ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Ἱστο­ρί­ες Μπον­ζά­ι

* Ἡ αἰσθητικὴ τοῦ μικροῦ *

Ἕνα ἱστο­λό­γιο γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα

ἀπὸ τὸ λο­γο­τε­χνικὸ πε­ριο­δικὸ Πλα­νό­διον

 

 

Α. ΣΥΝ­ΤΕ­ΛΕ­ΣΤΕΣ

Ἰδιοκτησία-Ἔκ­δο­ση: Γιά­ννης Πα­τί­λης


Διεύθυνση: Γιά­ννης Πα­τί­λης, Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου

 

Τα­κτι­κοὶ συ­νερ­γά­τες-με­τα­φρα­στές:


Ἀγγλικά: Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ, Μαίρη Ἀλεξοπούλου, Γιῶργος Ἀποσκίτης, Θανάσης Γαλανάκης, Σμα­ρά­γδα Γκέ­τσου, Ἀ­λε­ξάν­δρα Γκολ­φι­νο­πού­λου, Τό­νια Κο­βα­λέν­κο, Θεοδόσης Κοντάκης, Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης, Νί­κος Μα­νου­σά­κης, Ἑ­λέ­νη Μπου­ραν­τά­νη, Μα­ρί­α Πα­γώ­νη, Γιά­ννης Πα­λα­βός, Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη, Πέτρος Φούρναρης.


Βουλ­γα­ρι­κά: Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα, Σπῦ­ρος Ν. Παπ­πᾶς.


Γαλ­λι­κά: Ἰ­ω­άν­να Ἀ­βρα­μί­δου, Φοῖ­βος Πι­ομ­πῖ­νος, Μα­ρί­α Σπυ­ρι­δο­πού­λου, Μα­ρὼ Τρι­αν­τα­φύλ­λου.


Γερ­μα­νι­κά: Γιῶργος Ἀποσκίτης, Θανάσης Γαλανάκης, Θεοδόσης Κοντάκης, Φοῖ­βος Πι­ομ­πῖ­νος, Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη, Συ­με­ὼν Σταμ­που­λοῦ.


Δα­νέ­ζι­κα: Εὔ­η Ξη­ρο­με­ρί­τη.


Ἰ­α­πω­νι­κά: Στέ­λιος Πα­πα­λε­ξαν­δρό­που­λος.


Ἰ­τα­λι­κά: Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου, Ἀν­τω­νί­α Πα­σχα­λί­δου, Μα­ρί­α Σπυ­ρι­δο­πού­λου, Πέτρος Φούρναρης, Μαρία Χα­τζη­κυ­ριακί­δου.


Ἰ­σπα­νι­κά: Γιῶργος Ἀποσκίτης, Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ, Κων­σταν­τί­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Στα­μά­της Πο­λε­νά­κης, Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη, Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ, Οὔρ­σου­λα Φω­σκό­λου, Τά­σος Ψάρ­ρης.


Κα­τα­λα­νι­κά: Κων­σταν­τί­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ.


Λα­τι­νι­κά: Συ­με­ὼν Σταμ­που­λοῦ.


Πορτογαλικά: Νίκος Πρατσίνης.


Ρου­μα­νι­κά: Δη­μή­τρης Κα­νελ­λό­που­λος.


Ρω­σι­κά: Ἕ­λε­να Κα­τσι­ώ­λη, Εὐ­γε­νί­α Κρι­τσέφ­τσκα­για, Γι­ῶρ­γος Χα­βου­τσᾶς.

Τὸ λο­γό­τυ­πο τῆς σε­λί­δας τί­τλου τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου, ἕ­να μπον­ζάι ποὺ φυ­τρώ­νει μέ­σα ἀ­πὸ ἕ­να πα­ρα­δο­σι­α­κὸ με­λα­νο­δο­χεῖο, εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς Ἡρῶς Νι­κο­πού­λου. Τὰ ἀρ­χι­γράμ­μα­τα τῶν κει­μέ­νων, ὅ­που αὐ­τὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται, εἶν­αι ἔρ­γα τοῦ ζω­γρά­φου Δη­μή­τρη Γέ­ρου, σχεδ­ια­σμέ­να εἰ­δι­κὰ γιὰ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Πλα­νό­δι­ον.

Β. ΣΤΟ­ΧΟΙ-Ο­ΡΙΑ-Ο­ΡΙ­ΣΜΟΙ

Τὸ ἱ­στο­λό­γιο Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι εἶ­ναι μιὰ δι­α­δι­κτυα­κὴ ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα καὶ ταυ­τό­χρο­να μιὰ δι­α­δι­κτυα­κὴ ἀν­θο­λο­γί­α ἐν προ­ό­δῳ γιὰ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο εἶ­δος. Εἰ­δι­κεύ­ε­ται στὸ ἑλ­λη­νι­κὸ δι­ή­γη­μα καὶ ταυ­τό­χρο­να πα­ρου­σιά­ζει ἔγ­κυ­ρες με­τα­φρά­σεις δι­η­γη­μά­των στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἀ­πὸ ἄλ­λες γλῶσ­σες, ἐ­πι­δι­ώ­κον­τας, ἀ­να­λό­γως τῶν μέ­σων ποὺ δι­α­θέ­τει, τὴν με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τὴ ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό­τη­τα. Πα­ράλ­λη­λα, μὲ τὶς στῆ­λες του «Greek Wri­ters in En­glish» καὶ  «E­scri­to­res Grie­gos en Es­pa­ñol», ὅ­που με­τα­φρά­ζον­ται στὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ ἱ­σπα­νι­κὰ ἑλ­λη­νι­κὰ πε­ζὰ δη­μο­σι­εύ­με­να ἤ­δη στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα, ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὴν τε­ρά­στια ἀγ­γλό­φω­νη καὶ ἱ­σπα­νό­φω­νη κοι­νό­τη­τα τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, σκο­πεύ­ον­τας στὴν κα­λύ­τε­ρη γνω­ρι­μί­α τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς δι­η­γη­μα­το­γρα­φί­ας ἀ­πὸ τὸ δι­ε­θνὲς φι­λό­τε­χνο κοι­νό.

          Στὴν με­γά­λη δι­ε­θνὴ συ­ζή­τη­ση γιὰ τὸν πο­σο­τι­κὸ κα­θο­ρι­σμὸ τῆς ἐν­νοί­ας «μι­κρὸ δι­ή­γη­μα» τὸ ἱ­στο­λό­γιο δέ­χε­ται συμ­βα­τι­κῶς ὡς ἀ­νώ­τα­το ὅ­ριο τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν 2000 λέ­ξε­ων. Στὴν πα­ρού­σα ἐ­ναρ­κτή­ρια πε­ρί­ο­δό του γιὰ μὲν τὶς πρω­τό­τυ­πες (ἀ­νέκ­δο­τες) συ­νερ­γα­σί­ες στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ θέ­τει ὡς ὅ­ριο τὶς 750 λέ­ξεις, ἐ­νῶ γιὰ τὶς ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­σεις ἀ­πὸ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α θέ­τει ὡς ὅ­ριο τὶς 1500 λέ­ξεις· τὸν ἴ­διο ἀ­ριθ­μὸ λέ­ξε­ων (πάν­τα στὴ γλώσ­σα τοῦ πρω­το­τύ­που) δέ­χε­ται καὶ γιὰ τὶς με­τα­φρά­σεις. Σὲ πο­λὺ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὲς πε­ρι­πτώ­σεις, μὲ κρι­τή­ρια τὴν σπα­νι­ό­τη­τα τῆς ἀν­τι­προ­σώ­πευ­σης ἢ τὴν μο­να­δι­κό­τη­τα σὲ ποι­ό­τη­τα τοῦ κει­μέ­νου, τὸ ὅ­ριο αὐ­τὸ τῶν 1500 λέ­ξε­ων θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἐ­πι­μη­κυν­θεῖ ἕ­ως τὶς 2000.

          Τὸ ἱ­στο­λό­γιο, χω­ρὶς νὰ ἀ­πο­κλεί­ει κα­μί­α ἀ­πὸ τὶς τρο­πι­κό­τη­τες τοῦ εἴ­δους, ἐν­θαρ­ρύ­νει καὶ εὐ­νο­εῖ ἐ­κεῖ­νες ποὺ δι­α­θέ­τουν πλο­κὴ καὶ χα­ρα­κτή­ρα ἢ χα­ρα­κτῆ­ρες· ἔ­χον­τας δὲ ἐ­πί­γνω­ση τῶν δυ­σκο­λι­ῶν ποὺ γεν­νοῦν στοὺς ὁ­ρι­σμοὺς οἱ ὁ­ρια­κὲς πε­ρι­πτώ­σεις, θε­ω­ρεῖ τὴ μυ­θο­πλα­σί­α, τὴν καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­λα­δὴ ἐ­πι­νό­η­ση καὶ κα­τα­σκευ­ὴ τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου μιᾶς ἱ­στο­ρί­ας, ὡς τὸ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν συ­στα­τι­κὸ τῆς ἐν­νοί­ας τοῦ δι­η­γή­μα­τος ὡς λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους.

Γ. ΔΟ­ΜΗ

Τὸ ἱ­στο­λό­γιο εἶ­ναι ὀρ­γα­νω­μέ­νο σὲ ἑ­πτά σε­λί­δες, δε­κα­τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες καὶ τέσσε­ρεις λει­τουρ­γί­ες.

Α. ΣΕΛΙΔΕΣ

       Ἀ­πὸ ἑπτὰ σε­λί­δες, τέσ­σε­ρεις ἀ­φο­ροῦν τὶς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου καὶ τὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες του:

(1) «Ταυ­τό­τη­τα»,

(2) «Συ­νερ­γα­σί­ες»,

(3) «Ἡ­με­ρο­λό­γι­ο Κα­τα­στρώ­μα­τος Β’ καὶ Α’» καὶ

(4) «Ἐ­πι­κοι­νω­νί­α»­),

(5) μί­α ἀφορᾶ τὴν κα­τὰ χρο­νο­λο­γι­κὴ σει­ρὰ πα­ρου­σί­α­ση ὅ­λων τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων («Ἅ­παν­τα»­),

(6) μία τὴν προ­τει­νό­με­νη ἀ­πὸ τὸ ἱ­στο­λό­γιο ἐ­πι­λο­γὴ συ­να­φῶν ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν συν­δέ­σμων («Σύν­δε­σμοι (L­i­n­ks)­»­), καὶ

(7) μί­α τὴν ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν χρη­στῶν τῆς ἀγ­γλι­κῆς γλώσ­σας δι­ε­θνῶς («In E­n­g­l­i­sh. A­b­o­ut Us»­).

Β. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

       Ἀ­πὸ τὶς δε­κα­τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες, στὶς ὁ­ποῖ­ες κα­τα­χω­ρί­ζον­ται ὅ­λα τὰ ἄρ­θρα-ἀ­ναρ­τή­σεις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου, οἱ ὀκτὼ ἀ­φο­ροῦν πρό­σω­πα καὶ οἱ πέντε «πράγ­μα­τα».

          Π ρ ό ­σ ω ­π α

          Ἀ­πὸ τὶς ὀκτὼ κα­τη­γο­ρί­ες ποὺ ἀ­φο­ροῦν πρό­σω­πα

(1) ἡ πρώ­τη κα­τα­γρά­φει ἀλ­φα­βη­τι­κὰ τοὺς συγ­γρα­φεῖς («Συγ­γρα­φεῖς»­):

 Οἱ συγ­γρα­φεῖς τα­ξι­νο­μοῦν­ται σὲ δύ­ο ὑ­πο­κα­τη­γο­ρί­ες: (α) Στοὺς συγ­γρα­φεῖς δι­η­γη­μά­των στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα («1. Συγ­γρα­φεῖς στὰ ἑλ­λη­νι­κά»­) καὶ (β) Στοὺς συγ­γρα­φεῖς δι­η­γη­μά­των σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πο­δι­αι­ροῦν­ται, μὲ τὴ σει­ρά τους, σὲ ἐ­κεί­νους τοὺς συγ­γρα­φεῖς τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα ἔ­χουν πρω­τό­τυ­πη γρα­φὴ σὲ ὁ­ποι­o­δή­πο­τε ξέ­νο ἀλ­φά­βη­το πλὴν τοῦ “λα­τι­νι­κοῦ” (κυ­ριλ­λι­κό, ἰ­α­πω­νι­κό, ἀ­ρα­βι­κό κ.λπ.) («2.1. Συγ­γρα­φεῖς σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες I.­») καὶ σὲ ἐ­κεί­νους τοὺς συγ­γρα­φεῖς τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ὀ­νό­μα­τα ἔ­χουν πρω­τό­τυ­πη γρα­φὴ σὲ ἀλ­φά­βη­το ποὺ κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὸ “λα­τι­νι­κό” («2.2. Συγ­γρα­φεῖς σὲ ἄλ­λες γλῶσ­σες II.­»­),

(2) ἡ δεύ­τε­ρη κα­τα­γρά­φει ἀλ­φα­βη­τι­κὰ τοὺς με­τα­φρα­στὲς στὰ ἑλ­λη­νι­κά («Με­τα­φρα­στές»­),

(3) ἡ τρί­τη πε­ρι­λαμ­βά­νει τοὺς συγ­γρα­φεῖς δι­η­γη­μά­των στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα τῶν ὁ­ποί­ων δι­η­γή­μα­τα με­τα­φρά­ζον­ται στὰ ἀγ­γλι­κά («Greek Wri­ters in En­glish»­),

(4)  ἡ τέ­ταρ­τη πε­ρι­λαμ­βά­νει συγ­γρα­φεῖς δι­η­γη­μά­των στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα τῶν ὁ­ποί­ων δι­η­γή­μα­τα με­τα­φρά­ζον­ται στὰ ἱ­σπα­νι­κά («Escri­to­res Grie­gos en E­s­pa­­ñol»­),

(5) ἡ πέμ­πτη τα­ξι­νο­μεῖ τοὺς συγ­γρα­φεῖς μὲ βά­ση τὰ «Ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα» ποὺ γί­νον­ται ἀ­πὸ τὸ ἱ­στο­λό­γιο σ’ αὐ­τούς,

(6) ἡ ἕ­κτη τα­ξι­νο­μεῖ τοὺς συγ­γρα­φεῖς μὲ βά­ση τὶς τυ­χὸν «Συ­νεν­τεύ­ξεις» τους πρὸς τὴν Ἱ­στο­σε­λί­δα, καὶ

(7) ἡ ἕ­βδο­μη τα­ξι­νο­μεῖ τοὺς συγ­γρα­φεῖς μὲ βά­ση τὶς κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες «Ἀ­να­γνώ­σεις» ἀν­θο­λο­γού­με­νων ἔρ­γων τους, καὶ

(8) ἡ ὄγδοη τα­ξι­νο­μεῖ τοὺς συγ­γρα­φεῖς μὲ βά­ση τὶς «Δρα­μα­το­ποι­ήσεις» ἀν­θο­λο­γού­με­νων ἔρ­γων τους.

       Π ρ ά γ ­μ α ­τ α

       Ἀ­πὸ τὶς πέν­τε κα­τη­γο­ρί­ες ποὺ ἀ­φο­ροῦν πράγ­μα­τα,

(1) ἡ πρώ­τη ἀ­να­τρέ­χει στὶς γλῶσ­σες τῶν πρω­το­τύ­πων («Γλῶσ­σες»­),

(2) ἡ δεύ­τε­ρη εὑ­ρε­τη­ριά­ζει τὰ δι­η­γή­μα­τα κα­τὰ πε­ρι­ε­χό­με­νο («Θέ­μα­τα»),

(3) ἡ τρί­τη εὑ­ρε­τη­ριά­ζει τὰ δι­η­γή­μα­τα κα­τὰ τὴ μορ­φή («Τρό­ποι»­), μὲ ἀ­να­πό­φευ­κτη δό­ση ὑ­πο­κει­με­νι­σμοῦ καὶ ὅ­σο, φυ­σι­κά, ἐ­πι­τρέ­πει ἡ ρευ­στὴ πε­ζο­γρα­φι­κὴ φόρ­μα τοῦ δι­η­γή­μα­τος,

       [ἐ­νῶ δύ­ο ἀ­κό­μη συγ­κρο­τοῦν τὸ πο­λυ­σχι­δὲς καὶ πο­λυ­ε­πί­πε­δο πε­δί­ο ἀ­να­φο­ρῶν στὸ εἶ­δος:]

(4) ἡ τέταρτη ἀφορᾶ τὴν στή­λη «Γιὰ τὸ δι­ή­γη­μα») ποὺ δη­μο­σι­εύ­ει δο­κί­μια, ἄρ­θρα, ρε­πορ­τάζ, συ­νεν­τεύ­ξεις ἢ ἐ­πι­στο­λὲς σχε­τι­κὰ μὲ τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος τοῦ δι­η­γή­μα­τος, ἐ­νῶ

(5) ἡ πέμπτη ἀφορᾶ τὴν στή­λη «Ἡ μικρομυθοπλασία παντοῦ * Τρίμηνη Διεθνὴς Ἐπισκόπηση», ποὺ μὲ πλού­σιο θε­ω­ρη­τι­κὸ σχο­λια­σμό, πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὶς δι­ε­θνεῖς ἐ­ξε­λί­ξεις τοῦ εἴ­δους.

Γ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ

       Ἀ­πὸ τὶς τέσσερειςλει­τουρ­γί­ες τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου

(1) Ἡ πρώτη ἀφορᾶ τὴν ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν δέ­κα τε­λευ­ταί­ων ἀ­ναρ­τή­σε­ων («Πρό­σφα­τα»),

(2) ἡ δεύτερη τὸ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο» ἀ­ναρ­τή­σε­ων,

(3) ἡ τρίτη τὴν «Ἀ­να­ζή­τη­ση» στοὺς τί­τλους τῶν ἄρ­θρων τῶν ἀ­ναρ­τή­σε­ων, καὶ

(4) ἡ τέταρτη στὴν «Ἐ­νη­μέ­ρω­ση μέ­σῳ ἠλ. τα­χυ­δρο­μεί­ου» τῶν ἀ­να­γνω­στῶν ποὺ ἐ­πι­θυ­μοῦν νὰ ἐ­νη­με­ρώ­νον­ται τα­κτι­κὰ γιὰ τὶς ἀ­ναρ­τή­σεις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου.

Δ. Η Ι­ΣΤΟ­ΡΙΑ Ε­ΝΟΣ «Ο­ΡΟΥ»

Προ­ε­ξαγ­γέλ­λον­τας τὸν Δε­κέμ­βριο τοῦ 2009, ἀ­πὸ τὸ τεῦ­χος 47 τοῦ Πλα­νό­διου, τὴν ἔκ­δο­ση δύ­ο τευ­χῶν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νων στὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, σχο­λι­ά­ζα­με σὲ σχε­τι­κὸ δελ­τί­ο τύ­που ποὺ κυ­κλο­φο­ρή­σα­με:

Τὸ ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, μιὰ σύν­το­μη πε­ζο­γρα­φι­κὴ φόρ­μα ποὺ τὰ βα­σι­κά της εἰ­δο­ποι­η­τι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ εἶ­ναι ἡ πλο­κὴ καὶ ὁ μι­κρὸς ἀ­ριθ­μὸς λέ­ξε­ων, ἐγ­και­νι­ά­στη­κε τὸ 1992 ἀ­πὸ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α τῶν Τζέ­ημς Τό­μας, Ντέ­νις Τό­μας καὶ Τὸμ Χα­ζού­κα μὲ τίτ­λο «F­l­a­sh Fi­ction». Α­πό τό­τε τὸ πε­ζο­γρα­φι­κὸ αὐ­τὸ ὑ­πο­εῖ­δος τοῦ δι­η­γή­μα­τος ἔ­χει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ δι­α­δρο­μὴ σὲ πολ­λὲς χῶ­ρες καὶ γλῶσ­σες, θυ­μί­ζον­τάς μας τὴν ἀ­νά­λο­γη πο­ρεί­α τοῦ χά­ι­κου ἐ­κτὸς Ἰ­α­πω­νί­ας. Τὴν ἐν­τυ­πω­σια­κὴ δι­ά­δο­σή του πι­στο­ποι­οῦν τὰ πολ­λὰ ἱ­στο­λό­για τὰ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­να σ’ αὐ­τὸ καὶ οἱ πολ­λὲς σχε­τι­κὲς ἀν­θο­λο­γί­ες ποὺ κυ­κλο­φο­ροῦν σὲ ἀρ­κε­τὲς γλῶσ­σες, ἐ­νῶ, τὸ νέ­ο εἶ­δος, ἔ­χει ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ δι­εκ­δι­κεῖ καὶ τοὺς προ­γό­νούς του (μὲ ἀ­πώ­τα­τες ρί­ζες ποὺ ἀ­να­τρέ­χουν στὸν Αἴ­σω­πο): Τσέ­χωφ, Κάφ­κα, Μπόρ­χες, Λόβ­κρα­φτ, Μπράντ­μπε­ρυ, Βό­νεγ­κατ κ.ἄ. Ἡ συν­το­μό­τε­ρη μορ­φή, μιὰ ἱ­στο­ρί­α ἕ­ξι λέ­ξε­ων ὑ­πο­νο­ού­με­νης πλο­κῆς, ἀ­πο­δί­δε­ται στὸν Χέ­μιν­γουα­ιη: «Γιὰ πού­λη­μα: παι­δι­κὰ πα­πού­τσια, ἐν­τε­λῶς ἀ­φό­ρε­τα».

         Τὴν προ­σπά­θεια νὰ ἐν­σω­μα­τω­θεῖ ἡ φόρ­μα αὐ­τὴ στὶς το­πι­κὲς γλῶσ­σες καὶ κουλ­τοῦ­ρες προ­δί­δει ἡ μέ­ρι­μνα νὰ βρε­θεῖ ἕ­νας ὅ­ρος ποὺ νὰ ἀ­πο­δί­δει τὴν δι­α­κρι­τό­τη­τα τοῦ εἴ­δους σὲ κά­θε μί­α ἀ­πὸ αὐ­τές. Έ­τσι, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸ «F­l­a­sh Fi­ction», ποὺ τεί­νει νὰ ἐ­πι­κρα­τή­σει στὰ ἀγ­γλι­κά, θὰ δοῦ­με ἀ­κό­μα τοὺς πα­ρα­κά­τω ὅ­ρους: M­i­c­ro F­i­c­t­i­on, S­ud­den F­i­c­t­i­on, N­a­no F­i­c­t­i­on, S­h­o­rt S­h­o­rt S­t­o­ry, M­i­c­ro S­t­o­ry, F­a­st F­i­c­t­i­on, P­o­s­t­c­a­rd F­i­c­t­i­on, Sn­ap Fi­ction (ἀγ­γλι­κά), M­i­c­r­o­f­i­c­t­i­on, N­a­n­o­f­i­c­t­i­on, F­i­c­t­i­on é­c­l­a­ir (γαλ­λι­κά), Μi­c­r­o­f­i­c­c­i­on, C­u­e­n­to muy c­o­r­to (=Πο­λὺ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα), R­e­l­a­to de t­a­za de c­a­fé (=Ἱ­στο­ρί­α φλιτ­ζα­νιοῦ τοῦ κα­φέ), R­e­l­a­to de t­a­r­j­e­ta p­o­s­t­al (=Ἱ­στο­ρί­α τῆς τα­χυ­δρο­μι­κῆς κάρ­τας), R­e­l­a­to t­e­l­e­f­o­n­i­co (=Τη­λε­φω­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α), Μi­c­r­o­r­e­l­a­to, Μi­n­i­f­i­c­c­i­on, R­e­l­a­to m­i­n­i­mo (ἱ­σπα­νι­κά), K­o­r­t­p­r­o­sa, B­r­at F­i­k­t­i­on, P­l­u­d­s­e­l­ig F­i­k­t­i­on, G­l­i­m­t­f­i­k­t­i­on, L­y­n­f­i­k­t­i­on (δα­νέ­ζι­κα), М­а­л­ая п­р­о­за, М­о­м­е­н­т­а­л­ь­н­ая про­за (ρω­σι­κά), F­l­a­sh N­o­v­e­l­la (ἰ­τα­λι­κά), L­y­n­f­i­k­s­j­on (νορ­βη­γι­κά), K­o­r­t­p­r­o­sa (σου­η­δι­κά).

         Ἀ­πέ­ναν­τι σὲ ὅ­λα αὐ­τά, τὸ «Πλα­νό­διον» εἰ­ση­γεῖ­ται καὶ ἐγ­και­νιά­ζει τὸν ὅ­ρο «Μπον­ζά­ι», ἕ­ναν πλα­τιὰ δι­α­δε­δο­μέ­νο δι­ε­θνὴ φυ­το­κο­μι­κὸ ὅ­ρο, ποὺ στὴ λο­γο­τε­χνι­κή μας πα­ρά­δο­ση μᾶς ὁ­δη­γεῖ φυ­σι­ο­λο­γι­κὰ στὴ σο­λω­μι­κὴ με­τα­φο­ρά: «Ἐ­φάρ­μο­σε εἰς τὴν πνευ­μα­τι­κὴ μορ­φὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α τοῦ φυ­τοῦ». Σύμ­φω­να μὲ τὸ λε­ξι­κὸ τῆς «Βι­κι­παί­δειας» τὸ «Μπον­ζά­ι» εἶ­ναι τέ­χνη. Εἶ­ναι ἡ τέ­χνη τῆς αἰ­σθη­τι­κῆς σμί­κρυν­σης τῶν δέν­τρων ἢ τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης ξυ­λω­δῶν φυ­τῶν σὲ σχή­μα δέν­τρου, πάν­το­τε σὲ φο­ρη­τὰ δο­χεῖ­α. Στὶς «ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι» ποὺ εἰ­ση­γεῖ­ται τὸ «Πλα­νό­διον», ἡ καλ­λι­τε­χνι­κὴ μὲ τὴν ὀρ­γα­νι­κὴ ἀ­να­λο­γί­α πα­ρα­μέ­νουν δρα­στι­κὰ ἀλ­λη­λέγ­γυ­ες.

Ὁ ὅ­ρος ἔ­γι­νε δε­κτὸς πο­λὺ θε­τι­κὰ ἀ­πὸ τοὺς φί­λους καὶ ἀ­να­γνῶ­στες τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ. Δὲν ἔλ­λει­ψαν, ὡ­στό­σο, καὶ οἱ ἐ­πι­φυ­λά­ξεις: ὁ ὅ­ρος πα­ρα­πέμ­πει σὲ μιὰ “δι­α­στρο­φι­κὴ” φυ­το­κο­μι­κὴ πρα­κτι­κὴ ποὺ στό­χο ἔ­χει τὴν πα­ρεμ­πό­δι­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ φυ­τοῦ μέ­σῳ τῆς τε­χνη­τῆς σμί­κρυν­σής του, καί, ἀ­κό­μη, ὁ ὅ­ρος δὲν εἶ­ναι “ἑλ­λη­νι­κός”.

         Ὡς πρὸς τὸ πρῶ­το του­λά­χι­στον, χω­ρὶς νὰ εἴ­μα­στε εἰ­δι­κοί, εὔ­κο­λα δι­α­πι­στώ­σα­με πὼς πρό­κει­ται γιὰ μιὰ πα­νάρ­χαι­α πρα­κτι­κὴ τῶν χω­ρῶν τῆς ἀ­να­το­λῆς, μέ­σης καὶ ἄ­πω, ποὺ συ­χνὰ συν­δέ­ε­ται μὲ εὐ­γε­νεῖς πνευ­μα­τι­κὲς πα­ρα­δό­σεις, ὅ­πως εἶ­ναι ὁ βου­δι­σμὸς καὶ τὸ ζέν· μὲ τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ὑ­πο­μο­νῆς ἢ τῆς πε­ρι­στο­λῆς/συρ­ρί­κνω­σης τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ἐ­λατ­τω­μά­των τῆς ἀ­πλη­στί­ας καὶ τοῦ ἐ­γω­κεν­τρι­σμοῦ. Αὐ­τὸ ποὺ γιὰ μᾶς, ὡ­στό­σο, ἦ­ταν ἀρ­κε­τό, πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν στὴν ἀ­να­λο­γι­κό­τη­τα μὲ τὰ οὐ­σι­ώ­δη χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς μι­κρῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς φόρ­μας τοῦ δι­η­γή­μα­τος: τὴν συ­νο­πτι­κό­τη­τα τῶν ἀ­φη­γη­μα­τι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν, τὴν ὀρ­γα­νι­κό­τη­τα τῶν με­ρῶν πρὸς τὸ σύ­νο­λο καὶ τὸν ἐ­πι­βαλ­λό­με­νο συγ­γρα­φι­κὸ αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­σμό.

         Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ, τώ­ρα, τὴν “ἑλ­λη­νι­κό­τη­τα” τοῦ ὅ­ρου, τὸ «μπον­ζά­ι» ἢ κα­τ’ ἄλ­λους «μπον­σάι», εἶ­ναι κι αὐ­τὸς τό­σο “ἑλ­λη­νι­κὸς” ὅ­σο ἡ «μαρ­γα­ρί­τα», ἡ «γαρ­δέ­νια», ἡ «βι­ο­λέ­τα», καὶ τό­σα ἄλ­λα κοι­νό­λε­κτα ἀ­πὸ τὸν κό­σμο τῶν φυ­τῶν· ὅ­σο καὶ τὸ «χά­ι­κου», τὸ «σο­νέ­το», ἡ «μπα­λάν­τα», οἱ «τερ­τσί­νες» ἢ τὸ «πάν­τουμ» ἀ­πὸ τὸν κό­σμο, πιὸ εἰ­δι­κά, τῆς λο­γο­τε­χνί­ας.

         Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι, ἐ­δῶ καὶ πο­λὺ και­ρὸ, ἕνας διεθνὴς ὅρος μὲ εὐρύτατη χρήση καὶ στὴ νέα ἑλληνική, ὅπως μαρτυροῦν ἐξ­άλ­λου οἱ ἑκατοντάδες χιλιάδες ἑλληνόγλωσσες ἀναφορές του στὸ Διαδίκτυο.