.
.
Ἡρὼ Νικοπούλου
Δεκαπενταύγουστος
.
χ, ἡ πιατέλα! Εὔη, Εὔη πρόσεχε, τὸ τελευταῖο σκαλὶ εἶναι πιὸ χαμηλό.
Ἀκολούθησαν ἀπανωτοὶ κρότοι, γυαλικὰ ποὺ θρυψαλιάστηκαν, μαχαιροπήρουνα κροτάλισαν στιγμιαῖα στὶς πλάκες καρύστου τοῦ κήπου, μιὰ παρατεταμένη στριγγλιὰ καὶ ἀπ’ τὸ βάθος μιὰ μισοπνιγμένη χριστοπαναγία.
Ἡ Εὔη χάμω ἀνάσκελα στηριγμένη στοὺς ἀγκῶνες ξέμεινε νὰ κοιτᾶ τριγύρω της τὰ σκορπισμένα μεζεδάκια, λουκάνικα Φραγκφούρτης, Μετσοβίτικο καπνιστό, Μπλὲ τυρὶ ποὺ τὸ πλασάριζαν στοὺς καλεσμένους γιὰ ροκφόρ, ἀγγουράκια καὶ παστὲς σαρδέλλες. Τὸ φουστάνι της εἶχε μαζευτεῖ ψηλὰ στὰ πόδια καὶ ἀποκάλυπτε τὸ ροδακινὶ της ἐσώρουχο. Ὁ Λεωνίδας ἔτρεξε καὶ τὴ σήκωσε τρομοκρατημένος.
Εὐ-αγγελία σοῦ λέει…, τελικὰ δὲν ἀποδείχθηκε καὶ τόσο …εὐχάριστη ἀγγελία… Ἐγὼ ξέρω πὼς ἀπὸ τότε ποὺ μπῆκε στὸ σπίτι μας τὸν ἔχασα. Ὅλο μαζί της ἀσχολεῖται. Ὅσο ἦταν μὲ τὴ μάνα της εἴμασταν ἥσυχοι, ἀλλὰ βλέπεις δὲν προγραμματίζονται ὅλα. Ποῦ νὰ τὸ ΄ξερα πὼς θὰ τὴ φορτωνόμουνα καὶ μάλιστα στὴν πιὸ ἄχαρη ἡλικία, στὴν πιὸ ἀντιδραστική. Καὶ κείνος μὲς στὶς τύψεις νὰ τρέχει ἀπὸ πίσω της, νὰ τὴν μαζεύει μὴ καὶ τοῦ πηδηχτεῖ. Καὶ εἶναι καὶ θρησκευάμενοι· καὶ οἱ δυό. Νηστεία, μετάληψη καὶ ἀποχὴ ὁ μεγάλος. Νηστεία, μετάληψη καὶ καμιὰ ξεπέτα ἡ μικρή. Ποτὲ δὲν κατάλαβα πὼς τὰ ταχτοποιοῦν ἔτσι, ποὺ τὰ χωρᾶνε καὶ τὰ δυό. Νομίζω κάνουν σκόντο πότε στὸ ἕνα, πότε στὸ ἄλλο, μιὰ τὸ σῶμα, μιὰ ἡ ψυχή. Λοιπόν, αὐτὸ ποτὲ πρὶν δὲν τὸ ἀξιολόγησα. Κακῶς! Ὁ Λεωνίδας κοιμᾶται ὄρθιος τὸν ὕπνο τοῦ δικαίου, ἐγὼ ὅμως τὴν καταλαβαίνω ὅποτε γυρνάει ἀπὸ ραντεβουδάκι, πὼς λάμπει ὁλόκληρη. Κι ἄλλοτε πὼς μαραίνεται σὰν ἀπότιστο γιασεμί. Κλειστὸ κορίτσι ὅμως, στρείδι, λέξη δὲν χαρίζει. Ἐλπίζω νὰ μὴ χρειαστεῖ νὰ φτάσουμε στὰ ἄκρα.
Καὶ κάθε χρόνο στὴ γιορτή μου ἡ ἴδια ἱστορία, συγγενεῖς, τραπεζώματα, τὸ τεράστιο σόι τοῦ Λεωνίδα κι ὅλα στὴν πλάτη μου. Ποὺ νὰ μὴ γιόρταζα, ξινό μοῦ βγαίνει. Κι ἡ Εὔη τοποτηρητής, νὰ κόβει κίνηση, τί πάει στραβά, τί πάει λάθος. Εἶναι καὶ καλομαθημένη, δὲν κουνάει τὸ χεράκι της νὰ μὲ βοηθήσει λίγο. Ὁρίστε, μιὰ δουλειὰ εἶπε νὰ κάνει καὶ τὰ ‘κάνε μαντάρα. Νὰ μοῦ ‘λειπε. Ὅλα ἕτοιμα τὰ περιμένει, σὰν τὸν μπαμπάκα της. Ἔμπλεξα! Ἔμπλεξα ἄσχημα. Ἐγὼ ποὺ καυχιόμουνα γιὰ τὴν ἐλευθερία μου —κάνοντας τὰ ξινὰ γλυκὰ βέβαια—, ὅτι παιδιὰ σκυλιὰ δὲν ἔχω κι ὅπου θέλω πάω – μὲ τὸ Λεωνίδα πάντα, τώρα πού μᾶς κατσικώθηκε ἡ μικρὴ πριγκίπισα δὲν μποροῦμε νὰ κουνήσουμε ρούπι. Νὰ τὰ φροντιστήρια, ἄντε τὰ διαβάσματα, καθημερινὸ μαγείρεμα καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουν. Γιὰ τὸ σιδέρωμα δὲν θὰ μιλήσω…Εὐτυχῶς ποὺ τελειώνει φέτος νὰ μπεῖ σὲ καμιὰ σχολὴ νὰ ἠσυχάσουμε, ἂν προλάβει βέβαια γιατί ἔτσι ὅπως τὴν κόβω θὰ ‘χουμε ἄλλα.
Νὰ μὲ συμπαθοῦσε τουλάχιστον λιγουλάκι…Κι εἶναι κι ὄμορφο πανάθεμά το. Ὅταν γελάει —σπανίως— κάνει κάτι λακκάκια στὰ μάγουλα σὰν νερολιμνοῦλες. Ἀλλὰ δὲν μὲ χωνεύει, δυστυχῶς. Τί νὰ κάνουμε; Οὔτε κι ἐγώ… ἄλλωστε.
Ὁ ἀστράγαλος τῆς Εὔης κοκκίνισε καὶ πρήστηκε σχεδὸν ἀμέσως. Αὐτὸ τὸ πέσιμο ἦταν ὅτι καλύτερο μποροῦσε νὰ τῆς συμβεῖ γιὰ Δεκαπενταύγουστο. Οὕτως ἢ ἄλλως βαριόταν θανάσιμα τὶς οἰκογενειακὲς μαζώξεις, ὅπου τὰ σόγια ξιφουλκοῦσαν μὲ παραγεμισμένα στόματα ἀνάμεσα σὲ σουβλιστὰ ἀρνιὰ καὶ χοντοκομμένα ἀστεῖα, ὁπότε χάρισε στὴν ὁμήγυρη ἕνα πονεμένο πλὴν ἡρωικὸ χαμόγελο ὅλο λακκάκια καὶ ζήτησε νὰ τὴν ρυμουλκίσουν στὸν ἐπάνω ὄροφο. Ὁ Λεωνίδας τὴν ἀνέβασε στὸ δωμάτιό της, τῆς ἔδωσε ἕνα παρηγηρητικὸ φιλὶ καὶ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ ἐπιστρέψει σύντομα. Τὴν ἡσυχία τοῦ δωματίου διέκοπτε ἡ ἀργόσυρτη ὑπνωτισμένη κραυγὴ τῶν τζιτζικιῶν. Ἐκεῖ εἶχε ὅλο τὸ χρόνο νὰ προβληματιστεῖ γιὰ τὴν κατάστασή της. Μετὰ ἀπὸ ὤρα ἀναρωτήθηκε πὼς γίνεται μιὰ ἐπαναλαμβανόμενη κραυγὴ στὸ τέλος νὰ ἀκούγεται ὑπνωτικὴ κι ὑπνωτισμένη.
Ἤξερε πολὺ καλὰ πὼς ἡ Δέσποινα δὲν τὴν χώνευε, πόσο μᾶλλον τώρα ποὺ τῆς ἔσπασε καὶ τὴν καλὴ πιατέλα. Κι ἦταν κρίμα γιατί ἐκείνη ἀπ’ ὅταν ὀρφάνεψε χρειαζόταν ἐπειγόντως μάνα, ἀλλὰ δὲν βρῆκε ποτὲ τὸν τρόπο νὰ τῆς τὸ δείξει. Ἡ Εὔη ζύγισε προσεκτικὰ τὶς σκέψεις της κοιτώντας τὸ ταβάνι καὶ γιὰ πρώτη φορὰ συνειδητοποίησε πὼς δὲν ἦταν ἀκριβῶς ἔτσι τὰ πράγματα, δὲν τὴν χρειαζόταν ἐπειγόντως ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἀντιθέτως τὸν πρῶτο καιρὸ τῆς γύριζαν τ’ ἄντερα ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ ζήσει μαζί τους· αἰσθανόταν πὼς τὴν ξεγέλασαν μὲ διπλὴ προδοσία πρῶτα ὁ θάνατος τῆς μάνας της, κι ἔπειτα ἡ ξένη γυναίκα πλάι στὸν πατέρα της ποὺ ἀντάριαζε νὰ τὴ βλέπει. Ἀλλὰ ὅταν τῆς καταλάγιασε ὁ θυμὸς —πράγμα ποὺ τῆς πήρε πάνω ἀπὸ τρία χρόνια, ὅλο τὸ γυμνάσιο καὶ κάτι ἀπὸ τὴν πρώτη λυκείου, ἐκεῖ πάντως ὅταν ἦταν πιὰ ἕτοιμη νὰ ξεσπάσει καὶ νὰ ἀφεθεῖ στὸ θρῆνο, τότε αἰσθάνθηκε πὼς τὴν χρειαζόταν. Ἀλλὰ ποτὲ δὲν τόλμησε νὰ ἐκφράσει τὴν ἀνάγκη της, ἄλλωστε ἦταν σίγουρη πὼς θὰ ‘τρωγε πόρτα, τὸ ‘βλεπε στὰ μάτια της, στὶς κινήσεις της ὅταν τὴν παρακολουθοῦσε μήπως κατορθώσει καὶ βρεῖ ρωγμὴ στὰ συναισθήματά της, μιὰ μικρὴ σχισμούλα γιὰ νὰ κουρνιάσει. Ὅμως ἡ Δέσποινα ἦταν πολὺ σκληρὴ μαζί της κι ὅλο μοῦτρα στὸν πατέρα της. Ἡ Εὔη ἀνατρίχιασε σύγκορμη στὴ σκέψη του. Οὔτε ποὺ μπορούσε νὰ διανοηθεῖ νὰ τοῦ πεῖ τί τῆς συνέβαινε. Ἡ σκέψη της τὴ μιὰ στιγμὴ γινόταν διαυγής καὶ τὴν ἀμέσως ἑπόμενη θόλωνε κι ἔψαχνε γιὰ δικαιολογίες. Γι’ αὐτὸ κι αὐτὴ τὸ ΄ριξε στοὺς ἔρωτες…
Οἱ φωνὲς ἀνέβαιναν ἀπὸ τὸν πίσω κῆπο μπουκωμένες ἀπ’ τὴ ζέστη, σὰ χαλασμένα μπάσα φωνητικὰ παλιᾶς ἑλληνικῆς ταινίας. Ἀνάμεσα κυματιστὰ γελάκια, σόκιν μισοπνιγμένα στὰ κρασιὰ καὶ στὰ τσίπουρα. Τῆς ἦρθε ἀναγούλα. Κι αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν κατόρθωσε νὰ κρατηθεῖ, δὲν πρόλαβε κὰν νὰ γυρίσει στὸ πλάι, ἔκανε ἐμετὸ ἀνάσκελα.
Ἡ Δέσποινα ἀνεβοκατέβαινε διαρκῶς τὶς σκάλες κουβαλώντας διάφορα, τώρα σειρὰ εἶχαν τὰ φροῦτα καὶ τὰ γλυκά. Ἡ Εὔη ἄκουγε τὰ βήματά της ποὺ προσπερνοῦσαν ἀδιάφορα μπροστὰ ἀπ’ τὸ δωμάτιό της καὶ δαγκωνόταν. Εἶχε δηλώσει βέβαια πὼς δὲν θὰ ἔτρωγε, καὶ ὅταν τῆς ἔδωσαν παυσίπονο ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ κοιμόταν μέχρι νὰ μπορέσουν νὰ βροῦν γιατρό. Ὡστόσο ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα ὁ ἀστράγαλός της πονοῦσε καὶ στὴν παραμικρὴ κίνηση. Τὴν πῆρε τὸ παράπονο. Προσπάθησε μὲ κάτι χαρτομάντηλα νὰ μαζέψει ὅσο μποροῦσε τὰ δύσοσμα ὑγρά τοῦ στομάχου της. Τὸ δωμάτιο βρωμοκοποῦσε ξινίλα, τῆς ἦρθε δεύτερη ἀναγούλα, αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ τὴν γλίτωνε, θὰ τὴν ἔπαιρναν εἴδηση καὶ μὲ τὸ πόδι τούμπανο μᾶλλον δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κινηθεῖ γιὰ μέρες κι ἑπομένως θὰ ἦταν ἀδύνατο νὰ διευθετήσει τὸ ζήτημά της μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἤξερε μόνη της. Ἦταν ἐγκλωβισμένη καὶ κουρασμένη. Ὅλα μέσα της κουβάρι, σκηνές, λέξεις, ἀποφάσεις, συναισθήματα.
Ξύπνησε ἀπὸ τὰ ἑορταστικὰ ἀποχαιρετιστήρια κορναρίσματα. Τὰ σόγια ἀποχωροῦσαν μετὰ βαΐων κι ὅλη ἡ γειτονιὰ κουδούνιζε συνθηματικά. Ἀποφάσισε νὰ πάει στὴν τουαλέτα κουτσαίνοντας. Στὸ διάδρομο διασταυρώθηκε μὲ τὸν πατέρα της ποὺ ὅμως ἦταν πολὺ πιωμένος γιὰ νὰ τὴν βοηθήσει. Ξανακλείστηκε στὸ δωμάτιό της κι ἀφουγκραζόταν τοὺς ἤχους τοῦ σπιτιοῦ. Σύντομα ἐντόπισε τὸ βαρὺ ροχαλητὸ τοῦ Λεωνίδα. Τὰ πηγαινέλα τῆς Δέποινας συνεχίστηκαν μέχρι λίγο πρὶν τὰ μεσάνυχτα. Ὅλα μόνη της τὰ κάνει πάλι, σκέφτηκε ἡ Εὔη καὶ σὰν νὰ τὴν συμπόνεσε. Τὴν ἄκουσε νὰ μαζεύει τὶς πλιὰν καρέκλες καὶ τὰ τραπέζια τοῦ κήπου, νὰ βάζει ἀπανωτὰ πλυντήρια γιὰ τὰ πιάτα, νὰ πλένει ταψιὰ καὶ κατσαρόλες, νὰ κρύβει κοψίδια καὶ γλυκὰ γιὰ τὴν ἑπομένη καὶ νὰ φιλεύει μὲ τὰ ὑπολείμματα τὰ ὀρφανά τοῦ κήπου. Εἶχε ψώνιο μὲ τὶς γάτες. Ἦταν τὰ μωρά της. Ἕνα ζεστὸ ρεῦμα τρέμισε βαθειά της.
Ἡ Δέσποινα ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ δωματίου ἁπαλά. Πλησίασε τὸ κρεβάτι τῆς Εὔης νυχοπατώντας. Ἡ φιγούρα της ἔχοντας πίσω τὸ φῶς τοῦ διαδρόμου φέγγισε ψηλόλιγνη. Τῆς μπούκωσε τὴν μύτη ἡ μπαγιάτικη ὀσμὴ τοῦ ἐμετοῦ. Προσπάθησε νὰ διακρίνει στὸ μισοσκόταδο τὸ χτυπημένο πόδι. Σκέπασε ἐλαφρὰ μὲ τὸ σεντόνι τὸ ἱδρωμένο σώμα τοῦ κοριτσιοῦ.
— Θέλεις νὰ κάτσεις γιὰ λίγο; Ἡ φωνὴ τῆς Εὔης μόλις ποὺ ἀκούστηκε.
— Ἄ, ξύπνια εἶσαι; Πονᾶς; ψιθύρισε ἡ Δέσποινα.
— Ἀρκετά…
Ἡ Δέσποινα τῆς ἔσφιξε μαλακὰ τὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ.
— Αὔριο, θὰ ΄ρθεῖ γιατρός, δὲν θὰ ΄ναι τίποτα, θὰ δεῖς θὰ περάσει μὲ λίγες μέρες ἀκινησία.
— Λίγες μέρες…εἶναι πολλές.
— Ἔκανες πάλι ἐμετό;
Τὸ κορίτσι ξεροκατάπιε καὶ δὲν μίλησε.
— Πρέπει νὰ μάθεις νὰ κάνεις ὑπομονή, δὲν μᾶς ἔρχονται ὅλα ρόδινα.
— Ὅσο γι’ αὐτό…τὸ ἐμπέδωσα νωρίς.
— Ναὶ ξέρω…
Τῆς ξανάσφιξε τὸ χέρι ποὺ τώρα ἦταν μούσκεμα καὶ συνέχισε,
— …κι ἐγὼ δὲν ἤμουν ἴσως ὅ,τι χρειαζόσουν, ὅ,τι περίμενες…
Ἔμειναν γιὰ λίγο σιωπηλές, ἔπειτα ἡ Δέσποινα πρόσθεσε,
— …ἂν καὶ θὰ τὸ ΄θελα.
— Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά, εἶπε τρέμοντας ἡ Εὔη κι ἀνασηκώθηκε ἐλαφρά.
Ἡ Δέσποινα ἔνιωσε νὰ ἀναδύεται ἕνα καυτὸ κύμα ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ κοριτσιοῦ καὶ ἵδρωσε ἀπότομα. «Μᾶλλον σήκωσε πυρετό» σκέφτηκε, κι ἄπλωσε τὸ χέρι πρὸς τὸ μέτωπο τῆς Εὔης γιὰ νὰ τὴν θερμομετρήσει, ἡ κοπέλα παρερμηνεύοντας τὴν κίνηση χύθηκε λυτρωμένη στὴν ἀγκαλιά της κι ἄρχισε νὰ κλαίει γοερά. Τὸ ξαφνιασμένο κορμὶ τῆς Δέσποινας τραντάχτηκε συθέμελα. Ἔμειναν ἔτσι ἀγκαλιασμένες ὅσο χρειάστηκε γιὰ νὰ μαλακώσουν οἱ ἁρμοὶ στὸ ὥριμο σῶμα καὶ νὰ ἀνοίξουν τὰ βουλωμένα περάσματα· νὰ βρεῖ ἡ ροὴ τοῦ αἵματος τὰ σωστὰ μονοπάτια, νὰ γίνει τὸ μέσα ρεῦμα ἀναπνοὴ καὶ ν’ ἀρθρώσει λέξεις.
— Μὴ φοβᾶσαι εἶμαι δίπλα σου, ψιθύρισε.
— Κάνε κάτι Δέσποινα, βοήθησέ με αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ τὸ κρατήσω, τὴν κοίταξε ἐπίμονα μὲ μάτια ἕτοιμα νὰ σπάσουν· ἔπειτα μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι συνέχισε, καὶ θὰ ‘χουμε δυὸ νὰ γιορτάζουμε τοῦ χρόνου στὴ γιορτή σου.
.
.
Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἑλληνιστί: ὁ γρίφος, ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθήνα, 2013 (πρώτη δημοσίευση: ἐφ. Ἡ Αὐγή, 15 Αὐγούστου 2012).
Ἡρὼ Νικοπούλου (Ἀθήνα, 1958). Σπούδασε Ζωγραφικὴ καὶ Σκηνογραφία στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Ἀθήνας. Παράλληλα γράφει ποίηση καὶ πεζογραφία. Πρῶτο της βιβλίο: «Ὁ μύθος τοῦ ὁδοιπόρου» (Ἀθήνα, ποίηση, 1986), τελευταῖο της βιβλίο: «Ἑλληνιστί: ὁ γρίφος» (διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2013).
.
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ερωτας,Ελληνικά,Ηλικίες,Καθημερινά,Κοινωνικοί κώδικες,Νικοπούλου Ηρώ,Νοσήματα,Οικογένεια,Περιγραφή,Σώμα,Χαρακτήρες,Ψυχή,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Ηρώ Νικοπούλου,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Ἡρὼ Νικοπούλου: Δεκαπενταύγουστος ἔχουν κλείσει