
Λεονάρντο Σάσα (Leonardo Sciascia)
Τὸ μακρὺ ταξίδι
(Il lungo viaggio)
ΝΥΧΤΑ ΕΜΟΙΑΖΕ ἰδανικὴ γι’ αὐτό, πυκνὸ σκοτάδι ποὺ ἀρκοῦσε ἡ παραμικρή σου κίνηση γιὰ νὰ νιώσεις τὸ βάρος της. Καὶ σὲ τρόμαζε ἡ ἀνάσα τοῦ κόσμου – αὐτοῦ τοῦ θηρίου, ὁ ἦχος τῆς θάλασσας: ἀνάσα ποὺ ἔσβηνε στὰ πόδια τους.
Μὲ τὶς χαρτονένιες βαλίτσες καὶ τοὺς μπόγους τους στέκονταν σὲ μιὰ πετρώδη παραλία, προφυλαγμένη ἀπὸ λόφους μεταξὺ Τζέλα καὶ Λικάτα· εἶχαν φτάσει τὸ σούρουπο ἐκεῖ ξεκινώντας χαράματα ἀπ’ τὰ χωριά τους, κάτι χωριὰ στὴν καρδιὰ τῆς χώρας, μακριὰ ἀπ’ τὴ θάλασσα, μαζεμένα στὴν ἄνυδρη ἔκταση τῆς περιοχῆς. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔβλεπε τὴ θάλασσα γιὰ πρώτη φορὰ καὶ τρόμαζε στὴ σκέψη πὼς θά ’πρεπε νὰ τὴ διασχίσει ὅλη μὲς στὴ νύχτα, ἀπὸ κείνη τὴν ἔρημη παραλία τῆς Σικελίας μέχρι τὴν ἄλλη ἔρημη παραλία τῆς Ἀμερικῆς, καὶ πάλι μὲς στὴ νύχτα. Γιατί τέτοια ἦταν ἡ συμφωνία: «Ἐγὼ νύχτα θὰ σᾶς μπαρκάρω, καὶ νύχτα θὰ σᾶς ξεμπαρκάρω», εἶχε πεῖ ὁ ἄντρας —ἕνας τύπος πλασιὲ ἂν κρίνω ἀπ’ τὴν πολυλογία του, μὰ σοβαρὸς καὶ ἔντιμος στὴν ὄψη— «στὴν παραλία τοῦ Νιοὺ Τζέρσι θὰ σᾶς ξεμπαρκάρω· δυὸ βήματα ἀπ’ τὸ Νιοὺ Γιόρκ… Κι ὅποιος ἔχει συγγενεῖς στὴν Ἀμερική, μπορεῖ νὰ τοὺς γράψει νὰ τὸν περιμένουν στὸν σταθμὸ τοῦ Τρέντον, δώδεκα μέρες μετὰ τὸ μπαρκάρισμα… Λογαριάστε μόνοι σας… Βέβαια, γιὰ τὴν ἀκριβὴ μέρα δὲν μπορῶ νὰ σᾶς ἐγγυηθῶ: κάτι ἡ φουρτουνιασμένη θάλασσα, κάτι ἡ ἀκτοφυλακὴ ποὺ παραφυλάει… Μιὰ μέρα πρὶν μιὰ μέρα μετά, τί σᾶς κόφτει; Τὸ θέμα εἶναι νὰ ξεμπαρκάρετε στὴν Ἀμερική.»
Ὅντως τὸ θέμα ἦταν νὰ ξεμπαρκάρουν στὴν Ἀμερική· τὸ πῶς καὶ τὸ πότε δὲν εἶχε σημασία. Κι ὅταν θὰ ἔφταναν τὰ γράμματα στοὺς συγγενεῖς τους, καὶ κεῖνοι θὰ κατόρθωναν νὰ βγάλουν ἄκρη ἀπὸ τὶς γραμμένες μὲ κάτι ὀρνιθοσκαλίσματα διευθύνσεις, τότε θὰ ἔρχονταν κι αὐτοί· «Ρωτώντας πᾶς στὴν Πόλη», καθὼς λέει κι ἡ παροιμία. Καὶ θὰ διέσχιζαν τὴ θάλασσα, ἐκείνη τὴν ἀπέραντη σκοτεινὴ θάλασσα· καὶ θὰ προσέγγιζαν τὶς φάρμες καὶ τὶς φάμπρικες τῆς Ἀμερικῆς, στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ἀδελφῶν θείων ἀνιψιῶν ξαδέλφων, στὰ ζεστά, γεμάτα ἀγαθὰ πλουσιόσπιτα, στὰ μεγάλα σὰν σπίτια αὐτοκίνητα.
Διακόσιες πενήντα χιλιάδες λίρες: μισὰ στὴν ἀναχώρηση, μισὰ στὴν ἄφιξη. Τὶς φύλαγαν κατάσαρκα, κρεμασμένες ἀπὸ τὸν λαιμὸ σὰν ἅγιες εἰκονίτσες. Εἶχαν πουλήσει ὅ,τι εἶχαν καὶ δὲν εἶχαν γιὰ νὰ τὶς μαζέψουν: τὸ φτωχόσπιτο, τὸ μουλάρι, τὸ γαϊδούρι, τὶς προμήθειες τῆς χρονιᾶς, τὴ συρταριέρα, τὰ παπλώματα. Οἱ πιὸ πονηροὶ εἶχαν ἀπευθυνθεῖ στοὺς τοκογλύφους, μὲ τὴν πρόθεση νὰ τοὺς ἐξαπατήσουν· μιὰ φορὰ τουλάχιστον, ὕστερα ἀπὸ χρόνια ποὺ θὰ εἶχαν ὑποστεῖ αὐτὴ τὴν καταπίεση, κι ὅταν θὰ σκέφτονταν τί μοῦτρα θὰ ἔκαναν ἐκεῖνοι ὅταν τὸ ἔπαιρναν χαμπάρι, θὰ ἔνιωθαν ἱκανοποιημένοι. «Ἄντε, κόπιασε νὰ μὲ ψάξεις στὴν Ἀμερική, βδέλα: ἀκόμα κι ἂν καταφέρεις νὰ μὲ βρεῖς, θὰ σοῦ δώσω πίσω τα λεφτά σου, ἀλλὰ χωρὶς τόκο.» Τὸ ὄνειρο τῆς Ἀμερικῆς ξεχείλιζε ἀπὸ δολάρια· ὄχι πιὰ τὰ λεφτὰ τὰ φυλαγμένα στὸ κουρελιασμένο πορτοφόλι ἢ τὰ κρυμμένα κατάσαρκα, ἀλλὰ τὰ χωμένα ἀψήφιστα στὸ παντελόνι, λεφτὰ γερμένα ἔξω ἀπὸ τὶς τσέπες σὲ χοῦφτες: λὲς κι ἤθελαν νὰ τὰ δείξουν στοὺς συγγενεῖς ποὺ εἶχαν πεθάνει ἀπὸ πείνα, ξερακιανοὶ καὶ ψημένοι ἀπὸ τὸν ἥλιο· καὶ θὰ ἐπέστρεφαν ὕστερα ἀπὸ εἴκοσι ἢ τριάντα χρόνια, μὰ γιὰ σύντομες διακοπές, μὲ τὸ πρόσωπο γεμάτο καὶ ροδαλὸ ποὺ θὰ ἔκανε ὡραία ἀντίθεση μὲ τὰ λευκὰ μαλλιά.
Εἶχε ἤδη πάει ἕντεκα. Ἕνας ἄναψε τὸν φακό: σημάδι πὼς μποροῦσαν νὰ ἔρθουν γιὰ νὰ τοὺς μεταφέρουν στὸ βαπόρι. Ὅταν τὸν ἔσβησε, τὸ σκοτάδι φάνηκε ἀκόμα πιὸ πυκνὸ καὶ τρομακτικό. Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, μέσα ἀπὸ τὴν ἐμμονικὴ ἀνάσα τῆς θάλασσας ἀκούστηκε ἕνας ἀκόμα πιὸ ἀνθρώπινος, οἰκεῖος ἦχος τοῦ νεροῦ: λὲς καὶ γέμιζαν καὶ ἄδειαζαν κάδοι μὲ ρυθμό. Κι ἔπειτα κάτι σὰν βουητό, σὰν χαμηλόφωνο μουρμουρητό. Βρέθηκαν μπροστὰ στὸν κυρ-Μέλφα, ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο γνώριζαν τὸν ὀργανωτὴ τῆς περιπέτειάς τους, πρὶν καλὰ καλὰ καταλάβουν πὼς ἡ βάρκα εἶχε ἀγγίξει τὴ στεριά.
«Εἴμαστε ὅλοι ἐδῶ;» ρώτησε ὁ κυρ-Μέλφα. Ἄναψε τὸν φακό, ἔκανε τὸν λογαριασμό. Ἔλειπαν δύο. «Ἴσως τὸ μετάνιωσαν, ἴσως θά ’ρθουν ἀργότερα… Ὅπως καὶ νά ’χει, τόσο τὸ χειρότερο γι’ αὐτούς. Μὲ τὸν κίνδυνο ποὺ διατρέχουμε, γίνεται νὰ τοὺς περιμένουμε;»
Ὅλοι εἶπαν πὼς δὲν ὑπῆρχε περίπτωση νὰ τοὺς περιμένουν. «Ἂν κάποιος ἀπὸ σᾶς δὲν ἔχει ἕτοιμα τὰ μετρητά», προειδοποίησε ὁ κυρ-Μέλφα, «καλὰ θὰ κάνει νὰ ξαναπάρει τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς· κι ἄν μοῦ φυλάει τὴν ἔκπληξη γιὰ τὸ πλοῖο, εἶναι βαθιὰ γελασμένος: θὰ σᾶς ξαναφέρω πίσω, μάρτυς μου ὁ Θεός, ὅσοι κι ἂν εἶστε. Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πληρώνουν ὅλοι γιὰ τὸν ἕνα: γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὅποιος φταίει θὰ τὸ πληρωθεῖ ἀπὸ μένα τὸν ἴδιο κι ἀπ’ τοὺς συντρόφους του, ἕνα μπερντάχι ποὺ δὲν θὰ τὸ ξεχάσει ὅσο ζεῖ· ἂν τὴ γλυτώσει…
Τὸν βεβαίωναν ὅλοι τους καὶ ὁρκίζονταν πὼς εἶχαν τὰ λεφτὰ μέχρι δεκάρας.
«Στὴ βάρκα», εἶπε ὁ κυρ-Μέλφα. Καὶ μεμιᾶς ἔγιναν ὅλοι ἄμορφη μάζα, ἕνας ἀνακατεμένος σωρὸς ἀπὸ μπαγκάζια.
«Χριστέ μου! Μὰ κουβαλήσατε ὁλόκληρο τὸ σπίτι σας;» ἄρχισε νὰ ἐκτοξεύει βλαστήμιες καὶ σταμάτησε μόνο ὅταν ὅλο το φορτίο στοιβάχτηκε στὴ βάρκα, ἄνθρωποι καὶ μπαγκάζια, μὲ κίνδυνο νὰ κρεμαστεῖ κανεὶς ἔξω ἀπ’ αὐτὴ – εἴτε ἄνθρωπος εἴτε μπόγος. Καὶ ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ μπόγο γιὰ τὸν κυρ-Μέλφα βασιζόταν στὸ γεγονὸς πὼς ὁ ἄνθρωπος ἦταν αὐτὸς ποὺ κουβαλοῦσε τὶς 250.000 λίρες ἐπάνω του, ραμμένες στὸ σακάκι ἢ ἀνάμεσα στὸ πουκάμισο καὶ στὸ πετσί του. Τοὺς ἤξερε δὰ αὐτός, τοὺς ἤξερε καλά: κάτι χωριάτες ἀγροῖκοι, κάτι ἄξεστοι.
Τὸ ταξίδι διήρκεσε λιγότερο ἀπὸ τὸ προβλεπόμενο: ἕντεκα νύχτες, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς νύχτας τῆς ἀναχώρησης. Καὶ μετράγαν τὶς νύχτες ἀντὶ γιὰ τὶς μέρες, γιατί οἱ νύχτες ἦταν πνιγερὲς καθὼς τὶς περνοῦσαν ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο. Ἔνιωθαν λὲς καὶ βυθίζονταν στὴ μυρωδιὰ τοῦ ψαριοῦ, τῆς νάφθας καὶ τοῦ ἐμετοῦ ὅπως μὲς στὴν ὑγρὴ ζεστὴ πίσσα. Τὸ χάραμα ἀπελευθερώνονταν, καθὼς κατάκοποι ἀνασηκώνονταν γιὰ νὰ λουστοῦν στὸ φῶς καὶ στὸν ἀέρα. Ἀλλὰ ἐνῶ ἡ ἰδέα τῆς θάλασσας ἦταν γι’ αὐτοὺς κάτι σὰν τὴ χλοερὴ πεδιάδα τοῦ σταριοῦ ὅταν τὸ φυσάει ὁ ἄνεμος, ἡ ἀληθινὴ θάλασσα τοὺς τρόμαζε: τοὺς σφίγγονταν τὰ σωθικά, τὰ μάτια τους μυρμήγκιαζαν μὲ πόνο σὰν τοὺς τύφλωνε τὸ φῶς μόλις ἀργοῦσαν νὰ κοιτάξουν.
Τὴν ἑνδέκατη ὅμως νύχτα ὁ κυρ-Μέλφα τοὺς φώναξε στὴν κουβέρτα: καὶ στὴν ἀρχὴ πίστεψαν ὅτι εἶχαν πέσει στὴ θάλασσα ἀναρίθμητοι ἀστερισμοὶ σὰν κοπάδια· ἀντὶ γι’ αὐτὸ ὅμως ἦταν χωριά, χωριὰ τῆς πλούσιας Ἀμερικῆς ποὺ ἔλαμπαν μέσα στὴ νύχτα σὰν στολίδια. Ἀλλὰ κι ἡ νύχτα ἦταν μαγική: ἤρεμη καὶ γλυκιά, μισοφέγγαρο ποὺ περνοῦσε μέσα ἀπὸ φευγαλέα σύννεφα διαφόρων σχημάτων, αὔρα ποὺ ἄνοιγε διάπλατα τὰ πνευμόνια.
«Νὰ ‘τη ἡ Ἀμερική», ἔκανε ὁ κυρ-Μέλφα.
«Δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ εἶναι κανένα ἄλλο μέρος;» ρώτησε κάποιος, γιατί σὲ ὅλο τὸ ταξίδι σκεφτόταν ὅτι στὴ θάλασσα δὲν ὑπάρχουν μῆτε δρόμοι μῆτε μουλαρόδρομοι, κι ἔπρεπε νά ’σαι πολὺ καπάτσος γιὰ νὰ βρεῖς τὸν σωστὸ δρόμο δίχως νὰ λαθέψεις, ὁδηγώντας ἕνα καράβι ἀνάμεσα οὐρανὸ καὶ θάλασσα.
Ὁ κυρ-Μέλφα κοιτώντας τον μὲ συμπόνια τοὺς ρώτησε ὅλους: «Μὴ μοῦ πεῖτε πὼς ἔχετε δεῖ ποτὲ στὰ μέρη σας τέτοιον ὁρίζοντα; Δὲν τὸ νιώθετε πὼς ὁ ἀέρας εἶναι διαφορετικός; Δὲν βλέπετε πῶς λάμπουν αὐτὰ τὰ χωριά;» Τὸ παραδέχτηκαν ὅλοι καὶ κοίταξαν μὲ συμπόνια καὶ περιφρόνηση τὸν σύντροφό τους ποὺ εἶχε τολμήσει νὰ ξεστομίσει κάτι τόσο βλακῶδες.
«Ὥρα νὰ ξοφλήσετε τὸν λογαριασμό», εἶπε ὁ κυρ-Μέλφα.
Ψαχούλεψαν τὰ ροῦχα τους, ἔβγαλαν ἔξω τὰ λεφτά.
«Ἑτοιμάστε τὰ πράγματά σας», εἶπε ὁ κυρ-Μέλφα ἀφοῦ εἰσέπραξε τὰ χρήματα.
Χρειάστηκαν μερικὰ λεπτά: ἔχοντας σχεδὸν καταναλώσει τὶς προμήθειες τοῦ ταξιδιοῦ ποὺ ἡ συμφωνία ἀπαιτοῦσε νὰ ἔχουν μαζί τους, δὲν τοὺς εἶχαν μείνει παρὰ λίγα ἀσπρόρουχα καὶ τὰ δῶρα γιὰ τοὺς συγγενεῖς τῆς Ἀμερικῆς: κάτι κεφάλια πεκορίνο κάτι μπουκάλια παλιὸ κρασὶ κάτι κεντήματα γιὰ τὸ τραπέζι ἢ γιὰ τὴν πλάτη τοῦ καναπέ. Μπῆκαν στὴ βάρκα πανάλαφροι, γελώντας καὶ τραγουδώντας· καὶ μὲ τὸ ποὺ κουνήθηκε ἡ βάρκα ἕνας βάλθηκε νὰ τραγουδᾶ ξεφωνίζοντας.
«Μπὰς καὶ δὲν καταλάβατε τίποτα;» ἐξοργίστηκε ὁ κυρ-Μέλφα. «Ἔ λοιπὸν θέλετε νὰ μὲ πάρετε στὸν λαιμό σας;… Μόλις θὰ σᾶς ἀφήσω στὴ στεριὰ μπορεῖτε νὰ πᾶτε στὸν πρῶτο μπάτσο ποὺ θὰ συναντήσετε, κι αὐτὸς θὰ σᾶς ἀναγκάσει νὰ γυρίσετε πίσω τρέχοντας: δεκάρα δὲν δίνω, εἶστε ἐλεύθεροι ν’ αὐτοκτονήσετε μὲ ὅποιον τρόπο θέλετε… Κι ἔπειτα ἐγὼ σεβάστηκα τὴ συμφωνία: ὁρίστε ἡ Ἀμερική, τὸ καθῆκον μου νὰ σᾶς φέρω ἐδῶ τὸ ἐκπλήρωσα… Δῶστε μου, ὅμως, τὸν χρόνο νὰ γυρίσω στὸ πλοῖο, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!» Τοῦ ἔδωσαν περισσότερο χρόνο νὰ γυρίσει στὸ πλοῖο, τόσο ποὺ ἔμειναν πάνω στὴ δροσερὴ ἄμμο ἀναποφάσιστοι, δίχως νὰ ξέρουν τί νὰ κάνουν, κι ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ εὐλογοῦσαν τὴ νύχτα κι ἄλλες ποὺ τὴν καταριόνταν· μιὰ νύχτα πού, ἂν ἔμεναν ἀκίνητοι στὴν παραλία, θὰ τοὺς ἀγκάλιαζε μὲ τὴν προστασία της, ἐνῶ ἂν τολμοῦσαν ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπ’ αὐτήν, θὰ μποροῦσε ἡ νύχτα νὰ γίνει τρομερὴ ἐνέδρα.
Ὁ κυρ-Μέλφα τοὺς εἶχε συστήσει νὰ σκορπιστοῦν, ἀλλὰ κανείς τους δὲν αἰσθανόταν ἱκανὸς ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Καὶ τὸ Τρέντον ποιός ξέρει πόσο μακριὰ ἦταν, ποιός ξέρει πόση ὥρα χρειάζονταν γιὰ νὰ πᾶνε ἐκεῖ.
Ξαφνικὰ ἄκουσαν ἕνα τραγούδι μακρινό, ἐξωπραγματικό. «Σὰν νά ’ναι κάποιος δικός μας», σκέφτηκαν: γιατὶ μιᾶς κι ὁ κόσμος εἶναι παντοῦ ἴδιος, ἔτσι παντοῦ κι ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζει τὴ μελαγχολία του, τὰ βάσανά του μὲ τὸ τραγούδι. Βρίσκονταν ὅμως στὴν Ἀμερική, οἱ πόλεις ποὺ ἔλαμπαν στὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντα, πίσω ἀπὸ παραλίες γεμάτες ἄμμο καὶ δέντρα, ἦταν πόλεις τῆς Ἀμερικῆς.
Δυὸ ἀπ’ αὐτοὺς ἀποφάσισαν νὰ ἐξερευνήσουν τὸ τοπίο. Περπάτησαν μὲ κατεύθυνση πρὸς τὸ φῶς ποὺ ἀντιφέγγιζε στὸν οὐρανὸ τὸ πιὸ κοντινὸ χωριό. Βρῆκαν τὸν αὐτοκινητόδρομο σχεδὸν ἀμέσως: «Ἀσφαλτοστρωμένος, καλοσυντηρημένος· ἐδῶ δὲν εἶναι σὰν τὰ μέρη μας», ἀλλὰ γιὰ νὰ ποῦμε τὴν ἀλήθεια, τὸν περίμεναν πιὸ φαρδύ, πιὸ ἴσιο. Στάθηκαν στὴν ἄκρη γιὰ ν’ ἀποφύγουν συναντήσεις: ἀκολουθοῦσαν τὸν δρόμο περπατώντας ἀνάμεσα στὰ δέντρα.
Πέρασε ἕνα αὐτοκίνητο: «Μοιάζει μὲ σεϊτσέντο» κι ἔπειτα ἕνα ἄλλο ποὺ ἔμοιαζε μὲ μιλετσέντο, κι ἔπειτα ἕνα τρίτο: «Τ’ αὐτοκίνητά τὰ ἔχουν γιὰ καπρίτσιο, τ’ ἀγοράζουν στὰ παιδιά τους ὅπως ἐμεῖς τὰ ποδήλατα.» Ἔπειτα πέρασαν δυὸ μοτοσικλέτες, ἡ μιὰ πίσω ἀπὸ τὴν ἄλλη, κάνοντας ἐκκωφαντικὸ θόρυβο. Ἦταν ἡ ἀστυνομία, δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία: καλύτερα ποὺ στέκονταν ἔξω ἀπὸ τὸν δρόμο.
Καὶ νὰ ποὺ τελικὰ ὑπῆρχαν πινακίδες. Κοίταξαν μπροστὰ καὶ πίσω, μπῆκαν στὸν δρόμο, πλησίασαν κι ἄρχισαν νὰ διαβάζουν: Σάντα Κρότσε Καμερίνα-Σκόλιτι.
«Σάντα Κρότσε Καμερίνα: σὰν κάτι νὰ μοῦ θυμίζει αὐτὸ τὸ ὄνομα.»
«Καὶ μένα· καὶ τὸ Σκόλιτι δὲν μοῦ φαίνεται ἄγνωστο.»
«Ἴσως νὰ κατοικοῦσε κάποιος ἀπ’ τοὺς συγγενεῖς μας ἐδῶ, ἴσως ὁ θεῖος μου προτοῦ νὰ μετακομίσει στὴ Φιλαδέλφεια: γιατὶ κι ἐγὼ θυμᾶμαι πὼς ἦταν σὲ μιὰ ἄλλη πόλη προτοῦ νὰ πάει στὴ Φιλαδέλφεια.»
«Κι ὁ ἀδελφός μου ἦταν σὲ ἄλλο μέρος προτοῦ νὰ πάει στὸ Μπρούκλιν… Ἀλλὰ πῶς τὸ λέγανε, δὲν θυμᾶμαι: κι ἔπειτα, ἐμεῖς τὸ διαβάζουμε Σάντα Κρότσε Καμερίνα, διαβάζουμε Σκόλιτι· ἀλλὰ πῶς τὸ διαβάζουν αὐτοὶ δὲν ξέρουμε, οἱ Ἀμερικάνοι δὲν τὸ γράφουν ὅπως τὸ διαβάζουν.»
«Ναί, αὐτὸ εἶναι τὸ ὡραῖο μὲ τὰ ἰταλικά: τὸ διαβάζεις ὅπως τὸ γράφεις… Ἀλλὰ δὲν γίνεται νὰ βγάλουμε ἐδῶ τὴ νύχτα, πρέπει νὰ κάνουμε κουράγιο… Ἐγὼ τὸ πρῶτο ἁμάξι ποὺ θὰ περάσει, θὰ τὸ σταματήσω καὶ θὰ ρωτήσω μόνο: “Τὸ Τρέντον;”… Ἐδῶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ μορφωμένοι. Ἀκόμα κι ἂν δὲν καταλαβαίνουν αὐτὸ ποὺ τοὺς λές, θὰ κάνουν ἕνα νεῦμα, ἕνα σινιάλο: καὶ τουλάχιστον θὰ καταλάβουμε πρὸς τὰ ποῦ εἶναι αὐτὸ τὸ καταραμένο τὸ Τρέντον.»
Ἀπὸ τὴ στροφή, στὰ εἴκοσι μέτρα, πετάχτηκε ἕνα τσινκουετσέντο: ὁ ὁδηγὸς τοὺς εἶδε νὰ πετάγονται ξαφνικὰ μπροστά του μὲ σηκωμένα τὰ χέρια γιὰ νὰ τὸν σταματήσουν. Φρέναρε βλαστημώντας: δὲν σκέφτηκε τὴν ἀπαγωγή, γιατί ἡ περιοχὴ ἦταν ἀπὸ τὶς πιὸ ἥσυχες· πίστεψε πὼς ἤθελαν νὰ διασχίσουν τὸν δρόμο, ἄνοιξε τὸ παράθυρο.
«Τὸ Τρέντον;» ρώτησε ὁ ἕνας.
«Τί;» ἔκανε ὁ ὁδηγός.
«Τὸ Τρέντον;»
«Ποιό Τρέντον τὴν Παναγία σας», βλαστήμησε ὁ ὁδηγός.
«Μιλάει ἰταλικά», εἴπανε κι οἱ δυὸ κοιτώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἀπορία, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση ν’ ἀποκαλύψουν στοὺς συμπατριῶτες τους κάτι τέτοιο.
Ὁ ὁδηγὸς ἔκλεισε τὸ παράθυρο, ξανάβαλε μπρός. Τὸ αὐτοκίνητο τινάχτηκε πρὸς τὰ μπροστὰ καὶ μόνο τότε φώναξε στοὺς δυό τους ποὺ παρέμεναν στὸν δρόμο σὰν ἀγάλματα: «Μεθύστακες, κερατάδες μεθύστακες, κερατάδες καὶ πούτ…» τὴν ὑπόλοιπη φράση τὴν πῆρε ὁ ἄνεμος.
Ἁπλώθηκε σιωπή.
Ὕστερα ἀπὸ ἕνα λεπτό, ἐκεῖνος ποὺ τοῦ εἶχε φανεῖ γνωστὸ τὸ Σάντα Κρότσε εἶπε: «Θυμᾶμαι τὸ Σάντα Κρότσε Καμερίνα, μιὰ χρονιὰ ποὺ δὲν πῆγε καλὰ στὰ μέρη μας ὁ πατέρας μου μᾶς πῆγε ἐκεῖ γιὰ τὸν θερισμό.»
Ρίχτηκαν τότε μὲ σπαραγμὸ στὸ χαντάκι τοῦ δρόμου, καθὼς δὲν ὑπῆρχε βιασύνη νὰ μεταφέρουν τὸ νέο, τὸ νέο πὼς εἶχαν ξεμπαρκάρει στὴ Σικελία.

Πηγή: Il mare colore del vino [Θάλασσα στὸ χρῶμα τοῦ κρασιοῦ] (Adelphi Edizioni, Milano, 1996).
Λεονάρντο Σάσα (Leonardo Sciascia) (Ρακαλμοῦτο τῆς Σικελίας, 1921 – Παλέρμο, 1989). Ὑπῆρξε πολυγραφότατος καὶ πολιτικοποιημένος συγγραφέας. Ἀνάμεσα στὰ ἔργα του συγκαταλέγονται μυθιστορήματα —κάποια ἀπὸ αὐτὰ ἀστυνομικά—, διηγήματα, ἄρθρα, δοκίμια, ποιητικὲς συλλογὲς καθὼς καὶ σενάρια γιὰ τὸν κινηματογράφο καὶ τὴν τηλεόραση. Κάποια βιβλία του μεταφέρθηκαν καὶ στὴ μεγάλη ὀθόνη. Στὰ ἔργα του θίγει τὰ κακῶς κείμενα τῆς χώρας του, ὅπως τὸ κυρίαρχο πρόβλημα τῆς Μαφίας καὶ τῆς πολιτικῆς διαφθορᾶς, καὶ γι’ αὐτὸ δικαίως τὸν ἀποκάλεσαν «ἐξερευνητὴ τῆς ἰταλικῆς συνείδησης». Στὰ κριτικά του κείμενα ἀσχολήθηκε μὲ τὴ γενέτειρά του, τὴ Σικελία, τὸν Πιραντέλο, τὴν πολιτική – ὅπως μὲ τὴν ὑπόθεση τῆς δολοφονίας τοῦ Ἄλντο Μόρο ἀπὸ τὶς Ἐρυθρὲς Ταξιαρχίες. Ἐργάστηκε καὶ ὡς δημοσιογράφος καὶ μεταφραστής. Ἔχει μεταφράσει ἔργα τῶν: Γουίτμαν, Λόρκα, Ἀνατὸλ Φράνς κ.ἄ. Ἐξελέγη βουλευτὴς στὸ ἰταλικὸ ἀλλὰ καὶ στὸ εὐρωπαϊκὸ κοινοβούλιο, ἀλλὰ κράτησε τὴ θεσμικὴ θέση στὴν ἰταλικὴ βουλή, ὅπου ἀσχολήθηκε σχεδὸν ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἔρευνα στὸ πλαίσιο τῆς Εἰδικῆς Κοινοβουλευτικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἔργα του: Ἡ μέρα τῆς κουκουβάγιας (1961), Τὸ πρωτοκόλο τῆς Αἰγύπτου (1963), Στὸν καθένα αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀξίζει (1966), Ὁ Πιραντέλο καὶ ὁ Πιραντελισμός (1953), Ὁ Πιραντέλο καὶ ἡ Σικελία (1961), Ἡ ὑπόθεση Μόρο (1978) κ.ἄ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ἀντωνία Πασχαλίδου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας καὶ Ἰταλικὴ Γλώσσα καὶ Μετάφραση στὸ Ἰταλικὸ Ἰνστιτοῦτο τῆς ἴδιας πόλης. Ἐπίσης Μετάφραση στὸ Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ κατὰ τὴ διετία 2004-2006. Ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση καὶ ὡς μεταφράστρια.
Filed under: Ιταλικά,Ξένοι-Ξενιτειά,Παραβατικότητα,Πασχαλίδου Αντωνία,Περιγραφή,Ρεαλισμός,Φυγή,Χαρακτήρες,Sciascia Leonardo | Tagged: Αντωνία Πασχαλίδου,Ιταλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Leonardo Sciascia | Τὰ σχόλια στὸ Λεονάρντο Σάσα (Leonardo Sciascia): Τὸ μακρὺ ταξίδι ἔχουν κλείσει