Ντέ­νις Τζόν­σον (Denis Johnson): Ντάν­ταν



Ντέ­νις Τζόν­σον (Denis Johnson)

 

Ντάν­ταν

(Dundun)


ΚΙΝΗΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΙΚΙΑ ὅ­που ζοῦ­σε ὁ Ντάν­ταν γιὰ νὰ τοῦ πά­ρω λί­γο φαρ­μα­κευ­τι­κὸ ὄ­πιο, ἀλ­λὰ ὅ­μως ἀ­τύ­χη­σα.

       Μὲ χαι­ρέ­τη­σε κα­θὼς ἔ­βγαι­νε στὴ μπρο­στι­νὴ αὐ­λὴ γιὰ νὰ πά­ει στὴν ἀν­τλί­α, φο­ρών­τας και­νού­ρι­ες κα­ουμ­πό­ι­κες μπό­τες καὶ δερ­μά­τι­νο γι­λέ­κο, μὲ τὸ φα­νε­λέ­νιο του που­κά­μι­σο νὰ κρέ­με­ται πά­νω ἀ­π’ τὸ τζίν του. Μα­σοῦ­σε καὶ μιὰ τσί­χλα.

       «Ὁ Μὰκ Ἴν­νες δὲ νι­ώ­θει καὶ πο­λὺ κα­λὰ σή­με­ρα. Τώ­ρα δὰ τὸν πυ­ρο­βό­λη­σα».

       «Ἐν­νο­εῖς τὸν σκό­τω­σες;»

       «Δὲν τὸ ‘θε­λα».

       «Εἶ­ναι ὄν­τως νε­κρός;»

       «Ὄ­χι. Κά­θε­ται».

       «Ἀλ­λὰ εἶ­ναι ζων­τα­νός».

       «Φυ­σι­κὰ κι εἶ­ναι ζων­τα­νός, ρέ. Στὸ πί­σω τὸ δω­μά­τιο κά­θε­ται τώ­ρα».

       Ὁ Ντάν­ταν τρά­βη­ξε πρὸς τὴν ἀν­τλί­α καὶ πῆ­ρε νὰ δου­λεύ­ει τὸν μο­χλό.

       Κι­νή­θη­κα πε­ρι­με­τρι­κά τοῦ σπι­τιοῦ καὶ μπῆ­κα ἀ­πὸ πί­σω. Τὸ πρῶ­το δω­μά­τιο μπαί­νον­τας ἀ­π’ τὴν πί­σω πόρ­τα ἔ­ζε­χνε σκυ­λιὰ καὶ μω­ρά. Ἡ Μπὶ­τλ στε­κό­ταν στὴν ἀν­τι­κρι­νὴ πόρ­τα. Μ’ εἶ­δε ποὺ ἔμ­παι­να. Στη­ρι­ζό­με­νη στὸν τοῖ­χο ἦ­ταν κι ἡ Μπλού, κα­πνί­ζον­τας ἕ­να τσι­γά­ρο καὶ ξύ­νον­τας σκε­πτι­κά τὸ σα­γό­νι της. Ὁ Τζὰκ Χο­τὲλ ἦ­ταν πά­νω ἀ­π’ ἕ­να πα­λιὸ ἕ­δρα­νο, ἀ­νά­βον­τας μιὰ πί­πα, τὸ μπὸλ τῆς ὁ­ποί­ας ἦ­ταν τυ­λιγ­μέ­νο μ’ ἀ­λου­μι­νό­χαρ­το.

       Ὅ­ταν κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ἤ­μουν μό­νος μου, ξα­νά­πια­σαν κι οἱ τρεῖς τους νὰ κοι­τᾶ­νε τὸν Μὰκ Ἴν­νες, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θό­ταν ὁ­λο­μό­να­χος στὸν κα­να­πέ, μὲ τ’ ἀ­ρι­στε­ρό του τὸ χέ­ρι νὰ ‘ναι ἁ­πα­λὰ ἀ­πι­θω­μέ­νο ἐ­πά­νω στὴν κοι­λιά του.

       «Ὁ Ντάν­ταν τὸν πυ­ρο­βό­λη­σε;» ρώ­τη­σα.

       «Κά­ποι­ος πυ­ρο­βό­λη­σε κά­ποι­ον», εἶ­πε ὁ Χο­τέλ.

       Ὁ Ντάν­ταν μπῆ­κε ἀ­πὸ πί­σω μου φέρ­νον­τας λί­γο νε­ρὸ σὲ μιὰ πορ­σε­λά­νι­νη κού­πα κι ἕ­να πο­τή­ρι μπύ­ρα κι εἶ­πε στὸν Μὰκ Ἴν­νες: «Ὁ­ρί­στε».

       «Ἐ­γὼ δὲν τὸ θέ­λω αὐ­τό», εἶ­πε ὁ Μὰκ Ἴν­νες.

       «Ἐν­τά­ξει. Κα­λά, ὁ­ρί­στε, τό­τε». Ὁ Ντάν­ταν τοῦ πρό­σφε­ρε τὸ ὑ­πό­λοι­πό τῆς μπύ­ρας του.

       «Ὄ­χι, εὐ­χα­ρι­στῶ».

       Ἀ­νη­σύ­χη­σα. «Δὲν θὰ τὸν πά­τε σὲ κά­να νο­σο­κο­μεῖ­ο;»

       «Κα­λὴ ἰ­δέ­α», εἶ­πε ἡ Μπὶτλ δη­κτι­κά.

       «Ξε­κι­νή­σα­με», ἐ­ξή­γη­σε ὁ Χο­τέλ, «ἀλ­λὰ στου­κά­ρα­με στὴ γω­νί­α τῆς ἀ­πο­θή­κης ἐ­κεῖ πέ­ρα».

       Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πλα­ϊ­νὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἦ­ταν τὸ ἀ­γρό­κτη­μα τοῦ Τὶμ Μπί­σοπ. Ἡ Πλύ­μουθ τοῦ Τὶμ Μπί­σοπ, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν μιὰ πο­λὺ ὡ­ραί­α πα­λιὰ γκρι­ζο­κόκ­κι­νη κούρ­σα, εἶ­χε πλα­γι­ο­κο­πή­σει, εἶ­δα, τὴν ἀ­πο­θή­κη καὶ εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στή­σει ἕ­να ἀ­π’ τὰ γω­νια­κὰ δο­κά­ρια, ἔ­τσι ποὺ τὸ δο­κά­ρι κει­τό­ταν στὸ ἔ­δα­φος καὶ τ’ αὐ­το­κί­νη­το βά­στα­γε τώ­ρα τὴν σκε­πὴ τῆς ἀ­πο­θή­κης.

       «Τὸ μπρο­στι­νὸ παρ­μπρὶζ ἔ­γι­νε σ­μπα­ρά­λια», εἶ­πε ὁ Χο­τέλ.

       «Πῶς κα­τα­λή­ξα­τε νὰ σκά­σε­τε κεῖ πά­νω;»

       «Ὅ­λα ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἐ­κτὸς ἐ­λέγ­χου», ἔ­κα­νε ὁ Χο­τέλ.

       «Ποῦ ‘ναι, τέ­λος πάν­των, ὁ Τίμ;»

       «Δὲν εἶ­ναι ἐ­δῶ», εἶ­πε ἡ Μπίτλ.

       Ὁ Χο­τέλ μοῦ πέ­ρα­σε τὴν πί­πα. Ἦ­ταν χα­σίς, ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἤ­δη σχε­δὸν στὰ τε­λει­ώ­μα­τα.

       «Πῶς τὴν πα­λεύ­εις;» ρώ­τη­σε ὁ Ντάν­ταν τὸν Μὰκ Ἴν­νες.

       «Μπο­ρῶ νὰ τὸ νι­ώ­σω ἐ­δῶ δά. Εἶ­ναι μπηγ­μέ­νο μὲς στὸ μῦ».

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Δὲν εἶ­ναι ἄ­σχη­μα. Δὲν ἔ­σκα­σε κα­νο­νι­κά τὸ κα­ψού­λι, νο­μί­ζω».

       «Ἔ­πα­θε ἀ­φλο­γι­στί­α».

       «Ναί, ἔ­πα­θε λι­γά­κι ἀ­φλο­γι­στί­α».

       Ὁ Χο­τὲλ μὲ ρώ­τη­σε, «Θὰ τὸν πᾶς στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο μὲ τ’ αὐ­το­κί­νη­τό σου;»

       «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πα.

       «Θὰ ‘ρθῶ κι ἐ­γώ», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       «Σοῦ ‘χει μεί­νει κα­θό­λου ὄ­πιο;» τὸν ρώ­τη­σα.

       «Ὄ­χι», εἶ­πε. «Ἤ­τα­νε δῶ­ρο γε­νε­θλί­ων. Τὸ ‘πια ὅ­λο».

       «Πό­τε εἶ­ναι τὰ γε­νέ­θλιά σου;» τὸν ρώ­τη­σα.

       «Σή­με­ρα».

       «Δὲ θὰ ‘πρε­πε τό­τε νὰ τὸ πι­είς ὅ­λο πρὶν ἀ­π’ τὰ γε­νέ­θλιά σου», τοῦ ‘κά­να ἐ­γὼ θυ­μω­μέ­να.

       Χά­ρη­κα ὅ­μως μὲ τού­τη τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ φα­νῶ χρή­σι­μος. Ἤ­θε­λα νὰ ‘μαι ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴ φά­ση μέ­χρι τέ­λους καὶ θὰ πή­γαι­νε τὸν Μὰκ Ἴν­νες στὸν για­τρὸ χω­ρὶς κα­νέ­να τρα­κά­ρι­σμα. Ὁ κό­σμος θὰ τὸ συ­ζη­τοῦ­σε, κι ἤλ­πι­ζα πὼς ἔ­τσι θὰ γι­νό­μουν ἀ­ρε­στός.

       Στὸ αὐ­το­κί­νη­το ἤ­μα­σταν ὁ Ντάν­ταν, ὁ Μὰκ Ἴν­νες κι ἐ­γώ.

       Τοῦ­τα ‘δῶ ἦ­ταν τὰ εἰ­κο­στὰ πρῶ­τα γε­νέ­θλια τοῦ Ντάν­ταν. Τὸν εἶ­χα γνω­ρί­σει στὶς φυ­λα­κὲς τῆς κο­μη­τεί­ας Τζόν­σον κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν μο­νά­χα λί­γων ἡ­με­ρῶν ποὺ εἶ­χα πο­τὲ πε­ρά­σει στὴ φυ­λα­κή, ἐ­κεῖ γύ­ρω στὴν ἐ­πο­χὴ τῶν δε­κα­ο­χτῶ μου Εὐ­χα­ρι­στι­ῶν. Τοῦ ‘ρι­χνα κά­να δυ­ὸ μῆ­νες. Ὅ­σο γιὰ τὸν Μὰκ Ἴν­νες, αὐ­τὸς μᾶς γυ­ρό­φερ­νε ἀ­πὸ πάν­τα, καί, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ ἀ­φεν­τιά μου εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ μιὰ ἀ­πὸ τὶς πα­λι­ές του κο­πε­λι­ές.

       Βά­λα­με μπρὸς ὅ­σο πιὸ γρή­γο­ρα ἤ­μουν σὲ θέ­ση νὰ ὁ­δη­γῶ χω­ρὶς νὰ κου­νά­ω τὸν πυ­ρο­βο­λη­μέ­νο πέ­ρα δώ­θε.

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Καὶ τὰ φρέ­να; Τὰ ‘φτια­ξες;»

       «Τὸ χει­ρό­φρε­νο πιά­νει. Κι εἶ­ναι ἀρ­κε­τό».

       «Καὶ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο;» ὁ Ντάν­ταν πά­τη­σε τὸ κουμ­πί, καὶ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο βάλ­θη­κε νὰ βγά­ζει ἕ­ναν θό­ρυ­βο σὰν κρε­α­το­μη­χα­νή.

       Τὸ ἔ­κλει­σε κι ὕ­στε­ρα τὸ ἄ­νοι­ξε, καὶ τώ­ρα ἐ­κεῖ­νο μουρ­μού­ρι­ζε σὰν κά­να μη­χά­νη­μα ἀ­πὸ κεῖ­να ποὺ γυ­α­λί­ζουν πέ­τρες ὁ­λο­νυ­χτίς.

       «Κι ἐ­σύ;» ρώ­τη­σα τὸν Μὰκ Ἴν­νες. «Εἶ­σαι ἄ­νε­τα;»

       «Ἐ­σὺ τί νο­μί­ζεις;» ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Μὰκ Ἴν­νες.

       Ἦ­ταν ἕ­νας μα­κρὺς εὐ­θὺς δρό­μος με­σ’ ἀ­πὸ ἄ­νυ­δρα λι­βά­δια ὡς ἐ­κεῖ ποὺ ‘φτα­νε ἀν­θρώ­που μά­τι. Σοῦ φαι­νό­ταν πὼς ὁ οὐ­ρα­νὸς δὲν εἶ­χε μέ­σα του κα­θό­λου ἀ­έ­ρα καὶ πὼς ἡ γῆ ἤ­τα­νε κα­μω­μέ­νη ἀ­πὸ χαρ­τί. Κι ἐ­μεῖς, ἀν­τὶ νὰ κι­νού­μα­στε, μι­κραί­να­με ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ πο­λύ.

       Τί μπο­ρεῖ νὰ εἰ­πω­θεῖ γιὰ κεῖ­να τὰ λι­βά­δια; Ὑ­πῆρ­χαν κο­τσύ­φια ποὺ ‘φερ­ναν γύ­ρες πά­νω ἀ­π’ τὶς ἴ­διους τους τοὺς ἴ­σκιους κι οἱ ἀ­γε­λά­δες κά­τω­θέ τους κά­θον­ταν ἄ­πρα­κτες μυ­ρί­ζον­τας ἡ μιὰ τὰ πι­σι­νὰ τῆς ἀλ­λη­νῆς. Ὁ Ντάν­ταν ἔ­φτυ­σε τὴν τσί­χλα του ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἐ­νό­σω ψά­ρευ­ε τὰ Winston του ἀ­π’ τὴν τσέ­πη τοῦ που­κα­μί­σου του. Ἄ­να­ψε ἕ­να Winston μ’ ἕ­να σπίρ­το. Πέ­ραν τού­του οὐ­δέν.

       «Δὲ θὰ βγοῦ­με πο­τὲ ἀ­π’ αὐ­τὸν τὸν δρό­μο», εἶ­πα.

       «Τί χά­λια γε­νέ­θλια», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       Ὁ Μὰκ Ἴν­νες εἶ­χε πα­νιά­σει κι ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν, ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τὸ στορ­γι­κά. Τὸν εἶ­χα πε­τύ­χει σὲ πα­ρό­μοι­α φά­ση κά­να δυ­ὸ φο­ρὲς ἀ­κό­μα καὶ τό­τε ποὺ δὲν εἶ­χε πυ­ρο­βο­λη­θεῖ. Εἶ­χε πε­ρά­σει μιὰ βα­ριὰ ἡ­πα­τί­τι­δα ἡ ὁ­ποί­α τοῦ προ­κα­λοῦ­σε συ­χνὰ πο­λὺ πό­νο.

       «Ὑ­πό­σχε­σαι νὰ μὴν τοὺς πεῖς τί­πο­τα;» ἔ­κα­νε ὁ Ντάν­ταν στὸν Μὰκ Ἴν­νες.

       «Δὲν πι­στεύ­ω νὰ σ’ ἀ­κού­ει», εἶ­πα.

       «Πές τους πῶς ἦ­ταν ἀ­τύ­χη­μα, ἐν­τά­ξει;»

       Ὁ Μὰκ Ἴν­νες, γιὰ μιὰ πα­ρα­τε­τα­μέ­νη στιγ­μή, δὲν εἶ­πε τί­πο­τα. Τε­λι­κὰ εἶ­πε, «Ἐν­τά­ξει».

       «Ὑ­πό­σχε­σαι;» εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.  Ὅ­μως ὁ Μὰκ Ἴν­νες δὲν εἶ­πε τί­πο­τα. Ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν νε­κρός.

       Ὁ Ντάν­ταν μὲ κοί­τα­ξε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια. «Τί λές;»

       «Τί ἐν­νο­εῖς, τί λέ­ω; Νο­μί­ζεις πῶς εἶ­μαι ἐ­δῶ ἐ­πει­δὴ ξέ­ρω ἀ­π’ αὐ­τά;»

       «Εἶ­ναι νε­κρός».

       «Ἐν­τά­ξει. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι εἶ­ναι νε­κρός».

       «Πέ­τα τον ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το».

       «Ἐν­νο­εῖ­ται πὼς θὰ τὸν πε­τά­ξω ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το», εἶ­πα. «Σι­γὰ μὴν τὸν πά­ω τώ­ρα που­θε­νά».

       Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα, ἐ­κεῖ ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σα. Εἶ­δα ἕ­να ὄ­νει­ρο στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­χει­ροῦ­σα νὰ πῶ σὲ κά­ποι­ον κά­τι κι ἐ­κεῖ­νος ὅ­λο μὲ δι­έ­κο­πτε, ἕ­να ὄ­νει­ρο γιὰ τὴ μα­ταί­ω­ση.

       «Χαί­ρο­μαι ποὺ ‘ναι νε­κρός», εἶ­πα στὸν Ντάν­ταν. «Ἀ­πὸ δαῦ­τον ξε­κί­νη­σαν ὅ­λοι νὰ μὲ φω­νά­ζουν Κε­φά­λα».

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Μὴν τ’ ἀ­φή­νεις νὰ σὲ παίρ­νει ἀ­πὸ κά­τω».

       Πή­γα­με σφαί­ρα ὡς τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια τῶν σκε­λε­τῶν τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα.

       «Δὲ θὰ μοῦ ‘ταν καὶ τί­πο­τα νὰ δου­λεύ­ω ὡς πλη­ρω­μέ­νος δο­λο­φό­νος», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       Πα­γε­τῶ­νες εἴ­χα­νε συν­τρί­ψει ἐ­τοῦ­το τὸ μέ­ρος σὲ χρό­νο προ­ϊ­στο­ρι­κό. Εἶ­χε ἐ­πι­κρα­τή­σει ξη­ρα­σί­α γιὰ χρό­νια, κι ἕ­να μπρού­τζι­νο πέ­πλο σκό­νης ἐ­πό­πτευ­ε τὶς πε­διά­δες. Ἡ καλ­λι­έρ­γεια σό­γιας ἤ­τα­νε πά­λι ἀ­χρη­στε­μέ­νη, κι οἱ πε­τα­μέ­νοι, μα­ρα­μέ­νοι μί­σχοι κα­λαμ­πο­κιοῦ κεί­τον­ταν στὸ ἔ­δα­φος σὰν ἀ­ρα­δι­α­σμέ­να ἐ­σώ­ρου­χα. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­γρό­τες οὔ­τε κὰν ποὺ φύ­τευ­αν πλέ­ον. Ὅ­λα τὰ ψευ­δῆ ὁ­ρά­μα­τα εἶ­χαν ἐ­ξα­λει­φθεῖ. Ἤ­τα­νε σὰν τὴ στιγ­μὴ προ­τοῦ νὰ ἔρ­θει ὁ Σω­τή­ρας. Καὶ ὁ Σω­τή­ρας πράγ­μα­τι ἦρ­θε, ἀλ­λὰ ὅ­μως χρει­ά­στη­κε νὰ πε­ρι­μέ­νου­με πο­λὺ και­ρό.

       Ὁ Ντάν­ταν βα­σά­νι­σε τὸν Τζὰκ Χο­τὲλ στὴ λί­μνη ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ Ντέν­βερ. Τοῦ­το τὸ ‘κανε γιὰ νὰ τοῦ ἀ­πο­σπά­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κὰ μ’ ἕ­να κλεμ­μέ­νο ἀν­τι­κεί­με­νο, ἕ­να στε­ρε­ο­φω­νι­κό το ὁ­ποῖ­ο ἀ­νῆ­κε στὴν κο­πε­λιὰ τοῦ Ντάν­ταν, η, ἐν­δε­χο­μέ­νως, στὴν ἀ­δερ­φή του. Ἔ­πει­τα, ὁ Ντάν­ταν κο­πά­νη­σε ἕ­ναν ἄν­τρα σχε­δὸν μέ­χρι θα­νά­του μ’ ἕ­να γρύ­λο μὲς στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου στὸ Ὤ­στιν τοῦ Τέ­ξας, πράγ­μα γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πρέ­πει ἐ­πί­σης κά­ποι­α μέ­ρα νὰ δώ­σει ἐ­ξη­γή­σεις, ἀλ­λὰ πλέ­ον βρί­σκε­ται, νο­μί­ζω, στὴν πο­λι­τεια­κὴ φυ­λα­κὴ τοῦ Κο­λο­ράν­το.

       Θὰ μὲ πι­στεύ­α­τε ἂν σᾶς ἔ­λε­γα πῶς ὑ­πῆρ­χε μὲς στὴν καρ­διὰ του κα­λο­σύ­νη; Ἡ ἀ­ρι­στε­ρά του δὲν γνώ­ρι­ζε τί ποι­οῦ­σε ἡ δε­ξιά του. Εἶ­χε ἁ­πλῶς κά­ψει γιὰ τὰ κα­λὰ με­ρι­κὲς ση­μαν­τι­κὲς φλάν­τζες. Ἅ­μα σᾶς ἄ­νοι­γα τὸ κε­φά­λι καὶ σᾶς πι­λά­τευ­α τὸν ἐγ­κέ­φα­λο μ’ ἕ­να καυ­τὸ κολ­λη­τή­ρι, θὰ σᾶς με­τα­μόρ­φω­να πι­θα­νό­τα­τα σὲ κά­ποι­ον σὰν καὶ τοῦ λό­γου του.



Πη­γή: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories, New York, Picador Modern Classics/Farrar, Straus and Giroux, 2015 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories by Denis Johnson, New York, Farrar, Straus and Giroux, 1992]. Τὸ δι­ή­γη­μα «Dundun» πρω­το­δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Esquire.

Denis Johnson (1949, Μό­να­χο – 2017, Κα­λι­φόρ­νια). Σπού­δα­σε στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα πλά­ι στὸν Ρέ­υ­μοντ Κάρ­βερ. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε δι­ά­φο­ρα εἴ­δη λό­γου (ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα, ἀρ­θρο­γρα­φί­α) καὶ ἔ­γι­νε εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στὸς μὲ τὴν κυ­κλο­φο­ρί­α τῆς συλ­λο­γῆς δι­η­γη­μά­των JesusSon.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώ­νης (Ἀ­θή­να, 1990). Ἔ­χει σπου­δά­σει ἀγ­γλι­κὴ φι­λο­λο­γί­α, νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα.

Ἐλεύθερη κινηματογραφικὴ ἀπόδοση τοῦ διηγήματος

https://www.youtube.com/watch?v=wtDDD1k0a3Y&t=143s

Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη: Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη

 

Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ δύ­σκο­λα. Ὁ δι­κη­γό­ρος εἶ­πε ὅ­τι ἂν δὲν κα­τα­φέ­ρουν νὰ μποῦ­νε στὸ νό­μο Κα­τσέ­λη, οἱ τρά­πε­ζες θὰ εἶ­ναι μὲ λυ­μέ­να τὰ χέ­ρια. Θὰ βγά­λουν τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο σὲ πλει­στη­ρια­σμό. Στὰ νύ­χια στέ­κον­ται. Ἂν τὰ χρέ­η εἶ­χαν πρω­το­εμ­φα­νι­στεῖ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν μνη­μο­νί­ων, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος γύ­ρι­σε ἀ­νά­πο­δα τό­τε. Ἀλ­λὰ ἐ­δῶ τὰ χρέ­η ξε­κί­νη­σαν τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ δέ­να­νε τὰ σκυ­λιὰ μὲ τὰ λου­κά­νι­κα, ὁ­πό­τε κλά­φ’­τα.

        «Ἐν­τά­ξει ρὲ Θέ­μη, πὲς ὅ­τι δὲν ἔ­κα­να κα­λὴ δι­α­χεί­ρι­ση. Πρέ­πει νὰ τὰ χά­σω ὅ­λα; Ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα χρω­στά­ει, μό­νο ἐ­γὼ εἶ­μαι;»

       «Ἠ­λί­α, δὲν ἔ­χει ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα ξε­νο­δο­χεῖ­ο στὴ Σαν­το­ρί­νη. Ἐ­γὼ θὰ κά­νω ὅ,τι μπο­ρῶ, ἀλ­λὰ ὁ δι­κα­στὴς δὲν εἶ­ναι χα­ζός».

        «Φέ­τος τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο θὰ δου­λέ­ψει. Θὰ δου­λέ­ψει κα­λά. Ἔ­φε­ρα hotel manager ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χω ξε­κι­νή­σει καὶ σὲ ψυ­χί­α­τρο στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο. Θὰ βά­λω ἕ­να τέ­λος στὴν κα­τρα­κύ­λα. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, βο­ή­θη­σέ με νὰ τὸ σώ­σου­με».

        Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­γό­ρα­σε τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο πρὶν 20 χρό­νια. Τὴ χρο­νιὰ ποὺ γνώ­ρι­σε τὴ Βα­σι­λι­κή. Πού­λη­σε τὸ ἀρ­γυ­ρο­χο­εῖ­ο ποὺ τοῦ ἄ­φη­σε ὁ πα­τέ­ρας του στὰ Γι­άν­νε­να καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ νη­σὶ ὅ­που γνω­ρί­στη­καν καὶ ἐ­ρω­τεύ­τη­καν. Ἔ­κα­ναν τέσ­σε­ρα ἀ­γό­ρια. Τὸ ἕ­να πί­σω ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο. Ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶ­χε ἀ­δέρ­φια καὶ ἤ­θε­λε με­γά­λη οἰ­κο­γέ­νεια.

      Τὸν πρῶ­το και­ρὸ ζοῦ­σαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Στὸ πρῶ­το τη­λε­φώ­νη­μα ἀ­πὸ τὴν εἰ­σπρα­κτι­κή, ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἦ­ταν βέ­βαι­η ὅ­τι κά­ποι­ο λά­θος εἶ­χε γί­νει. Ὅ­ταν πῆ­γε στὴν τρά­πε­ζα νὰ ση­κώ­σει χρή­μα­τα καὶ εἶ­δε ὅ­τι ὁ κοι­νός τους λο­γα­ρια­σμὸς ἦ­ταν ἄ­δει­ος, ἔ­χα­σε τὴ γῆ κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Πῆ­γε στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο καὶ χί­μη­ξε κα­τὰ πά­νω του μπρο­στὰ στοὺς πε­λά­τες. «Ἀ­λι­τή­ρι­ε, δὲν σκέ­φτη­κες τὰ παι­διά σου». Τὸν ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι θὰ τὰ πά­ρει καὶ θὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Τὴν ἄ­κου­σαν ὅ­λα τὰ Φη­ρά.

        Τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἔμ­πλε­ξε μὲ πα­ρέ­α. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­παι­ζαν μιὰ στὸ τό­σο. Ὅ­μως ἐ­πί­α­νε χαρ­τιὰ στὸ χέ­ρι καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ἕ­να ἀ­κα­τα­μά­χη­το γαρ­γα­λη­τὸ στὰ σω­θι­κά του. Ἔ­χα­νε καὶ ξα­να­έ­χα­νε καὶ συ­νέ­χι­ζε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ση­κω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι για­τί ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ θὰ κερ­δί­σει. Τε­λι­κὰ ση­κω­νό­ταν κα­τα­χρε­ω­μέ­νος. Εἶ­χε πά­ρει τρί­α δά­νεια γιὰ ἐ­πι­σκευ­ὲς καὶ ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. Ὅ­λα φα­γω­μέ­να στὰ χαρ­τιά.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ τε­λι­κὰ δὲν ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ποῦ νὰ πά­ει μὲ τέσ­σε­ρα παι­διὰ χω­ρὶς δε­κά­ρα; Συ­νέ­χι­σαν νὰ ζοῦν σὰν ξέ­νοι κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια στέ­γη. Τὸν τι­μω­ροῦ­σε μὲ τὴ σι­ω­πὴ της σκά­βον­τας ὅ­λο καὶ πιὸ βα­θιὰ τὴν τά­φρο τοῦ χω­ρι­σμοῦ τους.

        Ὁ δι­κη­γό­ρος τοῦ ἔ­δω­σε ραν­τε­βοὺ γιὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη στὶς ὀ­κτώ­μι­ση ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ εἰ­ρη­νο­δι­κεῖ­ο. Τοῦ εἶ­πε νὰ ξυ­ρι­στεῖ καὶ νὰ φο­ρέ­σει κο­στού­μι. Ἂν οἱ ἐ­ρω­τή­σεις τῶν δι­κη­γό­ρων τῆς τρά­πε­ζας τὸν ζο­ρί­σουν, νὰ κοι­τά­ζει στὰ μά­τια τὸν δι­κα­στὴ καὶ ὄ­χι αὐ­τούς.

        Ὁ Ἠ­λί­ας κα­τη­φό­ρι­σε πρὸς τὸ σπί­τι. Εἶ­δε στὸ δρό­μο ἕ­να ζευ­γά­ρι Κι­νέ­ζων, νε­ό­νυμ­φοι, νὰ φω­το­γρα­φί­ζον­ται μὲ θέ­α τὴν Καλ­ντέ­ρα. Θυ­μή­θη­κε τὸ τα­ξί­δι τοῦ μέ­λι­τος μὲ τὴ Βα­σι­λι­κή. Πό­σο τὴ λά­τρευ­ε. Πό­σα ἀ­πὸ ὅ­σα τῆς ὑ­πο­σχέ­θη­κε μπό­ρε­σε τε­λι­κὰ νὰ τῆς δώ­σει; Ἔ­πει­τα συλ­λο­γί­στη­κε τὰ ἀ­γό­ρια του. Ὁ με­γά­λος τέ­λει­ω­νε φέ­τος τὸ λύ­κει­ο. Τί μέλ­λον μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει; Μέλ­λον ὑ­πο­θη­κευ­μέ­νο ὅ­πως τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο.

        Ἔ­φτα­σε σπί­τι. Ἡ Βα­σι­λι­κὴ κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας καὶ ἔ­τρω­γε μό­νη.

        «Τὰ παι­διὰ εἶ­ναι ἔ­ξω;»

        Δὲν πῆ­ρε ἀ­πάν­τη­ση. Πῆ­γε καὶ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τί της στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Βα­σι­λι­κή, θέ­λω νὰ σοῦ ζη­τή­σω μιὰ χά­ρη. Αὔ­ριο εἶ­ναι τὸ δι­κα­στή­ριο. Αὔ­ριο στὶς ἐν­νιά το πρω­ί. Μπο­ρεῖς νὰ ἔρ­θεις μα­ζί μου σὲ πα­ρα­κα­λῶ;» εἶ­πε χα­μη­λό­φω­να.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἄ­φη­σε τὸ κου­τά­λι. Ἔ­βα­λε τὶς πα­λά­μες ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Τί μὲ θές, Ἠ­λί­α; Νὰ φα­νοῦ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε ζευ­γά­ρι; Νὰ μοι­ρα­στοῦ­με τὴν ντρο­πὴ πού ἔ­φε­ρες στὸ σπί­τι μας; Τί μὲ θὲς ἐ­μέ­να, μοῦ λές;»

        Ὁ Ἠ­λί­ας χα­μή­λω­σε τὸ βλέμ­μα. Κόμ­πια­σε. Ἅ­πλω­σε τὸ δε­ξὶ χέ­ρι καὶ τὴν ἐ­πί­α­σε ἀ­πὸ τὸν καρ­πό. Τὴν ἔσφι­ξε.

        «Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι, Βα­σι­λι­κή. Χω­ρὶς ἐ­σέ­να φο­βᾶ­μαι θὰ δι­α­λυ­θῶ. Στε­νεύ­ει ὁ κό­σμος καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ πά­ρω ἀ­νά­σα. Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι».

        Τὸν κοί­τα­ξε γιὰ λί­γο.

        «Ἠ­λί­α, βγά­λ’ τὰ πέ­ρα μό­νος σου». Ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να.

        Ὁ Ἠ­λί­ας ξά­πλω­σε στὸν κα­να­πέ, ὅ­πως κά­θε βρά­δυ. Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε τὰ ξη­με­ρώ­μα­τα. Ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ ξυ­πνη­τή­ρι, ἔ­βλε­πε στὸν ὕ­πνο του ὅ­τι ἦ­ταν παι­δά­κι καὶ βρι­σκό­ταν στὴν αὐ­λὴ τοῦ πα­τρι­κοῦ του στὰ Γι­άν­νε­να, μὲ τὴ μά­να του νὰ τὸν μα­λώ­νει για­τί ἔ­κο­βε τὰ ἄν­θη ἀ­πὸ τὶς τρι­αν­τα­φυλ­λι­ὲς τοῦ κή­που.

        Ξύ­πνη­σε ἀ­λα­φι­α­σμέ­νος. Ἔ­ρι­ξε νε­ρὸ στὸ πρό­σω­πό του καὶ ντύ­θη­κε ἄ­ρον ἄ­ρον. Πῆ­γε στὴν κου­ζί­να νὰ πά­ρει τὸ χά­πι γιὰ τὴν πί­ε­ση. Βρῆ­κε τὴ Βα­σι­λι­κὴ νὰ κά­θε­ται στὸ τρα­πέ­ζι. Μό­λις τὸν εἶ­δε, ση­κώ­θη­κε.

        «Πᾶ­με;» τοῦ εἶ­πε.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη (Πρέ­βε­ζα, 1983). Ἀ­πό­φοι­τη Νο­μι­κῆς Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης.


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.



		

	

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς


ΝΕΒΗΚΕ στὴ στά­ση Σκρᾶ καὶ πα­ρό­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο εἶ­χε ἄ­δει­ες θέ­σεις δὲν κά­θη­σε. Πι­ά­στη­κε ἀ­πὸ τὴ χει­ρο­λα­βὴ καὶ στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὰ βλέμ­μα­τα ποὺ καρ­φώ­θη­καν ἀ­μέ­σως πά­νω του. Λαμ­πε­ρὸ βλέμ­μα, ὡ­ραῖ­ο πα­ρά­στη­μα. Σί­γου­ρα κά­τω ἀ­πὸ τριά­ντα. Στὸ φρύ­δι piercing, μιὰ με­ταλ­λι­κὴ σφαί­ρα. Τὸ ἴ­διο καὶ στὸ κά­τω χεῖ­λος. Στὴ μύ­τη κρί­κος. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ αὐ­τὶ stretching τοῦ­νελ. Στὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ μπρά­τσο τα­του­ὰζ μὲ τὴ χη­μι­κὴ ἕ­νω­ση τῆς σε­ρο­το­νί­νης, ση­μά­δι ὅ­τι πέ­ρα­σε ἢ περ­νά­ει κα­τά­θλι­ψη. Στὸ δε­ξὶ μπρά­τσο devil girl, μι­σὸ ὄ­μορ­φο γυ­ναι­κεῖ­ο κε­φά­λι μι­σὸ νε­κρο­κε­φα­λή. Μαῦ­ρο μπου­φάν, στὴν πλά­τη ὁ Χά­ρος μὲ κου­κού­λα καὶ δρε­πά­νι. Κοι­τοῦ­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­ψη­φών­τας τὶς ἀν­τι­δρά­σεις τῶν γύ­ρω του.

       «Νὰ τὸν χαί­ρον­ται οἱ γο­νεῖς ποὺ τὸν μα­ζεύ­ουν σπί­τι τους», ψι­θύ­ρι­σε ἡ δι­πλα­νή μου, μιὰ ξε­ρα­κια­νὴ ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στης ἡ­λι­κί­ας μὲ ἀ­ε­τί­σια μύ­τη, γυρ­νών­τας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Καὶ κα­θὼς δὲν ἀν­τέ­δρα­σα, σφύ­ρι­ξε συγ­χι­σμέ­νη: «Τὸν ἀ­λη­τα­ρᾶ!» Ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ναν­τι θέ­ση μιὰ πε­ρί­τε­χνη ἑ­ξην­τά­ρα μὲ κα­τα­κόκ­κι­νο κρα­γιὸν κού­νη­σε μὲ νό­η­μα τὸ κε­φά­λι, κοι­τών­τας με­τὰ βδε­λυγ­μί­ας τὸν Χά­ρο ποὺ τα­ρα­κου­νοῦ­σε τὸ δρε­πά­νι του μὲ κά­θε τράν­ταγ­μα τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου στὶς λα­κοῦ­βες. Ἡ δι­πλα­νή της ἐ­λευ­θέ­ρω­σε βι­α­στι­κά το δε­ξί της χέ­ρι ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ρίθ­μη­τες σα­κοῦ­λες καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε τρίς.

       «Κά­νε παι­διὰ νὰ δεῖς προ­κο­πή», σχο­λί­α­σε ἕ­νας παπ­ποῦς ποὺ κα­θό­ταν σὲ μιὰ πλα­ϊ­νὴ θέ­ση. «Κά­τι τέ­τοι­οι μπαί­νουν στὰ σπί­τια τῶν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νων καὶ τὰ ρη­μά­ζουν…» πρό­σθε­σε προ­σπα­θών­τας νὰ πιά­σει τέσ­σε­ρα πα­κέ­τα μὲ γυ­ναι­κεῖ­α βρα­κά­κια μιᾶς χρή­σε­ως ΤΕΝΑ, ποὺ ὅ­λο γλι­στροῦ­σαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο κα­ρο­τσά­κι τῆς λα­ϊ­κῆς. Θά­ταν κον­τὰ στὰ ὀ­γδόν­τα. Πρό­σω­πο τσα­λα­κω­μέ­νο, βλέμ­μα βα­σα­νι­σμέ­νο. Σκέ­φτη­κα πὼς γύρ­να­γε σπί­τι του ἀ­πὸ κά­ποι­ο σοῦ­περ μάρ­κετ ποὺ θὰ εἶ­χε βά­λει προ­σφο­ρὰ τὶς πά­νες βρα­κά­κια, γιὰ νὰ φρον­τί­σει τὴν ἴ­σως κα­τά­κοι­τη γυ­ναί­κα του. Ἢ μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­χε παι­διά, ἂν κρί­νω ἀ­πὸ τὸ σχό­λιο, καὶ ζοῦ­σε μὲ τὴ με­γά­λη καὶ ἄ­κλη­ρη ἀ­δελ­φή του.

       Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πε­ρι­ό­ρι­σα τὸ τα­ξὶ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴ δη­μό­σια συγ­κοι­νω­νί­α ὄ­χι μό­νο εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ βρί­σκω με­τρη­τὰ στὸ πορ­το­φό­λι μου, ἀλ­λὰ καὶ δι­α­σκέ­δα­ζα πα­ρα­τη­ρών­τας τοὺς ἄλ­λους καὶ προ­σπα­θών­τας νὰ μαν­τέ­ψω τί δου­λειὰ ἔ­κα­ναν, τί σκέ­φτον­ταν, πῶς ζοῦ­σαν… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ ὁ παπ­ποῦς εἶ­χε ση­κω­θεῖ ἀ­φή­νον­τας τὸ κα­ρο­τσά­κι γιὰ νὰ μα­ζέ­ψει ἕ­να πα­κέ­το ΤΕΝΑ ποὺ κύ­λη­σε στὸν δι­ά­δρο­μο. Μά­ζε­ψε τὸ πα­κέ­το κα­τα­κόκ­κι­νος ἀ­πὸ τὴν προ­σπά­θεια καὶ ξε­φυ­σών­τας πά­τη­σε τὸ κόκ­κι­νο κουμ­πὶ τῆς στά­σης. Ἐν­στι­κτω­δῶς ἑ­τοι­μά­στη­κα νὰ τὸν βο­η­θή­σω. «Θὰ τοῦ πῶ νὰ κα­τέ­βει καὶ νὰ τοῦ δώ­σω τὸ κα­ρο­τσά­κι. Τὸ πο­λὺ-πο­λὺ θὰ κα­τέ­βω καὶ θὰ ξα­να­νέ­βω» σκέ­φτη­κα, ἐ­νῶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο στα­μα­τοῦ­σε καὶ ὁ παπ­ποῦς μὲ δυ­σκο­λί­α ἰ­σορ­ρο­ποῦ­σε, σφίγ­γον­τας κά­τω ἀ­πὸ τὸ μπρά­τσο του τὰ πα­κέ­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­σαν στὸ κα­ρο­τσά­κι. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ση­κω­θῶ «ὁ ἀ­λη­τα­ρᾶς» ἅρ­πα­ξε τὸ κα­ρο­τσά­κι καὶ τὸν παπ­ποῦ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι, «ἀ­φῆ­στε με νὰ σᾶς βο­η­θή­σω» ἀ­κού­στη­κε μὲ χα­μη­λὴ φω­νὴ καὶ σὰν αἴ­λου­ρος κα­τέ­βη­κε, ἔ­δω­σε στὸν παπ­ποὺ τὴν πρα­μά­τειά του καὶ ξα­να­νέ­βη­κε στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Δὲν πρό­λα­βα νὰ δῶ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ παπ­ποῦ, οὔ­τε νὰ ἀ­κού­σω ἂν εἶ­πε κά­τι… Ἐν τῷ με­τα­ξὺ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γέ­μι­σε κό­σμο καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ δῶ οὔ­τε τὸν «ἀ­λη­τα­ρᾶ», οὔ­τε τὴν ἑ­ξην­τά­ρα· μό­νο τὴ δι­πλα­νή μου ποὺ μουγ­γά­θη­κε καὶ σκού­πι­ζε συ­νέ­χεια τὴν στε­γνὴ μύ­τη της.

       Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη εὐ­ε­ξί­α, ὅ­πως κά­θε φο­ρὰ ποὺ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ­νε ἄ­γνω­στοι, ἤ μοῦ μι­λᾶν παι­διὰ σὲ πλη­κτι­κὲς συγ­κεν­τρώ­σεις με­γά­λων… καὶ πά­τη­σα τὸ κου­δού­νι πλη­σι­ά­ζον­τας στὴ Συγ­γροῦ-Φίξ.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης: Λαθροβίωση



Κωνσταντῖνος Αἰκατερίνης


Λαθροβίωση


ΠΕΡΑΣΑΝ χρό­νια ἀ­πὸ τό­τε, ἀλ­λὰ ἡ εἰ­κό­να της μὲ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται συ­χνά. Ἦ­ταν τὸ πρῶ­το μου τα­ξί­δι στὴν Ἀγγλία. Σὲ μιὰ ἐ­παρ­χια­κὴ πό­λη τοῦ Νό­του, ὄ­μορ­φη, λαμ­πε­ρὴ καὶ ἀλ­λό­κο­τη μιὰ κο­πέ­λα στε­κό­ταν στὴν εἴ­σο­δο τῆς ἀ­νοι­χτῆς ἀ­γο­ρᾶς. Ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν ἂν ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κή —πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πα πάνκ—, μαλ­λιὰ μι­σὰ μώβ, μι­σὰ πρά­σι­να, χτε­νι­σμέ­να σὰν λο­φί­ο, ροῦ­χα πα­ρά­ται­ρα, ἁ­λυ­σί­δες, πα­πού­τσια ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να.

       Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­κολ­λή­σω τὸ βλέμ­μα μου ἀ­πὸ πά­νω της. Τὴν πλη­σί­α­σα προ­σπα­θών­τας νὰ ἀρ­θρώ­σω τὰ σα­στι­σμέ­να ἀγ­γλι­κά μου:

       «Δὲν ἔ­χω δεῖ πιὸ ὄ­μορ­φο κο­ρί­τσι. Για­τί κά­νεις ὅ,τι μπο­ρεῖς γιὰ νὰ χα­λά­σεις τὸ δῶ­ρο ποὺ σοῦ ἔ­δω­σε ἡ φύ­ση;»

       «Βλέ­πεις τί­πο­τε ὄ­μορ­φο σ’ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο; Παν­τοῦ ἀ­σχή­μια… Δὲν θέ­λω νὰ ξε­χω­ρί­ζω.»

       Καὶ ρού­φη­ξε μὲ εὐ­χα­ρί­στη­ση τὸ τσι­γά­ρο της.



Κων­σταν­τῖ­νος Αἰ­κα­τε­ρί­νης (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1980). Σπού­δα­σε στὸ Τμῆ­μα Εἰ­κα­στι­κῶν καὶ Ἐ­φαρ­μο­σμέ­νων Τε­χνῶν τῆς Σχο­λῆς Κα­λῶν Τε­χνῶν τοῦ Α.Π.Θ. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να ὅ­που πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα σχε­δί­ου καὶ ζω­γρα­φι­κῆς, καί, πα­ράλ­λη­λα, ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἀ­νά­γνω­ση καὶ τὴ γρα­φή.

 

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος: Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος


Τα­ξιά­ρχης καὶ Σπή­λιος


 ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΩΣ ἄλ­λος ἕ­νας ὑ­πάλ­λη­λος σὲ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο. Φύ­ση καλ­λι­τε­χνι­κή, ἔ­φτια­χνε πε­ρί­τε­χνες ἀν­θο­δέ­σμες γά­μου καὶ στό­λι­ζε τὸν ἐ­πι­τά­φιο θε­ά­ρε­στα. Τὶς ἐ­λεύ­θε­ρες ὧ­ρες του ἔπια­νε τὰ μο­λύ­βια καὶ σχε­δί­α­ζε ἀν­θρώ­πους ἢ ἀν­τι­κεί­με­να. Μπο­ροῦ­σε νὰ ξε­ση­κώ­σει μὲ ἀ­κρί­βεια ὅ­ποι­α εἰ­κό­να ἔ­βλε­πε.

        Αὐ­τὸς ἦ­ταν ποὺ –τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ στὸ δη­μο­τι­κὸ σχο­λεῖ­ο ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ ἑ­νὸς κει­μέ­νου ἔ­πρε­πε νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ σχέ­δια– ζω­γρά­φι­ζε στὰ μα­θη­τι­κὰ τε­τρά­δια σχο­λι­α­ρό­παι­δων συγ­γε­νῶν του, ἀ­φοῦ, ἀ­νύ­παν­τρος, δὲν εἶ­χε παι­διὰ δι­κά του. Οἱ δά­σκα­λοι, κα­τα­λα­βαί­νον­τας, ἀ­σφα­λῶς, πὼς αὐ­τὸ ποὺ ἔ­βλε­παν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μα­θη­τι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α, τὸ πα­ρά­βλε­παν. Τὰ σχέ­δια τοῦ Τα­ξιά­ρχη ἦ­ταν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν. Ἕ­νας δά­σκα­λος, μά­λι­στα, εἶ­χε φτά­σει στὸ ση­μεῖ­ο νὰ βαθ­μο­λο­γή­σει μὲ ἄ­ρι­στα καὶ τὴν εἰ­κό­να!

        Στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο, στὴν πλα­τεί­α Δα­βά­κη, ἦ­ταν πε­ρι­ζή­τη­τος. Τὸν Τα­ξιά­ρχη γύ­ρευ­αν οἱ πε­λά­τες γιὰ τὶς χα­ρὲς ἢ τὶς λύ­πες τους. Αὐ­τὸν ἤ­θε­λαν νὰ στο­λί­ζει τὴν ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴ γα­μή­λια τε­λε­τή, καὶ τὰ στε­φά­νια του ξε­χώ­ρι­ζαν ἀ­πὸ τὰ ὑ­πό­λοι­πα στὶς μοι­ραῖ­ες ἀ­πο­δη­μί­ες. Τό­τε τὰ ἄν­θη μο­σχο­βο­λοῦ­σαν.

        Κά­πο­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης ὑ­πῆρ­ξε ἄν­θρω­πος εὔ­θυ­μος καὶ πρό­σχα­ρος· ἐ­πι­πλέ­ον εἶ­χε τὴν ἀ­ρε­τὴ νὰ με­τα­δί­δει τὴν εὐ­δι­α­θε­σί­α καὶ στὴν πα­ρέ­α του. Σή­με­ρα ὅ­μως ἦ­ταν ἀ­γέ­λα­στος, μο­να­χι­κός. Μιὰ χρό­νια ψυ­χι­κὴ νό­σος, συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ἀ­γω­γή, τὸν εἶ­χε κά­νει λι­γο­μί­λη­το. Σχε­δὸν ἀ­μί­λη­το. Ἔ­κα­νε τὸ ὀ­κτά­ω­ρό του στὸ ἀν­θο­πω­λεῖ­ο καὶ τὶς ὑ­πό­λοι­πες ὧ­ρες τὶς περ­νοῦ­σε στὸ σπί­τι. Δὲν ἔ­βγαι­νε πο­τέ, μό­νο κά­πνι­ζε τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο.

        Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε στὴν Κα­το­χή. Τό­τε ὁ Τα­ξιά­ρχης δού­λευ­ε σ’ ἕ­να ἀν­θο­πω­λεῖ­ο στὰ Ἀ­νά­κτο­ρα. Ὁ Σπή­λιος, ἰ­δι­ο­κτή­της γει­το­νι­κοῦ μα­γα­ζιοῦ, τὸν φθο­νοῦ­σε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χω­νέ­ψει τὸ χά­ρι­σμα τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ὁ Σπή­λιος κα­τὰ τὰ ἄλ­λα ἦ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲν εἶ­χαν ἔρ­θει στὸ φῶς πο­τὲ οἱ δο­σο­λη­ψί­ες ποὺ ἔ­κα­νε στὸ σκο­τά­δι. Ἔ­σπα­γε τὸ κε­φά­λι του τί νὰ κά­νει ὥ­στε νὰ χαν­τα­κώ­σει τὸν Τα­ξιά­ρχη ὁ­ρι­στι­κά. Σκε­φτό­ταν τὸ ἕ­να, σκε­φτό­ταν τὸ ἄλ­λο, τί­πο­τε δὲν τοῦ φαι­νό­ταν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό. Ὥ­σπου τὸ βρῆ­κε. Κα­τέ­δω­σε τὸν Τα­ξιά­ρχη ὅ­τι τά­χα πού­λη­σε τὴ Λά­ρι­σα στοὺς Ἐ­λα­σί­τες. Τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο ἦ­ταν εὔ­κο­λες τέ­τοι­ες συ­κο­φαν­τί­ες κι ὁ Σπή­λιος ἤ­ξε­ρε κα­λὰ ἀ­π’ αὐ­τά.

        Τὰ βα­σα­νι­στή­ρια κα­τέ­στρε­ψαν τὴ ζω­ὴ τοῦ Τα­ξιά­ρχη. Ἔ­χα­σε τὴ δου­λειά του, ἀλ­λὰ ὅ­ταν πέ­ρα­σε ἡ φουρ­τού­να δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κε νὰ βρεῖ ἄλ­λη. Ἐν­τού­τοις ἡ δει­νό­τη­τά του δὲν χά­θη­κε. Δὲν ξέ­ρω κα­τὰ πό­σο εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν μέ­σα του μὲ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες του –δὲν τὸ ἔ­δει­χνε–, πάν­τως ὁ Σπή­λιος δὲν ἔ­πα­ψε νὰ τὸν ζη­λεύ­ει καὶ νὰ βα­σα­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὰ προ­τε­ρή­μα­τά του.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Εὐ­άγ­γε­λος Ι. Τζά­νος (Ἀ­θή­να, 1962). Ἐκ­δί­δει, κυ­ρί­ως, πε­ζο­γρα­φί­α. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Γε­ρά­σι­μος Βῶ­κος. Ἡ ζω­ὴ καὶ τὸ ἔρ­γο του. Ἡ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ (1886–2020). Στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο ἐκ­πό­νη­σε τὴ Με­τα­πτυ­χια­κὴ Δι­πλω­μα­τι­κὴ Ἐρ­γα­σί­α μὲ θέ­μα: «Ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας στὸ συγ­γρα­φι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Φώ­τη Κόν­το­γλου».


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]: Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα


Ἀν­τρὲς Νέου­μαν [Andrés Neuman]


Ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα

[La realidad]


«ΒΡΕΧΕΙ! ΒΡΕΧΕΙ! Μα­μά, κοί­τα πώς βρέ­χει!»

            Ἀ­να­φω­νεῖ γε­λών­τας ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, ποὺ περ­πα­τᾶ πι­α­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τῆς μη­τέ­ρας της. Γιὰ νὰ εἴ­μα­στε εἰ­λι­κρι­νεῖς, δὲν μᾶς πο­λυ­α­ρέ­σει τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι. Ὅ­μως ἔ­τσι τὴν ἕν­τυ­σε ἡ μη­τέ­ρα της, καὶ ἀν­τὶ νὰ ἐ­πι­κρί­νει κα­νεὶς τὶς ἐν­δυ­μα­το­λο­γι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς τῶν ἄλ­λων, πό­σο μᾶλ­λον μιᾶς τό­σο χα­ρι­τω­μέ­νης μι­κρῆς, ἂς κοι­τά­ζει κα­λύ­τε­ρα τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα.

            Κι ἔ­τσι ἡ μι­κρὴ μὲ τὸ ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι, γε­λών­τας χω­ρὶς στα­μα­τη­μό, τρα­βά­ει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι τὴ μη­τέ­ρα της: μιὰ γυ­ναί­κα μὲ σο­βα­ρὸ πα­ρου­σι­α­στι­κὸ καὶ κά­πως ἀ­φη­ρη­μέ­νη, ἢ κου­ρα­σμέ­νη ἀ­πὸ τὶς συ­νε­χεῖς ἀ­να­κα­λύ­ψεις τῆς κό­ρης της. Αὐ­τὸ μᾶς τὴν κά­νει λι­γό­τε­ρο συμ­πα­θη­τι­κή, πα­ρό­λο ποὺ ὁ κα­θέ­νας ἀ­να­τρέ­φει τὰ βλα­στά­ρια του ὅ­πως νο­μί­ζει, καὶ κα­λύ­τε­ρα νὰ κοι­τά­ζει τὴ δι­κιά του καμ­πού­ρα καὶ τὰ λοι­πά, καὶ τὰ λοι­πά. Ἃς ἀ­να­γνω­ρί­σου­με ὅ­μως ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω κυ­ρί­α δι­α­θέ­τει ἐ­ξαι­ρε­τι­κοὺς ἀ­στρα­γά­λους. Περ­πα­τᾶ στη­τὴ σὰν βα­σί­λισ­σα. Τὰ τα­κού­νια της, τὰκ τούκ.

            «Μα­μὰ βρέ­χει! Κοί­τα πῶς βρέ­χει!», ἐ­πι­μέ­νει ἡ μι­κρή.

            Ἡ κυ­ρί­α πα­τά­ει φρέ­νο στε­γνά, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ μι­λών­τας, καὶ τῆς ρί­χνει ἕ­να βλέμ­μα πού, ἂν κά­ποι­ος δὲν εἶ­χε πολ­λὰ στὸ κε­φά­λι του καὶ τὰ λοι­πά, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­σει ἄ­δι­κο, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­παί­σιο. Ἀ­φή­νει τὸ χέ­ρι τῆς κό­ρης της. Κοι­τά­ζει μὲ δα­σκα­λί­στι­κο ζῆ­λο πρὸς τὰ πά­νω, ὅ­που ὑ­ψώ­νον­ται σει­ρὲς ἀ­πὸ λου­λου­δι­α­σμέ­να μπαλ­κό­νια, κά­τω ἀ­πὸ ἕ­ναν κα­θά­ριο, κα­τα­γά­λα­νο οὐ­ρα­νό. Ὕ­στε­ρα ξα­να­κοι­τά­ζει τὴ μι­κρὴ καὶ βά­ζει τὰ χέ­ρια της στὴ μέ­ση.

            «Βρέ­χει, μα­μά, βρέ­χει!»

            Ἡ μι­κρὴ γε­λά­ει, ὅ­λο γε­λά­ει. Χο­ρο­πη­δά­ει γύ­ρω-γύ­ρω, τι­νά­ζον­τας τοὺς μου­σκε­μέ­νους ὤ­μους της. Ἡ μη­τέ­ρα κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι της καὶ ξε­φυ­σά­ει φου­σκώ­νον­τας τὰ κα­λο­βαμ­μέ­να χεί­λη της.

            «Βρέ­χει! Βρέ­χει…!»

            Ὅ­μως με­ρι­κὲς φο­ρὲς τὰ προ­φα­νῆ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου προ­φα­νῆ: ἡ αὐ­στη­ρὴ κυ­ρί­α στα­μα­τά­ει τὴν κί­νη­ση τῆς κό­ρη της, σὰν κά­ποι­ος ποὺ βά­ζει τὸ δά­χτυ­λο πά­νω σε μιὰ σβού­ρα, πι­έ­ζει τὸ λαμ­πε­ρὸ προ­σω­πά­κι καὶ σκύ­βει μι­λών­τας της στὸ ἀ­φτί:

            «Ἄλ­μπα, κο­ρί­τσι μου, ἄ­κου. Μὴ λὲς χα­ζο­μά­ρες. Δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις ὅ­τι τὸ νε­ρὸ πέ­φτει ἀ­πὸ τὰ μπαλ­κό­νια;»

            Ἡ Ἄλ­μπα γυρ­νά­ει ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τὸ πρό­σω­πό της, χα­μη­λώ­νει γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὸ βλέμ­μα. Ὕ­στε­ρα πλα­τα­γί­ζει τὴ γλώσ­σα της ἐ­κνευ­ρι­σμέ­νη καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δεί­ξει ὑ­πο­μο­νὴ μὲ τὴ μη­τέ­ρα της. Ἀ­παν­τά­ει πο­λὺ ἀρ­γά, το­νί­ζον­τας κά­θε συλ­λα­βή:

            «Τὸ ξέ­ρω, βρὲ μα­μά: τὰ μπαλ­κό­νια. Φυ­σι­κά. Μά… κοί­τα, μα­νού­λα, κοί­τα πώς βρέ­χει! Τί ὄ­μορ­φη, τί πα­νέ­μορ­φη ποὺ εἶ­ναι ἡ βρο­χή!»

            Κι ἀ­φοῦ εἶ­πε ὅ­σα εἶ­χε νὰ πεῖ, ἡ Ἄλ­μπα ἐ­πι­στρέ­φει εὐ­θὺς στὴ χα­ρὰ καὶ στὰ χο­ρο­πη­δη­τά της, κά­νον­τας νὰ ἀ­νε­μί­ζει τὸ ἀ­συ­νή­θι­στο ρὸζ φο­ρε­μα­τά­κι της, ποὺ δὲν θὰ σχο­λι­ά­σου­με ἄλ­λο πιά.



Πη­γή: Alumbramiento (Páginas de Espuma, 2016)

Ὁ Ἀν­τρὲς Νέου­μαν (Andrés Neuman) γεν­νή­θη­κε στὸ Μπου­έ­νος Ἅ­ι­ρες τὸ 1977, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἐ­τῶν ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Γρα­νά­δα. Ἔ­χει γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους σύγ­χρο­νους ἱ­σπα­νό­φω­νους μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φους.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Ἡ πα­ρού­σα ὁ­μα­δι­κὴ με­τά­φρα­ση εἶ­ναι προ­ϊ­όν τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α καὶ με­τά­φρα­ση κει­μέ­νων ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ» ποὺ δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 2023/24, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος στὸ Τμῆ­μα Ἰ­τα­λι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ ΑΠΘ. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ φοι­τή­τρι­ες καὶ οἱ φοι­τη­τές: Ἰ­ά­σων Βα­ὴς Στερ­γιά­δης, Ἀ­λέ­σια Γκο­λέ­μι, Κων­σταν­τί­να Δρά­τσα, Μα­ρί­α Λα­ζα­ρί­δου, Ἀ­να­στα­σί­α Μπο­ζί­νου, Βί­κυ Πα­πα­κώ­στα, Δη­μή­τριος Σα­λο­νι­κί­δης, Ἐ­λε­ούσα-Ἐ­λευ­θε­ρί­α Σαρ­ρή, Χρι­στό­φο­ρος-Γε­ρά­σι­μος Σκλα­βοῦ­νος, Ἔ­λε­να Τά­που, Λί­να Χα­ρι­στού, Αἰ­μί­λιος Χρυ­σι­κό­που­λος.

 

Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση: Με­τὰ τὴ βρο­χὴ

 

 

 


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση


Με­τὰ τὴ βρο­χὴ


Ὅ­ποι­ος δὲ γε­μί­ζει τὸν κό­σμο του μὲ φαν­τά­σμα­τα,

μέ­νει μο­νά­χος

(Ἀ. Πόρ­τσια)


ΥΧΤΩΝΕΙ ΝΩΡΙΣ τὸν Νο­έμ­βρη. Πέν­τε καὶ μι­σὴ κι ὅ­λα εἶ­ναι ἤ­δη σκο­τει­νά, ἀλ­λὰ τὰ φῶ­τα τῶν δρό­μων δὲν ἔ­χουν ἀ­νά­ψει ἀ­κό­μα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ με­τά­νι­ω­σα ποὺ δὲν εἶ­πα στὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­θει νὰ μὲ πά­ρει. Ντρε­πό­μουν ὅ­μως. Δὲν εἶ­μαι πιὰ μω­ρό. Μιὰ χα­ρὰ μπο­ρῶ νὰ γυ­ρί­σω μό­νη μου μὲ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο.

        Μό­νο ποὺ νά, κά­νει κρύ­ο, οἱ δρό­μοι εἶ­ναι ἄ­δει­οι, τὰ μα­γα­ζιὰ κλει­στά, Τε­τάρ­τη ἀ­πό­γευ­μα. Μό­λις στα­μά­τη­σε ἡ βρο­χή. Κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το δὲν περ­νᾶ. Ψυ­χὴ στὴ στά­ση. Ἢ ἔ­τσι μοῦ φαί­νε­ται. Ἕ­νας ἀ­νε­παί­σθη­τος θό­ρυ­βος μὲ κά­νει νὰ κοι­τά­ξω πιὸ προ­σε­κτι­κὰ καὶ τε­λι­κὰ κά­ποι­ος εἶ­ναι στὰ σκα­λιὰ τῆς πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Δὲν μπο­ρῶ νὰ δῶ τὸ πρό­σω­πό του, τὸ κρύ­βει μιὰ κου­κού­λα.

        Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀρ­γεῖ. Τώ­ρα βρῆ­κε κι αὐ­τό! Τὸ παγ­κά­κι δί­πλα ἀ­π’ τὴ στά­ση εἶ­ναι βρεγ­μέ­νο κι ἔ­τσι στέ­κο­μαι ὄρ­θια προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κοι­τά­ξω πί­σω μου, πρὸς τὴν πο­λυ­κα­τοι­κί­α καὶ τὸν πε­ρί­ερ­γο ἄν­τρα. Τί γυ­ρεύ­ει ἐ­κεῖ; Δὲ φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­μέ­νει τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Μή­πως ἁ­πλὰ πε­ρι­μέ­νει τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­τε­θεῖ καὶ νὰ μὲ κλέ­ψει; Μή­πως εἶ­ναι κα­νέ­νας ναρ­κο­μα­νής; «Τὰ μά­τια σου δε­κα­τέσ­σε­ρα» μὲ εἶ­χε προ­ει­δο­ποι­ή­σει ἡ μα­μά, «μὴν πλη­σιά­ζεις πο­τὲ τέ­τοι­ους τύ­πους!».  Ποῦ ξέ­ρεις, ἂν δὲν τὸν κοί­τα­ζα μπο­ρεῖ καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νι­ζό­ταν…

        Τὰ φῶ­τα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του φά­νη­καν ἀ­πὸ μα­κριά. Ση­κώ­νο­μαι ἀ­νυ­πό­μο­να καὶ πλη­σιά­ζω πρὸς τὸν δρό­μο. Εἶ­ναι ἕ­να φορ­τη­γὸ τε­λι­κά. Δὲν ἄν­τε­ξα στὸν πει­ρα­σμό. Γυρ­νῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸν ἄν­τρα ποὺ τώ­ρα δι­α­κρί­νε­ται κα­θα­ρά. Τὰ ροῦ­χα του εἶ­ναι κά­πως τριμ­μέ­να, τὰ πα­πού­τσια του βρώ­μι­κα. Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι σκυμ­μέ­νο, ἀλ­λὰ ἡ κου­κού­λα ἔ­χει πέ­σει πρὸς τὰ πί­σω κι ἔ­τσι πρό­λα­βα νὰ δῶ τὰ μαῦ­ρα του μα­κριὰ μαλ­λιά. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­δύ­να­τος καὶ τὸ μπου­φάν του δὲν εἶ­ναι καὶ τό­σο χον­τρό. Θὰ κρυ­ώ­νει, ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἔ­τσι κου­λου­ρι­α­σμέ­νος.

        Τὰ φῶ­τα στὸ δρό­μο ἔ­χουν ἀ­νά­ψει πιά. Κοι­τά­ζω τὸ ρο­λό­ι μου. Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει δέ­κα λε­πτά, δὲ γί­νε­ται σὲ λί­γο θὰ ἔρ­θει τὸ 046. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀρ­γεῖ πο­λὺ βέ­βαι­α, ἀ­κό­μα καὶ μι­σὴ ὥ­ρα. Ἀ­να­σαί­νω μὲ ἀ­πό­λαυ­ση τὴ μυ­ρω­διὰ τοῦ βρεγ­μέ­νου χώ­μα­τος ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ κον­τι­νὸ παρ­κά­κι.

        Ξαφ­νι­κὰ μιὰ με­λω­δί­α ἀ­κού­στη­κε, τό­σο γλυ­κιὰ καὶ ἁ­πα­λή, σὰν παι­δι­κὸ να­νού­ρι­σμα. Γυ­ρί­ζω σι­γὰ σι­γὰ καὶ τὸν κοι­τά­ζω. Εἶ­ναι ὄρ­θιος τώ­ρα, μὲ τὴν πλά­τη του στὸν τοῖ­χο καὶ παί­ζει φυ­σαρ­μό­νι­κα. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ βλέμ­μα­τά μας δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται, ἀλ­λὰ με­τὰ πά­λι αὐ­τὸς κα­τε­βά­ζει τὰ μά­τια.

        Τώ­ρα παί­ζει κά­τι σὰν βάλς. Κλεί­νω τὰ μά­τια καὶ ἀ­φή­νο­μαι στὴ μου­σι­κή του. Τὸν βλέ­πω νὰ ση­κώ­νε­ται, νὰ μὲ παίρ­νει ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι καὶ νὰ στρο­βι­λι­ζό­μα­στε χο­ρεύ­ον­τας στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου σ’ ἕ­ναν σκο­πὸ ποὺ παί­ζει μό­νο γιὰ μᾶς. Δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα πέ­ρα ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Μὲ σφίγ­γει στὴν ἀγ­κα­λιά του καὶ νι­ώ­θω τὴν ἀ­νά­σα του στὸ πρό­σω­πό μου, τὰ μά­τια του νὰ κοι­τοῦν μο­νά­χα ἐ­μέ­να.


Πα­ρα­λί­γο νὰ χά­σω τὸ πο­λυ­πό­θη­το λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ πρό­λα­βα. Κά­θο­μαι πλά­ι στὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ κοι­τά­ζω ἔ­ξω. Δὲν εἶ­ναι που­θε­νά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Δή­μη­τρα Γε­ρά­ση Γεν­νή­θη­κε καὶ με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να. Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α, παι­δα­γω­γι­κὴ καὶ ψυ­χο­λο­γί­α στὸ ΕΚΠΑ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ δευ­τε­ρο­βάθ­μια ἐκ­παί­δευ­ση. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση κυ­ρί­ως γαλ­λι­κῶν κει­μέ­νων. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἕ­να δι­ή­γη­μά της στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ “κου­κι­δά­κι”.



		

	

Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς: Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς


Ἀ­νο­σί­α τῆς Ἀ­γέ­λης


ΑΧΑΙΡΩΜΕΝΗ τρέ­κλι­ζε σ’ ὅ­λο το σπί­τι ἡ μο­να­ξιά. Στὰ κλά­μα­τα τῶν ἐ­νοί­κων συ­ναν­τοῦ­σε τὸν ρο­λο­γὰ ποὺ ἔ­ψα­χνε τὶς σαρ­κο­φά­γους τοῦ χρό­νου. Τὸ τώ­ρα κούρ­δι­ζε μὲ ρή­μα­τα αἰ­ω­νι­ό­τη­τας ἀ­λα­φι­α­σμέ­νες τὶς στιγ­μές. Τὰ πορ­το­πα­ρά­θυ­ρα τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κεί­ας στὸ ἀν­τρι­λί­κι τοῦ ἀ­έ­ρα. Τὰ καρ­φιὰ στὰ ξύ­λα τῆς πόρ­τας μί­σχοι ξε­νι­τειᾶς. Τὸ πρό­σω­πο τῆς μά­νας ἔ­στα­ζε ἱ­δρώ­τα μ’ ἕ­να τζά­μι στὸ λα­ρύγ­γι καρ­φω­μέ­νο. Εἰ­κο­νο­στά­σια ἱ­στο­ρη­μέ­να στὶς βι­ο­γρα­φί­ες τῆς παν­δη­μί­ας. Πε­ρι­πλα­νώ­με­νος στοῦ δρά­κου κα­θρέ­πτη τὰ γη­ρα­τειά, ζη­τι­ά­νευ­ε μπα­ρού­τι ὁ θά­να­τος τὰ πε­ρα­σμέ­να ν’ ἀ­να­στή­σει. Τὰ πιά­τα ἄ­πλυ­τα στὰ ἐ­ρεί­πια τοῦ νε­ρο­χύ­τη. Νε­κρι­κὴ ἡ­συ­χί­α στὴν ἀ­νέλ­πι­στη ἀ­σά­φεια τοῦ τέ­λους. Ἐ­νο­χές, ψεύ­δη τῆς ἔ­σχα­της στιγ­μῆς γιὰ τὴν πτώ­ση. Τὰ ἔ­πι­πλα γε­μά­τα σκό­νη. Χαλ­κο­μα­νί­ες μὲ ἀ­φι­ε­ρώ­σεις γιὰ τὶς χει­ρο­νο­μί­ες τῆς εὐ­τυ­χί­ας. Ὅ­πως στὸ πα­τά­ρι ποὺ ἔ­βγα­λε γρα­φὴ φρί­κης ἡ νε­α­ρὴ κο­ρα­σί­δα Ἄν­να Φράνκ, ὁ­ρί­ζουν τὸ ποί­η­μα καὶ τὸν ποι­η­τή. Τὸν ἔγ­κλει­στο ποι­η­τή, τὸν ἀ­νέ­στιο, στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα μὲ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῆς χλω­μῆς ζω­ῆς, τὴν ἄ­δεια πι­σί­να τῶν λέ­ξε­ων, τῶν τη­λε­φω­νι­κῶν κα­τα­λό­γων μὲ ὀ­νό­μα­τα νε­κρῶν καὶ τὸν ἀ­πό­τι­στο λα­χα­νό­κη­πο καὶ τ’ ἁ­πλω­μέ­να ροῦ­χα τῆς βε­ράν­τας στὸ σκο­τά­δι.



Πη­γή: Κατασκοπεία του χρόνου (εκδ. ΑΩ, 2021)


Ἀν­τώ­νης Δ. Σκια­θᾶς (Ἀ­θή­να 1960) Ζεῖ στὴν Πά­τρα. Σπού­δα­σε Χη­μι­κὸς Μη­χα­νι­κὸς μὲ με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Συν­τή­ρη­ση Ἔρ­γων Τέ­χνης καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φή. Ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ 12 ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ ἄλ­λα βι­βλί­α του. Ποι­ή­μα­τά του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ 15 γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἄρ­θρα καὶ δο­κί­μιά του γιὰ τὴν ποί­η­ση, τὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ πε­ρι­ο­δι­κά. Συν­δι­ηύ­θυ­νε τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ἐ­λί­τρο­χος» στὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90. Στὴ συ­νέ­χεια δη­μι­ούρ­γη­σε καὶ διὰ – χει­ρί­ζε­ται τὸ Patras World Poetry Festival, τὸ «Γρα­φεῖ­ον Ποι­ή­σε­ως», τὰ Βρα­βεῖ­α Ποί­η­σης «Ζάν Μο­ρε­ᾶς», τὸ Culture Book https:// http://www.culturebook.gr/. Τὸ 2020 τι­μή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν φο­ρέ­α πο­λι­τι­σμοῦ στὴν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ Ἕ­νω­ση EUNIC νὰ ἐκ­προ­σω­πή­σει τὴν Ἑλ­λά­δα ὡς ποι­η­τὴς στὸ Ἡ­νω­μέ­νο Βα­σί­λει­ο. Δι­δά­σκει ποί­η­ση στὸ Δι­α­πα­νε­πι­στη­μια­κὸ Με­τα­πτυ­χια­κὸ Τμῆ­μα Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Δυ­τι­κῆς Μα­κε­δο­νί­ας καὶ τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν καὶ πρό­ε­δρος τῆς Greek Library of London.