ καὶ ἀλκοὸλ στὴν ἀκριβῆ ἀναλογία τῶν 40 ἀλκοολικῶν βαθμῶν. Ἕνα μεῖγμα τὸ ὁποῖο ἐπεξεργάζονταν ἀπὸ τὸν 8ο αἰ. στὴν Πολωνία γιὰ τὸ γνωστὸ ποτὸ στὴν πολωνικὴ Κρακοβία τὸν 16ο αἰ. ὡς «κρασὶ τῶν σπόρων» ἢ «καυτὸ νερό». Ὁ Μεντελέγιεφ τὸ ὀνόμασε «βότκα», ἀπὸ τὴ λέξη «voda», δηλαδὴ «νερὸ» στὰ ρωσικά, προσθέτοντας τὸ k ποὺ προσδίδει ὑποκοριστικὴ σημασία, ὁπότε προέκυψε ἡ βότκα: τὸ νεράκι, μιὰ ἀθώα λέξη συνυφασμένη μὲ τὴ ζωή. Ἡ ἐπιβλαβὴς ὑψηλὴ περιεκτικότητα τῆς ἀλκοόλης ἀποσιωπήθηκε.
Στὴν ἀφρικανικὴ φυλὴ τῶν Τόνγκα στὴ σημερινὴ Ζάμπια, ὑπάρχει μιὰ ἀρχαία παροιμία ποὺ συναντᾶμε σὲ πολλὲς κουλτοῦρες: «Ἂν χυθεῖ τὸ νερὸ δὲν ξαναμαζεύεται», ἀλλὰ καὶ μία ἄλλη, «Ὁ καθένας ἔχει ἕναν διαφορετικὸ πολεμικὸ χορό». Ἡ σάμπα, μὲ τὰ κοφτά, ζωηρὰ βήματά της τὸν 19ο αἰ. δήλωνε τὴ μουσικὴ τῶν ἀφρικανῶν δούλων. Τὴ χόρευαν ἀκόμα καὶ ἁλυσσοδεμένοι, ἐπὶ τόπου, καθὼς ἀδυνατοῦσαν νὰ κάνουν μεγάλα βήματα ὅπως στὸ βιεννέζικο βάλς, γιὰ παράδειγμα, τὸ ὁποῖο διέδωσε ὁ Ναπολέοντας στὴ Γαλλία στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. Στὴν παραδοσιακὴ σάμπα οἱ κάθετες χορευτικὲς κινήσεις καλοῦσαν σὲ συμμετοχὴ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἀκόμα καὶ τὸ βλέμμα, τοὺς μύες καὶ τὶς ἐκφράσεις τοῦ προσώπου, μεταδίδοντας ἕναν ἄηχο κώδικα ἐπικοινωνίας.
Στὸ διήγημα «Ἡ Μεγάλη Σιγὴ» («The Great silence») τοῦ Ἀμερικανοῦ συγγραφέα ἐπιστημονικῆς φαντασίας Ted Chiang, ἀπὸ τὴ συλλογή του μὲ τίτλο Ἐκπνοή, ἀφηγητὴς εἶναι ἕνας παπαγάλος μὲ φιλοσοφικὲς ἀναζητήσεις, ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀνθρώπινη εὐφυία. Δὲν κατανοεῖ γιατί δὲν ἐξερευνοῦν τὴ μακραίωνη σχέση ἀνθρώπων καὶ παπαγάλων· γιατί οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν ἄλλες μορφὲς νοήμονος ζωῆς στὸ διάστημα, ἢ στήνουν ἀνιχνευτές, αὐτὰ τὰ τεράστια μεταλλικὰ αὐτιὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅπως ἀποφαίνεται, μετὰ ἀπὸ τόσες ἄκαρπες ἀνθρώπινες προσπάθειες μᾶλλον ἰσχύει τὸ παράδοξο τοῦ Fermi, ἐνῶ ἡ διερεύνηση τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν τῶν παπαγάλων θὰ μποροῦσε νὰ ἀπαντήσει σὲ πολλὰ ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴ μοναδικότητα τοῦ ἀνθρώπινου εἶδους. Ἡ μέθεξη τοῦ ἀφηγητῆ-παπαγάλου μὲ πολλὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα, κορυφώνεται στὸ σημεῖο ποὺ διατείνεται ὅτι: «Μιλῶ, ἄρα ὑπάρχω», σὲ ἀνοιχτὸ διάλογο μὲ τὸ καρτεσιανὸ εὕρημα ποὺ ἑστιάζει στὴ σκέψη. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ εὐφάνταστος Chiang θέτει τὸ καίριο ζήτημα τῆς ἐπιλογῆς τῆς δράσης.
«Ὁ αὐτοκράτορας τῶν πιγκουίνων, ἀπὸ τὴν Ἀνταρκτική, δηλώνει τὴν ἀγάπη του στὴν πιγκουίνα τῆς ἐπιλογῆς του δίνοντάς της ἕνα πετραδάκι. Ἂν αὐτὴ τὸ δεχτεῖ, τότε ἐκκολάπτουν ἕνα αὐγὸ μαζί. Ἂν τὸ ἀπορρίψει, ὁ πιγκουίνος πηγαίνει σὲ ἄλλο νησί, γιὰ νὰ ἐκκολάψει μόνος τὴν πέτρα του. Αὐτὸ τὸ ξέρω ἐπειδὴ εἶμαι κι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Νότο. Συλλέγω ἐδῶ καὶ χρόνια πετραδάκια τῶν πιγκουίνων.» Αὐτὴ εἶναι ἡ μικρομυθοπλασία μὲ τίτλο «Ζωοφιλία»[5] («Zoofilia») τοῦ Χιλιανοῦ Juan Armando Epple.
«Ἀφοῦ κατασκεύασα τὴ χρονομηχανή μου, μάζεψα ἐραστὲς κι ἐρωμένες ἀπὸ ὅλες τὶς χιλιετίες – γυναῖκες μὲ μηχανικὰ χέρια καὶ ἀναζωογονημένα κύτταρα, γενειοφόρους ἄντρες ποὺ μύριζαν ὑγρασία τῶν σπηλαίων. Ἕναν πρὸς ἕναν καὶ μία πρὸς μία τους ἔφερα σπίτι μαζί μου. Κάναμε πάρτι, ἀνταλλάξαμε γνώσεις, κάναμε ἔρωτα μὲ ἀδιανόητους συνδυασμούς. Μία Σουμέρια ἑταίρα κυοφόρησε γρήγορα τὸ παιδὶ ἑνὸς Ὁμοσπονδιακοῦ στρατιώτη. Ὀνομάσαμε τὴν κόρη τους Παλίμψηστη, λόγω τῶν ἱστοριῶν ποὺ διαστρωματώνονταν στὸ αἷμα της. Κάθε παιδὶ ποὺ γεννιόταν ἀπὸ τότε τὸ ἀποκαλούσαμε τὸ ἴδιο —Παλίμψηστο— διότι αὐτὸ συνέχισε νὰ εἶναι ἀλήθεια». Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς μικρομυθοπλασίας «Παλίμψηστο»[6] («Palimpsest») τῆς Ἀμερικανίδας Satton Strother. Οἱ ἀνώνυμοι ἥρωες αὐτῆς τῆς ἱστορίας βλέπουν τελικὰ τὰ παιδιὰ νὰ παίρνουν τὸ μέλλον στὰ χέρια τους καὶ αἰσιοδοξοῦν ὅτι ἡ ἀγάπη θὰ χαραχθεῖ σὰν αὐτόφωτο τατουὰζ στὰ σώματά τους. «Μιὰ ἀστραπὴ ἡ ζωή μας, ἀλλὰ προλαβαίνουμε», ἴσως ἐπέμενε ἐδῶ ὁ Καζαντζάκης.
Ἡ πρόσφατη μικρομυθοπλασία «Τὸ μουστάκι τοῦ Νταλὶ»[7] («Dali’s Moustache») τοῦ Ἀμερικανοῦ Pedro Ponce διαθέτει ἀφηγηματικὴ ἀρτιότητα, εὑρηματικὸ τίτλο, ἀνεξίτηλες εἰκόνες, καὶ δημιουργεῖ ἕναν ἀφ’ ἑαυτοῦ παράλληλο κόσμο, παρὰ τὴ συντομία της. Ἐπιπλέον, καταφέρνει δύο δύσκολα ἐγχειρήματα. Πρῶτο, ξεκινάει μὲ μιὰ δυνατὴ κι ἐντυπωτικὴ πρόταση, συχνὰ ζητούμενο στη λογοτεχνία, ἄρα καὶ στὴ μικρομυθοπλασία. Δεύτερο, ἐνσωματώνει ὑποδειγματικὰ στὸ εἶδος τὴν ὀπτικὴ τοῦ προφήτη, ἔναντι τοῦ ψυχολόγου, τὴν ὁποία ἀνέδειξε ὁ Herman Melville ὅπως συμπεραίνει ὁ Gilles Deleuze στὸ ἐπίμετρο τοῦ Μπάρτλμπυ, ο γραφέας. Εἶναι ἡ ἑξῆς:
«Τὸ φάντασμα τοῦ Μαγκρὶτ παρακολουθεῖ δύο μασκοφορεμένους ἐραστὲς νὰ φιλιοῦνται στὴν πλατφόρμα τοῦ μετρό. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἦταν ζωγράφος, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ στιγμή, καθὼς στοιχειώνει τὶς γωνιὲς τοῦ 21ου αἰ., ὁ Μαγκρὶτ ἔχει γίνει προφήτης. Ἡ ἀπέχθειά του εἶναι ἐμβριθής. Ἐὰν μποροῦσε νὰ ἔχει πρόσβαση στὴ φυσικὴ κοιλάδα τῆς ὕπαρξης, θὰ ἔσχιζε τὸν πλησιέστερο καμβὰ μὲ τὸ νυστέρι τῆς παλέτας του, ἢ θὰ συνέθλιβε μπουκέτα μπουκαλιῶν μὲ κρασὶ στοὺς τοίχους τοῦ ἀτελιέ του. Ἀντίθετα, τὸ μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει εἶναι νὰ περιπλανιέται ἀνήμπορος πέντε ἑκατοστὰ ψηλότερα ἀπὸ τὸ γκρὶ πεζοδρόμιο.
»Οἱ κολλητοί του σουρρεαλιστὲς κάνουν ὅ,τι μποροῦν. Συμβαίνει καὶ στοὺς καλύτερους ἀπὸ ἐμᾶς, λέει τὸ φάντασμα τοῦ Νταλί, τὸ ὁποῖο ἁπλώνει ἕνα χέρι παρηγοριᾶς μόλις πάνω ἀπὸ τὸ πανωφόρι τοῦ Μαγκρίτ. Ὑπάρχει πάντα ἡ ἑπόμενη φορά, προσθέτει, ἂν καὶ στὶς δεκαετίες ποὺ ἔχουν περάσει μένει νὰ ἀποδειχθεῖ κατὰ πόσο ἡ μετεμψύχωση παραμένει μιὰ ἐπιλογή.
»Τὸ φάντασμα τοῦ Μπρετόν, ἀγουροξυπνημένο ἀπὸ τὸν ὑπνάκο του, ἀναφέρεται στὰ φαλλικὰ γραφικὰ μιᾶς ἀφίσας κινηματογράφου ἐκεῖ κοντά. Εἶναι καλύτερα νὰ ξεχαστεῖ κανεὶς τελείως, ἀνακοινώνει ἀπὸ τὴν κουκέτα του ἑπτὰ ἑκατοστὰ ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
»Ὁ Μαγκρὶτ κοιτάζει τὸν Νταλί, τοῦ ὁποίου ἡ συμπόνια δὲν ὑφίσταται ποτὲ χωρὶς μιὰ αἰχμὴ αὐτοθαυμασμοῦ. Ἐμποτισμένος τώρα μὲ τὴν ἰσχὺ τῆς πρόβλεψης, ἀπαγγέλει τὴν ἑπόμενη προφητεία του. Μιὰ μέρα, Νταλί, ἐσὺ θὰ εἶσαι ὁ ρεαλιστής.
»Ἡ διασκεδαστικὴ ἔκφραση τοῦ Νταλὶ παραμένει ἀπαράλλαχτη καθὼς βυθίζεται χαμηλότερα στὸ πεζοδρόμιο. Ἀλλὰ τὸ μουστάκι του τρεμοπαίζει σὰν διπλὴ ἄγρυπνη κεραία, ἀνιχνεύοντας τὸν ἀέρα γιὰ διερχόμενα πόδια.»
Ἡ μικρομυθοπλασία «Πόλεμος τῶν Κλόουν»[8] («War of the Clowns») τοῦ Πορτογάλου Mia Couto, γεννημένου στὴ Μοζαμβίκη, ἀναφέρεται πολὺ συχνὰ στὴ διεθνῆ κριτικὴ μικρομυθοπλασίας ὡς ὑποδειγματικὸ κείμενο, γιὰ τὴ γλωσσικὴ ἀκρίβεια, τὴ διαχρονικότητα καὶ τὴ μετωνυμικὴ καὶ συνεκδοχική του διάσταση. Δύο κλόουν ξεκινοῦν νὰ καβγαδίζουν στὴ μέση ἑνὸς πολυσύχναστου δρόμου σὲ μιὰ μεγαλούπολη. Τὸ περιστατικὸ ἀρχικὰ ψυχαγωγεῖ τοὺς διερχόμενους, ἀλλὰ ὅσο κλιμακώνεται ὁ καβγὰς τόσο ἐμπλέκονται οἱ περαστικοὶ καὶ ἡ διαμάχη διασπείρεται. Ἡ γραμμικὴ ἀφήγηση φτάνει στὴν ἀναμενόμενη κορύφωση τῆς πλοκῆς χωρὶς ἀνατροπές: ἡ πόλη ἀφανίζεται ἐξαιτίας τῆς ὀλέθριας ἐμφύλιας σύγκρουσης. Τότε οἱ κλόουν φεύγουν ἀγκαζὲ γιὰ τὴν ἑπόμενη πόλη. Στὴ μικρομυθοπλασία τοῦ Couto, τὸ ἐνδιαφέρον στρέφεται στὸ τί δὲ λέει, πῶς τὸ καταφέρνει, πόσες συνειρμικὲς σπίθες προκαλεῖ καὶ σὲ ποιούς δρόμους ἀναστοχασμοῦ ὁδηγεῖ τὴ σκέψη τοῦ ἀναγνώστη. Παράδειγμα: Τὰ περισσότερα παιδιὰ ἀπεχθάνονται τοὺς κλόουν. Οἱ σπόροι τῆς βίας καὶ τοῦ ἀλληλοσπαραγμοῦ ποὺ ρίχνουν κάποιοι γελωτοποιοὶ διαδίδονται σὰν τὴ βανίλια, παρότι χωροῦν σὲ μιὰ μικρὴ θήκη. Μικρὸ ἀγόρι (Little Boy) ὀνομάστηκε καὶ ἡ ἀτομικὴ βόμβα ποὺ ρίχθηκε στὴ Χιροσίμα. Πρόσφατες έρευνες αἰσιοδοξοῦν γιὰ τὴν καταπολέμηση σοβαρῶν νόσων καὶ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἀναστροφῆς τῆς γήρανσης, ἀκολουθώντας τὸ δρόμο ποὺ ἄνοιξε ὁ Ἰάπωνας νομπελίστας Shinya Yamanaka τὸ 2012, ὁ ὁποῖος ἔφτασε στὴν καρδιὰ τοῦ ἐμβρυϊκοῦ κυττάρου καὶ ἴσως κάποτε νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀθανασία.
«Ὁ συνταγματάρχης, παρακολουθώντας τὸν μαθητὴ καχύποπτα, διέταξε: Ἐλέγξτε καὶ τὴν κρεβατοκάμαρα. Πολὺ σύντομα ἕνας δεκανέας ἐπέστρεψε. Κοίτα τί βρήκαμε, συνταγματάρχη. “Τα μυστικὰ ὄπλα”, κάποιου Κορτάσαρ. Τὸ πρόσωπο τοῦ συνταγματάρχη φωτίστηκε». Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀκόμα γνωστὴ στὴ διεθνῆ κριτικὴ μικρομυθοπλασία μὲ τίτλο «Κίνδυνος ἐν ὄψει»[9] («Peligro a la vista») τοῦ Juan Armando Epple.
θεωρητικὲς διακλαδώσεις
Στὴν ἀρχὴ τῆς Κρύπτης ὁ Ἐ. Χ. Γονατᾶς σημειώνει τὸν στίχο «But then begins a journey in my mind» ἀπὸ τὸ Σονέτο 27 τοῦ Shakespeare γιὰ τὴν μυστήρια κατάσταση τοῦ ὕπνου ποὺ βιώνουμε καθημερινὰ μέχρι νὰ πεθάνουμε, ποὺ εἶχε ἀπασχολήσει καὶ τὸν Ἡράκλειτο. Tὸ 2014 ἕνα θέμα εξετάσεων στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Κέμπριτζ ἦταν τὸ ποίημα «Tipp-Ex Sonate» τοῦ Νοτιοαφρικανοῦ συγγραφέα καὶ συνθέτη Koos Kombuis, διεθνῶς γνωστοῦ ἀκτιβιστῆ κατὰ τοῦ ἀπαρτχάιντ. Τὸ πρόβλημα ἦταν ὅτι τὸ συγκεκριμένο ποίημα ἔκρυβε ἕνα μυστήριο: δὲν ἀποτελεῖται ἀπὸ λέξεις, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ σημεῖα στίξης. Ὁπότε ἡ ἀνάλυσή του σὲ ἕνα εὐρὺ αἰσθητικὸ συγκείμενο, μὲ φαντασία, τόλμη καὶ δημιουργικότητα, ἦταν μονόδρομος. Οἱ ἐξεταζόμενοι μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν στὴ λογοτεχνικὴ ἀβαντγκὰρντ τῆς ἀντι-τέχνης τοῦ ντανταϊσμοῦ, ἢ στὸν Robert Rauschenberg καὶ τὸν πίνακά του Erased de Kooning Drawing ἢ στὸ 4’33’’ τοῦ John Cage, ἀκόμα καὶ στὸν ὑπολογιστικὸ κώδικα ὡς μορφὴ ποίησης. Ἐν ὀλίγοις, οἱ ἐξεταζόμενοι ἔπρεπε νὰ ἐπιστρατεύσουν ὅλες τὶς γνώσεις τους γιὰ νὰ ἀπαντήσουν στὸ ἐρώτημα, τί θέλει νὰ πεῖ ὁ ποιητής; Ὑπενθυμίζω ὅτι τὸ 2009 ὁ Guillermo Samperio μὲ τὴν ἱστορία του τῶν δύο λέξεων El Fantasma, δηλαδὴ μόνο τὸν τίτλο, ἐνεργοποίησε τὸν συναγερμὸ στὸν πυρήνα τῆς ἀφήγησης: ἀπασφάλισε τὴ μικρομυθοπλασία κι ἔκτοτε ἐπιχειροῦμε συλλογικὰ στὴ διεθνῆ κριτικὴ νὰ τὴν ὁριοθετήσουμε. Ὡς πρὸς τὴν ἀπάντηση, ὅμως, στὸ ἐρώτημα τῶν ἐξετάσεων ἔγκριτοι πανεπιστημιακοὶ ἀναφέρουν ὅτι οἱ ἐξεταζόμενοι θὰ μποροῦσαν νὰ δοῦν τὸ ποίημα καὶ ὡς μιὰ ἀναφορὰ στὴ μνήμη ἑκατομμυρίων θυμάτων πολέμου, νὰ μιλήσουν γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς γλώσσας νὰ περιγράφει τὶς κτηνωδίες μας. Προσέγγιση σχεδὸν φόρος τιμῆς στὸν Wittgenstein. Εὐφάνταστα καὶ ἐνδιαφέροντα ὅλα αὐτά, ἀλλὰ τὸ κυρίως θέμα εἶναι, τελικά, ἀκούει κανείς; Ἰαχές; Ἐρινύες; Ἔστω συναγερμό; Καὶ τί κάνει;
Ὁ Roberto Bolaño παρέλαβε τὸ Διεθνὲς Βραβεῖο Μυθιστορήματος Romulo Gallegos γιὰ τὸ μυθιστόρημά του Οἱ ἄγριοι ντετέκτιβ τὸ 1999 στὸ Καράκας. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱστορικῆς ὁμιλίας του ἀναφέρθηκε στὴν ἐλευθερία ἐπιλογών[10] ποὺ ἔχουμε φέρνοντας τὸ παράδειγμα τοῦ Cervantes, λέγοντας ὅτι ἀνάμεσα στὴ συγγραφὴ καὶ τὴν πολιτοφυλακὴ ὁ Cervantes ἐπέλεξε τὴ δεύτερη γιὰ τοὺς προφανεῖς λόγους τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν. Βέβαια, ἡ ἀποδοχὴ καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου διατέμνει τὴν ἀνθρώπινη κατάσταση. Ἀποτελεῖ ἐπιλογή μας γιὰ νὰ ζοῦμε πληρέστερα σύμφωνα μὲ τὸν Robert Musil. Ὁ Bolaño, ὅμως, ἑστίασε στὴν ἐπικινδυνότητά του νὰ εἶναι κανεὶς παράλληλα καὶ τολμηρὸς συγγραφέας, εἰδικὰ διηγηματογράφος, ὅπως ἀναφέρει ἀλλοῦ. Εὔλογα συμπεραίνει κανεὶς αὐτὸ ποὺ ἐπισήμανε ὁ Irving Howe περαιτέρω γιὰ τὴν περίπτωση τῆς μικρομυθοπλασίας, δηλαδὴ τὸ πόσο τολμηροὶ πρέπει νὰ εἶναι οἱ συγγραφεῖς ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ ἐκτεθοῦν σὲ ἕνα τόσο μικρὸ κειμενικὸ χῶρο, ὅπου καμία ἀφηγηματικὴ ἀδυναμία δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ.
«Μὴ δημοσιεύετε ὥσπου νὰ ἔχετε ἐπεξεργαστεῖ τουλάχιστον δέκα φορὲς τὸ κείμενο καὶ μέχρι νὰ εἶστε ἀπολύτως βέβαιοι ὅτι δὲ θὰ μπορούσατε νὰ τὸ ἔχετε γράψει διαφορετικά. Ὁ Χιλιανὸς ποιητὴς Jorge Teillier πρότεινε κάποτε τὴ δημιουργία μιᾶς τηλεφωνικῆς γραμμῆς ἔκτακτης ἀνάγκης μὲ εἰδικὰ καταρτισμένους χειριστὲς νὰ συμβουλεύουν καὶ νὰ ἀποτρέπουν ὅσους τηλεφωνοῦσαν γιὰ νὰ ποῦν ὅτι αἰσθάνονταν ἔμπνευση νὰ γράψουν ἕνα ποίημα. Πιστεύω ὅτι χρειαζόμαστε γραμμὲς ἔκτακτης ἀνάγκης γιὰ νὰ βοηθήσουμε ὅσους ὑποφέρουν ἀπὸ ὀξεία μικροδιηγήτιδα.» Αὐτὴ εἶναι μία ἐμποτισμένη μὲ χιοῦμορ συμβουλὴ[11] τοῦ Juan Armando Epple ποὺ ἔδωσε στὴ συνέντευξή του στὸν Ἀργεντινὸ Martín Gardella τὸ 2013, παρότι στὸ ἐρευνητικό του ἔργο διέκρινε τὸν ἀνανεωτικὸ ρόλο τῆς μικρομυθοπλασίας στὴν ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, τὴν ἀλλαγὴ παραδείγματος, καὶ ἀναγνώρισε τὴν αὐτοδιάθεσή της. Στὴν ἀνθολογία ἀναφορᾶς τοῦ εἴδους ποὺ ἐπιμελήθηκε μὲ τίτλο MicroQuijotes, συγκέντρωσε ἀπὸ τοὺς Borges, Arreola, Ana María Shua, Rubén Darío, καὶ πολλοὺς ἄλλους, πενήντα παραλλαγὲς τοῦ μύθου τοῦ Δὸν Κιχώτη καὶ τῶν ἡρώων του, μὲ τὰ κριτήρια ποὺ θεωροῦσε κρισιμότερα γιὰ τὴ μικρομυθοπλασία: συντομία, ἀκρίβεια, εὐρυμάθεια καὶ ὀξύνοια[12].
Ὁ Epple (γέν. 1946) ἦταν ἀπόφοιτος τοῦ Harvard (1980), καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ὄρεγκον, ἐρευνητής, ποιητὴς καὶ πεζογράφος. Ἀπεβίωσε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2022 παραδίδοντάς μας πολύτιμο ἐρευνητικὸ ἔργο γιὰ τὴ μικρομυθοπλασία. Στὸν συλλογικὸ τόμο κριτικῶν κειμένων γιὰ τὸ εἶδος μὲ τίτλο Minificción y nanofilología, Latitudes de la hiperbrevedad (ἐπ. Ana Rueda, 2017) ἀνέδειξε τὴν περίπτωση τῆς ἱσπανόλεκτης νουάρ, ἀστυνομικῆς μικρομυθοπλασίας, σὲ μιὰ ὑποδειγματικὴ ἀνάλυση μὲ τίτλο El micropolicial. Ἀκολούθησε τὴν τυπολογία τοῦ ἀστυνομικοῦ μυθιστορήματος τοῦ Tzvetan Todorov γιὰ τὴν ἐξέταση μικρομυθοπλασιῶν ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν Ramón Gómez de la Serna, Max Aub, Jorge Luis Borges, Enrique Anderson Imbert, Julio Cortázar, Marco Deveni, David Lagmanovich, Raúl Brasca, Luis Mateo Díez, Juan Romagnoli καὶ Ana María Shua. Πρόκειται γιὰ ἕνα συναρπαστικό, πυκνὸ πανόραμα αὐτοῦ του ὑποείδους μικρομυθοπλασίας. Ὅμως ἂν παρακολουθήσει κανεὶς τὴ διαδικασία ἀπόσταξης τοῦ Epple στὸ ἔργο τῶν παραπάνω μπορεῖ νὰ ἐμπλουτίσει γενικὰ τὶς γνώσεις του σχετικὰ μὲ τὶς ἀπεριόριστες δυνατότητες αὐτῶν τῶν σύντομων ρηματικῶν ἀναπτυγμάτων μὲ ὑψηλὸ βαθμὸ ἀφηγηματικότητας ἀπὸ κορυφαίους καλλιεργητὲς τοῦ εἴδους. Ὁ Epple ἐπέλεξε νὰ κλείσει τὴ συγκεκριμένη παρουσίασή του μὲ τὸ ἑξῆς δεῖγμα τῆς Shua, μὲ τίτλο «Παραπλάνηση»[13] («Pista Falsa»[14]): «Ἀκολουθῆστε τὸ ἴχνος τῶν λεκέδων. Δὲ θὰ εἶναι ἐπικίνδυνο; Πῶς θὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁδηγοῦν στὸ πτῶμα καὶ ὄχι στὸν δολοφόνο; (Ἀλλὰ οἱ λεκέδες εἶναι ἀπὸ μελάνι, καὶ ὁδηγοῦν στὴ λέξη τέλος).»
προτάσεις πλοήγησης
Οἱ συλλογὲς μικρομυθοπλασιῶν Con Tinta Sangre τοῦ Juan Armando Epple καὶ Jerks τῆς Αμερικανίδας Sara Lippmann.
Οἱ μικρομυθοπλασίες «My Mother’s Ghost» καὶ «Warsaw Circus» τῶν Ἀμερικανίδων Francine Witte και Kathryn Kulpa.
Τὸ μικροδιήγημα «Wanted, Dead or Alive» τῆς Ὀλλανδῆς Lotte van der Krol.
Τὸ ὑβριδικὸ βιβλίο Modern Animal τῆς Οὐκρανῆς Yevgenia Belorusets.
Τὸ ἠλεκτρονικὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ HAD.
Ὁ ἐτήσιος διεθνὴς διαγωνισμὸς διηγήματος στὴν ἀγγλικὴ γλώσσα Bristol Short Story Prize μὲ καταληκτικὴ ἡμερομηνία ὑποβολῆς στὶς 4 Μαΐου 2022.
Ἡ Ἀνθρωπότητα, Μιὰ ἀπροσδόκητα αἰσιόδοξη ἱστορία, βιβλίο τοῦ Ὀλλανδοῦ ἱστορικοῦ Rutger Bergman.
H ἀνθολογία κριτικῶν κειμένων The Best of Brevity: Twenty Groundbreaking Years of Flash Nonfiction γιὰ τὴ συντομία στὸ δοκίμιο.
Ἡ συλλογή φωτογραφιῶν τοῦ μουσείου The Met. Περιλαμβάνoνται ἡ Πυξίδα (The Compass, 1920) τοῦ Man Ray, ὁ Λαιμὸς τῆς Georgia O’ Keefe (Neck, 1921) τοῦ Alfred Stieglitz, καὶ ἡ φωτογραφία τοῦ παρόντος δελτίου τοῦ T. Lux Feininger. Στὸ ἀλλόκοτο πορτραῖτο τοῦ Clemens Röseler, τοῦ μαθητῆ τοῦ Bauhaus ποὺ ἀπεικονίζει, ὁ Feininger ἀπαθανάτισε τὸ 1928 τὴν ὑπόσταση ἑνὸς ἀδιάφορου, ἀποστασιοποιημένου, ψυχροῦ ἀνθρώπινου ὄντος.
Ἡ συλλογή των 100 ἐπιδραστικότερων φωτογραφιῶν σύμφωνα μὲ τὸ περιοδικὸ TIME τὸ 2016. Στὸ Νο 80 βρίσκεται ἡ φωτογραφία τοῦ Roger Fenton μὲ τίτλο The Valley of the Shadow of Death, 1855, ἀπὸ τὸν Κριμαϊκὸ πόλεμο 1853-56, τὸν πρῶτο πόλεμο στὴν ἱστορία ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔχουμε φωτογραφικὰ τεκμήρια.
Ἡ σύνθεση Danzón No 2 τοῦ Μεξικανοῦ Arturo Márquez ἀπὸ τὴν Ὀρχήστρα τοῦ Παρισιοῦ καὶ μαέστρο τὴν ἐπίσης Μεξικανὴ Alondra de la Parra.
Τὰ τραγούδια Sueño en Paraguay καὶ Sano τοῦ Ἀργεντινοῦ Chancha Via Circuito & τῆς Ἀργεντινῆς Luvi Torres τὸ δεύτερο, στὰ ὁποῖα διακρίνεται καὶ ἀκουστικά τὸ πέρασμα ἀπὸ τὸν λατινοαμερικανικὸ μαγικὸ ρεαλισμὸ στὴν ἀντίδρασή του, στὸ κίνημα McOndo.
Τὸ τραγούδι Vesna (Ἄνοιξη) τοῦ οὐκρανικοῦ συγκροτήματος DakhaBrakha καὶ ἡ τελευταία σκηνὴ ἀπὸ τὴν ταινία Νοσταλγία τοῦ Ρώσου Andrey Tarkovski.
[1] Μετάφραση δική μου.
[2] Μετάφραση δική μου.
[3] Μετάφραση δική μου.
[4] tzontli=κεφάλι, κρανίο και pantli= σειρά
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Μετάφραση δική μου.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] López–Calvo, Ignacio. “Las Guerras Floridas De Roberto Bolaño: Memoria, Melancolía y Pierre Menard.” Desde el Sur. Revista de Ciencias Humanas y Sociales de la Universidad Científica del Sur (2015): 257–274.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Castro Jéssica, “El Quijote en Chile: el caso de los MicroQuijotes (2005) de Juan Armando Epple”, en Visiones y Revisiones cervantinas. Actas selectas del VII Congreso Internacional de la Asociación de Cervantistas, Madrid, Ediciones del Centro de Estudios Cervantinos, 2011.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Shua, Ana María, Casa de geishas, Editorial Sudamericana, Buenos Aires, 1992.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου (Γιοχάνεσμπουρκ, 1971). Διήγημα, Μετάφραση, Μελέτη. Μεταπτυχιακὴ εἰδίκευση στὴν Πολιτιστικὴ Διαχείριση στὸ Παντεῖο. Ἀπόφοιτη Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ, Τμῆμα Ἀνθρωπιστικῶν Σπουδῶν, ΕΑΠ. Ἀπόφοιτη Ἰσπανικοῦ Πολιτισμοῦ, Πανεπιστήμιο Menendez Pelayo, Santander. Μεταφράστρια, Βρετανικὸ Συμβούλιο καὶ Ἰνστιτοῦτο Γλωσσολογίας, Λονδίνο. Ἐπιμελεῖται τὴ στήλη Μικρή κλίμακα στὸ μηνιαῖο διαδικτυακὸ περιοδικὸ Λόγου καὶ Τέχνης Χάρτης.
Εἰκόνα: Φωτογραφικὸ πορτραῖτο τοῦ Clemens Röseler (1928) ἀπὸ τὸν T. Lux Feininger (1910-2011).
Filed under: ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Μικρομυθοπλασία,Χριστοδούλου Δήμητρα Ι. | Tagged: Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου,Μικρομυθοπλασία | Τὰ σχόλια στὸ Δήμητρα Ἰ. Χριστοδούλου: μικρομυθοπλασία: ὑπόσταση· ἀκούει κανείς; ἔχουν κλείσει