Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἠ ἐλευθερία ποὺ φιλήσυχα περιπλανιόταν…

.

04-Beach,Lou-IEleytheriaPouFilisychaPeriplaniotan-Eikona-02

.

Λοὺ Μπὶτς (L­ou B­e­a­ch)

.

01-Htta ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ποὺ φι­λή­συ­χα πε­ρι­πλα­νι­ό­ταν, μύ­ρι­ζε τοὺς κά­δους καὶ τὰ δέν­τρα, ἔ­πι­α­νε τὶς ἱ­πτά­με­νες μπά­λες, ἕ­να ὑ­πέ­ρο­χο μπα­σταρ­δά­κι, πλη­γώ­θη­κε ἀ­πὸ τὶς σφαῖ­ρες τοῦ ἠ­λί­θιου γεί­το­νά μου, τοῦ Νό­ρις, ἑ­νὸς μο­χθη­ροῦ κα­θάρ­μα­τος ποὺ ἔ­τσι καὶ τύ­χαι­νε νὰ πέ­σει ἡ μπά­λα σου στὸν κῆ­πο του, θὰ τὴν ἔ­κο­βε στὰ δύ­ο μὲ τσε­κού­ρι. Ἡ Ἐ­λευ­θε­ρί­α τρι­γύ­ρι­ζε στὸ χω­ρά­φι τοῦ Νό­ρις κι ἐ­κεῖ­νος τὴν πυ­ρο­βό­λη­σε μὲ τὸ του­φέ­κι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιὰ νὰ ρί­χνει στοὺς σκί­ου­ρους. Ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ ἀ­κρω­τη­ρι­ά­σου­με τὸ πί­σω ἀ­ρι­στε­ρό της πό­δι, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα κι ὡς τρί­πο­δο σκυ­λὶ εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρη ἀ­π’ τὸν Νό­ρις ὡς ἀρ­τι­με­λῆ, δί­πο­δο ἄν­θρω­πο.

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

 .

Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἀνοίγω μιὰ κονσέρβα τόνο…

.

03-Beach,Lou-AnoigoMiaKonserbaTono-Eikona-02

.

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch)

 .

16-AlphaΝΟΙΓΩ μιὰ κον­σέρ­βα τό­νο καὶ τὴν πι­έ­ζω γιὰ νὰ φύ­γει τὸ λά­δι. Θυ­μᾶ­μαι τὰ σάν­του­ιτς ποὺ ἔ­φτια­χνες, εἶ­χαν πάν­το­τε τὴ σω­στὴ πο­σό­τη­τα μα­γι­ο­νέ­ζας, εἶ­χαν κρεμ­μύ­δια, σέ­λε­ρι, ψω­μὶ —μὲ προ­ζύ­μι— καὶ λά­χα­νο ἤ, ἂν ἤ­σουν χα­ρού­με­νη, φύ­τρα ἀ­πὸ ἀλ­φάλ­φα. Ρεμ­βά­ζω καὶ δὲν κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἔ­χω κό­ψει τὸν ἀν­τί­χει­ρά μου στὴν κον­σέρ­βα, τὸ αἷ­μα ἀ­να­μει­γνύ­ε­ται μὲ τὸ λά­δι καὶ χύ­νε­ται στὸ νε­ρο­χύ­τη καὶ στοὺς σω­λῆ­νες μέ­χρι τὶς ἐγ­κα­τα­στά­σεις ἐ­πε­ξερ­γα­σί­ας λυ­μά­των κι ἀ­πὸ ’­κεῖ στὴ θά­λασ­σα, γιὰ νὰ τὸ βγά­λει τε­λι­κά το κύ­μα σὲ μιὰ πα­ρα­λί­α, ὅ­που οἱ δυ­ό μας κά­πο­τε ψα­ρεύ­α­με.

.

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α. Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

.

Λοὺ Μπὶτς (Lou Beach): Βρισκόμαστε σὲ μιὰ πλαγιά…

.

02-Beach,Lou-BriskomasteSeMiaPlagia-Eikona-03

.

Λοὺ Μπὶτς (L­ou B­e­a­ch)

.

11-bΡΙΣΚΟΜΑΣΤΕ σὲ μιὰ πλα­γιὰ μὲ θέ­α στὸν κα­ταυ­λι­σμό τους. Μό­νο τὰ γυ­ναι­κό­παι­δα, οἱ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι καὶ οἱ ἀ­σθε­νεῖς ἀ­πο­μέ­νουν· οἱ ἄν­δρες ἔ­χουν φύ­γει, γιὰ νὰ κυ­νη­γή­σουν ἢ νὰ λε­η­λα­τή­σουν. Κα­θὼς βγά­ζω τὴ σπά­θη μου καὶ δεί­χνω πρὸς τὶς σκη­νές, βλέ­πω ν’ ἀν­τα­να­κλᾶ­ται πά­νω στὸ ἀ­πα­στρά­πτον μέ­ταλ­λο τὸ ἀ­λα­φι­α­σμέ­νο μά­τι τοῦ ἀ­λό­γου μου. Τὸ ἄ­λο­γο γνω­ρί­ζει ὅ­τι θὰ με­σο­λα­βή­σουν πυ­ρὰ καὶ κραυ­γές, ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ αἵ­μα­τος καὶ τοῦ κα­πνοῦ, μέ­χρι νὰ μπο­ρέ­σει τε­λι­κὰ νὰ ξε­δι­ψά­σει στὸν πο­τα­μό.

 .

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πηγή: 420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011

Λοὺ Μπίτς (L­ou B­e­a­ch) (Γκέ­τιγ­κεν, Γερ­μα­νί­α, 1947): Ἀ­με­ρι­κα­νὸς καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ καὶ πε­ζο­γρά­φος. Ὁ Μπίτς, γό­νος Πο­λω­νῶν θυ­μά­των τῶν Να­ζί, με­τα­νά­στευ­σε στὶς Η­ΠΑ μὲ τοὺς γο­νεῖς του σὲ ἡ­λι­κί­α τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν. Ὡς νέ­ος δὲν ἀ­κο­λού­θη­σε πα­νε­πι­στη­μια­κὲς σπου­δές, ἐ­πι­λέ­γον­τας τὴ ζω­ὴ τοῦ πλά­νη­τα. Εἶ­ναι αὐ­το­δί­δα­κτος καλ­λι­τέ­χνης τοῦ κο­λὰζ κι ἀ­π’ τὰ μέ­σα τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’­70 φι­λο­τε­χνεῖ ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων, κυ­ρί­ως τῆς ρὸκ μου­σι­κῆς, καὶ εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ ἐ­φη­με­ρί­δες. Τὸ βι­βλί­ο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες (420 c­h­a­r­a­c­t­e­rs, H­o­u­g­h­t­on M­i­f­f­l­in H­a­r­c­o­u­rt, 2011) εἶ­ναι ἡ πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὴν πε­ζο­γρα­φί­α.  Πε­ρισ­σό­τε­ρα γιὰ τὸ ἀ­φιέ­ρω­μά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέ­πε ἐ­δῶ τὸ εἰ­σα­γω­γι­κὸ ἄρ­θρο τοῦ Σκὸτ Μπράντ­φιλντ κα­θὼς καὶ τὸ σχό­λι­ό μας στὸ Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος (ἐγ­γραφὴ 18-08-2014).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

.

Σκὸτ Μπράντφιλντ (Scott Bradfield): Ὁ συγγραφέας τοῦ Φέισμπουκ

.

01-Bradfield,Scott-SyggrafeasTouFaceBook-Eikona-01

.

Σκὸτ Μπράν­τφιλντ (S­c­o­tt B­r­a­d­f­i­e­ld)

.

Ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ Φέ­ισ­μπουκ

[Λοὺ Μπὶτς / L­ou B­e­a­ch]

(T­he F­a­c­e­b­o­ok A­u­t­e­ur)

 .

10-Taph-Chronica_Polonorum_TΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ εἶ­ναι ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀν­θε­κτι­κὰ καὶ προ­σαρ­μο­στι­κὰ ὄν­τα – ὅ­πως τὰ βα­κτή­ρια ποὺ συ­νε­χῶς ἀ­να­κα­λύ­πτουν οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες στὰ ἔγ­κα­τα τῶν ἡ­φαι­στεί­ων ἢ τὰ βά­θη τῶν ὠ­κε­α­νῶν. Θάψ­τε τα στὶς ὑ­πο­φω­τι­σμέ­νες καὶ ἀ­φι­λό­ξε­νες γιὰ τὴ ζω­ὴ σε­λί­δες τῶν φοι­τη­τι­κῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν, κι αὐ­τὰ θὰ ἐ­ξα­κο­λου­θή­σουν νὰ εὐ­δο­κι­μοῦν. Ἢ γε­μί­στε τα μὲ ἐ­ξω­γή­ι­νους βγαλ­μέ­νους ἀ­πὸ φτη­νὲς ται­νί­ες καὶ μὲ τσου­λά­κια ποὺ ὁ­πλο­φο­ροῦν, κι αὐ­τὰ εὐ­χα­ρί­στως θὰ τρα­βή­ξουν τὸ δρό­μο τους, ἐ­πι­βι­ώ­νον­τας γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο και­ρὸ ἀ­π’ τοὺς ὑ­πε­ρό­πτες νι­κη­τὲς τῶν βρα­βεί­ων Πού­λι­τζερ, οἱ ὁ­ποῖ­οι κά­πο­τε τὰ κοι­τοῦ­σαν μὲ μι­σὸ μά­τι (γιὰ νὰ μὴν ἀ­να­φερ­θοῦ­με στὶς πε­ρι­σπού­δα­στες κρι­τι­κές τους ἐ­πι­τρο­πές). Κι αὐ­τὸ συμ­βαί­νει δι­ό­τι τὰ δι­η­γή­μα­τα δὲ χρει­ά­ζον­ται πολ­λὰ γιὰ νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν – μό­νο ἕ­να στό­χο ἄ­ξιο νὰ τὸν κυ­νη­γή­σει κα­νείς, ἕ­ναν ἥ­ρωα ἄ­ξιο νὰ κυ­νη­γή­σει τὸ στό­χο καὶ τρί­α μα­γι­κὰ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὰ συ­στα­τι­κά: ἀρ­χή, μέ­ση καὶ τέ­λος. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­χε­τε στὰ χέ­ρια σας ἕ­να τέ­λεια σχη­μα­τι­σμέ­νο καὶ αὐ­τό­βου­λο τε­ρα­τά­κι. Ἀ­να­πνέ­ει. Ἀ­να­πα­ρά­γε­ται.

       Ἂν ἡ πρώ­τη συλ­λο­γὴ τοῦ Λοὺ Μπὶτς μὲ τί­τλο 420 χα­ρα­κτῆ­ρες μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ βγά­λου­με ὁ­ρι­σμέ­να συμ­πε­ρά­σμα­τα, τό­τε δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται τὰ δι­η­γή­μα­τα νὰ εἶ­ναι ὄν­τα ἀρ­κε­τὰ με­θο­δι­κὰ καὶ προ­σαρ­μο­στι­κά, ὥ­στε νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν ἀ­κό­μα καὶ στὸ Φέ­ισ­μπουκ – ἤ, ἀ­κρι­βέ­στε­ρα, στὸ πε­δί­ο τοῦ Φέ­ισ­μπουκ ὅ­που δη­μο­σι­εύ­ει κα­νεὶς τὴν «κα­τά­στα­σή» του καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο μέ­χρι πρό­τι­νος δὲν ἦ­ταν δυ­να­τὸ νὰ ὑ­περ­βαί­νει τοὺς 420 χα­ρα­κτῆ­ρες· ἐ­κεῖ πρω­το­εμ­φα­νί­στη­καν αὐ­τὲς οἱ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες. Ὅ­μως οἱ ἱ­στο­ρί­ες εἶ­ναι μι­νι­μα­λι­στι­κὲς μό­νον ὡς πρὸς τὴν ἔ­κτα­ση, μιᾶς καὶ ἡ φαν­τα­σί­α τοῦ Μπὶτς εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη ὅ­σο ἡ γκά­μα τῶν πρω­τα­γω­νι­στῶν του. Πάρ­τε, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὸν Ζού­μα Πέν­τλε­ϊ, πρώ­ην κά­τοι­κο τοῦ Λάμ­ποκ στὸ Τέ­ξας, ὁ ὁ­ποῖ­ος «ἦρ­θε στὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες τὸ ’­02 μὲ τὴν κι­θά­ρα του, με­ρι­κὰ τρα­γού­δια κι ἕ­να ἄ­σχη­μο σκυ­λί». Ἢ τὴ Βέ­ρα (Μαλ­λια­ρὴ) Λάμπ, ἡ ὁ­ποί­α «ντυ­νό­ταν ἄν­δρας καὶ ξε­περ­νοῦ­σε στὶς βρι­σι­ές, στὸ πι­στό­λι καὶ τὸ πο­τὸ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε φο­ροῦ­σε παν­τε­λό­νια, στὸ Λὶ­τλ Ρὸκ τὸ 1922». Ἀ­κό­μα, ὑ­πάρ­χουν ἀρ­κε­τοὶ μο­να­χι­κοὶ ποὺ συ­χνά­ζουν σὲ μπὰρ καὶ στρι­πτι­τζά­δι­κα ἢ ὁ τύ­πος ποὺ «ἀ­νέ­λα­βε ὑ­περ­γο­λα­βί­α νὰ βά­ψει μιὰ κρε­μα­στὴ γέ­φυ­ρα πά­νω ἀ­π’ τὸν πο­τα­μὸ Μπό­ζο στὸ Κογ­κὸ» ἢ ὁ τυ­χο­δι­ώ­κτης ποὺ μπαί­νει σ’ ἕ­να δι­α­στη­μό­πλοι­ο καὶ πά­ει πρὸς τὴ Βα­θιὰ Ἀ­ποι­κί­α 7, ὅ­που, ὅ­πως τοῦ εἶ­παν, «ἡ κα­τά­στα­ση εἶ­ναι ἐν­τά­ξει, εἶ­ναι κα­θα­ρὰ» καί, δό­ξᾳ τῷ Θεῷ, μπο­ρεῖ ἀ­κό­μα νὰ κα­πνί­σει ἕ­να Μάρλ­μπο­ρο. Ἐ­πει­δὴ ἕ­να δι­ή­γη­μα εἶ­ναι σύν­το­μο ἢ ἔ­στω ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ σύν­το­μο, δὲ ση­μαί­νει ὅ­τι δὲ μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­έ­χει πλή­θη (ἢ νὰ τὰ στέλ­νει σὲ ἄλ­λους πλα­νῆ­τες).

       Τὰ δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μπὶτς μοιά­ζουν μὲ τὸ φλοι­ὸ ἑ­νὸς δέν­τρου, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια τρα­χύ­τη­τα καὶ σκλη­ρό­τη­τα ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν εἶ­ναι γραμ­μέ­να κα­τὰ τὰ πρό­τυ­πα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων. Βρί­σκει κα­νεὶς ἱ­στο­ρί­ες στὸ ὕ­φος τοῦ Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ καὶ τοῦ Τζὶμ Τόμ­σον, στὶς ὁ­ποῖ­ες ἴ­σως συ­ναν­τή­σε­τε κά­ποι­ον ἀ­νώ­νυ­μο μπρά­βο ν’ ἀ­νη­συ­χεῖ μή­πως κόλ­λη­σε σπα­νά­κι ἀ­πὸ τὰ κα­νε­λό­νια στὰ δόν­τια του, ἐ­νῶ πα­σχί­ζει νὰ μὴν κοι­τά­ξει τὸ πτῶ­μα ποὺ κά­ποιος ἄ­φη­σε στὸ πί­σω κά­θι­σμα τοῦ αὐ­το­κι­νή­του του. Ἢ βρί­σκει κα­νεὶς ἱ­στο­ρί­ες στὸ ὕ­φος τοῦ Τέ­ρι Γκί­λιαμ, τοῦ ἰ­δι­όρ­ρυθ­μου καλ­λι­τέ­χνη τοῦ κο­λὰζ (πα­ρεμ­πι­πτόν­τως, τὰ κο­λὰζ τοῦ ἴ­διου τοῦ Μπὶτς κο­σμοῦν μου­σεῖ­α, ἐ­ξώ­φυλ­λα δί­σκων καὶ πολ­λὲς σε­λί­δες αὐ­τοῦ του βι­βλί­ου, ποὺ ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν τε­χνι­κὴ τοῦ κο­λάζ), στὶς ὁ­ποῖ­ες ἕ­να φορ­τη­γὸ πλοῖ­ο κα­τα­πλέ­ει σὲ μιὰ ὡ­ραί­α ἀ­στι­κὴ γει­το­νιὰ καὶ γί­νε­ται κα­τά­στη­μα τῆς Ι­ΚΕ­Α, ἢ ἕ­νας ἄν­δρας κρύ­βει κά­τω ἀ­π’ τὸ κα­πέ­λο του ἕ­να σπί­νο ποὺ κα­θα­ρί­ζει μὲ τὸ ράμ­φος του τὸ φτέ­ρω­μά του. Ὅ­μως τὰ κα­λύ­τε­ρα δι­η­γή­μα­τα τοῦ Μπὶτς συ­ναν­τῶν­ται στὴν ἀ­κό­μα πιὸ σκο­τει­νή, ἀ­κό­μα πιὸ ἀ­στεί­α καὶ πο­λὺ πιὸ σου­ρε­α­λι­στι­κὴ ζώ­νη ποὺ χω­ρί­ζει τοὺς ἄν­δρες ἀ­π’ τὶς γυ­ναῖ­κες – κά­τι σὰν Λά­ρι Μπρά­ουν μὲ πά­γο κι ἀ­μέ­σως με­τὰ ἕ­να σφη­νά­κι, γιὰ τὴ γεύ­ση, ἀ­πὸ Ρί­τσαρντ Φόρντ. Ὁ­ρι­σμέ­να ἀ­π’ αὐ­τὰ εἶ­ναι σχε­δὸν πλή­ρως ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νες ἱ­στο­ρί­ες πά­νω στὸ τί συμ­βαί­νει ὅ­ταν οἱ ἄν­δρες βι­ώ­νουν τὴν ἀ­νοί­κεια καὶ συγ­κε­χυ­μέ­νη αἴ­σθη­ση ἑ­νὸς τέ­λους κι εἶ­ναι πιὰ ἀρ­γὰ ν’ ἀν­τι­δρά­σουν:

       «Ἀ­φό­του ἔ­φυ­γε ἡ γυ­ναί­κα του, ἔ­γι­νε ὁ ἴ­διος ἡ σύ­ζυ­γός του: σι­δέ­ρω­νε τὰ ἐ­σώ­ρου­χά του, ξε­σκό­νι­ζε τὰ ρά­φια, ἔ­βγα­ζε τὰ μπιμ­πε­λὸ ἀ­πὸ τὴν τρα­πε­ζα­ρί­α κι ἔ­πει­τα τὰ ξα­νά­βα­ζε προ­σε­κτι­κὰ στὴ θέ­ση τους, ὅ­ταν εἶ­χε πιὰ πε­ρά­σει τὰ ἔ­πι­πλα μὲ κε­ρί. Φο­ροῦ­σε τὴν πο­διά της καὶ συ­χνὰ μα­γεί­ρευ­ε φα­γη­τὰ κα­τσα­ρό­λας. Κά­ποι­ες φο­ρὲς ἔμ­παι­νε στὴν ντου­λά­πα της, κα­θό­ταν στὸ πά­τω­μα κι ἔ­χω­νε τὸ πρό­σω­πό του στὰ φο­ρέ­μα­τά της, ἀ­π’ τὴ μιὰν ἄ­κρη στὴν ἄλ­λη, σὰν σκυ­λὶ ποὺ ψά­χνει μέ­σα στὰ χόρ­τα τοῦ χω­ρα­φιοῦ.»

       Οἱ 420 χα­ρα­κτῆ­ρες εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πο­λαυ­στι­κό, δι­α­σκε­δα­στι­κὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­α­βά­ζε­ται σὲ μί­α ἢ δύ­ο κα­θι­σι­ές, ὅ­μως οἱ ἱ­στο­ρί­ες στὸ σύ­νο­λό τους ἀ­φή­νουν μιὰ ἐ­πί­γευ­ση σπου­δαι­ό­τη­τας καὶ χιοῦ­μορ, καὶ τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μ’ ἕ­να συγ­γρα­φέ­α μὲ συγ­κρο­τη­μέ­νη ἄ­πο­ψη. Αὐ­τὸς ὁ ἑ­τε­ρο­γε­νὴς κό­σμος τῶν μι­κρο­σκο­πι­κῶν δι­η­γη­μά­των εἶ­ναι ἕ­νας κό­σμος εὐ­ρύς, εἶ­ναι μιὰ κα­λο­σχε­δι­α­σμέ­νη ἀλ­λη­λου­χί­α πει­ρα­μά­των πά­νω στὴ σμί­κρυν­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να πει­ρά­μα­τα δί­νουν πρω­τό­τυ­πα καὶ γο­η­τευ­τι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα (ὅ­πως τὸ ἀ­νω­τέ­ρω δι­ή­γη­μα, ποὺ πα­ρα­τέ­θη­κε στὸ σύ­νο­λό του), ἐ­νῶ ἀ­πὸ ἄλ­λα προ­κύ­πτουν πα­ρά­δο­ξα καὶ μπερ­δε­μέ­να τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα, ποὺ θυ­μί­ζουν τὴ θλι­βε­ρὴ κα­τά­λη­ξη τοῦ Ἀν­τρὲ Ντε­λὰμ­πρ στὴν ται­νί­α Ἡ μύ­γα τοῦ 1958. Στὸ τέ­λος, ὡ­στό­σο, ἀ­π’ τὶς σε­λί­δες αὐ­τὲς βγαί­νει θρι­αμ­βευ­τὴς ὄ­χι μό­νον ὁ Μπὶτς ἀλ­λὰ τὸ ἴ­διο το δι­ή­γη­μα. Δι­ό­τι ἂς τὸ πα­ρα­δε­χτοῦ­με, ἁ­πλού­στα­τα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κά­νου­με τί­πο­τα σ’ αὐ­τὸν τὸ δι­α­βο­λά­κο – κόψ­τε τον, συμ­πι­έ­στε τὸν, ψη­φι­ο­ποι­ῆ­στε τον, Ὀ­στε­ρο­ποι­ῆ­στε τον, Οὐ­λι­πο­ποι­ῆ­στε τον, ἀ­κό­μα ἀ­κό­μα Μαρ­τι­νο­ποι­ῆ­στε τον ἢ κοι­νω­νι­κο-δι­κτυ­ο­ποι­ῆ­στε τον: πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νός!

.

Ση­μει­ώ­σεις:

Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ: ὁ Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ (E­l­m­o­re L­e­o­n­a­rd, 1925) εἶ­ναι Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος, συγ­γρα­φέ­ας εὐ­πώ­λη­των ἀ­στυ­νο­μι­κῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των.

Τζὶμ Τόμ­σον: ὁ Τζὶμ Τόμ­σον (J­im T­h­o­m­p­s­on, 1906-1977) ἦ­ταν Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας. Ὅ­πως κι ὁ Ἔλ­μορ Λέ­ο­ναρντ, ἔ­γρα­ψε πολ­λὰ εὐ­πώ­λη­τα ἀ­στυ­νο­μι­κὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα. Ὡ­στό­σο τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες ἡ κρι­τι­κὴ ἀ­να­γνώ­ρι­σε κι ἄλ­λες ἀ­ρε­τὲς στὸ ἔρ­γο του, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­τάς τον στα­δια­κὰ ἀ­πὸ τὸ στίγ­μα τοῦ «συγ­γρα­φέ­α λα­ϊ­κῆς κα­τα­νά­λω­σης».

Τέ­ρι Γκί­λιαμ: ὁ Τέ­ρι Γκί­λιαμ (T­e­r­ry G­i­l­l­i­am, 1940) εἶ­ναι Βρε­τα­νὸς —γεν­νη­μέ­νος στὶς Η­ΠΑ— σκη­νο­θέ­της τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου καὶ δη­μι­ουρ­γὸς κο­λὰζ καὶ κι­νου­μέ­νων σχε­δί­ων, μέ­λος τῆς θρυ­λι­κῆς ὁ­μά­δας Βρε­τα­νῶν κω­μι­κῶν «Μόν­τι Πά­ι­θον» (M­o­n­ty P­y­t­h­on).

Λά­ρι Μπρά­ουν μὲ πά­γο κι ἀ­μέ­σως με­τὰ ἕ­να σφη­νά­κι, γιὰ τὴ γεύ­ση, ἀ­πὸ Ρί­τσαρντ Φόρντ: ὁ Λά­ρι Μπρά­ουν (L­a­r­ry B­r­o­wn, 1951-2004) ἦ­ταν Ἀ­με­ρι­κα­νὸς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος καὶ δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Ὁ Ρί­τσαρντ Φὸρντ (R­i­c­h­a­rd F­o­rd, 1944) εἶ­ναι ἐ­πί­σης Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος. Ἀμ­φό­τε­ροι το­πο­θε­τοῦν­ται ἀ­πὸ τὴν κρι­τι­κὴ στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ρεῦ­μα τοῦ λε­γό­με­νου Βρό­μι­κου ρε­α­λι­σμοῦ (D­i­r­ty r­e­a­l­i­sm), ποὺ ξε­κί­νη­σε στὶς Η­ΠΑ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­70. Συ­χνὸ θέ­μα στὰ κεί­με­να τῶν πε­ζο­γρά­φων τοῦ ρεύ­μα­τος αὐ­τοῦ εἶ­ναι ὁ βί­ος μο­να­χι­κῶν ἀν­δρῶν, κυ­ρί­ως τῆς ἐρ­γα­τι­κῆς τά­ξης.

Ἀν­τρὲ Ντε­λάμ­πρ: στὴν ται­νί­α τοῦ Κὲρτ Νό­ι­μαν (K­u­rt N­e­u­m­a­nn, 1908-1958) Ἡ μύ­γα (1958) ὁ πρω­τα­γω­νι­στής, ποὺ ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἀν­τρὲ Ντε­λάμ­πρ, χά­νει τὴ ζω­ὴ του, ὅ­ταν μιὰ ὑ­δραυ­λι­κὴ πρέ­σα τοῦ λι­ώ­νει τὸ κε­φά­λι.

Ὀ­στε­ρο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ πε­ζο­γρά­φο καὶ ποι­η­τὴ Πὸλ Ὄ­στερ (P­a­ul A­u­s­t­er, 1947).

Οὐ­λι­πο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὴν πε­ρί­φη­μη λο­γο­τε­χνι­κὴ ὁ­μά­δα «Οὐ­λι­πό» (O­u­l­i­po) ἢ «Ἐρ­γα­στή­ριο δυ­νη­τι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας», ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­κε τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­60. Στὴν ὁ­μά­δα «Οὐ­λι­πό» συμ­με­τεῖ­χαν με­τα­ξὺ ἄλ­λων οἱ Ρε­ϊ­μὸν Κε­νὸ (R­a­y­m­o­nd Q­u­e­n­e­au, 1923-1976), Ζὸρζ Πε­ρὲκ (G­e­o­r­g­es P­e­r­ec, 1936-1982) καὶ Ἴ­τα­λο Καλ­βί­νο (I­t­a­lo C­a­l­v­i­no, 1923-1985).

Μαρ­τι­νο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὸν Ἀ­με­ρι­κα­νὸ πε­ζο­γρά­φο Τζὸρτζ Ρ.Ρ. Μάρ­τιν (G­e­o­r­ge R.R. M­a­r­t­in, 1948). Ὁ Μάρ­τιν εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας ἔρ­γων τρό­μου καὶ ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας. Εἶ­ναι γνω­στὸς κυ­ρί­ως γιὰ τὴ σει­ρὰ μυ­θι­στο­ρη­μά­των φαν­τα­σί­ας Ἕ­να τρα­γού­δι τοῦ πά­γου καὶ τῆς φω­τιᾶς (A s­o­ng of i­ce a­nd f­i­re), ἡ ὁ­ποί­α δι­α­σκευ­ά­στη­κε γιὰ τὴν τη­λε­ό­ρα­ση μὲ τί­τλο G­a­me of thro­­n­es.

Κοι­νω­νι­κο-δι­κτυ­ο­ποι­ῆ­στε: ἀ­να­φο­ρὰ στὰ λε­γό­με­να «μέ­σα κοι­νω­νι­κῆς δι­κτύ­ω­σης» (Φέ­ισ­μπουκ, Του­ί­τερ κ.ἄ.)

.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 .

Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: S­c­o­tt B­r­a­d­f­i­e­ld, «T­he F­a­c­e­b­o­ok A­u­t­e­ur», T­he N­ew Y­o­rk Ti­mes, 30 Δε­κεμ­βρί­ου 2011. Τὸ κεί­με­νο εἶ­ναι δι­α­θέ­σι­μο στὴ δι­εύ­θυν­ση:

http://www.nytimes.com/2012/01/01/books/review/420-characters-stories-written-and-illustrated-by-lou-beach-book-review.html?_r=2&nl=books&emc=booksupdateema3

Σκὸτ Μπράν­τφιλντ (Scott Bradfield) (1955) Ἀ­με­ρι­κα­νὸς δο­κι­μι­ο­γρά­φος, κρι­τι­κὸς καὶ δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Συ­νερ­γά­ζε­ται ὡς κρι­τι­κὸς μὲ τὸ T­i­m­es L­i­t­e­r­a­ry S­u­p­p­l­e­m­e­nt, τὶς ἐ­φη­με­ρί­δες O­b­server, I­n­d­e­p­e­n­d­e­nt κ.ἄ., καὶ δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο K­i­n­g­s­t­on τοῦ Λον­δί­νου.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γιά­ννης Πα­λα­βός (Βελ­βεν­τὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Τὸ 2007 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν I­n­t­ro B­o­o­ks ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες. Τὸ 2009 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Τό­πος τὸ βι­βλί­ο Σὰν Ἄν­γκρε / Τὰ δά­κρυ­α τῆς Φὸν Μπρά­ουν, ποὺ ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Σω­τή­ρη Μπα­μ­πα­τζι­μό­που­λο. Τὸ 2011 ἔ­γρα­ψε μα­ζὶ μὲ τὸν Τά­σο Ζα­φει­ριά­δη τὸ σε­νά­ριο γιὰ τὸ κό­μικ «Τὸ πτῶ­μα», σὲ σχέ­διο Θα­νά­ση Πέ­τρου (J­e­m­ma P­r­e­ss). Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις του (με­τα­ξὺ ἄλ­λων: E­d­g­ar L­ee M­a­s­t­e­rs, M­i­r­o­sl­av Ho­l­ub, M­a­t­t­h­ew A­r­n­o­ld, D­o­n­a­ld J­u­s­t­i­ce) ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, Ἐν­τευ­κτή­ριο, (Δε)κα­τά, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση, epo­e­ma κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιο τοῦ Πλα­νό­διου ἔ­χει με­τα­φρά­σει τὸ δι­ή­γη­μα τῆς Γου­ί­λα Κά­θερ «Πί­τερ» καὶ ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα «Ὁ Ἄμ­προ­ουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φαν­τα­στι­κοὶ Μύ­θοι”­» κα­θὼς καὶ τὴν πα­ρου­σί­αση τοῦ «Λο­γο­τε­χνι­κοῦ Του­ϊ­το­μα­ρα­θώ­νιου» ποὺ δι­ορ­γά­νω­σε ἡ ἀγ­γλι­κὴ Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων τὸν Σε­πτέμ­βριο-Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2011.

.

Ἡρὼ Νικοπούλου: Δεκαπενταύγουστος

.

14

.

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου

 

Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στος

.

01-Omegaχ, ἡ πι­α­τέ­λα! Εὔ­η, Εὔ­η πρό­σε­χε, τὸ τε­λευ­ταῖ­ο σκα­λὶ εἶ­ναι πιὸ χα­μη­λό.

Ἀ­κο­λού­θη­σαν ἀ­πα­νω­τοὶ κρό­τοι, γυ­α­λι­κὰ ποὺ θρυ­ψα­λι­ά­στη­καν, μα­χαι­ρο­πή­ρου­να κρο­τά­λι­σαν στιγ­μια­ῖα στὶς πλά­κες κα­ρύ­στου τοῦ κή­που, μιὰ πα­ρα­τε­τα­μέ­νη στριγ­γλιὰ καὶ ἀ­π’ τὸ βά­θος μιὰ μι­σο­πνιγ­μέ­νη χρι­στο­πα­να­γί­α.

          Ἡ Εὔ­η χά­μω ἀ­νά­σκε­λα στη­ριγ­μέ­νη στοὺς ἀγ­κῶ­νες ξέ­μει­νε νὰ κοι­τᾶ τρι­γύ­ρω της τὰ σκορ­πι­σμέ­να με­ζε­δά­κια, λου­κά­νι­κα Φραγ­κφούρ­της, Με­τσο­βί­τι­κο κα­πνι­στό, Μπλὲ τυ­ρὶ ποὺ τὸ πλα­σά­ρι­ζαν στοὺς κα­λε­σμέ­νους γιὰ ροκ­φόρ, ἀγ­γου­ρά­κια καὶ πα­στὲς σαρ­δέλ­λες. Τὸ φου­στά­νι της εἶ­χε μα­ζευ­τεῖ ψη­λὰ στὰ πό­δια καὶ ἀ­πο­κά­λυ­πτε τὸ ρο­δα­κι­νὶ της ἐ­σώ­ρου­χο. Ὁ Λε­ω­νί­δας ἔ­τρε­ξε καὶ τὴ σή­κω­σε τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος.

          Εὐ-αγ­γε­λί­α σοῦ λέ­ει…, τε­λι­κὰ δὲν ἀ­πο­δεί­χθη­κε καὶ τό­σο …εὐ­χά­ρι­στη ἀγ­γε­λί­α… Ἐ­γὼ ξέ­ρω πὼς ἀ­πὸ τό­τε ποὺ μπῆ­κε στὸ σπί­τι μας τὸν ἔ­χα­σα. Ὅ­λο μα­ζί της ἀ­σχο­λεῖ­ται. Ὅ­σο ἦ­ταν μὲ τὴ μά­να της εἴ­μα­σταν ἥ­συ­χοι, ἀλ­λὰ βλέ­πεις δὲν προ­γραμ­μα­τί­ζον­ται ὅ­λα. Ποῦ νὰ τὸ ΄ξε­ρα πὼς θὰ τὴ φορ­τω­νό­μου­να καὶ μά­λι­στα στὴν πιὸ ἄ­χα­ρη ἡ­λι­κί­α, στὴν πιὸ ἀν­τι­δρα­στι­κή. Καὶ κεί­νος μὲς στὶς τύ­ψεις νὰ τρέ­χει ἀ­πὸ πί­σω της, νὰ τὴν μα­ζεύ­ει μὴ καὶ τοῦ πη­δη­χτεῖ. Καὶ εἶ­ναι καὶ θρη­σκευ­ά­με­νοι· καὶ οἱ δυ­ό. Νη­στεί­α, με­τά­λη­ψη καὶ ἀ­πο­χὴ ὁ με­γά­λος. Νη­στεί­α, με­τά­λη­ψη καὶ κα­μιὰ ξε­πέ­τα ἡ μι­κρή. Πο­τὲ δὲν κα­τά­λα­βα πὼς τὰ τα­χτο­ποι­οῦν ἔ­τσι, ποὺ τὰ χω­ρᾶ­νε καὶ τὰ δυ­ό. Νο­μί­ζω κά­νουν σκόν­το πό­τε στὸ ἕ­να, πό­τε στὸ ἄλ­λο, μιὰ τὸ σῶ­μα, μιὰ ἡ ψυ­χή. Λοι­πόν, αὐ­τὸ πο­τὲ πρὶν δὲν τὸ ἀ­ξι­ο­λό­γη­σα. Κα­κῶς! Ὁ Λε­ω­νί­δας κοι­μᾶ­ται ὄρ­θιος τὸν ὕ­πνο τοῦ δι­καί­ου, ἐ­γὼ ὅ­μως τὴν κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­πο­τε γυρ­νά­ει ἀ­πὸ ραν­τε­βου­δά­κι, πὼς λάμ­πει ὁ­λό­κλη­ρη. Κι ἄλ­λο­τε πὼς μα­ραί­νε­ται σὰν ἀ­πό­τι­στο γι­α­σε­μί. Κλει­στὸ κο­ρί­τσι ὅ­μως, στρεί­δι, λέ­ξη δὲν χα­ρί­ζει. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴ χρεια­στεῖ νὰ φτά­σου­με στὰ ἄ­κρα.

          Καὶ  κά­θε χρό­νο στὴ γι­ορ­τή μου ἡ ἴ­δια ἱ­στο­ρί­α, συγ­γε­νεῖς, τρα­πε­ζώ­μα­τα, τὸ τε­ρά­στιο σό­ι τοῦ Λε­ω­νί­δα κι ὅ­λα στὴν πλά­τη μου. Ποὺ νὰ μὴ γι­όρ­τα­ζα, ξι­νό μοῦ βγαί­νει. Κι ἡ Εὔ­η το­πο­τη­ρη­τής, νὰ κό­βει κί­νη­ση, τί πά­ει στρα­βά, τί πά­ει λά­θος. Εἶ­ναι καὶ κα­λο­μα­θη­μέ­νη, δὲν κου­νά­ει τὸ χε­ρά­κι της νὰ μὲ βο­η­θή­σει λί­γο. Ὁ­ρί­στε, μιὰ δου­λειὰ εἶ­πε νὰ κά­νει καὶ τὰ ‘κά­νε μαν­τά­ρα. Νὰ μοῦ ‘λειπε. Ὅ­λα ἕ­τοι­μα τὰ πε­ρι­μέ­νει, σὰν τὸν μπαμ­πά­κα της. Ἔμ­πλε­ξα! Ἔμ­πλε­ξα ἄ­σχη­μα. Ἐ­γὼ ποὺ καυ­χι­ό­μου­να γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α μου —κά­νον­τας τὰ ξι­νὰ γλυ­κὰ βέ­βαι­α—, ὅ­τι παι­διὰ σκυ­λιὰ δὲν ἔ­χω κι ὅ­που θέ­λω πά­ω – μὲ τὸ Λε­ω­νί­δα πάν­τα, τώ­ρα πού μᾶς κα­τσι­κώ­θη­κε ἡ μι­κρὴ πριγ­κί­πι­σα δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κου­νή­σου­με ρού­πι. Νὰ τὰ φρον­τι­στή­ρια, ἄν­τε τὰ δι­α­βά­σμα­τα, κα­θη­με­ρι­νὸ μα­γεί­ρε­μα καὶ τε­λει­ω­μὸ δὲν ἔ­χουν. Γιὰ τὸ σι­δέ­ρω­μα δὲν θὰ μι­λή­σω…Εὐ­τυ­χῶς ποὺ τε­λει­ώ­νει φέ­τος νὰ μπεῖ σὲ κα­μιὰ σχο­λὴ νὰ ἠ­συ­χά­σου­με, ἂν προ­λά­βει βέ­βαι­α για­τί ἔ­τσι ὅ­πως τὴν κό­βω θὰ ‘χου­με ἄλ­λα.

          Νὰ μὲ συμ­πα­θοῦ­σε του­λά­χι­στον λι­γου­λά­κι…Κι εἶ­ναι κι ὄ­μορ­φο πα­νά­θε­μά το. Ὅ­ταν γε­λά­ει —σπα­νί­ως— κά­νει κά­τι λακ­κά­κια στὰ μά­γου­λα σὰν νε­ρο­λι­μνοῦ­λες. Ἀλ­λὰ δὲν μὲ χω­νεύ­ει, δυ­στυ­χῶς. Τί νὰ κά­νου­με; Οὔ­τε κι ἐ­γώ… ἄλ­λω­στε.

          Ὁ ἀ­στρά­γα­λος τῆς Εὔ­ης κοκ­κί­νι­σε καὶ πρή­στη­κε σχε­δὸν ἀ­μέ­σως. Αὐ­τὸ τὸ πέ­σι­μο ἦ­ταν ὅ­τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ροῦ­σε νὰ τῆς συμ­βεῖ γιὰ Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο. Οὕ­τως ἢ ἄλ­λως βα­ρι­ό­ταν θα­νά­σι­μα τὶς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς μα­ζώ­ξεις, ὅ­που τὰ σό­για ξι­φουλ­κοῦ­σαν μὲ πα­ρα­γε­μι­σμέ­να στό­μα­τα ἀ­νά­με­σα σὲ σου­βλι­στὰ ἀρ­νιὰ καὶ χον­το­κομ­μέ­να ἀ­στεῖ­α, ὁ­πό­τε χά­ρι­σε στὴν ὁμή­γυ­ρη ἕ­να πο­νε­μέ­νο πλὴν ἡ­ρω­ι­κὸ χα­μό­γε­λο ὅ­λο λακ­κά­κια καὶ ζή­τη­σε νὰ τὴν ρυ­μουλ­κί­σουν στὸν ἐ­πά­νω ὄ­ρο­φο. Ὁ Λε­ω­νί­δας τὴν ἀ­νέ­βα­σε στὸ δω­μά­τιό της, τῆς ἔ­δω­σε ἕ­να πα­ρη­γη­ρη­τι­κὸ φι­λὶ καὶ ὑ­πο­σχέ­θη­κε πὼς θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει σύν­το­μα. Τὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ δω­μα­τί­ου δι­έ­κο­πτε ἡ ἀρ­γό­συρ­τη ὑ­πνω­τι­σμέ­νη κραυ­γὴ τῶν τζιτ­ζι­κι­ῶν. Ἐ­κεῖ εἶ­χε ὅ­λο τὸ χρό­νο νὰ προ­βλη­μα­τι­στεῖ γιὰ τὴν κα­τά­στα­σή της. Με­τὰ ἀ­πὸ ὤ­ρα ἀ­να­ρω­τή­θη­κε πὼς γί­νε­ται μιὰ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη κραυ­γὴ στὸ τέ­λος νὰ ἀ­κού­γε­ται ὑ­πνω­τι­κὴ κι ὑ­πνω­τι­σμέ­νη.

          Ἤ­ξε­ρε πο­λὺ κα­λὰ πὼς ἡ Δέ­σποι­να δὲν τὴν χώ­νευ­ε, πό­σο μᾶλ­λον τώ­ρα ποὺ τῆς ἔ­σπα­σε καὶ τὴν κα­λὴ πι­α­τέ­λα. Κι ἦ­ταν κρί­μα για­τί ἐ­κεί­νη ἀ­π’ ὅ­ταν ὀρ­φά­νε­ψε χρει­α­ζό­ταν ἐ­πει­γόν­τως μά­να, ἀλ­λὰ δὲν βρῆ­κε πο­τὲ τὸν τρό­πο νὰ τῆς τὸ δεί­ξει. Ἡ Εὔ­η ζύ­γι­σε προ­σε­κτι­κὰ τὶς σκέ­ψεις της κοι­τών­τας τὸ τα­βά­νι καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε πὼς δὲν ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι τὰ πράγ­μα­τα, δὲν τὴν χρει­α­ζό­ταν ἐ­πει­γόν­τως ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χή. Ἀν­τι­θέ­τως τὸν πρῶ­το και­ρὸ τῆς γύ­ρι­ζαν τ’ ἄν­τε­ρα ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ ζή­σει μα­ζί τους· αἰ­σθα­νό­ταν πὼς τὴν ξε­γέ­λα­σαν μὲ δι­πλὴ προ­δο­σί­α πρῶ­τα ὁ θά­να­τος τῆς μά­νας της, κι ἔ­πει­τα ἡ ξέ­νη γυ­ναί­κα πλά­ι στὸν πα­τέ­ρα της ποὺ ἀν­τά­ρια­ζε νὰ τὴ βλέ­πει. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν τῆς κα­τα­λά­για­σε ὁ θυ­μὸς —πράγ­μα ποὺ τῆς πή­ρε πά­νω ἀ­πὸ τρί­α χρό­νια, ὅ­λο τὸ γυ­μνά­σιο καὶ κά­τι ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη λυ­κεί­ου, ἐ­κεῖ πάν­τως ὅ­ταν ἦ­ταν πιὰ ἕ­τοι­μη νὰ ξε­σπά­σει καὶ νὰ ἀ­φε­θεῖ στὸ θρῆ­νο, τό­τε αἰ­σθάν­θη­κε πὼς τὴν χρει­α­ζό­τα­ν. Ἀλ­λὰ πο­τὲ δὲν τόλ­μη­σε νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν ἀ­νάγ­κη της, ἄλ­λω­στε ἦ­ταν σί­γου­ρη πὼς θὰ ‘τρω­γε πόρ­τα, τὸ ‘βλε­πε στὰ μά­τια της, στὶς κι­νή­σεις της ὅ­ταν τὴν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε μή­πως κα­τορ­θώ­σει καὶ βρεῖ ρωγ­μὴ στὰ συ­ναι­σθή­μα­τά της, μιὰ μι­κρὴ σχι­σμού­λα γιὰ νὰ κουρ­νιά­σει. Ὅ­μως ἡ Δέ­σποι­να ἦ­ταν πο­λὺ σκλη­ρὴ μα­ζί της κι ὅ­λο μοῦ­τρα στὸν πα­τέ­ρα της. Ἡ Εὔ­η ἀ­να­τρί­χια­σε σύγ­κορ­μη στὴ σκέ­ψη του. Οὔ­τε ποὺ μπο­ρού­σε νὰ δι­α­νο­η­θεῖ νὰ τοῦ πεῖ τί τῆς συ­νέ­βαι­νε. Ἡ σκέ­ψη της τὴ μιὰ στιγ­μὴ γι­νό­ταν διαυ­γής καὶ τὴν ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­νη θό­λω­νε κι ἔ­ψα­χνε γιὰ δι­και­ο­λο­γί­ες. Γι’ αὐ­τὸ κι αὐ­τὴ τὸ ΄ριξε στοὺς ἔ­ρω­τες…

          Οἱ φω­νὲς ἀ­νέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὸν πί­σω κῆ­πο μπου­κω­μέ­νες ἀπ’ τὴ ζέ­στη, σὰ χα­λα­σμέ­να μπά­σα φω­νη­τι­κὰ πα­λιᾶς ἑλ­λη­νι­κῆς ται­νί­ας. Ἀ­νά­με­σα κυ­μα­τι­στὰ γε­λά­κια, σό­κιν μι­σο­πνιγ­μέ­να στὰ κρα­σιὰ καὶ στὰ τσί­που­ρα. Τῆς ἦρ­θε ἀ­να­γού­λα. Κι αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν κα­τόρ­θω­σε νὰ κρα­τη­θεῖ, δὲν πρό­λα­βε κὰν νὰ γυ­ρί­σει στὸ πλά­ι, ἔ­κα­νε ἐ­με­τὸ ἀ­νά­σκε­λα.

          Ἡ Δέ­σποι­να ἀ­νε­βο­κα­τέ­βαι­νε δια­ρκῶς τὶς σκά­λες κου­βα­λών­τας δι­ά­φο­ρα, τώ­ρα σει­ρὰ εἶ­χαν τὰ φροῦ­τα καὶ τὰ γλυ­κά. Ἡ Εὔ­η ἄ­κου­γε τὰ βή­μα­τά της ποὺ προ­σπερ­νοῦ­σαν ἀ­δι­ά­φο­ρα μπρο­στὰ ἀ­π’ τὸ δω­μά­τιό της καὶ δαγ­κω­νό­ταν. Εἶ­χε δη­λώ­σει βέ­βαι­α πὼς δὲν θὰ ἔ­τρω­γε, καὶ ὅ­ταν τῆς ἔ­δω­σαν παυ­σί­πο­νο ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὅ­τι θὰ κοι­μό­ταν μέ­χρι νὰ μπο­ρέ­σουν νὰ βροῦν για­τρό. Ὡ­στό­σο ὅ­σο περ­νοῦ­σε ἡ ὥ­ρα ὁ ἀ­στρά­γα­λός της πο­νοῦ­σε καὶ στὴν πα­ρα­μι­κρὴ κί­νη­ση. Τὴν πῆ­ρε τὸ πα­ρά­πο­νο. Προ­σπά­θη­σε μὲ κά­τι χαρ­το­μάν­τη­λα νὰ μα­ζέ­ψει ὅ­σο μπο­ροῦ­σε τὰ δύ­σο­σμα ὑ­γρά τοῦ στο­μά­χου της. Τὸ δω­μά­τιο βρω­μο­κο­ποῦ­σε ξι­νί­λα, τῆς ἦρ­θε δεύ­τε­ρη ἀ­να­γού­λα, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν θὰ τὴν γλί­τω­νε, θὰ τὴν ἔ­παιρ­ναν εἴ­δη­ση καὶ μὲ τὸ πό­δι τούμ­πα­νο μᾶλ­λον δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κι­νη­θεῖ γιὰ μέ­ρες κι ἑ­πο­μέ­νως θὰ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ δι­ευ­θε­τή­σει τὸ ζή­τη­μά της μὲ τὸν τρό­πο ποὺ ἤ­ξε­ρε μό­νη της. Ἦ­ταν ἐγ­κλω­βι­σμέ­νη καὶ κου­ρα­σμέ­νη. Ὅ­λα μέ­σα της κου­βά­ρι, σκη­νές, λέ­ξεις, ἀ­πο­φά­σεις, συ­ναι­σθή­μα­τα.

          Ξύ­πνη­σε ἀ­πὸ τὰ ἑ­ορ­τα­στι­κὰ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­στή­ρια κορ­να­ρί­σμα­τα. Τὰ σό­για ἀ­πο­χω­ροῦ­σαν με­τὰ βα­ΐ­ων κι ὅ­λη ἡ γει­το­νιὰ κου­δού­νι­ζε συν­θη­μα­τι­κά. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ πά­ει στὴν του­α­λέ­τα κου­τσαί­νον­τας. Στὸ δι­ά­δρο­μο δι­α­σταυ­ρώ­θη­κε μὲ τὸν πα­τέ­ρα της ποὺ ὅ­μως ἦ­ταν πο­λὺ πι­ω­μέ­νος γιὰ νὰ τὴν βο­η­θή­σει. Ξα­να­κλεί­στη­κε στὸ δω­μά­τιό της κι ἀ­φουγ­κρα­ζό­ταν τοὺς ἤ­χους τοῦ σπι­τιοῦ. Σύν­το­μα ἐν­τό­πι­σε τὸ βα­ρὺ ρο­χα­λη­τὸ τοῦ Λε­ω­νί­δα. Τὰ πη­γαι­νέ­λα τῆς Δέ­ποι­νας συ­νε­χί­στη­καν μέ­χρι λί­γο πρὶν τὰ με­σά­νυ­χτα. Ὅ­λα μό­νη της τὰ κά­νει πά­λι, σκέ­φτη­κε ἡ Εὔ­η καὶ σὰν νὰ τὴν συμ­πό­νε­σε. Τὴν ἄ­κου­σε νὰ μα­ζεύ­ει τὶς πλιὰν κα­ρέ­κλες καὶ τὰ τρα­πέ­ζια τοῦ κή­που, νὰ βά­ζει ἀ­πα­νω­τὰ πλυν­τή­ρια γιὰ τὰ πιά­τα, νὰ πλέ­νει τα­ψιὰ καὶ κα­τσα­ρό­λες, νὰ κρύ­βει κο­ψί­δια καὶ γλυ­κὰ γιὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη καὶ νὰ φι­λεύ­ει μὲ τὰ ὑ­πο­λείμ­μα­τα τὰ ὀρ­φα­νά τοῦ κή­που. Εἶ­χε ψώ­νιο μὲ τὶς γά­τες. Ἦ­ταν τὰ μω­ρά της. Ἕ­να ζε­στὸ ρεῦ­μα τρέ­μι­σε βα­θειά της.

          Ἡ Δέ­σποι­να ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα τοῦ δω­μα­τί­ου ἁ­πα­λά. Πλη­σί­α­σε τὸ κρε­βά­τι τῆς Εὔ­ης νυ­χο­πα­τών­τας. Ἡ φι­γού­ρα της ἔ­χον­τας πί­σω τὸ φῶς τοῦ δι­α­δρό­μου φέγ­γι­σε ψη­λό­λι­γνη. Τῆς μπού­κω­σε τὴν μύ­τη ἡ μπα­γι­ά­τι­κη ὀ­σμὴ τοῦ ἐ­με­τοῦ. Προ­σπά­θη­σε νὰ δι­α­κρί­νει στὸ μι­σο­σκό­τα­δο τὸ χτυ­πη­μέ­νο πό­δι. Σκέ­πα­σε ἐ­λα­φρὰ μὲ τὸ σεν­τό­νι τὸ ἱδρω­μέ­νο σώ­μα τοῦ κο­ρι­τσιοῦ.

          — Θέ­λεις νὰ κά­τσεις γιὰ λί­γο; Ἡ φω­νὴ τῆς Εὔ­ης μό­λις ποὺ ἀ­κού­στη­κε.

          — Ἄ, ξύ­πνια εἶ­σαι; Πο­νᾶς; ψι­θύ­ρι­σε ἡ Δέ­σποι­να.

          — Ἀρ­κε­τά…

          Ἡ Δέ­σποι­να τῆς ἔ­σφι­ξε μα­λα­κὰ τὸν καρ­πὸ τοῦ χε­ριοῦ.

          — Αὔ­ριο, θὰ ΄ρθεῖ για­τρός, δὲν θὰ ΄ναι τί­πο­τα, θὰ δεῖς θὰ πε­ρά­σει μὲ λί­γες μέ­ρες ἀ­κι­νη­σί­α.

          — Λί­γες μέ­ρες…εἶ­ναι πολ­λές.

          — Ἔ­κα­νες πά­λι ἐ­με­τό;

          Τὸ κο­ρί­τσι ξε­ρο­κα­τά­πι­ε καὶ δὲν μί­λη­σε.

          — Πρέ­πει νὰ μά­θεις νὰ κά­νεις ὑ­πο­μο­νή, δὲν μᾶς ἔρ­χον­ται ὅ­λα ρό­δι­να.

          — Ὅ­σο γι’ αὐ­τό…τὸ ἐμ­πέ­δω­σα νω­ρίς.

          — Ναὶ ξέ­ρω…

          Τῆς ξα­νά­σφι­ξε τὸ χέ­ρι ποὺ τώ­ρα ἦ­ταν μού­σκε­μα καὶ συ­νέ­χι­σε,

          — …κι ἐ­γὼ δὲν ἤ­μουν ἴ­σως ὅ,τι χρει­α­ζό­σουν, ὅ,τι πε­ρί­με­νες…

          Ἔ­μει­ναν γιὰ λί­γο σι­ω­πη­λές, ἔ­πει­τα ἡ Δέ­σποι­να πρό­σθε­σε,

          — …ἂν καὶ θὰ τὸ ΄θε­λα.

          — Πο­τὲ δὲν εἶ­ναι ἀρ­γά, εἶ­πε τρέ­μον­τας ἡ Εὔ­η κι ἀ­να­ση­κώ­θη­κε ἐ­λα­φρά.

          Ἡ Δέ­σποι­να ἔ­νι­ω­σε νὰ ἀ­να­δύ­ε­ται ἕ­να καυ­τὸ κύ­μα ἀ­πὸ τὸ σῶ­μα τοῦ κο­ρι­τσιοῦ καὶ ἵ­δρω­σε ἀ­πό­το­μα. «Μᾶλ­λον σή­κω­σε πυ­ρε­τό» σκέ­φτη­κε, κι ἄ­πλω­σε τὸ χέ­ρι πρὸς τὸ μέ­τω­πο τῆς Εὔ­ης γιὰ νὰ τὴν θερ­μο­με­τρή­σει, ἡ κο­πέ­λα πα­ρερ­μη­νεύ­ον­τας τὴν κί­νη­ση χύ­θη­κε λυ­τρω­μέ­νη στὴν ἀγ­κα­λιά της κι ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει γο­ε­ρά. Τὸ ξαφ­νι­α­σμέ­νο κορ­μὶ τῆς Δέ­σποι­νας τραν­τά­χτη­κε συ­θέ­με­λα. Ἔ­μει­ναν ἔ­τσι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νες ὅ­σο χρει­ά­στη­κε γιὰ νὰ μα­λα­κώ­σουν οἱ ἁρ­μοὶ στὸ ὥ­ρι­μο σῶ­μα καὶ νὰ ἀ­νοί­ξουν τὰ βου­λω­μέ­να πε­ρά­σμα­τα· νὰ βρεῖ ἡ ρο­ὴ τοῦ αἵ­μα­τος τὰ σω­στὰ μο­νο­πά­τια, νὰ γί­νει τὸ μέ­σα ρεῦ­μα ἀ­να­πνο­ὴ καὶ ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξεις.

          — Μὴ φο­βᾶ­σαι εἶ­μαι δί­πλα σου, ψι­θύ­ρι­σε.

          — Κά­νε κά­τι Δέ­σποι­να, βο­ή­θη­σέ με αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ νὰ τὸ κρα­τή­σω, τὴν κοί­τα­ξε ἐ­πί­μο­να μὲ μά­τια ἕ­τοι­μα νὰ σπά­σουν· ἔ­πει­τα μὲ σκυμ­μέ­νο τὸ κε­φά­λι συ­νέ­χι­σε, καὶ θὰ ‘χου­με δυ­ὸ νὰ γι­ορ­τά­ζου­με τοῦ χρό­νου στὴ γι­ορ­τή σου.

 .Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἑλ­λη­νι­στί: ὁ γρί­φος, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀθήνα, 2013 (πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: ἐφ. Ἡ Αὐ­γή, 15 Αὐγούστου 2012).

Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου (Ἀθή­να, 1958). Σπού­δα­σε Ζω­γρα­φικὴ καὶ Σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀνω­τά­τη Σχολὴ Καλῶν Τε­χνῶν τῆς Ἀθή­νας. Πα­ράλ­λη­λα γρά­φει ποί­η­ση καὶ πε­ζο­γρα­φί­α. Πρῶτο της βι­βλί­ο: «Ὁ μύ­θος τοῦ ὁδοι­πό­ρου» (Ἀθή­να, ποί­η­ση, 1986), τε­λευ­ταῖο της βι­βλί­ο: «Ἑλλη­νι­στί: ὁ γρί­φος» (δι­η­γή­μα­τα, Γα­βρι­η­λί­δης, 2013).

.

Κρίστης Ἐλαῖος: Ἡ λεμονιά

.

Elaios,Christos-ILemonia-PanosKarnezis-Eikona-01

.

Κρίστης Ἐ­λαῖ­ος

 .

Ἡ λε­μο­νιά

 .

01-XiΥΠΝΗΣΑ τὸ με­ση­μέ­ρι μὲ τὰ ὄ­νει­ρα νὰ μὲ γυ­ρί­ζουν ὅ­λο τὸ βρά­δυ, ζα­λι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν κα­πνὸ ποὺ εἶ­χα ρου­φή­ξει ὣς ἀρ­γὰ τὸ πρω­ί. Ἄ­νοι­ξα τὰ πα­ρά­θυ­ρα νὰ μπεῖ ὁ φρέ­σκος ἀ­έ­ρας, ἔ­ρι­ξα δυ­ὸ κου­τα­λι­ὲς κα­φὲ μέ­σα στὴ κού­πα μου. Ἡ πό­λη ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ, ὅ­λα κα­νο­νι­κὰ καὶ συγ­χρο­νι­σμέ­να, τὰ μα­γα­ζιὰ μὲ τοὺς ἐμ­πό­ρους στὴν πόρ­τα νὰ ἀ­δη­μο­νοῦν, τὸν ζη­τιά­νο νὰ πει­νά­ει, τὴ λε­μο­νιὰ στὸν ὑ­παί­θριο νὰ εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ φρέ­σκα καὶ μυ­ρω­δά­τα λε­μό­νια. Αὐ­τὴ ἡ λε­μο­νιά, μοῦ ἔ­χει κά­νει φο­βε­ρὴ ἐν­τύ­πω­ση, μέ­σα στὸ τσι­μέν­το στέ­κει ἀ­γέ­ρω­χη καὶ πε­ρή­φα­νη γεν­νών­τας κά­τι καρ­ποὺς ποὺ ἀ­κό­μα καὶ ὁ πιὸ ἐ­πι­δέ­ξιος ἀ­γρό­της, θὰ τοὺς ζή­λευ­ε. Μὲ πῆ­ρες τη­λέ­φω­νο νὰ μὲ κα­λη­με­ρί­σεις, ὅ­πως πάν­τα. Σή­με­ρα δὲν εἶ­χα δι­ά­θε­ση νὰ βά­λω σὲ τά­ξη τί­πο­τα, οὔ­τε τὴ λάν­τζα στὸ νε­ρο­χύ­τη, οὔ­τε τὰ πε­τα­μέ­να ροῦ­χα. Τὸ κά­θε τὶ ποὺ βρί­σκε­ται μπρο­στά σου, θυ­μί­ζει κά­τι ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θόν, κά­τι ποὺ ἔ­ζη­σες καὶ ξαφ­νι­κὰ ζων­τα­νεύ­ει μέ­σα ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρα ἁ­πλὰ κα­θη­με­ρι­νὰ τί­πο­τα, οἱ εἰ­κό­νες, τὰ λό­για, ὅ­λα ἔ­χουν τὸν λό­γο τους. Παγ­κρά­τι ὥ­ρα 12:00. Ἔ­ρι­ξα μιὰ μα­τιὰ στὶς εἰ­δή­σεις, ἡ ἱ­στο­ρί­α ἀ­κό­μα δη­μι­ουρ­γεῖ, ἔ­στω κι ἂν πα­λεύ­ει γι’ ἄλ­λα ἀ­πὸ αὐ­τὰ ποὺ εἶ­χαν γρα­φτεῖ. Αὐ­τὸ πα­ρα­τή­ρη­σα ἐ­νο­χλοῦ­σε καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ, κα­νεὶς δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος ὅ­ταν δι­α­ψεύ­δε­ται… «Ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ ἔ­χεις πάν­τα δί­κιο σφρα­γί­δα ἑ­νὸς χυ­δαί­ου πνεύ­μα­τος» εἶ­χε γρά­ψει ὁ Κα­μύ, μᾶλ­λον ἐν­νο­οῦ­σε τὴν ἀ­νάγ­κη τοῦ σύγ­χρο­νου πνεύ­μα­τος γιὰ τὴν χυ­δαι­ό­τη­τά του· πε­ρί­ερ­γο, πὼς κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι πι­στο­ποί­η­σαν τὴ θε­ω­ρί­α τους μὲ τὴ ἴ­δια τους τὴ ζω­ή… Αὐ­το­κι­νη­τι­στι­κὸ δυ­στύ­χη­μα, «Τὸ πα­ρά­λο­γο πα­ρα­μο­νεύ­ει σὲ κά­θε στρο­φή» εἶ­χες πεῖ καὶ εἶ­χες δί­κιο, γιὰ αὐ­τὸ καὶ δὲν ἤ­σουν χυ­δαῖ­ο πνεῦ­μα. Στὴν Ἑλ­λά­δα τοῦ σή­με­ρα τώ­ρα, μιὰ χώ­ρα ποὺ ἔ­χει πέ­σει πά­νω της ὅ­λος ὁ κό­σμος, γύ­ρω της χο­ρεύ­ουν ἐ­πα­να­στά­σεις, ἐ­ξε­γέρ­σεις, με­τα­τρο­πές, οἰ­κο­νο­μι­κὰ προ­γράμ­μα­τα, σω­τῆ­ρες, καὶ Σω­τη­ρί­ες, ἄ­σπον­δοι φί­λοι, κι αὐ­τὴ κρα­τά­ει ἀ­κό­μα πα­ρα­τη­ρή­τρια τοῦ που­θε­νά, σὰν νὰ ψά­χνει νὰ βρεῖ τὸ δρό­μο της μέ­σα σὲ αὐ­τὴ τὴ δί­νη, εἶ­ναι πε­ρί­ερ­γο, μοῦ θυ­μί­ζει τὴ λε­μο­νιά μου, ἐ­γώ, μοῦ λέ­ει, θὰ φτιά­ξω τὰ λε­μό­νια μου γιὰ νά ‘χεις ἂν θὲς λί­γο ξι­νὸ χυ­μὸ νὰ πι­εῖς, νὰ δρο­σι­στεῖς μέ­σα στὴν κά­ψα τοῦ κα­λο­και­ριοῦ, ἐ­σὺ μπο­ρεῖς νὰ κά­νεις ὅ,τι θές, ἐ­γώ σοῦ προ­σφέ­ρω ἁ­πλὰ τοὺς καρ­πούς μου. Ἔ­κο­ψα ἕ­να λε­μό­νι καὶ τὸ ἔ­φε­ρα στὸ πρό­σω­πό μου, ἔ­κλει­σα τὰ μά­τια μου καὶ ἀ­φέ­θη­κα στὴν μυ­ρω­διά του, ἡ μυ­ρω­διὰ τοῦ λε­μο­νιοῦ ται­ριά­ζει μὲ τὸ κί­τρι­νο, «Οὐ­δὲν ἄ­τα­κτον τῶν φύ­σει». Ὁ κα­φές μου τε­λει­ώ­νει ἔ­χει μεί­νει μό­νο μιὰ γου­λιά, ἀ­νά­βω ἕ­να τσι­γά­ρο καὶ σκέ­φτο­μαι τὰ λό­για πού μοῦ εἶ­πες «ἀ­κό­μα καὶ μέ­σα σὲ αὐ­τὴ τὴ πα­ρα­κμὴ θὰ ὑ­πάρ­ξουν ἄν­θρω­ποι ποὺ θ’ ἀλ­λά­ξουν τὴν κα­τά­στα­ση» εἶ­σαι μιὰ με­τα­νά­στρια, μιὰ ξέ­νη, μιὰ λε­μο­νιά, μέ­σα στὸ γκρί­ζο τσι­μέν­το.                                  

       Με­γά­λο πράγ­μα ν’ ἀν­τέ­χεις, γλυ­κιά μου λε­μο­νιά!

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Κρίστης Ἐ­λαῖ­ος (Κέρκυρα, 1981). Ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ διαδίκτυο (ποιεῖν, poema, Τὸ παράθυρο, vakxikon).

 

Εἰκόνα: Λεμονιά (Τρίπτυχο ἔργο τοῦ Πάνου Καρνέζη).

.

Πέπε Μαέστρο (Pepe Maestro): Σκύλος

.

Maestro,Pepe-Skylos-Eikona-01

.

Πέ­πε Μα­έ­στρο (Pepe Maestro)

 .

Σκύλος

(Perro)

 .

Ο ΣΚΥΛΟΣ ΜΟΥ δὲν ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι σκύ­λος.    

       Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του εἶ­ναι σχε­δὸν ἀν­θρώ­πι­νη. Αὐ­τὸ ποὺ μὲ ἐ­νο­χλεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο εἶ­ναι ὅ­ταν μοῦ βά­ζει τὸ κο­λά­ρο γιὰ νὰ μὲ βγά­λει βόλ­τα.

       Πάν­τα τοῦ γαυ­γί­ζω.      

 .

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

.

Πη­γή: Mini71cuentos, Ἀν­θο­λο­γί­α ἰ­σπα­νό­φω­νου δι­η­γή­μα­τος, Δί­γλωσ­ση ἔκ­δο­ση, Ἐ­πι­λο­γὴ – Εἰ­σα­γω­γὴ – Με­τα­φρα­στικὴ ἐ­πι­μέ­λεια: Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, Ἀ­θή­να 2012.

 

Πέ­πε Μα­έ­στρο (Pepe Maestro) (Κά­διθ τῆς Ἱ­σπα­νί­ας, 1964). Ἠ­θο­ποι­ός, μα­ρι­ο­νε­τί­στας καὶ συγ­γρα­φέ­ας. Ἔ­χει γρά­ψει παι­δι­κὰ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ εἶ­ναι ἱ­δρυ­τὴς τῆς Compania de Titeres Cataplof, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρου­σιά­ζει θε­α­τρι­κὲς πα­ρα­στά­σεις μὲ μα­ρι­ο­νέ­τες. Tὸ «Perro» συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α 101 pulgas, Γου­α­δα­λα­χά­ρα, Palabras del Candil, 2011.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κά:

Ἐρ­γα­στή­ριο Με­τά­φρα­σης Μι­κρο­δι­η­γη­μά­των ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ὑ­πὸ τὴν ἐ­πί­βλε­ψη τοῦ Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου. Πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος» (Ἡ­με­ρο­μη­νί­α: 16-07-2013).

 .