Τζὸν Τσίβερ (John Cheever)
Ἡ συνάντηση
(Reunion)
ΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ ποὺ εἶδα τὸν πατέρα ἦταν στὸ Grand Central Station. Πήγαινα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς μου, στὸ Aridondacks, σὲ μιὰ ἀγροικία στὸ Cape ποὺ εἶχε νοικιάσει ἡ μάνα μου, κι ἔγραψα στὸν πατέρα μου ὅτι θὰ βρισκόμουν στὸ σταθμὸ τῶν τρένων, στὴ Νέα Ὑόρκη, γιὰ μιάμιση ὥρα· τὸν ρωτοῦσα ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ γευματίσουμε μαζί. Ἡ γραμματέας του μοῦ ἔγραψε γιὰ νὰ μοῦ πεῖ ὅτι ὁ πατέρας μου θὰ μὲ συναντοῦσε στὶς δώδεκα τὸ μεσημέρι στὸν γκισὲ τῶν πληροφοριῶν, καὶ ἀκριβῶς στὶς δώδεκα τὸν εἶδα νὰ ἔρχεται ἀνάμεσα στὸ πλῆθος. Μοῦ ἦταν ἕνας ἄγνωστος —ἡ μάνα μου τὸν εἶχε χωρίσει ἐδῶ καὶ τρία χρόνια κι ἀπὸ τότε δὲν τὸν εἶχα ξαναδεῖ— ἀλλὰ μόλις τὸν εἶδα αἰσθάνθηκα ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πατέρας μου, σάρκα καὶ αἷμα μου, τὸ μέλλον καὶ ἡ καταδίκη μου. Ἤξερα πὼς ὅταν θὰ μεγάλωνα θὰ γινόμουν κάπως σὰν κι αὐτόν. Θὰ ἔπρεπε νὰ κανονίσω τὴν πορεία μου ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ χαρακτήρα του. Ἦταν ἕνας μεγαλόσωμος, ὄμορφος ἄντρας κι ἤμουν τρομερὰ εὐτυχισμένος ποὺ τὸν ξανάβλεπα. Μὲ χτύπησε στὴν πλάτη κι ἕσφιξε τὸ χέρι μου. «Γειά σου, Τσάρλι», εἶπε. «Γειά σου, ἀγόρι μου. Θὰ ἤθελα νὰ σὲ πάω στὸ κλὰμπ ποὺ συχνάζω, ἀλλὰ εἶναι στὴν ἑξηκοστὴ λεωφόρο, κι ἀφοῦ πρέπει νὰ φύγεις γρήγορα μὲ τὸ τρένο νομίζω θὰ ἦταν καλύτερα νὰ πᾶμε νὰ φᾶμε τίποτα ἐδῶ κοντά.» Πέρασε τὸ χέρι του ἀπὸ δίπλα μου καὶ ὀσμίστηκα τὸν πατέρα μου μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἡ μάνα μου μυρίζει ἕνα τριαντάφυλλο. Ἦταν ἕνα βαρὺ κράμα ἀπὸ οὐίσκι, κολόνια ξυρίσματος, βερνίκι παπουτσιῶν, μαλλί, καὶ ταγκάδα ὥριμου ἀρσενικοῦ. Ἔλπιζα κάποιος νὰ μᾶς ἔβλεπε μαζί. Μακάρι νὰ μᾶς ἔπαιρναν μιὰ φωτογραφία. Ἤθελα μίαν ἀπόδειξη ὅτι ἤμασταν κάποτε μαζί.
Βγήκαμε ἀπὸ τὸ σταθμὸ καὶ πήραμε ἕνα σοκάκι ποὺ ὁδηγοῦσε σὲ ἕνα ἑστιατόριο. Ἦταν νωρὶς ἀκόμα καὶ τὸ μέρος ἦταν ἄδειο. Ὁ μπάρμαν καυγάδιζε μὲ τὸν ντελιβερά, κι ὑπῆρχε ἕνας πολὺ ἡλικιωμένος σερβιτόρος μπροστὰ στὴν πόρτα τῆς κουζίνας ποὺ φοροῦσε ἕνα κόκκινο παλτὸ . Καθίσαμε κι ὁ πατέρας μου κάλεσε τὸν σερβιτόρο μὲ δυνατὴ φωνή. «Kellner!*», τοῦ φώναξε. «Carbon! Cameriere!* Ἐσύ!» Ἡ τραχύτητά του μέσα στὸ ἄδειο ἑστιατόριο ἔμοιαζε ἐκτὸς τόπου. «Μποροῦμε νὰ παραγγείλουμε ἐδῶ;», φώναξε. «Σβέλτα! Σβέλτα!» Ὕστερα χτύπησε παλαμάκια. Ὁ σερβιτόρος τὸν πρόσεξε καὶ πλησίασε ἀργὰ- ἀργὰ στὸ τραπέζι μας.
«Σὲ μένα χτυποῦσες τὰ χέρια σου;», ρώτησε.
«Ἠρέμησε, ἠρέμησε, sommelier*», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Ἂν δὲν ζητάω πολλὰ ἀπὸ σένα —κι ἂν δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς ἁρμοδιότητές σου— θὰ θέλαμε δυὸ Beefeater Gibsons*.»
«Δὲν μοῦ ἀρέσει νὰ μοῦ χτυπᾶνε παλαμάκια», εἶπε ὁ σερβιτόρος.
«Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχα φέρει τὴ σφυρίχτρα μου», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Ἔχω μιὰ σφυρίχτρα ποὺ τὴν ἀκοῦνε μόνο τὰ αὐτιὰ τῶν γέρων σερβιτόρων. Λοιπόν, βγάλε τὸ μπλοκάκι καὶ τὸ μολυβάκι σου καὶ δὲς ἂν μπορεῖς νὰ τὸ καταλάβεις: δυὸ Beefeater Gibsons. Ἐπανέλαβε μετὰ ἀπὸ μένα: δυὸ Beefeater Gibsons.»
«Νομίζω πὼς θὰ ἦταν καλύτερα νὰ πᾶτε πουθενὰ ἀλλοῦ», εἶπε ἥσυχα ὁ σερβιτόρος.
«Αὐτό», εἶπε ὁ πατέρας μου, «εἶναι ἡ πιὸ λαμπρὴ πρόταση ποὺ ἄκουσα ποτέ. Ἔλα, Τσάρλι! Πᾶμε νὰ φύγουμε ἀπὸ δῶ».
Βγήκαμε ἀπὸ τὸ ἑστιατόριο κι ἀκολούθησα τὸν πατέρα μου μέχρι ἕνα ἄλλο ἑστιατόριο. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν ἦταν τόσο τραχύς. Ἦρθαν τὰ ποτά μας καὶ μὲ ἀνέκρινε γιὰ τὴ σεζὸν τοῦ μπέιζμπολ. Ὕστερα χτυποῦσε μὲ τὸ μαχαίρι τὸ χεῖλος τοῦ ἄδειου ποτηριοῦ του κι ἄρχισε ξανὰ νὰ φωνάζει. «Garson! Kellner! Cameriere! Ἐσύ! Θὰ σὲ πείραζε νὰ μᾶς φέρεις δυὸ ἀπὸ τὰ ἴδια;»
«Πόσο χρονῶν εἶναι τὸ ἀγόρι;», ρώτησε ὁ σερβιτόρος.
«Γαμῶτο!», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Γιατί δὲν κοιτᾶς τὴ δουλειά σου;»
«Συγνώμη, κύριε», εἶπε ὁ σερβιτόρος. «Ἀλλὰ δὲν θὰ σερβίρω ἄλλο ποτὸ στὸ ἀγόρι».
«Λοιπόν, σοῦ ἔχω ἕνα νέο», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Σοῦ ἔχω ἕνα πολὺ ἐνδιαφέρον νέο. Αὐτὸ ἐδῶ τυχαίνει νὰ μὴν εἶναι τὸ μοναδικὸ ἑστιατόριο στὴ Νέα Ὑόρκη. Ἔχει ἀνοίξει ἄλλο ἕνα στὴ γωνία. Πᾶμε, Τσάρλι.»
Πλήρωσε τὸ λογαριασμό, τὸν ἀκολούθησα ἔξω ἀπὸ τὸ ἑστιατόριο καὶ μπήκαμε σὲ ἕνα ἄλλο. Ἐδῶ οἱ σερβιτόροι φοροῦσαν ρὸζ σακάκια σὰν κυνηγετικὰ μπουφάν, καὶ πάνω στοὺς τοίχους ὑπῆρχαν πολλὰ εἴδη ἐξοπλισμοῦ γιὰ ἄλογα. Καθίσαμε κι ὁ πατέρας μου ἄρχισε ξανὰ νὰ φωνάζει. «Ὑπεύθυνε τοῦ κοπαδιοῦ! Πάνω τους», κι ἄλλα τέτοια. «Θὰ θέλαμε ἕνα ποτό, τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ποὺ λένε. Δηλαδή, δύο Bibson Geefeaters.»
«Δύο Bibson Geefeaters;», ρώτησε χαμογελώντας ὁ σερβιτόρος.
«Γαμῶτο, ξέρεις πολὺ καλὰ τί θέλω», εἶπε ὁ πατέρας μου θυμωμένος. «Θέλω δυὸ Beefeater Gibsons, καὶ σβέλτα. Ἔχουν ἀλλάξει τὰ πράγματα στὴν εὔθυμη γηραιὰ Ἀγγλία. Ἔτσι μοῦ λέει ὁ φίλος μου ὁ δούκας. Γιὰ νὰ δοῦμε τί κοκτέιλ ξέρει νὰ κάνει ἡ Ἀγγλία.»
«Ἐδῶ δὲν εἶναι Ἀγγλία», εἶπε ὁ σερβιτόρος
«Μὴ διαφωνεῖς μαζί μου», εἶπε ὁ πατέρας μου.«Ἁπλῶς, κάνε ὅτι σου λένε».
«Σκέφτηκα μόνο πὼς ἴσως σοῦ ἄρεσε νὰ ξέρεις ποὺ βρίσκεσαι», εἶπε ὁ σερβιτόρος.
«Ἂν εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἀνέχομαι», εἶπε ὁ πατέρας μου, «εἶναι ἕνας θρασὺς ὑπηρέτης. Πᾶμε Τσάρλι.»
Τὸ τέταρτο μέρος ποὺ πήγαμε τὸ εἶχαν Ἰταλοί. «Buon giorno», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Per favore, possiamo avere due coctail americani, forti, forti. Molto gin, poco vermut.*»
«Δὲν καταλαβαίνω ἰταλικά», εἶπε ὁ σερβιτόρος.
«Ἔλα, κόφτο», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Καταλαβαίνεις ἰταλικὰ καὶ τὸ ξέρεις, γαμῶτο, πολὺ καλὰ ὅτι καταλαβαίνεις. Vogliamo due coctail Americani. Subito.*»
Ὁ σερβιτόρος μᾶς παράτησε καὶ μιλοῦσε μὲ τὸν ὑπεύθυνο, ποὺ ἦρθε στὸ τραπέζι μας καὶ εἶπε: «Λυπᾶμαι, κύριε, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ τραπέζι εἶναι κρατημένο.»
«Κανένα πρόβλημα», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Δῶστε μας ἕνα ἄλλο τραπέζι.»
«Ὅλα τα τραπέζια εἶναι κρατημένα», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος.
«Τὸ ἔπιασα», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Δὲν μᾶς θέλετε γιὰ πελάτες σας. Ἔτσι δὲν εἶναι; Λοιπόν, ἄι στὸ διάολο. Vada all’ inferno.* Πᾶμε,Τσάρλι.»
«Πρέπει νὰ πάρω τὸ τρένο μου», εἶπα.
«Λυπᾶμαι, ἀγόρι μου», εἶπε ὁ πατέρας μου. «Λυπᾶμαι πάρα πολύ». Μὲ ἀγκάλιασε μὲ τὸ ἕνα χέρι καὶ μὲ ἕσφιξε πάνω του. «Θὰ σὲ συνοδέψω μέχρι τὸ σταθμό. Μακάρι νὰ ὑπῆρχε χρόνος νὰ πηγαίναμε μέχρι τὸ κλὰμπ ποὺ συχνάζω.»
«Δὲν πειράζει, μπαμπά», εἶπα.
«Θὰ σοῦ πάρω μιὰ ἐφημερίδα», εἶπε. «Θὰ σοῦ πάρω μιὰ ἐφημερίδα, γιὰ νὰ διαβάσεις στὸ τρένο.»
Ὕστερα πλησίασε σὲ ἕνα περίπτερο ποὺ πουλοῦσε μόνο ἐφημερίδες καὶ εἶπε: «Ἀγαπητέ μου, κύριε ἔχετε τὴν καλοσύνη νὰ μοῦ δώσετε μία ἀπὸ τὶς ἄχρηστες ἀπογευματινὲς κωλοφυλλάδες σας τῆς πεντάρας;» Ὁ ὑπάλληλος ἔστρεψε ἀλλοῦ τὸ βλέμμα του καὶ κοιτοῦσε τὸ ἐξώφυλλο ἑνὸς περιοδικοῦ. «Ζητάω πολλά, ἀγαπητὲ κύριε;», ρώτησε ὁ πατέρας μου. «Ζητάω πολλὰ νὰ μοῦ πουλήσετε ἕνα ἐμετικὸ δεῖγμα κίτρινου τύπου;»
«Πρέπει νὰ φύγω, μπαμπά», εἶπα.«Εἶναι ἀργά.»
«Ὄχι, ἕνα λεπτό, ἀγόρι μου», εἶπε. «Περίμενε ἕνα λεπτό. Θέλω νὰ τὰ πῶ ἕνα χεράκι μὲ αὐτὸν τὸν τύπο.»
«Γειά σου, μπαμπά», εἶπα καὶ κατέβηκα τὶς σκάλες καὶ πῆρα τὸ τρένο μου. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ τελευταία φορὰ ποὺ εἶδα τὸν πατέρα μου.
Kellner: Σερβιτόρος στὰ γερμανικά.
Cameriere: Σερβιτόρος.
Sommelier: Σερβιτόρος κρασιοῦ.
Beefeater Gibsons: Κοκτέιλ μαρτίνι μὲ τζίν.
Per favore, possiamo avere due coctail americani, forti, forti. Molto gin, poco vermut: Μποροῦμε νὰ ἔχουμε, παρακαλῶ, δυὸ ἀμερικάνικα κοκτέιλ, δυνατά, δυνατά; Πολὺ τζίν, λίγο βερμούτ.
Vogliamo due coctail Americani. Subito.: Θέλουμε δυὸ ἀμερικάνικα κοκτέιλ. Ἀμέσως.
Vada all’ inferno: Ἄι στὸ διάολο.
Πηγή: https://docs.google.com/document/d/1jfJm8mmXkpX7xMD70QTrUdf8S4sZF01U3PdYrHHjKOI/edit
Ὁ Τζὸν Οὐίλιαμ Τσίβερ (John William Cheever) (27 Μαΐου 1912 – 18 Ἰουνίου 1982) εἶναι Ἀμερικανὸς μυθιστοριογράφος καὶ διηγηματογράφος. Ἐπονομάζεται συνήθως «Τσέχωφ τῶν προαστίων». Τὰ ἔργα του διαδραματίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὸ Upper East Side τοῦ Μανχάταν, στὰ προάστια τοῦ Westchester, στὰ παλαιὰ χωριὰ τῆς Νέας Ἀγγλίας ποὺ βρίσκονται σὲ διάφορες πόλεις τῆς Νότιας Ἀκτῆς γύρω ἀπὸ τὸ Κουίνσι τῆς Μασαχουσέτης ὅπου καὶ γεννήθηκε. Ἐπίσης διαδραματίζονται καὶ στὴν Ἰταλία, ἰδιαίτερα στὴ Ρώμη. Σήμερα θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς διηγηματογράφους τοῦ 20οῦ αἰώνα. Στὰ διηγήματά του περιλαμβάνονται: «Τὸ τεράστιο ραδιόφωνο» —ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ χαρακτηρίσουμε προφητικὸ ὅσον ἀφορᾶ τὶς τεχνολογίες ποὺ χρησιμοποιοῦνται γιὰ τὴν παρακολούθηση τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων— τὸ «Goodbye, My Brother», τὸ «Five-Forty-Eight», τὸ «The country Husband» καὶ τὸ «The swimmer». Ἔχει γράψει ἐπίσης τέσσερα μυθιστορήματα: The Wapshot Chronicle (Ἐθνικὸ Βραβεῖο Μυθιστορήματος,1958), The Wapshot Scandal (Μετάλλιο William Dean Howells, 1965), Bullet Park (1969), Falconer (1977) καὶ μιὰ νουβέλα: On What a Paradise It Seems (1982). Τὰ θέματά του ἔχουν νὰ κάνουν κυρίως μὲ τὴ διττὴ ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Τὶς περισσότερες φορὲς δραματοποιοῦνται ὡς διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν κόσμια, κοινωνικὴ εἰκόνα τῶν χαρακτήρων καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἠθική τους ἐξαχρείωση κι ἄλλοτε πάλι ὡς μιὰ σύγκρουση ἀνάμεσα σὲ δυὸ χαρακτῆρες (συνήθως δυὸ ἀδέλφια), ποὺ ἐνσαρκώνουν τὶς ἀντιθέσεις (σκοτάδι καὶ φῶς, σάρκα καὶ πνεῦμα). Πολλά του ἔργα, ἐπίσης, ἐκφράζουν τὴν νοσταλγία γιὰ ἕνα τρόπο ζωῆς ποὺ ἔχει πιὰ χαθεῖ καὶ χαρακτηρίζονται ἀπὸ μιὰ συνεχῆ προσκόλληση στὴν παράδοση κι ἕνα βαθὺ αἴσθημα γιὰ τὴν κοινότητα – μιὰ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀποξένωση καὶ τὸν νομαδισμὸ ποὺ ὑπάρχει στὰ σύγχρονα προάστια. Μιὰ ἐπιλογὴ διηγημάτων του μὲ τίτλο The stories of John Cheever βραβεύτηκε μὲ τὸ Βραβεῖο Πούλιτζερ Μυθοπλασίας καὶ ἄλλα ἐθνικὰ βραβεῖα. Τὸν Ἀπρίλη τοῦ 1982, ἕξι βδομάδες πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό του, ὁ Τζὸν Τσίβερ τιμήθηκε μὲ τὸ Ἐθνικὸ Μετάλλιο Λογοτεχνίας τῆς Ἀμερικάνικης Ἀκαδημίας Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικό Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης, στὸ περιοδικό Πλανόδιον (τχ. 37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Πλανόδιον – Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στήν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετών τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἐπιμελήθηκε τὰ ἀφιερώματα στοὺς Ἰταλοὺς συγγραφείς Ντίνο Μπουτζάτι καὶ Τζιανρίκο Καροφίλιο. Τελευταῖο του βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Οἱ Γρίλιες (ἐκδ. Βακχικό, 2020).
Filed under: Cheever John William,Αγγλικά,Καθημερινά,Μονόλογος,Οικογένεια,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Φούρναρης Π.,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Αγγλόγραπτο,Λογοτεχνία,Πέτρος Φούρναρης,John Cheever | Τὰ σχόλια στὸ Τζὸν Τσίβερ (John Cheever): Ἡ συνάντηση ἔχουν κλείσει