
Ἐμὶλ Ζολὰ (Émile Zola)
Τὰ ζαχαρωτὰ τῆς μικρῆς ζητιάνας (1)
(Les étrennes de la mendiante)
ΡΙΝ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ὁ Ἰανουάριος, θὰ σᾶς θυμίσω ἕνα χαρακτηριστικὸ ἔθιμο τῆς παρισινῆς Πρωτοχρονιᾶς.
Τὴν 1η Ἰανουαρίου, στὶς τρῶγλες τοῦ Παρισιοῦ οἱ ἄνθρωποι περιποιοῦνται μὲ φροντίδα τὸν ἑαυτό τους. Οἱ ζητιάνοι φοροῦν τὰ πιὸ ὄμορφα ράκη τους, στολίζονται μὲ τὰ κουρέλια τους καὶ πηγαίνουν νὰ εὐχηθοῦν στοὺς περαστικοὺς καὶ νὰ τοὺς ποῦνε τὰ βάσανά τους καὶ νὰ ζητήσουν τὸ μποναμά τους, μὲ τὸ χέρι ἁπλωμένο, τὸ πρόσωπο ἀνήσυχο κι ὅλο ἔγνοια.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἡ ἐπαιτεία εἶναι ἀνεκτή· ἐξασκεῖται μέρα μεσημέρι χωρὶς νὰ μεταμφιέζεται στὰ χίλια πρόσωπα ποὺ μηχανεύεται ἡ βιομηχανία τοῦ δρόμου. Ὁ ὀργανοπαίκτης ἀφήνει στὸ σπίτι του τὴ μεγάλη θήκη ποὺ κουβαλοῦσε γιὰ δώδεκα ἀτέλειωτους μῆνες· οἱ ἔμποροι σπίρτων, δαντελλῶν, τραγουδιῶν δὲν χρειάζεται ν’ ἀνανεώσουν τὴν πραμάτια τους. Ὁ δημόσιος δρόμος εἶναι ἐλεύθερος· οἱ ἀστυφύλακες κάνουν τὰ στραβὰ μάτια· μὲ εἰλικρίνεια ἁπλώνονται τὰ χέρια, αὐτὰ ποὺ δίνουν κι αὐτὰ ποὺ παίρνουν.
Σ’ ἕνα ψηλὸ καὶ μαῦρο σπίτι, στὸ ἕκτο πάτωμα(2), στὸ βάθος ἐνὸς παταριοῦ, ποὺ χρησιμεύει γιὰ ἀποθήκη, ζεῖ μιὰ πάμφτωχη οἰκογένεια, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα κι ἕνα ὀχτάχρονο κοριτσάκι.
Ὁ πατέρας, ἕνας μεγαλόσωμος ἡλικιωμένος ἄνδρας στεγνὸς κι ὅλο γωνίες, τὰ γένια του καὶ τὰ μαλλιά του μακριὰ καὶ μπερδεμένα, ἄσπρα, ἕνα ἄσπρο βρώμικο. Ἀναπολεῖ ἀναστενάζοντας τὶς ὡραῖες μέρες τοῦ παρελθόντος, ὅταν οἱ δρόμοι ἀνῆκαν στοὺς φτωχούς, κι εἶχαν δικό τους ὅλο τὸν ἥλιο τοῦ καλοῦ Θεοῦ καὶ ὅλη τὴ συμπόνια τῶν ἀνθρώπων.(3)
Ἡ μητέρα δὲν σκέφτεται πλέον. Εἶναι λὲς καὶ ζεῖ ἀπὸ συνήθεια καὶ μοιάζει ἀναίσθητη στὴ χαρὰ καὶ τὸν πόνο. Τὸ κρύο καὶ ἡ πείνα σκότωσαν τὴν σκέψη καὶ τὶς αἰσθήσεις της.
Τὸ κοριτσάκι εἶναι τὸ φῶς σ’ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ ντάμι. Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ὑγρὴ σκοτεινιά, τὸ χλωμό, ξανθὸ κεφαλάκι της ξεχωρίζει πάνω στὸ μαυρισμένο τοῖχο, τὸ χαμόγελό της λάμπει σὰν ἡλιαχτίδα· τὰ γαλανὰ μάτια της, ὅπου ἡ ξεγνοιασιὰ ἀφήνει ξαφνικὲς ἀναλαμπὲς χαρᾶς, φωτίζουν τὶς γωνιὲς τοῦ φτωχόσπιτου. Δὲν κλαίει παρ’ ὅλο ποὺ βλέπει νὰ κλαῖνε. Τὴν πρωτοχρονιὰ οἱ γονεῖς καὶ τὸ κοριτσάκι σηκώθηκαν στὶς πέντε. Τοὺς πῆρε ὥρα καὶ κόπο πολὺ γιὰ νὰ ἑτοιμαστοῦν. Ἔπειτα ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα κάθισαν ἀκίνητοι νὰ περιμένουν τὸ ξημέρωμα, ἐνῶ ἡ μικρούλα, περισσότερο κοκέτα, προσπαθοῦσε, μάταια, γιὰ ὥρα, νὰ κρύψει μιὰ μεγάλη τρύπα ποὺ ἔπιανε ὁλόκληρη τὴ μιὰ μεριὰ τῆς φούστας της.
Ἡ παιδούλα ἦταν εὐτυχισμένη. Θὰ ἔπαιρνε τοὺς μποναμάδες της. Τὴν προηγούμενη ὁ πατέρας τῆς εἶπε: «Αὔριο θὰ γίνεις ὄμορφη καὶ θὰ βγοῦμε στοὺς δρόμους νὰ εὐχηθοῦμε ὑγεία καὶ πλούτη στοὺς εὐτυχισμένους αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Οἱ εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι εἶναι καλοί, καὶ θέλουν μιὰ φορὰ τὸ χρόνο νὰ μποροῦμε μὲ τὴν ἡσυχία νὰ κάνουμε ἔκκληση στὴν φιλανθρωπία τῶν εὐαίσθητων ψυχῶν. Αὔριο οἱ ὄμορφες δεσποινιδοῦλες ποὺ ἔχουν πολλοὺς φίλους θὰ πάρουν δῶρα, μεγάλες κοῦκλες καὶ καλαθάκια μὲ καραμέλες. Οἱ ἄνθρωποι θέλουν, λοιπόν, καὶ τὰ φτωχὰ παιδιὰ σὰν ἐσένα, ποὺ δὲν ἔχουν τὴ χαρὰ νὰ ἔχουν φίλους, νὰ μὴ μείνουν ὡστόσο μὲ ἄδεια τὰ χέρια καὶ τοὺς ἔδωσαν γιὰ φίλους ὅλους αὐτοὺς τοὺς περαστικούς, ἐπιτρέποντάς τους νὰ ἁπλώνουν τὸ χέρι σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Τὰ νομίσματα τῆς ἐλεημοσύνης τους θὰ γίνουν τὰ ζαχαρωτὰ καὶ τὰ παιχνίδια σου.»
Ἡ μικρούλα εἶναι στὸ δρόμο. Βαδίζει χαρούμενα, μὲ ξαφνικὲς ντροπές, σταματώντας στὰ σταυροδρόμια, στοὺς πρόναους τῶν ἐκκλησιῶν, στὶς γέφυρες, παντοὺ ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι. Ὁ πατέρας της καὶ ἡ μητέρα της τὴν ἀκολουθοῦν, σοβαροί, χωρὶς νὰ ἐκλιπαροῦν οἱ ἴδιοι τὴν δημόσια συμπόνια· μοιάζουν σὰν νὰ πηγαίνουν ἐπίσκεψη στὸ πλῆθος καὶ τοῦ συστήνουν τὴν κόρη τους.
Τὸ κοριτσάκι σταματᾶ νέους καὶ γέρους· προτιμᾶ νὰ ἀπευθύνεται σ’ αὐτοὺς ποὺ κουβαλοῦν πακέτα καὶ τὰ γαλάζια μάτια της τοὺς λένε χαϊδευτικὰ «ἐσεῖς ποὺ μόλις ξοδέψατε ἕνα λουδοβίκειο(4) γιὰ νὰ προσφέρετε χαρὰ σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀδερφές σας, δὲν θὰ μοῦ δώσετε ἕνα τόσο δὰ νομισματάκι γιὰ νὰ πάρω λίγα ζαχαρωτά;»
Πῶς νὰ μὴν ἀκούσεις τὴ σιωπηλὴ προσευχὴ τοῦ χαμόγελού της. Χάλκινα νομίσματα πέφτουν κατ’ εὐθείαν στὸ χέρι της. Μαζεύει σολδὶ τὸ σολδὶ τὰ ζαχαρωτά της, ἐδῶ κι ἐκεῖ, καὶ γεύεται ἔτσι μέχρι τὸ βράδυ τὶς χαρὲς τῆς μέρας ποὺ μοιάζει νὰ μὴν τελειώνει γι’ αὐτήν.
Τὸ βράδυ οἱ φτωχοὶ ἄνθρωποι ἔχουν φωτιὰ καὶ ψωμί. Ἡ μικρή, περήφανη, μετρᾶ τοὺς θησαυρούς της καὶ μπορεῖ γιὰ μιὰ στιγμὴ νὰ πιστέψει πὼς ὅλη ἡ πόλη τὴν ἀγαπᾶ.
Ναί, τὴν 1η Ἰανουαρίου εἴμαστε ἐμεῖς, οἱ εὐτυχισμένοι, ποὺ γινόμαστε οἱ νονοί, οἱ φίλοι τῶν μικρῶν ζητιάνων. Εἶναι καθῆκον μας νὰ τοὺς κάνουμε νὰ ξεχάσουνε τὴ φτώχια τους, νὰ τοὺς δώσουμε τὴ συμπόνια μας καὶ τὴν ἀνακούφιση.
Ἀκοῦστε με, τὴν ἑπόμενη χρονιά, γεμίστε τὶς τσέπες σας μὲ μεγάλα νομίσματα… Πηγαίνετε στὴν πόλη καὶ μοιράστε ζαχαρωτὰ στοὺς φτωχούς.
Θὰ γυρίσετε στὰ σπίτια σας πλούσιοι ἀπὸ τὰ χαρούμενα βλέμματα, τὰ καλὰ λόγια. Θὰ αἰσθανθεῖτε μέσα σας ὅλη τὴ χαρὰ αὐτῶν τῶν χλωμῶν παιδιῶν ποὺ τὰ κάνατε νὰ χαμογελάσουν καί, μὲ τὴ σειρά σας, θὰ φιλήσετε τρυφερότερα τὰ εὐτυχισμένα παιδιὰ ποὺ ἁπλώνουν κι αὐτὰ ἐπίσης τὰ χέρια, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ντρέπονται, γιὰ νὰ πάρουν τὰ παιχνίδια τῶν εἴκοσι πέντε φράγκων!

(1) Σημείωση τοῦ ἐπιμελητῆ τῆς γαλλικῆς ἔκδοσης: Αὐτὴ ἡ συγκινητικὴ σκιαγράφηση τῆς φτώχιας μέσα στὴν πόλη, ποὺ προετοιμάζει γιὰ τὶς μεγάλες συνθέσεις, ὅπως τὸ L’ Assommoir καὶ τὰ κατοπινότερα μεγάλα μυθιστορήματα, ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἁπλὸ τίτλο «Χρονικό» στὴν Le Petit Journal, στὶς 26 Ἰανουαρίου 1865. Εἶναι ἡ πρώτη συμβολὴ τοῦ Ζολᾶ σ’ αὐτὴ τὴ λαϊκὴ καὶ ἀπολίτικη ἐφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας, στὴν ὁποία θὰ δώσει συνολικὰ ἐννέα κείμενα.
(2) Σημείωση τῆς μεταφράστριας: Τὸ ἕκτο πάτωμα τῶν παρισινῶν πολυκατοικιῶν ἀποτελεῖτο συνήθως ἀπὸ μικρὰ δωματιάκια, ποὺ ἦταν τὰ δωμάτια τῶν ὑπηρετριῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ ἔμεινε καὶ μέχρι σήμερα, ποὺ νοικιάζονται ὡς φοιτητικὴ στέγη ἢ σὲ φτωχοὺς μετανάστες, ἡ ἔκφραση: «Μένω σὲ chamber de bonne», ποὺ σημαίνει κυριολεκτικὰ «μένω στὸν 6ο ὄροφο» (χωρὶς ἀσανσέρ) σὲ σοφίτα ἢ σὲ μικρὸ δωμάτιο καὶ συνήθως μὲ κοινὴ τουαλέτα.
(3) Σημείωση τοῦ ἐπιμελητῆ τῆς γαλλικῆς ἔκδοσης: Τὰ μεγάλα ἔργα ποὺ ἔκανε τὸ 1852 στὴν πόλη ὁ νομάρχης Ὀσμάν, ἄλλαξαν ριζικὰ τὴν ὄψη τοῦ Παρισιοῦ. Ὁ ἀστικὸς ἱστὸς ὑπέστη ἀνακατατάξεις, τὰ ἐνοίκια αὐξήθηκαν καὶ τὰ φτωχότερα στρώματα ὑποχρεώθηκαν νὰ μετοικήσουν στὴν περιφέρεια τῆς πρωτεύουσας καὶ συγκεντρώθηκαν στὰ ἐναπομείναντα νησάκια.
(4) Σημείωση τῆς μεταφράστριας: Τὰ λουδοβίκεια (louis) ὅπως καὶ τά σοὺ (sous) ποὺ γράφει παρακάτω ἦταν παλιότερα γαλλικὰ νομίσματα ποὺ ἀντικαταστάθηκαν σταδιακὰ ἀπὸ τὸ φράγκο (franc).
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Διηγήματα καὶ νουβέλες, 1864-1874 (Contes et nouvelles, 1864-1874), ἐπιλογὴ κειμένων, παρουσίαση, σημειώσεις, βιογραφία τοῦ Ζολᾶ, χρονολόγιο τῶν διηγημάτων καὶ νουβελῶν καὶ βιβλιογραφία: Fr. -Mar. Mourad, ἔκδ. Gallimard, Flammarion, Παρίσι, 2008) * Πρώτη δημοσίευση: ἐφ. Le Petit Journal, 26 Ἰανουαρίου 1865.
Émile Zola (Παρίσι 1840-1902). Γάλλος συγγραφέας, θεωρεῖται ὁ πατέρας τοῦ νατουραλισμοῦ. Μεταξὺ ἄλλων συνέγραψε καὶ μιὰ σειρὰ ἀπὸ εἴκοσι μυθιστορήματα ὑπὸ τὸν τίτλο Les Rougon-Macquart. Histoires naturelles et sociale d’ une famille sous le Second Empire (Ρουγκὸν–Μακάρ. Φυσικὴ καὶ κοινωνικὴ ἱστορία μιᾶς οἰκογένειας ὑπὸ τὴν Β’ Αὐτοκρατορία).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Μαρὼ Τριανταφύλλου (Ἀθήνα, 1963). Ἱστορικός, πεζογράφος, θεατρικὴ κριτικός. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ μετάφραση λογοτεχνίας καὶ δοκιμίων ἀρχαίας ἱστορίας καὶ φιλοσοφίας, ἀπὸ τὰ γαλλικὰ καὶ ἀγγλικὰ καὶ μὲ τὴ μετάφραση κειμένων τῆς πρωτοχριστιανικῆς γραμματείας.
Filed under: Γαλλικά,Κοινωνικοί κώδικες,Νατουραλισμός,Τριανταφύλλου Μαρώ,Zola Emile | Tagged: Emile Zola,Γαλλικό διήγημα,Μαρώ Τριανταφύλλου | Τὰ σχόλια στὸ Émile Zola: Τὰ ζαχαρωτὰ τῆς μικρῆς ζητιάνας ἔχουν κλείσει