Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη: Οἱ μι­κρό­κο­σμοι τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ



Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη [Adelheid Duvanel, Ἀ­φι­έ­ρω­μα 11/11]


Οἱ μι­κρό­κο­σμοι τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ


«Ο ΓΚΑΣΤΟΝ κα­θό­ταν μπρο­στὰ στὸν κο­μὸ καὶ εἶ­χε στυ­λώ­σει τὸ βλέμ­μα στὸν κα­θρέ­φτη ποὺ ἦ­ταν ἐν­σω­μα­τω­μέ­νος σὲ ἕ­να ξύ­λι­νο κα­σε­λά­κι, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­τα­σκευα­στὴ ἐγ­χόρ­δων ὀρ­γά­νων.» («Ὁ ξέ­νος»)

       «Τοῦ Κά­σπαρ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε κα­θό­λου ὅ­ταν ἡ ὁ­μί­χλη ἔ­κρυ­βε τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν δέν­τρων καὶ ὁ ἄ­νε­μος ἔ­κλει­νε τῶν λου­λου­δι­ῶν τὸ στό­μα, ἔ­τσι ποὺ τε­λι­κὰ ἀ­πέ­με­ναν πε­τα­μέ­να στὴ γῆ σὰν νε­κρὰ που­λιά, τοῦ ἄ­ρε­σε ὅ­μως καὶ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω το ἐκ­θαμ­βω­τι­κὸ φῶς κα­θὼς δι­α­χε­ό­ταν πά­νω ἀ­πὸ τὶς κο­ρυ­φὲς τῶν καμ­πα­να­ρι­ῶν, τὰ λι­κνι­στι­κὰ κύ­μα­τα τοῦ πο­τα­μοῦ ὅ­πως ἕ­σφιγ­γαν πά­νω τους τὶς κοι­λι­ὲς τῶν πλοί­ων, τὸ δι­α­πε­ρα­στι­κὸ τρα­γού­δι­σμα τῶν που­λι­ῶν.» («Τὸ κα­πέ­λο»)

       «Τὸ παι­δὶ-θαῦ­μα μπο­ροῦ­σε τώ­ρα νὰ ἀν­τέ­ξει τὴ σι­ω­πή, τὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­πὸ χρυ­σά­φι, τὰ φεγ­γο­βό­λα δέν­τρα καὶ τὰ μα­ρα­μέ­να τρι­αν­τά­φυλ­λα μπρο­στὰ στὸ σπί­τι ποὺ τὸ φι­λο­ξε­νοῦ­σε ἐ­δῶ καὶ μῆ­νες.» («Ἡ σι­ω­πή»)

       «Ξέ­ρω τὰ πάν­τα γιὰ τὴ γει­τό­νισ­σά μου.» («Ἡ γει­τό­νισ­σα»)


Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες στὰ κεί­με­να τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ βγαί­νουν ἀ­πὸ τὴν ἀ­φά­νεια μὲ ἐ­κρη­κτι­κό, ἐ­κτυ­φλω­τι­κὸ τρό­πο. Παι­διά, γυ­ναῖ­κες, ἄν­τρες ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ται πο­λὺ συ­χνὰ ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη πρό­τα­ση, ἔ­χουν συ­νη­θι­σμέ­να μι­κρὰ ὀ­νό­μα­τα καὶ ἡ εἴ­σο­δός τους στὸ προ­σκή­νιο συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ λί­γες, ἀλ­λὰ πο­λὺ συγ­κε­κρι­μέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴ ζω­ή τους, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­νερ­γο­ποι­οῦν στὴν ἀ­να­γνώ­στρια καὶ τὸν ἀ­να­γνώ­στη μιὰ σει­ρὰ ἀ­πὸ κυ­ρί­ως δυ­σά­ρε­στες εἰ­κα­σί­ες γιὰ τὰ μέ­χρι τώ­ρα βι­ο­γρα­φι­κὰ στοι­χεῖ­α τους. Σὲ κά­θε ἱ­στο­ρί­α πλά­θε­ται μέ­σα σὲ ἐ­λά­χι­στες σε­λί­δες ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος μι­κρό­κο­σμος ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ μο­να­δι­κοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες. Ἡ ἀ­φή­γη­ση δὲν ξε­κι­νᾶ ὁ­πωσ­δή­πο­τε in medias res: Οἱ εἰ­σα­γω­γι­κὲς προ­τά­σεις αἰχ­μα­λω­τί­ζουν τὴν προ­σο­χή μας, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ τὸ ἐ­πί­κεν­τρο τῆς πλο­κῆς ἢ τὸ κέν­τρο βά­ρους τοῦ ἀ­φη­γη­μα­τι­κοῦ νή­μα­τος. Οἱ τί­τλοι ἔ­χουν ἐ­πί­σης τὴ δι­κή τους ξε­χω­ρι­στὴ ὑ­πό­στα­ση. Δι­α­βά­ζον­τας ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ τὶς ἱ­στο­ρί­ες ἀ­πο­κτᾶ κα­νεὶς τὴν ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι τὰ κεί­με­να ἐ­πι­γρά­φον­ται πό­τε-πό­τε μὲ προ­σε­χτι­κὰ ἐ­πι­λεγ­μέ­να πα­σπαρ­τού. Στὸ κεί­με­νο «Ἡ γει­τό­νισ­σα», γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ὁ τί­τλος μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ γυ­ναί­κα ἡ ὁ­ποί­α πε­ρι­γρά­φε­ται, εἶ­ναι ὅ­μως ἐ­ξί­σου πι­θα­νὸ νὰ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἴ­δια τὴν ἀ­φη­γή­τρια. Ὁ ποι­η­τὴς στὴν ὁ­μώ­νυ­μη ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι κα­τὰ τὰ φαι­νό­με­να καὶ τὰ συμ­φρα­ζό­με­να ὁ ἀ­φη­γη­τής· μή­πως ὅ­μως εἶ­ναι καὶ τὸ παι­δὶ ποὺ ἔ­γρα­ψε ἐ­κεί­νη τὴ λέ­ξη στὸ κα­πὸ τοῦ αὐ­το­κι­νή­του καὶ πυ­ρο­δό­τη­σε τὴ συ­νέ­χεια καὶ κο­ρύ­φω­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας; «Τὸ Κα­τα­φύ­γιο», «Τὸ κα­πέ­λο», «Μιὰ ἐν­τε­λῶς συ­νη­θι­σμέ­νη μέ­ρα μπου­γά­δας», «Ἡ σι­ω­πή»: Τί­τλοι «ἐν­τε­λῶς συ­νη­θι­σμέ­νοι», ἕ­να κλεί­σι­μο τοῦ μα­τιοῦ γιὰ τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη χρή­ση καὶ θέ­ση ποὺ τοὺς ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται στὴν πο­ρεί­α τῆς κά­θε ἱ­στο­ρί­ας.

       Γιὰ νὰ ἀ­πο­τυ­πω­θεῖ ἕ­νας μι­κρό­κο­σμος χρει­ά­ζε­ται ἐκ τῶν πραγ­μά­των ὑ­ψη­λὸς βαθ­μὸς πα­ρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τας καὶ ἐν­συ­ναί­σθη­σης. Πῶς ἀλ­λι­ῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ γρα­φτοῦν προ­τά­σεις ὅ­πως: «Οἱ ψυ­χί­α­τροι μα­δᾶ­νε τὰ δέρ­μα­τα τῶν ἀ­σθε­νῶν, τὸ ἕ­να με­τὰ τὸ ἄλ­λο, κι ἔ­πει­τα τὰ κα­τα­βρο­χθί­ζουν» («Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως») ἢ «(Ἡ νυ­χτε­ρί­δα) ἔ­φα­γε ἄ­σπρο ψω­μί, ἤ­πι­ε γά­λα καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, ἐ­κεῖ ὅ­που οἱ χι­ο­νο­νι­φά­δες στρο­βι­λί­ζον­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ μιὰ χει­μω­νι­ά­τι­κη νύ­χτα ὅ­λο μά­τια καὶ τὰ δέν­τρα πρό­βα­λαν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ γῆ σὰν χέ­ρια θαμ­μέ­νων» («Τὸ κα­πέ­λο»); Ἢ ἐ­κεῖ­νες οἱ ποι­η­τι­κὲς πε­ρι­γρα­φὲς στὸ ἴ­διο κεί­με­νο, ὅ­ταν τὸ κα­πέ­λο τῆς μη­τέ­ρας ἀ­πο­κτᾶ τὴ δι­κή του ζω­ή, ἢ οἱ σα­ρω­τι­κῆς ἔν­τα­σης εἰ­κό­νες στὸ ἀ­πό­σπα­σμα ποὺ κλεί­νει τὴν ἱ­στο­ρί­α «Ὁ ποι­η­τής»; Ἂς στα­θῶ λί­γο, μὲ αὐ­τὴ τὴν ἀ­φορ­μή, στὰ ἀν­τι­κεί­με­να ποὺ δι­α­γρά­φουν τὴ δι­κή τους ξε­χω­ρι­στὴ τρο­χιὰ στὰ πε­ζά τῆς Ντυ­βα­νέλ: ἕ­να κα­πέ­λο ποὺ πε­τά­ει καὶ χά­νε­ται στὸν οὐ­ρα­νό, μιὰ παρ­τι­τού­ρα ποὺ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ στὸ σκοι­νὶ τῆς μπου­γά­δας, «ἕ­να μο­να­δι­κὸ ζευ­γά­ρι γυα­λιά, τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη» εἶ­ναι κά­ποι­α ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ συ­ναν­τᾶ κα­νεὶς στὶς ἱ­στο­ρί­ες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν ἐ­πι­λε­γεῖ γιὰ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα αὐ­τό. Ὅ­πως ἔ­χει ση­μει­ώ­σει σὲ κεί­με­νά του ὁ Peter von Matt (ἐν­δει­κτι­κά: Matt, στὸ Duvanel 2004: 169 κ.ἑξ., κα­θὼς καί: Matt 2001: 302-303), τὰ κα­θη­με­ρι­νὰ πράγ­μα­τα ἀ­πο­κτοῦν τὴ δι­κή τους ἰ­δι­όρ­ρυθ­μη μοί­ρα ἐν­τὸς τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν. Ὅ­σο καὶ ἂν ἡ προ­σκόλ­λη­σή μας σὲ σχο­λι­κὲς με­θό­δους ἀ­νά­γνω­σης μᾶς δε­λε­ά­ζει νὰ τὰ θε­ω­ρή­σου­με σύμ­βο­λα, ἡ αὐ­τό­νο­μη ὕ­παρ­ξή τους ἀν­τι­στέ­κε­ται, ξε­φεύ­γει πέ­ρα ἀ­πὸ τὰ πλέγ­μα­τα καὶ τὰ πλαί­σια μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α εἴ­μα­στε ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νοι.

       Αὐ­τὴ ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­πρό­βλε­πτου, τοῦ ἀ­νε­ξέ­λεγ­κτου ἐ­πι­κρα­τεῖ στὰ κεί­με­να τῆς Ντυ­βα­νὲλ καὶ μᾶς πα­γώ­νει. Ὁ τό­νος ἐ­πί­σης: Στα­κά­τος χά­ρη στὴ συ­νή­θως κα­τὰ πα­ρά­τα­ξη ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν προ­τά­σε­ων, φυ­σι­κὸς καὶ τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ ἀ­νη­συ­χα­στι­κός. Ὑ­πάρ­χει δια­ρκῶς ἡ αἴ­σθη­ση τῆς ἐ­πι­κεί­με­νης ἀ­πει­λῆς, ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅ­τι τὰ πράγ­μα­τα δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­ξε­λι­χθοῦν ἀλ­λι­ῶς, μὰ εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καὶ τό­σο ἀλ­λό­κο­τα, σὰν νὰ τὰ ἔ­χει πλά­σει κα­νεὶς μὲ τὴ φαν­τα­σί­α του. Τὰ ὅ­ρια με­τα­ξὺ φαν­τα­σί­ας καὶ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εἶ­ναι ἐ­ξάλ­λου μᾶλ­λον δυσ­δι­ά­κρι­τα καὶ δι­α­πε­ρα­τά, ὅ­πως φαί­νε­ται καὶ ἀ­πὸ τὰ στιγ­μι­ό­τυ­πα στὰ ὁ­ποῖ­α συγ­χέ­ε­ται ἡ εἰ­κό­να μὲ μιὰ ψυ­χο­λο­γι­κὴ προ­βο­λή: «(…) κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα δι­α­σχί­ζει τὴ με­γά­λη πλα­τεί­α κά­τω, ταυ­τό­χρο­να βρί­σκε­ται πά­νω, στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιό της, στὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ὀ­νεί­ρων της, καὶ στέ­κε­ται στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Πα­ρα­τη­ρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό της κα­θὼς κά­θε­ται σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς λευ­κὲς πλα­στι­κὲς κα­ρέ­κλες, ἀ­πο­μί­μη­ση ἂρ νου­βό, μπρο­στά σε ἕ­να κα­φέ, πί­νει μιὰ κό­κα κό­λα καὶ κα­πνί­ζει» («Τὸ μου­σεῖ­ο μὲ τὰ γυα­λιὰ ὁ­ρά­σε­ως»)· ἤ, ἀλ­λοῦ, μέ­σα ἀ­πὸ κά­ποι­ο ἄλ­λο πα­ρά­θυ­ρο: «Μιὰ φο­ρά, τὴν ὥ­ρα ποὺ ἡ “ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου” στε­κό­ταν στὸ πα­ρά­θυ­ρο, εἶ­δε πε­σμέ­νο στὸν δρό­μο τὸν ἴ­σκιο ἑ­νὸς δέν­τρου καὶ σκέ­φτη­κε πὼς ἦ­ταν τά­χα ἡ ἴ­δια πε­σμέ­νη ἐ­κεῖ κά­τω» («Ἡ “ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νη ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου”»). Δυ­σερ­μή­νευ­τες οἱ ἱ­στο­ρί­ες, δὲν ἔ­χουν κά­ποι­α δι­α­φω­τι­στι­κὴ «γραμ­μή», κά­ποι­ο προ­γραμ­μα­τι­κὸ μο­τί­βο, κά­ποι­α πε­πα­τη­μέ­νη τὴν ὁ­ποί­α μπο­ρεῖ κα­νεὶς εὔ­κο­λα νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει προ­κει­μέ­νου νὰ φτά­σει σὲ κά­ποι­ον ὑ­πο­τι­θέ­με­νο προ­ο­ρι­σμό.

       Τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τῶν κει­μέ­νων τῆς Ντυ­βα­νὲλ εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ προσ­δι­ο­ρί­ζουν τὶς δυ­σχέ­ρει­ες καὶ στὶς με­τα­φρα­στι­κὲς ἐ­πι­λο­γές. Ἡ πυ­κνό­τη­τα καὶ ἡ ἀ­κρί­βεια τοῦ λό­γου εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ πρέ­πει πρω­τί­στως νὰ γί­νουν ἀν­τι­λη­πτὰ καὶ νὰ ἀ­πο­δο­θοῦν στὴ συ­νέ­χεια καὶ στὴ με­τά­φρα­ση, κά­τι ποὺ μπο­ρεῖ νὰ δη­μι­ουρ­γεῖ δυ­σκο­λί­ες, δε­δο­μέ­νης τῆς συ­χνῆς χρή­σης γραμ­μα­τι­κῶν καὶ συν­τα­κτι­κῶν δο­μῶν οἱ ὁ­ποῖ­ες στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα εἶ­ναι φύ­σει πιὸ πυ­κνές, ἐ­νῶ στὸν ἑλ­λη­νι­κὸ λό­γο δι­α­τυ­πώ­νον­ται κυ­ρί­ως πε­ρι­φρα­στι­κὰ (π.χ. κά­ποι­ες με­το­χὲς ποὺ ἀ­να­λύ­ον­ται ἀ­να­πό­φευ­κτα σὲ ἀ­να­φο­ρι­κὲς προ­τά­σεις). Ἡ ἀ­προσ­δό­κη­τη χρή­ση τῆς γλώσ­σας σὲ ἀρ­κε­τὰ ση­μεῖ­α, ὅ­πως συμ­βαί­νει στὶς πιὸ ποι­η­τι­κὲς πε­ρι­γρα­φὲς τῶν κει­μέ­νων, ἐ­πί­σης προ­κα­λεῖ μιὰ κά­ποι­α ἀ­μη­χα­νί­α κα­τὰ τὴ με­τά­φρα­ση. Ἡ λεί­αν­ση, ὡ­στό­σο, τοῦ λό­γου προ­κει­μέ­νου νὰ κα­τα­στεῖ ἐν­δε­χο­μέ­νως πιὸ προ­σι­τὸ τὸ κεί­με­νο δὲν ὑ­φί­στα­ται ὡς δυ­να­τό­τη­τα: Ἡ ὁρ­μη­τι­κό­τη­τα καὶ ἡ ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α ὀ­φεί­λουν μὲ κά­ποι­ον τρό­πο νὰ βροῦν δι­έ­ξο­δο καὶ στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ κεί­με­νο.

       Ἡ ἀ­νά­γνω­ση τῶν πε­ζῶν της Ντυ­βα­νὲλ προ­σκα­λεῖ σὲ ἐκ νέ­ου ἀ­νά­γνω­ση, σὲ λί­γη ἀ­κό­μα ἀ­νά­γνω­ση, σὲ πολ­λὲς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ἀ­να­γνώ­σεις· ὡ­στό­σο ἡ σφο­δρό­τη­τα καὶ ἡ πυ­κνό­τη­τα τῶν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μων κει­μέ­νων της μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὸ ἐ­πι­τρέ­πει πάν­το­τε – του­λά­χι­στον αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ δι­κή μου ἐν­τύ­πω­ση. Νι­ώ­θει κα­νεὶς τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀ­φή­σει λί­γο χρό­νο νὰ πε­ρά­σει, νὰ πά­ρει ἀ­πο­στά­σεις, ἴ­σως καὶ νὰ συ­νέλ­θει ἀ­πὸ τὴν ἔν­το­νη ἀ­να­γνω­στι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α. Ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως προ­κύ­πτει καὶ μιὰ ἰ­δι­ό­τυ­πη ἕ­ξη, ἐ­ξαι­τί­ας ἀ­κρι­βῶς αὐ­τῶν τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν. Συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ἐ­πί­σης ὅ­τι ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­α­βά­ζω κεί­με­νά της τό­σο ἐν­το­νό­τε­ρη γί­νε­ται ἡ πα­ρα­δό­ξως ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὀ­ξύ­μω­ρη αἴ­σθη­ση πὼς κα­τα­νο­ῶ τί συμ­βαί­νει καὶ συγ­χρό­νως χά­νω τὴν ἐ­πο­πτεί­α. Πα­ρό­μοι­α σκέ­ψη δι­α­τυ­πώ­νει ὁ Pino Dietiker σὲ πρό­σφα­το κεί­με­νό του (Dietiker 2021: 194-201): Ὅ­ταν δι­α­βά­ζει Ντυ­βα­νὲλ ξέ­ρει πῶς λει­τουρ­γοῦν τὰ κεί­με­νά της, ὅ­ταν ὅ­μως θέ­λει νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σει σὲ κά­ποι­ον δὲν ξέ­ρει πῶς νὰ τὸ κά­νει. Ποῦ ὀ­φεί­λε­ται αὐ­τό; Ὁ Ντί­τι­κερ ἐν­το­πί­ζει ὁ­ρι­σμέ­να ση­μαν­τι­κὰ στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­ξη­γή­σουν αὐ­τὴ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀ­να­γνώ­στη: ἡ πλη­θώ­ρα τῶν προ­σώ­πων, τὰ ὁ­ποῖ­α σπά­νια μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν γνή­σια πρω­τα­γω­νι­στι­κὰ κι ἔ­τσι εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­να νὰ πα­ρα­δο­θοῦν στὴ λή­θη· ἡ μο­να­δι­κό­τη­τα, σχε­δὸν αὐ­θυ­παρ­ξί­α τῶν προ­τά­σε­ων· ἀλ­λὰ καὶ ἡ ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη τῶν πι­θα­νῶν συ­σχε­τι­σμῶν, ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται με­τα­ξὺ ἄλ­λων μὲ τὴν προ­σφι­λῆ στὴν Ντυ­βα­νὲλ πα­ρα­τα­κτι­κὴ σύν­δε­ση, κα­θὼς ἔ­τσι δὲν ὁ­ρί­ζε­ται αὐ­στη­ρὰ ἡ χρο­νι­κὴ ἢ αἰ­τι­ο­λο­γι­κὴ συ­νά­φεια τῶν «γε­γο­νό­των» καὶ δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἄ­λυ­τες ἀ­πο­ρί­ες. Μὲ αὐ­τοὺς τοὺς καί­ριους προ­βλη­μα­τι­σμοὺς τὰ πράγ­μα­τα μοιά­ζουν νὰ μπαί­νουν καὶ γιὰ μέ­να σὲ μιὰ σει­ρά. Λύ­σεις καὶ δι­α­πι­στώ­σεις μὲ κα­θο­λι­κὴ ἰ­σχὺ ὡ­στό­σο δὲν ὑ­πάρ­χουν, ὅ­πως ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πάρ­χουν λύ­σεις, ἀ­λή­θει­ες καὶ ἠ­θι­κὰ ἢ ἄλ­λου εἴ­δους δι­δάγ­μα­τα στοὺς μι­κρό­κο­σμους τῆς Ντυ­βα­νέλ. Ἁ­πλῶς εἶ­ναι ἔ­τσι.


Μα­ζὶ μὲ ἕ­να κεί­με­νό της πρὸς δη­μο­σί­ευ­ση, ἡ συγ­γρα­φέ­ας εἶ­χε στεί­λει κά­πο­τε στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα WOZ (4.2.1994, Gloor & Kretzen 2021: 207) ἕ­να συ­νο­δευ­τι­κὸ κεί­με­νο, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­φε­ρε με­τα­ξὺ ἄλ­λων τὸ ἑ­ξῆς ἀ­φο­πλι­στι­κὰ δι­α­φω­τι­στι­κό: «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ τὰ κά­νω ὅ­λα νὰ γί­νουν πιὸ ξε­κά­θα­ρα – κι ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πά­λι ὄ­χι.»


Βι­βλι­ο­γρα­φί­α
– Dietiker, Pino: Was bleibt von Adelheid Duvanel? Versuch einer Spu­ren­suche. In: Narr. Das narrati­visti­sche Literatur­magazin 33, S. 194-201. Das Verlag, Basel 2021.
– Duvanel, Adelheid: Beim Hute meiner Mutter. Erzäh­lungen. Mit einem Nachwort von Peter von Matt. Nagel & Kimche im Carl Hanser Verlag, München 2004.
– Gloor, Lukas & Kretzen, Friederike: Sechs Briefe zu Adelheid Duvanel. In: Narr. Das narrativistische Literatur­magazin 33, S. 202-218. Das Verlag, Basel 2021.
– Matt, Peter von: Schreiben und Sterben einer Au­torin: Adelheid Duvanel. In: Die tintenblauen Eidgenossen. Über die literarische und po­litische Schweiz. Carl Hanser Verlag, München 2001.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰκόνα: Ἡ συγ­γραφέ­ας, πιθα­νόν τέλη ’70 – ἀρ­χές ’80. Φωτο­γρα­φία: An­dré Muehl­haupt. Πηγή: ἐφη­μερί­δα Neue Zür­cher Zei­tung,

https://nzzas.nzz.ch/kultur/adelheid-duvanel-die-beharrlichkeit-verlorener-seelen-ld.1632254?reduced=true


			

Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer): Ζών­τας ἐν­τὸς τοῦ γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου



Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer)

[Adelheid Duvanel, Ἀ­φι­έ­ρω­μα 1/11]


Ζών­τας ἐν­τς το γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου

Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς στὴν Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (1936-1996)

(Leben im Medium der Sprache

Abschied von Adelheid Duvanel [1936-1996])


«… ΤΟ ΠΑΙΔΙ οὔρ­λια­ζε ἀ­κα­τά­παυ­στα: “Μὴν ἀ­φή­σε­τε τὴν καρ­διά μου νὰ στα­μα­τή­σει! Μὴν ἀ­φή­σε­τε τὴν καρ­διά μου νὰ στα­μα­τή­σει!”» – Αὐ­τὲς εἶ­ναι οἱ τε­λευ­ταῖ­ες σει­ρὲς ἀ­πὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ. Θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­πι­γρά­φουν προ­γραμ­μα­τι­κὰ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή της: Ἕ­να παι­δὶ ἦ­ταν καὶ ἡ ἴ­δια, ἕ­να ὑ­πε­ρή­λι­κο παι­δί, ποὺ μὲ κά­θε λέ­ξη τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­φε ἡ συγ­γρα­φέ­ας, μιᾶς καὶ εἶ­χε καὶ αὐ­τὴ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα, ἀ­γω­νι­ζό­ταν γιὰ μιὰ ζω­ὴ ποὺ γλι­στροῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια της. Ἡ Ντυ­βα­νὲλ ἔ­γρα­φε μό­νο σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ συ­νειρ­μι­κὴ λο­γι­κὴ τῶν εἰ­κό­νων τῶν ὀ­νεί­ρων – σὲ σα­φεῖς, κρυ­στάλ­λι­νες προ­τά­σεις μιᾶς ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ ἁ­πλῆς σύν­τα­ξης. Αὐ­τὲς τὶς προ­τά­σεις τὶς ἔ­γρα­φε μὲ τὸν τρό­πο ποὺ κρα­τᾶ κα­νεὶς ση­μει­ώ­σεις, θαρ­ρεῖς καὶ δὲν τὶς ἔ­γρα­φε ἡ ἴ­δια. Ἡ γλώσ­σα ἁ­πλῶς τῆς συ­νέ­βαι­νε. Κου­βεν­τι­ά­ζα­με συ­χνὰ γιὰ αὐ­τὰ καί, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς τε­λευ­ταί­ας μας συ­νάν­τη­σης τυ­χαῖ­α ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο τῆς Αἴ­θου­σας Τέ­χνης τῆς Βα­σι­λεί­ας, μοῦ μι­λοῦ­σε γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν της ὅ­πως γιὰ παι­διά, τὰ ὁ­ποῖ­α κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο με­γά­λω­ναν κά­θε μέ­ρα κα­τὰ μί­α πρό­τα­ση. Κά­θε μέ­ρα καὶ μί­α πρό­τα­ση.

       Κα­τ’ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να μο­να­δι­κὸ στὸ εἶ­δος του ἔρ­γο. Σὲ αὐ­τὸ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται, μὲ ἁ­δροὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς, γύ­ρω στὶς δι­α­κό­σι­ες ἱ­στο­ρί­ες γιὰ χί­λι­ες δυ­ὸ ὄ­ψεις τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πό­νου, ἱ­στο­ρί­ες μο­να­ξιᾶς καὶ αὐ­τι­στι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των πα­ρα­τή­ρη­σης τοῦ κό­σμου, οἱ ὁ­ποῖ­ες ξε­δι­πλώ­νον­ται στὸ πε­δί­ο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας – σκορ­πι­σμέ­νες σὰν χάν­τρες πά­νω σε πι­α­τέ­λα ἀ­πὸ γυα­λί, δί­χως τά­ξη ἢ δο­μή, κα­θε­μιά τους θαυ­μά­σια ἀ­να­πτυγ­μέ­νη, μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ καὶ ὀρ­γα­νι­κὴ πλη­ρό­τη­τα. Ἄλ­λη ται­ρια­στὴ με­τα­φο­ρὰ θὰ ἦ­ταν ἴ­σως αὐ­τὴ ἑ­νὸς κα­λει­δο­σκό­πιου, δι­ό­τι ὁ ἀ­να­γνώ­στης τῶν βι­βλί­ων τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ εἰ­σέρ­χε­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο θαυ­μά­των ποὺ στρα­φτα­λί­ζει καὶ εἶ­ναι γε­μά­τος δε­λε­α­στι­κές, πι­κρές, γκρο­τέ­σκες πα­ρα­φυά­δες τῆς Comedie humaine, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζον­ται ἀ­πα­ρέγ­κλι­τα ἡ μιὰ μέ­σα στὴν ἄλ­λη καὶ προ­σο­μοι­ώ­νουν ἕ­να ἀ­χα­νὲς προ­σω­πι­κὸ σύμ­παν – μέ­νον­τας, ὡ­στό­σο, ἐγ­κλω­βι­σμέ­νες στὸ στε­νό τους πε­ρί­βλη­μα.

       Ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ ἔ­βα­λε μό­νη τέ­λος στὴ ζω­ή τῆς για­τὶ τῆς εἶ­χε γί­νει πράγ­μα­τι ἀ­νυ­πό­φο­ρη, καὶ δὲν θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λὴ νὰ θαυ­μά­σου­με τὴν τόλ­μη καὶ τὴ γεν­ναι­ό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α τὴν ὑ­πέ­μει­νε γιὰ τό­σο με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα. Ἀ­πὸ αὐ­τή της τὴν προ­σω­πι­κὴ τόλ­μη γεν­νή­θη­κε ἡ τέ­χνη της, τό­σο ἡ λο­γο­τε­χνί­α ὅ­σο καὶ τὰ χρω­μα­τι­στὰ σκί­τσα μὲ μαρ­κα­δό­ρο, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­πί­σης ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με: Σὲ αὐ­τὰ κα­τέ­φευ­γε ὅ­ταν ἡ δι­α­τύ­πω­ση, ἡ λε­κτι­κὴ ἔκ­φρα­ση, δὲν ἦ­ταν πλέ­ον ἐ­φι­κτή. Καὶ τὰ δύ­ο ἀ­να­πτύ­χθη­καν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ δι­κοῦ της ἀ­δι­ε­ξό­δου – καὶ ἐ­ξί­σου συ­νει­δη­τὰ ἐ­πι­στρά­τευ­σαν τὴν καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­ναν­τί­ον του· τὸν θά­να­το τῆς ποι­ή­τριας δὲν θὰ πρέ­πει νὰ τὸν ἐ­κλά­βου­με ὡς πα­ρα­δο­χὴ ἀ­πο­τυ­χί­ας.

       Παι­διά. Ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ παι­διά. Τὸ ἔρ­γο τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ πε­ρι­στρέ­φε­ται μό­νο γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τά. Πο­τέ της δὲν ἔ­γρα­ψε γιὰ κά­τι ἄλ­λο καὶ δὲν συ­νέ­τα­ξε οὔ­τε μί­α γραμ­μὴ δο­κι­μια­κοῦ ἢ ἔ­στω στο­χα­στι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου (μὲ μό­νη ἐ­ξαί­ρε­ση κά­ποι­ες πρώ­ι­μες δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες της σὲ ἐ­πι­φυλ­λί­δες τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας Basler Nach­richten, οἱ ὁ­ποῖ­ες πάν­τως προ­η­γή­θη­καν τοῦ ποι­η­τι­κοῦ ἔρ­γου της). Ἔ­γρα­ψε γιὰ παι­διά, γιὰ τραυ­μα­τι­σμέ­να, ἀ­τι­μα­σμέ­να παι­διά, σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­δο­χὲς καὶ τὶς ἐκ­φάν­σεις τους. Μι­κρὰ καὶ με­γά­λα. Ρε­α­λι­στι­κὰ παι­διά, νή­πια, παι­διὰ κρυμ­μέ­να σὲ κά­θε πι­θα­νὸ μα­σκά­ρε­μα τοῦ κό­σμου τῶν ἐ­νη­λί­κων, κα­λὰ καὶ κα­κὰ παι­διά. Πάν­τα εἶ­ναι λα­βω­μέ­να, ζη­μι­ω­μέ­να, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­να ἀ­πὸ ἄ­καμ­πτες τά­ξεις πραγ­μά­των. Ἡ ἀ­ξι­ο­βί­ω­τη ζω­ὴ λαμ­βά­νει χώ­ρα μο­νά­χα ἐν­τός του γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου, μιᾶς γλώσ­σας τοῦ ἐ­ρε­θι­σμέ­νου δέρ­μα­τος, τῶν τρα­βηγ­μέ­νων μυ­ῶν, τοῦ πυ­ρε­τοῦ.

       Οἱ πα­ραλ­λα­γές, κα­θὼς καὶ οἱ δυ­να­τό­τη­τες πα­ραλ­λα­γῆς τῶν πε­ζῶν τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ριθ­μοῦν ἀ­πὸ μί­α ἕ­ως τὸ πο­λὺ πέν­τε σε­λί­δες τὸ κα­θέ­να (ἔ­γρα­ψε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ τέ­τοι­α κεί­με­να, καὶ ὡς «σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα» δὲν θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ τα­ξι­νο­μή­σου­με, μιᾶς καὶ σπα­νί­ως δι­α­θέ­τουν μιὰ ἀρ­χὴ ποὺ ἐ­ξε­λίσ­σε­ται γιὰ νὰ φτά­σει σὲ κά­ποι­ο τέ­λος), εἶ­ναι ἀ­μέ­τρη­τες. Ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά τους νὰ ἐ­ξε­λίσ­σον­ται πα­ρα­μέ­νει στά­σι­μη γιὰ δε­κα­ε­τί­ες. Πρό­κει­ται γιὰ κα­τα­το­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Τὸ λε­ξι­λό­γιο ἀρ­κεῖ­ται στὰ λί­γα, δι­α­τη­ρεῖ, ὡ­στό­σο, ὀ­ξυ­μέ­νο αἰ­σθη­τή­ριο νε­ο­λο­γι­σμῶν καὶ πα­ρα­μέ­νει μὲ ἄ­κρως χι­ου­μο­ρι­στι­κὸ τρό­πο ἐ­φευ­ρε­τι­κό. Γνώ­ρι­μα πράγ­μα­τα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται συ­χνὰ μὲ και­νούρ­γιο —δη­λα­δὴ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ— τρό­πο, καὶ ἡ ὀ­νο­μα­το­θε­σί­α τῶν προ­σώ­πων πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ μί­αν ἀλ­λό­κο­τη ἀ­γά­πη, πάν­το­τε μὲ τὸ βλέμ­μα στραμ­μέ­νο στὴ φρι­κτὴ μοί­ρα τους. Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ ζοῦν ταυ­τό­χρο­να σὲ μιὰ χώ­ρα νά­νων καὶ σὲ ἕ­να βα­σί­λει­ο γι­γάν­των· καὶ τὰ δύ­ο ἀ­ξί­ζει νὰ ἐ­ξε­ρευ­νη­θοῦν. Ἀ­νά­με­σά τους ὑ­πάρ­χει – τὸ τί­πο­τα: Σὲ συμ­βι­βα­σμοὺς δὲν ἦ­ταν πρό­θυ­μη νὰ προ­βεῖ ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, οὔ­τε ἀ­πὸ γλωσ­σι­κῆς οὔ­τε ἀ­πὸ πα­ρα­στα­τι­κῆς ἄ­πο­ψης· στάθ­μι­ζε μο­νά­χα τὸ ὑ­ψη­λὸ καὶ τὸ βα­θὺ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἔ­πει­τα νὰ ἐ­πι­λέ­ξει με­τα­ξύ τους.

       Ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο πό­λους τῆς ὑ­πε­ρά­φθο­νης φαν­τα­σί­ας καὶ τῆς στε­νό­χω­ρης ἀ­πο­βά­θρας στὴν ὁ­ποί­α συ­νω­στί­ζον­ται οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες, ὑ­πὸ τὴ δια­ρκῆ ἀ­πει­λὴ τῆς πτώ­σης ἀ­πὸ τὸ χεῖ­λος της, προ­κύ­πτει ἡ ἀ­γω­νί­α στὶς ἱ­στο­ρί­ες τῆς Ντυ­βα­νέλ. Πο­τὲ δὲν εἶ­ναι, ὅ­μως, ἀ­γω­νί­α μὲ τὴ συ­νή­θη ἔν­νοι­α τῆς ἔν­τα­σης ἐ­ξαι­τί­ας μιᾶς συ­ναρ­πα­στι­κῆς πλο­κῆς, μὰ μιὰ δι­έ­γερ­ση τῆς πε­ρι­έρ­γειας τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, ἡ ὁ­ποί­α ὡς αἴ­σθη­ση γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ κά­που με­τα­ξὺ ἀ­φό­ρη­του καὶ ἑ­ξαρ­τη­σι­ο­γό­νου: Τί λέ­ει ἡ ἑ­πό­με­νη πρό­τα­ση; Σχε­δὸν κα­θε­μιὰ πρό­τα­ση (καὶ τοῦ­το, μά­λι­στα, εἶ­χε ἐν­τα­θεῖ στὰ τε­λευ­ταῖ­α βι­βλί­α) συ­νι­στᾶ κι ἀ­πὸ μί­α ἔκ­πλη­ξη, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ προ­κα­λέ­σει σόκ. Ποι­ἀ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἡ συ­νέ­χεια, πό­σο μα­κριὰ μπο­ρεῖ ἄ­ρα­γε νὰ τὸ τρα­βή­ξει; Σπα­νι­ό­τα­τες πα­ρεκ­κλί­σεις ἀ­πὸ τὸ σύ­νη­θες προ­σεγ­γί­ζον­ται μὲ τὴ φυ­σι­κό­τη­τα ἀ­ξι­ω­μά­των.

       Μιὰ ποί­η­ση τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ λι­τὴ καὶ δι­αν­θι­σμέ­νη. Ὅ­σο συ­νε­σταλ­μέ­νη κι ἂν κα­μώ­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἡ λο­γο­τε­χνί­α τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τό­σο ἐ­κρη­κτι­κὰ εἶ­ναι τὸ ἄ­ρω­μα καὶ τὰ χρώ­μα­τα τῶν εἰ­κό­νων ποὺ τί­θεν­ται στὴ δι­ά­θε­σή μας. Ἐ­σω­τε­ρι­κευ­μέ­νη φύ­ση στὴν ὕ­ψι­στη δυ­να­τὴ ἀ­κρί­βεια. Ἡ ἐ­σώ­τε­ρη αἰ­σθη­τι­κό­τη­τα κό­βει, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, τὴν ἀ­νά­σα: Τὴν ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ στα­μα­τή­σει. Λυ­τρω­τι­κὲς λέ­ξεις δὲν ξε­στο­μί­ζον­ται. Ἐκ­πνο­ὲς δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται.

       Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ἡ ἀρ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση προ­σποι­εῖ­ται τὴν κοι­νό­το­πη. Ἀλ­λὰ ἡ γλώσ­σα ξε­γυ­μνώ­νει τὸ σύ­νη­θες τῆς συ­νή­θειας: Ἀ­πὸ τὸ «κα­νο­νι­κὸ» γεν­νι­έ­ται ἡ λα­χτά­ρα. Λα­χτά­ρα γιὰ τί; Δύ­σκο­λο νὰ τὸ πεῖ κα­νείς. Λα­χτά­ρα γιὰ εὐ­τυ­χί­α; Ὡς ὑ­παρ­ξια­κὸ λα­ϊ­τμο­τὶφ ποὺ δι­α­τρέ­χει τοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ τὶς ἱ­στο­ρί­ες συ­ναν­τοῦ­με μιὰ πα­ρά­ξε­νη μοι­ρο­λα­τρί­α. Ὅ,τι ὑ­πάρ­χει γί­νε­ται μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο δε­κτό, λὲς καὶ στε­ρεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος κά­θε ἠ­θι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γῆς. Οὔ­τε λό­γος γιὰ ὀρ­γή. Κα­μί­α ἀν­τί­στα­ση. Στὸν ἀ­να­γνώ­στη ὑ­πο­βάλ­λε­ται ἡ ἰ­δέ­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἕρ­μαι­ο τοῦ πε­πρω­μέ­νου του, καὶ αὐ­τὸ τὸ πε­πρω­μέ­νο εἶ­ναι φρι­κτό. Τὰ ἐ­ξι­στο­ρού­με­να κα­λοῦν δυ­να­τὰ καὶ ξε­κά­θα­ρα σὲ ἀλ­λα­γή, σὲ με­τα­βο­λή, τί­πο­τε ὅ­μως δὲν συμ­βαί­νει: Ἡ πα­θη­τι­κό­τη­τα μοιά­ζει πλέ­ον νο­μο­τε­λεια­κή.

       Αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ ἀ­πά­θεια, τὸ ἀν­τί­θε­το μά­λι­στα· ἔ­χει μᾶλ­λον νὰ κά­νει μὲ τὴ βι­ω­μέ­νη ἀ­νι­κα­νό­τη­τα νὰ ἐκ­βιά­σει κα­νεὶς τὴν εὐ­τυ­χί­α. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὰ βι­ω­μέ­να πλήγ­μα­τα τῆς μοί­ρας, ἡ συγ­γρα­φέ­ας στε­ρεῖ­ται ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε βού­λη­σης γιὰ εὐ­τυ­χί­α, καὶ αὐ­τὸ τὸ με­τα­φέ­ρει στοὺς πρω­τα­γω­νι­στές της. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι πάν­το­τε —τὸ πο­λὺ πο­λύ!— οἱ ἄλ­λοι. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ κι ἔ­πει­τα ξε­κι­νᾶ ἡ τέ­χνη, ἡ γλώσ­σα. «Με­ρι­κὲς φο­ρὲς στὰ κεί­με­νά μου πε­ρι­γρά­φε­ται κά­ποι­ο συ­ναί­σθη­μα εὐ­τυ­χί­ας», μοῦ εἶ­πε κά­πο­τε ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ κα­θὼς συ­ζη­τού­σα­με, «καὶ τό­τε οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες μοιά­ζουν νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται. Σὰν νὰ ἔ­χουν ἀ­παγ­κι­στρω­θεῖ πλέ­ον ἀ­πὸ τὴ Γῆ καὶ νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται, ναί, νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται.»

       Ἡ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ γρά­φε­ται σή­με­ρα στὴν Ἐλ­βε­τί­α κα­λεῖ­ται νὰ πεν­θή­σει μιὰ τρα­γι­κὰ με­γά­λη συγ­γρα­φέ­α, ἡ ὁ­ποί­α χά­ρι­σε τὴ φω­νή της ἀ­πο­κλει­στι­κὰ σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ σχε­δὸν πο­τὲ δὲν ἀ­κού­γον­ται. Στοὺς πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νους, τοὺς ἐ­ξαν­τλη­μέ­νους, τοὺς ἀ­σθε­νεῖς. Στοὺς ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στους της κοι­νω­νί­ας μας. Τὴ δι­κή τους ποί­η­ση δη­μι­ούρ­γη­σε μὲ κά­θε λε­πτό­τη­τα καὶ μὲ με­γά­λη τρυ­φε­ρό­τη­τα, ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας ἀ­συ­νή­θι­στη ἐκ­φρα­στι­κὴ δύ­να­μη.



Πη­γή: Tadeus Pfeifer, «Leben im Me­dium der Sprache. Abschied von Adelheid Duvanel (1936-1996)», in: Basler Stad­tbuch 1996, Chri­stoph Merian Stif­tung, Basel 1997, S. 159-161.

Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer, 1949-2010) γεν­νή­θη­κε στὸ Φρά­ιμ­πουργκ τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἀλ­λὰ ἔ­ζη­σε τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του στὴν Ἐλ­βε­τί­α καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να στὴ Βα­σι­λεί­α. Ἄ­σκη­σε πολ­λὰ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα: δι­ορ­θω­τής, ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου, κει­με­νο­γρά­φος δι­α­φη­μι­στι­κῶν κ.ἄ. Ὑ­πῆρ­ξε πα­ράλ­λη­λα λο­γο­τέ­χνης, δη­μο­σι­ο­γρά­φος, κρι­τι­κὸς τέ­χνης καὶ λο­γο­τε­χνί­ας, κα­θὼς καὶ συ­νεκ­δό­της τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Poe­sie (1972-1985). Κυ­κλο­φό­ρη­σαν δύ­ο μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ δύ­ο συλ­λο­γὲς μὲ δι­η­γή­μα­τα καὶ πε­ζο­ποι­ή­μα­τα, στὶς ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἔν­το­νο τὸ ποι­η­το­λο­γι­κὸ στοι­χεῖ­ο. Στὰ ἔρ­γα του συ­νυ­πάρ­χουν οἱ ἰ­σχυ­ρὲς ἀν­τι­θέ­σεις καὶ οἱ ἀ­πό­το­μες με­τα­βά­σεις, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πὸ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ στὸ φαν­τα­στι­κὸ ἢ ἀ­πὸ τὴν ἔν­το­νη χα­ρὰ στὸν τρό­μο. Κεί­με­νά του δη­μο­σι­εύ­τη­καν σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ κι ἐ­φη­με­ρί­δες, ἀλ­λὰ καὶ σὲ κα­τα­λό­γους ἐκ­θέ­σε­ων εἰ­κα­στι­κῶν τε­χνῶν. Τὸ με­γά­λο εὖ­ρος τῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των του μαρ­τυ­ροῦν ἐν­δει­κτι­κὰ δύ­ο ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ ἐγ­χει­ρή­μα­τά του: Τὸ 1976 δι­α­σκεύ­α­σε γιὰ τὸ Θέ­α­τρο τῆς Βα­σι­λεί­ας (Basler Theater) τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Οἱ Μπούν­τεν­μπροκ τοῦ Τό­μας Μάν, ἐ­νῶ τὸ 1986 ἐ­πι­με­λή­θη­κε καὶ ἐ­ξέ­δω­σε μιὰ ἀν­θο­λο­γί­α ἰν­δι­κῆς ποί­η­σης με­τα­φρα­σμέ­νης στὰ γερ­μα­νι­κά. Στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’80 ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐ­νερ­γὰ μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τη­λε­ο­πτι­κῶν ντο­κι­μαν­τὲρ πο­λι­τι­στι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Πέ­θα­νε στὴ Βα­σι­λεί­α τὸν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 σὲ ἡ­λι­κί­α 61 ἐ­τῶν.

Πη­γὲς βι­ο­γρα­φι­κῶν πλη­ρο­φο­ρι­ῶν Tadeus Pfeifer:

– Seybold, Dietrich: «Tadeus Pfeifer», in: Kotte, Andreas (Hg.): Theater­le­xikon der Schweiz, Chronos Verlag, Zurich 2005, Band 2, S. 1406.

– Muller, Dominik: «Tadeus Pfeifer», in: Kühl­mann, Wilhelm (Hg.): Killy Literatu­rlexikon, Walter de Gruyter, Berlin/New York 2010, Band 9, S. 195.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰ­κό­να: Ἡ Adelheid Duvanel, μὲ ψευ­δώ­νυ­μο Ju­dith Ja­nuar, στὸ κα­φὲ Ἀ­τλαν­τίς, στὰ 1959/1960. Πη­γή: ἐ­φη­με­ρί­δα Aarga­uer Zei­tung,

https://www.aargauerzeitung.ch/kultur/schweizer-literatur-adelheid-duvanel-war-das-groesste-schweizer-literaturtalent-mit-dem-schwersten-leben-ld.2139386 (Ἄ­γνω­στη/ος φω­το­γρά­φος.)

            Ἡ φω­το­γρα­φί­α, στὴν ὁ­ποί­α ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τό­τε ἀ­κό­μη Ἀν­τελ­χά­ιντ Φα­ϊγ­κεν­βίν­τερ, στὸ κα­φὲ Atlantis τῆς Βα­σι­λεί­ας στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’50, κο­σμεῖ ἐ­πί­σης τὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο τῆς συγ­κεν­τρω­τι­κῆς ἔκ­δο­σης τῶν πε­ζῶν τῆς συγ­γρα­φέ­ως.


Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Robert Shapard): Ἡ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη ἐ­πα­νε­πι­νό­η­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας



Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Robert Shapard)


Ἡ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη ἐ­πα­νε­πι­νό­η­ση

τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας


(The Remarkable Reinvention of Very Short Fiction)


ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΗ μυ­θο­πλα­σί­α ἀ­παν­τᾶ μὲ πολ­λὲς ὀ­νο­μα­σί­ες, ποὺ ποι­κίλ­λουν ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἔ­κτα­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας καὶ τὴ χώ­ρα. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἡ πλέ­ον δι­α­δε­δο­μέ­νη ὀ­νο­μα­σί­α εἶ­ναι flash· στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ micro. Ἄ­κρες μέ­σες, μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι δέ­κα φο­ρὲς συν­το­μό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ δι­ή­γη­μα, ὡ­στό­σο οἱ ἀ­ριθ­μοὶ δὲν μᾶς λέ­νε τὰ πάν­τα. Προ­τι­μῶ τὶς με­τα­φο­ρές, σὰν κι αὐ­τὴ τῆς Λί­σας Βα­λεν­σου­έ­λα: «Συ­νή­θως πα­ρο­μοιά­ζω τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ θη­λα­στι­κό, ἄ­γριο σὰν τὴν τί­γρη ἢ καὶ ἥ­με­ρο σὰν τὴν ἀ­γε­λά­δα, τὸ δι­ή­γη­μα μὲ πτη­νὸ ἢ ψά­ρι καὶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα μὲ ἔν­το­μο (στὶς κα­λύ­τε­ρές των πε­ρι­πτώ­σε­ων ἰ­ρι­δί­ζον).»(1)

       Ἡ ἀ­πή­χη­ση τῶν ἐν λό­γῳ «ἰ­ρι­δι­ζόν­των ἐν­τό­μων» ὁ­λο­έ­να καὶ με­γα­λώ­νει παγ­κο­σμί­ως, ἰ­δί­ως ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1980 κι ἔ­πει­τα. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἀν­θο­λο­γί­ες, συλ­λο­γὲς καὶ βι­βλι­α­ρά­κια τοῦ εἴ­δους ἔ­χουν που­λή­σει ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο ἀν­τί­τυ­πα – λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ μπὲστ σέ­λερ τοῦ Τζὸν Γκρί­σαμ, ὅ­μως ὁ ἀ­ριθ­μὸς δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου εὐ­κα­τα­φρό­νη­τος. Ἠ­θο­ποι­οὶ τῆς τη­λε­ό­ρα­σης καὶ τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­χουν δι­α­βά­σει τέ­τοι­α κεί­με­να στὸ Μπρόν­τγου­ε­ϊ, τὰ ἔ­χουν ἠ­χο­γρα­φή­σει γιὰ νὰ με­τα­δο­θοῦν μα­γνη­το­σκο­πη­μέ­να στὴν ἐκ­πομ­πὴ Selected Shorts τοῦ National Public Radio. Παγ­κό­σμια συ­νέ­δρια μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἔ­χουν δι­ε­ξα­χθεῖ καὶ συ­νε­χί­ζουν νὰ δι­ε­ξά­γον­ται στὴν Ἐλ­βε­τί­α, τὴν Ἱ­σπα­νί­α, τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ καὶ σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες. Στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α, ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ καὶ ἑ­ορ­τά­ζε­ται Ἐ­θνι­κὴ Μέ­ρα Flash Fiction (ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με στὴν Guardian)(2), πράγ­μα ποὺ ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας.

       Ἐν­τού­τοις, λί­γοι μοιά­ζουν νὰ γνω­ρί­ζουν ἀ­κρι­βῶς τοὺς λό­γους τῆς ἀ­πή­χη­σης τῶν μι­κρο­σκο­πι­κῶν αὐ­τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ἢ ἀ­κό­μη καὶ τί εἶ­ναι. Ἄ­ρα­γε εἶ­ναι μό­δα τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου; Εἶ­ναι σύν­το­μα δι­ό­τι ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ τὸ Twitter ἔ­χουν συρ­ρι­κνώ­σει τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα δι­α­τή­ρη­σης τῆς προ­σο­χῆς; Ἂν ἰ­σχύ­ει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο, ὁ Τζού­λιαν Γκόφ, πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ἰρ­λαν­δὸς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος ποὺ ζεῖ στὴ Γερ­μα­νί­α, τὸ βλέ­πει ἀρ­κε­τὰ θε­τι­κά. Στὸ Βest European Fiction 2010 (στὸ ὁ­ποῖ­ο συμ­με­τέ­χει μ’ ἕ­να πο­λὺ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα), ἐ­πι­ση­μαί­νει τὸ ἑ­ξῆς:

       «Ἡ γε­νιά μου, κα­θὼς καὶ οἱ νε­ό­τε­ροι, δέ­χον­ται τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ὄ­χι μὲ τὴ μορ­φὴ μα­κρο­σκε­λοῦς, συ­νε­κτι­κῆς, αὐ­το­τε­λοῦς ἑ­νό­τη­τας (μιᾶς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῆς ται­νί­ας, ἑ­νὸς δί­σκου, ἑ­νὸς μυ­θι­στο­ρή­μα­τος) ἀλ­λὰ μέ­σῳ θραυ­σμά­των ποὺ δι­α­φέ­ρουν ση­μαν­τι­κὰ ὡς πρὸς τὸ ὕ­φος. (Ζά­πινγκ, σερ­φά­ρι­σμα στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ κομ­μα­τι­ῶν μὲ τυ­χαί­α σει­ρὰ στὸ iPod). Ἡ συν­θή­κη αὐ­τὴ ἀλ­λά­ζει τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­βά­ζου­με, ἄ­ρα εἶ­ναι εὔ­λο­γο ὅ­τι ὀ­φεί­λει νὰ ἀλ­λά­ξει καὶ ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο γρά­φου­με. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­α κα­τα­στρο­φὴ ἀλ­λὰ γιὰ εὐ­και­ρί­α. Ἔ­χου­με τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ κά­νου­με νέ­α πράγ­μα­τα, πράγ­μα­τα ποὺ προ­η­γου­μέ­νως δὲν θὰ γί­νον­ταν ἀν­τι­λη­πτά. Τὸ τυ­πι­κὸ δι­ή­γη­μα (ποὺ ἔ­χει εἰ­πω­θεῖ καὶ ξα­να­ει­πω­θεῖ δε­κά­δες χι­λιά­δες φο­ρὲς) πά­σχει ἀ­πὸ σύν­δρο­μο ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νης κα­τα­πό­νη­σης. Ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ τὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­χουν προ­σαρ­μο­στεῖ στὴν κρί­ση αὐ­τὴ καὶ ἔ­χουν δι­α­τη­ρή­σει τὸ κοι­νό τους. Ἡ λο­γο­τε­χνί­α δὲν τὸ ἔ­χει κά­νει.»(3)

       Ἡ συμ­βου­λὴ τοῦ Γκὸφ στοὺς νε­α­ροὺς συγ­γρα­φεῖς εἶ­ναι: «Κλέψ­τε ἀ­πὸ τὸ The Simpsons, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸν Χέν­ρι Τζέ­ιμς.»

       Ἀ­κό­μη κι ἂν ἡ πο­λὺ μι­κρὴ φόρ­μα ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ ἐ­λευ­θε­ρί­α γιὰ τοὺς συγ­γρα­φεῖς, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­μᾶς συ­νε­χί­ζου­με νὰ ἐ­ξο­μοι­ώ­νου­με τὴ «λο­γο­τε­χνί­α» μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (σί­γου­ρα ὄ­χι μὲ τὸ The Simpsons), πράγ­μα ποὺ ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ ἐν μέ­ρει για­τί οἱ κρι­τι­κοὶ ἔ­χουν δώ­σει τό­σο λί­γη προ­σο­χὴ σὲ δου­λει­ὲς τῆς συν­το­μί­ας τοῦ flash ἢ τοῦ sudden fiction. Ἐν­τού­τοις, ἂν κοι­τά­ξου­με ἀρ­κε­τὰ πί­σω, ἡ εἰ­κό­να δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται. Σπου­δαῖ­οι συγ­γρα­φεῖς ἔ­γρα­ψαν πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες πο­λὺ πρὶν γρα­φτεῖ μυ­θι­στό­ρη­μα. Ὁ Πε­τρώ­νιος ἔ­γρα­ψε μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες στὴν ἀρ­χαί­α Ρώ­μη καὶ ἡ Μα­ρί­α τῆς Γαλ­λί­ας κα­τὰ τὸν με­σαί­ω­να. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Ντε­φό­ου (στὸν ἀγ­γλό­φω­νο κό­σμο του­λά­χι­στον), τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα —δη­λα­δή, ὁ τύ­πος τῆς ἐν­σαρ­κω­μέ­νης ρε­α­λι­στι­κῆς ἀ­φή­γη­σης— κυ­ρι­άρ­χη­σε καὶ κυ­ριαρ­χεῖ στὴ μυ­θο­πλα­σί­α. Ὡ­στό­σο, τὸν εἰ­κο­στὸ αἰ­ώ­να, πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς, ἀ­νά­με­σά τους ὁ Μπόρ­χες, ὁ Κορτά­σαρ, ὁ Βάλ­ζερ, ὁ Κάφ­κα, ὁ Μπου­τζάτι, ὁ Καλ­βί­νο, ἡ Ντί­νε­σεν καὶ ὁ Κα­ου­αμ­πά­τα ἐ­πέ­λε­ξαν νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν στὴν πο­λὺ μι­κρὴ φόρ­μα. Ξε­κί­νη­σαν ἄ­ρα­γε μιᾶς μορ­φῆς ἀ­θό­ρυ­βη ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας ποὺ τώ­ρα μό­νον, χά­ρη στὶς ἀ­πέ­ραν­τες δυ­νά­μεις τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ἀν­θεῖ ἀ­πὸ τὴ Γροι­λαν­δί­α ὥς τὴν Ἰν­δο­νη­σί­α μὲ nanos, micros, suddens καὶ flashes;

       Ναὶ καὶ ὄ­χι. Γιὰ πο­λὺ και­ρὸ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἡ μό­νη ὑ­παρ­κτὴ πα­ρά­δο­ση ἦ­ταν κά­τι ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἔπιαναν μιὰ σε­λί­δα καὶ δη­μο­σι­εύ­ον­ταν σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ ποι­κί­λης ὕ­λης σὰν τὸ Ladies Home Journal. (Ἡ λέ­ξη «πα­ρά­δο­ση» ἴ­σως δὲν ται­ριά­ζει ἐ­δῶ – μὲ βά­ση ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ με­λέ­τη πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Κα­λι­φόρ­νιας τὸ Journal εἶ­χε δη­μο­σι­εύ­σει ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α σὲ ὅ­λα τὰ τεύ­χη τῶν τε­λευ­ταί­ων πε­νήν­τα ἐ­τῶν. Λε­πτο­μέ­ρει­ες ὅ­πως τὸ σκη­νι­κὸ καὶ οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες ἄλ­λα­ζαν ὄν­τως, ὅ­μως ἡ πλο­κὴ πα­ρέ­με­νε ἡ ἴ­δια: πάν­τα κά­τι γί­νε­ται στὸ τέ­λος κι ἔ­χου­με χά­πι ἔντ.)

       Ὁ ρυθ­μὸς τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος, σύμ­φω­να μὲ τὴν Τζό­ις Κά­ρολ Ὄ­ουτς, «συ­χνὰ προ­σο­μοιά­ζει ὑ­φο­λο­γι­κὰ στὴν ποί­η­ση μᾶλ­λον πα­ρὰ στὴ συμ­βα­τι­κὴ πρό­ζα, ἡ ὁ­ποί­α πρό­δη­λα ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ δρα­μα­το­ποι­ή­σει τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ νὰ ξυ­πνή­σει συ­ναι­σθή­μα­τα· στοὺς σφι­χτοὺς καὶ μι­κροὺς χώ­ρους, ἡ ἐμ­πει­ρί­α περ­νᾶ μό­νον μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὑ­παι­νιγ­μό».

       Ἤ­δη ὅ­μως τὸ 1985, ποὺ ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας κι ἐ­γὼ ἀρ­χί­σα­με νὰ συλ­λέ­γου­με πο­λὺ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α Sudden Fiction, εἶ­χε συμ­πλη­ρω­θεῖ δε­κα­ε­τί­α ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πει­ρα­μα­τι­κὲς δου­λει­ὲς πρω­το­εμ­φα­νί­στη­καν αἰφ­νι­δί­ως στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Δὲν ἦ­ταν πο­τὲ τυ­πο­ποι­η­μέ­να, συ­χνὰ ξάφ­νι­α­ζαν, πάν­το­τε συ­νι­στοῦ­σαν μιᾶς μορ­φῆς πρό­κλη­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να χρη­σι­μο­ποι­οῦν τὴ ρε­α­λι­στι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, ἀλ­λὰ σὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὴ κλί­μα­κα. Ἄλ­λα προ­σεγ­γί­ζουν πλα­γί­ως τὴ με­τα­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως τὸ πα­ρά­δο­ξο καὶ συγ­κι­νη­τι­κὸ «Mo­ther» τῆς Γκρέις Πέ­ϊ­λι, ποὺ ξε­κι­νᾶ μὲ τὴν ἀ­φη­γή­τρια νὰ λέ­ει πὼς ἀ­νέ­κα­θεν ἤ­θε­λε νὰ γρά­ψει μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ τὸ τέ­λος της θὰ εἶ­ναι «καὶ τό­τε πέ­θα­νε», καὶ κα­τὰ μιὰ ἔν­νοι­α μᾶς ξαφ­νιά­ζει στὴν ἑ­πό­με­νη σε­λί­δα κά­νον­τας ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό. Σὲ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες ση­μει­ώ­νε­ται μιὰ ἀλ­λό­κο­τη ἐ­πι­τά­χυν­ση, ὅ­πως στὴ λαμ­πρὴ ἱ­στο­ρί­α «A Fa­ble» του Ρό­μπερτ Φοξ, μὲ θέ­μα ἕ­ναν νε­α­ρὸ στὸν ὑ­πό­γει­ο σι­δη­ρό­δρο­μο ποὺ εἶ­ναι τό­σο μὰ τό­σο χα­ρού­με­νος ποὺ πά­ει πρώ­τη μέ­ρα γιὰ δου­λειὰ στὴν πό­λη, ποὺ ἐ­ρω­τεύ­ε­ται μιὰ ὄ­μορ­φη γυ­ναί­κα πού ’­ναι κα­θι­σμέ­νη ἀ­πέ­ναν­τί του, καὶ τοὺς παν­τρεύ­ει ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας στὴν ἑ­πό­με­νη στά­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα ἀ­κο­λου­θοῦν ἀν­τί­στρο­φη πο­ρεί­α, ὅ­πως τὸ συγ­κι­νη­τι­κὸ «Cur­rents» τῆς Χάν­νας Βά­σκο­ϊλ, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ ἀ­φή­γη­ση δὲν γί­νε­ται μέ­σω φλὰς μπὰκ (ποὺ ἐ­πι­στρέ­φουν στὸ πα­ρὸν) ἀλ­λὰ μὲ μι­κρὲς πα­ρα­γρά­φους ποὺ τα­ξι­δεύ­ουν ἀ­δυ­σώ­πη­τα ὁ­λο­έ­να καὶ βα­θύ­τε­ρα στὸ πα­ρελ­θόν.

       Οἱ ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τὲς δὲν συ­νι­στοῦν ἀ­να­γέν­νη­ση κά­ποι­ας ἀρ­χαί­ας φόρ­μας. Συ­νι­στοῦν ἀ­πό­πει­ρες ἐ­πα­νε­πι­νό­η­σης τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς, ὅ­ταν τοὺς ρω­τή­σα­με γιὰ τὸ νέ­ο αὐ­τὸ εἶ­δος μυ­θο­πλα­σί­ας, ἀ­να­φέρ­θη­καν στὴ σχέ­ση του μὲ ἄλ­λα εἴ­δη. «Ὁ ρυθ­μὸς τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος», σύμ­φω­να μὲ τὴν Τζό­ις Κά­ρολ Ὄ­ουτς, συ­χνὰ προ­σο­μοιά­ζει ὑ­φο­λο­γι­κὰ στὴν ποί­η­ση μᾶλ­λον πα­ρὰ στὴ συμ­βα­τι­κὴ πρό­ζα, ἡ ὁ­ποί­α πρό­δη­λα ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ δρα­μα­το­ποι­ή­σει τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ νὰ ξυ­πνή­σει συ­ναι­σθή­μα­τα· στοὺς σφι­χτοὺς καὶ μι­κροὺς χώ­ρους, ἡ ἐμ­πει­ρί­α περ­νᾶ μό­νον μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὑ­παι­νιγ­μό».(4)

       Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ Ρά­σελ Μπάν­κς, ἐ­πι­χεί­ρη­σαν νὰ φτά­σουν βα­θιὰ στὶς ἀ­παρ­χὲς τῆς φόρ­μας:

       Εἶ­ναι κά­τι μο­να­δι­κό, ἐγ­γε­νῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα, μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ σο­νέ­το ἢ τὸ γκα­ζὰλ – δύ­ο γορ­γές, ἀν­τίρ­ρο­πες κι­νή­σεις, ἐν­δε­χο­μέ­νως σὲ δι­α­λε­κτι­κὴ σύν­δε­ση, κι ἔ­πει­τα ἕ­να ἅλ­μα ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ μιὰ ρι­ζι­κὴ λύ­ση ἡ ὁ­ποί­α ἀ­φή­νει στὸν ἀ­να­γνώ­στη μιὰ ἰ­δι­α­ζόν­τως εὐ­χά­ρι­στη ἀ­γω­νί­α. Ἡ πη­γή, ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ φτια­χτεῖ ἡ φόρ­μα αὐ­τὴ μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἀ­νάγ­κη ποὺ γέν­νη­σε τὰ σκαν­δι­να­βι­κὰ κέ­νινγκ, τὰ ζὲν κό­αν, τὶς ἱ­στο­ρί­ες τῶν σού­φι, ὅ­που ἡ γλώσ­σα καὶ ἡ με­τα­φυ­σι­κὴ πα­λεύ­ουν γιὰ μιὰ λα­βὴ σὰν τοὺς ἀρ­χαί­ους ἕλ­λη­νες πα­λαι­στὲς καὶ ὄ­χι ἡ ἀ­νάγ­κη ποὺ γέν­νη­σε τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα ἢ καὶ τὸ δι­ή­γη­μα ἀ­κό­μη, ὅ­που ἡ γλώσ­σα καὶ οἱ κοι­νω­νι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες κοι­μοῦν­ται γα­λή­νια ἡ μιὰ μέ­σα στὴν ἄλ­λη σὰν τὰ κου­τά­λια τῶν μπουρ­ζουά­δων.

       Κα­θὼς ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας κι ἐ­γὼ συ­νε­χί­ζα­με νὰ συλ­λέ­γου­με ὑ­λι­κό, προ­σέ­ξα­με ὅ­τι ἕ­να κεί­με­νο, ὅ­σο πιὸ σύν­το­μο εἶ­ναι, θέ­τει ὑ­πὸ με­γα­λύ­τε­ρη ἀμ­φι­σβή­τη­ση τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ «πα­ρα­δο­σια­κοῦ» (ρε­α­λι­στι­κοῦ) δι­η­γή­μα­τος. Ὁ Τζέ­ιμς ἔ­θε­σε τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: «Πό­σο σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να δι­ή­γη­μα γιὰ νὰ μὴν πά­ψει ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ ὄν­τως δι­ή­γη­μα;» καὶ ἐμ­πνεύ­στη­κε τὸν τί­τλο Flash Fiction για μιὰ νέ­α ἀν­θο­λο­γί­α, ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1992. Ὁ Τζε­ρὸμ Στὲρν στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ ἐ­ξέ­δω­σε τὸ 1996 μὲ τί­τλο Micro Fiction τρά­βη­ξε ἀ­κό­μη πα­ρα­πέ­ρα τὴν ἰ­δέ­α αὐ­τή. Συ­νέ­λε­ξε ἱ­στο­ρί­ες τῆς μι­σῆς ἔ­κτα­σης συγ­κρι­τι­κὰ μὲ τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς ἱ­στο­ρί­ες flash fiction τοῦ Τζέ­ιμς. Λί­γα χρό­νια με­τά, κα­θὼς τὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­γι­νε μέ­ρος τῆς ζω­ῆς μας, ἐμ­φα­νί­στη­καν δι­α­δι­κτυα­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ μὲ ἀ­κό­μη πιὸ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, ἔ­θε­σαν ἐκ νέ­ου τοὺς κα­νό­νες τοῦ παι­χνι­διοῦ καὶ πρό­τει­ναν, ἀ­σφα­λῶς, νέ­ες ὀ­νο­μα­σί­ες, ὅ­πως quick fictionnano fiction καὶ hint fiction. Σὺν τοῖς ἄλ­λοις, σὲ ἱ­στο­τό­πους ὅ­πως οἱ Double Room καὶ FlashFictionNet ἄρ­χι­σαν νὰ δη­μο­σι­εύ­ον­ται κρι­τι­κὲς γιὰ τὰ εἴ­δη αὐ­τά, ὡ­στό­σο στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες πάν­το­τε ἡ ἔμ­φα­ση θὰ δί­νε­ται στὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ καὶ πρα­κτι­κὴ πλευ­ρά: τὸ θέ­μα μὲ τὴ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πή­χη­ση ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ το flash fiction εἶ­ναι τὸ πῶς γρά­φε­ται. Δὲν μᾶς ἐκ­πλήσ­σει ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸ ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι φοι­τη­τὲς προ­τι­μοῦν νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σουν νὰ γρά­ψουν ἕ­να flash μιᾶς σε­λί­δας πα­ρὰ ἕ­να πα­ρα­δο­σια­κὸ δι­ή­γη­μα εἴ­κο­σι πέν­τε σε­λί­δων.

       Εἶ­ναι αὐ­τὸς κα­λὸς τρό­πος γιὰ νὰ μά­θει κα­νεὶς νὰ γρά­φει; Μπο­ρεῖ καὶ νὰ εἶ­ναι. Ἂς πά­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὴν Τζέιν Ἂν Φίλιπς, ἡ ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λει τὴ φή­μη της στὴ θρυ­λι­κὴ συλ­λο­γὴ τοῦ εἴ­δους Black Tickets καὶ τῆς ὁ­ποί­ας τὸ πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα Lark and Termite ἦ­ταν ὑ­πο­ψή­φιο καὶ γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ κύ­κλου τῶν κρι­τι­κῶν καὶ γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο βι­βλί­ου. Ὡς νε­α­ρὴ ποι­ή­τρια, πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ἔ­μα­θε μό­νη της νὰ γρά­φει γρά­φον­τας πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας, βρί­σκον­τας στὴν πα­ρά­γρα­φο μιὰ ἐ­λευ­θε­ρί­α «μυ­στη­ρια­κὴ καὶ ἀ­να­τρε­πτι­κή», συμ­πλη­ρώ­νον­τας τὴν «ἁ­πλο­ϊ­κή, κοι­νὴ» φόρ­μα μὲ δυ­να­τές, λυ­ρι­κὲς εἰ­κό­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες λει­τουρ­γοῦν σω­ρευ­τι­κά. «Τὰ κα­λὰ πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας ἔ­χουν τὴ δο­μὴ σπεί­ρας: οἱ λέ­ξεις ξε­δι­πλώ­νον­ται ἀ­πὸ ἕ­ναν πυ­κνό, συμ­πα­γῆ πυ­ρή­να καὶ ἡ σπεί­ρα πε­ρι­στρέ­φε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις καὶ ξε­φεύ­γει ἀ­π’ τὰ πε­ρι­θώ­ρια τῆς σε­λί­δας», ὑ­πο­στη­ρί­ζει. «Τα­χύ­τη­τα, ἀ­κρί­βεια καὶ τέ­λος. Ἢ καὶ ὄ­χι. Τὰ πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας θὰ πρέ­πει νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται στὸν νοῦ σὰν εἰ­κό­να κα­πνοῦ.»(5)

       Ἡ Φί­λιπς, πα­ρό­τι ἡ γρα­φή της εἶ­ναι λυ­ρι­κή, λέ­ει στοὺς μα­θη­τές της ὅ­τι τὰ μο­νο­σέ­λι­δα ὀ­φεί­λουν νὰ εἶ­ναι «ἀ­λη­θι­νὲς ἱ­στο­ρί­ες». Γιὰ νὰ βροῦ­με τί πρέ­πει νά ’­χει μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὴ —τὰ ἐ­λά­χι­στα προ­α­παι­τού­με­να— μπο­ροῦ­με νὰ στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα πέ­ραν τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Πο­λι­τει­ῶν.


* * *


Πρὶν ἀ­πὸ λί­γα χρό­νια, δι­ορ­γα­νώ­θη­κε στὴν πρω­τεύ­ου­σα τῆς ἐ­παρ­χί­ας Νε­ου­κὲν στὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ παγ­κό­σμιο συ­νέ­δριο μὲ θέ­μα τὴν πο­λὺ σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τὴ συμ­με­το­χὴ ἑ­κα­τον­τά­δων ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῶν ἀ­π’ ὅ­λον τὸν κό­σμο, τὴν Αὐ­στρί­α, τὴν Ἱ­σπα­νί­α, τὸ Με­ξι­κό, τὴ Βρα­ζι­λί­α, τὴν Τζα­μά­ι­κα· οἱ πόρ­τες τοῦ ἀμ­φι­θε­ά­τρου τοῦ το­πι­κοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου ἄ­νοι­ξαν γιὰ νὰ ὑ­πο­δε­χτοῦν τὶς φω­τει­νές, ὄ­ψι­μα ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κες, μέ­ρες τοῦ Νο­εμ­βρί­ου. Ἤ­μουν κι ἐ­γὼ ἐ­κεῖ, χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζω πο­λὺ κα­λὰ ἱ­σπα­νι­κά, ὡ­στό­σο δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κα νὰ ἀν­τι­λη­φθῶ τὸ πά­θος, τὸ κέ­φι καὶ τὴν εὐ­φυ­ΐ­α ποὺ συ­νε­πά­γε­ται ἡ ἑ­δραί­ω­ση τοῦ κύ­ρους τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας στὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δές. Τὰ πο­λὺ σύν­το­μα πε­ζὰ στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ εἶ­ναι στὸ σύ­νο­λό τους συν­το­μό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ ἀν­τί­στοι­χα ποὺ γρά­φον­ται στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, καὶ τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ τί­θεν­ται γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἔ­χουν νὰ κά­νουν πρω­τί­στως μὲ τὸ πό­σο σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἀλ­λὰ μὲ τὸ κα­τὰ πό­σον εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη τὰ πο­λὺ σύν­το­μα πε­ζὰ νὰ ἀ­φη­γοῦν­ται ἱ­στο­ρί­ες. Τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ἕ­να micro ἢ mi­ni­fic­ción, ἀν­τι­στοί­χως μὲ ἕ­να sudden ἢ ἕ­να flash, εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­πη­χεῖ κά­θε γνω­στὸ τρό­πο: τὸν ρε­α­λι­σμό, τὴ με­τα­μυ­θο­πλα­σί­α, τὸ φαν­τα­στι­κό, τὴν ἀλ­λη­γο­ρί­α, τὴν πα­ρα­βο­λή, τὸ ἀ­νέκ­δο­το.

       Σκε­φτεῖ­τε, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ρη, τὴν πο­λὺ γνω­στὴ Ἀλ­λη­λου­χία τῶν κή­πων τοῦ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ· ἕ­νας ἄν­τρας δι­α­βά­ζει μιὰ ἱ­στο­ρί­α μυ­στη­ρί­ου στὴν ὁ­ποί­α ἕ­νας ἄν­τρας ἕ­τοι­μος γιὰ φό­νο δι­α­σχί­ζει ἕ­να πάρ­κο, μπαί­νει σ’ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα καί, μὲ τὸ μα­χαί­ρι στὸ χέ­ρι, ξε­γλι­στρᾶ πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἄν­τρα αὐ­τὸν ποὺ δι­α­βά­ζει τὴν ἱ­στο­ρί­α μυ­στη­ρί­ου. Πρό­κει­ται γιὰ τὸ εἶ­δος τοῦ αἰ­νίγ­μα­τος ποὺ ἀ­κουμ­πᾶ στὸ φαν­τα­στι­κὸ (ἴ­σως καὶ γιὰ με­τα­φο­ρὰ γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ἀ­νά­γνω­ση) τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­ρέ­σει πο­λὺ στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή – βρι­σκό­μα­στε στὶς πα­ρυ­φὲς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς μυ­θο­πλα­σί­ας, ὡ­στό­σο ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὴν ὕ­παρ­ξη μιᾶς ἱ­στο­ρί­ας ἢ ἀ­φή­γη­σης. Σκε­φτεῖ­τε τώ­ρα τὴν ἐ­πα­νεγ­γρα­φὴ (reescritura) (δη­μο­φι­λὴς φόρ­μα μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ποὺ ση­μαί­νει τὸ ξα­να­γρά­ψι­μο κει­μέ­νων ποὺ εἶ­ναι εὐ­ρέ­ως γνω­στά) τοῦ με­ξι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Ἐντ­μοῦντο Βα­λα­ντές μὲ τί­τλο «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση»: «Οἱ μα­νι­α­σμέ­νες αὐ­τὲς σει­ρῆ­νες ποὺ οὐρ­λιά­ζουν πε­ρι­πλα­νώ­με­νες στὴν πό­λη ἀ­να­ζη­τών­τας τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α.»

       Πρῶ­τ’ ἀ­π’ ὅ­λα πα­ρα­τη­ροῦ­με τὴ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τῶν σει­ρή­νων —πι­θα­νό­τα­τα πρό­κει­ται γιὰ τὶς σει­ρῆ­νες τῶν ἀ­σθε­νο­φό­ρων στὶς σύγ­χρο­νες πό­λεις—, ὕ­στε­ρα ἔρ­χε­ται, ἀ­σφα­λῶς, ἡ ἀ­πό­το­μη στά­ση στὸ ὄ­νο­μα Ὀ­δυσ­σέ­ας καὶ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς μας τῆς πα­λιᾶς ἱ­στο­ρί­ας στὴν ὁ­ποί­α, δε­μέ­νος στὸ κα­τάρ­τι, ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας σα­γη­νεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὶς Σει­ρῆ­νες ποὺ θέ­λουν νὰ ρί­ξουν τὸ πλοῖ­ο του στὰ βρά­χια· μὲ τὸ ξάφ­νια­σμα αὐ­τὸ τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης ἐ­γεί­ρον­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα, προ­κύ­πτουν ἀν­τη­χή­σεις. Ἄ­ρα­γε ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τὶς ἀρ­χαῖ­ες Σει­ρῆ­νες αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη νὰ ψά­χνουν γιὰ πάν­τα, ἀ­κό­μη καὶ στὶς σύγ­χρο­νες πό­λεις, τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α ποὺ ξέ­φυ­γε; Ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ τὸ πεῖ; Μπο­ροῦ­με νὰ σκε­φτοῦ­με τὸν Λί­ο­πολντ Μπλοὺμ τοῦ Τζό­ις, ἕ­ναν σύγ­χρο­νο κα­θέ­ναν – οἱ σει­ρῆ­νες ἀ­να­ζη­τοῦν αὐ­τὸν τὸν ἴ­διο, τὸν ἀ­φη­γη­τὴ ἢ μή­πως ὅ­λους ἐ­μᾶς; Κα­θὼς ἡ σκέ­ψη μας ἀ­να­πτύσ­σε­ται, ξε­χνᾶ­με, ἴ­σως, ὅ­τι οἱ δώ­δε­κα λέ­ξεις του «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν κα­λὰ-κα­λὰ ὁ­λό­κλη­ρη πρό­τα­ση. Δι­α­θέ­τει στοι­χεῖ­α ἔ­πους – εἶ­ναι, ὅ­μως, ἱ­στο­ρί­α;


Βρῆ­κα τὸ κεί­με­νο μὲ τί­τλο «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» σὲ μιὰ με­λέ­τη τοῦ Κό­λιν Πί­τερς μὲ τί­τλο «Minificción: A Narratological Investigation», ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Βι­έν­νης.(6) Η με­λέ­τη προ­σεγ­γί­ζει τὸ ἔρ­γο ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­φη­γη­μα­το­λό­γων ποὺ ἔ­λα­βαν μέ­ρος στὸ συ­νέ­δριο στὴν Ἀρ­γεν­τι­νή, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τῶν Λά­ου­ρο Σα­βά­λα καὶ Δα­βὶδ Λαγ­κμά­νο­βιτς, κα­θὼς καὶ τῶν Ζε­ρὰρ Ζε­νέτ, Τσβε­τὰν Τον­το­ρόφ, Ρο­λὰν Μπάρτ, καὶ τῆς Σλό­μιθ Ρί­νον Κι­νάν, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­ρί­ζει ὡς ἐ­λά­χι­στο προ­α­παι­τού­με­νο ἑ­νὸς ἀ­φη­γή­μα­τος τὴν ὕ­παρ­ξη δύ­ο συμ­βάν­των. (Αὐ­τὸ μᾶς φέρ­νει στὸν νοῦ τὴ γνω­στὴ δή­λω­ση τοῦ Ε.Μ. Φόρ­στερ κα­τὰ τὶς δι­α­λέ­ξεις του στὴν Ὀξ­φόρ­φη τὸ 1927: «Ὁ βα­σι­λιὰς πέ­θα­νε κι ὕ­στε­ρα πέ­θα­νε ἡ βα­σί­λισ­σα· αὐ­τὸ συ­νι­στᾶ ἱ­στο­ρί­α.» Μὲ βά­ση τὸ κρι­τή­ριο αὐ­τὸ «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἱ­στο­ρί­α. Ὁ Πί­τερς, ὡ­στό­σο, τὴν ἀ­πο­δέ­χε­ται ὡ­ς mi­ni­fic­ción, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ἁ­πλῶς ὅ­τι τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­φή­γη­σης δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὸ εἶ­δος.

       Ἐν­τού­τοις, ὁ Χού­λιο Ὀρ­τέγ­κα ἀ­πὸ τὸ Πε­ρού, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπρά­ουν, θέ­τει χα­μη­λό­τε­ρα τὸ ὅ­ριο γιὰ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἕ­να κεί­με­νο ἱ­στο­ρί­α, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι ἡ βά­ση μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να καὶ μό­νο συμ­βάν:

       Ἡ πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α ποὺ γρά­φτη­κε πο­τέ, ὅ­πως δι­ά­βα­σα κά­που, ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὲ μιὰ ἀρ­χαί­α αἰ­γυ­πτια­κὴ ἐ­πι­γρα­φὴ καὶ ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «ὁ Τζὸν πῆ­γε τα­ξί­δι.» Πῶς ξέ­ρου­με ὅ­τι ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ flash fiction καὶ ὄ­χι μὲ ντο­κου­μέν­το; Ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο κα­νεὶς δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νά ’­χει φύ­γει ἀ­πὸ τὴν πό­λη του μὲ τὴ θέ­λη­σή του. Ἐ­πι­πλέ­ον, συμ­πυ­κνώ­νει τὴν οὐ­σί­α, τὸν πυ­ρή­να τοῦ sudden fiction: ὑ­πάρ­χει χα­ρα­κτή­ρας (τὸν λέ­ω «John», ὅ­μως ἔ­χει χι­λιά­δες ὀ­νό­μα­τα), ὑ­πάρ­χει κυ­ρί­αρ­χη δρά­ση (ἡ ἀ­φή­γη­ση εἶ­ναι σὲ πρῶ­το πλά­νο) καὶ ὅ,τι ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ἢ λέ­γε­ται συμ­βαί­νει σὲ ὁ­ρι­σμέ­νο χρό­νο. Καὶ κά­τι ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κό, ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τὴ ἀ­ναγ­γέλ­λει τὸν βα­σι­κό­τε­ρο κα­νό­να κά­θε ἱ­στο­ρί­ας – τὴν πα­ρα­βί­α­ση ἑ­νὸς κώ­δι­κα. Ὁ Τζὸν εἶ­ναι ἕ­νας τυ­χο­δι­ώ­κτης ποὺ πη­γαί­νει ἐ­νάν­τια στὴν ἐ­ξου­σί­α καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ φύ­γει, νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σει, νὰ γνω­ρί­σει.(7)


Μπο­ροῦν νὰ ἐ­φαρ­μο­στοῦν τὰ κρι­τή­ρια αὐ­τὰ καὶ στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα; Μὲ τὰ λό­για τοῦ βρα­βευ­μέ­νου μὲ Πού­λι­τζερ Ρόμ­περτ Ὄ­λεν Μπά­τλερ (μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος ποὺ γρά­φει καὶ flash fiction): «Ἡ μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι ἡ μορ­φὴ τέ­χνης ποὺ ἀ­πο­τυ­πώ­νει τὴ λα­χτά­ρα τῶν ἀν­θρώ­πων, εἴ­τε μι­λᾶ­με γιὰ μι­κρὰ εἴ­τε γιὰ με­γά­λα πε­ζά.»(8)

       Θὰ συμ­φω­νή­σω μὲ τὸν Μπά­τλερ. Εἶ­ναι ζή­τη­μα ἑ­στί­α­σης. Συλ­λέ­γω συ­στη­μα­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζά, ὅ­μως συ­χνὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νω τὸ χά­σι­μο μέ­σα σὲ κά­ποι­ο μυ­θι­στό­ρη­μα. Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ χα­θεῖ μέ­σα σὲ μιὰ ἱ­στο­ρί­α μί­ας σε­λί­δας; Ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρὲς τὰ θέ­λω καὶ τὰ δύ­ο, τὴν ἔν­τα­ση τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου καὶ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, κά­πως φευ­γα­λέ­α, κι ὕ­στε­ρα προ­τι­μῶ κά­ποι­ο sudden fiction, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι τέσ­σε­ρις ἢ πέν­τε σε­λί­δες. Πολ­λοὶ θαυ­μά­σιοι συγ­γρα­φεῖς προ­τι­μοῦν κεί­με­να τῆς ἔ­κτα­σης αὐ­τῆς, συγ­γρα­φεῖς ποὺ τοὺς ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θεῖ τὸ Ὄμ­πι, τὸ Ὄ­σκαρ, τὸ Πού­λι­τζερ, ἀ­κό­μη καὶ τὸ Νόμ­πελ.

       Μιᾶς, ὅ­μως, καὶ μᾶς ἀ­πα­σχό­λη­σε κα­τὰ κύ­ριο λό­γο ἡ ἰ­δι­αι­τέ­ρως σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α, τί πιὸ ται­ρια­στὸ ἀ­πὸ τὸ νὰ μᾶς πεῖ τὴν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, ὁ Γκι­γι­έρ­μο Σαμ­πέ­ριο, με­ξι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἱ­στο­ρί­α «Fantasma» («Φάν­τα­σμα») εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α δί­χως οὔ­τε μιὰ λέ­ξη, ὁ τί­τλος μό­νον, κι ὕ­στε­ρα μιὰ λευ­κὴ σε­λί­δα.

Ὄ­στιν, Τέ­ξας


Πη­γὲς
(1) Robert Shapard / James Thomas / Ray Gon­za­lez (ἐ­πιμ.), Sud­den Fi­ction Lati­no: Short-Short Sto­ries from the U­ni­ted Sta­tes and La­tin A­me­ri­ca (W.W. Nor­ton, 2010), 20.
(2) David Gaf­fney, «Top Flash Fi­ction Wri­ting Tips: Da­vid Gaf­fney», Guardian, 15 Μα­ΐ­ου 2012
(www.guardian.co.uk/childrens-books-site/2012/may/15/flash-fiction-tips-david-gaffney?newsfeed=true ).
(3) Aleksandar Hemon (ἐ­πιμ.), Best Eu­ro­pean Fi­ction 2010 (Dal­key Archi­ve Press, 2009), 374–75.
(4) Robert Shapard / James Thomas (ἐ­πιμ.), Sud­den Fic­tion: A­me­ri­can Short-Short Sto­ries (W. W. Norton, 1986), 247 (Joy­ce Ca­rol Oa­tes), 244–45 (Russell Banks).
(5) Jayne Anne Phillips, «‘Cheers,’ (or) How I Taught My­self to Wri­te,» στὸ Tara L. Masih (ἐ­πιμ.) The Rose Me­tal Press Fi­eld Gui­de to Wri­­ting Flash Fi­­ction (Ro­se Me­tal Press, 2009), 36, 37, 38.
(6) Colin Peters, « Minific­ción: A Nar­rato­lo­gical Inve­sti­gation» PhD diss., U­nive­ri­tat Wien, Σε­πτέμ­βριος 2008. Βλ. σ. 110 γιὰ τὸ Mini­fic­ción «La bus­que­da» τοῦ Ed­mun­do Va­la­dés: «E­sas si­re­nas enlo­­que­­ci­­das que aúl­­lan re­cor­­rien­do la ciu­­dad en bus­ca de U­li­ses.»
(7) Julio Ortega, «A Flash be­fore the Bang» στὸ Ta­ra L. Masih (ἐ­πιμ.), The Rose Me­­tal Press Fi­eld Gu­i­de to Wri­­ting Flash Fi­­ction, (Ro­se Me­tal Press, 2009), 150–51.
(8) Ro­bert O­len But­ler, «A Short Short The­o­ry», στὸ Tara L. Masih (ἐ­πιμ.), The Rose Me­tal Press Field Gui­de to Wri­ting Flash Fi­ction, (Ro­se Me­tal Press, 2009), 102.


Πη­γή: Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση World Literature Today, Σε­πτέμ­βριος 2012:

https://www.worldliteraturetoday.org/2012/september/remarkable-reinvention-very-short-fiction-robert-shapard

Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Ro­bert Sha­pard). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Δι­ηύ­θυ­νε τὴν ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Western Humanities τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ (πε­ζο­γρα­φί­α) στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χα­βά­ης. Μὲ τὸν James Thomas ἐ­πι­με­λή­θη­καν σει­ρὰ ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος (Flash καὶ Sudden Fiction).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

Εἰκόνα: Φω­το­γρα­φί­α τῆς Grantand Caroline/Flickr



		

	

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη: «Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες» Ἀ­πὸ τὸ Ψυ­χι­κὸ Το­πί­ο Θα­νά­του στὴν Συμ­βο­λι­κὴ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Ἀ­πο­λύ­τρω­ση


Να­τά­σα Κε­σμέ­τη [Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 6/6]


«Λό­φοι σὰν λευ­κοὶ ἐ­λέ­φαν­τες»

Ἀ­πὸ τὸ Ψυ­χι­κὸ Το­πί­ο Θα­νά­του

στὴν Συμ­βο­λι­κὴ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Ἀ­πο­λύ­τρω­ση


ΟΙΟΣ ΗΤΑΝ ὁ πα­σί­γνω­στος Ernest Hemingway; Τό ἐ­ρώ­τη­μα μπο­ρεῖ νά ἀ­κού­γε­ται ἀ­φε­λές, ἄν, πέ­ραν τοῦ Νόμ­πελ πού τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τό 1954, συ­νυ­πο­λο­γί­σου­με τίς ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐκ­δό­σεις τῶν ἔρ­γων του καί τίς δι­ε­θνεῖς ἐ­πι­τυ­χί­ες τῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των του πού με­τα­φέρ­θη­καν στόν κι­νη­μα­το­γρά­φο.

       Ὅ­πως σ’ ­αὐ­τά, ἡ ἴ­δια ἡ ζω­ή του ἔ­πλε­ξε ἕ­να μύ­θο, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο εἰ­πώθη­κε πώς μπο­ρεῖ νά πα­ρο­μοια­στεῖ μέ αὐ­τόν τοῦ Βyron, τοῦ Whitman καί τοῦ Οscar Wilde· μιά μυ­θι­κή ἐ­ξει­κό­νι­ση τοῦ Ἀ­με­ρι­κά­νι­κου ἡ­ρω­ϊ­σμοῦ, ἤ μᾶλ­λον τῆς Ἀ­με­ρι­κά­νι­κης φαν­τα­σί­ω­σης γιά τόν ἡ­ρω­ϊ­σμό.

       Σέ ὅ­λη του τή δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κή καί συγ­γρα­φι­κή δι­α­δρο­μή τοῦ ἄ­ρε­σε νά προ­κα­λεῖ θό­ρυ­βο γύ­ρω ἀ­πό τό πρό­σω­πό του καί τήν γρα­φή του. Μα­ζί μέ τόν Faulkner ξε­χώ­ρι­ζαν ὡς οἱ δύ­ο πιό ση­μαν­τι­κοί Ἀ­με­ρι­κα­νοί στυ­λί­στες. Τό ὕ­φος τους εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει τε­ρά­στια φή­μη γιά τήν, ἄ­νευ συγ­κρί­σε­ως, μο­να­δι­κό­τη­τα ἀλ­λά καί ἀ­νο­μοι­ό­τη­τά τους, ὥς τό ση­μεῖ­ο νά δι­ορ­γα­νώ­νον­ται ἐ­τή­σιοι δι­α­γω­νι­σμοί καί βρα­βεύ­σεις γιά κεί­νους πού θά ἔ­γρα­φαν τίς κα­λύ­τε­ρες πα­ρω­δί­ες τους! Οἱ πα­ρω­δί­ες τοῦ συγ­γρα­φι­κοῦ στύλ τοῦ Heminway ἦ­σαν οἱ πιό δι­α­σκε­δα­στι­κές, ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­κραί­ας του ἁ­πλό­τη­τας καί τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης θε­μά­των στά πλεῖ­στα τῶν ἔρ­γων του.

       Ἡ λο­γο­τε­χνι­κή ζω­ή του ξε­κί­νη­σε στά 1920 μέ τίς μι­κρές του ἱ­στο­ρί­ες, ἡ ἔκ­δο­ση τῶν ὁ­ποί­ων συ­νο­δεύ­τη­κε ἀ­πό μιά με­γά­λη δι­έ­νε­ξη. Γιά νά κα­τα­λά­βου­με τά αἴ­τια τῆς δι­α­φω­νί­ας, πρέ­πει νά ἀ­να­τρέ­ξου­με στήν σχέ­ση Βρε­τα­νῶν καί Ἀ­με­ρι­κα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων πρίν ἀ­πό τά 1920, καί νά το­νί­σου­με τήν μοι­ραί­α λέ­ξη γύ­ρω ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α γρά­φτη­καν τό­σα. Πρό­κει­ται γιά τό ὕ­φος ἤ ἀλ­λι­ῶς στύλ.

       Ὥ­σπου νά πα­ρου­σια­στεῖ ὁ Hemingway, o­ἱ τρό­ποι τῶν Ἀ­με­ρι­κα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν αὐ­τούς τῶν Βρε­τα­νῶν: πλῆ­θος ἐ­πι­θέ­των καί ἐ­πιρ­ρη­μά­των, πε­ρί­ο­δοι καί ἡ­μι­πε­ρί­ο­δοι ἀ­κό­μα καί σέ μι­κρές πα­ρα­γρά­φους, λε­πτο­με­ρέ­στα­τες πε­ρι­γρα­φές, εὐ­δι­ά­κρι­τη καί, πο­λύ συ­χνά, κυ­ρί­αρ­χη ἡ φω­νή τοῦ συγ­γρα­φέ­α-ἀ­φη­γη­τῆ. Ἀρ­χι­μα­έ­στρος αὐ­τῆς τῆς ἐ­πιρ­ρο­ῆς ἦ­ταν, ἀ­πό πλευ­ρᾶς ἀν­δρῶν, κυ­ρί­ως ὁ Henry James, καί γυ­ναι­κῶν ἡ Virginia Woοlf. Στά ἔρ­γα τους βρί­σκου­με ἐ­κτε­νεῖς σχο­λια­σμούς ἐκ μέ­ρους τοῦ συγ­γρα­φέ­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἑρ­μη­νεύ­ουν τίς δι­α­λο­γι­κές ἀν­ταλ­λα­γές τῶν ἡ­ρώ­ων· ἄλ­λο­τε, προ­ε­τοι­μά­ζον­τας τόν ἀ­να­γνώ­στη προ­η­γοῦν­ται τῶν δι­α­λό­γων, ἄλ­λο­τε, ἐ­νερ­γο­ποι­ών­τας τήν πλο­κή ἕ­πον­ται. Με­τά τίς ρι­ζι­κές ἀ­να­μορ­φώ­σεις πού ἐ­πέ­φε­ρε ὁ Hemingway δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δύ­ο ρεύ­μα­τα:

       (α) Ἕ­να ἐ­πι­κρι­τι­κό ἀ­πέ­ναν­τι στήν ἐλ­λει­πτι­κό­τη­τα, τήν ἀ­φαί­ρε­ση, τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά τά ἐμ­πό­δια πού δη­μι­ουρ­γοῦν στόν ἀ­να­γνώ­στη οἱ γρί­φοι καί τό πλῆ­θος τῶν ὑ­παι­νιγ­μῶν στήν γρα­φή τοῦ Hemingway, πού προ­ῆλ­θε κυ­ρί­ως ἀ­πό μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

       (β) Ἀ­κρι­βῶς γιά τά ἴ­δια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ὑ­πῆρ­ξε ἰ­σχυ­ρή ὑ­πο­στη­ρι­κτι­κή κρι­τι­κή, προ­ερ­χό­με­νη πρω­τί­στως ἀ­πό δι­η­γη­μα­το­γρά­φους.


Στήν με­λέ­τη τοῦ Robert Paul Lamb(1) ὁ πρω­τεύ­ων ρό­λος τοῦ δι­α­λό­γου πού εἰ­σή­γα­γε, τό­σο στήν μι­κρή ὅ­σο καί στήν ἐ­κτε­τα­μέ­νη φόρ­μα ὁ Hemingway, ἀ­πο­δί­δε­ται στίς δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κές κα­τα­βο­λές του. Τό ὅ­τι ἔ­φτα­σε νά ἀ­φαι­ρέ­σει, σχε­δόν παν­τε­λῶς, τόν ἀ­φη­γη­μα­τι­κό σχο­λια­σμό καί τήν «ἐ­ξου­σι­α­στι­κή» φω­νή αὐ­θεν­τί­ας τοῦ συγ­γρα­φέ­α, ἐρ­χό­ταν σέ πλή­ρη ἀν­τί­θε­ση μέ τίς ἀρ­χές τοῦ Henry James, πού πί­στευ­ε πώς χω­ρίς αὐ­τές τό μυ­θι­στό­ρη­μα παύ­ει νά εἶ­ναι fiction καί με­τα­κι­νεῖ­ται στό δρά­μα. Βα­σι­σμέ­νη στούς ὅ­ρους τοῦ James, ἡ Virginia Woolf(2) ἔ­γρα­ψε τά ἀ­κό­λου­θα στήν ἀρ­νη­τι­κή της κρι­τι­κή γιά τόν Ηemingway:

Ὁ συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει νά φεί­δε­ται τῆς χρή­σης τοῦ δι­α­λό­γου, για­τί ὁ δι­ά­λο­γος ἀ­σκεῖ βί­αι­η πί­ε­ση στήν προ­σο­χή τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Πρέ­πει νά ἀ­κού­ει, νά βλέ­πει, νά πα­ρέ­χει τόν σω­στό τό­νο, καί νά κα­λύ­πτει τό ὑ­πό­βα­θρο μέ ὅ,τι λέ­νε οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες χω­ρίς βο­ή­θεια τοῦ συγ­γρα­φέ­α. Ἑ­πο­μέ­νως, ὅ­ταν οἱ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κοί χα­ρα­κτῆ­ρες ἀ­φή­νον­ται νά μι­λή­σουν εὐ­θέ­ως εἶ­ναι για­τί ἔ­χουν κά­τι πο­λύ ση­μαν­τι­κό νά ποῦν, κά­τι πού δι­ε­γεί­ρει τόν ἀ­να­γνώ­στη, ὥ­στε νά συ­νει­σφέ­ρει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο εἶ­ναι τό με­ρί­διό του στήν δη­μι­ουρ­γί­α. Ἀλ­λά, ἄν καί ὁ κ.Hemingway μᾶς κρα­τᾶ δια­ρκῶς στήν φω­τιά τοῦ δι­α­λό­γου, τόν μι­σό χρό­νο οἱ ἄν­θρω­ποί του λέ­νε αὐ­τό πού θά ἔ­πρε­πε νά λέ­ει ὁ συγ­γρα­φέ­ας γι αὐ­τούς μέ πολ­λή πε­ρισ­σό­τε­ρη οἰ­κο­νο­μί­α.

Οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί δι­η­γη­μα­το­γρά­φοι ὅ­μως εἶ­χαν ἀν­τί­θε­τες ἀ­πό­ψεις καί ὁ Lamb πού τίς πα­ρα­θέ­τει γρά­φει: «Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά ἡ Dorothy Parker, προι­κι­σμέ­νη δι­η­γη­μα­το­γρά­φος ἡ ἴ­δια, ἔ­δει­ξε ὅ­τι ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται πώς τό ὕ­φος του ἦ­ταν πιό ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό στό δι­ή­γη­μα ἀ­π’ ὅ­σο στό μυ­θι­στό­ρη­μα καί ὅ­τι τό μον­τέρ­νο δι­ή­γη­μα ἀ­παι­τοῦ­σε δρα­στι­κά δι­α­φο­ρε­τι­κές τε­χνι­κές δο­μῆς καί ἀ­να­πα­ρά­στα­σης, ὥ­στε νά ἰ­σχυ­ρο­ποι­ή­σουν τούς ἀ­να­γνῶ­στες ἀ­κρι­βῶς μέ τό νά τούς δί­νουν με­γα­λύ­τε­ρο ρό­λο σ’ αὐ­τό πού ἡ Woolf ὀ­νό­μα­ζε τό ἔρ­γο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.» Μα­ζί μέ τήν Parker συν­τάσ­σον­ταν ἡ Elizabeth Bowen καί ἡ Eudora Welty «πού στήν μον­τέρ­να μι­κρή ἱ­στο­ρία ἔ­νι­ω­θαν πο­λύ ἄ­νε­τα καί ἤ­θε­λαν, στίς δι­κές τους ἱ­στο­ρί­ες, νά ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρο­χή τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ συγ­γρα­φέ­α».

       Ἄν δε­χτοῦ­με πώς τά πα­ρα­πά­νω προσ­δι­ο­ρί­ζουν, χρο­νι­κά του­λά­χι­στον, τήν λο­γο­τε­χνι­κή δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ Ηemingway μπο­ροῦ­με νά ἀ­πο­κα­λέ­σου­με τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο πα­ρά­γον­τα ἱ­στο­ρι­κό.

       Μιά δεύ­τε­ρη πα­ρά­με­τρος, ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κῆς τά­ξε­ως, ὁ­δη­γεῖ ὅ­σους ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τό ἔρ­γο του μέ­χρι σή­με­ρα, νά τήν ἐν­το­πί­ζουν χω­ρίς δυ­σκο­λί­α και νά συμ­φω­νοῦν γιά τήν ση­μα­σί­α της. Μπο­ροῦ­με νά τήν ἀ­πο­κα­λέ­σου­με ποι­η­τι­κό πα­ρά­γον­τα.

       Σχε­τι­κά μ’ αὐ­τόν, ὁ Ηarold Bloom(3), στόν συλ­λο­γι­κό τό­μο Ernest Hemingway (2011) πού προ­λο­γί­ζει, το­νί­ζει: «Ἡ εἰ­σα­γω­γή μου ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­α του στήν σύ­θε­ση μιᾶς μι­κρῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἐ­νῶ ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ Hemingway ὡς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φου.» Τό πρῶ­το πού τοῦ ἀ­να­γνω­ρί­ζει εἶ­ναι οἱ ποι­η­τι­κοί πυ­ρῆ­νες στήν ρί­ζα τῶν ἔρ­γων του. Γρά­φει: «Ὁ ἀ­λη­θι­νός του τό­νος καί τό θαυ­μά­σιο ὕ­φος πρέ­πει νά ἀ­να­ζη­τη­θοῦν σ’ ἕ­ναν πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο καί πιό ἐκ­πλη­κτι­κό πρό­γο­νο, τόν Walt Whitman.» Προ­βαί­νον­τας σέ λε­πτο­με­ρέ­στε­ρες δι­ευ­κρι­νί­σεις καί ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ὑ­πο­στη­ρί­ζει την θέ­ση του: «Αὐ­τό ὅ­μως πού φαί­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το εἶ­ναι πώς ὁ Hemingway ἀ­πο­τε­λεῖ τόν μο­να­δι­κό Ἀ­με­ρι­κα­νό συγ­γρα­φέ­α πρό­ζας τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὡς στυ­λί­στας στέ­κε­ται ἀ­πέ­ναν­τι σέ μεί­ζο­νες ποι­η­τές: Stevens, Eliot, Frost, Hart Crane, Pound, W.C. Williams, Robert Penn Warren, καί Elizabeth Bishop. Τό ἰ­δί­ω­μά του βρί­σκε­ται πλη­σι­έ­στε­ρα στόν Whitman καί στόν Stevens πα­ρά στόν Faulkner, κι ἀ­κό­μα πλη­σι­έ­στε­ρα στόν Εliot πα­ρά στόν Fitzgerald, πού ἦ­ταν φί­λος του καί ἀν­τα­γω­νι­στής του. Εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­λε­γεια­κός ποι­η­τής πού πεν­θεῖ γιά τόν ἑ­αυ­τό του, πα­νη­γυ­ρί­ζει (μᾶλ­λον λι­γό­τε­ρο δρα­στι­κά) γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί πού ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­πό κα­τα­κερ­μα­τι­σμούς μέ­σα στόν ἑ­αυ­τό του. Κα­τεῖ­χε καί σπου­δαῖ­ο ὕ­φος καί σο­βα­ρή εὐ­αι­σθη­σί­α.»

       Ἦ­ταν ὄν­τως ἐξ αἰ­τί­ας τῶν δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κῶν του κα­τα­βο­λῶν καί μό­νον ἡ το­μή πού ἐ­πέ­φε­ρε στήν δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­α; Ἀ­λη­θεύ­ει πώς στά πρῶ­τα κι­ό­λας δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κά του χρό­νια ἔ­μα­θε πῶς νά με­τα­δί­δει τά γε­γο­νό­τα συ­νο­πτι­κά, φρον­τι­σμέ­να καί εὐ­κρι­νῶς.Ὅ­μως, τό ἀ­πέ­ριτ­το, ἀ­κο­νι­σμέ­νο καί λει­α­σμέ­νο ὕ­φος του, δέν ἦ­ταν κα­τά κα­νέ­να τρό­πο αὐ­θόρ­μη­το. Ἦ­ταν μα­νι­ώ­δης ὡς πρός τήν ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση τῶν γρα­πτῶν του. Λέ­γε­ται πώς ἔ­γρα­ψε καί ξα­να­έ­γρα­ψε τό σύ­νο­λο, ἤ τμή­μα­τα, τῆς νου­βέ­λας Ὁ Γέ­ρος καί ἡ Θά­λασ­σα πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πό δι­α­κό­σι­ες φο­ρές, προ­τοῦ αἰ­σθαν­θεῖ ἕ­τοι­μος γιά τήν ἔκ­δο­σή της. Μο­χθοῦ­σε πά­νω στά ἔρ­γα του καί ἀ­να­θε­ω­ροῦ­σε ἀ­κού­ρα­στα. Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε: «Τό ὕ­φος τοῦ συγ­γρα­φέ­α πρέ­πει νά εἶ­ναι εὐ­θύ καί προ­σω­πι­κό, οἱ ἀ­να­πα­ρα­στά­σεις του πλού­σι­ες καί γή­ϊ­νες, οἱ λέ­ξεις του ἁ­πλές καί σφρι­γη­λές.»

       Ὁ Bloom μέ ἀ­φο­ρι­στι­κό τρό­πο κα­τέ­λη­ξε στό συμ­πέ­ρα­σμα:

Μπο­ρεῖ πει­στι­κά νά ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος δι­η­γη­μα­το­γρά­φος τῆς Ἀγ­γλι­κῆς ἀ­πό τούς Δου­βλι­νέ­ζους τοῦ Joyce μέ­χρι σή­με­ρα. Ἡ αἰ­σθη­τι­κή ἀ­ξί­α τῶν δι­η­γη­μά­των του εἶ­ναι πέ­ραν ἀμ­φι­σβή­τη­σης, κι ὡ­στό­σο ζη­τᾶ­με κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἕ­να συγ­γρα­φέ­α τοῦ κα­νό­να. Τό δι­α­βό­η­το λά­θος του εἶ­ναι ἡ μο­νο­το­νί­α τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης, ἡ ὁ­ποί­α σέ μι­μη­τές του ἔ­γι­νε μιά βα­ρε­τή λι­τα­νεί­α καί με­ρι­κές φο­ρές, ὅ­ταν τήν ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με στόν ἴ­διο, μοιά­ζει μέ πα­ρω­δί­α τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του. Δέν ἦ­ταν αὐ­θεν­τι­κός ἠ­θι­κο­λό­γος, οὔ­τε μεί­ζων στο­χα­στής, οὔ­τε μά­στο­ρας τῆς ἀ­φή­γη­σης, οὔ­τε χα­ρι­σμα­τι­κός στήν ἀ­πει­κό­νι­ση προ­σώ­πων. Καί στά κα­λύ­τε­ρά του, ἀ­πο­τυγ­χά­νει στήν ἀ­φή­γη­ση ἤ τήν ἀ­πει­κό­νι­ση κά­ποι­ου χα­ρα­κτή­ρα. Μ’ ἄλλα λό­για δέν ἦ­ταν Τολ­στό­ϊ, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­λε­γε πώς θά ὑ­περ­βεῖ, ἄν μπο­ροῦ­σε νά ζή­σει ἀρ­κε­τά. Ἴ­σως ὁ Faulkner, ὁ Stevens, ὁ Frost, ἴ­σως Eliot καίHart Crane νά ἦ­σαν πιό δυ­να­τές συγ­γρα­φι­κές φω­νές ἀ­πό αὐ­τήν τοῦ Hemingway, ὅ­μως αὐ­τός μό­νος ἀ­πέ­κτη­σε τήν στα­θε­ρή διά­ρκεια μύ­θου.


Χω­ρίς νά ξε­χνᾶ­με τούς δύ­ο πα­ρά­γον­τες: τόν ἱ­στο­ρι­κό, καί αὐ­τόν τῆς ἐ­λε­γεια­κῆς εὐ­αι­σθη­σί­ας καί λυ­ρι­κῆς ποι­η­τι­κῆς στό­φας τοῦ συγ­γρα­φέ­α μας, τό ἀρ­χι­κό ἐ­ρώ­τη­μα πα­ρα­μέ­νει: Ποι­ός ἦ­ταν ὁ Ernest Heminwawy, ὁ δη­μι­ουρ­γός τοῦ μύ­θου του; Δέν ξέ­ρω ἄν, σύμ­φω­να μέ τήν ψυ­χο­λο­γι­κή ἀ­να­γνώ­ρι­ση πώς πολ­λά «ἐ­γώ» συ­να­παρ­τί­ζουν τήν προ­σω­πι­κό­τη­τα ἑ­κά­στου, μπο­ρεῖ νά ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι ὑ­πῆρ­χαν πε­ρισ­σό­τε­ροι τοῦ ἑ­νός Ernests. Ἀ­πό τήν βι­ο­γρα­φί­α του ὅ­μως δι­α­κρί­νον­ται κα­θα­ρά, ὅ­σο καί μό­νι­μα, δύ­ο: ὁ ἕ­νας εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος τῆς πε­ρι­πέ­τειας, ὁ γε­νει­ο­φό­ρος στίς φω­το­γρα­φί­ες ἐ­φη­με­ρί­δων καί πε­ρι­ο­δι­κῶν, ὁ «Πά­πα», ὅ­πως ἀ­πο­κα­λοῦ­σε τόν ἑ­αυ­τό του. Ὁ δεύ­τε­ρος ἦ­ταν ὁ εὐ­αί­σθη­τος συγ­γρα­φέ­ας, ὁ ὑ­πο­μο­νε­τι­κός ἀ­να­θε­ω­ρη­τής τῶν κει­μέ­νων του, ὁ κρυμ­μέ­νος ποι­η­τής.

       Αὐ­τός ὁ ποι­η­τής, ἴ­σως, γεν­νή­θη­κε ἑ­πτά μῆ­νες με­τά τήν φυ­σι­κή του γέν­νη­ση στίς 21 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1899. Τό­τε ὁ πα­τέ­ρας του, γε­νι­κός για­τρός dr Clarence Ed. Hemingway ἔ­κτι­σε ἕ­να μι­κρό κα­λο­και­ρι­νό σπί­τι στά βό­ρεια δά­ση τῆς λί­μνης Μί­σιγ­καν, σέ μιά πε­ρι­ο­χή πού τοῦ ἀ­πο­ψί­λω­σαν οἱ Ἰν­διά­νοι Ὄ­τα­βα. Ὑ­πῆρ­ξε ὁ Πα­ρά­δει­σος τοῦ Ernest γιά ὅ­λη τήν παι­δι­κή καί ἐ­νή­λι­κη ζω­ή του. Κλη­ρο­νό­μη­σε τήν λα­τρεί­α τοῦ πα­τέ­ρα του γιά τόν ὑ­παί­θριο βί­ο, κυ­νη­γών­τας, ψα­ρεύ­ον­τας, κα­τα­σκη­νώ­νον­τας στά δά­ση ἤ κά­νον­τας κη­που­ρι­κή, καί πάν­τα ἀ­να­ζη­τών­τας πε­ρι­πέ­τει­ες. Ξε­κί­νη­σε νά ψα­ρεύ­ει μα­ζί του ὅ­ταν ἦ­ταν τρι­ῶν ἐ­τῶν. Στά δώ­δε­κα ὁ παπ­πούς του τοῦ χά­ρι­σε ἕ­να μο­νό­καν­νο κυ­νη­γε­τι­κό ὅ­πλο.Ὅ­ταν πῆ­γε στό γυ­μνά­σιο ξε­κί­νη­σε μα­θή­μα­τα τσέ­λο, ἀλ­λά ἦ­ταν φα­νε­ρό πώς τά ὄ­νειρα τῆς μη­τέ­ρας του νά τόν δεῖ μου­σι­κό, ὅ­πως και ἡ ἴ­δια, δέν ἐ­πρό­κει­το νά εὐ­ο­δω­θοῦν. Ὅ­σα ἔ­ζη­σε στήν βό­ρεια Μί­σιγ­καν ἐν­τυ­πώ­θη­καν ἄ­σβη­στα στήν ψυ­χή του καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τό ὑ­λι­κό τῶν μι­κρῶν του ἱ­στο­ρι­ῶν γύ­ρω ἀ­πό τόν Νίκ Ἄν­ταμς, τήν πρώ­τη, νε­α­νι­κή του, λο­γο­τε­χνι­κή περ­σό­να. Τό ἐ­πί­θε­το τοῦ Νίκ, ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τήν πρω­ταρ­χι­κή βί­ω­ση προ­σω­πι­κοῦ πα­ρα­δεί­σου τοῦ Ernest H. Ὁ ἴ­διος ὡ­στό­σο δέν ἦ­ταν ἀ­ψε­γά­δια­στος: τόν τα­λαι­πω­ροῦ­σε ἕ­να ἐκ γε­νε­τῆς πρό­βλη­μα ὅ­ρα­σης καί μιά ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή προ­φο­ρά τοῦ ἤ­χου L. Σέ ὅ­λη του τή ζω­ή, τά L ἀ­κού­γον­ταν κά­πως σάν W’s. Ἔ­χον­τας ἕ­ναν πα­τέ­ρα πού τοῦ ζη­τοῦ­σε νά δί­νει τόν κα­λύ­τε­ρο ἑ­αυ­τό του σέ ὅ,τι κα­τα­πι­ά­νε­ται, ἡ ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή ὅ­ρα­ση καί ἡ ἐ­λα­φριά γλωσ­σι­κή του ἀ­τέ­λεια τόν συ­νό­δευ­αν ὡς στίγ­μα­τα καί τόν πλή­γω­ναν ἀ­δι­ά­κο­πα. Ὅ­μως τό βα­θύ­τε­ρο τραῦ­μα του πρέ­πει νά ἦ­ταν ἡ αὐ­το­κτο­νί­α τοῦ πα­τέ­ρα του, με­τά τόν ἀ­κρω­τη­ρια­σμό τοῦ πο­διοῦ του, λό­γῳ δι­α­βή­τη, μέ τό ὅ­πλο του τό 1928. Τό­τε ὁ Εrnest ἦ­ταν 29 χρό­νων. Ἔ­κτο­τε δι­α­κα­τε­χό­ταν ἀ­πό τήν φο­βί­α ἤ προ­αί­σθη­ση πώς πα­ρό­μοι­ος θά ἦ­ταν καί ὁ δι­κός του θά­να­τος, ὅ­πως καί ἔ­γι­νε.

       T­ό 1954 ἡ Σου­η­δι­κή Ἀ­κα­δη­μί­α τοῦ ἀ­πέ­νει­με τό βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ «γιά τόν ἰ­σχυ­ρό τρό­πο καί τήν δε­ξι­ο­τε­χνί­α του στήν σύγ­χρο­νη ἀ­φή­γη­ση, πράγ­μα πού ἀ­πέ­δει­ξε στό Ὁ Γέ­ρος καί ἡ Θά­λασ­σα». Στό σα­φά­ρι πού εἶ­χε σχε­διά­σει, τήν ἴ­δια χρο­νιά στην Ἀ­φρι­κή, τό ἀ­ε­ρο­πλά­νο στό ὁ­ποῖ­ο με­τέ­βαι­νε συν­τρί­φτη­κε πά­νω ἀ­πό τό τό­τε Βελ­γι­κό Κογ­κό· στήν ἀρ­χή θε­ω­ρή­θη­κε νε­κρός. Ὡ­στό­σο ἐ­πέ­ζη­σε πα­ρά τά ἐγ­καύ­μα­τα, τά ἐ­σω­τε­ρι­κά τραύ­μα­τα, ἄλ­λα στήν σπον­δυ­λι­κή στή­λη καί ἄλ­λα στό κρα­νί­ο. Ἐ­πέ­στρε­ψε κου­τσός καί τά ἑ­πό­με­να χρό­νια ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πό ὑ­ψη­λή ἀρ­τη­ρια­κή πί­ε­ση καί βα­ρειά κα­τά­θλι­ψη. Χρει­ά­στη­κε νά νο­ση­λευ­τεῖ στήν ψυ­χι­α­τρι­κή Mayo Clinic δυ­ό φο­ρές καί ἐ­πί μα­κρόν, ἀλ­λά κα­μιά ἀ­γω­γή, οὔ­τε αὐ­τή μέ ἠ­λε­κτρο­σόκ πού πρω­το­ε­φαρ­μο­ζό­ταν τό­τε, βελ­τί­ω­νε κα­θό­λου τήν κα­τά­στα­σή του. Ἐ­πι­στρέ­φον­τας στό σπί­τι του στίς 2 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1961 αὐ­το­κτό­νη­σε πυ­ρο­βο­λών­τας μέ τήν κα­ραμ­πί­να του. Που­θε­νά στόν κό­σμο, ἀ­πό τό Κι­λι­μάν­τζα­ρο, τόν Κα­να­δᾶ, τήν Κού­βα, τήν Ἱ­σπα­νί­α ἤ ἀλ­λοῦ στήν Εὐ­ρώ­πη, δέν ξα­να­βρῆ­κε τόν πα­ρά­δει­σο του στίς Λί­μνες καί τά δά­ση τῆς Μί­σιγ­καν. Οὔ­τε κα­νέ­να σπά­νιο, πα­ρα­δεί­σιο πλά­σμα, ὅ­πως ὁ λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τας· μα­κρι­νός καί ἀ­πλη­σί­α­στος πα­ρέ­μει­νε καί γιά τό ζεῦ­γος τῆς ἱ­στο­ρί­ας – βι­νι­έ­τας: Λό­φοι σάν Λευ­κοί Ἐ­λέ­φαν­τες, πού γρά­φτη­κε στήν Αὐ­στρί­α τό 1927.

       Ὅ­πως εἰ­πώ­θη­κε ἤ­δη, πολ­λοί με­λε­τη­τές, καί κυ­ρί­ως ὁ Robert Paul Lamp, ὑ­πο­στη­ρί­ζουν ὅ­τι ὁ Ε.Η. εἰ­σή­γα­γε τόν δι­ά­λο­γο ὡς τό οὐ­σι­α­στι­κό στοι­χεῖ­ο τοῦ ἀ­να­δυ­ό­με­νου μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος στόν εἰ­κο­στό αἰ­ώ­να. Ἡ με­γά­λη συμ­πί­ε­ση τοῦ χρό­νου μέ­σα στόν ὁ­ποῖ­ο ξε­τύ­λι­γε μιάν ἔ­στω καί στοι­χει­ώ­δη πλο­κή, ἀ­παί­τη­σε ἀλ­λά καί προ­κά­λε­σε ὑ­ψη­λό βαθ­μό ὑ­παι­νι­κτι­κό­τη­τας· μεί­ω­σε τήν πυ­κνή ἀ­να­πα­ρά­στα­ση τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος, ὅ­πως καί τήν αἴ­σθη­ση τῆς διά­ρκειας, ὅ­λα δη­λα­δή τά στοι­χεῖ­α πού βρί­σκον­ταν στήν καρ­διά τῶν τρό­πων τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ὥς τό­τε. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης βρέ­θη­κε ἀν­τι­μέ­τω­πος μέ τήν ἀ­νάγ­κη νά ὑ­πο­θέ­τει, χω­ρίς νά εἶ­ναι σί­γου­ρος πώς ὑ­πο­θέ­τει σω­στά. Ὁ Ηemingway ἔ­φτα­σε στό ση­μεῖ­ο νά ἀ­φαι­ρέ­σει, σχε­δόν παν­τε­λῶς, τόν ἀ­φη­γη­μα­τι­κό σχο­λια­σμό καί τήν φω­νή αὐ­θεν­τί­ας τοῦ συγ­γρα­φέ­α.

       Το ἐ­ρώ­τη­μα ὥς ποῦ θά ἔ­φτα­νε ἡ νέ­α τέ­χνη τοῦ H. ἀ­παν­τή­θη­κε τόν Μά­η τοῦ 1927 μέ τούς Λό­φους, μιά ἱ­στο­ρί­α πού εἶ­ναι σχε­δόν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου δι­ά­λο­γος ἀ­νά­με­σα σ’ ἕ­να ζεῦ­γος πού γνω­ρί­ζε­ται κα­λά. Μι­λοῦν μ’ ἕ­να εἶ­δος «στε­νο­γρα­φί­ας» πού, ὅ­πως πα­ρα­τή­ρη­σε κά­ποι­ος, θά μπο­ροῦ­σε νά εἶ­ναι ἀ­κα­τά­λη­πτη σέ ὅ­ποι­ον ἄλ­λον τήν ἄ­κου­γε. Γι’ αὐ­τό ὁ E.H. ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κε νά συ­σχε­τί­σει τό­πο καί δι­ά­λο­γο ὥ­στε ὁ ἀ­να­γνώ­στης νά ἀν­τι­λη­φθεῖ πώς δέν πρό­κει­ται γιά ἀ­νο­η­σί­ες. Ἀ­πό τίς πρῶ­τες κου­βέν­τες ἀ­νά­με­σα στό ζευ­γά­ρι ἀρ­χί­ζουν ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νοι χει­ρι­σμοί πού ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­νουν τίς δυ­να­μι­κές τῆς σχέ­σης, ἐκ­φρά­ζουν τόν χα­ρα­κτή­ρα τους, καί ἐγ­κλω­βί­ζουν τήν ἀρ­χό­με­νη πλο­κή. Πα­ρα­λεί­πει ἀ­κό­μη καί τό πε­ρί τί­νος τοῦ δι­α­λό­γου. Τό ὅ­τι, δη­λα­δή, ἐ­κεί­νη εἶ­ναι ἔγ­κυ­ος καί ἐ­κεῖ­νος θέ­λει νά κά­νει ἔ­κτρω­ση· ἡ ἐγ­κυ­μο­σύ­νη, ἡ ἔ­κτρω­ση, τό παι­δί, δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται οὔ­τε μιά φο­ρά. Λές καί ἤ­θε­λε νά αὐ­ξή­σει τήν πρό­κλη­ση, ἑ­στιά­ζει τόν φα­κό του σέ ἐ­ξω­τε­ρι­κά πράγ­μα­τα, ἀ­πο­φεύ­γον­τας κά­θε πρό­σβα­ση στήν συ­νεί­δη­ση τῶν χα­ρα­κτή­ρων. Ὁ δι­ά­λο­γος… μή-δι­ά­λο­γος εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως οὐ­δέ­τε­ρος καί ὁ συγ­γρα­φέ­ας δέν δι­ευ­κο­λύ­νει στό πα­ρα­μι­κρό τήν κα­τα­νό­η­ση ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀ­να­γνώ­στη.

       Κα­τά τήν ἀ­νά­λυ­ση τῆς Elizabeth Bowen, οἱ ἥ­ρω­ες ἐκ­φρά­ζον­ται ὑ­πο­λο­γι­στι­κά ὁ ἕ­νας πρός τον ἄλ­λο καί αὐ­το­α­πο­κα­λύ­πτον­ται ἀ­θέ­λη­τα. Τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς κου­βέν­τας εἶ­ναι τό­σο ἀ­δι­α­φα­νές πού μό­νο κά­τω ἀ­πό τό φῶς ὁ­λό­κλη­ρης τῆς ἱ­στο­ρί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νει κα­τα­νο­η­τό. Μπο­ρεῖ π.χ. νά μι­λᾶ­νε γιά τήν γεύ­ση τοῦ πο­τοῦ, ὅ­πως θά νό­μι­ζε κά­θε ἄλ­λος, ἐ­κτός ἀ­πό τούς δυ­ό τους πού, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ξέ­ρουν ὅ­τι μι­λᾶ­νε γιά τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἔ­χουν παι­δί. Ἐ­κεῖ­νος ὡ­στό­σο δέν δι­α­θέ­τει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά βλέ­πει τόν κό­σμο μέ τά μά­τια της. Ἡ ὅ­ρα­σή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στόν ὁ­ρί­ζον­τα τῶν δι­κῶν του ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Μπο­ρεῖ νά τήν δι­α­βε­βαι­ώ­νει πώς εἶ­ναι σύμ­φω­νος μέ ὅ,τι θέ­λει ἡ ἴ­δια, ὁ τρό­πος του, ὅ­μως, εἴ­τε μέ τά λό­για εἴ­τε μέ τίς κι­νή­σεις καί τίς στά­σεις τοῦ σώ­μα­τος, ἀ­πο­κα­λύ­πτει πώς ἀ­πο­πει­ρᾶ­ται νά τήν ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­σει: τῆς λέ­ει ὅ­σα ἐ­κεί­νη θά ἤ­θε­λε νά ἀ­κού­σει. Τῆς ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τήν ἀ­γά­πη του, ἀλ­λά ἀ­πο­φεύ­γει νά ἀ­παν­τή­σει στίς ἐ­ρω­τή­σεις της ἐ­πεν­δύ­ον­τας τίς δι­κές του ἐ­πι­θυ­μί­ες μέ μιά «λο­γι­κή» πού προ­σβάλ­λει τήν με­τα­φο­ρι­κά ἐκ­φρα­σμέ­νη γλώσ­σα τῆς δι­κῆς της ἐ­πι­θυ­μί­ας. Κα­θώς δέν κα­τα­νο­εῖ τήν γλώσ­σα της, αὐ­τή κα­τα­φεύ­γει στό νά μι­μεῖ­ται τίς λέ­ξεις καί τίς φρά­σεις του ἤ νά ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται μέ πα­θη­τι­κά ἐ­πι­θε­τι­κή αὐ­το­άρ­νη­ση ἤ ἁ­πλῶς ἀρ­νού­με­νη τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά του.

       Ἡ χρή­ση τῆς ἐ­πα­νά­λη­ψης ἀ­πο­τε­λεῖ τήν πιό ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη πλευ­ρά τοῦ δι­α­λό­γου. Ἡ ἐ­πα­νά­λη­ψη λέ­ξε­ων πού ἀ­πο­τε­λοῦν κλει­διά, ὅ­πως τό «θέ­λω», καί πο­λυ­σύλ­λα­βων λέ­ξε­ων μέ ὅ­μοι­ες συλ­λα­βές, ὅ­πως: ὁ,τι­δή­πο­τε, ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε, δη­μι­ου­γεῖ μιάν ἰ­σχυ­ρή ἀ­λη­θο­φά­νεια· στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἡ με­τάλ­λα­ξη ἤ πα­ραλ­λα­γή τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου τους ἀ­πό τόν κα­θέ­να τους, βο­η­θᾶ τήν πρό­ο­δο τῆς ἱ­στο­ρί­ας, τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ὑ­πό­θε­σης. Γιά νά ἐ­πι­τευ­χθοῦν οἱ δι­πλοί σκο­ποί τοῦ δι­α­λό­γου, γί­νον­ται ἀ­συ­νή­θι­στες καί ποι­κί­λες δι­φο­ρού­με­νες χρή­σεις τῆς ἀν­τω­νυ­μί­ας. Πα­ρά­δειγ­μα: οἱ χρή­σεις τοῦ «αὐ­τό», ὄ­χι μό­νον κα­θρε­φτί­ζουν τόν στε­νο­γρα­φι­κό τρό­πο μέ τόν ὁ­ποῖ­ο οἱ ἀν­θρω­ποι ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ θέ­μα­τα πού ἀμ­φό­τε­ροι κα­τα­νο­οῦν (ἤ νο­μί­ζουν ὅ­τι κα­τα­νο­οῦν), δη­μι­ουρ­γεῖ ἐ­πί­σης τό εἰ­ρω­νι­κό δι­φο­ρού­με­νο. Συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας τέ­τοι­α ἀ­κα­τα­μά­χη­τα προ­η­γού­με­να, του­τέ­στιν ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, ὁ Hemingway, δι­α­τρα­νώ­νει πώς στόν δι­ά­λο­γο ἡ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μπο­ρεῖ νά κα­ταν­τή­σει ἀ­δύ­να­τη.

       Προ­α­ναγ­γέ­λει, ἀ­πό τό 1927, τήν ἐ­ξα­πλω­μέ­νη δι­ε­θνῶς ἔκ­πτω­ση τῆς προ­φο­ρι­κῆς συ­νο­μι­λί­ας σέ φα­ρι­σα­ϊ­κή… φάρ­σα, τήν πλή­ρη ἀ­να­στρο­φή/δι­α­στρο­φή τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς σύ­στα­σης: Ἔ­στω δὲ ὁ λό­γος ὑ­μῶν ναὶ ναίοὒ οὔ· τὸ δὲ πε­ρισ­σὸν τού­των ἐ­κ τοῦ πο­νη­ροῦ ἐ­στιν. (Ματθ. ε΄ 37).

       Ἡ GabrielaTucan(4) το­πο­θε­τεῖ δί­πλα στόν συγ­γρα­φέ­α τόν ζω­γρά­φο Edward Hopper και βλέ­πει τούς Λό­φους κά­τω ἀ­πό τόν φω­τι­σμό τῶν δι­κῶν του ἔρ­γων. Συγ­κρί­νον­τας τό δι­ή­γη­μα μέ τόν πί­να­κα Κα­λο­και­ρι­νό ἀ­πό­γευ­μα τοῦ 1947(5), καί ἑ­στι­ά­ζον­τας στίς κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νες σχέ­σεις, πα­ρα­τη­ρεῖ τόν ἀ­πό­μα­κρο τρό­πο πε­ρι­γρα­φῆς τοῦ Hemingway καί γρά­φει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι «γε­μά­τη σύγ­χυ­ση ἔν­τα­ση καί συγ­κρού­σεις». Ἡ ἡ­ρω­ϊ­δα, για πα­ρά­δειγ­μα, ξαφ­νι­κά και ἀ­σύν­δε­τα ἀ­να­φέ­ρει πώς οἱ λό­φοι μοιά­ζουν μέ «λευ­κούς ἐ­λέ­φαν­τες», ἀλ­λά ὁ ἄν­δρας δεν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται. Ἡ ἀ­νι­κα­νό­τη­τά του νά ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ εἶ­ναι ἔν­δει­ξη τῆς ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νης σχέ­σης, ἀλ­λ’ ἐ­πί­σης ἔν­δει­ξη τοῦ ἄγ­χους στήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ζω­ή τῶν ἐ­ρα­στῶν. Ὁ στα­δια­κός κα­τα­κερ­μα­τι­σμός τους συ­νά­δει μέ τήν δι­ά­ψευ­ση τῶν προσ­δο­κι­ῶν, τήν ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση καί τήν γε­νι­κευ­μέ­νη βα­ριά δι­ά­θε­ση τῶν ἀν­θρώ­πων στά 1920, με­τά τήν βί­α τοῦ Πρώ­του Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Ἡ μα­τιά τοῦ ἀ­να­γνώ­στη στίς «δυ­ό σι­δη­ρο­δρο­μι­κές ρά­γες μέ­σα στόν ἥ­λιο» τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τά ἐμ­πό­δια, δη­λα­δή τά κε­νά καί τίς παύ­σεις στόν δι­ά­λο­γο τοῦ ζεύ­γους, πού ἀ­δυ­να­τοῦν ἐξ ἴ­σου νά κοι­νω­νή­σουν τίς δι­α­φο­ρε­τι­κές τους ἀ­ξί­ες. Οἱ συμ­βο­λι­κές σι­ω­πές φα­νε­ρώ­νουν τόν θυ­μό πού ὀγ­κώ­νε­ται στήν γυ­ναί­κα, κα­θώς ἀ­δυ­να­τεῖ νά ἀρ­θρώ­σει τί ἀ­κρι­βῶς μα­στί­ζει τήν σχέ­ση τους. Ἡ ἔν­τε­χνη ὑ­παινι­κτι­κή μέ­θο­δος τοῦ Hemingway ἐ­πι­τρέ­πει στόν ἀ­να­γνώ­στη νά συμ­πε­ρά­νει ὅ­τι καί οἱ δύ­ο σκέ­πτον­ται τό ἐν­δε­χό­με­νο τῆς ἔ­κτρω­σης. Χα­μέ­νη στίς σκέ­ψεις της, κά­θε­ται μα­ζί του στό ἴ­διο τρα­πέ­ζι ἀλ­λά δέν ἀγ­γί­ζον­ται. Τό συμ­πέ­ρα­σμά τῆς Tucan εἶ­ναι πώς «Ἡ γλώσ­σα τοῦ σώ­μα­τος, ἡ ἄ­δεια ἀ­πό­στα­ση ἀ­νά­με­σά τους, φα­νε­ρώ­νει πώς κά­τι λεί­πει ἀ­πό τήν σχέ­ση τους, ὅ­πως συμ­βαί­νει μέ τόν θε­α­τή τοῦ Hopper, ὁ ὁ­ποῖ­ος, μέ τήν σύ­νο­λη αἰ­σθη­τι­κή του, δεί­χνει τήν ἐ­πί­γνω­σή του γύ­ρω ἀ­πό τήν προ­βλη­μα­τι­κή σι­ω­πή στήν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα».


Ἡ με­τα­φο­ρι­κή γλώσ­σα τῆς ἡ­ρω­ϊ­δας, μᾶς ὁ­δη­γεῖ στό μεῖ­ζον θέ­μα τοῦ συμ­βο­λι­σμοῦ. Ὁ He­ming­way τόν χρη­σι­μο­ποί­η­σε μέ πολ­λούς ἐ­ξαι­ρε­τι­κούς τρό­πους. Στήν ἱ­στο­ρί­α του Λό­φοι σάν Λευ­κοί Ἐ­λέ­φαν­τες, ξαφ­νιά­ζει μέ τό πῶς τόν χει­ρί­ζε­ται γιά τά βά­σα­να τοῦ ζευ­γα­ριοῦ ὡς πρός ἕ­να δί­λημ­μα καί μιάν κα­θο­ρι­στι­κή ἀ­πό­φα­ση γιά τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή τους.

       Ἐ­πει­δή ὁ ἀ­να­γνώ­στης τῶν Λό­φων, μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­θυ­μεῖ νά δι­α­σταυ­ρώ­σει τίς δι­κές του σκέ­ψεις γιά τόν συμ­βο­λι­σμό ἤ συμ­βο­λι­σμούς τοῦ δι­η­γή­μα­τος, τό πα­ρα­κά­τω ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πό τήν ἐρ­γα­σί­α τοῦ Adam Schaefers «Analyzing the Symbolism of Hills like White Elephants»(6), θά τοῦ δώ­σει τήν εὐ­και­ρί­α νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει τήν ἀ­νά­λυ­ση τῶν κύ­ρι­ων ἀ­πό αὐ­τούς

Ἡ ἱ­στο­ρί­α δέν ἔ­χει ἁ­πλῶς πολ­λούς συμ­βο­λι­σμούς. Κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τό κά­θε ση­μεῖ­ο της συμ­βο­λί­ζει ἕ­να δι­α­φο­ρε­τι­κό θέ­μα […] Ἀ­νά­με­σα στά πολ­λά σύμ­βο­λα τῆς ἱ­στο­ρί­ας, τρί­α εἶ­ναι τά πλέ­ον ἀ­να­γω­ρί­σι­μα: οἱ λό­φοι, οἱ λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, καί ὁ σι­δη­ρο­δρο­μι­κός σταθ­μός.

       Οἱ λό­φοι μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νουν ἐμ­πό­δια, τά ὁ­ποῖ­α οἱ ἄν­θρω­ποι πρέ­πει νά ὑ­περ­βοῦ­με γιά νά ἐ­πι­τύ­χου­με τίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις μας. Τό ὅ­τι εἶ­ναι λό­φοι καί ὄ­χι τε­ρά­στια βου­νά, δεί­χνει πώς εἶ­ναι δυ­να­τόν νά τά ξε­πε­ρά­σου­με. Ἑ­πο­μέ­νως τό μω­ρό τῆς Ζίγκ εἶ­ναι τό κύ­ριο ἐμ­πό­διο πού μπο­ροῦν νά ὑ­περ­βοῦν οἱ δυ­ό τους καί νά συ­νε­χί­σουν φυ­σι­ο­λο­γι­κά τή ζω­ή τους. Οἱ Λό­φοι δυ­να­τόν ν’ ἀ­πο­τε­λοῦν ση­μεῖ­α θέ­α­σης, ἀλ­λά μπλο­κά­ρουν τήν θέ­α ἐ­κεί­νων πού ζοῦν στήν κοι­λά­δα. Τοῦ­το ἀ­να­πα­ρι­στᾶ τήν εὐ­και­ρί­α πού ἀ­πο­τε­λοῦν γιά τό κο­ρί­τσι, ἐ­νῶ ὁ ἄν­δρας δέν βλέ­πει τί­πο­τα, για­τί στε­να­χω­ρι­έ­ται πώς τό παι­δί θά γί­νει αἰ­τί­α νά μήν ἔ­χει εὐ­τυ­χι­σμέ­νο καί ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νο μέλ­λον. Οἱ Λό­φοι ἐ­πί­σης μπο­ροῦν νά ἐ­κλη­φθοῦν ὡς φαν­τα­σια­κή μορ­φή στό σχῆ­μα μιᾶς ἐγ­κυ­μο­νού­σας. Ἡ Z­ίγκ δυ­να­τόν νά ἔ­βλε­πε σ’ αὐ­τούς μιά ξα­πλω­μέ­νη ἔγ­κυ­ο μέ τήν κοι­λιά καί τά στή­θη φου­σκω­μέ­να ἀ­πό τήν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη. Στή διά­ρκεια τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἡ Z­ίγκ πα­ρα­τη­ρών­τας τούς λό­φους σχο­λιά­ζει πώς οἱ δυ­ό τους θά μπο­ροῦ­σαν νά τά ἔ­χουν ὅ­λα αὐ­τά. Μ’ αὐ­τό ἐν­νο­εῖ πώς οἱ λό­φοι ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν μιά πρό­κλη­ση γιά μιά νέ­α ζω­ή στήν ὁ­ποί­α νά συμ­με­τέ­χουν καί εὐ­και­ρί­α γιά τούς δυ­ό τους.

       Οἱ λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες εἶ­ναι ἕ­να ἄλ­λος συμ­βο­λι­σμός πι­θα­νόν τοῦ μω­ροῦ. Ὁ λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τας εἶ­ναι πο­λύ­τι­μη πε­ρι­ου­σί­α, τήν ὁ­ποί­α ὁ κά­το­χος δέν μπο­ρεῖ νά ξε­φορ­τω­θεῖ κa­ί πού τό κό­στος του (εἰ­δι­κά τῆς συν­τή­ρη­σής του), δέν ἀ­να­λο­γεῖ κα­θό­λου στήν χρη­σι­μό­τη­τα ἤ ἀ­ξί­α του. Για κά­ποι­ον εἶ­ναι ἄ­χρη­στο, ἀλ­λά ἀ­νε­κτί­μη­το δῶ­ρο γιά ἄλ­λον. Μ’ ἄλ­λα λό­για, τό μω­ρό ἦ­ταν ἀ­νε­κτί­μη­το γιά τό κο­ρί­τσι, ὁ σύν­τρο­φός της ὅ­μως δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν ν’ ἀ­πο­κτή­σει παι­δί.

       Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κύ­ριος συμ­βο­λι­σμός εἶ­ναι ὁ σι­δη­ρο­δρο­μι­κός σταθ­μός. Μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νει πολ­λά πράγ­μα­τα. Ἡ μια πλευ­ρά του εἶ­ναι ἕ­να ξε­ρό καί πε­θα­μέ­νο το­πί­ο, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τήν ἐ­ξα­φά­νι­ση καί τόν θά­να­το τοῦ μω­ροῦ, ἐ­νῶ ἡ ἄλ­λη, πρά­σι­νη καί ὄ­μορ­φη, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τήν ζω­ή καί μιά νέ­α ἀρ­χή. Ἐ­κτός ἀ­πό τό το­πί­ο, καί οἱ σι­δη­ρο­γραμ­μές ἔ­χουν νό­η­μα. Πη­γαί­νουν πα­ράλ­λη­λα, πράγ­μα πού ση­μαί­νει πώς πο­τέ δεν ἀγ­γί­ζον­ται ἤ δεν εἰ­σχω­ροῦν ἡ μιά μέ­σα στήν ἄλ­λη. Κι αὐ­τό συμ­βο­λί­ζει τήν σχέ­ση τῆς Ζίγκ καί τοῦ Ἀ­με­ρι­κά­νου […]. Τό τέ­λος μᾶς ἀ­φή­νει ἀ­πο­ρη­μέ­νους καί ἡ ἀ­πό­φα­ση τοῦ κο­ρι­τσιοῦ πα­ρα­μέ­νει ἀ­σα­φής. Ἡ τε­λευ­ταί­α κου­βέν­τα τῆς Ζίγκ εἶ­ναι «Αἴ­σθά­νο­μαι μιά χα­ρά», κά­τι πού μᾶς κά­νει νά ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε ἄν πρό­κει­ται νά προ­χω­ρή­σει στήν ἔ­κτρω­ση.

Ἔ­στω καί μέ τόν στοι­χει­ώ­δη χάρ­τη τῆς ζω­ῆς τοῦ E.H. πού δό­θη­κε πα­ρα­πά­νω, ἕ­να γε­νι­κό πε­ρί­γραμ­μα, δη­λα­δή, κι­νού­με­νο ἀ­πό τήν ἀρ­χή στό τέ­λος (πα­ρα­λεί­πον­τας τήν συμ­με­το­χή του στόν Πρῶ­το καί Δεύ­τε­ρο Παγ­κό­σμιο, τόν ρό­λο του ὡς ἀν­τα­πο­κρι­τή στόν Μι­κρα­σι­α­τι­κό Πό­λε­μο, στόν Ἱ­σπα­νι­κό Ἐμ­φύ­λιο, τούς τραυ­μα­τι­σμούς, τούς γά­μους, καί πλεῖ­στα ἄλ­λα), τό ἀρ­χι­κό ἐ­ρώ­τη­μα αὐ­τοῦ τοῦ ἐ­πι­μέ­τρου γιά το ποι­ός ἦ­ταν, μπο­ρεῖ τώ­ρα νά με­τα­κι­νη­θεῖ ἀ­πό τό ποι­ός τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του στό τί τῆς οὐ­σί­ας τοῦ προ­σώ­που του, ὅ­πως με­τα­κε­νώ­θη­κε κυ­ρί­ως στά δι­η­γή­μα­τά του. Θά ἐκ­θέ­σω τώ­ρα τά συμ­πε­ρά­σμα­τα στά ὁ­ποῖ­α κα­τέ­λη­ξα ἡ ἴ­δια, γιά νά κά­νω ξε­κά­θα­ρη τήν δι­κή μου θέ­ση ἀ­πέ­ναν­τί του:

       Δέν πι­στεύ­ω πώς ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τοῦ Hemingway ὀ­φεί­λε­ται μό­νο στό ὕ­φος του μέ τίς και­νο­το­μί­ες πού εἰ­σή­γα­γε, κα­τά τήν με­θο­ρια­κή ἐ­πο­χή στήν ὁ­ποί­α ἐμ­φα­νί­στη­κε, καί τοῦ ἔ­δω­σε τίς εὐ­και­ρί­ες γιά νά σκι­τσά­ρει στιγ­μι­ό­τυ­πα μέ τα­χύ­τη­τα καί τόλ­μη. Αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι πού τό ἔ­κα­ναν, καί συ­νε­χί­ζουν, πλεῖ­στοι συγ­γρα­φεῖς πού δέν ἀ­φή­νουν ἀ­νε­ξά­λη­πτες μνῆ­μες. Θε­ω­ρῶ πώς ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος μέ μιά ἰ­σχυ­ρή ἀ­νι­χνευ­τι­κή κε­ραί­α τῶν ἀλ­λα­γῶν πού εἶ­χαν ἐ­πέλ­θει παγ­κο­σμί­ως, ἀλ­λά καί ἐ­πρό­κει­το νά ἐ­πέλ­θουν. Εἴ­τε ἐ­ξαι­τί­ας τῶν σο­βα­ρῶν ψυ­χι­κῶν του τραυ­μά­των, εἴ­τε πέ­ραν αὐ­τῶν, ζοῦ­σε μέ δρα­μα­τι­κή ἔν­τα­ση τήν «ἀ­γω­νί­α τῆς κε­νό­τη­τας καί τῆς ἔλ­λει­ψης νο­ή­μα­τος». Ἡ τε­λευ­ταί­α ἐμ­φα­νί­ζε­ται κυ­ρί­ως κα­τά τό τέ­λος μιᾶς ἐ­πο­χῆς. Γί­νε­ται κα­θο­λι­κή ὅ­ταν οἱ συ­νη­θι­σμέ­νες δο­μές νο­ή­μα­τος, ἰ­σχύ­ος, πί­στης καί τά­ξης ἀρ­χί­σουν νά δι­α­λύ­ον­ται, σύμ­φω­να μέ τήν ἀ­νά­λυ­ση τοῦ Paul Tillich(7), πού πε­ρι­έ­γρα­ψε τίς κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κές της προ­ϋ­πο­θέ­σεις καί τήν ὀ­νό­μα­σε «Τρί­τη Πε­ρί­ο­δο τῆς Ἀ­γω­νί­ας στήν Ἱ­στο­ρί­α τοῦ Δυ­τι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ».

       Ἦ­ταν προι­κι­σμέ­νος, ἐ­πί­σης, μέ ἕ­να ἐ­ξαι­ρε­τι­κό ἀ­φτί πού τα­χύ­τα­τα συ­νε­λάμ­βα­νε τά κά­θε λο­γῆς στοι­χεῖ­α τοῦ προ­φο­ρι­κοῦ λό­γου. Δέν τόν ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν κα­θό­λου οἱ πε­ρι­γρα­φές, για­τί γνώ­ρι­σε ἀ­πό τήν πιό μι­κρή του ἡ­λι­κί­α τήν πο­λυ­σύν­θε­τη δυ­να­μι­κή τῶν ἠ­χη­τι­κῶν μη­νυ­μά­των, σέ ὅ­σα φα­νε­ρώ­νουν, ἀ­πο­κρύ­πτουν καί κυ­ρί­ως ὑ­παι­νίσ­σον­ται, μέ­σα σέ πο­λύ σύν­το­μο χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα. Ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς στη­ρί­ζον­ται στήν ὅ­ρα­σή τους. Ὁ E.H. στήν ἀ­κο­ή του. Ὡς γνή­σιος κυ­νη­γός ἀ­φουγ­κρα­ζό­ταν τίς μι­κρές καί με­γά­λες φω­νές στά δά­ση , καί ἀρ­γό­τε­ρα ὡς ἀν­τα­πο­κρι­τής ἄ­κου­σε τούς ἐκ­κω­φαν­τι­κούς κρό­τους στά πε­δί­α τῶν μα­χῶν.

       Ἡ ἀ­νι­χνευ­τι­κή του ἐ­σω­τε­ρι­κή συγ­γρα­φι­κή κε­ραί­α τόν ὁ­δή­γη­σε, ἴ­σως καί ἐν­στι­κτω­δῶς, μιάς καί δέν ἦ­ταν δι­α­νο­ού­με­νος τῆς θε­ω­ρί­ας καί τῶν στο­χα­σμῶν, στήν ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἀλ­λα­γῆς: οἱ ἄν­θρω­ποι δέν θά εἶ­χαν πιά χρό­νο γιά πο­λύ­πλο­κες ἀ­να­λύ­σεις, ἀλ­λά γιά δι­α­δο­χή εἰ­κό­νων ὅ­πως στόν κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἡ φί­λη του Gertrude Stein τοῦ ἔ­δω­σε τό χω­ρο­χρο­νι­κό στίγ­μα τῆς ζω­ῆς ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἀν­θρώ­πων μα­ζί μέ τήν δι­κή του, με­τα­φέ­ρον­τάς του τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό ἑ­νός βο­η­θοῦ σέ γκα­ράζ τοῦ Πα­ρι­σιοῦ: Χα­μέ­νη Γε­νιά.(8) Ἐ­κεῖ­νος ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­κε στό χά­νω· δη­λα­δή στήν κά­θε εἴ­δους ἀ­πώ­λεια.

Στούς Λό­φους σάν Λευ­κοί Ἐ­λέ­φαν­τες, κά­ποι­α στιγ­μή: Τό κο­ρί­τσι ση­κώ­θη­κε καί περ­πά­τη­σε ὥς την ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ. Στήν ἄλ­λη πλευ­ρά ἀ­πέ­ναν­τι, ὑ­πῆρ­χαν στα­ρο­χώ­ρα­φα καί στίς ὄ­χθες τοῦ Ἴμ­προ, σ’­ὅ­λο τό μῆ­κος, δέν­τρα. Μα­κριά, πέ­ρα ἀ­π’ το πο­τά­μι, βου­νά. Ἡ σκιά ἑ­νός σύν­νε­φου με­τα­κι­νή­θη­κε πά­νω ἀ­π’ τόν σι­τα­γρό καί τό κο­ρί­τσι εἶ­δε τό πο­τά­μι ἀ­νά­με­σα στά δέν­τρα.

       —Καί θά μπο­ρού­σα­με νά τά ἔ­χου­με ὅ­λα τοῦ­τα, εἶ­πε. Τά πάν­τα, καί κά­θε μέ­ρα τό κά­νου­με πιό ἀ­δύ­να­το.

Ὁ Ε.Η. δέν χά­νει εὐ­και­ρί­α στίς ἱ­στο­ρί­ες του νά μι­λή­σει γιά τήν ἐ­πι­λο­γή τῆς ἀ­πώ­λειας, μπρο­στά σ’ ἕ­να δί­λημ­μα· εἴ­τε πρό­κει­ται γιά φό­νο, εἴ­τε γιά χω­ρι­σμό, εἴ­τε γιά αὐ­το­κτο­νί­α, εἴ­τε γιά κα­τα­στρο­φή, εἴ­τε γιά ἥτ­τα. Ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­λέ­γει αὐ­τό πού τόν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό κεῖ­νο πού ἐ­πι­θυ­μεῖ ἤ νο­σταλ­γεῖ.

       Γε­ρά ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη αὐ­τή ἡ ἀ­δι­έ­ξο­δη ἀ­γω­νί­α στήν ρί­ζα τῆς ὕ­παρ­ξής του, συ­νι­στοῦ­σε τό οὐ­σι­ῶ­δες τί πού με­τα­κέ­νω­νε στίς ἀ­φη­γή­σεις του. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ με­τα­νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τόν γκρε­μό ἐ­νώ­πιον τοῦ ὁ­ποί­ου, μέ ἐν­τε­λῶς λι­τά μέ­σα, τήν ἀ­νάγ­κα­ζε νά στα­θεῖ: ἐ­κεῖ πού προ­η­γου­μέ­νως τήν εἶ­χαν ὁ­δη­γή­σει οἱ ἐ­πι­λο­γές πί­σω ἀ­πό τά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα καί τίς συν­θῆ­κες.

       Γιά τά συμ­πε­ρά­σμα­τα, πού ἤ­δη ἀ­νέ­φε­ρα, ἐ­νι­σχύ­θη­κα ἀ­πό ἕ­ναν ἄλ­λο Λευ­κό Ἐ­λέ­φαν­τα, ἀ­νω­νύ­μου συγ­γρα­φέ­α μιᾶς συλ­λο­γῆς Ἱ­στο­ρι­ῶν Χα­τά­κα. Ἱ­στο­ρί­ες, δη­λα­δή, ἀ­πό τήν βου­δι­στι­κή πα­ρά­δο­ση μέ ἥ­ρω­ες ζῶ­α. Εἶ­ναι ἡ ἀ­κό­λου­θη(9):

Ἕ­νας ὡ­ραῖ­ος λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τα πού ζοῦ­σε στούς πρό­πο­δες ἑ­νός βου­νοῦ, συ­ναν­τή­θη­κε μέ μιά ὁ­μά­δα ἀν­θρώ­πων. Εἶ­χαν χά­σει τόν δρό­μο τους καί ἔ­κλαι­γαν για­τί πει­νοῦ­σαν καί δι­ψοῦ­σαν ὑ­περ­βο­λι­κά. Ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν μέ­ρος ἑ­νός με­γά­λου καί πλού­σιου κα­ρα­βα­νιοῦ. Κι ἔ­πει­τα ἀ­πό πολ­λές καί δι­ά­φο­ρες ἀ­τυ­χί­ες ἦ­σαν οἱ μό­νοι πού κα­τά­φε­ραν νά ἐ­πι­ζή­σουν. Ρώ­τη­σαν τόν ἐ­λέ­φαν­τα ποι­ό δρό­μο θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­κο­λου­θή­σουν γιά νά φθά­σουν στήν πιό κον­τι­νή πό­λη. Ἐ­κεῖ­νος τούς ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι ἡ ἀ­πό­στα­ση πού τούς χώ­ρι­ζε ἀ­πό ὁ­ποι­α­δή­πο­τε πό­λη ἦ­ταν πο­λύ με­γά­λη καί ὅ­τι πο­τέ δέν θά κα­τά­φερ­ναν νά φθά­σουν στήν κα­τά­στα­ση πού ἦ­σαν. Τούς συ­νέ­στη­σε νά ξε­κου­ρα­στοῦν καί νά ἀ­να­λά­βουν δυ­νά­μεις. — Ἐ­δῶ κον­τά, συμ­πλή­ρω­σε, ἀ­νά­με­σα στίς πέ­τρες ὑ­πάρ­χει ἕ­να μι­κρό ρυά­κι γιά νά ξε­δι­ψά­σε­τε. Ἐ­πί­σης, ἐ­κεῖ κον­τά θά δεῖ­τε ἕ­ναν ἑ­τοι­μο­θά­να­το ἐ­λέ­φαν­τα. Ἀ­πό τό κρέ­ας του θά μπο­ρέ­σε­τε νά τρα­φεῖ­τε. για­τί σέ λί­γο θά ἔ­χει πε­θά­νει.

Ἀ­φοῦ τά εἶ­πε αὐ­τά ὁ λευ­κός ἐ­λέ­φαν­τας τούς ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε καί ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε. Ἀ­νέ­βη­κε ψη­λά στό βου­νό καί χω­ρίς ἀρ­γο­πο­ρί­α ἔ­πε­σε στό κε­νό. Πί­στευ­ε μέ βε­βαι­ό­τη­τα πώς ὅ­ταν θά ἔ­φθα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι στό ση­μεῖ­ο πού τούς εἶ­χε ὑ­πο­δεί­ξει, θά ἔ­βρι­σκαν τό σῶ­μα του, ἀ­κό­μη ζε­στό, κον­τά στό νε­ρό πού ἔ­τρε­χε, καί θά χόρ­ται­ναν τήν πεί­να τους. Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε. Ἀλ­λά οἱ ἄν­θρω­ποι τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σαν καί, στήν ἀρ­χή, δέν θέ­λη­σαν νά φᾶ­νε τό κρέ­ας του. Ὅ­μως δέν ἄρ­γη­σαν νά ἀλ­λά­ξουν γνώ­μη. Κα­τά­λα­βαν ὅ­τι μό­νον ὅ­ταν θά μοί­ρα­ζαν με­τα­ξύ τους τό τε­ρά­στιο καί ἀ­γα­θό του σῶ­μα, θά ἔ­με­ναν πι­στοί στήν μνή­μη του καί ἡ θυ­σί­α του δέν θά πή­γαι­νε χα­μέ­νη. Αὐ­τή ἡ τρο­φή, ὄ­χι μό­νον θά τούς ἔ­δι­νε δυ­νά­μεις νά φθά­σουν σέ κά­ποι­α πό­λη, ἀλ­λά ἡ ἀ­νά­μνη­ση τοῦ κα­λό­καρ­δου ἐ­λέ­φαν­τα θά τούς βο­η­θοῦ­σε νά μεί­νουν δί­και­οι καί εὐ­γε­νι­κοί τήν ὑ­πό­λοι­πη ζω­ή τους.

Ποι­ό εἶ­ναι τό θέ­μα τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ; Εἶ­ναι τό μυ­στή­ριο μιᾶς θυ­σι­α­στι­κῆς ἐ­πι­λο­γῆς γιά μιά ὑ­πέρ­τα­τη πρά­ξη κα­λω­σύ­νης, δί­χως ἀ­παί­τη­ση κα­νε­νός ἀν­ταλ­λάγ­μα­τος. Ὁ σχο­λια­στής τῆς ἱ­στο­ρί­ας γρά­φει: «ἡ κα­λω­σύ­νη, τό­σο δε­μέ­νη μέ τήν χά­ρη, ἔ­χει ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά πλη­σιά­σει καί πά­λι ἡ χά­ρη τούς ἀν­θρώ­πους καί νά τούς γε­μί­σει ἀ­πο­λύ­τως μέ ὅ­σα πί­στε­ψαν πώς ἔ­χα­σαν γιά πάν­τα.»

       Ἡ Ζίγκ, ἡ ἡ­ρω­ϊ­δα στήν μι­κρή ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ε.Η. τά δι­α­σθα­νό­ταν ὅ­λα τοῦ­τα καί μπο­ροῦ­σε νά τά συμ­πε­ρι­λά­βει μέ­σα σέ δυ­ό λέ­ξεις: τά πάν­τα: Θά μπο­ρού­σα­με νά ἔ­χου­με τά πάν­τα. Χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τας τούς μα­κρι­νούς λό­φους Λευ­κούς Ἐ­λέ­φαν­τες εἶ­χε ἤ­δη συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει τό εὖ­ρος τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως καί μπο­ροῦ­σε νά ἀν­τι­πα­ρα­θέ­σει στήν ἐ­πι­φά­νεια μιᾶς ζω­ῆς ἄ­νο­στων ἐ­πα­να­λή­ψε­ων, τίς πλού­σι­ες δω­ρε­ές μιᾶς νο­η­μα­τι­σμέ­νης ζω­ῆς. Ἡ ψυ­χή της, ὄν­τας ἀ­νοι­χτή, ἀν­τη­χοῦ­σε τά πολ­λα­πλά νο­ή­μα­τα τοῦ ἀρ­χαί­ου συμ­βό­λου, καί ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν δε­κτι­κά. Ἀλ­λά ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος εἶ­χε χά­σει τόν σύν­δε­σμό του μέ τήν πη­γή πού ξε­δι­ψά­ει καί τρέ­φει. Ἦ­ταν ὁ ἐ­γω­πα­θής νάρ­κισ­σος, κά­πο­τε ἀ­λα­ζό­νας, κά­πο­τε ἀ­νό­η­τος, πάν­τα θο­ρυ­βώ­δης στίς συ­νά­ξεις γιά νά κερ­δί­ζει τό κέν­τρο τῆς προ­σο­χῆς, μέ τό ποῦ­ρο στό στό­μα καί τό μπου­κά­λι στό χέ­ρι, ὁ γη­τευ­τής τῶν γυ­ναι­κῶν, ἀλ­κο­ο­λι­κός καί φο­βι­κά ἀ­να­σφα­λής Ἔρ­νε­στ.

       Ἡ λο­γο­τε­χνί­α θά μπο­ροῦ­σε νά ὁ­ρι­σθεῖ ὡς ἕ­να Συμ­βο­λι­κό Δεῖ­πνο. Ὁ κα­θέ­νας συ­νει­σφέ­ρει μέ αὐ­τό πού εἶ­ναι. Για­τί αὐ­τό πού εἶ­ναι, προσ­δι­ο­ρί­ζει ἐν πολ­λοῖς καί αὐ­τό πού ἔ­χει. Ὁ Ηemingway διά μέ­σου τοῦ ὕ­φους του προ­σέ­φε­ρε τήν οὐ­σί­α τῶν ἀ­δι­έ­ξο­δων συγ­κρού­σε­ων καί πε­ρισ­σό­τε­ρο τῶν ἀ­νε­πί­στρο­φων ἀ­πω­λει­ῶν του. Δί­νει στούς ἀ­να­γνῶ­στες του τήν εὐ­και­ρί­α νά: «συμ­βο­λο­ποι­ή­σουν τά δι­κά τους ἀ­πω­θη­μέ­να ἤ ἀ­πο­κλει­σμέ­να τραυ­μα­τι­κά ψυ­χι­κά βι­ώ­μα­τα καί νά λά­βουν ἐ­πί­γνω­ση, ὡς ἕ­να βαθ­μό, τῆς προ­σω­πι­κῆς τους ἀ­λή­θειας.»(10)

       Στόν ἴ­διο φαί­νε­ται πώς, ἡ με­λαγ­χο­λί­α μέ τίς κα­τα­θλι­πτι­κές του κρί­σεις και τίς δι­ά­φο­ρες φά­σεις τους (κυ­ρί­ως τήν τε­λευ­ταί­α πού τόν ὁ­δή­γη­σε στήν αὐ­το­κτο­νί­α), «ὑ­πο­βα­στα­ζό­ταν ἀ­πό ἕ­να βα­θύ­τε­ρο ψυ­χι­κό πε­δί­ο θα­νά­του»(10). Πά­νω σ’ αὐ­τό, ἡ ἐν­δε­χό­με­νη προ­δι­ά­θε­σή του ἔ­χει ἀ­πα­σχο­λή­σει πολ­λούς με­λε­τη­τές. Μέ ἄλ­λα λό­για, τό πό­σο βά­σι­μο ἦ­ταν αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­στη­κε «Κα­τά­ρα τῆς οἰ­κο­γέ­νειας Hemingway». Πράγ­μα­τι στό οἰ­κο­γε­νεια­κό του δέν­τρο ὑ­πάρ­χουν τό­σοι πολ­λοί ξαφ­νι­κοί, τρα­γι­κοί θά­να­τοι καί αὐ­το­κτο­νί­ες, ὥ­στε εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά πα­ρα­θε­ω­ρη­θοῦν ὡς ἁ­πλῶς συμ­πτώ­σεις. Ἐ­κτός ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του καί τόν ἴ­διο, ἡ ἀ­δελ­φή του, ὁ ἀ­δελ­φός του, ὁ γιός του, καί ἡ ἐγ­γο­νή του πέ­θα­ναν εἴ­τε ἀ­πό ὑ­περ­βο­λι­κή δό­ση ναρ­κω­τι­κῶν εἴ­τε ἀ­πό αὐ­το­τραυ­μα­τι­σμούς μέ ὅ­πλο.(11)

       Ὁ­πωσ­δή­πο­τε, δεν φαί­νε­ται νά βρέ­θη­κε κα­νείς νά τόν βο­η­θή­σει οὐ­σι­α­στι­κά, ὥ­στε, ἀ­πό τό ψυ­χι­κό πε­δί­ο θα­νά­του στό ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν βυ­θι­σμέ­νος, νά ἀ­να­δυ­θεῖ «πρός ἕ­ναν τό­πο ὅ­που ὁ ἑ­αυ­τός του στα­θε­ρο­ποι­εῖ­ται καί δέν δι­α­λύ­ε­ται, ὅ­που ἀ­να­ζη­τεῖ­ται ὡς πρό­τυ­πο ταύ­τι­σης ἕ­νας ἄλ­λος πα­τέ­ρας, συμ­βο­λι­κός»(10).

       Ὡ­στό­σο, ἄ­ξί­ζει νά θυ­μό­μα­στε πώς εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ He­mi­ng­way πού εἶ­δε πρῶ­τος τούς Λό­φους ὡς Λευ­κούς Ἐ­λέ­φαν­τες, καί δι­ά­λε­ξε τήν θη­λυ­κή του περ­σό­να, τήν Ζίγκ, γιά νά τήν προι­κί­σει μέ δι­αί­σθη­τι­κή ὅ­ρα­ση ὥ­στε νά ἀν­τι­λη­φθεῖ ἀ­μέ­σως τό πλού­σιο σύμ­βο­λο γό­νι­μης ζω­ῆς.


Ἰ­ού­λιος –Δε­κέμ­βριος 2021


B­ι­βλι­ο­γρα­φί­α:
            (1) Robert Paul Lamb, Hemingway and the Creation of Twentieth Century Dialogue, στὸ Ernest Heminway, Bloom’s Literary Criticism,2011, σελ. 63.rleC:/Users/User1/Downloads/Harold%
            (2) Virginia Woolf, An Essay in Criticism. Review of Men Without Women by Ernest Hemingway, New York Herald Tribune Books (9 October 1927): 1, 8.
            (3) Ernest Hemingway, Edited and with and Introduction by Harold Bloom, New Edition 2011, Bloom’s Literary Criticism, Infobase Publishing.
            (4) Gabriela Tucan, (PDF) Exploring Fragmented Worlds: Hemingway and Hopper
https://www.researchgate.net/publication/330738168_Exploring_Fragmented_Worlds_Hemingway_and_Hopper
            (5)
            (6) Schaefers, Adam. «Analyzing the Symbolism of Hills like White Elephants by Ernest Hemingway». Lifestyle. 4-1-10:
http://www.associatedcontent.com/article/1340961/analyzing_the_symbolism_of_hills_like_pg2.html?cat=23
            (7) Paul Tillich, Τό θάρ­ρος τῆς ­πάρ­ξε­ως, 21ος τό­μος, Εἰ­σα­γω­γή, Με­τά­φρα­ση, Ση­μει­ώ­σεις Χρή­στου Μα­λε­βί­τση, ἐκδ. Ἁρ­μός, 2012, σελ. 84-85: Σέ τέ­τοι­ες κα­τα­στά­σεις τό μη­δέν ἔ­χει δι­πλή ὄ­ψη·μοιά­ζει μέ δύ­ο τύ­πους ἐ­φιά­λτη. Ὁ ἕ­νας τύ­πος εἶ­ναι ἡ ἀ­γω­νί­α τῆς ἐκ­μη­δε­νι­στι­κῆς στε­νό­τη­τας, τῆς ἀ­δυ­να­μί­ας δι­α­φυ­γῆς καί τοῦ τρό­μου τῆς πα­γί­δευ­σης.Ὁ ἄλ­λος τύ­πος εἶ­ναι ἡ ἀ­γω­νί­α τῆς ἐκ­μη­δε­νι­στι­κῆς ἀ­νοι­κτό­τη­τας, τοῦ ἀ­πεί­ρου, τοῦ ἀ­σχη­μά­τι­στου δι­α­στή­μα­τος μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο κα­νείς πε­ρι­πί­πτει χω­ρίς τό­πο ὅ­που νά στα­θεῖ ἐ­πά­νω του. Κοι­νω­νι­κές κα­τα­στά­σεις σάν αὐ­τές πού πε­ρι­γρά­ψα­με ἔ­χουν τόν χα­ρα­κτή­ρα τό­σο τῆς πα­γί­δας χω­ρίς ἔ­ξο­δο ὅ­σο καί ἑ­νός ἄ­δει­ου, σκο­τει­νοῦ καί ἄ­γνω­στου κε­νοῦ χώ­ρου. Καί οἱ δυ­ό ὄ­ψεις τῆς αὐ­τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας προ­ξε­νοῦν τήν λαν­θά­νου­σα ἀ­γω­νί­α σέ κά­θε ἄ­το­μο πού τίς ἀ­τε­νί­ζει.Σή­με­ρα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό μᾶς πράγ­μα­τι τίς ἀ­τε­νί­ζου­με.
            (8) Unknown, «Ernest Hemingway Biography». The Hemmingway Resource Center. 4-1-10:
http://www.lostgeneration.com/childhood.htm
            (9) Gustavo Martin Garzo, «Ὁ Λευ­κός Ἐ­λέ­φαν­τας», Πε­ρι­ο­δι­κό Εὐ­θύ­νη, Αὔ­γου­στος 2000, τεῦ­χος 344, σελ. 400-401.
            (10) Δημήτρης Κυ­ρια­ζῆς, «Ἀ­πό τήν Ἐ­νο­χή στή Δι­καί­ω­ση καί τήν Ἐ­ξι­λέ­ω­ση, στήν τρα­γω­δί­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου: “Εὐ­με­νί­δες”». Στόν συλ­λο­γι­κό τό­μο Οἱ Γυ­ναι­κεῖ­ες Μορ­φές στόν Μύ­θο, πρό­λο­γος Π. Σα­κελ­λα­ρό­που­λος, Ἐ­πιμ. Ἀ. Βα­σι­λειάς – Ν. Πα­να­γι­ω­το­πού­λου. Ἐκ­δο­σεις Πα­πα­ζή­ση, Ἀ­θή­να 2008, σελ.102-144.
            (11) https://www.123helpme.com/essay/The-Curse-of-the-Hemingways-26490
& https://www.upi.com/Archives/2001/10/10/The-Hemingway-suicide-curse/8231002686400/
& https://edition.cnn.com/2013/01/21/health/hemingway-film/index.html
Mariel Hemingway explores her family’s troubled history in «Running from Crazy» The documentary premiered at the Sundance Film Festival,  2013.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρωτή­ματα σέ ἀ­νάλγη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰ­κό­να: Homage to Ernest Hemingway (περ.1967). Ἔργο τοῦ Michael Docherty (γ.1947).

N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld): Τρα­γι­κά καί κω­μι­κά στοι­χεῖ­α στήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες



N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld)

[Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 5/6]


Τρα­γι­κά καί κω­μι­κά στοι­χεῖ­α

στήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες


Ο 1927 ὁ Ernest Hemingway ὁ­λο­κλή­ρω­σε καί ἐ­ξέ­δω­σε μιά συλ­λο­γή μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν του, μέ τί­τλο Ἄν­δρες χω­ρίς γυ­ναῖ­κες. Ἡ συλ­λο­γή πε­ρι­εῖ­χε ἀρ­κε­τές ἀ­ξι­ό­λο­γες ἱ­στο­ρί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες οἱ κρι­τι­κοί ἔ­χουν ἐ­ξε­τά­σει προ­σε­κτι­κά σχε­δόν ἀ­πό τήν πρώ­τη μέ­ρα τῆς ἔκ­δο­σής τους. Ἀ­νά­με­σά τους ἡ πλέ­ον εὐ­ρέ­ως ἀν­θο­λο­γη­μέ­νη καί ἡ πιό συ­χνά δι­δα­σκό­με­νη, ἀ­κό­μα καί τώ­ρα, εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, πού συ­νε­χί­ζει νά προ­κα­λεῖ τό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν εἰ­δι­κῶν καί τήν θερ­μή ἀν­τι­γνω­μί­α τῶν φοι­τη­τῶν.

       Πρό­κει­ται γιά μιά πα­ρά πο­λύ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α, πε­ρί­που χί­λι­ες λέ­ξεις, σχε­δόν ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου δι­ά­λο­γος. Ἄν καί ὑ­πάρ­χει θέ­μα, ἀ­που­σιά­ζει ἡ πλο­κή· ἄν καί ἀ­νά­με­σα στούς κύ­ριους χα­ρα­κτῆρες ἀν­ταλ­λάσ­σον­ται κου­βέν­τες, κα­μιά λύ­ση δέν δί­δε­ται. Τό θέ­μα τῆς συ­ζή­τη­σής τους, δη­λα­δή ἡ ἔ­κτρω­ση, πο­τέ δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται ὀ­νο­μα­στι­κά ἀ­πό κα­νέ­ναν τους. Πα­ρά τήν συν­το­μί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας, καί πα­ρά τά κε­νά πού δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ δι­ά­λο­γος, οἱ λό­γιοι συ­νε­χί­ζουν νά γρά­φουν σε­λί­δες ἐ­πί σε­λί­δων κρι­τι­κοῦ σχο­λια­σμοῦ. Ἕ­να τό­σο με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον γι’ αὐ­τήν, τό λι­γό­τε­ρο δεί­χνει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι πλού­σια, ἀ­νοι­χτή ὡς κεί­με­νο, καί προ­σκα­λεῖ τήν ἀ­να­γνω­στι­κή συμ­με­το­χή στήν δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­νεύ­ρε­σης νο­ή­μα­τος.

       Ἐμ­φα­νί­ζε­ται πα­ρα­πλα­νη­τι­κά ἁ­πλή. Ἕ­νας ἄν­δρας καί μιά γυ­ναί­κα κά­θον­ται σ’ ἕ­να τρα­πέ­ζι κά­ποι­ου ἱ­σπα­νι­κοῦ σι­δη­ρο­δρο­μι­κοῦ σταθ­μοῦ, πε­ρι­μέ­νον­τας τό τραῖ­νο. Μέ τήν συ­ζή­τη­ση στήν ὁ­ποί­α ἐμ­πλέ­κον­ται­, ὁ Hemingway φαί­νε­ται νά ὑ­παι­νίσ­σε­ται πώς πρό­κει­ται γιά κου­βέν­τα πού ἔ­χει ξε­κι­νή­σει καί συ­νε­χί­ζε­ται. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης ρί­χνε­ται στό μέ­σο τῆς κου­βέν­τας χω­ρίς συμ­φρα­ζό­με­να καί πρέ­πει νά ἀ­πο­σπά­σει ὅ­ποι­α πλη­ρο­φο­ρί­α μπο­ρεῖ ἀ­πό ὅ­σα λέ­γον­ται. Τό σκη­νι­κό τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι σύγ­χρο­νο μέ τήν γρα­φή της· δη­λα­δή, ἄν καί δέν ση­μει­ώ­νε­ται συγ­κε­κρι­μέ­νη ἡ­με­ρο­μη­νί­α, μοιά­ζει νά το­πο­θε­τεῖ­ται κά­που με­τα­ξύ τῶν χρό­νων με­τά τόν Πρῶ­το Παγ­κό­σμιο, ἀλ­λά πρίν ἀ­πό τόν Ἱ­σπα­νι­κό Ἐμ­φύ­λιο. Ἐ­πι­πλέ­ον ἡ σκη­νο­θε­σί­α εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη, τό­σο χρο­νι­κά ὅ­σο καί το­πι­κά. Στήν πρώ­τη κι­ό­λας πα­ρά­γρα­φο δί­δε­ται τό πλαί­σιο τῆς ἱ­στο­ρί­ας μέ τήν ἀ­φη­γη­μα­τι­κή ἀ­ναγ­γε­λί­α πώς «τό ἐξ­πρές ἀ­πό τήν Βαρ­κε­λώ­νη φτά­νει σέ σα­ράν­τα λε­πτά», καί ,πρός τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἀ­ναγ­γέ­λε­ται ἀ­πό τήν Ἱ­σπα­νί­δα σερ­βι­τό­ρα πώς «Τό τραῖ­νο φτά­νει σέ πέν­τε λε­πτά». Ἄ­ρα, ὅ­λα τά τῆς ἱ­στο­ρί­ας συμ­βαί­νουν ἐν­τός τῶν τρι­α­πέν­τε λε­πτῶν. Ἐ­πι­πρό­σθετα οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πο­τέ δέν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό.

       Οἱ κρι­τι­κοί ἔ­χουν ἀ­να­γνώ­σει τό δι­ή­γη­μα μέ δι­ά­φο­ρους ση­μαν­τι­κούς τρό­πους. Ἄλ­λοι ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται στήν δο­μή του, ση­μει­ώ­νον­τας τήν χρή­ση τοῦ δι­α­λό­γου καί τήν θέ­ση τῶν λί­γων καί σύν­το­μων πε­ρι­γρα­φι­κῶν ση­μεί­ων. Ὁ John Hollander, γιά πα­ρά­δειγ­μα, προ­τεί­νει τήν ἰ­δέ­α πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­ξε­λίσ­σε­ται ὅ­πως ἕ­να φίλμ ἤ θε­α­τρι­κό ἔρ­γο καί πώς τά σύν­το­μα πε­ρι­γρα­­φι­κά ση­μεῖ­α μπο­ροῦν νά ἀ­να­γνω­σθοῦν ὡς σκη­νο­θε­τι­κές ὁ­δη­γί­ες. Ἄλ­λοι ἀ­να­πτύσ­σουν προ­σε­κτι­κές καί πε­ρί­πλο­κες ἀ­να­γνώ­σεις βα­σι­σμέ­νες στό γλωσ­σι­κό ἐ­πί­πε­δο ἀ­νά­λυ­σης τῶν λέ­ξε­ων, ἐ­ξε­τά­ζον­τας τό πῶς ὁ Ηe­ming­way χρη­σι­μο­ποι­εῖ τίς νύ­ξεις, τίς πα­ρο­μοι­ώ­σεις, τήν εἰ­κο­νο­ποι­ΐ­α καί τόν συμ­βο­λι­σμό. Κά­ποι­οι ἀ­π’­αὐ­τούς ἐ­ξε­τά­ζουν τίς πη­γές του συν­δέ­ον­τας τήν ἱ­στο­ρί­α μέ τό νε­ω­τε­ρι­στι­κό ἀ­ρι­στούρ­γη­μα τοῦ Τ.S. Eliot Ἔ­ρη­μη Χώ­ρα. Μιά ὁ­μά­δα λο­γί­ων, πιό πρό­σφα­τα, συγ­κεν­τρώ­νει τό ἐν­δι­α­φέ­ρον της στό φυ­λε­τι­κό λε­ξι­λό­γιο, πα­ρα­τη­ρών­τας πο­λύ προ­σε­κτι­κά τούς δι­α­φο­ρε­τι­κούς γλωσ­σι­κούς τρό­πους ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας πού χρη­σι­μοποι­οῦν ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος καί ἡ Z­ίγκ. Κι ἀ­κό­μα ἄλ­λοι ἐ­πι­χει­ροῦν νά κά­νουν χρή­ση τῶν αὐ­το­βι­ο­γρα­φι­κῶν χει­ρο­γρά­φων καί ἐ­πι­στο­λῶν τοῦ He­ming­way γιά νά ἀ­να­γνώ­σουν μέ­ρη τῆς ἴ­διας τῆς ζω­ῆς του μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α. Ὅ­πως καί νά ἔ­χει τό πράγ­μα τό γε­γο­νός τῶν πολ­λα­πλῶν τρό­πων προ­σέγ­γι­σης τῆς ἱ­στο­ρί­ας δέν ση­μαί­νει πώς ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι ἐ­λατ­τω­μα­τι­κή· πε­ρισ­σό­τε­ρο ση­μαί­νει πώς εἶ­ναι ἕ­να κεί­με­νο πού προ­σκα­λεῖ σέ συμ­με­το­χή.

       Σύμ­φω­να μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Paul Smith, ὁ Ηe­ming­way δέν λέ­ει στόν ἀ­να­γνώ­στη «πῶς ἔ­φτα­σαν οἱ ἥ­ρω­ες στήν πα­ρού­σα κα­τά­στα­ση, ἤ πῶς θά λύ­σουν τήν σύγ­κρου­ση· δέν τό χρει­α­ζό­μα­στε νά μᾶς εἰ­πω­θεῖ, για­τί οἱ ἀ­παν­τή­σεις βρί­σκον­ται ἐν­σω­μα­τω­μέ­νες σέ ὅ,τι βλέ­που­με καί ἀ­κοῦ­με μέ τό­ση συν­το­μί­α». Ἄν καί ὁ Smith μοιά­ζει μ’ αὐ­τήν τήν θέ­ση νά προ­τεί­νει πώς οἱ «ἀ­παν­τή­σεις» βρί­σκον­ται ἐ­κεῖ πρός ἀ­νά­γνω­ση, ὑ­πάρ­χει ἡ πι­θα­νό­τη­τα πολ­λα­πλῶν ἀ­παν­τή­σε­ων χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τίς ἴ­δι­ες ἀ­ρά­δες τοῦ κει­μέ­νου.

       Ἡ Do­ro­thy Par­ker, σέ μιά ἀ­πό τίς πρῶ­τες κρι­τι­κές γιά τήν ἱ­στο­ρί­α Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες, τήν πε­ρι­έ­γρα­ψε ὡς «εὐ­αί­σθη­τη καί τρα­γι­κή». Ἄν καί εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο νά ἐν­νο­οῦ­σε ὅ­τι στούς Λό­φους ἔ­βλε­πε μιά τρα­γω­δί­α μέ τήν κλα­σι­κή Ἑλ­λη­νι­κή ση­μα­σί­α, ἡ πρό­τα­σή της μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει ση­μεῖ­ο εἰ­σα­γω­γῆς στήν ἱ­στο­ρί­α. Μιά ἐ­ξέ­τα­ση τό­σο τῶν κω­μι­κῶν ὅ­σο καί τῶν τρα­γι­κῶν στοι­χεί­ων ἀ­πο­κα­λύ­πτει πῶς λει­τουρ­γοῦν αὐ­τές οἱ ἰ­δέ­ες μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α, καί πῶς ὁ μον­τερ­νι­σμός ἔ­χει με­τα­μορ­φώ­σει τίς ἴ­δι­ες αὐ­τές ἰ­δέ­ες.

       Ξε­κι­νών­τας, εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά ξε­κα­θα­ρί­σου­με πώς ὁ ὅ­ρος «κω­μι­κό» δέν συ­νε­πά­γε­ται ἐ­δῶ χι­οῦ­μορ, ἤ γέ­λιο. Σ’ αὐ­τήν τήν συ­ζή­τη­ση ἡ «κω­μω­δί­α» δέν πα­ρα­πέμ­πει σέ τη­λε­ο­πτι­κές κω­μω­δί­ες σχε­δι­α­σμέ­νες γιά νά εἶ­ναι ἀ­στεῖ­ες. Σύμ­φω­να μέ τόν σκο­πό αὐ­τῆς τῆς συ­ζή­τη­σης, ἡ κω­μω­δί­α πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­νι­στᾶ μορ­φή πού μπο­ρεῖ νά λά­βει τό μυ­θι­στό­ρη­μα. Ἔ­χει τίς ρί­ζες της στίς ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κες τε­λε­τές γο­νι­μό­τη­τας. Πα­νη­γυ­ρί­ζει τόν γά­μο, τήν σε­ξου­α­λι­κή ἕ­νω­ση, τήν γέν­νη­ση καί τήν συ­νέ­χεια τῆς κοι­νω­νί­ας. Ὡ­στό­σο δέν εἶ­ναι πάν­το­τε ἀ­νά­λα­φρη· συ­χνά φέ­ρει μα­ζί της τόν πό­νο, τήν μα­ταί­ω­ση, καί μιά κον­τι­νή κα­τα­στρο­φή. Ἡ ἀ­πει­λή τοῦ θα­νά­του βρί­σκε­ται πάν­το­τε ἐγ­κα­τα­στη­μέ­νη στήν ἀ­θέ­α­τη ἄλ­λη πλευ­ρά τῆς κω­μω­δί­ας. Ἐν κα­τα­κλεί­δι, ὡ­στό­σο, ὁ θρί­αμ­βος πά­νω στόν θά­να­το εἶ­ναι αὐ­τός πού δί­νει στήν κω­μω­δί­α τήν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της φόρ­μα.

       Ἡ τρα­γω­δί­α ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ρι­ζώ­νει στόν θά­να­το καί τήν στει­ρό­τη­τα. Ἀ­ναγ­γέλ­λει τό τέ­λος μιᾶς γε­νιᾶς, τό τέ­λος μιᾶς οἰ­κο­γέ­νειας, τό τέ­λος τῆς κοι­νω­νί­ας. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές της εἰ­κό­νες εἶ­ναι ὁ χει­μώ­νας καί ἡ ἄ­γο­νη γῆ. Στόν μον­τερ­νι­σμό, τήν λο­γο­τε­χνι­κή πε­ρί­ο­δο πού ἡ ἔ­ναρ­ξή της το­πο­θε­τεῖ­ται γε­νι­κῶς μέ­σα στόν Α’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο, ἀν­τα­να­κλᾶ­ται ἡ ἀ­πώ­λεια τῆς κουλ­τού­ρας στήν ἱ­στο­ρί­α, ἡ ἀ­πώ­λεια τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς βε­βαι­ό­τη­τας μπρο­στά στό μα­κε­λει­ό τοῦ Πο­λέ­μου, πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­θα­νό πλέ­ον λό­γῳ τῆς ἀν­θρω­πο­γε­νοῦς τε­χνο­λο­γί­ας.

       Ὁ μον­τερ­νι­σμός μει­ώ­νει τό πε­δί­ο τοῦ τρα­γι­κοῦ στήν λο­γο­τε­χνί­α, ἑ­στι­ά­ζον­τας σέ ἐ­λάσ­σο­νες χα­ρα­κτῆ­ρες μέ­σα σέ πιό πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες σκη­νο­θε­σί­ες. Σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τίς τρα­γω­δί­ες τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, οἱ ἥ­ρω­ες πλέ­ον δέν χρει­ά­ζε­ται νά εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ροι ἀ­πό τήν ζω­ή, πα­γι­δευ­μέ­νοι στά δι­κά τους τρα­γι­κά λά­θη. Ἡ τρα­γι­κή κί­νη­ση μπο­ρεῖ μᾶλ­λον νά ἐν­το­πι­σθεῖ στήν ἀλ­λο­τρί­ω­ση καί ἀ­πο­μό­νω­ση τῆς σύγ­χρο­νης ζω­ῆς. Ἡ μον­τερνι­στι­κή τρα­γω­δί­α τεί­νει νά δώ­σει ἔμ­φα­ση στήν εἰ­ρω­νι­κή ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­ση, καί στό ἥ­συ­χο ἐ­λι­ο­τι­κό τέ­λος «ὄ­χι μέ ἕ­να μπάμ ἀλ­λά μ’ ­ἕ­να κλα­ψού­ρι­σμα».

       Πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σε­κτι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τῶν Λό­φων ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὅ­τι ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος βρί­σκον­ται σέ μιά στιγ­μή πού πα­ρα­παί­ει στό ὅ­ριο με­τα­ξύ κω­μι­κοῦ καί τρα­γι­κοῦ. Εἶ­ναι ἡ στιγ­μή μιᾶς ἀ­πό­φα­σης πού θά τούς σπρώ­ξει πρός τήν μιά ἤ τήν ἄλ­λη κα­τεύ­θυν­ση. Τό το­πί­ο ὁ­λό­γυ­ρά τους ἀν­τα­να­κλᾶ καί τά δύ­ο πι­θα­νά μελ­λού­με­να. Ἀ­πό τή μιά πλευ­ρά τοῦ σταθ­μοῦ ἡ γῆ εἶ­ναι εὔ­φο­ρη καί πρά­σι­νη. Τό νε­ρό τοῦ πο­τα­μοῦ τρέ­φει τήν νέ­α ζω­ή. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ κω­μι­κή το­πο­γρα­φί­α, ἡ το­πο­γρα­φί­α τῆς ἀ­να­γέν­νη­σης. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τοῦ σταθ­μοῦ ἡ γῆ εἶ­ναι γυ­μνή, ἀ­φι­λό­ξε­νη καί σκο­νι­σμέ­νη, δέν τρέ­φε­ται καί δέν ἔ­χει καί ζω­ή. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος, ἕ­νας τύ­πoς μέ ση­μαν­τι­κά ψε­γά­δια, ἀ­πο­τυγ­χά­νει νά πα­ρα­τη­ρή­σει τήν δι­χο­τό­μη­ση τοῦ το­πί­ου. Ἡ ὀ­πτι­κή του πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τίς ἀ­νάγ­κες καί τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες του. Ζεῖ τό δια­ρκές «τώ­ρα» θέ­λον­τας μό­νο στιγ­μια­ῖες ἀ­πο­λαύ­σεις, καί κα­μιά ἀ­νά­πτυ­ξη δι­αρ­κεί­ας. Ἡ ἐγ­κυ­μο­σύ­νη τοῦ κο­ρι­τσιοῦ, κα­τά­στα­ση πού κα­τ’ ἀ­νάγ­κη δεί­χνει πρός τό μέλ­λον, ἔ­χει δι­α­τα­ρά­ξει τήν τω­ρι­νή του ἰ­σορ­ρο­πί­α. Ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῆς ἐγ­κυ­μο­σύ­νης τόν πι­έ­ζει νά ἀ­να­γνω­ρί­σει τό μέλ­λον. Εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κό πώς πο­τέ σ’­ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἱ­στο­ρί­α δέν ἀ­να­φέ­ρει τήν λέ­ξη «ἐγ­κυ­μο­σύ­νη» λές καί μό­νο τό νά τήν προ­φέ­ρει θά ἐμ­πλέ­ξει καί θά πε­ρι­πλέ­ξει τήν ζω­ή του.

       Ἡ Ζίγκ ἀ­πό τήν ἄλ­λη, μοιά­ζει νά ἔ­χει ὑ­ψη­λή ἐ­πί­γνω­ση τοῦ γκρε­μοῦ πά­νω ἀ­π’ τόν ὁ­ποῖ­ο στέ­κε­ται. Ὅ,τι εὔ­χε­ται εἶ­ναι ἡ κω­μι­κή λύ­ση, πώς ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νός θά τήν παν­τρευ­τεῖ, θά ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν πα­τρί­δα, καί θά δη­μι­ουρ­γή­σουν οἰ­κο­γέ­νεια. Θά ἔ­χει συμ­με­το­χή στή γέν­νη­ση τῆς ἑ­πό­με­νης γε­νιᾶς, καί ἡ προ­σο­χή της θά ἑ­στι­ά­ζε­ται μπρο­στά. Ἐν­τού­τοις, συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ἐ­πί­σης ὅ­τι αὐ­τό πού εὔ­χε­ται νά συμ­βεῖ δέν ὁ­μοιά­ζει μέ αὐ­τό πού θά ἀ­πο­κτή­σει. Ὅ­ταν ση­κώ­νε­ται καί περ­πα­τᾶ ὥς τήν ἄ­κρη τοῦ σταθ­μοῦ, πα­ρα­τη­ρεῖ τήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα τοῦ Ἴμ­προ μπρο­στά της, καί κα­τα­λα­βαί­νει τήν σύν­δε­ση ἀ­νά­με­σα στό το­πί­ο καί τό μέλ­λον πού ἐ­πι­θυ­μεῖ. Σύμ­φω­να μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Barry Stampfl, «Ἡ Ζίγκ μέ τήν κου­βέν­τα της γιά τό το­πίο ὑ­πο­δει­κνύ­ει τήν ἀ­λή­θεια γιά τήν σχέ­ση της μέ τόν Ἀ­με­ρι­κά­νο καί γιά τά συ­ναι­σθή­μα­τά της πρός τό ἀ­γέν­νη­τό της μω­ρό».

       K­α­τά κά­ποι­ο τρό­πο, αὐ­τή ἡ στιγ­μή εἶ­ναι χο­ρι­κή, μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ χρο­νι­κοῦ ση­μεί­ου ὅ­που ὁ ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νος πα­ρα­τη­ρη­τής ἐκ­φρά­ζει μιά κρί­ση γιά τούς χα­ρα­κτῆ­ρες καί τίς πρά­ξεις τους. Σ’ αὐ­τήν τήν τό­σο μι­κρή, ἐ­λά­χι­στη, ἱ­στο­ρί­α ἡ Ζίγκ πρέ­πει νά ἀ­να­λά­βει τόν ρό­λο τοῦ ἴ­διου τοῦ δι­κοῦ της χο­ρι­κοῦ. Αὐ­τήν τή στιγ­μή, ἡ Ζίγκ βγαί­νει ἀ­πό τόν ἑ­αυ­τό της καί βλέ­πει τήν εὐ­ρύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση. Κοι­τά­ζον­τας πέ­ρα στήν κοι­λά­δα λέ­ει: «Καί θά μπο­ρού­σα­με νά τά ἔ­χου­με ὅ­λα αὐ­τά… Καί θά μπο­ρού­σα­με νά ἔ­χου­με τό κά­θε τι, καί κά­θε μέ­ρα τό κά­νου­με καί πιό ἀ­πί­θα­νο.» Εἶ­ναι σάν νά συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι τό κω­μι­κό τέ­λος ξε­γλι­στρά­ει μα­κριά της. Ἴ­σως μπο­ρεῖ νά παί­ξει ἕ­ναν ρό­λο στήν μον­τερ­νι­στική τρα­γω­δί­α, μιά τρα­γω­δί­α ὅ­που, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, βρί­σκει τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νο καί μό­νο μέ ἔν­το­νη τήν ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­που­σί­ας ζω­ῆς στήν μή­τρα της. Στήν χει­ρό­τε­ρη, πε­θαί­νον­τας κα­τά τήν διά­ρκεια τῆς ἔ­κτρω­σης σέ κά­ποι­α κλι­νι­κή, μπο­ρεῖ νά βρε­θεῖ τρι­γυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού δέ μι­λοῦν τήν γλώσ­σα της.

       Σέ ἀν­τί­θε­ση, πάν­τως, μέ τίς πα­ρα­δο­σια­κές κω­μω­δί­ες καί τρα­γω­δί­ες, οἱ Λό­φοι σάν λευ­κοί ἐ­λέ­φαν­τες δέν προ­σφέ­ρουν μιά ἀ­να­γνω­ρί­σι­μη λύ­ση. Τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας μᾶλ­λον πα­ρα­μέ­νει δί­χως συμ­πέ­ρα­σμα, οἱ πι­θα­νές λύ­σεις κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νες. Γιά τήν Z­ίγκ, ἡ λα­χτά­ρα γιά τήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα εἶ­ναι καί ἡ λα­χτά­ρα γιά ἕ­να Ἐ­δε­μι­κό πα­ρελ­θόν καί ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τῆς ἐγ­κυ­μο­σύ­νης ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α ἀ­πο­γό­νων γιά τήν προ­έ­κτα­ση στό μέλ­λον. Κα­μιά ἀ­πό τίς λύ­σεις δέν προ­σφέ­ρουν τήν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς λα­χτά­ρας της, καί τό γνω­ρί­ζει. Ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος μέ τήν μα­τιά του στίς βα­λί­τσες τους, πού εἶ­ναι γε­μά­τες ἀ­πό ταμ­πέ­λες ξε­νο­δο­χεί­ων, ση­μα­το­δο­τεῖ τόν πό­θο του νά πα­ρα­μεί­νει στό πα­ρόν δι­αρ­κεί­ας, ἕ­να πα­ρόν δί­χως πα­ρελ­θόν ἤ μέλ­λον. Καί πά­λι, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τῆς ἐ­πι­λο­γῆς τους, ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ ἀν­δρός θά πα­ρα­μεί­νει ἀ­νεκ­πλή­ρω­τη.

       Ἡ ἱ­στο­ρί­α τε­λει­ώ­νει, τό τραῖ­νο στά­σι­μο, ἀ­κι­νη­το­ποι­η­μέ­νο γιά πέν­τε λε­πτά στίς σι­δη­ρο­δρο­μι­κές γραμ­μές. Πα­γω­μέ­νοι στό με­σο­δι­ά­στη­μα ἀ­νά­με­σα στήν κω­μι­κή καί τήν τρα­γι­κή λύ­ση, οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πα­ρα­μέ­νουν ἡ Ζίγκ καί ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος, μέ τόν δι­ά­λο­γο στα­μα­τη­μέ­νο. Ἄν καί κρι­τι­κοί, πα­νε­πι­στη­μια­κοί, ἀ­να­γνῶ­στες, φοι­τη­τές μπο­ροῦν νά δι­α­φω­νοῦν για­τί τό «τί θά συμ­βεῖ στή συ­νέ­χεια», ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι πώς τί­πο­τα δέν συμ­βαί­νει στούς χα­ρα­κτῆ­ρες με­τά τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Ὁ Ηe­ming­way ἀ­φή­νει τούς χα­ρα­κτῆ­ρες του ὅ­πως τούς βρῆ­κε, στό μέ­σον ἑ­νός εὐ­ρύ­τε­ρου κά­τι , ἔ­ξω ἀ­πό τά πε­ρι­θώ­ρια τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Πραγ­μα­τι­κά ἡ Ζίγκ και ὁ Ἀ­με­ρι­κά­νος φτά­νουν στό ση­μεῖ­ο νά ἐκ­προ­σω­ποῦν αὐ­τή τή στιγ­μή τήν χα­μέ­νη γε­νιά. Δί­χως λύ­ση, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι καί ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους, πα­ρα­μέ­νουν στόν ἐ­ρη­μό­το­πο τοῦ ἀ­τε­λέ­σφο­ρου, μέ τό ἐν­δε­χό­με­νο τῆς πα­ρά­δο­σης καί τῆς συ­νέ­χειας, ὅ­πως ἀ­να­πα­ρί­στα­ται στήν εὔ­φο­ρη κοι­λά­δα, ἐν­τε­λῶς ἀ­πρό­σι­το.



Πη­γή: Tra­gic and Co­mic E­le­ments of «Hills Like Wh­ite E­le­phants». Last Upda­ted on June 1, 2019, by eNotes E­dito­rial. Di­ane Andre­ws Hen­ningfeld

Hills Like White Elephants Essays and Criticism – eNotes.com

N­τά­ϊ­αν Ἄν­τριους Χέ­νιν­γκφέλντ (Diane Andrews Henningfeld). Ἐ­πί­τι­μη κα­θη­γή­τρια (Pro­fes­sor E­me­rita) τῆς Ἀγ­γλι­κῆς στό Κολ­λέ­γιο Adri­an τοῦ Μί­σιγ­καν. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ θέ­μα­τα λο­γο­τε­χνί­ας καί ἱ­στο­ρί­ας γιά πολ­λές ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κές καί ἐκ­παι­δευ­τι­κές ἐκ­δό­σεις.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα: Τὸ ἐξώ­φυλ­λο τῆς συλ­λο­γῆς διη­γη­μά­των τοῦ E­rnest He­ming­way Men With­out Wo­men, πρώ­τη ἔ­κδο­ση ἀπὸ τὸν νε­οϋρ­κέ­ζι­κο ἐ­κδο­τι­κὸ οἶ­κο Cha­rles Scrib­ner’s Sons τὸ 1927.

Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía): Ἦ­ταν αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α ἡ πιό λυ­πη­τε­ρή δι­ή­γη­ση τοῦ κό­σμου ἤ σκέ­τη ἀ­πά­τη;



Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía[Ernest Hemingway, Ἀφιέρωμα 2/6]


Ἦ­ταν αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α

ἡ πιό λυ­πη­τε­ρή δι­ή­γη­ση τοῦ κό­σμου

ἤ σκέ­τη ἀ­πά­τη;

 

ΝΑΣ ἀ­πό τούς χρυ­σούς κα­νό­νες τῆς συγ­γρα­φῆς μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν εἶ­ναι αὐ­τός πού δι­α­τύ­πω­σε ὁ Edgar Allan Poe ὅ­πως ἐμ­φα­νί­ζε­ται στήν ἀ­νά­λυ­σή του γιά τό Κο­ρά­κι. Εἶ­ναι ὁ κα­νό­νας τοῦ «σὲ μιὰ μόνο ἀνάγνωση [in one sitting]». Σύμ­φω­να μ’ αὐ­τόν, τό λο­γο­τε­χνι­κό ἔρ­γο πού μπο­ρεῖ νά δι­α­βα­στεῖ μο­νο­κο­πα­νιᾶς δι­α­τη­ρεῖ τήν ἀ­με­σό­τη­τα τῆς ζω­η­ρῆς του ἐ­ντύ­πω­σης [effect]. Ἀν­τι­θέ­τως, ἄν ὁ ἀ­να­γνώ­στης στα­μα­τᾶ τήν ἀ­νά­γνω­ση γιά νά κά­νει ἕ­να δι­ά­λειμ­μα, ἡ ἰ­σχυ­ρή ἐντύ­πω­σή της χά­νε­ται ἐ­πει­δή ὑ­πει­σέρ­χον­ται «οἱ ὑ­πο­θέ­σεις τοῦ κό­σμου», μέ ἄλ­λα λό­για ἡ δι­ά­σπα­ση πού προ­κα­λεῖ ἡ πραγ­μα­τι­κή ζω­ή. Νά για­τί ἡ ἰ­δα­νι­κή μι­κρή ἱ­στο­ρί­α πρέ­πει νά εἶ­ναι ἁ­πλῆ κι ὡ­στό­σο συ­ναρ­πα­στι­κή.

       Δε­κα­ε­τί­ες με­τά τήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ δι­α­τυ­πω­μέ­νου ἀ­πό τόν Poe κα­νό­να ὁ Εrnest Hemingway προ­φα­νῶς ἐν­στερ­νι­ζό­με­νος τήν συμ­βου­λή μέ ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κό τρό­πο, δη­μι­ούρ­γη­σε μι­κρές ἱ­στο­ρί­ες σέ μιά ντόμ­πρα γλώ­σα, ἔ­τσι πού ὥς τά σή­με­ρα νά προκαλοῦν ἰ­σχυ­ρή ἐντύπωση σέ χι­λιά­δες ἀ­να­γνῶ­στες ὅ­λου τοῦ κό­σμου. Πι­θα­νόν τό πιό σπου­δαῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα τῶν δε­ξι­ο­τή­των του βρί­σκε­ται στήν πλέ­ον σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α, πού θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θεῖ καί ἡ πιό τρα­γι­κή πού ἔ­γρα­ψε πο­τέ:

Πρὸς πώ­λη­ση: βρε­φι­κὰ πα­πού­τσια ἐν­τε­λῶς ἀ­φό­ρε­τα

       Νά ὅ­μως πῶς ἔ­χει τό πράγ­μα· εἶ­ναι ἡ πιό σύν­το­μη μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κή γρα­φή πού ἀ­πο­δί­δε­ται στόν Ηemingway. Καί τό κα­λυ­τε­ρό­τε­ρο του­ίτ τοῦ κό­σμου, δέ θά μπο­ροῦ­σε νά πλη­σιά­σει τόν τρό­πο πού τό κεί­με­νο τοῦ He­ming­way κα­τα­φέρ­νει νά δι­η­γη­θεῖ μιάν ὁ­λό­κλη­ρη ἱ­στο­ρί­α μέ­σα σέ τό­σο λί­γες λέ­ξεις. Ἐ­να­πό­κει­ται στόν ἀ­να­γνώ­στη νά συμ­πλη­ρώ­σει τά κε­νά τῆς πλο­κῆς: τί βρί­σκε­ται πί­σω ἀ­π’­ αὐ­τήν τήν ἀγ­γε­λί­α; Γιά ποι­ό λό­γο πο­τέ δέν φο­ρέ­θη­καν τά πα­πού­τσια; Πα­ρά πού δέν ὑ­πάρ­χει ἀ­πάν­τη­ση, ἡ τρα­γω­δί­α εἶ­ναι πα­ρού­σα(1). Ὡ­στό­σο, τό μυ­στή­ριο πού πε­ρι­βάλ­λει τήν ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι τό­σο ἐν­δι­α­φέ­ρον ὅ­σο καί ἡ τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν γρα­φή τοῦ κει­μέ­νου, αὐ­τή πού συ­νε­τέ­λε­σε στήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ μύ­θου γύ­ρω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α.

       Λέ­γε­ται ὅ­τι τό κεί­με­νο γρά­φτη­κε κά­που στά 1920 στό ξε­νο­δο­χεῖ­ο Algonquin τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης, ὅ­που ὁ He­ming­way καί ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς στοι­χη­μά­τι­σαν δέ­κα δολ­λά­ρια γιά τό ποι­ός τους θά μπο­ροῦ­σε νά γρά­ψει τήν πιό σύν­το­μη ἀλ­λά καί πιό συ­ναρ­πα­στι­κή ἱ­στο­ρί­α. Σύμ­φω­να μέ τά λε­γό­με­να, ὁ H. ἀ­φοῦ τήν ἔ­γρα­ψε σέ μιά χαρ­το­πε­τσέ­τα, ἄ­φη­σε τούς ἄλ­λους νά τήν δι­α­βά­σουν κα­θώς μά­ζευ­ε τά χρή­μα­τα πού εἶ­χε κερ­δί­σει. Ἄν τό πράγ­μα ἀ­λη­θεύ­ει, δέν εἶ­ναι νά ἀ­πο­ρεῖ κα­νείς μέ αὐ­τό πού σκέ­πτον­ται πολ­λοί, πώς εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἰ­δι­ο­φυΐ­ας τοῦ Ηemingway.

       Ἐν­τού­τοις, ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­χνά, ἡ ἀ­λή­θεια πί­σω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α ἐ­ξά­πτει τήν φαν­τα­σί­α λι­γό­τε­ρο, ὄν­τας πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀμ­φι­λε­γό­με­νη. Πρῶ­τον, πα­ρά πού ἀ­λη­θεύ­ει πώς ἡ σύ­να­ξη ἑ­νός κύ­κλου δι­α­νο­ουμέ­νων ὄν­τως πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στό Algonquin, δέν ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­ση­μες κα­τα­γρα­φές ἤ μαρ­τυ­ρί­ες γιά τό στοί­χη­μα στό ὁ­ποῖ­ο λέ­γε­ται πώς συμ­με­τεῖ­χε ὁ He­ming­way, καί οἱ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νες μαρ­τυ­ρί­ες ἐκ­φρά­ζουν δι­α­φο­ρε­τι­κές ἐκ­δο­χές. Ἐ­πι­πλέ­ον ὑ­πάρ­χουν δυ­ό πι­θα­νές πη­γές πα­ρό­μοι­ας δο­μῆς καί πε­ρι­ε­χο­μέ­νου μέ αὐ­τό τοῦ κει­μέ­νου, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐμ­φα­νί­στη­καν πρίν ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α. Ἡ πρώ­τη προ­έρ­χε­ται ἀ­πό ἕ­να δο­κί­μιο τοῦ Wil­liam R. Cane στά 1917, ὅ­που γρά­φει γιά τά «Μι­κρά Πα­πού­τσια, πού Πο­τέ δέν Φο­ρέ­θη­καν»· ἔ­ξο­χος τί­τλος γιά τήν ἱ­στο­ρί­α μιᾶς γυ­ναί­κας πού ἔ­χα­σε τό παι­δί της. Ἡ ἄλ­λη μπο­ρεῖ νά ἰ­χνη­λα­τη­θεῖ πί­σω σέ μιάν ἀγ­γε­λί­α ἐ­φη­με­ρί­δας στά 1906 πού ἔ­λε­γε: «Πρός πώ­λη­ση παι­δι­κό καρ­ρό­τσι, ἀ­χρη­σι­μο­ποί­η­το παν­τε­λῶς. Ἀ­πευ­θυν­θεῖ­τε στό τά­δε γρα­φεῖο.»

       Δι­α­βά­ζον­τας αὐ­τές τίς δύ­ο πη­γές, ἡ ἱ­στο­ρί­α σα­φῶς χά­νει τήν μα­γεία της. Ὡ­στό­σο, τό πραγ­μα­τι­κό θέ­μα ἔγ­κει­ται στό γε­γο­νός πώς ὁ He­ming­way δη­μο­σι­ο­γρα­φοῦ­σε γιά πολ­λά χρό­νια, ὥ­στε ἦ­ταν ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μέ αὐ­τό τόν τύ­πο ἀγ­γε­λι­ῶν καί αὐ­τό τό ὕ­φος γρα­φῆς. Ἔ­τσι πολ­λοί λό­γιοι ἔ­φτα­σαν ν’ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται γιά τό κα­τά πό­σο αὐ­τή ἡ μι­κρή ἱ­στο­ρί­α θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θεῖ λο­γο­πλο­κή ἤ ἄν αὐ­τό τό ψῆγ­μα ἔ­χει κα­μιά λο­γο­τε­χνι­κή ἀ­ξί­α. Τί κά­νει τό κει­με­νά­κι τοῦ He­ming­way λο­γο­τε­χνι­κό ἀ­ρι­στούρ­γη­μα κι ὄ­χι ἁ­πλῶς μιά σύν­το­μη ἀγ­γε­λί­α; Ποι­ό εἶ­ναι τό ὅ­ριο ἀ­νά­με­σα στήν ἄν­τλη­ση ἔμ­πνευ­σης ἀ­πό τήν ἀν­τι­γρα­φή ἑ­νός κει­μέ­νου; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση σ’ αὐ­τές τίς ἐ­ρω­τή­σεις, ἄν καί ὑ­πο­κει­με­νι­κή, σχε­τί­ζε­ται μέ τήν δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ μύ­θου πί­σω ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α.

       Ἀ­κό­μη κι ἄν δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἀ­ξι­ό­πι­στη πλη­ρο­φο­ρί­α γιά τήν προ­έ­λευ­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ἡ δι­ά­δο­σή της μα­ζί μέ τόν μύ­θο ἔ­χουν κά­τι κοι­νό: ὁ Peter Miller, ἀ­τζέν­της λο­γο­τε­χνί­ας εἶ­ναι αὐ­τός πού κα­τέ­γρα­ψε τήν ἱ­στο­ρί­α στό βι­βλί­ο του: Get Published! Get Produced!: A Literary Agent’s Tips on How to Sell Your Writing [ύ­πω­σε! Μπές στήν Πα­ρα­γω­γή!: O­ἱ Συμ­βου­λές ἑ­νό­ς Ά­τζέν­τη Λο­γο­τε­χνί­ας γιά τό Πῶς νά Γί­νουν τά Γρα­φτά σου Εὐ­πώ­λη­τα.] <1991>. Γιά τήν εἰ­ρω­νεί­α τοῦ πράγ­μα­τος, ὁ Miller ἔ­γι­νε τό ζων­τα­νό πα­ρά­δειγ­μα ὅ­σων λέ­ει ὁ τί­τλος του· κα­τά­φε­ρε νά που­λή­σει τού­τη τήν ἱ­στο­ρί­α γιά τό πιό μι­κρό μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Hemingway σέ παγ­κό­σμιο ἀ­να­γνω­στι­κό κοι­νό, δί­χως στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα νά ἔ­χει πη­γές ἤ ἀ­πο­δεί­ξεις πώς εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή. Ποι­ός συγ­γρα­φέ­ας δέν θά ἤ­θε­λε νά ἔ­χει ἀ­τζέν­τη κά­ποι­ον σάν τόν Miller ;

       Αὐ­τές εἶ­ναι οἱ ἀ­παν­τή­σεις στό ἐ­ρώ­τη­μα πε­ρί λο­γο­κλο­πῆς καί τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ He­ming­way. Ἄν ὁ μύ­θος δέν εἶ­χε ὑ­πάρ­ξει, τό­τε παύ­ει νά ὑ­πάρ­χει καί λό­γος νά κα­τη­γο­ρεῖ­ται, σω­στά; Πα­ρά ταῦ­τα, μᾶς κά­νει νά σκε­φτό­μα­στε γύ­ρω ἀ­πό τό τί θε­ω­ροῦ­με λο­γο­τε­χνί­α. Για­τί τε­λι­κά, τό κεί­με­νο, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ποι­ός τό ἔ­γρα­ψε, διαθέτει τήν ἰσχυρή ἐ­ντύ­πω­­ση πού ὁ Poe κα­θό­ρι­σε ὡς χρυ­σό κα­νό­να γιά τίς μι­κρές ἱ­στο­ρί­ες, καί ἐ­πί­σης δι­α­θέ­τει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά τρέ­φει τήν ἀ­νάγ­κη μας νά συμ­πλη­ρώ­νουμε τά κε­νά στίς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἱ­στο­ρί­ες. Τε­λι­κά, μπο­ρεῖ αὐ­τή ἡ ἱ­στο­ρί­α νά μᾶς δεί­χνει πώς δέν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κός δι­α­χω­ρι­σμός ἀ­νά­με­σα στήν λο­γο­τε­χνί­α καί τίς κα­λύ­τε­ρες ἀγ­γε­λί­ες πού ἔ­χου­με δεῖ δη­μο­σι­ευ­μέ­νες, κι ἄν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος, οὔ­τε ἀ­με­τα­κί­νη­τος εἶ­ναι οὔ­τε ὁ­ρι­στι­κός. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ με­γα­λύ­τε­ρη πη­γή ἔμ­πνευ­σης κά­ποι­ου λο­γο­τε­χνι­κοῦ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τος θά μπο­ροῦ­σε νά βρί­σκε­ται ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά στά μά­τια μας, χω­ρίς κάν νά τό γνω­ρί­ζου­με.

 

(1) Μιά τε­λεί­ως δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­νά­γνω­ση τῆς ἱ­­στο­ρί­ας πρός τήν ἀν­τί­θε­τη κα­τεύ­θυν­ση, μπο­ρεῖ νά δι­α­βά­σει κα­νείς στό πε­ζό τῆς Ἡ­ρῶς Νι­κο­πού­λου «Τὰ δῶ­ρα». [Σ.τ.Ἐ.]

Μιά πο­λύ ση­μαν­τι­κή ἔ­ρευ­να γιά τήν ἀ­λή­θεια τῆς ἱ­στο­ρί­ας, μπο­ρεῖ κα­νείς νά δι­α­βά­σει στήν ἱ­στο­σε­λί­δα Quo­te In­ve­sti­ga­tor:

https://quoteinvestigator.com/2013/01/28/baby-shoes/

(ἐδῶ με­τα­φρα­σμέ­νη στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸν Γιῶρ­γο Θε­ο­χά­ρη:

https://dimartblog.com/2015/05/31/for-sale-baby-shoes-never-worn/)

[Σ.τ.Ἐ.]

* * *

Ὁ Χέμινγουαίη καὶ ἡ παρέα του

στὸ CAFE du DOME, Παρίσι.

Ἔργο τοῦ ζωγράφου Fernando Vicente Sánchez (γ. Μαδρίτη, 1963)

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα: Culturacolectiva.com, στὶς 26.10.2017:

https://culturacolectiva.com/books/ernest-hemingway-short-story

Ἀν­τρέ­α Με­χί­α (Andrea Mejía): Με­ξι­κα­νί­δα μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, με­τα­φρά­στρια καί φοι­τή­τρια MSc Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς στό Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ἐ­διμ­βούρ­γου. Πτυ­χι­οῦ­χος Ἀγ­γλι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας μέ ἐ­ξει­δί­κευ­ση στή με­τά­φρα­ση ἀ­πό τό Ἐ­θνι­κό Αὐ­τό­νο­μο Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Με­ξι­κοῦ (UNAM). Ἡ δι­α­τρι­βή της ἐ­πι­κεν­τρώ­θη­κε στόν ρό­λο τῶν γυ­ναι­κῶν ὡς «ὀρ­γα­νι­κῶν καλ­λι­τε­χνῶν» στά δι­η­γή­μα­τα τῆς Anaïs Nin. Ἔ­χει εἰ­δι­κευ­τεῖ στή συγ­γρα­φή καί τήν ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α γιά ψη­φια­κά μέ­σα, ὅ­πως τό Cultura Colectiva καί τό Google Arts & Culture.

Βλ.: https://blogs.ed.ac.uk/digitalhumanities2020/authors/

Με­τά­φρα­ση ἀ­πό τά ἀγ­γλι­κά:

Να­τά­σα Κε­σμέ­τη (Ἀ­θή­να, 1947): Πε­ζο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Νο­μι­κά καί Ἀγ­γλι­κή Λο­γο­τε­χνί­α. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε μέ τήν συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των: Τὰ 7 τῆς Ἄρ­κτου (1972). Τε­λευ­ταί­α της βι­βλί­α: Ἐ­ξό­ρι­στες φω­νές. Στο­χα­σμοί καί ἱ­στο­ρί­ες 2006-2012, Ἐ­ρω­τή­μα­τα σέ ἀ­νάλ­γη­τους και­ρούς (Πα­ρα­σκή­νιο, 2018) καί IVA. Ἔ­σο­πτρο μυ­στη­ρι­ώ­δους ὀ­θό­νης (Ἁρ­μός, 2017).

Εἰκόνα 1: Ὑπερηχογράφημα ἐμβρύου. Εἰκαστικὸ ἔργο τῆς Laura Steerman. Ἱστοσελίδα: Quaintbaby. Ultrasound Art.

Εἰ­κό­να2: Ἔργο τοῦ ζωγράφου Fernando Vicente Sánchez (γ. Μαδρίτη, 1963).

Αν­τι­γρά­φον­τας α­πό την κόλ­λα του δι­πλα­νού



Αν­τι­γρά­φον­τας α­πό την κόλ­λα του δι­πλα­νού


Μια ι­δι­ά­ζου­σα πε­ρί­πτω­ση ‘διακειμενικότητας’


ΣΥΖΗΤΗΣΗ πε­ρί οι­κει­ο­ποί­η­σης των γρα­φο­μέ­νων ε­νός συγ­γρα­φέ­α α­πό κά­ποι­ον άλ­λον έ­χει πλέ­ον εμ­πε­δω­θεί. Τι γί­νε­ται ό­μως με τις πε­ρι­πτώ­σεις ε­κεί­νες ό­που κα­νείς αν­τι­κρί­ζει στα κεί­με­να ο­μο­τέ­χνων του φρά­σεις, ι­δέ­ες, πλο­κές και ε­κτυ­λί­ξεις α­φη­γή­σε­ων που α­πό έ­να ση­μεί­ο κι ύ­στε­ρα παύ­ουν να εμ­πί­πτουν στον κα­νό­να της σύμ­πτω­σης; Πώς θα μπο­ρού­σε να ο­νο­μα­στεί κά­τι τέ­τοι­ο αν ό­χι «ι­δε­ο­κλο­πή»; Τέ­λος, πώς θα έ­πρε­πε κα­νείς να δι­α­χει­ρι­στεί έ­να τέ­τοι­ο πε­ρι­στα­τι­κό ό­ταν αυ­τό ξε­φεύ­γει α­πό τα ό­ρια της πο­λυ­φο­ρε­μέ­νης πλέ­ον κρυ­πτο­μνη­σί­ας —που μπο­ρεί να συμ­βεί ά­παξ στον κα­θέ­ναν και την κα­θε­μιά—, και α­πο­δει­κνύ­ε­ται τε­λι­κά ό­τι κα­τ’ ε­ξα­κο­λού­θη­σιν ο φε­ρό­με­νος ως πα­ρα­βά­της υ­πο­πί­πτει συ­στη­μα­τι­κά σε μια δια­ρκή υι­ο­θε­σί­α φρά­σε­ων, ι­δε­ών, πλο­κών και α­φη­γη­μα­τι­κών ε­κτυ­λί­ξε­ων, προ­βαί­νον­τας κα­τ’ ου­σί­α σε μια δι­α­σκευ­ή του κει­μέ­νου-μή­τρας α­πό το ο­ποί­ο εμ­πνέ­ε­ται α­δή­λω­τα; Πα­ρα­κά­τω κα­τα­τί­θεν­ται ο­ρι­σμέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα μιας τέ­τοι­ας πε­ρί­πτω­σης. Στα κεί­με­να της ΜΤΧ έ­χουν ση­μει­ω­θεί με μαύ­ρο μπολντ οι α­τό­φυ­ες οι­κει­ο­ποι­ή­σεις και με κόκ­κι­νο μπολντ οι “δι­α­σκευ­ές”. Στα κείμενα-μή­τρες, ό­λα έ­χουν ε­πι­ση­μαν­θεί με κόκ­κι­νο μπολντ.

Πε­ρί­πτω­ση 1

Στη στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα της Δή­μη­τρας Ι. Χρι­στο­δού­λου στο η­λε­κτρο­νι­κό πε­ρι­ο­δι­κό Χάρ­της, και πιο συγ­κε­κρι­μέ­να στο τχ. 33 (Σε­πτέμ­βριος 2021) δη­μο­σι­εύ­θη­καν κεί­με­να της Γε­ωρ­γί­ας Κο­λο­βε­λώ­νη, του Κυ­ριά­κου Μαρ­γα­ρί­τη, της Ι­ω­άν­νας Ντούμ­πρου και της Μα­ρί­ας Τζι­α­ού­ρη-Χίλ­μερ (στο ε­ξής: ΜΤΧ). Η τε­λευ­ταί­α γρά­φει στο κεί­με­νο της με τί­τλο «Στον πα­ρά­δει­σο» (https://www.hartismag.gr/hartis-33/pyxides/mikrh-klimaka-gewrgia-kolobelwnh-kyriakos-margariths-iwanna-ntoymproy-maria-tziaoyrh-xilmer ):

«Τέρ­μα πια οι έ­ρω­τες», σκέ­φτη­κα — η τε­λευ­ταί­α μου σκέ­ψη πριν κλεί­σω τα μά­τια μου. Ξύ­πνη­σα, δεν ξέ­ρω πό­ση ώ­ρα αρ­γό­τε­ρα. Έ­κα­νε τρο­με­ρή ζέ­στη. Ή­μου­να σ’ έ­να θά­λα­μο α­να­μο­νής μα­ζί με πλή­θος άλ­λους. Κά­θι­σα σε μια γω­νιά. Ί­δρω­να. Η πόρ­τα πρέ­πει ν΄ ά­νοι­ξε μέ­χρι και δέ­κα φο­ρές. Εί­χε μα­ζευ­τεί πο­λύς κό­σμος. Κι ε­γώ που νό­μι­ζα πως θα ’­μα­σταν λί­γοι. Πα­ρα­κο­λου­θώ τις κι­νή­σεις τους: κά­ποι­οι χο­ρεύ­ουν ξα­ναμ­μέ­νοι, άλ­λοι γλεί­φον­ται, με­ρι­κοί χώ­νουν τα δά­χτυ­λα στα σπλά­χνα τους. Τον έ­νι­ω­σα να με καρ­φώ­νει με το βλέμ­μα —πυ­ρα­κτω­μέ­να μά­τια, γαμ­ψή μύ­τη, τρα­γί­σιο γέ­νι. Μια α­νε­ξή­γη­τη γο­η­τεί­α, πα­ρά την α­σχή­μια του— κον­τός, με ά­γρι­ες τρί­χες παν­τού και κού­τσαι­νε κι­ό­λας. Χω­ρίς να πά­ρει το βλέμ­μα του α­πό πά­νω μου, κού­νη­σε την ου­ρά του και με πλη­σί­α­σε χα­ρού­με­νος:

Θα μπεις σή­με­ρα ε­κεί μέ­σα μα­ζί μου;

Με κο­ρο­ϊ­δεύ­εις; Να πά­θω τα ί­δια; Αν μπω ε­κεί μέ­σα… θα κα­ώ πά­λι.

Έ­λα τώ­ρα! Μια ζω­ή δεν φο­βό­σου­να, τώ­ρα τι σ΄ έ­πια­σε;

Δεν κα­τα­λα­βαί­νεις! Ξέ­ρω κα­λά τι συμ­βαί­νει ε­κεί μέ­σα, γι’ αυ­τό ξέ­χνα το. Δεν μπαί­νω.


Ε­ξα­κο­λου­θού­σε να με κοι­τά­ει ε­πί­μο­να σα­λι­ώ­νον­τας τα δά­χτυ­λά του. Κι ε­γώ άρ­χι­σα να σι­γο­τρα­γου­δώ, για να ξε­χά­σω την πεί­να μου.


Στις 22 Ο­κτω­βρί­ου του 2019 δι­α­βά­ζου­με στο μι­κρο­δι­ή­γη­μα «Ναυ­τι­κή τέ­χνη» του Γι­ώρ­γου Α­πο­σκί­τη, δη­μο­σι­ευ­μέ­νο στον ι­στό­το­πο Πλα­νό­διον – Ι­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι (https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2019/10/22/giorgos-aposkitis-naytiki-techni/ ):


Φο­ρᾶ τὸ μα­γιό του, τὰ πλα­στι­κὰ πα­πού­τσια, τὰ γυα­λιὰ τῆς θά­λασ­σας κι ἕ­να με­γά­λο ψά­θι­νο κα­πέ­λο, δὲν τὸ κου­νά­ει ὅ­μως ρού­πι ἀ­πὸ τὸ κα­ρε­κλά­κι του ποὺ εἶ­ναι στέ­ρε­α βαλ­μέ­νο ἀ­νά­με­σα στὰ βό­τσα­λα. Οἱ κι­νή­σεις του εἶ­ναι λι­γο­στὲς κι ἔ­τσι βυ­θι­σμέ­νος ὅ­πως εἶ­ναι στὴ ρέμ­βη, τὸ βλέμ­μα του προ­δί­δει μιὰ κά­ποι­α ἀ­νη­συ­χί­α, ἴ­σως καὶ φό­βο.

— Εἶ­πα νὰ σὲ ρω­τή­σω, ἂν καὶ νο­μί­ζω τὴν ξέ­ρω τὴν ἀ­πάν­τη­ση… οὔ­τε σή­με­ρα θὰ βου­τή­ξεις;

— Ὄ­χι, ὄ­χι… τί εἶ­ναι αὐ­τὰ ποῦ λές; Δὲν θά ’­σαι κα­λά! Για­τί νὰ μπῶ; Νὰ μὲ δαγ­κώ­σουν αὐ­τὰ τὰ πραγ­μα­τά­κια στὸ βυ­θὸ ποὺ τσιμ­πᾶ­νε;

— Ἔ­λα, θὰ μποῦ­με μα­ζὶ καὶ δὲν πρό­κει­ται νὰ σὲ δαγ­κώ­σει τί­πο­τα.

Μὲ κο­ρο­ϊ­δεύ­εις; Πρῶ­τα ἀ­π’ ὅ­λα… ἂν μπῶ ἐ­κεῖ μέ­σα, θὰ βρα­χῶ. Ξέ­ρεις πό­ση ὥ­ρα θέ­λω με­τὰ γιὰ νὰ στε­γνώ­σω; Γι’ αὐ­τὸ σοῦ λέ­ω, ἄ­σ’ το κα­λύ­τε­ρα…

Μά… δὲν θυ­μᾶ­σαι… στὰ κα­ρά­βια; Χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα στὴ θά­λασ­σαμιὰ ζω­ή καὶ τώ­ρα τί;

Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις! Ξέ­ρω κα­λὰ τί συμ­βαί­νει ἐ­κεῖ μέ­σα, γι’ αὐ­τὸ δὲν μπαί­νω.


Α­σφα­λώς, σε μια πρώ­τη μα­τιά η μα­κρο­δο­μή της θε­μα­τι­κής στα δύ­ο μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα δεν πα­ρου­σιά­ζει κα­μί­α ο­μοι­ό­τη­τα. Αν προ­σέ­ξει κα­νείς ό­μως κα­λύ­τε­ρα, δι­α­πι­στώ­νει ό­τι πέ­ρα α­πό το γε­γο­νός ό­τι οι δύ­ο α­φη­γή­σεις εί­ναι δο­μη­μέ­νες πά­νω σε έ­ναν ί­διο σκε­λε­τό και έ­να πα­ρό­μοι­ο νο­η­μα­τι­κό α­πό­θε­μα, ο­ρι­σμέ­νες φρά­σεις που χρη­σι­μο­ποι­ούν­ται στους δι­α­λό­γους ο­μοιά­ζουν ε­ξαι­ρε­τι­κά. Κα­τό­πιν έκ­πλη­ξης του Α­πο­σκί­τη και ε­πα­φής με την ΜΤΧ, η πα­ρε­ξή­γη­ση λύ­θη­κε —πε­ρι­έρ­γως— με υ­πο­χώ­ρη­ση της τε­λευ­ταί­ας και με ε­πι­σή­μαν­ση των ε­πί­μα­χων φρά­σε­ων, ε­νώ μί­α ση­μεί­ω­ση πα­ρέ­πεμ­πε στις δη­μο­σι­εύ­σεις του μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος του Α­πο­σκί­τη σε Πλα­νό­διον – Ι­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι και με­τέ­πει­τα στην έκ­δο­ση Στιγ­μό­με­τρο. Μι­κρά πε­ζά (Σμί­λη, 2021, σσ. 14-15).


Πε­ρι­πτω­ση 2

Στο προ­σω­πι­κό ι­στο­λό­γιο της ΜΤΧ δη­μο­σι­εύ­θη­κε στις 15/12/2020 το μι­κρο­δι­ή­γη­μα «Υ­πό­γει­ος κό­σμος» (https://marouthki.com/2020/12/15/%cf%85%cf%80%cf%8c%ce%b3%ce%b5%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%bc%ce%bf%cf%82/ ), το ο­ποί­ο ε­πα­να­δη­μο­σι­εύ­θη­κε σε νέ­α μορ­φή στο 5ο τεύ­χος του η­λε­κτρο­νι­κού Φρέ­α­τος (Ι­α­νουά­ριος 2022) με τί­τλο «Ο μό­χθος της α­γά­πης» (https://mag.frear.gr/o-mochthos-tis-agapis/). Δι­α­βά­ζου­με στην πρώ­τη μορ­φή:


«Υ­πό­γει­ος κό­σμος»


Σου α­ρέ­σει να γρά­φεις; [ΜΤΧ1] με ρώ­τη­σε ό­ταν με εί­δε με την ά­κρη του μα­τιού του να κοι­τά­ζω τα βι­βλί­α στη βι­βλι­ο­θή­κη στο υ­πό­γει­ο. [ΜΤΧ2]

Δεν γρά­φω [ΜΤΧ3], του α­πάν­τη­σα ντρο­πα­λά και ξαφ­νι­α­σμέ­να.

Έ­τσι λες, αλ­λά ε­γώ ξέ­ρω πως γρά­φεις. Γι’ αυ­τό κοι­τάς τα βι­βλί­α έ­τσι. [ΜΤΧ4] Πά­ρε αυ­τό ε­δώ το βι­βλί­ο με Γερ­μα­νούς ποι­η­τές. Στο δω­ρί­ζω. [ΜΤΧ5] Το εί­χα α­γο­ρά­σει ό­ταν ή­μουν α­κό­μη φοι­τη­τής στην Χα­ϊ­δελ­βέρ­γη. Πρέ­πει να έ­χουν πε­ρά­σει πολ­λά χρό­νια α­πό τό­τε.

       Λί­γο με­τά που γέν­νη­σα την κό­ρη μου, εί­χα­με με­τα­κο­μί­σει στα πε­θε­ρι­κά μου που ζού­σαν σ΄ έ­να προ­ά­στιο της Βαυ­α­ρί­ας. Το σπί­τι τους ή­ταν με­γά­λο με αυ­λή, δι­ώ­ρο­φο, με πο­λύ λι­γό­τε­ρα σκα­λο­πά­τια α­πό κεί­να που έ­πρε­πε κα­θη­με­ρι­νά να α­νε­βο­κα­τε­βαί­νω για να μπω στο μι­κρό δι­α­μέ­ρι­σμα που νοι­κι­ά­ζα­με στον τέ­ταρ­το ό­ρο­φο χω­ρίς α­σαν­σέρ. Και με το παι­δί ό­λα έ­γι­ναν λί­γο πιο δύ­σκο­λα: τα σκα­λο­πά­τια, οι λο­γα­ρια­σμοί στο σπί­τι, το κλεί­σι­μο στους τέσ­σε­ρις τοί­χους των πε­νήν­τα τε­τρα­γω­νι­κών χω­ρίς μπαλ­κό­νι ό­ταν ο χει­μώ­νας δι­αρ­κού­σε μέ­χρι τον Α­πρί­λιο.

       Την πρώ­τη φο­ρά που κα­τέ­βη­κα στο υ­πό­γει­ο [ΜΤΧ6] του πα­τρι­κού του άν­τρα μου, που τώ­ρα το σπί­τι τού­το στέ­γα­ζε και μας, μου έ­κα­νε εν­τύ­πω­ση το δά­πε­δο, το γή­ι­νο χρώ­μα στα κε­ρα­μι­κά που έ­βγα­ζε μια ζε­στα­σιά κα­θό­λου οι­κεί­α με τους ε­νοί­κους του σπι­τιού. Προ­χώ­ρη­σα προς το γρα­φεί­ο του, ό­που α­να­δυ­ό­ταν έ­νας κό­σμος πα­λιός, μα κα­θό­λου μου­χλι­α­σμέ­νος. Έ­να δω­μά­τιο γε­μά­το βι­βλι­ο­θή­κες, το γρα­φεί­ο του, μια μαύ­ρη πο­λυ­θρό­να και έ­να vintage πι­κάπ. Ο Κρί­στοφ, ο πε­θε­ρός μου, κα­θό­ταν σκυ­φτός πά­νω α­πό τα α­νοιγ­μέ­να αρ­χι­τε­κτο­νι­κά σχέ­δια στο γρα­φεί­ο, που τα φώ­τι­ζε μια πρά­σι­νη λάμ­πα α­γο­ρα­σμέ­νη σί­γου­ρα α­πό έ­να πα­λαι­ο­πω­λεί­ο ό­πως και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα αν­τι­κεί­με­να σ΄ ε­κεί­νο το σπί­τι. Το κά­θε μι­κρό ή με­γα­λύ­τε­ρο αν­τι­κεί­με­νο ή­ταν έ­να ξε­χω­ρι­στό κομ­μά­τι μιας ζω­ής δύ­σκο­λης, ε­νός πα­ρελ­θόν­τος που οι μνή­μες του εί­χαν καρ­φω­θεί γε­ρά στο πί­σω μέ­ρος του κε­φα­λιού του. Κά­πνι­ζε και κοι­τού­σε τα δι­κά του σχέ­δια κρα­τών­τας στο άλ­λο χέ­ρι έ­να κα­λο­ξυ­σμέ­νο μο­λύ­βι. Τον κα­λη­σπέ­ρι­σα, μα α­πάν­τη­ση δεν πή­ρα. Τό­τε άρ­χι­σα δι­α­κρι­τι­κά να πα­ρα­τη­ρώ και να ψη­λα­φί­ζω τα βι­βλί­α.

       Θυ­μά­μαι α­κό­μη τις δι­ε­ρευ­νη­τι­κές μα­τι­ές που μου έ­ρι­χνε [ΜΤΧ7], ό­ταν οι ε­πι­σκέ­ψεις μου ε­κεί έ­γι­ναν συ­χνό­τε­ρες [ΜΤΧ8] μό­λις το παι­δί κοι­μό­ταν. Φο­βό­μουν μή­πως τον ε­νο­χλού­σε η πα­ρου­σί­α μου στον δι­κό του υ­πό­γει­ο κό­σμο, ό­ταν με έ­παιρ­νε χαμ­πά­ρι. [ΜΤΧ9] Με κοί­τα­ζε, μα δεν μου μι­λού­σε, πα­ρά μό­νο βυ­θι­ζό­ταν στις γραμ­μές, τους χά­ρα­κες και τα με­γά­λα χαρ­τιά στο ο­πτι­κό του πε­δί­ο. Ο Κρί­στοφ, με­τά την πτώ­ση του Τεί­χους στο Βε­ρο­λί­νο, υ­πήρ­ξε έ­νας α­πό τους αρ­χι­τέ­κτο­νες που έ­δω­σαν ξα­νά ζω­ή σε κτί­ρια κα­τε­στραμ­μέ­να, έ­κτι­σε την πλα­τεί­α Postdamer, την Gemäldegalerie, μου­σεί­α και θέ­α­τρα α­να­σταί­νον­τας την πό­λη α­πό τα συν­τρίμ­μια ε­νός πο­λέ­μου που κα­θό­ρι­σε τις ζω­ές μας. Πο­τέ δεν μι­λού­σε με στόμ­φο για το έρ­γο του, αλ­λά συ­νέ­χι­ζε να σχε­διά­ζει, α­κό­μη κι ό­ταν πια ο όγ­κος στο κε­φά­λι τον α­νάγ­κα­σε να μεί­νει στο σπί­τι, εγ­κα­τα­λεί­πον­τας πρα­κτι­κά ό,τι α­γά­πη­σε πιο πο­λύ στη ζω­ή του: την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή.

       Έ­να βρά­δυ, κα­θι­σμέ­νη στην μαύ­ρη πο­λυ­θρό­να ξε­φύλ­λι­ζα κά­ποι­ο σκλή­ρο­δε­το τό­μο με έρ­γα του κι έ­νι­ω­σα μια σκιά πά­νω α­πό τον ώ­μο μου. «Ας το αυ­τό, δεν εί­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κό. Θα σου δι­α­βά­σω κά­τι άλ­λο», μου εί­πε με ή­ρε­μη φω­νή. «Έ­χου­με φθα­ρεί α­πό τις εύ­κο­λες α­πο­λαύ­σεις ό­πως ό­λοι οι ε­ρα­σι­τέ­χνες, και το ό­νει­ρό μας εί­ναι να γί­νου­με πρω­τα­θλη­τές. Ό­μως πώς θα ή­ταν αν πε­ρι­φρο­νού­σα­με τις ε­πι­τυ­χί­ες μας; Αν αρ­χί­ζα­με α­πό την αρ­χή να μα­θαί­νου­με τον μό­χθο που α­παι­τεί η α­γά­πη και που μας α­να­λο­γεί; Αν α­πο­φα­σί­ζα­με να γί­νου­με αρ­χά­ριοι τώ­ρα που αλ­λά­ζουν τό­σα πολ­λά;». Α­κο­λού­θη­σαν κά­ποι­α λε­πτά σι­ω­πής. «Ρά­ι­νε Μα­ρί­α Ρίλ­κε, α­πό το βι­βλί­ο του Οι ση­μει­ώ­σεις του Μάλ­τε Λά­ου­ριν­τς Μπρίγ­κε» εί­πε στη συ­νέ­χεια χα­μη­λό­φω­να. «Α­γα­πη­τή Μπε­τί­να, να με­λε­τάς πο­λύ τους συγ­γρα­φείς, τους κλα­σι­κούς και να γρά­φεις. Να γρά­φεις, να σκί­ζεις τις ο­κτώ στις δέ­κα κόλ­λες, να συ­νε­χί­σεις ό­μως να γρά­φεις. Μα πιο πο­λύ να δι­α­βά­ζεις α­δι­ά­κο­πα», μου εί­πε ο Κρί­στοφ και κά­θι­σε πά­λι στο γρα­φεί­ο του, ά­να­ψε έ­να τσι­γά­ρο και συ­νέ­χι­σε να κά­νει αυ­τό που έ­κα­νε κά­θε βρά­δυ.

       Οι ε­πι­σκέ­ψεις μου στο υ­πό­γει­ο πύ­κνω­ναν και οι κου­βέν­τες με­τα­ξύ μας μα­λά­κω­σαν [ΜΤΧ10] με τον χρό­νο. Άλ­λο­τε μι­λού­σα­με σαν δύ­ο πα­λιοί φί­λοι [ΜΤΧ11], άλ­λο­τε σαν πα­τέ­ρας στην κό­ρη του, άλ­λο­τε μοι­ρα­ζό­μα­σταν τις σι­ω­πές μας. Ά­κου­γα τα λό­για του χω­ρίς να βγά­ζω ά­χνα σαν να εί­χα μπει σε κά­ποι­α χώ­ρα των θαυ­μά­των στα κρυ­φά [ΜΤΧ12] και δεν ή­θε­λα να φύ­γω με τί­πο­τα. Πολ­λές φο­ρές, ό­ταν ξε­νυ­χτού­σα ε­κεί τον πα­ρα­τη­ρού­σα ν΄ α­φή­νει τα γυα­λιά του στο γρα­φεί­ο, δί­πλα στο κα­λο­ξυ­σμέ­νο μο­λύ­βι κι ύ­στε­ρα μ’ έ­να ψη­λά­φι­σμα στον τοί­χο και με αρ­γό σύρ­σι­μο των πο­δι­ών του στο δά­πε­δο και το κε­φά­λι του γε­μά­το ο­ρι­ζόν­τι­ες και κά­θε­τες γραμ­μές, λέ­ξεις και ει­κό­νες έ­μοια­ζε σαν να έ­βγαι­νε α­πό μια σή­ραγ­γα βη­μα­τί­ζον­τας προς μια άλ­λη προ­ο­πτι­κή ξέ­νη προς αυ­τόν.

       Το τε­λευ­ταί­ο του βρά­δυ πριν πε­θά­νει [ΜΤΧ13] κα­θό­μα­σταν στο υ­πό­γει­ο με τις ώ­ρες. Τί­πο­τα δεν προ­μή­νυ­ε το φευ­γιό του. Κά­ποι­α στιγ­μή με φώ­να­ξε στο γρα­φεί­ο κι άρ­χι­σε να δι­α­βά­ζει με τον με­γε­θυν­τι­κό του φα­κό: «Αλ­λά τώ­ρα που αλ­λά­ζουν τό­σο πολ­λά, δεν ήρ­θε η σει­ρά μας να αλ­λά­ξου­με κι ε­μείς; Δεν πρέ­πει να προ­σπα­θή­σου­με να ε­ξε­λι­χθού­με λι­γά­κι και σι­γά σι­γά να αρ­χί­σου­με να μο­χθού­με ε­πω­μι­ζό­με­νοι το με­ρί­διό μας στην α­γά­πη;» Έ­κλει­σε το βι­βλί­ο και με κοί­τα­ξε ε­πί­μο­να στα μά­τια: «Α­γα­πη­τή Μπε­τί­να, θέ­λω μια χά­ρη: ό­ταν δεν θα εί­μαι πια ε­δώ, θα ή­θε­λα να κρα­τή­σεις φω­τει­νό αυ­τό το υ­πό­γει­ο. Το α­γα­πάς ό­σο κι ε­γώ».

       Το ί­διο βρά­δυ ο Κρί­στοφ πέ­θα­νε στον ύ­πνο του. Ε­κεί στο υ­πό­γει­ο. Με το κε­φά­λι γυρ­τό πά­νω στα σχέ­δια του, δί­πλα στο κα­λο­ξυ­σμέ­νο του μο­λύ­βι με την πρά­σι­νη λάμ­πα α­ναμ­μέ­νη.


Και στη δεύ­τε­ρη εκ­δο­χή, στο Φρέ­αρ:


«Ο μό­χθος της α­γά­πης»


«Σου α­ρέ­σει να γρά­φεις; [ΜΤΧ1] με ρώ­τη­σε κο­φτά, ό­ταν με εί­δε με την ά­κρη του μα­τιού του να κοι­τά­ζω τα βι­βλί­α της βι­βλι­ο­θή­κης στο υ­πό­γει­ο. [ΜΤΧ2] «Δεν γρά­φω» [ΜΤΧ3], του α­πάν­τη­σα ντρο­πα­λά και ξαφ­νι­α­σμέ­να. «Έ­τσι λες, αλ­λά ε­γώ ξέ­ρω πως γρά­φεις. Γι’ αυ­τό κοι­τάς τα βι­βλί­α με τέ­τοι­ο βλέμ­μα. [ΜΤΧ4] Πά­ρε αυ­τό ε­δώ με Γερ­μα­νούς ποι­η­τές. Σ’ το δω­ρί­ζω. [ΜΤΧ5] Το εί­χα α­γο­ρά­σει ό­ταν ή­μουν α­κό­μη φοι­τη­τής στην Χα­ϊ­δελ­βέρ­γη. Νο­μί­ζω πως έ­χουν πε­ρά­σει πολ­λά χρό­νια α­πό τό­τε».

       Λί­γο με­τά που γέν­νη­σα τον γιο μου, εί­χα­με με­τα­κο­μί­σει στα πε­θε­ρι­κά μου, που ζού­σαν σ’ έ­να προ­ά­στιο της Σα­ξο­νί­ας. Το σπί­τι τους ή­ταν με­γά­λο με αυ­λή, δι­ώ­ρο­φο, με πο­λύ λι­γό­τε­ρα σκα­λο­πά­τια α­πό ’­κεί­να που έ­πρε­πε κα­θη­με­ρι­νά ν’ α­νε­βο­κα­τε­βαί­νω, για να μπω στο μι­κρό δι­α­μέ­ρι­σμα που νοι­κι­ά­ζα­με στον τέ­ταρ­το ό­ρο­φο χω­ρίς α­σαν­σέρ. Και με το παι­δί ό­λα έ­γι­ναν λί­γο πιο δύ­σκο­λα: τα σκα­λο­πά­τια, οι λο­γα­ρια­σμοί στο σπί­τι, το κλεί­σι­μο στους τέσ­σε­ρις τοί­χους των πε­νήν­τα τε­τρα­γω­νι­κών χω­ρίς μπαλ­κό­νι, ο χει­μώ­νας που δι­αρ­κού­σε μέ­χρι τον Α­πρί­λιο.

       Την πρώ­τη φο­ρά που κα­τέ­βη­κα στο υ­πό­γει­ο [ΜΤΧ6] του πα­τρι­κού του άν­τρα μου, που τώ­ρα στέ­γα­ζε κι ε­μάς, μου έ­κα­νε εν­τύ­πω­ση το δά­πε­δο, το γή­ι­νο χρώ­μα στα κε­ρα­μι­κά που έ­βγα­ζε μια ζε­στα­σιά κα­θό­λου οι­κεί­α με τους ε­νοί­κους του σπι­τιού. Προ­χώ­ρη­σα προς το γρα­φεί­ο του, ό­που α­να­δυ­ό­ταν έ­νας κό­σμος πα­λιός, μα κα­θό­λου μου­χλι­α­σμέ­νος. Έ­να δω­μά­τιο γε­μά­το βι­βλι­ο­θή­κες, το γρα­φεί­ο του, μια μαύ­ρη πο­λυ­θρό­να και έ­να πα­λιό πι­κάπ. Ο Κρί­στοφ –ο πε­θε­ρός μου– κα­θό­ταν σκυ­φτός πά­νω α­π’ τα α­νοιγ­μέ­να αρ­χι­τε­κτο­νι­κά σχέ­δια στο γρα­φεί­ο, που τα φώ­τι­ζε μια πρά­σι­νη λάμ­πα α­γο­ρα­σμέ­νη α­πό κά­ποι­ο πα­λαι­ο­πω­λεί­ο, ό­πως και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα αν­τι­κεί­με­να σ’ ε­κεί­νο το σπί­τι. Το κά­θε μι­κρό ή με­γα­λύ­τε­ρο αν­τι­κεί­με­νο ή­ταν έ­να ξε­χω­ρι­στό κομ­μά­τι μιας δύ­σκο­λης ζω­ής, ε­νός πα­ρελ­θόν­τος που οι μνή­μες του εί­χαν καρ­φω­θεί γε­ρά στο πί­σω μέ­ρος του κε­φα­λιού του. Κά­πνι­ζε α­ρει­μα­νί­ως και κοι­τού­σε τα δι­κά του σχέ­δια κρα­τών­τας στο άλ­λο χέ­ρι έ­να κα­λο­ξυ­σμέ­νο μο­λύ­βι. Τον κα­λη­σπέ­ρι­σα, μα α­πάν­τη­ση δεν πή­ρα. Τό­τε άρ­χι­σα δι­α­κρι­τι­κά να πα­ρα­τη­ρώ και να ψη­λα­φί­ζω τα βι­βλί­α.

       Θυ­μά­μαι α­κό­μη τις δι­ε­ρευ­νη­τι­κές μα­τι­ές που μου έ­ρι­χνε [ΜΤΧ7], ό­ταν οι ε­πι­σκέ­ψεις μου ε­κεί πύ­κνω­σαν [ΜΤΧ8] μό­λις το παι­δί κοι­μό­ταν. Φο­βό­μουν μή­πως τον ε­νο­χλού­σε η πα­ρου­σί­α μου στον δι­κό του υ­πό­γει­ο κό­σμο, ό­ταν με έ­παιρ­νε χαμ­πά­ρι. Με κοί­τα­ζε, δεν έ­βγα­ζε ά­χνα [ΜΤΧ9], πα­ρά μό­νο βυ­θι­ζό­ταν στις γραμ­μές, τους χά­ρα­κες και τα με­γά­λα χαρ­τιά στο ο­πτι­κό του πε­δί­ο. Ο Κρί­στοφ –με­τά την πτώ­ση του Τεί­χους– υ­πήρ­ξε έ­νας α­πό τους αρ­χι­τέ­κτο­νες που έ­δω­σαν ξα­νά ζω­ή σε κτή­ρια κα­τε­στραμ­μέ­να α­π’ τον πό­λε­μο: Πλα­τεί­α Postdamer, Gemäldegalerie, μου­σεί­α και θέ­α­τρα. Έ­να Βε­ρο­λί­νο που άρ­χι­σε να ξα­να­ζεί. Πο­τέ δεν μι­λού­σε με στόμ­φο για το έρ­γο του, αλ­λά συ­νέ­χι­ζε να σχε­διά­ζει α­στα­μά­τη­τα, α­κό­μη κι ό­ταν ο όγ­κος στο κε­φά­λι τον α­νάγ­κα­σε να μεί­νει στο σπί­τι, εγ­κα­τα­λεί­πον­τας πρα­κτι­κά ό,τι α­γά­πη­σε πιο πο­λύ στη ζω­ή του: την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή.

       Έ­να βρά­δυ, κα­θι­σμέ­νη στη μαύ­ρη πο­λυ­θρό­να ξε­φύλ­λι­ζα κά­ποι­ον σκλή­ρο­δε­το τό­μο με έρ­γα του κι έ­νι­ω­σα μια σκιά πά­νω α­π’ τον ώ­μο μου. «Ας το αυ­τό, δεν εί­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κό. Θα σου δι­α­βά­σω κά­τι άλ­λο», μου εί­πε με ή­ρε­μη φω­νή. «Έ­χου­με φθα­ρεί α­πό τις εύ­κο­λες α­πο­λαύ­σεις ό­πως ό­λοι οι ε­ρα­σι­τέ­χνες, και το ό­νει­ρό μας εί­ναι να γί­νου­με πρω­τα­θλη­τές. Ό­μως, πώς θα ή­ταν αν πε­ρι­φρο­νού­σα­με τις ε­πι­τυ­χί­ες μας; Αν αρ­χί­ζα­με α­πό την αρ­χή να μα­θαί­νου­με τον μό­χθο που α­παι­τεί η α­γά­πη και που μας α­να­λο­γεί; Αν α­πο­φα­σί­ζα­με να γί­νου­με αρ­χά­ριοι τώ­ρα που αλ­λά­ζουν τό­σα πολ­λά;»*. Α­κο­λού­θη­σαν κά­ποι­α λε­πτά σι­ω­πής. «Ρά­ι­νε Μα­ρί­α Ρίλ­κε, α­πό το βι­βλί­ο του Οι ση­μει­ώ­σεις του Μάλ­τε Λά­ου­ριν­τς Μπρίγ­κε» εί­πε στη συ­νέ­χεια χα­μη­λό­φω­να. «Α­γα­πη­τή Μπε­τί­να, να με­λε­τάς πο­λύ τους κλα­σι­κούς συγ­γρα­φείς και να γρά­φεις. Να γρά­φεις, να σκί­ζεις τις ο­κτώ στις δέ­κα κόλ­λες, αλ­λά να συ­νε­χί­ζεις να γρά­φεις. Μα πιο πο­λύ, να δι­α­βά­ζεις α­δι­ά­κο­πα», μου εί­πε ο Κρί­στοφ. Έ­πει­τα κά­θι­σε πά­λι στο γρα­φεί­ο του, ά­να­ψε έ­να τσι­γά­ρο και συ­νέ­χι­σε να κά­νει αυ­τό που έ­κα­νε κά­θε βρά­δυ.

       Οι ε­πι­σκέ­ψεις μου στο υ­πό­γει­ο έ­γι­ναν συ­χνό­τε­ρες και οι κου­βέν­τες [ΜΤΧ10] με­τα­ξύ μας αυ­ξή­θη­καν με τον χρό­νο. Άλ­λο­τε μι­λού­σα­με σαν πα­τέ­ρας στην κό­ρη του, άλ­λο­τε σαν δύ­ο φί­λοι [ΜΤΧ11], άλ­λο­τε μοι­ρα­ζό­μα­σταν τις σι­ω­πές μας. Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές τον ά­κου­γα χω­ρίς να μι­λά­ω. Κά­ποι­ες φο­ρές, ό­ταν ξε­νυ­χτού­σα ε­κεί δι­α­βά­ζον­τας, τον πα­ρα­τη­ρού­σα ν’ α­φή­νει τα γυα­λιά του στο γρα­φεί­ο δί­πλα στο κα­λο­ξυ­σμέ­νο μο­λύ­βι. Ύ­στε­ρα μ’ έ­να ψη­λά­φι­σμα στον τοί­χο και με αρ­γό σύρ­σι­μο των πο­δι­ών του στο δά­πε­δο και το κε­φά­λι του γε­μά­το ο­ρι­ζόν­τι­ες και κά­θε­τες γραμ­μές, λέ­ξεις και ει­κό­νες έ­μοια­ζε σαν να ’­βγαι­νε α­πό μια σή­ραγ­γα βη­μα­τί­ζον­τας προς μια άλ­λη προ­ο­πτι­κή ξέ­νη προς αυ­τόν.

       Το τε­λευ­ταί­ο του βρά­δυ πριν πε­θά­νει [ΜΤΧ13] κα­θό­μα­σταν στο υ­πό­γει­ο με τις ώ­ρες. Τί­πο­τα δεν προ­μή­νυ­ε το φευ­γιό του. Κά­ποι­α στιγ­μή με φώ­να­ξε στο γρα­φεί­ο κι άρ­χι­σε να δι­α­βά­ζει με τον με­γε­θυν­τι­κό του φα­κό: «Αλ­λά τώ­ρα που αλ­λά­ζουν τό­σο πολ­λά, δεν ήρ­θε η σει­ρά μας να αλ­λά­ξου­με κι ε­μείς; Δεν πρέ­πει να προ­σπα­θή­σου­με να ε­ξε­λι­χθού­με λι­γά­κι και σι­γά σι­γά να αρ­χί­σου­με να μο­χθού­με ε­πω­μι­ζό­με­νοι το με­ρί­διό μας στην α­γά­πη;»*. Έ­κλει­σε το βι­βλί­ο και με κοί­τα­ξε ε­πί­μο­να στα μά­τια: «Α­γα­πη­τή Μπε­τί­να, θέ­λω μια χά­ρη. Ό­ταν δεν θα εί­μαι πια ε­δώ, θα ή­θε­λα να κρα­τή­σεις φω­τει­νό αυ­τό το υ­πό­γει­ο. Το α­γα­πάς ό­σο κι ε­γώ», μου εί­πε σκύ­βον­τας το κε­φά­λι του. «Και αυ­τή η πρά­σι­νη λάμ­πα εί­ναι δι­κή σου».

[*Α­πο­σπά­σμα­τα α­πό το βι­βλί­ο του Ρά­ι­νερ Μα­ρί­α Ρίλ­κε, Οι ση­μει­ώ­σεις του Μάλ­τε Λά­ου­ριν­τς Μπρίγ­κε, μτφρ. Α­λέ­ξαν­δρος Ί­σα­ρης, εκδ. Κί­χλη, Α­θή­να 2018.]


Εύ­κο­λα δι­α­πι­στώ­νει κα­νείς ό­τι και στις δύ­ο μορ­φές, ως μή­τρα τους λει­τουρ­γεί το μι­κρο­δι­ή­γη­μα του Α­πο­σκί­τη «Υ­πό­γει­ο» (δη­μο­σι­ευ­μέ­νο στις 23/9/2018 στο ι­στο­λό­γιο Πλα­νό­διον ‒ Ι­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι):


«Ὑ­πό­γει­ο»

 

ΕΣΥ, μι­κρέ, τί ποι­ή­μα­τα γρά­φεις; [ΓΑ1]

Δὲν γρά­φω. [ΓΑ3]

Σι­γὰ ποὺ σὲ πί­στε­ψα τώ­ρα. Ἔ­τσι λὲς ὅ­τι κοι­τᾶ­νε τὰ βι­βλί­α αὐ­τοὶ ποὺ δὲν γρά­φουν; Ξέ­ρω, θὰ ἀρ­γή­σεις, πάν­τως θὰ μοῦ πεῖς. [ΓΑ2+ΓΑ4]

— Τί νὰ σᾶς πῶ…

— Νὰ μὴ μοῦ πεῖς τί­πο­τα. Πᾶ­ρε αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο δῶ­ρο, εἶ­ναι μιὰ ἀν­θο­λο­γί­α γερ­μα­νι­κῆς ποί­η­σης, δί­γλωσ­ση. [ΓΑ5] Κι αὐ­τὴ τὴ χι­λια­νὴ ποι­ή­τρια θὰ τὴ δι­α­βά­σεις ὁ­πωσ­δή­πο­τε, κι αὐ­τὸ δῶ­ρο.

— Νά ’­στε κα­λά! Πραγ­μα­τι­κά, δὲν ξέ­ρω τί νὰ πῶ.

— Τσί­που­ρο ἐ­σὺ δὲν πί­νεις, εἶ­σαι μι­κρός. Τί κα­φὲ νὰ πῶ νὰ σοῦ φέ­ρουν;

       Τὴν πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ κα­τέ­βη­κε τὰ σκα­λιὰ τοῦ βι­βλι­ο­πω­λεί­ου [ΓΑ6] συ­νάν­τη­σε ἕ­ναν γε­ρο­δε­μέ­νο ἄν­τρα, στὴν ἡ­λι­κί­α πά­νω-κά­τω τοῦ πα­τέ­ρα του, νὰ τοῦ ρί­χνει κά­τι ἔν­το­νες δι­ε­ρευ­νη­τι­κὲς μα­τι­ὲς ποὺ τὶς θυ­μᾶ­ται ἀ­κό­μα. [ΓΑ7] Οἱ κου­βέν­τες τους πο­λὺ σύν­το­μα πε­ρά­σα­νε ἀ­πὸ τοὺς συγ­γρα­φεῖς τοῦ κα­νό­να στοὺς ἐ­λάσ­σο­νες καὶ τοὺς λη­σμο­νη­μέ­νους κι ἀ­πὸ ἐ­κεῖ στὰ κα­θη­με­ρι­νὰ καὶ στὰ πιὸ προ­σω­πι­κά. Οἱ ἐ­πι­σκέ­ψεις πύ­κνω­σαν καὶ τὰ λό­για μα­λά­κω­σαν· [ΓΑ8+ΓΑ10] ἄλ­λο­τε τὰ λέ­γα­νε οἱ δυ­ό τους σὰν δυ­ὸ πα­λιοὶ κα­λοὶ φί­λοι [ΓΑ11], ἄλ­λο­τε πά­λι τὴν ἑ­τε­ρό­κλη­τη πα­ρέ­α ἀ­παρ­τί­ζα­νε ἄν­θρω­ποι τῶν ὁ­ποί­ων τὸ ἔρ­γο ἀ­γα­ποῦ­σε οὕ­τως ἢ ἄλ­λως καὶ θυ­μᾶ­ται ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ ἄ­κρη καὶ τοὺς ἄ­κου­γε χω­ρὶς νὰ βγά­ζει ἄ­χνα, σὰ νά ’­χει μπεῖ σὲ κά­ποι­α χώ­ρα τῶν θαυ­μά­των στὰ κρυ­φὰ [ΓΑ12] καὶ νὰ φο­βᾶ­ται μὴν τὸν πά­ρου­νε χαμ­πά­ρι καὶ τὸν δι­ώ­ξουν. [ΓΑ9] Κά­πο­τε ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ φύ­γει γιὰ κάμ­πο­σο και­ρὸ μα­κριὰ ἀ­π’ τὴν πό­λη του, μα­ζὶ μὲ τὶς συμ­βου­λὲς ποὺ τοῦ ἔ­δω­σε, ὁ βι­βλι­ο­πώ­λης τοῦ ζή­τη­σε καὶ μιὰ χά­ρη: νὰ τοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ πὼς ὅ­ταν γυ­ρί­σει θὰ πε­ρά­σει νὰ τὸν δεῖ. Θὰ τὸ ἔ­κα­νε οὕ­τως ἢ ἄλ­λως.

       Με­ρι­κοὺς μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, μό­λις ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­στρέ­ψει [ΓΑ13], πῆ­ρε τὸν ἠ­λε­κτρι­κὸ καὶ κα­τέ­βη­κε στὸ γνω­στὸ σταθ­μό. Ἀ­πὸ μα­κριὰ εἶ­δε τὸ μα­γα­ζὶ μὲ τὰ φῶ­τα σβη­στά, τὰ στό­ρια κα­τε­βα­σμέ­να καὶ τὴν καγ­κε­λό­πορ­τα κλει­δω­μέ­νη. Κον­το­στά­θη­κε γιὰ λί­γο κι ἔ­πει­τα πλη­σί­α­σε. Σφη­νω­μέ­νο στὴ βι­τρί­να, ἀ­πὸ τὴ μέ­σα με­ριά, ἦ­ταν ἕ­να χει­ρό­γρα­φο ση­μεί­ω­μα:

       «Ὅ­λα τα κυ­πα­ρίσ­σια δεί­χνουν με­σά­νυ­χτα

       Ὅ­λα τα δά­χτυ­λα

       Σι­ω­πὴ»


Πέ­ρα α­πό τις προ­φα­νείς και δι­α­σκευ­α­σμέ­νες οι­κει­ο­ποι­ή­σεις φρά­σε­ων, εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι η ΜΤΧ εγ­κολ­πώ­νε­ται στα δι­η­γή­μα­τά της και ι­δε­ο­λο­γι­κά μο­τί­βα της πλο­κής του «Υ­πο­γεί­ου» του Α­πο­σκί­τη. Ο τί­τλος της πρώ­της εκ­δο­χής, η ι­δέ­α της συ­νάν­τη­σης μ’ έ­ναν η­λι­κι­ω­μέ­νο άν­τρα, η ι­δέ­α του θα­νά­του, αλ­λά και στυ­λι­στι­κές ε­πι­λο­γές του Α­πο­σκί­τη, ό­πως τα ε­πάλ­λη­λα «Άλ­λο­τε» κά­νουν αι­σθη­τή την πα­ρου­σί­α τους, δι­ώ­χνον­τας τυ­χόν αμ­φι­βο­λί­ες για σύμ­πτω­ση θε­μά­των.


Πε­ρί­πτω­ση 3


Στις 23/12/2020 η ΜΤΧ δη­μο­σι­εύ­ει στο ι­στο­λό­γιό της το δι­ή­γη­μα «Γέ­ρα­σα α­γά­πη μου»:


«Γέ­ρα­σα α­γά­πη μου»


       Δρό­σι­σα λί­γο το πρό­σω­πό μου με κρύ­ο νε­ρό [ΜΤΧ1]. Εί­ναι έ­ξι το πρω­ί κι έ­ξω εί­ναι α­κό­μη σκο­τά­δι. Κοι­τά­ω τον ε­αυ­τό μου στον κα­θρέ­φτη πά­νω α­πό τον νι­πτή­ρα. «Χρό­νια σου πολ­λά. Σή­με­ρα θα βγω και θα πά­ω στο βου­νό μας. Αν κα­τα­φέ­ρω να το α­νέ­βω, θα κα­θί­σω στην καν­τί­να και θα πιώ μια μπύ­ρα στην υ­γεί­α σου». Κοι­τά­ω τις γκρί­ζες τρί­χες στα μαλ­λιά μου. «Τα ά­φη­σα ν΄ α­σπρί­σουν. Ό­πως σου α­ρέ­σουν».

       Δέ­κα, έν­τε­κα, δώ­δε­κα, εί­κο­σι. Με­τρά­ω τα τε­λευ­ταί­α μου βή­μα­τα. Η α­νη­φό­ρα με κου­ρά­ζει. [ΜΤΧ2] «Έ­λα Μάρ­θα μου, σχε­δόν φτά­σα­με. Τα κα­τα­φέρ­νεις μια χα­ρά. Ξέ­ρεις πό­σο κα­λό μας κά­νει η πε­ζο­πο­ρί­α». Αυ­τά μου έ­λε­γες κι ε­γώ σου γκρί­νια­ζα, στα­μα­τού­σα αρ­κε­τές φο­ρές για να θαυ­μά­σω δή­θεν την φυλ­λω­σιά του δέν­τρου ή τον κορ­μό ε­νός άλ­λου ή τα ά­γρια μα­νι­τά­ρια ή τέ­λος πάν­των να ξα­πο­στά­σω για­τί δεν μπο­ρού­σα τους δι­κούς σου γρή­γο­ρους ρυθ­μούς. Α­κό­μη λί­γο νο­μί­ζω και φτά­νω. Ό­που να ΄ναι θα δω την καν­τί­να. Ο ή­λιος ε­δώ ψη­λά με τυ­φλώ­νει, κα­θώς ψά­χνω [ΜΤΧ3] να δω στο βά­θος αν πλη­σιά­ζει το τέ­λος του γολ­γο­θά μου. Βγά­ζω το πα­γού­ρι α­πό το σα­κί­διο στην πλά­τη μου και ρί­χνω λί­γο νε­ρό στο μέ­τω­πο μου να δρο­σι­στώ [ΜΤΧ4]. 

       «Δεν κά­νω ρε παι­δί μου για τέ­τοι­α σπορ ε­γώ. Κου­ρά­ζο­μαι δεν το βλέ­πεις. Σαν γριά γυ­ναί­κα νι­ώ­θω κά­θε φο­ρά που με τρα­βάς σ΄ αυ­τές τις πε­ζο­πο­ρί­ες. Α­σθμαί­νω, θέ­λω να ξα­πο­στά­σω ε­δώ και κει, κου­ρά­ζο­μαι», σου ε­πα­να­λάμ­βα­να δια­ρκώς σε κά­θε μας ε­ξόρ­μη­ση. «Έ­λα γλυ­κιά μου, σα­ράν­τα χρο­νών κο­ρί­τσι, στο άν­θος σου εί­σαι λου­λού­δι μου. Μη λες για γε­ρά­μα­τα και α­νο­η­σί­ες. Έ­χου­με ό­λη τη ζω­ή μπρο­στά μας α­κό­μη» συ­νέ­χι­ζες για να με γλυ­κά­νεις να φτά­σου­με ε­πι­τέ­λους στο τέρ­μα.

       Στέ­κο­μαι στην ου­ρά της καν­τί­νας για να πά­ρω τις μπύ­ρες [ΜΤΧ5]. Εί­ναι πο­λύς ο κό­σμος σή­με­ρα ε­δώ, για­τί η μέ­ρα εί­ναι ω­ραί­α για πε­ζο­πο­ρί­α, ο­ρει­βα­σί­α και ό­λες αυ­τές τις εκ­δρο­μές που κά­νουν οι ευ­τυ­χι­σμέ­νοι άν­θρω­ποι. Σε βλέ­πω δί­πλα μου να χα­μο­γε­λάς με το σκου­φί στο χέ­ρι σου έ­τοι­μος να πα­ραγ­γεί­λεις τις μπύ­ρες και τα μπρέ­τζελ* [ΜΤΧ6]. «Θα πα­ραγ­γεί­λε­τε; Τι πε­ρι­μέ­νε­τε;» [ΜΤΧ7] με ρω­τά­ει ο υ­πάλ­λη­λος της καν­τί­νας, ε­νώ ο κό­σμος πί­σω μου αρ­χί­ζει να δυ­σα­να­σχε­τεί μα­ζί μου. Δεν α­παν­τώ, για­τί πε­ρι­μέ­νω να πα­ραγ­γεί­λεις ε­σύ, ό­πως κά­θε φο­ρά που ερ­χό­μα­σταν ε­δώ. Δεν λες τί­πο­τα ό­μως, πα­ρό­λο που σε βλέ­πω ο­λο­ζών­τα­νο δί­πλα μου [ΜΤΧ8]. Δεν μι­λάς. Ξέ­ρω, έ­χεις πε­θά­νει ε­δώ και πέν­τε χρό­νια [ΜΤΧ9]. «Δύ­ο μι­κρά πο­τή­ρια μπύ­ρας draft και έ­να με­γά­λο μπρέ­τζελ», λέ­ω με­τά α­πό μια χρο­νο­κα­θυ­στέ­ρη­ση.

Κρα­τά­ω τις μπύ­ρες στα χέ­ρια μου και ψά­χνω ά­δει­ο τρα­πε­ζά­κι για να κα­θί­σω. Κοι­τά­ζω δει­λά δε­ξιά και α­ρι­στε­ρά πα­ρέ­ες α­πό νε­α­ρούς μέ­χρι η­λι­κι­ω­μέ­νους να κά­θον­ται, γε­λά­νε, τσουγ­κρί­ζουν τα πο­τή­ρια τους, τα μι­κρά παι­διά παί­ζουν α­νέ­με­λα ε­δώ και κει. [ΜΤΧ10] Βλέ­πω έ­να ε­λεύ­θε­ρο τρα­πε­ζά­κι σε μια γω­νιά. Α­φή­νω τις μπύ­ρες, βγά­ζω το σκου­φί μου και κά­θο­μαι. Φτιά­χνω με τα χέ­ρια λί­γο τα μαλ­λιά και κά­ποι­ες ά­σπρες τρί­χες μέ­νουν στα δά­χτυ­λά μου. «Γέ­ρα­σα α­γά­πη μου. Αλ­λά σή­με­ρα κα­τά­φε­ρα κι α­νέ­βη­κα το βου­νό μας. Αν­τέ­χω α­κό­μη. Χρό­νια σου πολ­λά! Σή­με­ρα θα γι­νό­σουν σα­ραν­τα­ο­κτώ χρο­νών. Prost!*». Τσουγ­κρί­ζω την μπύ­ρα μου με τη δι­κή σου και σκέ­φτο­μαι τον χρό­νο που κυ­λά α­λύ­πη­τα, τις γι­ορ­τές που δεν μοιά­ζουν πια με γι­ορ­τές, τις πε­ζο­πο­ρί­ες που δεν θα κά­νου­με, σκέ­φτο­μαι τους αν­θρώ­πους που δεν εί­ναι πια ε­δώ [ΜΤΧ11].


μπρέ­τζελ: γερ­μα­νι­κό αρ­το­σκεύ­α­σμα

Prost: (γερμ.) στην υ­γειά σου


Και ε­δώ, φαί­νε­ται ό­τι πη­γή του πα­ρα­πά­νω δι­η­γή­μα­τος α­πο­τε­λεί το «Πάρ­κο» του Γι­ώρ­γου Α­πο­σκί­τη, δη­μο­σι­ευ­μέ­νο στις 20/11/2019 και πά­λι στο ι­στο­λό­γιο Πλα­νό­διον ‒ Ι­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι:


Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­της

 

«Πάρ­κο»

 

Η ΑΝΗΦΟΡΑ σὲ ἐ­ξάν­τλη­σε [ΓΑ2], μό­λις ἔ­φτα­σες, κι ἔ­χεις στα­θεῖ σὲ μί­αν ἄ­κρη νὰ ξα­πο­στά­σεις. Ὁ ἥ­λιος εἶ­ναι στὸ ψη­λό­τε­ρό του ση­μεῖ­ο καὶ σὲ τυ­φλώ­νει κα­θὼς ψά­χνεις [ΓΑ3] τοὺς δι­κούς σου σὰν παι­δὶ μι­κρὸ πού ’­χει χά­σει τὸν δρό­μο του – κι ἔ­χεις πα­τή­σει τὰ τριά­ντα. Δρο­σί­ζεις τὸ μέ­τω­πό σου μὲ λί­γο ἀ­π’ τὸ νε­ρὸ [ΓΑ1+ΓΑ4] ποὺ κου­βα­λᾶς στὴν πλά­τη καὶ συ­νε­χί­ζεις. Φτά­νεις στὴν οὐ­ρὰ ποὺ πε­ρι­μέ­νει νὰ σερ­βι­ρι­στεῖ [ΓΑ5] καὶ ξαφ­νι­κὰ τὸν βλέ­πεις ὁ­λο­ζών­τα­νο [ΓΑ8] νὰ στέ­κε­ται μπρο­στά σου καὶ μει­λί­χιος νὰ πε­ρι­μέ­νει τὴ σει­ρά του [ΓΑ6]. Ἔ­χει πε­θά­νει δέ­κα χρό­νια. [ΓΑ9] Θὰ προ­χω­ρή­σε­τε ἐ­πι­τέ­λους; Τί θὰ γί­νει;[ΓΑ7] — Μὲ συγ­χω­ρεῖ­τε, ἀ­φαι­ρέ­θη­κα. Λί­γο πιὸ πέ­ρα κά­τι ἄλ­λα γε­ρον­τά­κια μό­λις πῆ­ραν τὸ κρα­σί τους καὶ τὸ πᾶ­νε στὰ παι­διά τους, στὰ ἐγ­γό­νια καὶ στοὺς φί­λους. Ἕ­να κο­ρί­τσι μὲ βα­τρα­χο­πέ­δι­λα περ­νᾶ ἀ­πὸ μπρο­στά σου. «Μὴν τὰ κοι­τᾶ­τε ἔ­τσι», λέ­ει, «ἄ­κου­σα στὶς εἰ­δή­σεις πὼς θ’ ἀ­νέ­βει ἀ­πό­το­μα ἡ στάθ­μη τοῦ νε­ροῦ τὶς ἑ­πό­με­νες ὧ­ρες». «Λέ­τε νὰ βυ­θι­στοῦ­με;», τῆς ἀ­παν­τᾶς χα­μο­γε­λών­τας, καὶ συ­νε­χί­ζεις τὴ βόλ­τα σου ἀ­νά­με­σα στὶς λεῦ­κες καὶ στὶς πα­ρέ­ες πού ’χουν στρώ­σει τρα­πε­ζο­μάν­τι­λα στὸ χῶ­μα [ΓΑ10], καὶ σκέ­φτε­σαι τὸν χρό­νο – πῶς κυ­λᾶ, τὴ ζω­γρα­φιὰ ποὺ ὅ­λο ἀλ­λά­ζει χρώ­μα­τα, τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ δὲν εἶ­ναι πιὰ κον­τά, τὶς γι­ορ­τὲς ποὺ δὲν εἶ­ναι πιὰ γι­ορ­τές [ΓΑ11].


Εν προ­κει­μέ­νω, πέ­ραν των ε­πι­ση­μα­σμέ­νων ο­μοι­ο­τή­των, θα μπο­ρού­σε κα­νείς να σκε­φτεί ό­τι το «κρα­σί» του Α­πο­σκί­τη γί­νε­ται «μπύ­ρα» στην ΜΤΧ ε­πη­ρε­α­σμέ­νο ώς έ­ναν βαθ­μό κι α­πό την φω­το­γρα­φί­α της πλαι­σί­ω­σής του κα­τά την πρώ­τη του δη­μο­σί­ευ­ση στο Πλα­νό­διον ‒ Ι­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι.


Πε­ρί­πτω­ση 4


Τε­λευ­ταί­α πε­ρί­πτω­ση, το δι­ή­γη­μα «Η δι­α­δρο­μή συ­νε­χί­ζε­ται» της ΜΤΧ που δη­μο­σι­εύ­θη­κε στο προ­σω­πι­κό της ι­στο­λό­γιο στις 16/1/2021:


«Η δι­α­δρο­μή συ­νε­χί­ζε­ται»


Α­πο­φά­σι­σα να πά­ρω το τρέ­νο και να ξα­να­γυ­ρί­σω κον­τά της. Πράγ­μα­τα πολ­λά δεν εί­χα, ό­λα χω­ρού­σαν σε μια σακ βου­α­γι­άζ που κρα­τού­σα πά­νω στα πό­δια μου. Α­πέ­ναν­τί μου κα­θό­ταν μια η­λι­κι­ω­μέ­νη κυ­ρί­α με βλο­συ­ρό ύ­φος. Κοι­τού­σε έ­ξω α­π’ το πα­ρά­θυ­ρο, α­δι­α­φο­ρών­τας για την α­μα­ξο­στοι­χί­α που δεν έ­λε­γε να ξε­κι­νή­σει. Μάλ­λον κά­ποι­ο πρό­βλη­μα­ προ­έ­κυ­ψε, α­φού οι θύ­ρες α­νοι­γό­κλει­ναν κά­θε δύ­ο λε­πτά κι έ­πει­τα πα­ρέ­μει­ναν α­νοι­κτές, ά­γνω­στο για πό­ση ώ­ρα α­κό­μη [ΜΤΧ1]. Κά­ποι­ος κύ­ριος πιο πί­σω άρ­χι­σε με­γα­λό­φω­να να λέ­ει, πως αυ­τός γνώ­ρι­ζε α­πό έγ­κυ­ρη πη­γή, πως τα βα­γό­νια ή­ταν πε­πα­λαι­ω­μέ­να και κα­νείς δεν νοι­ά­στη­κε για τις α­παι­τού­με­νες ερ­γα­σί­ες συν­τή­ρη­σής τους. [ΜΤΧ2] Αυ­τό προ­κά­λε­σε α­νη­συ­χί­α στους ε­πι­βαί­νον­τες και κά­ποι­οι α­πο­φά­σι­σαν να α­πο­βι­βα­στούν, άλ­λοι πα­ρέ­μει­ναν με μια α­γω­νί­α στα πρό­σω­πά τους στο τι θα γί­νει, και με­ρι­κοί ή­ταν α­να­πο­φά­σι­στοι, αν θα μεί­νουν ή να θα φύ­γουν. [ΜΤΧ3] Σε ό­λη τη διά­ρκεια αυ­τής της α­να­μο­νή­ς εκ­κί­νη­σης της α­μα­ξο­στοι­χί­ας κά­ποι­α μι­κρά παι­διά έ­βγαι­ναν έ­ξω τρέ­χον­τας και έμ­παι­ναν γε­λών­τας με­τα­τρέ­πον­τας ό­λο αυ­τό σ΄έ­να παι­χνί­δι τα­χύ­τη­τας. [ΜΤΧ4] Αυ­τό α­κρι­βώς μου προ­κά­λε­σε μια α­μη­χα­νί­α: αν οι πόρ­τες έ­κλει­ναν και ο συρ­μός ξε­κι­νού­σε, αν κά­ποι­ο παι­δί βρι­σκό­ταν με το έ­να πό­δι μέ­σα και το άλ­λο έ­ξω, ποι­ος θα εν­δι­α­φε­ρό­ταν με­τέ­πει­τα γι΄αυ­τές τις α­πώ­λει­ες ή κα­νείς δεν θα έ­παιρ­νε χαμ­πά­ρι; [ΜΤΧ5] Ή θα συ­νε­χί­ζα­με τη δι­α­δρο­μή δι­α­πι­στώ­νον­τας πως η ζω­ή προ­χω­ρά­ει και με κομ­μέ­να τα ά­κρα;

       Ή­ξε­ρα τι με πε­ρί­με­νε: συγ­γνώ­μες, και πό­σο λυ­πά­ται και ή­ταν στιγ­μές α­δυ­να­μί­ας, αλ­λά ό­χι μια, πολ­λές στιγ­μές, και πως τα τα­ξί­δια μου σε συν­δυα­σμό με την μο­να­ξιά της ο­δή­γη­σαν ε­κεί που ο­δή­γη­σαν, και ό­τι ό­σο ε­γώ έ­κα­να δου­λει­ές με το στό­μα, ε­κεί­νη έ­κα­νε δου­λει­ές με το σώ­μα και δεν έ­χει πια τί­πο­τα ση­μα­σί­α, πα­ρά οι ε­πι­στρο­φές μας σ’ ε­κεί­να που τό­σα χρό­νια μας κρά­τη­σαν μα­ζί και πως τώ­ρα ας ξε­κι­νή­σου­με tabula rasa, σαμ­πώς και μπο­ρείς με μια γο­μο­λά­στι­χα να σβή­νεις τα πάν­τα και ν΄α­γνο­είς τα ση­μά­δια που δεν μπο­ρούν να σβη­στούν και γρά­φεις ξα­νά μια και­νούρ­για ι­στο­ρί­α, η ο­ποί­α μπο­ρεί να εί­ναι κα­λύ­τε­ρη α­πό την προ­η­γού­με­νη ή και πά­λι ό­χι. Ή­ξε­ρα να γλεί­φω κα­λά τις πλη­γές μου ό­πως έ­να σκυ­λί γλεί­φει το κό­κα­λο για να βρει λί­γο λί­πος. Ή­ξε­ρα κα­λά πως εί­μαι κα­κός μον­τέρ της μνή­μης μου και ό­τι θα ελ­πί­σω σε συγ­κυ­ρί­ες και θα ε­πεν­δύ­σω στην τύ­χη. Ή­ξε­ρα ό­μως, πως θα έ­στρε­φα το βλέμ­μα πί­σω κοι­τών­τας ό­λα ό­σα χά­λα­σε ο χρό­νος και πως θα ή­θε­λα να της πω πως ε­πι­στρέ­φω για μια τε­λευ­ταί­α φο­ρά, αλ­λά κά­ποι­α πράγ­μα­τα α­κούμ­πη­σαν αλ­λού μέ­σα μου και τί­πο­τα μα τί­πο­τα δεν ει­ναι δε­δο­μέ­νο και σί­γου­ρο. Ό­πως και η ζω­ή μου, η ζω­ή της, οι ζω­ές των άλ­λων δεν εί­ναι δε­δο­μέ­νες.

      Ξαφ­νι­κά α­κού­στη­κε ε­κεί­νος ο εκ­κω­φαν­τι­κός ή­χος [ΜΤΧ6], ό­ταν οι θύ­ρες έ­κλει­σαν για να ξε­κι­νή­σει η α­μα­ξο­στοι­χί­α. Κοί­τα­ξα πί­σω στο βά­θος του βα­γο­νιού και εί­δα πως οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ε­πι­βά­τες πα­ρέ­μει­ναν μέ­σα. Αυ­τό μου δη­μι­ούρ­γη­σε έ­να προ­σω­ρι­νό αί­σθη­μα α­να­κού­φι­σης. Ί­σως τε­λι­κά να μην α­πο­βι­βά­στη­κε κα­νείς ό­ση ώ­ρα πε­ρι­μέ­να­με. Η η­λι­κι­ω­μέ­νη κυ­ρί­α α­πέ­ναν­τι με κοί­τα­ξε λέ­γον­τας «κά­ποι­ες πόρ­τες α­νοί­γουν και κλεί­νουν μοι­ραί­α. Και μεις συ­νε­χί­ζου­με τη δι­α­δρο­μή» [ΜΤΧ7].


Ό­που και ε­δώ, φαί­νε­ται ό­τι η ι­δέ­α και ο­ρι­σμέ­νες φρά­σεις του προ­έρ­χον­ται α­πό το «Εί­σο­δος/Έ­ξο­δος» του Α­πο­σκί­τη, δη­μο­σι­ευ­μέ­νο στις 17/6/2019 στο ι­στο­λό­γιο Πλα­νό­διον ‒ Ι­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι:


«Εἴ­σο­δος / Ἔ­ξο­δος»

 

ΟΙ ΘΥΡΕΣ ἀ­νοι­γό­κλει­ναν κά­θε ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ πε­ρί­που, κα­μιὰ φο­ρὰ καὶ συ­χνό­τε­ρα, καὶ δὲν ἦ­ταν ἀ­πὸ πρὶν γνω­στὸ γιὰ πό­ση ὥ­ρα θὰ πα­ρα­μεί­νουν ἀ­νοι­χτές. [ΓΑ1] Ὕ­στε­ρα ἀ­κου­γό­ταν ἐ­κεῖ­νος ὁ ἐκ­κω­φαν­τι­κὸς θό­ρυ­βος [ΓΑ6], καὶ μέ­σα σὲ λί­γα μό­νο δευ­τε­ρό­λε­πτα ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­πο­φα­σί­σεις ἂν θὲς νὰ μεί­νεις μέ­σα ἢ ἂν θὰ βγεῖς. [ΓΑ3] Τὰ βα­γό­νια στοὺς συρ­μοὺς ἦ­ταν πρό­χει­ρα ἑ­νω­μέ­να με­τα­ξύ τους, ἐ­νῶ εἶ­χε δι­αρ­ρεύ­σει πὼς εἶ­χαν και­ρὸ νὰ γί­νουν οἱ ἀ­παι­τού­με­νες ἐρ­γα­σί­ες συν­τή­ρη­σης [ΓΑ2]κι αὐ­τὸ ἀ­να­πό­φευ­κτα ἐ­πη­ρέ­α­ζε τοὺς ἐ­πι­βαί­νον­τες τὸ ὄ­χη­μα, μό­λις ἔ­φτα­νε ἐ­κεί­νη ἡ ὥ­ρα τῆς ἀ­πό­φα­σης [ΓΑ3]. Στὰ λί­γα δευ­τε­ρό­λε­πτα ποὺ θέ­λει ἡ πόρ­τα ὡ­σό­του κλεί­σει, πιὸ τολ­μη­ρὰ φα­νή­κα­νε κά­τι μι­κρὰ παι­διά· βγαί­να­νε τρέ­χον­τας κι ἔμ­παι­ναν γε­λών­τας πά­λι [ΓΑ4], κα­νεὶς ὅ­μως δὲν ἔ­μα­θε τί ἀ­πέ­γι­ναν ὅ­σα μὲ τὸ ξε­κί­νη­μα βρε­θή­κα­νε μὲ τὸ ἕ­να πό­δι μέ­σα καὶ τὸ ἄλ­λο ἔ­ξω. Στὴν πο­ρεί­α τῆς δι­α­δρο­μῆς δι­α­πι­στώ­σα­με πὼς ἀρ­χί­σα­με ξαφ­νι­κὰ νὰ λι­γο­στεύ­ου­με, μὲ τὶς ἀ­πώ­λει­ες νὰ μὴν ἔ­χουν ἴ­χνος λο­γι­κῆς. [ΓΑ5] Κά­που ἐ­κεῖ μιὰ φω­νὴ ἀ­κού­στη­κε νὰ λέ­ει πὼς ἴ­σως δὲν ἔ­χει τό­ση ση­μα­σί­α τε­λι­κὰ σὲ ποι­ό σταθ­μὸ θὰ ἀ­πο­βι­βα­στεῖ κα­νεὶς οὔ­τε κὰν ἂν θὰ ἀ­πο­φα­σί­σει πο­τὲ νὰ ἐ­πι­βι­βα­στεῖ. Κά­ποι­ος ἄλ­λος συμ­πλή­ρω­σε πὼς ἔ­χει πι­θα­νὸν νό­η­μα σὲ ποι­ές στιγ­μὲς θὰ βρί­σκε­σαι μέ­σα καὶ σὲ ποι­ές ἔ­ξω. Σὲ μιὰ γω­νιὰ μιὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη μο­νο­λο­γοῦ­σε πὼς —ἀ­πὸ ἕ­να ση­μεῖ­ο κι ἔ­πει­τα του­λά­χι­στον— κα­λὸ θὰ εἶ­ναι ὁ ἐ­πι­βά­της νὰ φτά­νει ὅ­σο μα­κρύ­τε­ρα μπο­ρεῖ δί­χως νὰ νοι­ά­ζε­ται γιὰ τὶς πόρ­τες ποὺ θὰ ἀ­νοί­γουν μοι­ραῖ­α καὶ θὰ κλεί­νουν [ΓΑ7].


Τα σχό­λια πε­ριτ­τεύ­ουν· έ­νας εν­δε­λε­χής α­να­γνώ­στης μπο­ρεί α­κο­λου­θών­τας τους πα­ρα­πά­νω χρω­μα­τι­κούς εν­δεί­κτες να δι­α­πι­στώ­σει ό­λες τις πε­ρι­πτώ­σεις δι­α­σκευ­ής. Α­σφα­λώς, ό­πως α­να­φέρ­θη­κε και ει­σα­γω­γι­κά, εί­ναι ευ­νό­η­το ό­τι κα­λή τη πί­στει ό­λοι οι συγ­γρα­φείς ε­πη­ρε­ά­ζον­ται λί­γο-πο­λύ α­πό κά­ποι­ον άλ­λον, εν­δε­χο­μέ­νως προ­γε­νέ­στε­ρό τους ή συ­χνά και σύγ­χρο­νο ο­μό­τε­χνό τους. Αυ­τό εί­ναι θε­μι­τό, και ευ­κταί­ο ε­φό­σον οι α­να­φο­ρές αυ­τές γί­νον­ται στο πλαί­σιο μιας κα­λώς εν­νο­ού­με­νης δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τας, και κυ­ρί­ως, ε­φό­σον η δι­α­κει­με­νι­κή μή­τρα εί­ναι ευ­θέ­ως α­να­γνω­ρί­σι­μη α­πό τον εμ­βρι­θή α­να­γνώ­στη. Σε κά­θε άλ­λη πε­ρί­πτω­ση, μια σχε­δόν εμ­μο­νι­κή προ­σκόλ­λη­ση στα γρα­φό­με­να ε­νός ο­μο­τέ­χνου φτά­νει στο ση­μεί­ο να θε­ω­ρεί­ται ύ­πο­πτη, α­κό­μα κι αν οι θε­μα­τι­κές συγ­κλί­σεις εί­ναι ι­σχυ­ρές. Τα θέ­μα­τα της λο­γο­τε­χνί­ας φυ­σι­κά δεν εί­ναι πε­πε­ρα­σμέ­να. Κα­τά τη δη­μι­ουρ­γί­α ε­νός νέ­ου, πα­ράλ­λη­λου κό­σμου, εί­τε αυ­τός έ­χει α­να­φο­ρές στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εί­τε δη­μι­ουρ­γεί­ται ab ovo μέ­σα στη μυ­θο­πλα­στι­κή συν­θή­κη, η συγ­γρα­φι­κή χεί­ρα ο­φεί­λει να ποι­εί κι ό­χι να με­τα­ποι­εί εν εί­δει κολ­λάζ ό,τι δι­α­πι­στώ­νει πώς μπο­ρεί να τη βο­η­θή­σει κα­τά τη συγ­γρα­φι­κή δι­α­δι­κα­σί­α.

       Στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση, ο συ­στη­μα­τι­κός δα­νει­σμός και τα πα­ρα­γό­με­να προ­ϊ­όν­τα του (ό­σα του­λά­χι­στον έ­χουν έ­ως τώ­ρα εν­το­πι­στεί) εί­ναι εν­δει­κτι­κά μιας τά­σης που τεί­νει να ε­ξα­λεί­ψει τον κά­μα­το του γρα­φιά, πολ­λώ δε μάλ­λον ό­ταν ο τε­λευ­ταί­ος εί­ναι νέ­ος, ου­σι­α­στι­κά πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος, και δεν υ­πάρ­χει μια έ­ξω­θεν μαρ­τυ­ρί­α που να κα­θι­στά τα γρα­πτά του α­να­γνω­ρί­σι­μα σε βαθ­μό τέ­τοι­ο, ώ­στε οι τυ­χόν “δα­νει­σμοί” και οι τυ­χόν δι­α­σκευ­ές να δι­και­ο­λο­γούν­ται για λο­γα­ρια­σμό του δα­νει­ζό­με­νου.

Ι­στο­λό­γιο Ι­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι

01.06.2022

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#20]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ὑ­πό­στα­ση· ἀ­κού­ει κα­νείς;


«ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ ΠΑΡΑΜΕΡΙΣΑΝ λί­γο καὶ στὸ ἄ­νοιγ­μα πρό­βα­λε μι­σὸ κί­τρι­νο φεγ­γά­ρι. Ἕ­να με­γά­λο νέ­ρι­νο αὐ­τὶ τσι­τώ­θη­κε κα­τα­με­σὶς τ’ οὐ­ρα­νοῦ νὰ ἀ­κού­σει.» Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ κεί­με­να τοῦ Ἐ.Χ. Γο­να­τά, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του Ἡ Κρύπτη (1991).

       Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της μὲ τί­τλο «Στὸ αὐ­τί» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ της Μικρο­καταρ­ρεύσεις (2017) ἡ Με­ξι­κα­νὴ Cecilia Eudave γρά­φει: «Θὰ σοῦ δι­η­γη­θῶ ἕ­να πα­ρα­μύ­θι, λέ­ει. Μέ­σα του χω­ρά­ει ὅ­λη μας ἡ ἱ­στο­ρί­α […] Μπο­ρεῖς νὰ τὴν ἀ­κού­σεις μὲ τὸ κε­φά­λι ψη­λά, ἢ ἀ­κουμ­πών­τας το στὸν τοῖ­χο […] Ἐν­τά­ξει, πές την. Πλη­σιά­ζει στὸ αὐ­τί μου καὶ συ­νο­ψί­ζει τὴ ζω­ή μας σὲ μί­α λέ­ξη: μυ­θο­πλα­σί­α, ἐ­νῶ τὰ χεί­λη ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται».

       Στὴν ἴ­δια συλ­λο­γὴ στὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τί­τλο «Πι­στό­λια» ἡ­ρω­ί­δα εἶ­ναι μιὰ κα­θη­γή­τρια. Ὅ­ταν μπαί­νει στὴν τά­ξη ἀ­κουμ­πά­ει μη­χα­νι­κὰ ἐ­πά­νω στὴν ἕ­δρα τὰ βι­βλί­α, τὶς ση­μει­ώ­σεις καὶ τὸ πι­στό­λι της, ὅ­πως καὶ οἱ μα­θη­τές της στὰ θρα­νί­α τους. Στὴ διά­ρκεια τοῦ μα­θή­μα­τος συ­νει­δη­το­ποι­εῖ πὼς τὰ ὅ­πλα ἔ­χουν πλέ­ον ἀν­τι­κα­τα­στή­σει τὰ κι­νη­τά. Ὅ­ταν τε­λει­ώ­νει τὸ μά­θη­μα καὶ ἀ­δειά­ζει ἡ αἴ­θου­σα κα­ταρ­ρέ­ει στὴν κα­ρέ­κλα της. Ξαφ­νι­κὰ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι «[…] κά­που ἔ­ξω μᾶς πε­ρί­με­νε ὅ­λους μας μιὰ σφαί­ρα ἀ­δέ­σπο­τη. Ἢ στο­χευ­μέ­νη».


Ὁ «Συν­ταγ­μα­τάρ­χης»[1] (The Colonel) τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Carolyn Forché εἶ­ναι ἕ­να κεί­με­νο ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψή της τὸ 1978 στὸ ὑ­πὸ ἐμ­φύ­λιο πό­λε­μο Ἒλ Σαλ­βα­δόρ. Συμ­πε­ρι­λή­φθη­κε στὴν κομ­βι­κὴ πλέ­ον ἀν­θο­λο­γί­α Flash Fiction, 72 very short stories τοῦ 1992 μα­ζὶ μὲ τὸ «Κορίτσι» τῆς Jamaica Kincaid, τὴν «Ἀλληλουχία των κήπων» τοῦ Julio Cortázar, κα­θὼς καὶ μὲ ἄλ­λα κεί­με­να ἀ­να­φο­ρᾶς στὸ εἶ­δος. Ἡ Forché θέ­τει μὲ λα­κω­νι­κὸ καὶ ὀ­ξυ­δερ­κῆ τρό­πο δι­α­χρο­νι­κὰ ζη­τή­μα­τα: δρά­ση-ἀν­τί­δρα­ση, ὑ­πευ­θυ­νό­τη­τα, συ­νεί­δη­ση, ἀλ­λη­λεγ­γύ­η, ἐν­συ­ναί­σθη­ση, ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ἀ­κού­ει κα­νείς; Πα­ρό­τι θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­τα­ξι­νό­μη­το μέ­χρι σή­με­ρα στὸ ὅ­ριο ποί­η­σης-πε­ζο­γρα­φί­ας, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ στὴ θε­ω­ρί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Εἶ­ναι τὸ ἑ­ξῆς:

       «Ὅ,τι ἔ­χεις ἀ­κού­σει εἶ­ναι ἀ­λή­θεια. Βρέ­θη­κα στὸ σπί­τι του. Ἡ γυ­ναί­κα του ἔ­φε­ρε ἕ­να δί­σκο μὲ κα­φὲ καὶ ζά­χα­ρη. Ἡ κό­ρη του λι­μά­ρι­σε τὰ νύ­χια της, ὁ γιός του ἔ­φυ­γε γιὰ τὴ νυ­χτε­ρι­νή του ἔ­ξο­δο. Ὑ­πῆρ­χαν ἡ­με­ρή­σι­ες ἐ­φη­με­ρί­δες, κα­τοι­κί­δια σκυ­λιά, ἕ­να πι­στό­λι στὸ μα­ξι­λά­ρι πί­σω του. Τὸ φεγ­γά­ρι κρε­μά­στη­κε ἄ­δει­ο στὸ μαῦ­ρο κορ­δό­νι του ἐ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Στὴν τη­λε­ό­ρα­ση ἔ­παι­ζε μιὰ ἀ­στυ­νο­μι­κὴ σει­ρά. Ἦ­ταν στὰ ἀγ­γλι­κά. Σπα­σμέ­να μπου­κά­λια ἦ­ταν χω­μέ­να μέ­σα στοὺς τοί­χους γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι γιὰ νὰ ξυ­ρί­ζουν τὶς ἐ­πι­γο­να­τί­δες ἀ­πὸ τὰ πό­δια ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που ἢ νὰ κό­βουν τὰ χέ­ρια του σὰν δαν­τέ­λα. Τὰ πα­ρά­θυ­ρα εἶ­χαν ρο­λὰ ὅ­πως οἱ κά­βες. Δει­πνή­σα­με, ἀρ­νί­σιο κα­ρέ, κα­λὸ κρα­σί, ἕ­να χρυ­σὸ κου­δού­νι βρι­σκό­ταν ἐ­πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι γιὰ νὰ εἰ­δο­ποι­οῦν τὴν ὑ­πη­ρέ­τρια. Ἡ ὑ­πη­ρέ­τρια ἔ­φε­ρε πρά­σι­να μάν­γκο, ἁ­λά­τι, κά­τι σὰν ψω­μί. Ρω­τή­θη­κα πῶς περ­νοῦ­σα στὴ χώ­ρα. Ἔ­παι­ξε μιὰ σύν­το­μη δι­α­φή­μι­ση στὰ ἱ­σπα­νι­κά. Ἡ γυ­ναί­κα του μά­ζε­ψε τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­πει­τα ξε­κί­νη­σε μιὰ ψι­λο­κου­βέν­τα γιὰ τὸ πό­σο δύ­σκο­λη εἶ­χε γί­νει ἡ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση. Ὁ πα­πα­γά­λος εἶ­πε γειά σου στὴ βε­ράν­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης τοῦ εἶ­πε νὰ τὸ βου­λώ­σει, καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι σπρώ­χνον­τάς το. Ὁ φί­λος μου μοῦ ἔ­γνε­ψε μὲ τὰ μά­τια: μὴν πεῖς τί­πο­τα. Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης ἐ­πέ­στρε­ψε μ’ ἕ­να δι­χτυ­ω­τὸ τα­γά­ρι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν γιὰ νὰ κου­βα­λοῦν τὰ πράγ­μα­τα ἀ­πὸ τὸ παν­το­πω­λεῖ­ο. Τὸ ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σε σκορ­πών­τας πολ­λὰ ἀν­θρώ­πι­να αὐ­τιὰ στὸ τρα­πέ­ζι. Ἔ­μοια­ζαν μὲ ἀ­πο­ξη­ρα­μέ­να ρο­δά­κι­να κομ­μέ­να στὴ μέ­ση. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος τρό­πος νὰ τὰ πε­ρι­γρά­ψω. Πῆ­ρε ἕ­να ἀ­πὸ αὐ­τὰ στὰ χέ­ρια του, τὸ κού­νη­σε μπρο­στὰ στὸ πρό­σω­πό μας, τὸ πέ­τα­ξε μέ­σα σὲ ἕ­να πο­τή­ρι μὲ νε­ρό. Ἐ­κεῖ αὐ­τὸ ζων­τά­νε­ψε. Κου­ρά­στη­κα νὰ χα­ζο­λο­γά­ω εἶ­πε. Ὅ­σο γιὰ τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ κα­θε­νός, πεῖ­τε στοὺς δι­κούς σας ὅ­τι μπο­ροῦν νὰ πᾶ­νε νὰ γα­μη­θοῦ­νε. Σκόρ­πι­σε τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα μὲ τὸν πή­χη του καὶ ὕ­ψω­σε τὸ μι­σο­ά­δει­ο πο­τή­ρι του μὲ κρα­σὶ στὸν ἀ­έ­ρα. Κά­τι γιὰ τὴν ποί­η­σή σου, ἔ; εἶ­πε. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα ἔ­πι­α­σαν αὐ­τὸ τὸ ἴ­χνος στὴ φω­νή του. Κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ αὐ­τιὰ στὸ πά­τω­μα χώ­θη­καν στὸ ἔ­δα­φος.»

       Στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα κι­νεῖ­ται καὶ τὸ ποί­η­μα «Parsley» («Μα­ϊν­τα­νός») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Rita Dove. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ μα­ζι­κὴ ἐ­κτέ­λε­ση 20.000 ἀν­θρώ­πων στὴ Δο­μη­νι­κα­νὴ Δη­μο­κρα­τί­α τὴν ὁ­ποί­α δι­έ­τα­ξε τὸ 1937 ὁ ἔν­στο­λος δι­κτά­το­ρας Rafael Trujilo, ὁ ἀ­πο­κα­λού­με­νος «El General» στὸ ποί­η­μα, ἐ­πει­δὴ ὡς γαλ­λό­φω­νοι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ προ­φέ­ρουν τὸ γράμ­μα «ρ» στὴν ἱ­σπα­νι­κὴ λέ­ξη «perejil», ποὺ ση­μαί­νει μα­ϊν­τα­νός. Ὁ πα­πα­γά­λος τῆς Dove, στοὺς δύ­ο πρώ­τους στί­χους, ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­τά­ρα­χος τὰ πλού­τη στὸ πα­λά­τι, μι­μού­με­νος τὴν εὐ­φο­ρί­α τῆς ἄ­νοι­ξης μὲ τὰ κα­τα­πρά­σι­να φτε­ρά του. Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ δι­ώ­κον­ται καὶ κιν­δυ­νεύ­ουν μι­μοῦν­ται τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α του κρυμ­μέ­νοι ἀ­νά­με­σα στὰ ζα­χα­ρο­κά­λα­μα γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν, πνί­γον­τας τὶς κραυ­γές τους στὴ σι­ω­πή. Στὸ ποί­η­μα Μπο­λι­βάρ τοῦ Νί­κου Ἐγ­γο­νό­που­λου οἱ πα­πα­γά­λοι στὰ νη­σιὰ τῶν κο­ραλ­λι­ῶν «ὀρ­γι­ά­ζου­νε μὲ τὶς φω­νές», ἐ­νῶ ἐ­πί­κει­ται ἡ ἀ­ναγ­γε­λί­α τοῦ φρι­χτό­τε­ρου ὅρ­κου, σκό­τους, καὶ πα­ρα­μυ­θιοῦ: ἐ­λευ­θε­ρί­α, libertad.


«Ἀ­νοί­γεις μί­α τρύ­πα. Τὴ γε­μί­ζεις μὲ κα­ρυ­κευ­μέ­νο κρέ­ας καὶ κέ­δρο καὶ με­τά­ξι. Κα­λύ­πτεις τὴν τρύ­πα καὶ πε­ρι­μέ­νεις. Ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι θὰ χρεια­στοῦν ἐν­νέ­α μῆ­νες ἀλ­λὰ κα­τα­φθά­νω στοὺς ἑ­πτά. Ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­ζο­μαι εἶ­μαι ἀ­νε­πτυγ­μέ­νος καὶ λα­λί­στα­τος. Μὲ κρα­τᾶς σὰν κά­ποι­ον ποὺ ἔ­φτα­σε στὸν τε­λι­κὸ τῆς ἐ­πι­στή­μης. Πε­ρι­μέ­νου­με καὶ οἱ δύ­ο τὴν πα­ρα­ση­μο­φό­ρη­σή μας», γρά­φει ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς Benjamin Niespodziany στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Πρῶ­τος μύ­θος»[2]Origin myth»). Ἐ­δῶ ὁ Niespodziany ἀ­φε­νὸς μπο­ρεῖ νὰ πα­ρα­πέμ­πει στὸ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὸ πρῶ­το κι­νοῦν, ἀ­φε­τέ­ρου μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὴ λέ­ξη «μύ­θος» μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ λό­γου, τῆς μύ­η­σης, τῆς γνώ­σης, τῆς γνώ­μης ἀ­πὸ τὰ ὁ­μη­ρι­κὰ ἔ­πη, ἢ/καὶ τοῦ πα­ρα­μυ­θιοῦ ἀ­πὸ τὸν Πίν­δα­ρο, ἢ/καὶ τῆς ὑ­παι­νι­κτι­κῆς ὑ­πό­θε­σης, τῆς πλο­κῆς ἀ­πὸ τὸν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη. Μιὰ ἄλ­λη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Μιὰ Γω­νιὰ τοῦ Πο­λέ­μου»[3]One corner of the war») εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: «Ἕ­να τέ­ρας μὲ ἕ­να μα­κρὺ χέ­ρι καὶ ἕ­να κα­νο­νι­κὸ χέ­ρι ἰ­σο­πέ­δω­σε τὸ δά­σος πί­σω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι μας. Περ­πα­τή­σα­με ὅ­ταν δι­α­λύ­θη­καν τὰ σύν­νε­φα καὶ κοι­μη­θή­κα­με σὲ ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε ἡ ὥ­ρα ν’ ἀ­νοί­ξου­με τὰ μά­τια μας, βρε­θή­κα­με μέ­σα σὲ ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ ἐ­ξο­χι­κὸ κά­τω ἀ­πὸ ἕ­να τρα­πέ­ζι κου­ζί­νας τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­νέ­πνε­ε κά­πο­τε ὡς δέν­τρο. Κα­θι­σμέ­νη στὸ τρα­πέ­ζι, μιὰ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας, ἀ­νά­δευ­ε τὰ βέν­θη τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σκού­πι­σες τὸν ὕ­πνο ἀ­πὸ τὰ μά­τια σου. Σκού­πι­σες τὰ φύλ­λα ἀ­πὸ τὰ πό­δια μου. Πῆ­ρες τὸ στυ­λὸ ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη στὸ στῆ­θος μου καὶ ἔ­γρα­ψες τὰ ὀ­νό­μα­τά μας στὸ πά­τω­μα ἐ­νῶ ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­πὸ πά­νω μας συ­νέ­χι­σε νὰ τρώ­ει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ζῶ­ο στὸν πλα­νή­τη.» Ὁ Ἐγ­γο­νό­που­λος στὸ «Γλωσσάριο τῶν ἀνθέων» του ἀ­νά­με­σα σὲ πό­λε­μο καὶ εἰ­ρή­νη ἐ­πι­λέ­γει ν’ ἀ­γα­πᾶ.


Τὸ φυ­τὸ βα­νί­λια ἀ­να­κα­λύ­φθη­κε στὰ μέ­σα του 16ου αἰ. ἀ­πὸ τοὺς στρα­τι­ῶ­τες τοῦ Ἱ­σπα­νοῦ κα­τα­κτη­τῆ Hernán Cortés στὸ Νο­τι­ο­α­να­το­λι­κὸ Με­ξι­κό. Πρὶν δι­α­δο­θεῖ στὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ πρὶν τὸν ἀ­φα­νι­σμὸ τῶν Ἀζ­τέ­κων οἱ τε­λευ­ταῖ­οι τὴ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γιὰ νὰ ἀ­ρω­μα­τί­ζουν τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο τους ἀ­φέ­ψη­μα, τὸ σο­κό­α­τλ (xocóatl). Ἡ λέ­ξη «βα­νί­λια» προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴν ἱ­σπα­νι­κὴ «vainilla», δη­λα­δὴ «μι­κρὴ θή­κη» κα­θὼς στὰ ἱ­σπα­νι­κὰ «vaina» ση­μαί­νει «θή­κη», ἀλ­λὰ ἡ ρί­ζα της εἶ­ναι ἀ­πὸ τὸ λα­τι­νι­κὸ «vagina» ποὺ ση­μαί­νει «ὁ κόλ­πος τῆς γυ­ναί­κας».

       Τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 2020 βα­θύ­τε­ρες ἀνασκαφὲς στὴν Πό­λη τοῦ Με­ξι­κὸ ἀ­πο­κά­λυ­ψαν κι ἄλ­λο τμῆ­μα ἀ­πὸ τὸ Huei Tzompantli Tower τῶν Ἀζ­τέ­κων, τὸ ἐ­πι­βλη­τι­κὸ τεῖ­χος μὲ κρα­νί­α, μνη­μεῖ­ο τῶν Πο­λέ­μων τῶν Λου­λου­δι­ῶν (Las guerras floridas) ποὺ λάμ­βα­ναν χώ­ρα με­τα­ξύ των Ἀζ­τέ­κων καὶ τῶν ἐ­χθρῶν τους τὸν 15ο αἰ., πρὶν τὴν ἄ­φι­ξη τῶν Ἱ­σπα­νῶν. Τέ­τοι­α τεί­χη ἔ­στη­ναν παν­τοῦ, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «Tzompantli»[4], γιὰ ἐκ­φο­βι­σμό. Κρα­νί­α συγ­κέν­τρω­ναν καὶ ἀ­πὸ τὶς ἀν­θρω­πο­θυ­σί­ες ποὺ ἔ­κα­ναν, ὅ­πως καὶ οἱ Μά­για, γιὰ τὴ λα­τρεί­α στοὺς θε­οὺς τοῦ Ἥ­λιου ἢ τοῦ Πο­λέ­μου.

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1880 ὁ Βρε­τα­νὸς ἐ­φευ­ρέ­της Sir Hiram Stevens Maxim κα­το­χύ­ρω­σε τὸ δί­πλω­μα εὑ­ρε­σι­τε­χνί­ας γιὰ τὸ πο­λυ­βό­λο Maxim, τὸ ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε μα­ζι­κὰ στοὺς παγ­κο­σμί­ους πο­λέ­μους ἀ­φαι­ρών­τας τὴ ζω­ὴ ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων ἀν­θρώ­πων. Μέ­χρι νὰ τὸ τε­λει­ο­ποι­ή­σει, ὅ­μως, ὁ Maxim εἶ­χε σχε­δὸν κου­φα­θεῖ. Ἕ­να ὀ­ξύ­μω­ρο ποὺ ἀ­πο­τύ­πω­σε ὁ Βρε­τα­νὸς Leslie Ward στὸ σκίτσο τοῦ Maxim μὲ ἕ­ναν καρ­χα­ρί­α στὸ φόν­το ποὺ δη­μο­σι­εύ­θη­κε στὸ Vanity Fair τὸ 1904. Δύ­ο ἐ­πι­πλέ­ον πα­ρά­δο­ξα εἶ­ναι, πρῶ­το ὅ­τι ὁ γιὸς τοῦ Maxim ἐ­φηῦ­ρε τὸν σι­γα­στή­ρα, ἂν καὶ πο­λὺ ἀρ­γὰ πιὰ γιὰ τὸν πα­τέ­ρα του, καὶ δεύ­τε­ρο ὅ­τι ὁ Maxim ἔ­γι­νε ἀρ­χι­κὰ γνω­στὸς χά­ρη στὴν ἐ­φεύ­ρε­ση μιᾶς συ­σκευ­ῆς εἰ­σπνο­ῆς ἀ­τμοῦ γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση ἀ­να­πνευ­στι­κῶν προ­βλη­μά­των, γνω­στῆς τό­τε ὡς ἡ με­γα­λύ­τε­ρη «Πί­πα τῆς Εἰ­ρή­νης». Σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο ἡ Μέλ­πω Ἀ­ξι­ώ­τη, πι­θα­νῶς νὰ ση­μεί­ω­νε: «Τὸ ντου­φέ­κι τὸν ἄν­θρω­πο τὸν κα­ταν­τεῖ, λοι­πόν, θη­ρί­ο.»

       Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1890 ὁ δη­μι­ουρ­γὸς τῆς πρώ­της ἔκ­δο­σης τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ πί­να­κα τῶν χη­μι­κῶν στοι­χεί­ων, ὁ Ρῶ­σος Ντμίτρι Ἰ­βάνο­βιτς Με­ντε­λέ­γιεφ, ὁ­ρι­στι­κο­ποί­η­σε τὸ μεῖγ­μα νε­ροῦ καὶ ἀλ­κο­ὸλ στὴν ἀ­κρι­βῆ ἀ­να­λο­γί­α τῶν 40 ἀλ­κο­ο­λι­κῶν βαθ­μῶν. Ἕ­να μεῖγ­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ταν ἀ­πὸ τὸν 8ο αἰ. στὴν Πο­λω­νί­α γιὰ τὸ γνω­στὸ πο­τὸ στὴν πο­λω­νι­κὴ Κρα­κο­βί­α τὸν 16ο αἰ. ὡς «κρα­σὶ τῶν σπό­ρων» ἢ «καυ­τὸ νε­ρό». Ὁ Μεν­τε­λέ­γι­εφ τὸ ὀ­νό­μα­σε «βότ­κα», ἀ­πὸ τὴ λέ­ξη «voda», δη­λα­δὴ «νε­ρὸ» στὰ ρω­σι­κά, προ­σθέ­τον­τας τὸ k ποὺ προσ­δί­δει ὑ­πο­κο­ρι­στι­κὴ ση­μα­σί­α, ὁ­πό­τε προ­έ­κυ­ψε ἡ βότ­κα: τὸ νε­ρά­κι, μιὰ ἀ­θώ­α λέ­ξη συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴ ζω­ή. Ἡ ἐ­πι­βλα­βὴς ὑ­ψη­λὴ πε­ρι­ε­κτι­κό­τη­τα τῆς ἀλ­κο­ό­λης ἀ­πο­σι­ω­πή­θη­κε.

       Στὴν ἀ­φρι­κα­νι­κὴ φυ­λὴ τῶν Τόν­γκα στὴ ση­με­ρι­νὴ Ζάμ­πια, ὑ­πάρ­χει μιὰ ἀρ­χαί­α παροιμία ποὺ συ­ναν­τᾶ­με σὲ πολ­λὲς κουλ­τοῦ­ρες: «Ἂν χυ­θεῖ τὸ νε­ρὸ δὲν ξα­να­μα­ζεύ­ε­ται», ἀλ­λὰ καὶ μί­α ἄλ­λη, «Ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει ἕ­ναν δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πο­λε­μι­κὸ χο­ρό». Ἡ σάμ­πα, μὲ τὰ κο­φτά, ζω­η­ρὰ βή­μα­τά της τὸν 19ο αἰ. δή­λω­νε τὴ μου­σι­κὴ τῶν ἀ­φρι­κα­νῶν δού­λων. Τὴ χό­ρευ­αν ἀ­κό­μα καὶ ἁ­λυσ­σο­δε­μέ­νοι, ἐ­πὶ τό­που, κα­θὼς ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νὰ κά­νουν με­γά­λα βή­μα­τα ὅ­πως στὸ βι­εν­νέ­ζι­κο βάλς, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο δι­έ­δω­σε ὁ Να­πο­λέ­ον­τας στὴ Γαλ­λί­α στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 19ου αἰ. Στὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ σάμ­πα οἱ κά­θε­τες χο­ρευ­τι­κὲς κι­νή­σεις κα­λοῦ­σαν σὲ συμ­με­το­χὴ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ σῶ­μα, ἀ­κό­μα καὶ τὸ βλέμ­μα, τοὺς μύ­ες καὶ τὶς ἐκ­φρά­σεις τοῦ προ­σώ­που, με­τα­δί­δον­τας ἕ­ναν ἄ­η­χο κώ­δι­κα ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας.

       Στὸ δι­ή­γη­μα «Ἡ Με­γά­λη Σι­γὴ» («The Great silence») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας Ted Chiang, ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μὲ τί­τλο Ἐκπνοή, ἀ­φη­γη­τὴς εἶ­ναι ἕ­νας πα­πα­γά­λος μὲ φι­λο­σο­φι­κὲς ἀ­να­ζη­τή­σεις, ποὺ ἀμ­φι­βάλ­λει γιὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη εὐ­φυί­α. Δὲν κα­τα­νο­εῖ για­τί δὲν ἐ­ξε­ρευ­νοῦν τὴ μα­κραί­ω­νη σχέ­ση ἀν­θρώ­πων καὶ πα­πα­γά­λων· για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ψά­χνουν ἄλ­λες μορ­φὲς νο­ή­μο­νος ζω­ῆς στὸ δι­ά­στη­μα, ἢ στή­νουν ἀ­νι­χνευ­τές, αὐ­τὰ τὰ τε­ρά­στια με­ταλ­λι­κὰ αὐ­τιὰ ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ. Ὅ­πως ἀ­πο­φαί­νε­ται, με­τὰ ἀ­πὸ τό­σες ἄ­καρ­πες ἀν­θρώ­πι­νες προ­σπά­θει­ες μᾶλ­λον ἰ­σχύ­ει τὸ παράδοξο τοῦ Fermi, ἐ­νῶ ἡ δι­ε­ρεύ­νη­ση τῶν ἐγ­κε­φα­λι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν τῶν πα­πα­γά­λων θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­παν­τή­σει σὲ πολ­λὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴ μο­να­δι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἶ­δους. Ἡ μέ­θε­ξη τοῦ ἀ­φη­γη­τῆ-πα­πα­γά­λου μὲ πολ­λὰ φι­λο­σο­φι­κὰ ρεύ­μα­τα, κο­ρυ­φώ­νε­ται στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ δι­α­τεί­νε­ται ὅ­τι: «Μι­λῶ, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω», σὲ ἀ­νοι­χτὸ δι­ά­λο­γο μὲ τὸ καρ­τε­σια­νὸ εὕ­ρη­μα ποὺ ἑ­στιά­ζει στὴ σκέ­ψη. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ εὐ­φάν­τα­στος Chiang θέ­τει τὸ καί­ριο ζή­τη­μα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς τῆς δρά­σης.


«Ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας τῶν πιγ­κου­ί­νων, ἀ­πὸ τὴν Ἀν­ταρ­κτι­κή, δη­λώ­νει τὴν ἀ­γά­πη του στὴν πιγ­κου­ί­να τῆς ἐ­πι­λο­γῆς του δί­νον­τάς της ἕ­να πε­τρα­δά­κι. Ἂν αὐ­τὴ τὸ δε­χτεῖ, τό­τε ἐκ­κο­λά­πτουν ἕ­να αὐ­γὸ μα­ζί. Ἂν τὸ ἀ­πορ­ρί­ψει, ὁ πιγ­κου­ί­νος πη­γαί­νει σὲ ἄλ­λο νη­σί, γιὰ νὰ ἐκ­κο­λά­ψει μό­νος τὴν πέ­τρα του. Αὐ­τὸ τὸ ξέ­ρω ἐ­πει­δὴ εἶ­μαι κι ἐ­γὼ ἀ­πὸ τὸν Νό­το. Συλ­λέ­γω ἐ­δῶ καὶ χρό­νια πε­τρα­δά­κια τῶν πιγ­κου­ί­νων.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Ζω­ο­φι­λί­α»[5] («Zoofilia») τοῦ Χι­λια­νοῦ Juan Armando Epple.

       «Ἀ­φοῦ κα­τα­σκεύ­α­σα τὴ χρο­νο­μη­χα­νή μου, μά­ζε­ψα ἐ­ρα­στὲς κι ἐ­ρω­μέ­νες ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς χι­λι­ε­τί­ες – γυ­ναῖ­κες μὲ μη­χα­νι­κὰ χέ­ρια καὶ ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­μέ­να κύτ­τα­ρα, γε­νει­ο­φό­ρους ἄν­τρες ποὺ μύ­ρι­ζαν ὑ­γρα­σί­α τῶν σπη­λαί­ων. Ἕ­ναν πρὸς ἕ­ναν καὶ μί­α πρὸς μί­α τους ἔ­φε­ρα σπί­τι μα­ζί μου. Κά­να­με πάρ­τι, ἀν­ταλ­λά­ξα­με γνώ­σεις, κά­να­με ἔ­ρω­τα μὲ ἀ­δι­α­νό­η­τους συν­δυα­σμούς. Μί­α Σου­μέ­ρια ἑ­ταί­ρα κυ­ο­φό­ρη­σε γρή­γο­ρα τὸ παι­δὶ ἑ­νὸς Ὁ­μο­σπον­δια­κοῦ στρα­τι­ώ­τη. Ὀ­νο­μά­σα­με τὴν κό­ρη τους Πα­λίμ­ψη­στη, λό­γω τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ποὺ δι­α­στρω­μα­τώ­νον­ταν στὸ αἷ­μα της. Κά­θε παι­δὶ ποὺ γεν­νι­ό­ταν ἀ­πὸ τό­τε τὸ ἀ­πο­κα­λού­σα­με τὸ ἴ­διο —Πα­λίμ­ψη­στο— δι­ό­τι αὐ­τὸ συ­νέ­χι­σε νὰ εἶ­ναι ἀ­λή­θεια». Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας «Πα­λίμ­ψη­στο»[6]Palimpsest») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Satton Strother. Οἱ ἀ­νώ­νυ­μοι ἥ­ρω­ες αὐ­τῆς τῆς ἱ­στο­ρί­ας βλέ­πουν τε­λι­κὰ τὰ παι­διὰ νὰ παίρ­νουν τὸ μέλ­λον στὰ χέ­ρια τους καὶ αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη θὰ χα­ρα­χθεῖ σὰν αὐ­τό­φω­το τα­του­ὰζ στὰ σώ­μα­τά τους. «Μιὰ ἀ­στρα­πὴ ἡ ζω­ή μας, ἀλ­λὰ προ­λα­βαί­νου­με», ἴ­σως ἐ­πέ­με­νε ἐ­δῶ ὁ Κα­ζαν­τζά­κης.


Ἡ πρό­σφα­τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Τὸ μου­στά­κι τοῦ Ντα­λὶ»[7]Dali’s Mou­stache») τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Pedro Ponce δι­α­θέ­τει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀρ­τι­ό­τη­τα, εὑ­ρη­μα­τι­κὸ τί­τλο, ἀ­νε­ξί­τη­λες εἰ­κό­νες, καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­ναν ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ πα­ράλ­λη­λο κό­σμο, πα­ρὰ τὴ συν­το­μί­α της. Ἐ­πι­πλέ­ον, κα­τα­φέρ­νει δύ­ο δύ­σκο­λα ἐγ­χει­ρή­μα­τα. Πρῶ­το, ξε­κι­νά­ει μὲ μιὰ δυ­να­τὴ κι ἐν­τυ­πω­τι­κὴ πρό­τα­ση, συ­χνὰ ζητούμενο στη λογοτεχνία, ἄ­ρα καὶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Δεύ­τε­ρο, ἐν­σω­μα­τώ­νει ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ στὸ εἶ­δος τὴν ὀ­πτι­κὴ τοῦ προ­φή­τη, ἔ­ναν­τι τοῦ ψυ­χο­λό­γου, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­νέ­δει­ξε ὁ Herman Melville ὅ­πως συμ­πε­ραί­νει ὁ Gilles Deleuze στὸ ἐ­πί­με­τρο τοῦ Μπάρτλμπυ, ο γραφέας. Εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς:

       «Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μαγ­κρὶτ πα­ρα­κο­λου­θεῖ δύ­ο μα­σκο­φο­ρε­μέ­νους ἐ­ρα­στὲς νὰ φι­λι­οῦν­ται στὴν πλατ­φόρ­μα τοῦ με­τρό. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ζω­ῆς του, ἦ­ταν ζω­γρά­φος, ἀλ­λὰ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μή, κα­θὼς στοι­χει­ώ­νει τὶς γω­νι­ὲς τοῦ 21ου αἰ., ὁ Μαγ­κρὶτ ἔ­χει γί­νει προ­φή­της. Ἡ ἀ­πέ­χθειά του εἶ­ναι ἐμ­βρι­θής. Ἐ­ὰν μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει πρό­σβα­ση στὴ φυ­σι­κὴ κοι­λά­δα τῆς ὕ­παρ­ξης, θὰ ἔ­σχι­ζε τὸν πλη­σι­έ­στε­ρο καμ­βὰ μὲ τὸ νυ­στέ­ρι τῆς πα­λέ­τας του, ἢ θὰ συ­νέ­θλι­βε μπου­κέ­τα μπου­κα­λι­ῶν μὲ κρα­σὶ στοὺς τοί­χους τοῦ ἀ­τε­λι­έ του. Ἀν­τί­θε­τα, τὸ μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κά­νει εἶ­ναι νὰ πε­ρι­πλα­νι­έ­ται ἀ­νήμ­πο­ρος πέν­τε ἑ­κα­το­στὰ ψη­λό­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ γκρὶ πε­ζο­δρό­μιο.

       »Οἱ κολ­λη­τοί του σουρ­ρε­α­λι­στὲς κά­νουν ὅ,τι μπο­ροῦν. Συμ­βαί­νει καὶ στοὺς κα­λύ­τε­ρους ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, λέ­ει τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Ντα­λί, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἁ­πλώ­νει ἕ­να χέ­ρι πα­ρη­γο­ριᾶς μό­λις πά­νω ἀ­πὸ τὸ πα­νω­φό­ρι τοῦ Μαγ­κρίτ. Ὑ­πάρ­χει πάν­τα ἡ ἑ­πό­με­νη φο­ρά, προ­σθέ­τει, ἂν καὶ στὶς δε­κα­ε­τί­ες ποὺ ἔ­χουν πε­ρά­σει μέ­νει νὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ κα­τὰ πό­σο ἡ με­τεμ­ψύ­χω­ση πα­ρα­μέ­νει μιὰ ἐ­πι­λο­γή.

       »Τὸ φάν­τα­σμα τοῦ Μπρε­τόν, ἀ­γου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν ὑ­πνά­κο του, ἀ­να­φέ­ρε­ται στὰ φαλ­λι­κὰ γρα­φι­κὰ μιᾶς ἀ­φί­σας κι­νη­μα­το­γρά­φου ἐ­κεῖ κον­τά. Εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρα νὰ ξε­χα­στεῖ κα­νεὶς τε­λεί­ως, ἀ­να­κοι­νώ­νει ἀ­πὸ τὴν κου­κέ­τα του ἑ­πτὰ ἑ­κα­το­στὰ ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος.

       »Ὁ Μαγ­κρὶτ κοι­τά­ζει τὸν Ντα­λί, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ συμ­πό­νια δὲν ὑ­φί­στα­ται πο­τὲ χω­ρὶς μιὰ αἰχ­μὴ αὐ­το­θαυ­μα­σμοῦ. Ἐμ­πο­τι­σμέ­νος τώ­ρα μὲ τὴν ἰ­σχὺ τῆς πρό­βλε­ψης, ἀ­παγ­γέ­λει τὴν ἑ­πό­με­νη προ­φη­τεί­α του. Μιὰ μέ­ρα, Ντα­λί, ἐ­σὺ θὰ εἶ­σαι ὁ ρε­α­λι­στής.

       »Ἡ δι­α­σκε­δα­στι­κὴ ἔκ­φρα­ση τοῦ Ντα­λὶ πα­ρα­μέ­νει ἀ­πα­ράλ­λα­χτη κα­θὼς βυ­θί­ζε­ται χα­μη­λό­τε­ρα στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Ἀλ­λὰ τὸ μου­στά­κι του τρε­μο­παί­ζει σὰν δι­πλὴ ἄ­γρυ­πνη κε­ραί­α, ἀ­νι­χνεύ­ον­τας τὸν ἀ­έ­ρα γιὰ δι­ερ­χό­με­να πό­δια.»


Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Πό­λε­μος τῶν Κλό­ουν»[8]War of the Clowns») τοῦ Πορ­το­γά­λου Mia Couto, γεν­νη­μέ­νου στὴ Μο­ζαμ­βί­κη, ἀ­να­φέ­ρε­ται πο­λὺ συ­χνὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ὡς ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὸ κεί­με­νο, γιὰ τὴ γλωσ­σι­κὴ ἀ­κρί­βεια, τὴ δι­α­χρο­νι­κό­τη­τα καὶ τὴ με­τω­νυ­μι­κὴ καὶ συ­νεκ­δο­χι­κή του δι­ά­στα­ση. Δύ­ο κλό­ουν ξε­κι­νοῦν νὰ κα­βγα­δί­ζουν στὴ μέ­ση ἑ­νὸς πο­λυ­σύ­χνα­στου δρό­μου σὲ μιὰ με­γα­λού­πο­λη. Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ ἀρ­χι­κὰ ψυ­χα­γω­γεῖ τοὺς δι­ερ­χό­με­νους, ἀλ­λὰ ὅ­σο κλι­μα­κώ­νε­ται ὁ κα­βγὰς τό­σο ἐμ­πλέ­κον­ται οἱ πε­ρα­στι­κοὶ καὶ ἡ δι­α­μά­χη δι­α­σπεί­ρε­ται. Ἡ γραμ­μι­κὴ ἀ­φή­γη­ση φτά­νει στὴν ἀ­να­με­νό­με­νη κο­ρύ­φω­ση τῆς πλο­κῆς χω­ρὶς ἀ­να­τρο­πές: ἡ πό­λη ἀ­φα­νί­ζε­ται ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὀ­λέ­θριας ἐμ­φύ­λιας σύγ­κρου­σης. Τό­τε οἱ κλό­ουν φεύ­γουν ἀγ­κα­ζὲ γιὰ τὴν ἑ­πό­με­νη πό­λη. Στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Couto, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον στρέ­φε­ται στὸ τί δὲ λέ­ει, πῶς τὸ κα­τα­φέρ­νει, πό­σες συ­νειρ­μι­κὲς σπί­θες προ­κα­λεῖ καὶ σὲ ποι­ούς δρό­μους ἀ­να­στο­χα­σμοῦ ὁ­δη­γεῖ τὴ σκέ­ψη τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Πα­ρά­δειγ­μα: Τὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα παι­διὰ ἀ­πε­χθά­νον­ται τοὺς κλό­ουν. Οἱ σπό­ροι τῆς βί­ας καὶ τοῦ ἀλ­λη­λο­σπα­ραγ­μοῦ ποὺ ρί­χνουν κά­ποι­οι γε­λω­το­ποι­οὶ δι­α­δί­δον­ται σὰν τὴ βα­νί­λια, πα­ρό­τι χω­ροῦν σὲ μιὰ μι­κρὴ θή­κη. Μι­κρὸ ἀ­γό­ρι (Little Boy) ὀ­νο­μά­στη­κε καὶ ἡ ἀ­το­μι­κὴ βόμ­βα ποὺ ρί­χθη­κε στὴ Χι­ρο­σί­μα. Πρόσφατες έρευνες αἰ­σι­ο­δο­ξοῦν γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση σο­βα­ρῶν νό­σων καὶ τὴν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς ἀ­να­στρο­φῆς τῆς γή­ραν­σης, ἀ­κο­λου­θών­τας τὸ δρό­μο ποὺ ἄ­νοι­ξε ὁ Ἰ­ά­πω­νας νομ­πε­λί­στας Shinya Yamanaka τὸ 2012, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­φτα­σε στὴν καρδιὰ τοῦ ἐμβρυϊκοῦ κυττάρου καὶ ἴ­σως κά­πο­τε νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει στὴν ἀ­θα­να­σί­α.

       «Ὁ συν­ταγ­μα­τάρ­χης, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τὸν μα­θη­τὴ κα­χύ­πο­πτα, δι­έ­τα­ξε: Ἐ­λέγ­ξτε καὶ τὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Πο­λὺ σύν­το­μα ἕ­νας δε­κα­νέ­ας ἐ­πέ­στρε­ψε. Κοί­τα τί βρή­κα­με, συν­ταγ­μα­τάρ­χη. “Τα μυ­στι­κὰ ὄ­πλα”, κά­ποι­ου Κορ­τά­σαρ. Τὸ πρό­σω­πο τοῦ συν­ταγ­μα­τάρ­χη φω­τί­στη­κε». Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ ἀ­κό­μα γνω­στὴ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Κίν­δυ­νος ἐν ὄ­ψει»[9]Peligro a la vista») τοῦ Juan Armando Epple.


θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


Στὴν ἀρ­χὴ τῆς Κρύ­πτης ὁ Ἐ. Χ. Γο­να­τᾶς ση­μει­ώ­νει τὸν στί­χο «But then begins a journey in my mind» ἀ­πὸ τὸ Σο­νέ­το 27 τοῦ Shakespeare γιὰ τὴν μυ­στή­ρια κα­τά­στα­ση τοῦ ὕ­πνου ποὺ βι­ώ­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ μέ­χρι νὰ πε­θά­νου­με, ποὺ εἶ­χε ἀ­πα­σχο­λή­σει καὶ τὸν Ἡ­ρά­κλει­το. Tὸ 2014 ἕ­να θέμα εξετάσεων στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Κέμ­πρι­τζ ἦ­ταν τὸ ποί­η­μα «Tipp-Ex Sonate» τοῦ Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ συν­θέ­τη Koos Kombuis, δι­ε­θνῶς γνω­στοῦ ἀ­κτι­βι­στῆ κα­τὰ τοῦ ἀ­παρ­τχά­ιντ. Τὸ πρό­βλη­μα ἦ­ταν ὅ­τι τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα ἔ­κρυ­βε ἕ­να μυ­στή­ριο: δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ λέ­ξεις, ἀλ­λὰ μό­νο ἀ­πὸ ση­μεῖ­α στί­ξης. Ὁ­πό­τε ἡ ἀ­νά­λυ­σή του σὲ ἕ­να εὐ­ρὺ αἰ­σθη­τι­κὸ συγ­κεί­με­νο, μὲ φαν­τα­σί­α, τόλ­μη καὶ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, ἦ­ταν μο­νό­δρο­μος. Οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­φερ­θοῦν στὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἀ­βαν­τγκὰρντ τῆς ἀν­τι-τέ­χνης τοῦ νταν­τα­ϊ­σμοῦ, ἢ στὸν Robert Rauschenberg καὶ τὸν πί­να­κά του Erased de Kooning Drawing ἢ στὸ 4’33’’ τοῦ John Cage, ἀ­κό­μα καὶ στὸν ὑ­πο­λο­γι­στι­κὸ κώ­δι­κα ὡς μορ­φὴ ποί­η­σης. Ἐν ὀ­λί­γοις, οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι ἔ­πρε­πε νὰ ἐ­πι­στρα­τεύ­σουν ὅ­λες τὶς γνώ­σεις τους γιὰ νὰ ἀ­παν­τή­σουν στὸ ἐ­ρώ­τη­μα, τί θέ­λει νὰ πεῖ ὁ ποι­η­τής; Ὑ­πεν­θυ­μί­ζω ὅ­τι τὸ 2009 ὁ Guillermo Samperio μὲ τὴν ἱ­στο­ρί­α του τῶν δύ­ο λέ­ξε­ων El Fantasma, δη­λα­δὴ μό­νο τὸν τί­τλο, ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε τὸν συ­να­γερ­μὸ στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης: ἀ­πα­σφά­λι­σε τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α κι ἔ­κτο­τε ἐ­πι­χει­ροῦ­με συλ­λο­γι­κὰ στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ νὰ τὴν ὁ­ρι­ο­θε­τή­σου­με. Ὡς πρὸς τὴν ἀ­πάν­τη­ση, ὅ­μως, στὸ ἐ­ρώ­τη­μα τῶν ἐ­ξε­τά­σε­ων ἔγ­κρι­τοι πα­νε­πι­στη­μια­κοὶ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι οἱ ἐ­ξε­τα­ζό­με­νοι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ δοῦν τὸ ποί­η­μα καὶ ὡς μιὰ ἀ­να­φο­ρὰ στὴ μνή­μη ἑ­κα­τομ­μυ­ρί­ων θυ­μά­των πο­λέ­μου, νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς γλώσ­σας νὰ πε­ρι­γρά­φει τὶς κτηνωδίες μας. Προ­σέγ­γι­ση σχε­δὸν φό­ρος τι­μῆς στὸν Wittgenstein. Εὐ­φάν­τα­στα καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ὅ­λα αὐ­τά, ἀλ­λὰ τὸ κυ­ρί­ως θέ­μα εἶ­ναι, τε­λι­κά, ἀ­κού­ει κα­νείς; Ἰ­α­χές; Ἐ­ρι­νύ­ες; Ἔ­στω συ­να­γερ­μό; Καὶ τί κά­νει;

       Ὁ Roberto Bolaño πα­ρέ­λα­βε τὸ Δι­ε­θνὲς Βρα­βεῖ­ο Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος Romulo Gallegos γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του Οἱ ἄγριοι ντετέκτιβ τὸ 1999 στὸ Κα­ρά­κας. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς ὁ­μι­λί­ας του ἀ­να­φέρ­θη­κε στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γών[10] ποὺ ἔ­χου­με φέρ­νον­τας τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Cervantes, λέ­γον­τας ὅ­τι ἀ­νά­με­σα στὴ συγ­γρα­φὴ καὶ τὴν πο­λι­το­φυ­λα­κὴ ὁ Cervantes ἐ­πέ­λε­ξε τὴ δεύ­τε­ρη γιὰ τοὺς προ­φα­νεῖς λό­γους τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν συγ­κυ­ρι­ῶν. Βέ­βαι­α, ἡ ἀ­πο­δο­χὴ καὶ ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ κιν­δύ­νου δι­α­τέ­μνει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­πι­λο­γή μας γιὰ νὰ ζοῦ­με πλη­ρέ­στε­ρα σύμ­φω­να μὲ τὸν Robert Musil. Ὁ Bolaño, ὅ­μως, ἑ­στί­α­σε στὴν ἐ­πι­κιν­δυ­νό­τη­τά του νὰ εἶ­ναι κα­νεὶς πα­ράλ­λη­λα καὶ τολ­μη­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, εἰδικὰ διη­γη­ματογρά­φος, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ἀλλοῦ. Εὔ­λο­γα συμ­πε­ραί­νει κα­νεὶς αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πι­σή­μα­νε ὁ Irving Howe πε­ραι­τέ­ρω γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, δη­λα­δὴ τὸ πό­σο τολ­μη­ροὶ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι οἱ συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἐ­πι­χει­ροῦν νὰ ἐ­κτε­θοῦν σὲ ἕ­να τό­σο μι­κρὸ κει­με­νι­κὸ χῶ­ρο, ὅ­που κα­μί­α ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ ἀ­δυ­να­μί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ κρυ­φτεῖ.

       «Μὴ δη­μο­σι­εύ­ε­τε ὥ­σπου νὰ ἔ­χε­τε ἐ­πε­ξερ­γα­στεῖ του­λά­χι­στον δέ­κα φο­ρὲς τὸ κεί­με­νο καὶ μέ­χρι νὰ εἶ­στε ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­οι ὅ­τι δὲ θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ τὸ ἔ­χε­τε γρά­ψει δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ὁ Χι­λια­νὸς ποι­η­τὴς Jorge Teillier πρό­τει­νε κά­πο­τε τὴ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς τη­λε­φω­νι­κῆς γραμ­μῆς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης μὲ εἰ­δι­κὰ κα­ταρ­τι­σμέ­νους χει­ρι­στὲς νὰ συμ­βου­λεύ­ουν καὶ νὰ ἀ­πο­τρέ­πουν ὅ­σους τη­λε­φω­νοῦ­σαν γιὰ νὰ ποῦν ὅ­τι αἰ­σθά­νον­ταν ἔμ­πνευ­ση νὰ γρά­ψουν ἕ­να ποί­η­μα. Πι­στεύ­ω ὅ­τι χρει­α­ζό­μα­στε γραμ­μὲς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης γιὰ νὰ βο­η­θή­σου­με ὅ­σους ὑ­πο­φέ­ρουν ἀ­πὸ ὀ­ξεί­α μι­κρο­δι­η­γή­τι­δα.» Αὐ­τὴ εἶ­ναι μί­α ἐμ­πο­τι­σμέ­νη μὲ χι­οῦ­μορ συμ­βου­λὴ[11] τοῦ Juan Armando Epple ποὺ ἔ­δω­σε στὴ συνέντευξή του στὸν Ἀρ­γεν­τι­νὸ Martín Gardella τὸ 2013, πα­ρό­τι στὸ ἐ­ρευ­νη­τι­κό του ἔρ­γο διέκρινε τὸν ἀνανεωτικὸ ρόλο τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, τὴν ἀλ­λα­γὴ πα­ρα­δείγ­μα­τος, καὶ ἀ­να­γνώ­ρι­σε τὴν αὐ­το­δι­ά­θε­σή της. Στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ εἴ­δους ποὺ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μὲ τί­τλο MicroQuijotes, συγ­κέν­τρω­σε ἀ­πὸ τοὺς Borges, Arreola, Ana María Shua, Rubén Darío, καὶ πολ­λοὺς ἄλ­λους, πε­νήν­τα πα­ραλ­λα­γὲς τοῦ μύ­θου τοῦ Δὸν Κι­χώ­τη καὶ τῶν ἡ­ρώ­ων του, μὲ τὰ κρι­τή­ρια ποὺ θε­ω­ροῦ­σε κρι­σι­μό­τε­ρα γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: συν­το­μία, ἀ­κρί­βεια, εὐ­ρυ­μά­θεια καὶ ὀ­ξύ­νοι­α[12].

       Ὁ Epple (γέν. 1946) ἦ­ταν ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Harvard (1980), κα­θη­γη­τὴς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὄ­ρεγ­κον, ἐ­ρευ­νη­τής, ποι­η­τὴς καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ἀ­πε­βί­ω­σε τὸν Ἰ­α­νουά­ριο τοῦ 2022 πα­ρα­δί­δον­τάς μας πο­λύ­τι­μο ἐρευνητικὸ ἔργο γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Στὸν συλ­λο­γι­κὸ τό­μο κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων γιὰ τὸ εἶ­δος μὲ τί­τλο Mini­fic­ción y na­no­filo­lo­gía, La­titu­des de la hi­per­bre­ve­dad (ἐπ. Ana Rueda, 2017) ἀ­νέ­δει­ξε τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἱ­σπα­νό­λε­κτης νου­άρ, ἀ­στυ­νο­μι­κῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, σὲ μιὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση μὲ τί­τλο El micropolicial. Ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν τυ­πο­λο­γί­α τοῦ ἀ­στυ­νο­μι­κοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος τοῦ Tzvetan Todorov γιὰ τὴν ἐ­ξέ­τα­ση μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο τῶν Ramón Gómez de la Serna, Max Aub, Jorge Luis Borges, Enrique Anderson Imbert, Julio Cortázar, Marco Deveni, David Lagmanovich, Raúl Brasca, Luis Mateo Díez, Juan Romagnoli καὶ Ana María Shua. Πρό­κει­ται γιὰ ἕ­να συ­ναρ­πα­στι­κό, πυ­κνὸ πα­νό­ρα­μα αὐ­τοῦ του ὑ­πο­εί­δους μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ὅ­μως ἂν πα­ρα­κο­λου­θή­σει κα­νεὶς τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἀ­πό­στα­ξης τοῦ Epple στὸ ἔρ­γο τῶν πα­ρα­πά­νω μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­πλου­τί­σει γε­νι­κὰ τὶς γνώ­σεις του σχε­τι­κὰ μὲ τὶς ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στες δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τῶν τῶν σύν­το­μων ρη­μα­τι­κῶν ἀ­να­πτυγ­μά­των μὲ ὑ­ψη­λὸ βαθ­μὸ ἀ­φη­γη­μα­τι­κό­τη­τας ἀ­πὸ κο­ρυ­φαί­ους καλ­λι­ερ­γη­τὲς τοῦ εἴ­δους. Ὁ Epple ἐ­πέ­λε­ξε νὰ κλεί­σει τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη πα­ρου­σί­α­σή του μὲ τὸ ἑ­ξῆς δεῖγ­μα τῆς Shua, μὲ τί­τλο «Πα­ρα­πλά­νη­ση»[13] («Pista Falsa»[14]): «Ἀ­κο­λου­θῆ­στε τὸ ἴ­χνος τῶν λε­κέ­δων. Δὲ θὰ εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο; Πῶς θὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ­δη­γοῦν στὸ πτῶ­μα καὶ ὄ­χι στὸν δο­λο­φό­νο; (Ἀλ­λὰ οἱ λε­κέ­δες εἶ­ναι ἀ­πὸ με­λά­νι, καὶ ὁ­δη­γοῦν στὴ λέ­ξη τέ­λος).»


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Οἱ συλ­λο­γὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Con Tinta Sangre τοῦ Juan Armando Epple καὶ Jerks τῆς Αμερικανίδας Sara Lippmann.


Οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες «My Mother’s Ghost» καὶ «Warsaw Circus» τῶν Ἀμερικανίδων Francine Witte και Kathryn Kulpa.


Τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα «Wanted, Dead or Alive» τῆς Ὀλ­λαν­δῆς Lotte van der Krol.


Τὸ ὑ­βρι­δι­κὸ βι­βλί­ο Modern Animal τῆς Οὐ­κρα­νῆς Yevgenia Belorusets.


Τὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ HAD.


Ὁ ἐ­τή­σιος δι­ε­θνὴς δι­α­γω­νι­σμὸς δι­η­γή­μα­τος στὴν ἀγ­γλι­κὴ γλώσ­σα Bristol Short Story Prize μὲ κα­τα­λη­κτι­κὴ ἡ­με­ρο­μη­νί­α ὑ­πο­βο­λῆς στὶς 4 Μα­ΐ­ου 2022.


Ἀνθρωπότητα, Μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τα αἰ­σι­ό­δο­ξη ἱ­στο­ρί­α, βι­βλί­ο τοῦ Ὀλ­λαν­δοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ Rutger Bergman.


H ἀν­θο­λο­γί­α κρι­τι­κῶν κει­μέ­νων The Best of Brevity: Twenty Ground­breaking Years of Flash Non­fiction γιὰ τὴ συν­το­μί­α στὸ δο­κί­μιο.


συλλογή φωτογραφιῶν τοῦ μου­σεί­ου The Met. Πε­ρι­λαμ­βά­νoν­ται ἡ Πυ­ξί­δα (The Compass, 1920) τοῦ Man Ray, ὁ Λαι­μὸς τῆς Georgia O’ Keefe (Neck, 1921) τοῦ Alfred Stieglitz, καὶ ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ πα­ρόν­τος δελ­τί­ου τοῦ T. Lux Feininger. Στὸ ἀλ­λό­κο­το πορ­τραῖ­το τοῦ Clemens Röseler, τοῦ μα­θη­τῆ τοῦ Bauhaus ποὺ ἀ­πει­κο­νί­ζει, ὁ Feininger ἀ­πα­θα­νά­τι­σε τὸ 1928 τὴν ὑ­πό­στα­ση ἑ­νὸς ἀ­δι­ά­φο­ρου, ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­η­μέ­νου, ψυ­χροῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὄν­τος.


συλλογή των 100 ἐ­πι­δρα­στι­κό­τε­ρων φω­το­γρα­φι­ῶν σύμ­φω­να μὲ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ TIME τὸ 2016. Στὸ Νο 80 βρί­σκε­ται ἡ φω­το­γρα­φί­α τοῦ Roger Fenton μὲ τί­τλο The Valley of the Shadow of Death, 1855, ἀ­πὸ τὸν Κρι­μα­ϊ­κὸ πό­λε­μο 1853-56, τὸν πρῶ­το πό­λε­μο στὴν ἱ­στο­ρί­α ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χου­με φω­το­γρα­φι­κὰ τεκ­μή­ρια.

Ἡ σύν­θε­ση Danzón No 2 τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ Arturo Márquez ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­χή­στρα τοῦ Πα­ρι­σιοῦ καὶ μα­έ­στρο τὴν ἐ­πί­σης Με­ξι­κα­νὴ Alondra de la Parra.


Τὰ τρα­γού­δια Sueño en Paraguay καὶ Sano τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Chancha Via Circuito & τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς Luvi Torres τὸ δεύ­τε­ρο, στὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­κρί­νε­ται καὶ ἀ­κου­στι­κά τὸ πέ­ρα­σμα ἀ­πὸ τὸν λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὸ μα­γι­κὸ ρε­α­λι­σμὸ στὴν ἀν­τί­δρα­σή του, στὸ κί­νη­μα McOndo.

 

Τὸ τρα­γού­δι Vesna (Ἄ­νοι­ξη) τοῦ οὐ­κρα­νι­κοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος DakhaBrakha καὶ ἡ τε­λευ­ταί­α σκη­νὴ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Νοσταλγία τοῦ Ρώ­σου Andrey Tarkovski.


[1] Μετάφραση δική μου.
[2] Μετάφραση δική μου.
[3] Μετάφραση δική μου.
[4] tzontli=κεφάλι, κρανίο και pantli= σειρά
[5] Μετάφραση δική μου.
[6] Μετάφραση δική μου.
[7] Μετάφραση δική μου.
[8] Μετάφραση δική μου.
[9] Μετάφραση δική μου.
[10] López–Calvo, Ignacio. “Las Guerras Floridas De Roberto Bolaño: Memoria, Melan­colía y Pierre Menard.” Desde el Sur. Revista de Ciencias Humanas y Sociales de la Universi­dad Científica del Sur (2015): 257–274.
[11] Μετάφραση δική μου.
[12] Castro Jéssica, “El Quijote en Chile: el caso de los MicroQuijotes (2005) de Juan Armando Epple”, en Visiones y Revisiones cervantinas. Actas selectas del VII Congreso Internacional de la Asociación de Cervantistas, Madrid, Ediciones del Centro de Estudios Cervantinos, 2011.
[13] Μετάφραση δική μου.
[14] Shua, Ana María, Casa de geishas, Editorial Sudamericana, Buenos Aires, 1992.

Πηγή:  Πρώτη δημοσίευση.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.

Εἰκόνα: Φωτογραφικὸ πορτραῖτο τοῦ Clemens Röseler (1928) ἀπὸ τὸν T. Lux Feininger (1910-2011).


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στά­ση



[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Τρί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.

Δελ­τί­ο#19]


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου


μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: στά­ση


ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ τί­πο­τα πιὸ νό­στι­μο ἀ­πὸ τὸ μά­τι τοῦ ἐ­χθροῦ σου. Γυ­ρο­φέρ­νει ἀ­νά­με­σα στὰ δόν­τια σὰν ρώ­γα στα­φυ­λιοῦ, μὲ ἀ­μυ­δρὴ γεύ­ση θά­λασ­σας. Αὐ­τὴ εἶ­ναι μιὰ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ συλ­λο­γὴ ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ εἴ­δους τοῦ Max Aub μὲ τί­τλο Πα­ρα­δειγ­μα­τικοὶ φόνοι.

       Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ Julián Sánchez Ca­ra­ma­za­na ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γή του μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Ve­nidos del mie­do μὲ τί­τλο «Κοι­νω­νι­κὸ προ­βλη­μα»[1] («Problema social») εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: Ὁ νό­μος Τα­λιὸν ἔ­πρε­πε νὰ κα­ταρ­γη­θεῖ ἐλ­λεί­ψει πο­λι­τῶν ποὺ εἶ­χαν ἕ­να μά­τι ἢ ἕ­να δόν­τι. Προ­φα­νῶς ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο τῆς αὐ­το­δι­κί­ας καὶ ἀν­τα­πό­δο­σης, στὸ ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ «ὀ­φθαλ­μὸς ἀν­τὶ ὀ­φθαλ­μοῦ», στὸ νό­μο τοῦ ἀν­τι­πε­πον­θό­τος ἢ τῆς ταυ­το­πά­θειας, στὸ lex talionis στὸ ρω­μα­ϊ­κὸ δί­και­ο καὶ στὸ an eye for an eye, a tooth for a tooth στὸ ἀγ­γλο­σα­ξο­νι­κό. Ὁ σαρ­κα­στι­κὸς τί­τλος της δι­α­τρέ­χει ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α μας ἀ­πὸ «τὴν ἀρ­χὴ τῶν ποι­νῶν» ἢ τὸ «δί­και­ο τοῦ κο­λά­ζειν[2]», ἕ­ναν ὅ­ρο συν­τή­ρη­σης τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ προ­στα­σί­ας τοῦ δη­μο­σί­ου συμ­φέ­ρον­τος.

       Καὶ οἱ δύ­ο πα­ρα­πά­νω μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες μᾶς κα­λοῦν νὰ κά­νου­με μί­α στά­ση καὶ νὰ ἀ­να­λο­γι­στοῦ­με τὴν πο­λε­μο­χα­ρῆ φύ­ση μας, τὶς ἠ­ρα­κλεί­τει­ες ἰ­δέ­ες τῆς «φύ­σης ὡς πεδίο μά­χης» καὶ «τοῦ πο­λέ­μου ὡς πα­τέ­ρα τῶν πάν­των», τὸ κε­φά­λαι­ο «Πε­ρὶ τοῦ δι­καί­ου τῶν ἀν­τι­ποί­νων» στὰ Ἠ­θι­κὰ Νι­κο­μά­χεια τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ἀλ­λὰ καὶ τὴ δι­α­χρο­νι­κὴ ἀν­θρώ­πι­νη ἕλ­ξη πρὸς τὴν Τέχνη τοῦ πο­λέμου, ὅ­πως τὴν ἐ­ξέ­φρα­σε ὁ Κι­νέ­ζος Tzu Sun 2.500 χρό­νια πρίν.


Βρε­τα­νοὶ καὶ Κι­νέ­ζοι ἐ­ρευ­νη­τὲς μό­λις ἀνακά­λυψαν μέ­σα σὲ ἕ­να ἀ­πο­λι­θω­μέ­νο αὐ­γὸ ποὺ φυ­λασ­σό­ταν ἀ­πὸ τὸ 2000 στὸ Yingliang Stone Nature History Museum στὴ νό­τια Κί­να τὸ πιὸ ἄ­ψο­γα δι­α­τη­ρη­μέ­νο ἔμ­βρυ­ο δει­νο­σαύ­ρου ποὺ ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ πο­τὲ ἕ­ως τώ­ρα. Τὸ ἔμ­βρυ­ο ἀ­νή­κει στὸ εἶ­δος τῶν δί­πο­δων ὀ­βι­ρα­πτο­ρο­σαύ­ρων (ποὺ ση­μαί­νει σαῦρα ποὺ κλέβει αὐ­γά) καὶ ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἡ­λι­κί­ας γύ­ρω στὰ 100 μὲ 66 ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χρό­νια. Τὸ βά­φτι­σαν «Μω­ρὸ Γιν­γκλιὰνγκ» καὶ ἡ πε­ραι­τέ­ρω με­λέ­τη του ἀ­να­μέ­νε­ται νὰ μᾶς δώ­σει ἀ­νε­κτί­μη­τες πλη­ρο­φο­ρί­ες γιὰ τὴν Ὕ­στε­ρη Κρη­τι­δι­κὴ πε­ρί­ο­δο στὴν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει.


Στὶς 21 Δε­κεμ­βρί­ου 2021 συμ­πλη­ρώ­θη­καν 100 χρό­νια ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­ση τοῦ Augusto Monterroso, ὁ­πό­τε καὶ κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἀν­θο­λο­γί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν μὲ τί­τλο Cu­ando des­per­tó, Mon­ter­roso to­da­vía esta­ba al­lí (Ὅ­ταν ξύ­πνη­σα, ὁ Μον­τε­ρό­σο ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ) μὲ κεί­με­να ἀ­πὸ πε­ρί­που 100 ἱ­σπα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς.

       Ὅ­λο τὸ 2021, πα­ρὰ τὴν παν­δη­μί­α, δι­ορ­γα­νώ­θη­καν ἀρ­κε­τὲς ἐ­πε­τεια­κὲς ἐκ­δη­λώ­σεις στὴ Λ. Ἀ­με­ρι­κή. Στὸ σχε­τι­κὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου e-Kuoreo, ἡ ἐμ­βλη­μα­τι­κὴ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ εἴ­δους ἀ­πὸ τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ Ana María Shua συμ­με­τέ­χει μὲ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Τὸ μέ­γε­θος με­τρά­ει[3] («El tamano importa»), ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἡ ἑ­ξῆς: Τὸ 1832, ὁ πρῶ­τος ἐ­λέ­φαν­τας ποὺ πά­τη­σε τὸ πό­δι του στὴ γῆ τῶν Ἀζ­τέ­κων ἔ­φτα­σε στὸ Με­ξι­κὸ μὲ ἕ­να τσίρ­κο. Τὸν φώ­να­ζαν Μoγκούλ[4]. Με­τὰ τὸν θά­να­τό του, τὸ κρέ­ας του που­λή­θη­κε στοὺς πλα­νό­διους μά­γει­ρες γιὰ ἀν­το­χί­τος[5] καὶ ὁ σκε­λε­τός του ἐ­κτέ­θη­κε σὲ κοι­νὴ θέ­α θαρ­ρεῖς καὶ ἀ­νῆ­κε σὲ κα­νέ­να προ­ϊ­στο­ρι­κὸ ζῶ­ο. Τὸ τσίρ­κο εἶ­χε ἐ­πί­σης ἕ­ναν μι­κρό­σω­μο δει­νό­σαυ­ρο, ὄ­χι με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να ἰγ­κουά­να, ἀλ­λὰ δὲν τρα­βοῦ­σε τὴν προ­σο­χὴ πα­ρὰ μό­νο ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά του νὰ χο­ρεύ­ει χαμ­πα­νέ­ρα[6]. Πέ­θα­νε σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὰ τα­ξί­δια ἀ­πὸ πό­λη σὲ πό­λη, χω­ρὶς οὔ­τε μιὰ τα­φό­πλα­κα νὰ δη­λώ­νει τὸν τά­φο του καὶ δὲ θὰ γνω­ρί­ζα­με τί­πο­τα γι’ αὐ­τὸν ἐ­ὰν δὲν τὸν εἶ­χε ὀ­νει­ρευ­τεῖ ὁ Μον­τε­ρό­σο. Ἡ Shua μᾶς δί­νει μιὰ ὡ­ραί­α ἐκ­δο­χὴ γιὰ τὴν κα­τα­στα­τι­κὴ ἀρ­χὴ τῆς ἰ­δέ­ας τοῦ δει­νό­σαυ­ρου ποὺ κα­θό­ρι­σε τὸ ἔρ­γο τοῦ Μον­τε­ρό­σο καὶ δι­α­μόρ­φω­σε σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ τὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Στὸ ἴ­διο ἀ­φι­έ­ρω­μα ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ Ginés S. Cutillas μὲ τί­τλο «Ὁ λευ­κός»[7] συν­δι­α­λέ­γε­ται κυ­ρί­ως μὲ τὴν ἐμ­βλη­μα­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «La oveja Negra» («Τὸ μαῦ­ρο πρό­βα­το») τοῦ Μον­τε­ρό­σο, στὴν ὁ­ποί­α τὰ λευ­κὰ πρό­βα­τα ἔ­χουν βί­αι­α καὶ διὰ παν­τὸς ἀ­φα­νί­σει τὰ μαῦ­ρα, καὶ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴ συλ­λο­γὴ του La ov­eja Ne­gra y de­más fá­bu­las (Τὸ μαῦ­ρο πρό­βα­το καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες, 1969). Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Cutillas ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Ἄγ­γλο He­nry Wal­ter Ba­tes, ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους συ­στη­μα­τι­κοὺς ἐ­ξε­ρευ­νη­τές, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸ 1850 ξε­κί­νη­σε νὰ με­λε­τᾶ τὴ φυ­λὴ τῶν Ἄβα στὰ βά­θη τοῦ Ἀ­μα­ζο­νί­ου. Σύμ­φω­να μὲ τὴ μυ­θο­πλα­στι­κὴ ἐκ­δο­χὴ τοῦ Cutillas, ὁ λευ­κὸς ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς ἐν­τυ­πω­σι­ά­ζε­ται ὅ­ταν δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς φυ­λῆς κά­θε πρω­ῒ δι­α­λύ­ουν τὶς κα­λύ­βες τους, σβή­νουν τὶς φω­τι­ές τους καὶ με­τα­κι­νοῦν­ται σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ μέ­ρος με­τα­φέ­ρον­τας τὰ ὑ­πάρ­χον­τά τους. Μά­λι­στα, πα­ρα­κο­λου­θών­τας τους κρυμ­μέ­νος στὴν πυ­κνὴ βλά­στη­ση πα­σχί­ζει νὰ κα­τα­νο­ή­σει ἂν ἐ­πι­λέ­γουν τὴν πο­ρεί­α τους βά­σει ἀ­στε­ρι­σμῶν, κα­θὼς κά­θε βρά­δυ ἕ­νας συγ­κε­κρι­μέ­νος ἄν­τρας ἀ­πὸ τὴ φυ­λὴ ξε­νυ­χτά­ει κοι­τά­ζον­τας τὸν οὐ­ρα­νό. Μιὰ μέ­ρα αὐ­τὸς ὁ ἄν­τρας ἐμ­φα­νί­ζε­ται ξαφ­νι­κὰ μπρο­στά του μὲ φι­λι­κὴ δι­ά­θε­ση, ἀλ­λὰ σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Ἀ­φοῦ ἀν­ταλ­λάσ­σουν τυ­πι­κοὺς χαι­ρε­τι­σμούς, ὁ ἐ­ξε­ρευ­νη­τὴς τὸν ρω­τά­ει μὲ ἀ­γω­νί­α ἀ­πὸ τί προ­σπα­θοῦν νὰ ξε­φύ­γουν κά­θε πρω­ῒ καὶ με­τα­κι­νοῦν­ται δια­ρκῶς. Ὁ ἰ­θα­γε­νὴς σι­ω­πᾶ κοι­τά­ζον­τάς τον.

       Αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α μᾶς θυ­μί­ζει τὸ πο­λὺ σύν­το­μο ποί­η­μα μὲ τί­τλο «Contact» («Ἐ­πα­φή») τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Mau­reen N. McLane, στοὺς δύ­ο τε­λευ­ταί­ους στί­χους τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ McLane ἑ­στιά­ζει στὴν ἀ­παρ­χὴ τῆς σχέ­σης ἰ­θα­γε­νῶν – κα­τα­κτη­τῶν: […] ἡ πρώ­τη / ἀν­ταλ­λα­γὴ ἕ­να ψά­ρι / γιὰ δύ­ο μπι­σκό­τα[8].

       Στὸ ἴ­διο ἀ­φι­έ­ρω­μα ἀλ­λὰ ἀ­πὸ με­ταν­θρω­πι­στι­κὴ ὀ­πτι­κὴ καὶ σὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὸ χω­ρο­χρό­νο ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «Πρά­ξις με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ»[9] («La Ley Transformer») τοῦ Πε­ρου­βια­νοῦ Fernan­do Iw­asa­ki ἀ­να­δει­κνύ­ει τὸ δι­εισ­δυ­τι­κὸ βλέμ­μα τοῦ Μον­τε­ρό­σο γιὰ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο πα­ρά­γον­τα καὶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ἐν γέ­νει. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ ἀ­στρι­κοῦ ἔ­τους 1.638.425.399. Ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν εἰ­σή­γη­ση τοῦ ἀ­στρι­κοῦ εἰ­ρη­νο­δί­κη νὰ σβη­στεῖ διὰ παν­τὸς ἀ­πὸ τὴ μνή­μη ὅ­λων τῶν εἰ­δῶν ἀν­θρω­πό­μορ­φης ζω­ῆς καὶ τῶν ρομ­πὸτ ἀ­κό­μα καὶ τὸ προ­σχέ­διο τοῦ νό­μου τῆς Γα­λα­ξια­κῆς Ὁ­μο­σπον­δί­ας πε­ρὶ με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­τρέ­πει τὴν αὐ­το­δι­ά­θε­ση ὅ­λων καὶ τοὺς ἀ­φή­νει πε­ρι­θώ­ριο ἐ­πι­λο­γῆς μη­χα­νι­κοῦ φύ­λου, ταυ­τό­τη­τας, κοι­νω­νι­κοῦ ρό­λου τους καὶ λοι­πῶν ἐ­λευ­θε­ρι­ῶν. Δι­καί­ω­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τὰ τὸν εἰ­ρη­νο­δί­κη δι­αι­ω­νί­ζει ἔ­ρι­δες καὶ δι­α­μά­χες, ὅ­πως γιὰ τὸ ποι­ός εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ποια­νοῦ, για­τί τὰ ἀν­δρο­ει­δῆ νὰ ἔ­χουν κα­ταν­τή­σει σκλά­βοι τοῦ σὲξ γιὰ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους, καὶ λοι­πὰ ζη­τή­μα­τα ρό­λων καὶ ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Τε­λι­κά, ὅ­πως φαί­νε­ται νὰ ὑ­πο­νο­εῖ ὁ εἰ­ρη­νο­δί­κης, κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ καὶ κα­μί­α μορ­φὴ ἀν­θρω­πο­ει­δοῦς ἢ ρομ­πὸτ δὲν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὶς ἐ­πι­λο­γές του σὲ ἐ­πί­πε­δο προ­σω­πι­κὸ ἢ συμ­βί­ω­σης.


Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Πρώϊμα βάσανα τοῦ γεν­νη­μέ­νου στὴν πρώ­ην Γι­ουγ­κοσ­λα­βί­α Danilo Kis πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ ἑ­ξῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τί­τλο «Τὰ ἀ­χλά­δια»: Ὁ χω­ρι­κὸς σκαρ­φα­λώ­νει στὸ δέν­τρο καὶ τι­νά­ζει τὰ ἀ­χλά­δια, ποὺ πέ­φτουν μὲ θό­ρυ­βο στὴ χλό­η. Τὰ πιὸ ὥ­ρι­μα σκᾶ­νε κι ἀ­νοί­γουν, κι ἀ­πὸ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό τους ξε­χει­λί­ζουν τὰ σκου­ρό­χρω­μα σπλά­χνα τους, ποὺ θυ­μί­ζουν ὥ­ρι­μο σύ­κο. Τοὺς ἐ­πι­τί­θεν­ται οἱ σφῆ­κες, με­θυ­σμέ­νες ἀ­πὸ τὴ γλυ­κιὰ μυ­ρω­διά τους. Οἱ χω­ρι­ά­τισ­σες, ποὺ μυ­ρί­ζουν ξι­νὸ ἱ­δρώ­τα, ἀ­νοί­γουν μὲ τὰ ἡ­λι­ο­κα­μέ­να τους χέ­ρια τὰ πε­σμέ­να ἀ­χλά­δια, δι­α­λέ­γον­τας τὰ λι­γό­τε­ρο πα­ρα­γι­νω­μέ­να, τὰ πιὸ ζου­με­ρά. Ἕ­να ἀ­γό­ρι, ποὺ ὅ­λο τὸ πρω­ῒ μά­ζευ­ε κι ἔ­δε­νε στά­χυ­α, φέρ­νει τὰ ἀ­χλά­δια στὴ μύ­τη του, ὕ­στε­ρα τὰ δαγ­κώ­νει ἢ τὰ πε­τά­ει μα­κριὰ γιὰ νὰ μὴ μα­ζεύ­ον­ται σφῆ­κες. «Γιὰ κοί­τα!», λέ­ει ἡ κυ­ρί­α Μόλ­ναρ, ἡ και­νού­ρια ἀ­φεν­τι­κί­να τοῦ ἀ­γο­ριοῦ. «Αὐ­τὸς ὁ μι­κρὸς Σὰμ δι­α­λέ­γει τὰ ἀ­χλά­δια, ὁ Θε­ὸς νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σει, μὲ τὴν ὄ­σφρη­ση, λὲς καὶ εἶ­ναι σκυ­λί. Πρέ­πει νὰ τὸν πά­ρου­με γιὰ κυ­νή­γι, μα­ζὶ μὲ τὰ σκυ­λιά. Ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς, δὲν ἔ­χου­με καὶ πολ­λὰ σκυ­λιά…


Φέ­τος συμ­πλη­ρώ­θη­καν 200 χρό­νια ἀ­πὸ τὸν θά­να­το τοῦ Να­πο­λέ­ον­τα Βο­να­πάρ­τη, τοῦ «Μι­κροῦ Δε­κα­νέ­α», ὅ­πως ἦ­ταν ἀρ­χι­κά το πα­ρα­τσού­κλι τοῦ με­τέ­πει­τα Μέ­γα Να­πο­λέ­ον­τα. Στὴν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τῆς Ana Maria Shua μὲ τί­τλο La Guer­ra (Ὁ πό­λε­μος, 2019), στὴν ὁ­ποί­α πα­ρε­λαύ­νει πλῆ­θος ἱ­στο­ρι­κῶν προ­σω­πι­κο­τή­των, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἡ ἱ­στο­ρί­α ποὺ ψά­χνει τὸ ἀρ­χι­κὸ κί­νη­τρο, τὴν πρώ­τη σπί­θα, μὲ τί­τλο «Να­πο­λέ­ων, ὁ μυ­στη­ρι­ώ­δης»[10]: Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴ Ρω­σί­α, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν Ἀγ­γλί­α, μέ­σα σὲ δέ­κα μό­λις χρό­νια ὁ Να­πο­λέ­ων κα­τέ­λα­βε σχε­δὸν ὅ­λη τὴν Εὐ­ρώ­πη, μὲ κα­τα­κτή­σεις ἢ μὲ ἀ­ναγ­κα­στι­κὲς συμ­μα­χί­ες, ποι­ός ξέ­ρει γιὰ ποι­ό λό­γο ἢ γιὰ ποι­ό σκο­πό. Ὁ Να­πο­λέ­ων τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 1798 ἔ­φτα­σε θρι­αμ­βευ­τι­κὰ μὲ τὸν στρα­τό του στὴν Ἀ­λε­ξάν­δρεια. Ὁ­ρα­μα­τι­ζό­ταν νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν πο­ρεί­α τοῦ Μ. Ἀ­λε­ξάν­δρου γιὰ τὴν κα­τά­κτη­ση ἐ­δα­φῶν μέ­χρι τὴν Ἰν­δί­α κι ἔ­τσι ἐμ­ψύ­χω­νε μέ­χρι καὶ τὸν τε­λευ­ταῖ­ο στρα­τι­ώ­τη του. Πα­ρὰ τὴν τε­λι­κὰ ἀ­πο­τυ­χη­μέ­νη ἔκ­βα­ση τῆς με­σα­να­το­λι­κῆς ἐκ­στρα­τεί­ας του, ἡ­γή­θη­κε πολ­λῶν μα­χῶν, ἀλ­λὰ καὶ με­λε­τῶν γιὰ τὴ συλ­λο­γὴ ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κῶν εὑ­ρη­μά­των, ποὺ φρόν­τι­σε νὰ φτά­σουν στὴν Γαλ­λί­α, κα­θὼς ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ γιὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ αἰ­γυ­πτια­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Τὸ 1799 ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ξαφ­νι­κὰ τὸν στρα­τό του κι ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ Πα­ρί­σι, δράτ­τον­τας τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς ἀ­στά­θειας γιὰ τὴν ἄ­νο­δό του στὴν κο­ρυ­φὴ τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Ἡ στρα­τη­γι­κὴ καὶ ἡ δι­ο­ρα­τι­κό­τη­τά του ἐ­πι­βε­βαι­ώ­θη­καν ὅ­ταν τὸ 1800 ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε Πρῶ­τος Ὕ­πα­τος τῆς Γαλ­λι­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας, ποὺ σή­μα­νε οὐ­σι­α­στι­κὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς αὐ­το­κρα­το­ρί­ας του, μὲ τὴ γνω­στὴ συ­νέ­χεια. Δη­λα­δὴ αὐ­τὴ τῶν με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων, τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς τοῦ Να­πο­λεό­ντειου κώ­δικα ποὺ ἐν­σω­μά­τω­σε τὶς ἀρ­χὲς τῆς Γαλ­λι­κῆς Ἐ­πα­νά­στα­σης πε­ρὶ ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ἰ­σό­τη­τας, ἀλ­λὰ καὶ τῆς 15ετοῦς ἀ­πο­λυ­ταρ­χί­ας του. Ἡ Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ δι­α­θέ­τει τὴν ψη­φι­ο­ποι­η­μέ­νη συλ­λο­γὴ μὲ τί­τλο Να­πο­λέ­ων Βο­να­πάρ­της, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ πο­λυ­ά­ριθ­μα πρω­τό­τυ­πα ἐ­πί­ση­μα ἔγ­γρα­φα καὶ ἐ­πι­στο­λὲς ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κή του ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α, βι­βλία, χάρ­τες τῶν ἐκ­στρα­τει­ῶν του καὶ με­τάλ­λια ἀ­πὸ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἀ­νό­δου καὶ ὁ­ρι­στι­κῆς κα­τάρ­ρευ­σής του (1796-1821).


Τὸ φθι­νό­πω­ρο/χει­μώ­να τοῦ 1921 καὶ τὸν Νο­έμ­βριο τοῦ 1922 ὁ Franz Kafka ἔ­γρα­ψε δύο ση­μειώ­ματα ποὺ βρί­σκον­ται ἐ­πί­σης στὴν Ἐ­θνι­κὴ Βι­βλι­ο­θή­κη τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ στὰ ὁ­ποῖ­α ζη­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὸν φί­λο του Max Brod νὰ συλ­λέ­ξει καὶ νὰ κα­τα­στρέ­ψει ὅ­λα του τὰ χει­ρό­γρα­φα, τὴν ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του καὶ τὰ σκί­τσα του, ἐ­πι­θυ­μί­α ποὺ δὲν ἱ­κα­νο­ποί­η­σε ὁ Brod με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ Kafka, ἕ­να ζή­τη­μα ποὺ δι­καί­ως τε­λεῖ ἀ­κό­μα ὑ­πὸ συ­ζή­τη­ση. Πα­ρό­λα αὐ­τά, στὴν ὁμώνυμη ψη­φια­κὴ συλ­λο­γὴ μπο­ρεῖ νὰ δεῖ κα­νεὶς πολ­λὰ σκί­τσα του, ὅ­πως αὐ­τὸ τῆς μη­τέ­ρας του Julie Kafka νὰ δι­α­βά­ζει μὲ τὰ γυα­λιὰ πε­σμέ­να στὴ μύ­τη της. Χα­μη­λό­τε­ρα δι­α­κρί­νε­ται ἡ αὐ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­α τοῦ γιοῦ της, σὰν νὰ βρί­σκε­ται στὴν ἀρ­χὴ τῆς ὕ­παρ­ξής του, ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νος μέ­σα στὴν κοι­λιά της. Τὰ μά­τια τῆς μη­τέ­ρας δὲ δι­α­κρί­νον­ται πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της, ἐ­νῶ τὰ μά­τια καὶ τὰ αὐ­τιὰ τοῦ γιοῦ εἶ­ναι με­γά­λα καὶ ἔν­το­να. Πρό­σφα­τα κυ­κλο­φό­ρη­σε μιὰ συλ­λο­γὴ πολ­λῶν μι­κρῶν πε­ζῶν του ἄ­γνω­στων στὴν Ἑλ­λά­δα μέ­χρι τώ­ρα, ποὺ θε­ω­ροῦν­ται ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὲς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κή, μὲ τί­τλο Γιο­ζε­φί­νε ἡ ἀοι­δός. Καὶ σὲ αὐ­τὰ τὰ κεί­με­νά του ἀλ­λό­κο­τες κα­τα­στά­σεις, ὄν­τα καὶ ταυ­τό­τη­τες με­τα­μορ­φώ­νον­ται σὲ ἀ­θύρ­μα­τα τοῦ νοῦ ὡς ὑ­πεν­θύ­μι­ση τοῦ κιν­δύ­νου ἀ­να­τρο­πῆς κά­θε βε­βαι­ό­τη­τας ποὺ ἐλ­λο­χεύ­ει ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μή, ὡς ἄλ­λη μιὰ ἐ­πα­λή­θευ­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς δι­ά­στα­σης τῆς καφ­κι­κῆς ὀ­πτι­κῆς. Ὁ Βου­κε­φά­λας γί­νε­ται δι­κη­γό­ρος, ὁ Πο­σει­δώ­νας προ­βλη­μα­τί­ζε­ται γιὰ τὴν ἐμ­βέ­λεια τῆς δύ­να­μης καὶ τῆς ἐ­πιρ­ρο­ῆς του σὲ θε­οὺς καὶ ἀν­θρώ­πους, ἐ­νῶ Ἰν­διά­νοι, Ἄ­ρα­βες καὶ τσα­κά­λια κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­νά­με­σά τους ἀ­να­ζη­τών­τας τὴν τύ­χη τους, τὴ θέ­ση τους στὸν κό­σμο.


Γιὰ μέ­να, ὡς Ἰ­ρα­νὸς καὶ ἄν­θρω­πος τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τὰ κρι­σι­μό­τε­ρα ἐ­ρω­τή­μα­τα εἶ­ναι πράγ­μα­τι τὰ ἑ­ξῆς: Τί εἶ­μαι; Ποι­ός εἶ­μαι; Ποῦ στέ­κο­μαι στὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἱ­στο­ρί­α; Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ ἀ­ξια­κός ἄ­ξο­νας ἐ­πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο προ­σπά­θη­σε νὰ ἰ­σορ­ρο­πή­σει ὁ Ἰ­ρα­νὸς Hou­shang Gol­shi­  ri (1938- 2000), ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους ἐκ­προ­σώ­πους τῆς Περ­σικῆς λο­γοτε­χνίας καὶ τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ μον­τερ­νι­σμοῦ στὸ Ἰ­ράν. Ἀ­γω­νί­στη­κε ἐ­νάν­τια στὴν τυ­ραν­νί­α καὶ τὰ ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κὰ κα­θε­στῶ­τα, ἐ­ξέ­τι­σε ποι­νὲς φυ­λά­κι­σης ὡς ὑπέρ­μα­χος τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ λό­γου, ἐ­πι­μέ­νον­τας ὅ­τι ὅ­σο ζῶ θὰ γρά­φω, ὑ­πῆρ­ξε συ­νι­δρυ­τὴς τῆς Ἕ­νω­σης Ἰ­ρα­νῶν Συγ­γρα­φέ­ων (1968) καὶ τὸ 1999 τοῦ ἀ­πο­νε­μή­θη­κε τὸ γερ­μα­νι­κὸ βρα­βεῖ­ο Erich Maria Remarque Peace Prize γιὰ τὸν ἀ­γώ­να του γιὰ τὰ ἀν­θρώ­πι­να δι­και­ώ­μα­τα καὶ τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς δη­μο­κρα­τί­ας στὸ Ἰ­ράν. Ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του μὲ τί­τλο My Lit­tle Pra­yer Room (Τὸ μι­κρὸ δω­μά­τιο προ­σευ­χῆς μου) ὡς πρὸς τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ τε­χνι­κὴ ἀ­πο­τε­λεῖ κο­ρυ­φαῖ­ο πα­ρά­δειγ­μα μετω­νυμι­κής σιω­πῆς, μί­α ἀ­πὸ τὶς ἐ­ξέ­χου­σες τε­χνι­κὲς στὸν δυ­τι­κὸ μον­τερ­νι­σμὸ καὶ δο­μι­κὸ στοι­χεῖ­ο καὶ τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας. Ἡ δὲ θε­μα­το­λο­γί­α ἑ­στιά­ζει σὲ ἱ­στο­ρί­ες φυ­λα­κι­σμέ­νων ἀν­θρώ­πων οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πο­φέ­ρουν, δι­α­λύ­ον­ται καὶ φτά­νουν στὴν πα­ρά­νοι­α. Ἡ συλ­λο­γὴ αὐ­τὴ συ­νέ­βα­λε στὴν κα­τάρ­ρι­ψη τῆς ἕ­ως τό­τε ἐ­πι­κρα­τοῦ­σας ἄ­πο­ψης ὅ­τι οἱ πο­λι­τι­κοὶ κρα­τού­με­νοι ἦ­ταν (ἢ ὄ­φει­λαν νὰ εἶ­ναι) ὑ­πε­ράν­θρω­ποι, ἀ­λύ­γι­στοι ἢ φα­να­τι­κοὶ ἰ­δε­ο­λό­γοι. Πρω­το­εκ­δό­θη­κε τὸ 1975, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ 1985 ἕ­ως σή­με­ρα ἔ­χει ἀ­παγο­ρευ­θεῖ τό­σο ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α της στὸ Ἰ­ράν, ὅ­σο καὶ ἡ ἐ­πα­νέκ­δο­σή της ὁ­που­δή­πο­τε κα­θὼς τὰ πνευ­μα­τι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα δὲν ἔ­χουν δο­θεῖ ἀ­κό­μα στὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συγ­γρα­φέ­α.

       Στὸ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα τῆς συλ­λο­γῆς My Little China Doll (Ἡ μι­κρὴ πορ­σε­λά­νι­νη κού­κλα μου), ὁ Golshiri πρω­το­τυ­πεῖ ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἡ­ρωΐ­­δα εἶ­ναι μιὰ κό­ρη καὶ ὄ­χι ἕ­νας γιὸς ὅ­πως ἴ­σως νὰ πε­ρί­με­νε κα­νεὶς καὶ μά­λι­στα ἔ­φη­βη, μιὰ αὐ­ρια­νὴ πο­λί­της, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ πα­τέ­ρας ἔ­χει ἄ­δι­κα φυ­λα­κι­στεῖ, βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πάν­θρω­πα κι ἐ­κτε­λεῖ­ται γιὰ τὶς πο­λι­τι­κές του πε­ποι­θή­σεις. Ἂν καὶ παί­ζει ἀ­κό­μα μὲ τὶς κοῦ­κλες της ὀ­νει­ρεύ­ε­ται καὶ κα­τα­στρώ­νει σχέ­δια ἐ­ξόν­τω­σης τῶν βα­σα­νι­στῶν τοῦ πα­τέ­ρα της μὲ ἀ­ναί­μα­κτους τρό­πους. Ὁ Golshiri ἀ­κο­λου­θεῖ μὴ γραμ­μι­κὴ ἀ­φή­γη­ση μὲ ἀ­φαι­ρε­τι­κὲς καὶ ἀ­κρι­βεῖς ἀν­τα­πο­κρί­σεις ἀ­πευ­θεί­ας ἀ­πὸ τὴν ψυ­χο­στα­σί­α τῶν τρι­ῶν με­λῶν τῆς δι­α­με­λι­σμέ­νης οἰ­κο­γέ­νειας —πα­τέ­ρας, μη­τέ­ρα, κό­ρη—, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸ συλ­λο­γι­κὸ ὑ­πο­συ­νεί­δη­το τῶν συμ­πα­τρι­ω­τῶν του. Ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς μα­ται­ώ­σεις τῶν με­γά­λων ἀ­φη­γή­σε­ων, τοῦ ἐξ­τρε­μι­σμοῦ, τοῦ ρε­βαν­σι­σμοῦ καὶ ἀ­πο­μυ­θο­ποι­εῖ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς φυ­λα­κῆς. Τὰ κε­λιὰ τοῦ Golshiri δὲν εἶ­ναι ὁ τό­πος γέν­νη­σης ἀ­πο­φα­σι­στι­κῶν καὶ ἀ­κλό­νη­των ἡ­ρώ­ων ἀ­κτι­βι­στῶν, εἶ­ναι σκο­τει­νοὶ τό­ποι μαρ­τυ­ρί­ου ὅ­που τα ἀν­θρώ­πι­να πλά­σμα­τα προ­κα­λοῦν τρο­με­ρὸ πό­νο τὸ ἕ­να στὸ ἄλ­λο καὶ ἐ­πι­χει­ροῦν, καὶ συ­χνὰ τὸ κα­τα­φέρ­νουν, νὰ κομ­μα­τιά­σουν τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο[11].

       Σὲ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α βα­σί­στη­κε ἡ animation ται­νί­α μι­κροῦ μή­κους (διά­ρκειας 15’) μὲ τὸν τί­τλο Dads fra­gile doll (2013) τοῦ Ἰ­ρα­νοῦ σκη­νο­θέ­τη Ali Za­re Ga­natno­wi. Στὸ πνεῦ­μα τῆς ἴ­διας ἱ­στο­ρί­ας κι­νεῖ­ται καὶ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ τοῦ Βο­λι­βια­νοῦ Ed­mun­do PazSol­dán μὲ τί­τλο «Μπάρ­νες». Δι­εισ­δυ­τι­κὴ εἶ­ναι καὶ ἡ πιὸ πρό­σφα­τη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τοῦ Ἀρ­γεν­τι­νοῦ Diego Alba μὲ τί­τλο «Ἡ πρώ­τη εἰ­σβο­λὴ»[12]La pri­me­ra in­va­sión»): Κυ­ρί­α, πρέ­πει νὰ σᾶς ζη­τή­σω νὰ προ­σέ­χε­τε τὸν γιό σας. Ἁ­λώ­νι­ζε στὰ παρ­τέ­ρια, ἔ­χει πε­τσο­κό­ψει τὰ ἐν­τελ­βά­ϊς! Ὁ φύ­λα­κας τοῦ πάρ­κου κρα­τοῦ­σε τὸ ἀ­γό­ρι ἀ­πὸ τὸν για­κὰ τοῦ ναυ­τι­κοῦ κο­στου­μιοῦ του. Λυ­πᾶ­μαι πο­λύ, κύ­ρι­ε, ἀ­πάν­τη­σε ἡ μη­τέ­ρα καὶ γυ­ρί­ζον­τας πρὸς τὸ παι­δί, Ἄν­τι, ἀ­γά­πη μου, για­τί τὸ ἔ­κα­νες αὐ­τό; Ὁ Ἄν­τι τὴν κοί­τα­ξε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια καὶ τῆς πρό­σφε­ρε τὰ λου­λού­δια. Γιὰ σέ­να, μη­τέ­ρα, νὰ ἔ­χεις μιὰ κα­λὴ μέ­ρα. Ἐ­κεί­νη τὸν ἀγ­κά­λια­σε τρυ­φε­ρὰ καὶ κοί­τα­ξε τὸν φύ­λα­κα, ὁ ὁ­ποῖ­ος τῆς ἔ­νευ­σε νὰ πά­ρει τὰ λου­λού­δια. Ἀν­τί­ο, Ἄν­τι, νὰ εἶ­σαι κα­λὸ παι­δί, εἶ­πε καὶ ἄ­φη­σε τὸν μι­κρὸ ἀ­να­κα­τεύ­ον­τας τὰ μαλ­λιά του. Ἀν­τί­ο, φρά­ου… Χί­τλερ, Κλά­ρα Χί­τλερ.

       Ποῦ νὰ μα­ζεύ­εις / τὰ χί­λια κομ­μα­τά­κια / τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που, εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ϊ­κοὺ τοῦ Γ. Σε­φέ­ρη στὸ Τε­τρά­διο Γυ­μνα­σμά­των (1928-1937). Κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 1940 κα­τὰ τὸν Β’ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο, σχε­δὸν μι­σὸ αἰ­ώ­να με­τὰ τὴ Διά­σκε­ψη τοῦ Βε­ρο­λί­νου (1884-85) γιὰ τὸν δι­α­μοι­ρα­σμὸ τῆς ἀ­φρι­κα­νι­κῆς ἠ­πεί­ρου στὶς ὑ­περ­δυ­νά­μεις τῆς Δύ­σης, ἱ­στο­ρι­κὸ γε­γο­νὸς ποὺ δι­α­πνέ­ει τὸ ἐμ­βλη­μα­τι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Τα πάντα γί­νονται κομ­μάτια τοῦ Νι­γη­ρια­νοῦ Chi­nua A­che­be. Ἐ­π’ αὐ­τοῦ, ὁ Κώ­στας Σι­α­φά­κας στὸ ἀ­φή­γη­μα «Ὁ χάρ­της» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ του Τὸ ψά­ρι καὶ τὸ ζά­ρι συ­νο­ψί­ζει εὔ­στο­χα: Ἡ Ἀ­φρι­κὴ κα­τα­τε­μα­χι­σμέ­νη ἀ­πὸ ἀ­νε­λέ­η­το μα­χαί­ρι, δὲν ἔ­στα­ζε οὔ­τε μιὰ στα­γό­να, ἀλ­λὰ μοῦ θύ­μι­σε με­γά­λο βα­σα­νι­σμέ­νο ζῶ­ο. Καὶ πα­ρα­κά­τω, […] κοί­τα­ζα στὸν χάρ­τη τὴν κου­κί­δα μου καὶ ἀ­πὸ κά­τω τὴν τε­ρά­στια Ἀ­φρι­κή, σὰν πρη­σμέ­νο πρό­σω­πο χω­ρὶς στό­μα.


Στὶς 17-19 Νο­εμ­βρί­ου 2021 πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τὸ IV Συμ­πό­σιο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας Κα­να­ρί­ων Νή­σων μὲ τί­τλο Mi­cro­nau­tas en el ci­be­re­spa­cio, mini­fic­ción y ciber­cul­tura, μὲ ἀρ­κε­τὲς πρω­τό­τυ­πες ἀ­να­κοι­νώ­σεις γιὰ τὸ μέλ­λον τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ὡς εἶ­δος ποὺ τεί­νει νὰ αὐ­το­νο­μη­θεῖ, ἀλ­λὰ βα­σί­ζε­ται στὴ συ­νέρ­γεια μὲ ἄλ­λα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη καὶ ἡ ἔκ­δο­ση τῶν πρα­κτι­κῶν ἀ­να­μέ­νε­ται μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον.

       Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ 2021 ση­μει­ώ­θη­καν ρα­γδαῖ­ες ἐ­ξε­λί­ξεις στὴν κβαν­τι­κὴ τε­χνο­λο­γί­α. Ἐ­ρευ­νη­τὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Queensland στὴν Αὐ­στρα­λί­α δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ κβαν­τικό μι­κρο­σκό­πιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρέ­χει γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἀ­πει­κό­νι­σης ἀ­πει­ρο­ε­λά­χι­στων τμη­μά­των τῆς ὕ­λης μέ­σω τῆς τε­χνο­λο­γί­ας τῆς κβαν­τικής διεμ­πλοκῆς, φαι­νό­με­νο ποὺ βα­σί­ζε­ται στὴν ἀλ­λη­λε­πί­δρα­ση δύ­ο ἢ πε­ρισ­σό­τε­ρων σω­μα­τι­δί­ων. Ἄλ­λοι ἐ­ρευ­νη­τὲς στὸ Qutech στὸ Delft τῆς Ὀλ­λαν­δί­ας δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ πρῶτο κβαν­τι­κό δί­κτυο πολ­λα­πλῶν κόμ­βων ποὺ θὰ ἀλ­λά­ξει τὸν τρό­πο ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας μας, ὁ­δη­γών­τάς τη σὲ ἕ­να ἀ­σύλ­λη­πτο γιὰ τὰ ἕ­ως τώ­ρα δε­δο­μέ­να μας ἐ­πί­πε­δο τα­χύ­τη­τας, ὑ­ψη­λῆς κρυ­πτο­γρα­φί­ας καὶ συν­το­νι­σμοῦ πο­λυ­ά­ριθ­μων με­ρῶν.

       Τέ­λος, μὲ τὶς πρω­το­φα­νεῖς δυ­να­τό­τη­τες γιὰ τὴν ἐ­ξε­ρεύ­νη­ση τοῦ σύμ­παν­τος τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου καὶ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρου τηλε­σκο­πί­ου Ja­mes Webb ποὺ ἐ­κτο­ξεύ­τη­κε στὸ δι­ά­στη­μα στὶς 25 Δε­κεμ­βρί­ου, εὐ­ελ­πι­στοῦ­με νὰ ἐμ­πλου­τί­σου­με τὶς γνώ­σεις μας γιὰ τὴν ἀρ­χὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ σύμ­παν­τος καὶ τὴ θέ­ση μας σὲ αὐ­τό.


 

θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις


ΔΥΣΤΥΧΩΣ οἱ πο­λι­τι­κὲς θε­ω­ρί­ες μας εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο εὐ­φυ­εῖς ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­στή­μη μας καὶ δὲν ἔ­χου­με μά­θει ἀ­κό­μα πῶς νὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με τὴ γνώ­ση καὶ τὴ δε­ξι­ό­τη­τά μας μὲ τρό­πους ποὺ νὰ βελ­τι­στο­ποι­οῦν τὴ ζω­ή μας, ἀ­κό­μα καὶ νὰ τὴ δο­ξά­ζουν[13], εἶ­χε γρά­ψει ὁ δι­ο­ρα­τι­κὸς Bertrand Russel, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πα­σχό­λη­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ τὸ ἐ­ρώ­τη­μα Γιατί πο­λε­μοῦν οἱ άν­θρω­ποι. Ὡς στω­ϊ­κὴ ἀ­πάν­τη­ση θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν οἱ στί­χοι: Κά­θε ἄν­θρω­πος ἔ­χει δύ­ο / μά­χες νὰ δώ­σει: / στὰ ὄ­νει­ρα πα­λεύ­ει μὲ τὸν Θε­ὸ / ξύ­πνιος, μὲ τὴ θά­λασ­σα[14], τοῦ Ἰ­σπα­νοῦ ποι­η­τῆ Antonio Machado στὴ συλ­λο­γὴ τοὔ Campos de Ca­stil­la (1907-1917). Ὅ­μως, ἐμ­βλη­μα­τι­κὰ ἔρ­γα ποὺ ἔ­χουν ση­μα­δέ­ψει τὴν παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνί­α δι­α­χρο­νι­κὰ μᾶς ἔ­χουν θέ­σει πρὸ τῶν εὐ­θυ­νῶν μας γιὰ τὶς ἐ­πι­πτώ­σεις  τῶν ἀ­πε­χθῶν πρά­ξε­ών μας καὶ πα­ρὰ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες ἐν­δεί­ξεις ὅ­τι ὁ­δεύ­ου­με πρὸς ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὸ ἀ­φα­νι­σμό, ἐ­φευ­ρί­σκου­με ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νους τρό­πους ἀλ­λη­λο­ε­ξόν­τω­σης.

       Εὐ­τυ­χῶς, ἡ πο­λι­τι­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς λο­γο­τε­χνί­ας δὲ γνω­ρί­ζει πλέ­ον σύ­νο­ρα ἢ χρο­νι­κοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμούς, ὅ­πως το­νί­ζει καὶ ὁ Βρα­ζι­λιά­νος Silviano Santiago στὸ ἄρ­θρο του «Una literatura anfibia». Σὲ αὐ­τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς ἀμ­φί­βια τὴ σύγ­χρο­νη βρα­ζι­λι­ά­νι­κη λο­γο­τε­χνί­α λό­γῳ τοῦ συν­δυα­σμοῦ τοῦ κο­σμο­πο­λί­τι­κου καὶ το­πι­κοῦ στοι­χεί­ου ποὺ δι­α­τη­ρεῖ καὶ τῆς δυ­σκο­λί­ας ποὺ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νὰ ἔ­χουν οἱ συγ­γρα­φεῖς στὶς οὐ­το­πι­κές τους ἀ­να­ζη­τή­σεις νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σουν τὶς ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὲς πτυ­χὲς τέ­χνης καὶ πο­λι­τι­κῆς σὲ μί­α χώ­ρα καὶ σὲ μί­α πε­ρι­ο­χὴ ὅ­που οἱ οἰ­κο­νο­μι­κὲς ἀ­νι­σό­τη­τες, ἡ βί­α καὶ ἡ κοι­νω­νι­κὴ ἀ­πο­ξέ­νω­ση κα­θο­ρί­ζουν τὴν κοι­νω­νι­κὴ τά­ξη, γε­γο­νὸς ποὺ ἰ­σχύ­ει, δυ­στυ­χῶς, σχε­δὸν σὲ ὅ­λα τα μή­κη καὶ πλά­τη τοῦ κό­σμου μας.


Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἡ τέ­χνη τοῦ λό­γου ὑ­πῆρ­ξε ἀ­νέ­κα­θεν ἕ­νας τρό­πος ἀν­τί­στα­σης σὲ κά­θε μορ­φὴ ἀ­γώ­να ἢ πο­λέ­μου, γε­γο­νὸς ποὺ ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως ἀ­να­λύ­ει ἡ Ἰ­τα­λί­δα Pa­ola Del Zop­po στὴ με­λέ­τη της γιὰ τὴν πο­λὺ σύν­το­μη φόρ­μα στὴ γερ­μα­νι­κὴ γλώσ­σα με­τα­ξύ του 1960 καὶ τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 21ου αἰ. Ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ana Maria Shua θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἡ λο­γο­τε­χνί­α, εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­θε­το τῆς πο­λι­τι­κῆς ὀρ­θό­τη­τας, εἶ­ναι ὅ,τι μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ σκε­φτοῦ­με ὅ­τι κά­τι εἶ­ναι ἄ­σπρο καὶ μαῦ­ρο ταυ­τό­χρο­να καὶ ἀ­δι­ά­κρι­τα, ἰ­δέ­α ποὺ ὑ­πο­στη­ρί­ζει στὸ ἔ­πα­κρο στὴν πρό­σφα­τη συλ­λο­γή της μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν La Guer­ra, τὴν ὁ­ποί­α εἴ­δα­με πα­ρα­πά­νω. Μά­λι­στα, στὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο τῆς συλ­λο­γῆς οἱ ἀ­να­γνῶ­στες κα­λοῦν­ται νὰ συμ­με­τέ­χουν στὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τῶν πυ­κνῶν καὶ πο­λυ­ε­πί­πε­δων μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν της μὲ τὶς ἱ­στο­ρι­κές τους γνώ­σεις, τὸ πο­λι­τι­σμι­κό τους ὑ­πό­βα­θρο καὶ τὶς αἰ­σθη­τι­κές τους προσ­λαμ­βά­νου­σες, μὲ τὸν ὑ­πό­τι­τλο αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο σὲ χρει­ά­ζε­ται.

       Πα­ρό­λο ποὺ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α βα­σί­ζε­ται στὴν δι­α­δρά­ση, ἔν­νοι­α μὲ πο­λε­μι­κὸ δεί­κτη, κα­θὼς ἀλ­λι­ῶς ἀ­κού­γε­ται μιὰ μο­νο­δι­ά­στα­τη ἀ­λή­θεια καὶ ἀλ­λι­ῶς σὲ μιὰ γε­νε­α­λο­γί­α τῆς ἀλ­λη­λε­πί­δρα­σης ἢ τῆς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, συλ­λο­γὲς ὅ­πως αὐ­τὴ τῆς Shua δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ μί­α στά­ση-ἀ­πό­στα­ση ἀ­πὸ τὸν ἰ­σο­πε­δω­τι­κὸ καὶ φρε­νή­ρη τρό­πο ζω­ῆς μας. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ ἀ­πο­χω­ρη­τι­σμὸ ἢ σχά­ση, ἀλ­λὰ γιὰ μί­α στά­ση-συμ­πα­ρά­στα­ση τὴν ὁ­ποί­α εὐ­νο­εῖ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α σὲ μέ­γι­στο βαθ­μό. Ἀ­φε­νός, ἐ­πει­δὴ θε­ω­ρῶ ὅ­τι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἀποτελεῖ δίκτυο καὶ μέσο δικτύωσης. Ἀ­φε­τέ­ρου, δι­ό­τι εἶ­ναι προ­κλη­τι­κὴ σὲ δι­ά­φο­ρα ἐ­πί­πε­δα σκέ­ψης: ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἔ­κτα­ση (με­τα­μορ­φώ­νει τὸ μι­κρὸ σὲ με­γά­λο, ἡ συν­το­μί­α της θέ­τει ζή­τη­μα πλή­ρους νο­η­τι­κῆς κα­τα­νό­η­σης ἢ ἀλ­λι­ῶς εὐ­γλωτ­τί­ας), στὶς προσ­δο­κί­ες (πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­να τό­σο σύν­το­μο κεί­με­νο νὰ εἶ­ναι τό­σο βα­θὺ ἢ ἔν­το­νο;) καὶ στὸν χρό­νο (ἡ δι­α­νο­η­τι­κὴ ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α δια­ρκεῖ πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­γνω­ση, εὐ­νο­εῖ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς ἀ­νά­γνω­σης καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση κο­ρυ­φώ­νε­ται μὲ τὴν ἐμ­πέ­δω­ση τοῦ νο­ή­μα­τος).

       Προ­κλη­τι­κό­τε­ρη ὅ­λων εἶ­ναι ἡ ἀ­δά­μα­στη, ἀ­τα­ξι­νό­μη­τη καὶ ἀ­πρό­βλε­πτη φύ­ση τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ἐ­πει­δὴ συν­δυά­ζει ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς τε­χνι­κὲς ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ ὑ­πό­λοι­πα εἴ­δη. Δὲν ἀ­πο­βλέ­πει στὴν με­τα­μόρ­φω­σή της σὲ ἀν­τί­πα­λο δέ­ος ἀ­πέ­ναν­τί τους. Ὅ­μως ρι­ζω­μέ­νη στὸν πυ­ρή­να τῆς ἀ­φή­γη­σης, ὡς ἔν­στα­ση στοὺς δι­α­χω­ρι­σμούς, μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὸν στί­χο τοῦ Ν. Βρετ­τά­κου: ἡ συ­νεί­δη­ση εἶ­ναι τὸ βά­θος τοῦ ἀν­θρώ­που / Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι τὸ πλά­τος του, καί, φαι­νο­με­νι­κὰ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη στὴ συν­το­μί­α της, ἐ­πι­και­ρο­ποι­εῖ τὸ ἀ­πό­φθεγ­μα τοῦ An­to­nio Por­chia, Οἱ ἁ­λυ­σί­δες ἐν χρή­σει δὲν ἁ­λυ­σο­δέ­νουν. Στοι­χεῖ­α ποὺ ἂν συν­δυα­στοῦν ἐν­δε­χο­μέ­νως νὰ συ­στα­θεῖ μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀρ­χή.


προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης


Τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Σπαρτιάτες τοῦ Richard Gwyn.


Τὴ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τοῦ Augusto Monterroso La o­ve­ja negra y de­más fá­bu­las.


Τὸ βι­βλί­ο μὲ κρι­τι­κὰ κεί­με­να τοῦ Lauro Zavala, El di­no­sa­u­rio a­no­ta­do: e­di­ción crí­ti­ca de «El dino­sa­urio» de Au­gu­sto Mon­ter­roso.


Τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὀ­δον­τό­­κρε­μα μὲ χλω­ρο­­φύλ­­λη τοῦ Ἠ. Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λου.


Τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἀ­να­το­λι­κὰ τῆς Δύ­σης τοῦ Miroslav Penkov.


To ἀ­φή­γη­μα Κονγκό τοῦ Eric Vuillard.


Τὴ νου­βέ­λα Τί εἶ­ναι ἕ­νας κάμ­πος τῆς Νά­σιας Δι­ο­νυ­σί­ου.


Τὸ ἄρ­θρο The un­bea­ra­ble: To­ward an anti­fa­scist ae­sthe­tic τοῦ Jon Ba­skin, στὸ ὁ­ποῖ­ο δι­ε­ρευ­νᾶ αἴ­τια ποὺ ὁ­δή­γη­σαν τοὺς Γερ­μα­νοὺς νὰ στρα­φοῦν στὸν να­ζι­σμό.


Τὴ συμ­φω­νί­α Νο 7, Op. 60 μὲ τί­τλο Le­nin­­grad, τοῦ Dmitri Shostakovich, τὴν ὁ­ποί­α ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 1941.

Τὸν Μικρό­κοσμο (ποί­η­ση: Να­ζὶμ Χικ­μέτ, μτφ. Γιά­ννη Ρί­τσου), σύν­θε­ση Θά­νου Μι­κρού­τσι­κου, ἐ­κτέ­λε­ση Μα­ρί­α Δη­μη­τριά­δη.


[1].  Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[2]. Ζαραφωνίτου Χριστίνα, Ἀπὸ τὴν ἀντα­ποδο­τικὴ στὴν ἀ­ποκα­ταστα­τικὴ δι­καιο­σύ­νη: τιμω­ρικό­τη­τα ἢ ἄμ­βλυν­ση τῶν συγ­κρού­σεων;
[3] . Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[4]. mogul = μεγι­στά­νας, τρα­νός.
[5]. antojitos = λι­χου­δι­ὲς ποὺ φτιά­χνουν μά­γει­ρες τοῦ δρό­μου.
[6]. κου­βα­νέ­ζι­κος χο­ρὸς μὲ ἀ­φρι­κα­νι­κὲς ρί­ζες· ὁ ρυθ­μὸς εἶ­ναι γνω­στὸς ἀ­πὸ τὴν εἰ­σα­γωγι­κὴ ἄρια τῆς Carmen τοῦ G. Bizet, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Ὁ Νο­νός (II), τοῦ F.F.Coppola.
[7]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[8]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[9]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[10]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου. Εὐ­χα­ρι­στοῦ­με ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸν Κώ­στα Βρα­χνὸ γιὰ τὴ συμ­βο­λή του στὴν ἀ­πό­δο­ση τοῦ κει­μέ­νου στὰ ἑλ­λη­νι­κά.
[11]. Khakpour Arta, Each into a world of His Own: Mi­me­sis, Mo­dernist Fi­ction, and the I­ra­ni­an A­vant-Garde, δι­α­τρι­βὴ στὸ ἀ­πο­θε­τή­ριο τοῦ New York University, Department of Mid­dle Ea­stern and Islamic Stu­dies, 2014.
[12]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[13]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.
[14]. Με­τά­φρα­ση δι­κή μου.

 

Πηγή:  Πρώτη δημοσίευση.

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menen­dez Pe­la­yo, San­­tan­der. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο. Ἐ­πι­με­λεῖ­ται τὴ στή­λη Μι­κρή κλί­μα­κα στὸ μη­νι­αῖο δι­α­δι­κτυ­α­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Λό­γου καὶ Τέ­χνης Χάρτης.



		

	

Ντὰν Κό­ις (Dan Kois): Ἡ μι­σαν­θρω­πι­κὴ ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­α τῆς Τζόι Οὐ­ί­λιαμς



Ντὰν Κό­ις (Dan Kois)  [Joy Williams, Ἀφιέρωμα, 11/11]


Ἡ μι­σαν­θρω­πι­κὴ ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­α τῆς Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς

(The Misanthropic Genius of Joy Williams)


ΡΙΝ ΑΠΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ, ἡ ἀ­γα­πη­μέ­νη ἐκ­κλη­σί­α τῆς Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς χά­ρι­σε κάμ­πο­σα στα­σί­δια ἔ­πει­τα ἀ­πὸ κά­ποι­α ἀ­να­καί­νι­ση. Ἡ Οὐ­ί­λιαμς πη­γαί­νει στὴν ἐκ­κλη­σί­α μό­νο τὸν Ἀ­πρί­λιο καὶ τὸν Ὀ­κτώ­βριο, τό­τε ποὺ τὰ συ­χνὰ τα­ξί­δια της μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το ἀ­π’ τὴ μιὰ ἄ­κρη τῆς χώ­ρας στὴν ἄλ­λη τὴ βγά­ζουν στὸ Λά­ρα­μι τοῦ Οὐ­α­ϊ­ό­μινγκ, ὡ­στό­σο ἤ­θε­λε ὁ­πωσ­δή­πο­τε στα­σί­δι. Δα­νεί­στη­κε ἕ­να τρέ­ι­λερ, φόρ­τω­σε τὸ στα­σί­δι μὲ τὴ βο­ή­θεια ἑ­νὸς φί­λου καὶ ὁ­δή­γη­σε χί­λια ἑ­ξα­κό­σια χι­λι­ό­με­τρα σέρ­νον­τάς το πί­σω ἀ­π’ τὸ πε­λώ­ριο Bronco της, ἔ­χον­τας γιὰ συ­νε­πι­βά­τες τοὺς δυ­ὸ ποι­με­νι­κούς της. Τώ­ρα, τὸ μα­κρύ, σκου­ρό­χρω­μο στα­σί­δι συ­νε­χί­ζει τὴ ζω­ή του στὸ σπί­τι της στὸ Τοῦ­σον.

       Ὅ­ταν ἡ Οὐ­ί­λιαμς ἦ­ταν παι­δί, ὁ πα­τέ­ρας της ἦ­ταν ἱ­ε­ρέ­ας σὲ προ­τε­σταν­τι­κὴ ἐκ­κλη­σί­α στὸ Πόρ­τλαντ, Μέ­ιν. «Τὸ κή­ρυγ­μά του ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χο», μοῦ εἶ­πε κα­θὼς πε­ζο­πο­ρού­σα­με δι­α­σχί­ζον­τας τοὺς λο­φί­σκους στοὺς πρό­πο­δες τῆς Σάν­τα Κα­τα­λί­να στὴν Ἀ­ρι­ζό­να παίρ­νον­τας μο­νο­πά­τια ποὺ ἡ ἴ­δια τὰ περ­πα­τᾶ κά­θε πρω­ί. Τὴ ρώ­τη­σα ἂν εἶ­χε πο­τὲ σκε­φτεῖ νὰ γί­νει κή­ρυ­κας σὰν τὸν πα­τέ­ρα της: Συ­χνὰ οἱ ἱ­στο­ρί­ες της εἶ­ναι κα­τὰ βά­θος πα­ρα­βο­λὲς καὶ τὸ γρά­ψι­μό της εἶ­ναι πῦρ, πῦρ τῆς κο­λά­σε­ως κι ἐ­ξύ­μνη­ση ἐ­ξί­σου. «Ὄ­χι, ὄ­χι, εἶ­μαι πο­λὺ συ­νε­σταλ­μέ­νη», εἶ­πε, πρὶν βυ­θι­στεῖ σὲ μιὰ συμ­πα­θη­τι­κὴ σι­ω­πή, μὲ μό­νο ἦ­χο τὸ τρί­ξι­μο ἀ­π’ τὰ στα­ρά­κια της στὸ χῶ­μα. «Ἴ­σως αὐ­τὸ εἶ­ναι ποὺ χρει­ά­ζο­μαι», ἔ­κρω­ξε ἀ­πό­το­μα. «Ἕ­νας ἄμ­βω­νας, νὰ τὸν παίρ­νω μα­ζί μου ἀ­πὸ ἀ­νά­γνω­ση σὲ ἀ­νά­γνω­ση.»

       Ἡ Οὐ­ί­λιαμς εἶ­ναι στε­γνή, μυ­ώ­δης καὶ ἡ­λι­ο­κα­μέ­νη, τὰ χέ­ρια καὶ τὸ πρό­σω­πό της ρυ­τι­δι­α­σμέ­να μὲ τρό­πο βι­βλι­κό. Εἶ­ναι ἑ­βδο­μήν­τα ἑ­νός. Πρὶν ἀ­πὸ χρό­νια, ἔ­χα­σε τὰ γυα­λιά της ἐ­νῶ ἦ­ταν κα­λε­σμέ­νη σὲ κά­ποι­ο πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ ἀ­να­λό­γιο χρει­ά­στη­κε νὰ φο­ρέ­σει συν­τα­γο­γρα­φη­μέ­να γυα­λιὰ ἡ­λί­ου· ἐ­κτι­μών­τας, πι­θα­νόν, τὴν ἀ­πό­στα­ση ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν, τὰ φο­ρᾶ ἔ­κτο­τε ὅ­λη μέ­ρα κι ὅ­λη νύ­χτα. Πα­ρο­μοί­ως μὲ τὸ στα­σί­δι ἀ­π’ τὴν ἐκ­κλη­σί­α στὸ κα­θι­στι­κό της, τὰ γυα­λιὰ ἡ­λί­ου μοιά­ζουν μὲ πρά­ξη πε­ρι­φρό­νη­σης τῶν κα­θη­με­ρι­νῶν ἀ­νέ­σε­ων, ἐκ­κεν­τρι­κό­τη­τα ποὺ φέρ­νει ὅ­λους τους ἄλ­λους σὲ ἀ­μη­χα­νί­α, τὴν Οὐ­ί­λιαμς τὴν κά­νει ὡ­στό­σο νὰ νι­ώ­θει πιὸ ἀ­σφα­λής.

       Εἶ­χε μό­λις ξη­με­ρώ­σει, ἤ­δη ὅ­μως φυ­σοῦ­σε καυ­τός, ἀ­πο­πνι­κτι­κὸς ἀ­έ­ρας. Φτά­σα­με σὲ μιὰ βου­νο­κορ­φὴ καὶ ἡ Οὐ­ί­λιαμς ἤ­πι­ε νε­ρὸ ἀ­π’ τὸ γδαρ­μέ­νο καὶ σκαμ­μέ­νο πα­γού­ρι τῶν σκύ­λων της. Σμή­νη ἀ­πὸ μαῦ­ρα, χον­τρὰ μυρ­μήγ­κια συ­νέ­ρε­αν σὲ μιὰ χα­ρα­μά­δα δί­πλα στὰ πό­δια μας. Τρεῖς κά­κτοι σαγ­κουά­ρο στέ­κον­ταν στὴν κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­ρα­δι­πλα­νοῦ λό­φου καὶ οἱ κορ­μοί τους ἦ­ταν κά­τω χα­μη­λὰ μαῦ­ροι ἀ­πὸ κά­ποι­α πρό­σφα­τη πυρ­κα­γιὰ ἢ ἀ­σθέ­νεια δε­κα­ε­τι­ῶν. Πο­λὺ μα­κριά μας, ἕ­να καὶ μο­να­δι­κὸ ἀ­πί­θα­νο σύν­νε­φο-ἀ­μό­νι ἔ­ρι­χνε κα­ρε­κλο­πό­δα­ρα στὴν ἔ­ρη­μο Σο­νό­ρα. Τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα βλέ­πα­με δὲν ἔ­δι­νε δε­κά­ρα γιὰ μᾶς.

       Τὸ νὰ τὴν ἀ­πο­κα­λέ­σει κα­νείς, μὲ βά­ση τὴν πε­νην­τά­χρο­νη κα­ρι­έ­ρα της, συγ­γρα­φέ­α τῶν συγ­γρα­φέ­ων δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τό. Τὶς τρεῖς συλ­λο­γές της μὲ δι­η­γή­μα­τα καὶ τὰ τέσ­σε­ρα σκο­τει­νῶν ἀ­πο­χρώ­σε­ων δι­α­σκε­δα­στι­κὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τά της τὰ ἀ­γνο­οῦν κα­τὰ κα­νό­να οἱ ἀ­να­γνῶ­στες, τὰ λα­τρεύ­ουν ὅ­μως ὁ­λό­κλη­ρες γε­νι­ὲς ἀ­πὸ μέ­τρ τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ εἶ­ναι ἴ­σως ἡ κα­τε­ξο­χὴν συγ­γρα­φέ­ας τῶν συγ­γρα­φέ­ων. «Ἔ­φε­ρε σὲ πέ­ρας μιὰ ση­μαν­τι­κὴ δου­λειά, παίρ­νον­τας τὸ σφι­χτό, μι­νι­μα­λι­στι­κὸ δι­ή­γη­μα τοῦ Κάρ­βερ καὶ δεί­χνον­τας ὅ­τι μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ τὸ ἐμ­πλου­τί­σει μὲ τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς κω­μω­δί­ας», μοῦ λέ­ει ὁ Τζὸρτζ Σόν­τερς, «τὸ ἐ­ξό­χως ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ αὐ­τὸ καὶ μο­να­δι­κὸ στὸ εἶ­δος του ἀ­στεῖ­ο πού ’­ναι φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ πό­νο».

       Μιὰ τυ­πι­κὴ πρω­τα­γω­νί­στρια τῆς Οὐ­ί­λιαμς θά ’­ναι ἕ­να δύ­στρο­πο κο­ρί­τσι ἢ μιὰ δύ­στρο­πη νε­α­ρὴ κο­πέ­λα τῆς ὁ­ποί­ας οἱ κα­κὲς ἀ­πο­φά­σεις ἢ ἡ κα­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ ἢ καὶ τὰ δύ­ο μᾶς δυ­σκο­λεύ­ουν νὰ τὴ θαυ­μά­σου­με: Τὴν κο­πα­νά­ει τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ ἄν­τρας της πλη­ρώ­νει στὸ βεν­ζι­νά­δι­κο ἢ κά­νει ἄ­νω-κά­τω το δω­μά­τιο τῆς φι­λο­ξε­νού­με­νής της γιὰ νὰ δι­α­βά­σει τὸ ἡ­με­ρο­λό­γιό της. Στὴν ἀ­κρι­βῆ, λι­τή, αἰφ­νι­δι­α­στι­κὴ πρό­ζα τῆς Οὐ­ί­λιαμς, οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες ἐ­πι­ζη­τοῦν τὸ ὑ­ψη­λό, συ­χνὰ ὅ­μως ἡ προ­σγεί­ω­ση εἶ­ναι θλι­βε­ρή: «Ὁ Σὰμ καὶ ἡ Ἐ­λί­ζαμ­πεθ γνω­ρί­στη­καν ὅ­πως γνω­ρί­ζον­ται συ­νή­θως οἱ ἄν­θρω­ποι. Ξαφ­νι­κά, ἕ­να ἀ­πα­τη­λὸ φῶς ἄ­να­ψε στὸ σκο­τά­δι. Ἕ­να φῶς ποὺ ὑ­πεν­θύ­μι­ζε ζο­φε­ρὰ τὴν ἐ­ρη­μιὰ τοῦ σκο­τα­διοῦ.» Εἶ­ναι χα­ρι­σμα­τι­κὴ στὸ νὰ σχη­μα­τί­ζει προ­τά­σεις τῶν ὁ­ποί­ων οἱ ἀ­νη­συ­χα­στι­κὲς τρο­πὲς —«Τὴν ὥ­ρα ποὺ σκε­φτό­ταν κά­τι φο­βε­ρὰ ἰ­σορ­ρο­πη­μέ­νο καὶ δι­α­σκε­δα­στι­κὸ νὰ πεῖ, γεν­νή­θη­κε τὸ μω­ρό»— τα­ρα­κου­νᾶ­νε τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες, τὸ ἴ­διο ποὺ συμ­βαί­νει καὶ μὲ τοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες, ἔ­τσι ὅ­πως ἡ ζω­ὴ τοὺς κά­νει ὅ­λους ὅ,τι γου­στά­ρει. Ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους μί­λη­σα γιὰ τὸ ἔρ­γο τῆς Οὐ­ί­λιαμς εἶ­παν ὅ­τι τοὺς προ­ξε­νεῖ δέ­ος τὸ με­γα­λεῖ­ο ποὺ ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­π’ τὶς ἱ­στο­ρί­ες της μὲ πρω­τα­γω­νι­στὲς φρι­κιὰ κι ἀ­προ­σάρ­μο­στους. «Δι­α­θέ­τει ὅ­ρα­μα», μοῦ εἶ­πε ἡ Κά­ρεν Ρά­σελ, «καὶ δί­νει στοὺς ἀν­θρώ­πους νέ­ες δι­α­στά­σεις το­πο­θε­τών­τας τους σὲ φόν­το κο­σμι­κό».

       Τὸν μή­να αὐ­τό, ὁ ἐκ­δο­τι­κὸς οἶ­κος Knopf θὰ ἐκ­δώ­σει τὸ The Visiting Privilege, μιὰ συλ­λο­γὴ ἀ­πὸ 46 ἱ­στο­ρί­ες ποὺ πα­γι­ώ­νουν τὴν Οὐ­ί­λιαμς ὄ­χι μό­νο ὡς μιὰ ἐκ τῶν με­γα­λύ­τε­ρων συγ­γρα­φέ­ων τῆς γε­νιᾶς της ἀλ­λὰ καὶ ὡς τὴν ἐ­ξέ­χου­σα ρα­ψω­δὸ τῆς ἀ­ση­μαν­τό­τη­τας τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Τὸ μό­το τῆς συλ­λο­γῆς εἶ­ναι ἕ­νας στί­χος ἀ­πὸ τὴν Α’ ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς Κο­ριν­θί­ους: «πάν­τες δὲ ἀλ­λα­γη­σό­με­θα, ἐν ἀ­τό­μῳ, ἐν ῥι­πῇ ὀ­φθαλ­μοῦ». Ὅ­ταν ὁ Ντὸν Ντε­Λί­λο κλή­θη­κε νὰ μι­λή­σει γιὰ τὴν Οὐ­ί­λιαμς, μνη­μό­νευ­σε ἀρ­χι­κὰ αὐ­τὸν τὸν στί­χο. Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ μοῦ εἶ­πε: «Πρό­κει­ται γιὰ τὸν ὁ­ρι­σμὸ τοῦ κλα­σι­κοῦ ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ δι­η­γή­μα­τος. Κι εἶ­ναι αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Τζό­ι γρά­φει τό­σο ὄ­μορ­φα.»

       Μιᾶς καὶ στὴν Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς ἀ­ρέ­σουν τὰ τα­ξί­δια μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το, ἂς ἐ­πι­βι­βα­στοῦ­με σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο μὲ ὄ­χη­μα μιὰ ἱ­στο­ρί­α της. Ὁ δρό­μος εἶ­ναι οἰ­κεῖ­ος – θὰ ἀ­να­γνω­ρί­σε­τε τὸ θρη­σκευ­τι­κὸ ὑ­πό­στρω­μα· τὸ σκο­τει­νὸ χι­οῦ­μορ· τὰ ζων­τα­νὰ ποὺ φτε­ρο­κο­ποῦν πά­νω ἀ­π’ τὰ κε­φά­λια καὶ συν­θλί­βον­ται στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Θὰ χα­μο­γε­λά­σε­τε μὲ τὸν ἀ­φο­πλι­στι­κὸ τρό­πο ποὺ δι­α­θέ­τει ἡ Οὐ­ί­λιαμς νὰ βά­ζει τὶς λέ­ξεις στὴ σει­ρά, ἐκ­μαι­εύ­ον­τας ἀ­π’ αὐ­τὲς ἀ­νη­συ­χα­στι­κὰ νο­ή­μα­τα: «Οἱ δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες κά­θι­σαν στὸ κα­θι­στι­κὸ πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νες ἀ­πὸ ξύ­λι­νες πά­πι­ες. Οἱ πά­πι­ες, θε­σπέ­σι­ες καὶ τυ­ραν­νι­κὲς εἶ­χαν φω­λιά­σει σ’ ὅ­λες τὶς ἐ­πι­φά­νει­ες.» Θε­ω­ρεῖ­τε πὼς ξέ­ρε­τε τὴ δι­α­δρο­μὴ ποὺ πρό­κει­ται ν’ ἀ­κο­λου­θή­σε­τε, ὕ­στε­ρα ὅ­μως ἀ­πὸ κάμ­πο­σες πα­ρα­καμ­πτή­ρι­ες καὶ φουρ­κέ­τες εἶ­ναι πι­θα­νὸ νά ’­χε­τε χά­σει τε­λεί­ως τὰ ἴ­χνη καὶ νὰ μὴν ἔ­χε­τε ἰ­δέ­α πῶς θὰ βρε­θεῖ­τε ἐ­κεῖ ποὺ σκο­πεύ­α­τε νὰ πᾶ­τε. Στὸ τέ­λος τῆς βόλ­τας μπο­ρεῖ τὰ φρέ­να νὰ σφυ­ρί­ζουν ἢ τὰ τζά­μια νά ’­χουν γί­νει θρύ­ψα­λα. Δι­ό­λου ἀ­πί­θα­νο αὐ­τὸ νά ’­ναι ὄ­μορ­φο:

       Τὸ αὐ­το­κί­νη­το ντε­ρα­πά­ρι­σε, τούμ­πα­ρε καὶ ξα­να­τούμ­πα­ρε, ὡς ἐκ θαύ­μα­τος εὐ­θυ­γραμ­μί­στη­κε καὶ προ­σγει­ώ­θη­κε πά­λι στὸν δρό­μο, μὲ τὴν ὀ­ρο­φὴ καὶ τὰ φτε­ρὰ δι­α­λυ­μέ­να… Κα­νεὶς δὲν τραυ­μα­τί­στη­κε καὶ σὲ πρώ­τη φά­ση ἀρ­νή­θη­καν κι­ό­λας ὅ,τι εἶ­χε συμ­βεῖ κά­τι σπου­δαῖ­ο. Ἡ Μέ­ι εἶ­πε: «νό­μι­σα ὅ­τι ἦ­ταν ἁ­πλῶς ἕ­να ὄ­νει­ρο, κι ἔ­τσι συ­νέ­χι­σα τὴν πο­ρεί­α μου.»

       Καὶ τὰ θαυ­μα­στι­κά! Κά­νουν τὴν ἐμ­φά­νι­σή τους καὶ χτυ­ποῦν σὰν σφυ­ριά. Ὑ­πο­νο­οῦν μιᾶς μορ­φῆς ἔκ­πλη­ξη γιὰ τὸ πῶς ἡ ἴ­δια κι ἐ­μεῖς μα­ζί της βρε­θή­κα­με ἐν­τέ­λει σ’ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ἀ­πί­θα­να μέ­ρη. («Ὁ μπαμ­πὰς κά­πνι­ζε κι ἔ­πι­νε καὶ πα­ρα­συ­ρό­ταν σὲ θλι­βε­ρὲς δη­λώ­σεις. Ἐ­νί­ο­τε γι­νό­ταν πο­λὺ σκλη­ρὸς μα­ζί τους, λὲς καὶ δὲν σή­μαι­ναν τὰ πάν­τα γιὰ κεῖ­νον!») Ἡ Ἂν Μπί­τι ἀ­να­φέ­ρει τὸ ἑ­ξῆς σχε­τι­κὰ μὲ τὸ θαυ­μα­στι­κό: «Ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦν ὑ­περ­βο­λι­κὰ συ­χνὰ καὶ ἄ­κρι­τα. Ἡ Τζό­ι χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὰ θαυ­μα­στι­κὰ μὲ σύ­νε­ση, συ­νή­θως δι­ό­τι κά­ποι­ος χα­ρα­κτή­ρας νι­ώ­θει ἀ­μή­χα­να λό­γῳ τῆς ἔλ­λει­ψης σύν­δε­σης ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τὸ ποὺ λέ­γε­ται καὶ σ’ αὐ­τὸ ποὺ ἀ­φή­νε­ται νὰ ἐν­νο­η­θεῖ. Ὅ­πως ὅ­ταν γε­λᾶ­με ἀ­μή­χα­να τὴν ὥ­ρα ποὺ λέ­με κά­τι.»

       Ἡ Οὐ­ί­λιαμς μι­λᾶ σὰν χα­ρα­κτή­ρας ἀ­πὸ βι­βλί­ο τῆς Τζό­ι Οὐ­ί­λιαμς· ὅ­ση ὥ­ρα πε­ρά­σα­με μα­ζί, ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ὀ­λι­γό­λο­γη, σὲ ἀρ­κε­τὲς πε­ρι­πτώ­σεις, ὡ­στό­σο, ὕ­ψω­σε τὸν τό­νο τῆς φω­νῆς της ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας κά­τι τό­σο συ­ναρ­πα­στι­κὸ γιὰ τὴν προ­σω­πι­κή της ζω­ή, ποὺ κι ἐ­γὼ γέ­λα­σα ἀ­μή­χα­να. Ὁ ρυθ­μὸς τῆς συ­ζή­τη­σής μας —κου­βεν­τού­λα μὲ κυ­ρί­αρ­χο ση­μεῖ­ο στί­ξης τὴ σι­ω­πή, σι­ω­πὴ ποὺ τὴ δι­έ­κο­πταν ἐ­πι­φω­νή­μα­τα ἀ­πό­γνω­σης καὶ μα­νί­ας— ἦ­ταν κά­τι ποὺ δὲν τὸ εἶ­χα ξα­να­συ­ναν­τή­σει. Κά­ποι­α στιγ­μή, τρο­μά­ζον­τας κι ἐ­γὼ ὁ ἴ­διος, βρέ­θη­κα νὰ τὴ ρω­τῶ πῶς θά ’­θε­λε νὰ πε­θά­νει. Ἀ­πάν­τη­σε ἀ­κα­ρια­ῖα: «Σὲ τρο­χαῖ­ο. Εἶ­ναι γρή­γο­ρο.»

       Ἡ Οὐ­ί­λιαμς γνώ­ρι­σε τὸν πρῶ­το της σύ­ζυ­γο, τὸν Φρὲντ Μακ­Κόρ­μακ, τὸν και­ρὸ ποὺ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὸ ἐρ­γα­στή­ρι γιὰ συγ­γρα­φεῖς στὴν Ἀ­ϊ­ό­βα. Με­τα­κό­μι­σαν στὴ Φλό­ριν­τα, ἐ­κεῖ ὁ Μακ­Κόρ­μακ δού­λε­ψε ὡς ἀν­τα­πο­κρι­τὴς κι ἀ­πέ­κτη­σαν μιὰ κό­ρη, τὴν Κέ­ι­τλιν. Ἡ Οὐ­ί­λιαμς ἔ­γρα­φε σ’ ἕ­να τρο­χό­σπι­το ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ Τα­λα­χά­σι ὅ­που ἔ­μει­ναν γιὰ ἕ­να δι­ά­στη­μα, κά­τι ποὺ πε­ρι­έ­γρα­ψε στὴν ἱ­στο­ρί­α της μὲ τί­τλο «Woods»: «Ὁ τό­πος μύ­ρι­ζε τσι­γά­ρα καὶ πον­τί­κια ποὺ ξέ­φευ­γαν ἀ­π’ τὶς πα­γί­δες. Ἡ τα­πε­τσα­ρί­α στοὺς τοί­χους βυ­θι­ζό­ταν μὲ τὸ ποὺ τὴν ἄγ­γι­ζες.» Ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­φε­ρε στὴ μνή­μη της τὶς συν­θῆ­κες δι­α­βί­ω­σης καὶ τὶς χα­ρα­κτή­ρι­σε «ἄ­ψο­γες, ὄν­τως μα­κά­βρι­ες συν­θῆ­κες γιὰ νὰ μπο­ρέ­σω νὰ γρά­ψω ἕ­να πρῶ­το μυ­θι­στό­ρη­μα».

       Προ­τοῦ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα αὐ­τό, τὸ State of Grace, φτά­σει νὰ θέ­σει ὑ­πο­ψη­φι­ό­τη­τα γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο βι­βλί­ου (National Book Award) τὸ 1974, ἡ Οὐ­ί­λιαμς εἶ­χε πά­ρει δι­α­ζύ­γιο ἀ­πὸ τὸν Μακ­Κόρ­μακ καὶ εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ τὸν Λ. Ρὰ­στ Χίλς, τὸν γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ὑ­πεύ­θυ­νο λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Esquire· σύν­το­μα ὁ Χὶλς υἱ­ο­θέ­τη­σε τὴν κό­ρη της. Ἀ­κό­μη κι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἕ­ναν στα­θε­ρὸ γά­μο 30 καὶ βά­λε χρό­νων, στὴ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἔ­γρα­φε ἡ Οὐ­ί­λιαμς τὸ βλέμ­μα της πα­ρέ­μει­νε δη­κτι­κὸ ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸν ἔ­ρω­τα· οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες της ἐ­ρω­τεύ­ον­ται τοὺς λά­θος ἀν­θρώ­πους, ἀ­νη­συ­χοῦν ὅ­ταν οἱ τε­λευ­ταῖ­οι τοὺς πα­ρα­τᾶ­νε, κι ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­φουν εἶ­ναι ἀ­πε­ρί­σκε­πτα σκλη­ροὶ μα­ζί τους. Λα­χτα­ροῦν νὰ πα­θια­στοῦν, δὲν ξέ­ρουν ὅ­μως τί νὰ κά­νουν με­τά. Ἡ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα ποὺ βρί­σκε­ται πε­λα­γω­μέ­νη στὸ ἐ­πί­κεν­τρο τοῦ «The Lover» (1974), ἐ­νῶ εἶ­ναι σὲ σχέ­ση, «θέ­λει νὰ ἐ­ρω­τευ­τεῖ», γρά­φει ἡ Οὐ­ί­λιαμς. «Τὸ πρό­σω­πό της εἶ­ναι ρου­φηγ­μέ­νο ὅ­πως τὰ πρό­σω­πα τῶν μα­ται­ω­μέ­νων ἐ­ρα­στῶν. Εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο!»

       Στὴν ἴ­δια ἱ­στο­ρί­α, ἡ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα ἀ­φή­νει τὴν κό­ρη της στὸν παι­δι­κὸ σταθ­μὸ γιὰ νὰ πά­ει γιὰ ἱ­στι­ο­πλο­ΐ­α μὲ τὸν ἐ­ρα­στή της καί, μό­λις ἐ­πι­στρέ­φει, δυ­σκο­λεύ­ε­ται ν’ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὸ παι­δί της: «Ὑ­πάρ­χουν τό­σα παι­διά, ἄλ­λω­στε, σ’ αὐ­τὰ τὰ δω­μά­τια, ἔ­χουν ὅ­λα τὶς ἴ­δι­ες δι­α­στά­σεις, εἶ­ναι μι­κρο­σκο­πι­κά, πα­ρά­ξε­να πλά­σμα­τα.» Ἡ Οὐ­ί­λιαμς ἔ­χει στα­θεῖ δί­πλα στὴν, ἐ­νή­λι­κη τώ­ρα πιά, κό­ρη της καὶ στὸν ἐγ­γο­νό της, καὶ μοῦ μι­λᾶ γιὰ τὴν ξέ­γνοια­στη παι­δι­κὴ ἡ­λι­κί­α τῆς κό­ρης της δί­πλα στὴ θά­λασ­σα στὴ Φλό­ριν­τα. Μιὰ κά­ποι­α ἀμ­φι­θυ­μί­α ὡ­στό­σο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ νὰ εἶ­σαι γο­νιὸς ἔ­χει ἐμ­πο­τί­σει τὴ δου­λειά της. Μοιά­ζει, στὴ δι­α­μά­χη ἀ­νά­με­σα στοὺς γο­νεῖς καὶ τοὺς ἀ­πο­γό­νους τους, νὰ παίρ­νει τὸ μέ­ρος τῶν παι­δι­ῶν· ξέ­ρει ἀ­πὸ πρῶ­το χέ­ρι τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους καὶ τὰ μι­κρο­πα­ρα­πτώ­μα­τα στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­να νὰ ὑ­πο­πέ­σουν γιὰ νὰ τὶς ὑ­λο­ποι­ή­σουν. «Ὅ­λα τα παι­διὰ κά­νουν ζα­βο­λιές», γρά­φει στὴν ἱ­στο­ρί­α της «The Excursion». «Οἱ ζω­ές τους εἶ­ναι ἀ­συμ­βί­βα­στες μὲ τὰ ὅ­ρια ποὺ τοὺς ἐ­πι­βάλ­λει τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ βί­ω­μά τους.»

       Ἡ Οὐ­ί­λιαμς καὶ ὁ Χὶλς στὴν πο­ρεί­α ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ Κὶ Οὐ­έ­στ. Μα­κριὰ ἀ­π’ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ σκη­νὴ τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης, καλ­λι­έρ­γη­σαν τὴ δι­κή τους κοι­νό­τη­τα συγ­γρα­φέ­ων καὶ δι­ορ­γά­νω­ναν βρα­δι­ὲς στὸ σπί­τι τους στὴν Πά­ϊν Στρίτ. Ἀ­κό­μη καὶ μέ­σα σ’ αὐ­τὸ τὸ πιὸ ἐ­ξω­στρε­φὲς πε­ρι­βάλ­λον, θυ­μᾶ­ται ἡ Οὐ­ί­λιαμς, δὲν ἦ­ταν λί­γες οἱ φο­ρὲς ποὺ ἐγ­κα­τέ­λει­πε τὴν πα­ρέ­α στὴ ζού­λα καὶ πή­γαι­νε νω­ρὶς γιὰ ὕ­πνο. Τὸ με­θυ­σμέ­νο καὶ μυ­στη­ρι­ῶ­δες δεύ­τε­ρο μυ­θι­στό­ρη­μά της The Changeling (1978) ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀλ­λη­λε­πί­δρα­ση ἀ­νά­με­σα στὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ζω­ὲς τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ τὸν φυ­σι­κὸ κό­σμο: Σ’ ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ νη­σὶ τοῦ Ἀ­τλαν­τι­κοῦ, οἱ ἄν­θρω­ποι τρέ­χουν σὰν ζῶ­α στὰ χορ­τά­ρια, χλι­μιν­τρί­ζουν σὰν ἄ­λο­γα, δαγ­κώ­νουν καὶ γρα­τζου­νί­ζουν. Σὲ μιὰ ἀ­ξι­ο­μνη­μό­νευ­τη σκη­νὴ ἕ­να κο­ρί­τσι με­τα­μορ­φώ­νε­ται γιὰ μιὰ μό­νο στιγ­μὴ σὲ ἐ­λά­φι, τὰ πλευ­ρά της «τὰ σκε­πά­ζει πυ­κνό, στιλ­πνὸ τρί­χω­μα».

       Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα —ὅ­πως τὸ ἔ­θε­σε ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Ντουά­ιτ Γκάρ­νερ, κρι­τι­κὸς τῆς New York Times— «θά­φτη­κε κι ὕ­στε­ρα πυρ­πο­λή­θη­κε ζων­τα­νὸ» ἀ­πὸ τὸν Ἀ­να­τὸλ Μπρο­γιὰρ στὴν Times. «Ἔ­γρα­ψε γι’ αὐ­τὸ πρὶν προ­λά­βει κα­λὰ-κα­λὰ νὰ ἐκ­δο­θεῖ!», λέ­ει ὀρ­γι­σμέ­νη ἡ Οὐ­ί­λιαμς γιὰ τὸν Μπρο­γιάρ. «Δὲν κρα­τι­ό­ταν νὰ μὲ θά­ψει.» Ἡ Οὐ­ί­λιαμς, πι­κρα­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν κρι­τι­κή, ἐ­ξέ­δω­σε τὸ τρί­το μυ­θι­στό­ρη­μά της Breaking and Entering μό­λις τὸ 1988· ἡ ἀ­γω­νι­ώ­δης ἱ­στο­ρί­α στὴν ὁ­ποί­α ἕ­να ζευ­γά­ρι πλά­νη­τες κά­νουν δι­αρ­ρή­ξεις σ’ ἐ­ξο­χι­κὰ σπί­τια ἐ­νῶ οἱ ἰ­δι­ο­κτῆ­τες τους ἀ­που­σιά­ζουν στὸν βορ­ρᾶ δι­α­βά­ζε­ται τώ­ρα ὡς ἀ­κτί­νες Χ τῆς ἐ­πο­χῆς του – ἄ­νο­μο καὶ δυ­σοί­ω­νο. Ἡ πα­ρα­λί­α τῆς Φλό­ριν­τας ὑ­πάρ­χει μό­νο ὅ­πως τὴ βλέ­πουν μέ­σα ἀ­π’ τὰ πα­ρά­θυ­ρα οἱ ἀ­νό­η­τοι δι­α­χει­μα­στὲς ποὺ ζοῦν πί­σω ἀ­π’ αὐ­τά.

       Μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα The Quick and the Dead τοῦ 2000, ἡ δου­λειὰ τῆς Οὐ­ί­λιαμς πῆ­ρε μιὰ αἰφ­νί­δια τρο­πὴ καὶ το­πο­θε­τή­θη­κε σ’ ἕ­να νέ­ο το­πί­ο: στὴν Ἀ­ρι­ζό­να, ὅ­που ἡ ἴ­δια καὶ ὁ Χὶλς εἶ­χαν ἀ­γο­ρά­σει σπί­τι. Ἡ Οὐ­ί­λιαμς ρί­χνει τοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες της –φαν­τά­σμα­τα καὶ ἐ­φή­βους καὶ ἀ­να­ζη­τη­τές– στὴν ἔ­ρη­μο μὲ ἰ­δι­ά­ζου­σα ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ μα­νί­α. Κι οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες δὲν πο­λυ­σκο­τί­ζον­ται γιὰ τὸ τί πι­στεύ­ουν οἱ ἄλ­λοι γι’ αὐ­τούς, ὅ­πως κι ἡ δη­μι­ουρ­γός τους. Στὸ The Quick and the Dead ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ το­πί­ου ἔρ­χε­ται γιὰ τὴν Οὐ­ί­λιαμς ἀ­πὸ τὴ γῆ, τὸν ἀ­έ­ρα, τὰ φυ­τά, τὰ ζῶ­α, τὴ θα­νά­σι­μη ζέ­στη – καὶ τὴν ἀ­να­κο­λου­θί­α κά­θε ἀν­θρώ­πι­νης προ­σπά­θειας σ’ ἕ­ναν κό­σμο σὰν κι αὐ­τόν. Οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἔ­γρα­φε τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο δι­α­σκε­δά­ζουν μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἡ ἔ­ρη­μος το­πο­θε­τεῖ κά­θε χα­ρα­κτή­ρα στὴν κό­ψη τοῦ μα­χαι­ριοῦ· στὴν ἱ­στο­ρί­α «Charity» ἕ­να καὶ μό­νο φί­δι ποὺ δι­α­σχί­ζει τὸν αὐ­το­κι­νη­τό­δρο­μο τοῦ Νέ­ου Με­ξι­κοῦ ἀ­ναγ­κά­ζει ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το «μὲ τοὺς ἄ­ξο­νές του νὰ συν­τρί­βον­ται» νὰ πέ­σει πά­νω σ’ ἕ­να μά­τσο δι­α­βο­λό­χορ­τα, φυ­τὰ ποὺ κά­θε τους μέ­ρος εἶ­ναι δη­λη­τη­ρι­ῶ­δες.» Τὸ ἀ­τύ­χη­μα συμ­βαί­νει δι­ό­τι ἕ­να ἀ­γό­ρι ἁρ­πά­ζει τὸ τι­μό­νι καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ πα­τή­σει τὸ φί­δι. Ἀ­κό­μη καὶ στὸ τρο­μα­χτι­κὸ χά­ος ποὺ προ­ξε­νεῖ­ται ἀ­π’ τὴ σύγ­κρου­ση, ἡ Οὐ­ί­λιαμς τὸ γυρ­νᾶ στὴν κω­μω­δί­α: «Ἤ­θε­λα σὰν τρε­λὸς αὐ­τὸ τὸ φί­δι», μουρ­μου­ρί­ζει τὸ ἀ­γό­ρι.

       Θέ­τον­τας ὑ­πο­ψη­φι­ό­τη­τα γιὰ τὸ βρα­βεῖ­ο Πού­λι­τζερ, τὸ The Quick and the Dead ἀ­πη­χεῖ τὸ νέ­ο πά­θος τῆς Οὐ­ί­λιαμς γιὰ τὸ πε­ρι­βάλ­λον, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­μο­χλεύ­τη­κε τὸ 1997 κι ἐ­νῶ ἀρ­θρο­γρα­φοῦ­σε στὸ Harper’s γιὰ τὸ κί­νη­μα ὑ­πε­ρά­σπι­σης τῶν δι­και­ω­μά­των τῶν ζώ­ων. Τὸ ἄρ­θρο της «The Inhumanity of the Animal People» ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­τη­κε τὸ 2001 στὴ φρέ­σκια συλ­λο­γὴ Ill Nature. Ἐ­νῶ τὸ φυ­σι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον στὴ μυ­θο­πλα­σί­α της εἶ­ναι ὑ­πο­βλη­τι­κὸ κι ἔ­χει μιὰ ἄ­γρια ὀ­μορ­φιά, τὰ δο­κί­μια αὐ­τὰ εἶ­ναι ἱ­ε­ρε­μιά­δες – ὠ­μὰ καὶ μαι­νό­με­να καὶ δί­χως δι­ά­θε­ση νὰ δώ­σουν τὸ πα­ρα­μι­κρὸ δί­κιο. «Ἡ ἐ­πέμ­βα­σή σας στὴ Φύ­ση ὑ­πῆρ­ξε ὁ­λωσ­δι­ό­λου βί­αι­η», λέ­ει, «Δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ συλ­λά­βε­τε τὸ με­γα­λεῖ­ο της».

       «Τί νὰ τὴν κά­νω τὴν εὐ­γέ­νεια;», μὲ ρώ­τη­σε κά­ποι­ο βρά­δυ ἀρ­γά. «Τί νὰ τὴν κά­νω τὴ με­τρι­ο­πά­θεια;» Τὰ γυα­λιὰ ἡ­λί­ου ἀ­στρά­φτα­νε στὸ φῶς τῆς λάμ­πας. «Τί­πο­τε δὲν πρό­κει­ται ν’ ἀλ­λά­ξει, ἂν πρῶ­τα δὲν σκο­τώ­σουν καὶ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ἄ­γριο ζῶ­ο ποὺ ζεῖ στὸν πλα­νή­τη.»

       Τὸ ἀ­πό­γευ­μα πρὶν ἀ­π’ τὴν πε­ζο­πο­ρί­α μας, συ­νάν­τη­σα τὴν Οὐ­ί­λιαμς σὲ μιὰ αὐ­λὴ στὸ Arizona Inn, το­πο­θε­σί­α ποὺ ἡ ὑ­περ­βο­λι­κὰ ἐ­σω­στρε­φὴς συγ­γρα­φέ­ας τὴν ἐ­πέ­λε­ξε ἀ­κρι­βῶς γιὰ ν’ ἀ­πο­φύ­γει νὰ μοῦ γνω­ρί­σει τὰ σκυ­λιά, τὴ χε­λώ­να, τὸ σπί­τι ἢ τὸ αὐ­το­κί­νη­τό της. To ξε­νο­δο­χεῖ­ο εἶ­ναι κα­λαί­σθη­το ἀλ­λὰ ἀ­παρ­χαι­ω­μέ­νο, εἶ­ναι ἀ­π’ αὐ­τὰ τὰ μέ­ρη ποὺ σοῦ προ­σφέ­ρουν δω­ρε­ὰν πα­γω­τὸ πλά­ϊ στὴν πι­σί­να κά­θε βρά­δυ. Τὴ ρώ­τη­σα πῶς βγά­ζει τὰ πρὸς τὸ ζῆν. (Τὸ μο­να­δι­κὸ βι­βλί­ο της ποὺ πού­λη­σε ἀρ­κε­τὰ εἶ­ναι ἕ­νας του­ρι­στι­κὸς ὁ­δη­γὸς γιὰ τὸ Φλό­ριν­τα Κὶς τὸν ὁ­ποῖ­ο ἔ­γρα­ψε τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1980, κα­τα­πλη­κτι­κὸ δεῖγ­μα γρα­φῆς καὶ μὲ ἔν­το­νη τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση γιὰ τὸν του­ρι­σμό.) «Τί ἐ­ρώ­τη­ση!» Γέ­λα­σε μὲ τὸ βρα­χνό της γέ­λιο, τὸ σκέ­φτη­κε, ὡ­στό­σο, πί­νον­τας ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ ἕ­να πο­τή­ρι λευ­κὸ κρα­σί. «Δὲν βγαί­νει», εἶ­πε, «Δὲν ξέ­ρω! Δὲν ξέ­ρω πῶς ἔ­ζη­σα».

       Ἡ Οὐ­ί­λιαμς δὲν ἔ­χει δι­εύ­θυν­ση email. Ἔ­χει ἕ­να πα­λιὸ κι­νη­τὸ μὲ πλῆ­κτρα καὶ συ­χνὰ γρά­φει σὲ μο­τὲλ καὶ σὲ σπί­τια φί­λων σὲ πα­λι­ὲς γρα­φο­μη­χα­νὲς Smith-Corona· τὴ μί­α τὴν κου­βα­λᾶ μα­ζί της καὶ τὶς ἄλ­λες τὶς ἀ­φή­νει στὰ σπί­τια ποὺ μέ­νει. Ὁ Χὶλς πέ­θα­νε τὸ 2008 καὶ ἡ Οὐ­ί­λιαμς μοι­ρά­ζει τώ­ρα τὸν χρό­νο της ἀ­νά­με­σα στὸ Τοῦ­σον, στὸ σπί­τι τῆς κό­ρης της στὸ Μέ­ιν καὶ στὸ Λά­ρα­μι, με­τα­να­στεύ­ον­τας στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τῆς χώ­ρας μὲ τὰ σκυ­λιά της πάν­τα στὸ Toyota της, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει γρά­ψει 257.500 χι­λι­ό­με­τρα ἀλ­λὰ γιὰ τὰ δε­δο­μέ­να της πα­ρα­μέ­νει σχε­τι­κὰ καινούργιο. (Τὸ προ­η­γού­με­νό της ἁ­μά­ξι, ἕ­να πα­λιὸ Bronco, κόν­τευ­ε νὰ φτά­σει τὰ 579.400.) Τρώ­ει συ­χνὰ δη­μη­τρια­κὰ Weetabix.

       Τώ­ρα τε­λευ­ταί­α, ἡ Οὐ­ί­λιαμς περ­νᾶ τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρό της μὲ μο­να­δι­κὴ συν­τρο­φιά της τὰ σκυ­λιὰ Νό­τσε καὶ Ἀσ­λάν – γερ­μα­νι­κοὺς ποι­με­νι­κούς, ρά­τσα ποὺ τὴ συν­τρο­φεύ­ει σὲ ὅ­λη της τὴ ζω­ή. Μι­λᾶ μὲ θέρ­μη γιὰ τὶς προ­σω­πι­κό­τη­τές τους καὶ γιὰ τὶς ἀν­τι­πά­θει­ες καὶ τοὺς φό­βους τους. Τὸ 1997, τῆς χί­μη­ξε καὶ τὴν τραυ­μά­τι­σε σο­βα­ρὰ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ποι­με­νι­κούς της, ἕ­να ἀρ­σε­νι­κὸ 9 χρό­νων ὀ­νό­μα­τι Χόκ· τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τρο­φο­δό­τη­σε ἕ­να σπα­ρα­ξι­κάρ­διο, ἀ­να­τρι­χι­α­στι­κὸ δο­κί­μιο στὸ Ill Nature, τὸ ὁ­ποῖ­ο μι­λᾶ κυ­ρί­ως γιὰ τὴ θλί­ψη τῆς Οὐ­ί­λιαμς μπρο­στὰ στὴν εὐ­θα­να­σί­α ποὺ πρέ­πει ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ νὰ γί­νει με­τὰ τὴν ἐ­πί­θε­ση τοῦ σκύ­λου. Τὸ δο­κί­μιο κλεί­νει μ’ ἕ­να ὄ­νει­ρο στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Οὐ­ί­λιαμς περ­πα­τᾶ πα­ρέ­α μὲ τὸν Χόκ, «τὸν ὄ­μορ­φο, τὸ κα­λὸ παι­δί, τὴν ἀ­γά­πη της» ἀ­νά­με­σα στοὺς νε­κρούς.

       Ὁ οὐ­ρα­νὸς πά­νω ἀ­πὸ τὸ Arizona Inn εἶ­χε γί­νει αὐ­τὸ τὸ θαμ­πὸ πορ­το­κα­λὶ κι ἕ­να ἁρ­πα­κτι­κὸ που­λὶ πε­τοῦ­σε ἀ­πει­λη­τι­κὰ πά­νω ἀ­π’ τὰ κε­φά­λια μας. Σκέ­φτη­κα τὴ σκη­νὴ στὸ The Changeling, τὸ κο­ρί­τσι ποὺ με­τα­μορ­φώ­νε­ται σὲ ἐ­λά­φι. Ἡ Οὐ­ί­λιαμς μοιά­ζει νὰ ἀ­να­ζη­τᾶ δια­ρκῶς καὶ ἀ­πο­κλει­στι­κὰ ἕ­να εἶ­δος καλ­λι­τε­χνι­κῆς με­τα­μόρ­φω­σης, μὲ τὸν ρό­λο τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας στὶς ἱ­στο­ρί­ες νὰ πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται δρα­στι­κά. «Τὰ δι­η­γή­μα­τα πρέ­πει νὰ ἀγ­γί­ζουν τοὺς ἀν­θρώ­πους σ’ ἕ­να βα­θύ­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο, ἕ­να βα­θύ­τε­ρο, λι­γό­τε­ρο προ­φα­νὲς ἐ­πί­πε­δο», μοῦ εἶ­πε τὸ ἴ­διο βρά­δυ, «καὶ δὲν τὸ κα­τα­φέρ­νουν». Ὅ­ταν ρώ­τη­σα τὴν Οὐ­ί­λιαμς τί πρέ­πει νά ’­χει μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ νά ’­ναι σπου­δαί­α, μοῦ ἀ­πάν­τη­σε «πρέ­πει μὲ κά­ποι­ον τρό­πο νὰ μὲ συν­τρί­βει». Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ βρεῖ τὸ νῆ­μα ποὺ ἑ­νώ­νει τὴ δου­λειά της μὲ τοὺς νέ­ους συγ­γρα­φεῖς ποὺ ἐ­ξε­ρευ­νοῦν τὰ ἴ­δια το­πί­α τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς μὲ τὸν νο­ση­ρὸ αὐ­τὸ ἥ­λιο —τὴν Κά­ρεν Ρά­σελ, τὸν Τζά­στιν Τέ­ι­λορ, τὴν Κλὲρ Βέ­ι Οὐ­ότ­κινς— ἐ­λά­χι­στοι συγ­γρα­φεῖς ὡ­στό­σο ἀ­πο­πει­ρῶν­ται, ἔ­στω, νὰ γρά­ψουν μὲ τὴ δι­κή της πα­ρα­φο­ρά. Ἂν καὶ ἡ Οὐ­ί­λιαμς ἔ­χει ἐκ­φρα­στεῖ θε­τι­κὰ γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νους σύγ­χρο­νους συγ­γρα­φεῖς, πα­ρα­μέ­νει ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νη γε­νι­κῶς ἀ­πὸ τὸ σύγ­χρο­νο δι­ή­γη­μα – καὶ ἡ δι­κή της δου­λειά, ἀ­π’ ὅ,τι φαί­νε­ται, δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­ξαί­ρε­ση.

       «Οἱ πιὸ πολ­λὲς ἀ­π’ τὶς ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τὲς δὲν πλη­σιά­ζουν κὰν σ’ αὐ­τὸ ποὺ προ­σπα­θῶ νὰ πε­τύ­χω», εἶ­πε μι­λών­τας γιὰ τὸ The Visiting Privilege. Ἕ­να νέ­ο μυ­θι­στό­ρη­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο γρά­φει ἐ­δῶ καὶ μιὰ δε­κα­ε­τί­α θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει, εὐ­ελ­πι­στεῖ, ἕ­να βῆ­μα πα­ρα­πέ­ρα – βῆ­μα ποὺ θὰ τὴν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ τὴ «γλώσ­σα καὶ τὴν ἀ­να­λαμ­πὴ καὶ τὸ κά­ψι­μο» τῆς σύγ­χρο­νης λο­γο­τε­χνι­κῆς γρα­φῆς. Γιὰ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα αὐ­τὸ μοῦ εἶ­πε μό­νο ὅ­τι ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται στὴν ἔ­ρη­μο καὶ θὰ βροῦ­με σ’ αὐ­τὸ ζῶ­α ποὺ ἀ­νή­κουν σὲ «ἄ­γνω­στα εἴ­δη, εἴ­δη ποὺ δὲν τὰ ἔ­χει δεῖ κα­νεὶς πο­τέ».

       Ἀρ­γὰ τὸ ἴ­διο βρά­δυ, μοῦ ἔ­δω­σε μὲ τὸ ζό­ρι ἕ­να δο­κί­μιο πού, ἂν καὶ δὲν τὸ ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἀ­κό­μη, θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι θὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ κα­τα­λά­βω ἀ­πὸ ποῦ ἔρ­χε­ται ἡ ἴ­δια. Ἦ­ταν 17 δα­κτυ­λό­γρα­φες σε­λί­δες, μὲ δι­ορ­θώ­σεις στὸ χέ­ρι καὶ μιὰ ἑ­νό­τη­τα κολ­λη­μέ­νη μὲ σε­λο­τέ­ιπ. «Αὔ­ριο θὰ μοῦ τὸ ’­χεις φέ­ρει πί­σω», εἶ­πε. Ἤ­μουν πο­λὺ με­θυ­σμέ­νος καὶ κου­ρα­σμέ­νος γιὰ νὰ τὸ δι­α­βά­σω ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα κι ἔ­τσι ζή­τη­σα ἀ­πὸ ἕ­ναν σα­στι­σμέ­νο ὑ­πάλ­λη­λο τοῦ Arizona Inn νὰ μοῦ τὸ σκα­νά­ρει.

       Λί­γες μέ­ρες με­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φή μου ἀ­πὸ τὸ Τοῦ­σον, ἕ­να γράμ­μα ἀ­πὸ τὴν Οὐ­ί­λιαμς —ἀ­παν­τή­σεις σὲ γρα­πτὲς ἐ­ρω­τή­σεις ποὺ τῆς εἶ­χα θέ­σει— ἦλ­θε μὲ τὸ τα­χυ­δρο­μεῖ­ο. Εἶ­χε κα­βα­τζώ­σει τὸν φά­κε­λο ἀ­πὸ κά­ποι­α καλ­λι­τε­χνι­κὴ δι­α­μο­νή, εἶ­χε δι­α­γρά­ψει μιὰ δι­εύ­θυν­ση κά­που στὸ Πρό­βιν­στά­ουν καὶ εἶ­χε δα­κτυ­λο­γρα­φή­σει «Οὐ­ί­λιαμς» ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ κά­τω. Μέ­σα στὸν φά­κε­λο βρῆ­κα ἀ­παν­τή­σεις σὲ πολ­λὲς ἐ­ρω­τή­σεις μου, κα­θὼς καὶ ἄλ­λες δι­ά­φο­ρες γιὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν τὴν εἶ­χα ρω­τή­σει. Ἔ­γρα­φε «πι­στεύ­ω ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ὑ­πάρ­χει (καὶ πρέ­πει νὰ ὑ­πάρ­χει) μὲ τρό­πο ὑ­περ­βα­τι­κὸ σὲ κά­θε ἀ­ξι­έ­παι­νο ἔρ­γο τέ­χνης». Ἔ­γρα­φε πὼς εἶ­ναι εὐ­γνώ­μων στὸν Ρὰ­στ δι­ό­τι τὴν εἶ­χε «εἰ­σα­γά­γει σ’ ἕ­ναν κό­σμο συγ­γρα­φέ­ων καὶ βι­βλί­ων καὶ κοι­νω­νι­κῶν ἐ­πα­φῶν ποὺ εἰ­δάλ­λως δὲν θὰ εἶ­χε γνω­ρί­σει πο­τέ της». Ἔ­γρα­φε «Ἂν κά­ποι­ος μᾶς ἀ­φά­νι­ζε στὴν κυ­κλο­φο­ρια­κὴ συμ­φό­ρη­ση τῆς Ἀ­ρι­ζό­νας, ἡ τε­λευ­ταία μου σκέ­ψη θὰ ἦ­ταν – κα­λὰ νὰ πά­θω ποὺ ἔ­χω τὸ προ­φὶλ ποὺ ἔ­χω».

       Τὴ μέ­ρα ποὺ ἔ­λα­βα τὸ γράμ­μα, ἄ­νοι­ξα τὸ λά­πτοπ μου καὶ πῆ­γα στὶς σε­λί­δες πού μου εἶ­χε δώ­σει ἡ Οὐ­ί­λιαμς γιὰ νὰ τὶς δι­α­βά­σω τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη στὸ Τοῦ­σον. Τὸ δο­κί­μιο εἶ­ναι κα­τ’ ἀρ­χὰς ἐ­λε­γεί­α γιὰ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τῆς σύγ­χρο­νης γλώσ­σας νὰ ἀν­τε­πε­ξέλ­θει στὸ με­γα­λεῖ­ο καὶ τὴν τρα­γω­δί­α τοῦ φυ­σι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος. Σύν­το­μα ὅ­μως ὁ προ­βλη­μα­τι­σμὸς δι­ευ­ρύ­νε­ται καὶ ἡ συγ­γρα­φέ­ας κρού­ει τὸν κώ­δω­να τοῦ κιν­δύ­νου γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α αὐ­τὴ κα­θαυ­τὴ καὶ τὴν πει­σμα­τι­κὴ ἑ­στί­α­σή της, ὅ­πως ἔ­γρα­ψε ὁ Σὸλ Μπέ­λο­ου, στὴν «ἀν­θρώ­πι­νη οἰ­κο­γέ­νεια ὡς ἔ­χει». «Θὰ μπο­ροῦ­σε αὐ­τὴ ἡ ἐμ­μο­νι­κὴ μα­τιὰ στὸν ἄν­θρω­πο νὰ ἐ­πι­φέ­ρει τὸν θά­να­το τῆς λο­γο­τε­χνί­ας;», ρω­τᾶ ἡ Οὐ­ί­λιαμς. Στὴν κα­τα­κλεί­δα του τὸ δο­κί­μιο ἀ­πο­τε­λεῖ μα­χη­τι­κὸ κά­λε­σμα γιὰ ἕ­να νέ­ο εἶ­δος λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ Οὐ­ί­λιαμς ἀμ­φι­βάλ­λει ἂν μπο­ρεῖ κα­νείς, κι αὐ­τὴ ἡ ἴ­δια δη­λα­δή, νὰ τὸ γρά­ψει.

       Στὸ γράμ­μα της, ἡ Οὐ­ί­λιαμς κά­νει ἀ­να­φο­ρὰ καὶ στὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της, αὐ­τὸ γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐλ­πί­ζει ὅ­τι ἴ­σως ἀ­πο­τε­λέ­σει ἕ­ναν νέ­ο τρό­πο νὰ γρά­ψει κα­νεὶς γιὰ τὴ γῆ. «Τὸ ξε­κί­νη­σα λί­γα χρό­νια πρὶν τὸν θά­να­το τοῦ Ρ.», γρά­φει. «Ὀ­φεί­λω νὰ σκε­φτῶ ὅ­τι ἡ κα­τά­στα­ση σώ­ζε­ται.» Τὴ φαν­τά­στη­κα τό­τε, στὰ βά­θη τῆς Σάν­τα Κα­τα­λί­να, μὲ τὰ δυ­ὸ ἀ­γα­πη­μέ­να της σκυ­λιὰ στὸ πλά­ι της, τὸ πα­γού­ρι γε­μά­το μαρ­τί­νι, νὰ πα­τᾶ τὰ πλῆ­κτρα μιᾶς ἀ­πὸ τὶς πα­λι­ές της Smith-Corona. Ἴ­σως εἶ­χε βρεῖ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ κά­ποι­α σπη­λιὰ ἀν­τὶ γιὰ μο­τέλ. Εὔ­χο­μαι ὅ­ταν ἐν­τέ­λει ξε­φυλ­λί­σω αὐ­τὸ τὸ ἀ­νέ­φι­κτο μυ­θι­στό­ρη­μα ποὺ θὰ μι­λᾶ τὴ γλώσ­σα τῆς ἔν­δο­ξης αὐ­τῆς γῆς, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ ἀ­μεί­λι­κτη ὀ­μορ­φιὰ θὰ ἐ­πι­ζή­σει γιὰ και­ρὸ με­τὰ τὸν χα­μό μας – εὔ­χο­μαι νὰ μὴν μπο­ρῶ νὰ κα­τα­λά­βω οὔ­τε μιὰ λέ­ξη.

       «Μή­πως δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ ἕ­να ὄ­νει­ρο ὅ­τι ἡ Λο­γο­τε­χνί­α ὑ­πῆρ­ξε κά­πο­τε ἐ­πι­κίν­δυ­νη καὶ εἶ­χε τὴ δύ­να­μη νὰ μᾶς ἀ­φυ­πνί­σει καὶ νὰ μᾶς ἀλ­λά­ξει;», γρά­φει ἡ Οὐ­ί­λιαμς στὸ ἀ­δη­μο­σί­ευ­το αὐ­τὸ δο­κί­μιο. «Σί­γου­ρα πάν­τως ὀ­φεί­λει νὰ γί­νει ἐ­πι­κίν­δυ­νη στὸ τώ­ρα… Ἰ­δοὺ τὸ μυ­στή­ριο, ἡ μυ­στη­ρι­ώ­δης κι ἀ­νά­ξιά μας ὀ­μορ­φιὰ τοῦ κό­σμου.» Ἀ­κό­μη καὶ στὸ σκα­να­ρι­σμέ­νο μου ἀν­τί­γρα­φο μπό­ρε­σα νὰ δῶ τὴν ἀ­κα­νό­νι­στη γραμ­μὴ ποὺ εἶ­χε τρα­βή­ξει μὲ τὸ μο­λύ­βι της γιὰ νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σει τὴ λέ­ξη ἰ­δού.


       02.09.2015.



πη­γή: https://www.nytimes.com/2015/09/06/magazine/the-misanthropic-genius-of-joy-williams.html

Ντὰν Κό­ις (Dan Kois) εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νος γιὰ θέ­μα­τα πο­λι­τι­σμοῦ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Slate στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πί­σης ἀρ­θρο­γρα­φεῖ.