Κλαίτη Σωτηριάδου: Κλάρα Λούς

 

 

Κλαίτη Σωτηριάδου

 

Κλάρα Λούς

 

ΗΝ ΦΩΝΑΖΕΙ χα­ϊ­δευ­τι­κὰ Κλά­ρα Λούς, ποὺ ση­μαί­νει δι­ά­φα­νο φῶς, ἢ δι­ά­φα­νη φω­τει­νή. Εἶ­ναι Ἀ­με­ρι­κά­να, κομ­ψή, μον­τέρ­να, μὲ …καμ­πύ­λες. Καὶ αὐ­τός, ὁ ἄν­τρας μου, εἶ­ναι ἐ­ρα­στής της. Δὲν πά­ει που­θε­νὰ χω­ρὶς τὴν Κλά­ρα Λούς. Δη­λα­δή, γιὰ νὰ εἶ­μαι δί­και­η, ἡ Κλά­ρα Λοὺς μέ­νει σπί­τι τὰ βρά­δια, ὅ­ταν πη­γαί­νου­με σὲ φί­λους ἢ σὲ κα­νέ­να σι­νε­μά. Ὅ­μως, ὅ­ταν δι­α­βά­ζει, τὴν κα­θί­ζει πλά­ι του, ἔ­τσι γιὰ συν­τρο­φιὰ καὶ γυρ­νά­ει καὶ τὴν χα­ϊ­δεύ­ει πό­τε-πό­τε, θαυ­μα­στι­κὰ καὶ μπο­ρεῖ νὰ λέ­ει ἀ­πὸ μέ­σα του «εἶ­ναι κού­κλα», ἢ «εἶ­ναι δι­κιά μου».

       Κά­πο­τε ἔ­τυ­χε ν’ ἀρ­χί­σει νὰ δι­η­γεῖ­ται μπρο­στά μου πο­λὺ ἀ­θώ­α τὸ τί ὡ­ραῖ­α ποὺ εἶ­χε πε­ρά­σει μὲ τὴν Κλά­ρα Λοὺς σὲ κά­ποι­α ἐκ­δρο­μή, οἱ δυ­ό τους μὲς στὴν ἤ­ρε­μη φύ­ση, σὲ ἀ­πά­τη­τα μέ­ρη, στὰ λι­βά­δια τῆς πα­τρί­δας του. Καὶ μπο­ρεῖ­τε βέ­βαι­α νὰ μὲ φαν­τα­στεῖ­τε, κι ἐ­μέ­να καὶ τὰ νεῦ­ρα μου, για­τὶ δὲν πρό­κει­ται ἁ­πλὰ γιὰ μιὰν ἀν­τί­ζη­λο, εἶ­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἕ­νας ψυ­χο­λο­γι­κὸς πό­λε­μος ἐκ τῶν ἔ­σω.

       Τὸ νό­στι­μο ὅ­λης αὐ­τῆς τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι πὼς ὅ­λοι στὸ γρα­φεῖ­ο του γνώ­ρι­ζαν τὴν ὕ­παρ­ξη τῆς Κλά­ρα Λούς, ὅ­λοι ἐ­κτὸς ἀ­πὸ μέ­να. Ἐ­γὼ βρι­σκό­μουν στὸ σπί­τι, ἀ­φο­σι­ω­μέ­νη στὰ παι­διά, στὴν οἰ­κο­γέ­νεια κι ἐ­κεῖ­νος στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ κό­σμου μὲ τὴν Κλά­ρα Λούς. Ὄ­χι, αὐ­τὸ πά­ει πο­λύ!

       Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νο ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ μὲ σκο­τώ­νει εἶ­ναι ποὺ ὅ­λη τὴν ὥ­ρα τὴν πα­σπα­τεύ­ει. Δὲν ἐ­νο­χλεῖ­ται κα­θό­λου, ἂν βρί­σκο­μαι ἐ­κεῖ μπρο­στὰ ἢ ὄ­χι. Τὴν παίρ­νει στὰ γό­να­τά του καὶ τὸ μό­νο ποὺ μοῦ ἀ­πο­μέ­νει, ἂν θέ­λω νὰ πε­ρι­σώ­σω τὴν συ­ζυ­γι­κή μου ἠ­ρε­μί­α, εἶ­ναι νὰ τὰ μα­ζέ­ψω καὶ νὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο. Ἄλ­λες φο­ρὲς μι­λᾶ­με καὶ κα­θὼς τὴν ἔ­χει δί­πλα του ἁ­πλώ­νει τὸ χέ­ρι του καὶ τὴν πιά­νει ὅ­σο μοῦ μι­λά­ει, τὰ χά­δια ποὺ προ­ο­ρί­ζον­ται γιὰ μέ­να πᾶ­νε σ’ ἐ­κεί­νη, αὐ­τὸ μὲ τρε­λαί­νει.

       Πρὸς τὸ πα­ρὸν κά­νω ὑ­πο­μο­νή, ὄ­χι μό­νο για­τί τὸν ἀ­γα­πά­ω, ἀλ­λὰ καὶ για­τὶ πι­στεύ­ω πὼς κα­τὰ βά­θος εἶ­ναι κά­τι τὸ πε­ρα­στι­κὸ ἀ­πὸ τὴ ζω­ή του.

       Ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν τὴν φέρ­νει στὸ κρε­βά­τι μας, αὐ­τὸ πά­ει πο­λύ, θὰ πεῖ­τε, ναί, καὶ στὸ κρε­βά­τι μας, ξέ­ρω πὼς τε­λι­κὰ εἶ­ναι κά­τι τὸ πλα­τω­νι­κὸ με­τα­ξύ τους, ἔν­το­νο, ἴ­σως αἰ­σθη­σια­κό, ἀλ­λὰ ἀ­νο­λο­κλή­ρω­το. Για­τί ἐ­κεί­νη τὸ παί­ζει ψυ­χρὴ κι ἀ­νέκ­φρα­στη. Τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νὰ τῆς κά­νει ὅ,τι θέ­λει καὶ δὲν ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς μοῦ ἔρ­χε­ται νὰ τοῦ πῶ: πρέ­πει νὰ δι­α­λέ­ξεις, ἢ τὴν Κλά­ρα Λοὺς ἢ ἐ­μέ­να. Ὕ­στε­ρα σκέ­φτο­μαι πιὸ λο­γι­κά: εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ δι­α­λύ­σω τὸν γά­μο μου γιὰ μιὰ φω­το­γρα­φι­κὴ μη­χα­νή;

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Κλαί­τη Σω­τη­ριά­δου (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α μὲ με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Λο­γο­τε­χνι­κὴ Με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει σχε­δὸν ὅ­λο τὸ ἔρ­γο τοῦ Γκαμ­πρι­ὲλ Γκαρ­σί­α Μάρ­κες, Κάρ­λος Φου­έν­τες, Μά­ριο Βάρ­γκας Λι­ό­σα, Ἰ­ζαμ­πὲλ Ἀ­λιέν­τε κι ἄλ­λους Ἱ­σπα­νό­φω­νους συγ­γρα­φεῖς κα­θὼς καὶ τὴν Σύλ­βια Πλὰθ καὶ πολ­λοὺς ἀγ­γλό­φω­νους ποι­η­τές. Εἶ­ναι μέ­λος τοῦ Δ.Σ. τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων καὶ τοῦ ΕΚΕΒΙ. Πρό­σφα­τα ἐκ­δό­θη­καν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Κέ­δρος τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της Μπον­ζά­ι (2010) καὶ ἡ ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἀν­τί­δω­ρα (2011).

 

Γκὺ Ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant): Ὄνειρα

 

 

Γκὺ Ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant)

 

Ὄνειρα

(Rêves)

 

ΤΑΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΕΙΠΝΟ μὲ φί­λους, πα­λιοὺς φί­λους. Ἦ­ταν πέν­τε: ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας, ἕ­νας για­τρὸς καὶ τρεῖς ἀ­νύ­παν­δροι, ἀ­νε­πάγ­γελ­τοι πλού­σιοι ἄν­δρες.

       Εἴ­χα­με μι­λή­σει πε­ρὶ παν­τὸς ἐ­πι­στη­τοῦ καὶ βρι­σκό­μα­σταν σὲ μιὰ κα­τά­στα­ση νω­χέ­λειας, ἐ­κεί­νη ἡ νω­χέ­λεια ποὺ προ­η­γεῖ­ται τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης με­τὰ τὸ γεῦ­μα. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς συν­δαι­τη­μό­νες ποὺ κοί­τα­ζε σι­ω­πη­λὸς ἐ­πὶ πέν­τε λε­πτὰ τὴ θο­ρυ­βώ­δη, κε­λα­ρυ­στὴ καὶ στο­λι­σμέ­νη μὲ τὰ μπὲκ γκα­ζιοῦ λε­ω­φό­ρο, λέ­ει ξαφ­νι­κά:

       «Ὅ­ταν δὲν ἀ­σχο­λεῖ­ται κα­νεὶς μὲ τί­πο­τε ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ ἕ­ως τὸ βρά­δυ, οἱ μέ­ρες εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τες.»

       «Καὶ οἱ νύ­χτες ἐ­πί­σης» πρό­σθε­σε κά­ποι­ος ποὺ κα­θό­ταν δί­πλα του. «Δὲν κοι­μᾶ­μαι κα­θό­λου, οἱ ἀ­πο­λαύ­σεις μὲ κου­ρά­ζουν, οἱ συ­ζη­τή­σεις εἶ­ναι πάν­τα οἱ ἴ­δι­ες· πο­τὲ δὲν σκον­τά­φτω πά­νω σὲ μιὰ νέ­α ἰ­δέ­α καὶ πρὶν ξε­κι­νή­σω μιὰ συ­ζή­τη­ση μὲ κά­ποι­ον, αἰ­σθά­νο­μαι μιὰ σφο­δρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ μὴ λέω, οὔ­τε ν’ ἀ­κού­ω τί­πο­τε. Δὲν ξέ­ρω τί νὰ κά­νω τὰ βρά­δια μου.»

       Καὶ ὁ τρί­τος ἄ­ερ­γος ἀ­να­φώ­νη­σε:

       «Θὰ πλή­ρω­να ὅ­σο-ὅ­σο γιὰ νὰ περ­νῶ κα­θη­με­ρι­νά, του­λά­χι­στον δύο ὧ­ρες εὐ­χά­ρι­στες.»

       Τὴ στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη πλη­σί­α­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας ὁ ὁ­ποῖ­ος μό­λις εἶ­χε ἀ­πο­θέ­σει στὸ μπρά­τσο του τὸ ἐ­πα­νω­φό­ρι του.

       «Ἐ­κεῖ­νος», εἶ­πε, «ποὺ θὰ ἀ­να­κά­λυ­πτε ἕ­να και­νούρ­γιο βί­τσιο καὶ θὰ τὸ πρό­σφε­ρε στοὺς ὁ­μοί­ους του ὥ­στε νὰ συν­το­μέ­ψει κα­τὰ τὸ ἥ­μι­συ τὴ ζω­ή τους, θὰ πρό­σφε­ρε με­γα­λύ­τε­ρη ὑ­πη­ρε­σία στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον ποὺ θὰ ἔ­βρι­σκε ἕ­ναν νέ­ο τρό­πο γιὰ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴν αἰ­ώ­νια ὑ­γεί­α καὶ νε­ό­τη­τα».

       Ὁ για­τρὸς ξέ­σπα­σε σὲ γέ­λια· καὶ μα­σών­τας τὸ ποῦ­ρο του εἶ­πε:

       «Ναί, ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει κα­νεὶς ἔ­τσι ἁ­πλά. Πα­ρ’ ὅ­λες τὶς ἐ­πι­στα­μέ­νες ἔ­ρευ­νες καὶ με­λέ­τες σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ὕ­λη ἀ­πὸ συ­στά­σε­ως κό­σμου. Οἱ πρῶ­τοι ἄν­θρω­ποι ἔ­φτα­σαν ξαφ­νι­κὰ στὴν τε­λει­ό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους. Ἐ­μεῖς, μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας μπο­ροῦ­με νὰ συγ­κρι­θοῦ­με μα­ζί τους.»

       Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τρεῖς ἄ­ερ­γους μουρ­μού­ρι­σε:

       «Κρί­μα.»

       Κι ἕ­να λε­πτὸ με­τὰ πρό­σθε­σε:

       «Ἂν μπο­ροῦ­με του­λά­χι­στον νὰ κοι­μό­μα­στε, νὰ κοι­μό­μα­στε κα­λὰ χω­ρὶς νὰ αἰ­σθα­νό­μα­στε οὔ­τε κρύ­ο, οὔ­τε ζέ­στη, νὰ κοι­μό­μα­στε ἐ­ξα­φα­νί­ζον­τας τὴ με­γά­λη κό­πω­ση ποὺ νι­ώ­θου­με τὰ βρά­δια, νὰ κοι­μό­μα­στε δί­χως νὰ βλέ­που­με ὄ­νει­ρα.»

       «Για­τί δί­χως ὄ­νει­ρα;» ρώ­τη­σε ὁ γεί­το­νάς του.

       Ὁ ἄλ­λος συ­νέ­χι­σε:

       «Για­τὶ τὰ ὄ­νει­ρα δὲν εἶ­ναι πάν­τα εὐ­χά­ρι­στα, εἶ­ναι πάν­τα πα­ρά­ξε­να, ἀ­πί­θα­να, ἀ­συ­νάρ­τη­τα, κι ἐ­πει­δὴ κοι­μό­μα­στε, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὰ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως θὰ θέ­λα­με. Πρέ­πει νὰ ὀ­νει­ρευ­ό­μα­στε ξύ­πνιοι.»

       «Καὶ ποι­ός σᾶς ἐμ­πο­δί­ζει»; ρώ­τη­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας.

       Ὁ για­τρὸς πέ­τα­ξε τὸ ποῦ­ρο του.

       «Ἀ­γα­πη­τέ μου, γιὰ νὰ ὀ­νει­ρευ­τεῖς, χρει­ά­ζε­ται με­γά­λη δύ­να­μη καὶ πο­λὺ δου­λειὰ ὥ­στε νὰ ἔ­χεις τὴν ἀ­ναγ­καί­α θέ­λη­ση, καὶ συ­νε­πῶς ἡ κό­πω­ση ποὺ θὰ προ­κύ­ψει ἀ­πὸ ὅ­λη τὴν προ­σπά­θεια, θὰ εἶ­ναι με­γά­λη.

       »Ὅ­μως, τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νει­ρο, ἐ­κεῖ­νος ὁ πε­ρί­πα­τος τῆς σκέ­ψης μας μέ­σα ἀ­πὸ γο­η­τευ­τι­κὰ ὁ­ρά­μα­τα, εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λα, ὅ,τι πιὸ ἀ­πο­λαυ­στι­κὸ ὑ­πάρ­χει στὸν κό­σμο· ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἔρ­θει μὲ φυ­σι­κὸ τρό­πο, νὰ μὴν τὸ προ­κα­λοῦ­με ἐ­μεῖς βε­βι­α­σμέ­να καὶ νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­πό­λυ­τη σω­μα­τι­κὴ εὐ­ε­ξί­α. Τὸ ὄ­νει­ρο αὐ­τὸ μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ προ­σφέ­ρω, ὑ­πὸ τὸν ὅρο ὅ­τι θὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ­τε πὼς δὲν θὰ κά­νε­τε κα­τά­χρη­ση.»

       Ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἀ­να­σή­κω­σε τοὺς ὤ­μους:

       «Ἄ, ξέ­ρω, τὸ χα­σίς, τὸ ὄ­πιο, ἡ πρά­σι­νη μαρ­με­λά­δα, οἱ τε­χνη­τοὶ πα­ρά­δει­σοι. Δι­ά­βα­σα τὸν Μπων­τλαίρ· καὶ μά­λι­στα δο­κί­μα­σα τὸ πε­ρί­φη­μο ναρ­κω­τι­κὸ ποὺ μὲ ἔ­ρι­ξε βα­ριὰ ἄρ­ρω­στο.»

       Ὁ για­τρὸς κά­θι­σε.

       «Ὄ­χι, αἰ­θέ­ρα, μό­νον αἰ­θέ­ρα, τί­πο­τε ἄλ­λο, καὶ θὰ πρό­σθε­τα ὅ­τι ἐ­σεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι τῶν γραμ­μά­των, θὰ ἔ­πρε­πε ποῦ καὶ ποῦ νὰ κά­νε­τε χρή­ση.»

       Οἱ τρεῖς πλού­σιοι ἄν­δρες πλη­σί­α­σαν. Ὁ ἕ­νας ρώ­τη­σε:

       «Ἐ­ξή­γη­σέ μας λοι­πὸν τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἀ­πὸ τὴ χρή­ση του.»

       Ὁ για­τρὸς ἀ­πάν­τη­σε:

       «Ἂς ἀ­φή­σου­με κα­τὰ μέ­ρος τὰ με­γά­λα λό­για, ἐν­τά­ξει; Δὲν μι­λῶ μὲ ὅ­ρους ἰ­α­τρι­κῆς, οὔ­τε ἠ­θι­κῆς· μι­λῶ γιὰ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση. Κα­θη­με­ρι­νὰ ἐ­πι­δί­δε­στε σὲ ὑ­περ­βο­λὲς ποὺ ρο­κα­νί­ζουν τὴ ζω­ή σας. Θέ­λω νὰ σᾶς ὑ­πο­δεί­ξω μιὰ νέ­α ἐμ­πει­ρί­α τὴν ὁ­ποί­αν μό­νο οἱ εὐ­φυ­εῖς ἄν­θρω­ποι μπο­ροῦν νὰ βι­ώ­σουν, θὰ ἔ­λε­γα μά­λι­στα: οἱ πο­λὺ εὐ­φυ­εῖς, για­τί εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νη ὅ­πως καὶ κά­θε τὶ ποὺ προ­κα­λεῖ ὑ­περ­δι­έ­γερ­ση τῶν ἐ­σω­τε­ρι­κῶν ὀρ­γά­νων μας, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κή. Θὰ πρό­σθε­τα δὲ ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται μιὰ κά­ποι­α προ­ε­τοι­μα­σί­α, δη­λα­δὴ θὰ πρέ­πει νὰ μᾶς γί­νει συ­νή­θεια προ­κει­μέ­νου νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με ἀ­πό­λυ­τα τὰ μο­να­δι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ αἰ­θέ­ρα.

       »Τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του δι­α­φέ­ρουν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τοῦ χα­σίς, τοῦ ὀ­πί­ου ἢ τῆς μορ­φί­νης καὶ στα­μα­τοῦν ἀ­μέ­σως μό­λις δι­α­κό­πτε­ται ἡ εἰ­σπνο­ή του, ἐ­νῶ τὰ ἄλ­λα ποὺ πα­ρά­γουν ὀ­νει­ρι­κὲς κα­τα­στά­σεις, συ­νε­χί­ζουν τὴ δρά­ση τους ἐ­πὶ πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­κό­μα.

       »Τώ­ρα θὰ προ­σπα­θή­σω νὰ ἀ­να­λύ­σω ὅ­σο γί­νε­ται μὲ με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια αὐ­τὸ ποὺ αἰ­σθά­νε­ται κα­νείς. Ἀλ­λὰ τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λα, εἶ­ναι πο­λὺ εὔ­θραυ­στες, σχε­δὸν ἀ­σύλ­λη­πτες αὐ­τὲς οἱ αἰ­σθή­σεις.

       »Εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ χρη­σι­μο­ποι­ῶ αὐ­τὸ τὸ φάρ­μα­κο, ὅ­ταν εἶ­χα προ­σβλη­θεῖ ἀ­πὸ πο­λὺ δυ­να­τὲς νευ­ραλ­γί­ες, ἀλ­λὰ ἔ­κτο­τε μᾶλ­λον ἔ­κα­να μιὰ κά­ποι­α κα­τά­χρη­ση.

       »Ὑ­πέ­φε­ρα ἀ­πὸ πο­λὺ δυ­να­τοὺς πο­νο­κε­φά­λους καὶ πο­νό­λαι­μους, κα­θὼς καὶ ἀ­πὸ μιὰ ἀ­φό­ρη­τη θερ­μό­τη­τα στὸ δέρ­μα μου, ἕ­ναν ἀ­νη­συ­χη­τι­κὸ πυ­ρε­τό. Πῆ­ρα ἕ­να με­γά­λο φι­α­λί­διο αἰ­θέ­ρα καὶ ἀ­φοῦ ξά­πλω­σα, εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ τὸν εἰ­σπνέ­ω σι­γὰ-σι­γά. Σὲ λί­γα λε­πτά, εἶ­χα τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἄ­κου­γα θο­λὰ ἕ­να μουρ­μου­ρη­τὸ ποὺ πο­λὺ γρή­γο­ρα ἔ­γι­νε ἕ­να εἶ­δος βου­η­τοῦ, καὶ ὅ­τι ὅ­λο τὸ μέ­σα μου γι­νό­ταν ἐ­λα­φρύ, ἐ­λα­φρὺ σὰν ἀ­έ­ρας ποὺ ἐ­ξα­τμι­ζό­ταν.

       »Με­τά, αἰ­σθα­νό­μουν ἕ­να εἶ­δος ψυ­χι­κοῦ λή­θαρ­γου, μιᾶς ὑ­πνω­τι­κῆς εὐ­ε­ξί­ας πα­ρὰ τοὺς πό­νους ποὺ ἐ­πέ­με­ναν, ἀλ­λὰ ποὺ εἶ­χαν πά­ψει πλέ­ον νὰ εἶ­ναι ἀ­φό­ρη­τοι. Ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους τοὺς πό­νους ποὺ δέ­χε­ται κα­νεὶς νὰ τοὺς ὑ­πο­μέ­νει καὶ ὄ­χι πιὰ ἐ­κεῖ­νος ὁ φρι­κτὸς σπα­ραγ­μὸς ἐ­νάν­τια στὸν ὁ­ποῖ­ον δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται τὸ βα­σα­νι­σμέ­νο κορ­μί μας.

       »Ἀ­μέ­σως, ἡ πα­ρά­ξε­νη καὶ γο­η­τευ­τι­κὴ αἴ­σθη­ση κε­νοῦ ποὺ εἶ­χα στὸ στῆ­θος μου, ἐ­πε­κτά­θη­κε καὶ στὰ ὑ­πό­λοι­πα μέ­λη μου, ποὺ ἔ­γι­ναν κι αὐ­τὰ μὲ τὴ σει­ρά τους πο­λὺ ἐ­λα­φριά, ἐ­λα­φριὰ σὰν νὰ εἶ­χαν συγ­χω­νευ­θεῖ ἡ σάρ­κα καὶ τὰ ὀ­στά μου καὶ εἶ­χε μεί­νει μό­νο τὸ δέρ­μα, ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ νὰ μὲ κά­νει νὰ γευ­τῶ τὴ γλύ­κα τῆς ζω­ῆς καὶ νὰ γέρ­νω μέ­σα της μὲ εὐ­ε­ξί­α. Τό­τε δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι δὲν ὑ­πέ­φε­ρα πιά. Ὁ πό­νος εἶ­χε φύ­γει, συγ­χω­νεύ­τη­κε κι αὐ­τὸς καὶ ἐ­ξα­τμί­στη­κε. Καὶ τό­τε ἄ­κου­σα φω­νές, τέσ­σε­ρις φω­νές, δύο δι­α­λό­γους ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα ὅ­μως νὰ δι­α­κρί­νω τὰ λό­για. Ἄλ­λο­τε ἦ­ταν δυσ­δι­ά­κρι­τοι ἦ­χοι κι ἄλ­λο­τε ἔ­φτα­νε στ’ αὐ­τιά μου κά­ποι­α λέ­ξη ποὺ ξε­χώ­ρι­ζε. Ἀλ­λὰ ἀ­να­γνώ­ρι­σα ὅ­τι ἦ­ταν μό­νο τὸ ὀ­ξυ­μέ­νο βου­η­τὸ στ’ αὐ­τιά μου. Δὲν κοι­μό­μουν, ἤ­μουν ξύ­πνιος· κα­τα­λά­βαι­να, αἰ­σθα­νό­μουν, ἤ­μουν σὲ θέ­ση νὰ σκέ­πτο­μαι λο­γι­κά, κα­θα­ρά, καὶ βα­θιά, μὲ μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ δύ­να­μη καὶ μιὰ χα­ρὰ τῆς ζω­ῆς καὶ μιὰ πα­ρά­ξε­νη μέ­θη ποὺ ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ δε­κα­πλα­σια­σμοῦ τῶν νο­η­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των μου.

       »Δὲν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο ὅ­πως συμ­βαί­νει μὲ τὸ χα­σίς, δὲν ἦ­ταν οὔ­τε τὰ κά­πως νο­ση­ρὰ ὁ­ρά­μα­τα τοῦ ὀ­πί­ου· ἦ­ταν μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ὄ­ξυν­ση τῆς σκέ­ψης, ἕ­νας νέ­ος τρό­πος νὰ βλέ­πω, νὰ κρί­νω, νὰ ἐ­κτι­μῶ τὰ πράγ­μα­τα τῆς ζω­ῆς, νὰ εἶ­μαι σί­γου­ρος καὶ νὰ ἔ­χω ἀ­πό­λυ­τη συ­νεί­δη­ση ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ τρό­πος ἦ­ταν ὁ ἀ­λη­θι­νός.

       »Καὶ ξαφ­νι­κά, μοῦ πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ ἡ ἀρ­χαί­α εἰ­κό­να τῆς Γρα­φῆς. Μοῦ φαι­νό­ταν ὅ­τι εἶ­χα γευ­τεῖ τὸν καρ­πὸ τῆς Ἐ­πι­στή­μης καὶ ὅ­τι μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ταν ὅ­λα τὰ μυ­στή­ρια, τό­σο πο­λὺ βρι­σκό­μουν ὑ­πὸ τὸ κρά­τος μιᾶς νέ­ας, πα­ρά­ξε­νης καὶ ἀ­ναν­τίρ­ρη­της λο­γι­κῆς.

       »Καὶ τὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, οἱ συλ­λο­γι­σμοί, οἱ ἀ­πο­δεί­ξεις ἔ­φτα­ναν σω­ρη­δὸν καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ ἀ­να­τρέ­πον­ταν ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ μιὰ ἀ­πό­δει­ξη, ἕ­ναν λο­γι­κὸ συλ­λο­γι­σμό, ἕ­να ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ἐ­πι­χεί­ρη­μα. Τὸ κε­φά­λι μου εἶ­χε γί­νει ἡ πα­λαί­στρα νέ­ων ἰ­δε­ῶν. Ἤ­μουν ἕ­να ἀ­νώ­τε­ρο ὄν, ἐ­ξο­πλι­σμέ­νο μὲ μιὰ ἀ­ήτ­τη­τη εὐ­φυί­α καὶ γευ­ό­μουν μιὰ ὑ­πέρ­με­τρη ἡ­δο­νή, δι­α­πι­στώ­νον­τας τὴν δύ­να­μή μου.

       »Αὐ­τὸ κρά­τη­σε πο­λύ. Εἰ­σέ­πνε­α πάν­το­τε τὸν αἰ­θέ­ρα μου ἀ­πὸ τὸ στό­μιο τοῦ φι­α­λι­δί­ου μου. Ξαφ­νι­κὰ ἀν­τι­λή­φθη­κα ὅ­τι ἦ­ταν ἄ­δει­ο καὶ ἔ­νι­ω­σα μιὰ τρο­μα­κτι­κὴ θλί­ψη.»

       Οἱ τέσ­σε­ρις ἄν­δρες ἀ­να­φώ­νη­σαν μὲ μιὰ φω­νή: «Για­τρὲ γρή­γο­ρα μιὰ συν­τα­γὴ γιὰ ἕ­να λί­τρο αἰ­θέ­ρα!!» Ἀλ­λὰ ὁ για­τρὸς φο­ρών­τας τὸ κα­πέ­λο του ἀ­πάν­τη­σε:

       «Ἄ, ὅ­λα κι ὅ­λα, πᾶ­τε νὰ σᾶς δη­λη­τη­ριά­σουν οἱ ἄλ­λοι!»

       Καὶ βγῆ­κε.

       Κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, ἂν τὸ ἀν­τέ­χει ἡ καρ­διά σας!!!!

                                                                                                           

8 Ἰ­ου­λί­ου 1882

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο Contes Fantastiques Complets, ἐπι­λογὴ κει­μέ­νων, πα­ρου­σί­α­ση, ση­μει­ώ­σεις: ἐκ­δό­σεις Marabout. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 8 Ἰ­ου­λί­ου 1882, στὸ Gil Blas.

 

Γκὺ ντὲ Μω­πασ­σάν (Guy de Maupassant) (Tourville-sur-Arques 5.8.1850-Πα­ρί­σι 6.7.1893). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ νο­βε­λί­στας, συν­δε­ό­ταν μὲ φι­λί­α μὲ τὸν Ἐ­μὶλ Ζο­λὰ καὶ τὸν Γου­σταῦ­ο Φλωμ­πέρ. Τὰ ἔρ­γα του χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται, πα­ρὰ τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ καὶ τὸν πε­σι­μι­σμὸ ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ αὐ­τό, ἀ­πὸ με­γά­λη ρε­α­λι­στι­κὴ δύ­να­μη καὶ ἔ­λεγ­χο τῶν ἐκ­φρα­στι­κῶν του μέ­σων. Ἡ πα­ρου­σί­α του στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ στε­ρέ­ω­μα τῆς Γαλ­λί­ας, διαρ­κεῖ μί­α δε­κα­ε­τί­α, ἀ­πὸ τὸ 1880 ἕ­ως τὸ 1890, πρὶν τρε­λα­θεῖ καὶ πε­θά­νει σὲ ἡ­λι­κί­α 42 ἐ­τῶν. Ἀ­πέ­κτη­σε φή­μη πρὶν τὸ θά­να­τό του καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα νὰ θε­ω­ρεῖ­ται με­γά­λος συγγραφέας ἐ­νῶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸ ἔρ­γο του ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­θη­κε καὶ ἀ­πὸ τὴ με­τα­φο­ρὰ ἔργων του στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο.

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γαλ­λι­κά:

Ἰ­ω­άν­να Ἀ­βρα­μί­δου (Δρά­μα, 1951). Φι­λό­λο­γος, με­τα­φρά­στρια. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς με­τα­φρά­στρια στὴν ΕΕ ἀ­πὸ τὸ 1980 ἕ­ως τὸ 2001. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας, ποί­η­σης, καὶ φι­λο­σο­φί­ας ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἀγ­γλι­κὰ καὶ ἰ­τα­λι­κά.

 

Εἰ­κό­να: Τὸ γρα­φεῖο τοῦ Γκὺ ντὲ Μω­­πασ­σὰν στὸ Πα­ρί­σι.

 

Νίκος Κουφάκης: Μεταμορφώσεις

 

 

Νί­κος Κου­φά­κης

 

Με­τα­μορ­φώ­σεις

 

ΕΤΑ ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ὁ πα­τέ­ρας μου ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­δύ­ε­ται ὅ­λα τὰ πρό­σω­πα τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς μας, ἀν­δρι­κὰ καὶ γυ­ναι­κεῖ­α, ὅ­πως ὁ Ἄ­λεκ Γκί­νες στὴν κω­μω­δί­α τῶν στούν­τιο τοῦ Ἴ­λινκ «Ὁ δέ­κα­τος τρί­τος κλη­ρο­νό­μος». Ὅ­σο περ­νοῦ­σαν τὰ χρό­νια τὸ κεί­με­νο τοῦ προ­σώ­που του ἔ­μοια­ζε νὰ σβή­νε­ται καὶ νὰ γρά­φε­ται κα­τὰ πε­ρί­στα­ση, ἕ­να πα­λίμ­ψη­στο μὲ μι­κρὲς κω­μι­κὲς ἐ­ξάρ­σεις καὶ δρα­μα­τι­κὲς ὑ­περ­βο­λὲς ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦ­σαν δι­έ­ξο­δο. Πα­λιὰ στέ­ρε­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ποὺ τὰ εἴ­χα­με ἀ­πο­στη­θί­σει ὅ­λοι μέ­σα στὸ σπί­τι ἔ­δι­ναν τὴ θέ­ση τους σὲ και­νούρ­για. Νέ­ες σκι­ὲς ἐμ­φα­νί­ζον­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὰ μά­τια του, ρυ­τί­δες ποὺ λί­γο πρὶν ὑ­πῆρ­χαν στὸ μέ­τω­πό του σβή­νον­ταν μα­γι­κὰ καὶ με­τα­φέ­ρον­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ στό­μα, αἰφ­νι­δι­α­στι­κὲς γραμ­μὲς κα­τέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὴ μύ­τη πρὸς τὰ χεί­λη δί­νον­τας δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πε­ρί­γραμ­μα στὸ θυ­μό του. Ἀρ­κοῦ­σε νὰ πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νεὶς προ­σε­κτι­κὰ τὰ στιγ­μι­ό­τυ­πα ἀ­πὸ τὸ οἰ­κο­γε­νεια­κό μας ἄλ­μπουμ ἢ τὶς ἐ­πι­χρω­μα­τι­σμέ­νες φω­το­γρα­φί­ες μὲ τὰ φαρ­διὰ βα­θύ­χρω­μα κά­δρα τοῦ με­σο­πο­λέ­μου. Τὶς δι­α­κυ­μάν­σεις στὰ χεί­λη τοῦ πα­τέ­ρα μου, τὴ σάρ­κα τους ποὺ λι­γό­στευ­ε στα­θε­ρά, ἔ­τυ­χε νὰ τὶς ἀ­να­γνω­ρί­σω σὲ φω­το­γρα­φί­α τοῦ νε­α­ροῦ ἔν­στο­λου θεί­ου του ποὺ δο­λο­φο­νή­θη­κε ἐν ψυ­χρῷ σὲ ἐ­νέ­δρα στὸν ἐμ­φύ­λιο ἐ­ξαι­τί­ας προ­σω­πι­κῶν δι­α­φο­ρῶν. Στὶς δυ­ὸ μι­κρὲς σα­κου­λί­τσες κά­τω ἀ­πὸ τὰ μά­τια του θυ­μό­μα­σταν τὴ για­γιά μου, χω­ρὶς τὶς σπου­δαῖ­ες ἐ­πι­δό­σεις στὸν δε­κα­πεν­τα­σύλ­λα­βο ἢ τὶς γο­η­τευ­τι­κὲς ἀ­φη­γή­σεις της ἀ­πὸ τὴν γερ­μα­νι­κὴ κα­το­χὴ ποὺ μοῦ ἔ­λει­παν. Ὁ πα­τέ­ρας σκε­φτό­ταν καὶ τὸν παπ­πού μου μὲ συγ­κί­νη­ση, χτέ­νι­ζε τὰ μαλ­λιὰ του πρὸς τὰ πί­σω, ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος, καὶ ἀ­να­πο­λοῦ­σε τὸν ἦ­χο τοῦ βι­ο­λιοῦ του σὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες χο­ρο­ε­σπε­ρί­δες τοῦ 1950, στὸ φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, μὲ πα­ρέ­ες νέ­ων χο­ρευ­τῶν δί­πλα στὰ στά­χυ­α, μιὰ εἰ­κό­να ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα τὴν συ­νέ­δε­σα συ­νειρ­μι­κὰ μὲ τοὺς θε­ρι­στὲς τοῦ Βὰν Γκὸγκ καὶ τὸ νω­χε­λι­κὸ με­ση­με­ρια­νό τους ὕ­πνο κά­τω ἀ­πὸ τὶς θη­μω­νι­ές. Τί­πο­τα στὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του δὲν προ­δί­κα­ζε τὴν ἑ­πό­με­νη με­τα­μόρ­φω­ση οὔ­τε μᾶς ἄ­φη­νε με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια ἑρ­μη­νεί­ας ὅ­σων σκε­φτό­ταν. Εἴ­χα­με δε­χτεῖ σι­ω­πη­λὰ ὅ­τι ἄλ­λο­τε θὰ ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο μὲ τὴ χον­τρὴ μύ­τη τῆς ἀ­δελ­φῆς του, κι ἄλ­λο­τε θὰ μᾶς ξάφ­νια­ζε μὲ τὸ γεν­ναι­ό­δω­ρο χα­μό­γε­λο τῆς μη­τέ­ρας του. Ἦ­ταν φυ­σι­κὸ τὸ πρό­σω­πο τοῦ πα­τέ­ρα νὰ κου­ρα­στεῖ γρή­γο­ρα ἀ­νά­με­σα στοὺς ρό­λους, τὸ κα­τα­λα­βαί­να­με ἀ­πὸ τὶς ἀρ­γο­πο­ρη­μέ­νες ἀ­παν­τή­σεις του, τὸ μι­σο­τε­λει­ω­μέ­νο μα­κι­γι­ὰζ στὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που του ποὺ μᾶς θύ­μι­ζε γε­ρα­σμέ­νο ἠ­θο­ποι­ὸ ἀ­πὸ πε­ρι­πλα­νώ­με­νο θί­α­σο. Κά­πο­τε σω­ρι­α­ζό­ταν κα­τά­κο­πος στὴν πο­λυ­θρό­να του μὲ ὕ­φος συγ­κα­λυμ­μέ­νης τρυ­φε­ρό­τη­τας ἤ, ἴ­σως, μὲ ἕ­να ἀ­δι­ό­ρα­το μει­δί­α­μα ἱ­κα­νο­ποί­η­σης γιὰ τὴν ἐ­πι­νό­η­ση μιᾶς κω­μι­κο­τρα­γι­κῆς κλο­ου­νε­ρὶ ποὺ ἀ­πέ­δι­δε τι­μὴ στὴν μνή­μη ὅ­σων ἀ­γά­πη­σε χω­ρὶς λό­για, σὰν τὶς πα­λι­ὲς ται­νί­ες τοῦ βω­βοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ποὺ στὸ τέ­λος ὁ φω­τει­νὸς κύ­κλος σβή­νει ἀρ­γά-ἀρ­γὰ μέ­σα στὸ μαῦ­ρο.

 

  

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Νί­κος Κου­φά­κης (Ἀ­θή­να 1972). Σπού­δα­σε Οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Αἰ­γαί­ου καὶ ἔ­κα­νε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν (Με­θο­δο­λο­γί­α, Ἱ­στο­ρί­α καὶ Θε­ω­ρί­α τῶν Ἐ­πι­στη­μῶν). Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς με­τα­φρα­στής. Δο­κί­μια, βι­βλι­ο­κρι­σί­ες καὶ δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸν ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ καὶ ἔν­τυ­πο τύ­πο (Τὸ Δέν­τρο, (Δέ)κα­τα, Νέ­α Ἑ­στί­α, Ἡ Αὐ­γή, Ποι­εῖν).

 

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος: Μπάνιο μὲ τὸν Γιάννη

Ἠλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος

 

Μπάνιο μὲ τὸν Γιάννη

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ πά­ει γιὰ μπά­νιο στὴ θά­λασ­σα. Εἶ­ναι τὸ πρῶ­το του μπά­νιο, τε­λευ­ταί­α ἡ­μέ­ρα τοῦ Σε­πτεμ­βρί­ου σή­με­ρα. Φο­ρά­ει τὸ μαῦ­ρο του μα­γιό, βά­ζει τὶς κα­φὲ σα­γι­ο­νά­ρες του, παίρ­νει μιὰ πε­τσέ­τα καὶ κα­θα­ρί­ζει τὰ γυα­λιά του. Μὲ κυτ­τά­ζει με­λαγ­χο­λι­κά.

       — Μὴ στε­να­χω­ρι­έ­σαι, τοῦ λέ­ω, σὲ δύ­ο χρό­νια ποὺ θὰ εἶ­σαι τε­λεί­ως κα­λά, θὰ ξα­να­κά­νεις πά­λι τὰ ἑ­κα­τό σου μπά­νια κά­θε κα­λο­καί­ρι, ὅ­πως τὸ συ­νή­θι­ζες πα­ληά.

       Κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι. Δὲν λέ­ει τί­πο­τα, ἀλ­λὰ μοῦ δί­νει νὰ κα­τα­λά­βω ὅ­τι ὅ­λα αὐ­τὰ ποὺ λέ­ω εἶ­ναι μπα­ροῦ­φες, τὸ ξαί­ρου­με καὶ οἱ δυ­ό μας κα­λά, σὲ δύ­ο χρό­νια δὲν θὰ ζεῖ, ἀ­φοῦ ἤ­δη εἶ­ναι νε­κρός.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἠ­λί­ας Χ. Πα­πα­δη­μη­τρα­κό­που­λος (Πύρ­γος Ἠ­λεί­ας, 1930). Πε­ζο­γρά­φος. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς Στρα­τι­ω­τι­κὸς Ἰ­α­τρός. Βι­βλί­α του: Ὀ­δον­τό­κρε­μα μὲ χλω­ρο­φύλ­λη (Τράμ, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1973), Θερ­μὰ θα­λάσ­σια λου­τρά (Ἐ­γνα­τί­α, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1981), Ὁ θη­σαυ­ρὸς τῶν Ἀ­η­δο­νι­ῶν καὶ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2009) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Συγ­κο­πὴ πλα­τά­νου (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Εἰκόνα: Beach Essentials. Ἔργο τῆς Ernie Gerzabek.

Λὸν Ὄττο (Lon Otto): Ἐρωτικὰ Ποιήματα

 

 

Λὸν Ὄττο (Lon Otto)

 

Ἐρωτικὰ Ποιήματα

(L­o­ve P­o­e­ms)

 

ΗΣ Ε­ΓΡΑ­ΨΕ ἕ­να ἐ­ρω­τι­κὸ ποί­η­μα γιὰ τὴ μέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­λεν­τί­νου. Εἶ­ναι πο­λὺ ὄ­μορ­φο, ἐκ­φρά­ζει καὶ ἐν­σω­μα­τώ­νει ἕ­να πα­θι­α­σμέ­νο, αὐ­θεν­τι­κὸ συ­ναί­σθη­μα. Ἕ­να συ­ναί­σθη­μα γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ἱ­κα­νό, μιὰ τρυ­φε­ρό­τη­τα ποὺ ἀ­νή­κει σὲ κά­ποι­ον κα­λύ­τε­ρο ἄν­θρω­πο. Ταυ­τό­χρο­να, τὰ κα­λο­λο­γι­κὰ στοι­χεῖα εἶ­ναι ἔν­το­να καὶ εὐ­δι­ά­κρι­τα, ἡ μορ­φὴ πε­ρί­πλο­κη μὰ δι­α­κρι­τι­κή. Ἀ­παγ­γέλ­λει τὸ ποί­η­μα ξα­νὰ καὶ ξα­νά. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ πι­στέ­ψει ὅ­τι εἶ­ναι τό­σο κα­λό. Εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο ποί­η­μα ποὺ ἔ­γρα­ψε πο­τέ.

       Θὰ τῆς τὸ στεί­λει μὲ e-m­a­il ἀ­πό­ψε. Ἐ­κεί­νη θὰ τὸ ἀ­νοί­ξει μό­λις τὸ λά­βει, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἔ­ξυ­πνο προ­γραμ­μα­τι­σμό, τὴ μέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­λεν­τί­νου. Ἡ ὀ­μορ­φιὰ καὶ τὸ πά­θος του θὰ τὴ θαμ­πώ­σουν, θὰ τὴ συ­νε­πά­ρουν. Θὰ τὸ βά­λει μα­ζὶ μὲ τὰ ὑ­πό­λοι­πα γράμ­μα­τά του καὶ θὰ τὸν ἀ­γα­πά­ει γιὰ αὐ­τό, ὅ­πως τὸν ἀ­γα­πά­ει καὶ γιὰ τὰ ὑ­πό­λοι­πα γράμ­μα­τά του. Δὲν θὰ τὸ δεί­ξει σὲ κα­νέ­ναν, ἀ­φοῦ εἶ­ναι κλει­στὸς ἄν­θρω­πος, καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι κά­τι ποὺ τοῦ ἀ­ρέ­σει στὸ χα­ρα­κτή­ρα της.

      Ἀ­φοῦ τῆς στέλ­νει τὸ γράμ­μα ἠ­λε­κτρο­νι­κά, κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νο μὲ τὴν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα γρα­φή του, δα­κτυ­λο­γρα­φεῖ ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο γιὰ τὸ δι­κό του ἀρ­χεῖ­ο. Ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ στεί­λει ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ φη­μι­σμέ­να λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά, στὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔ­χει γί­νει ἀ­κό­μα δε­κτός. Δι­στά­ζει ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση, για­τί αὐ­τό, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει μιὰ ἀ­μή­χα­νη κα­τά­στα­ση μὲ τὴ γυ­ναί­κα του. Στὸ τέ­λος πα­ρα­λεί­πει τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση. Τε­λι­κά, ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δώ­σει ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο καὶ στὴ γυ­ναί­κα του. Στὴ συ­νέ­χεια, στέλ­νει καὶ ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο σὲ μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ ξέ­ρει στὴν Ἀγ­γλί­α, μιὰ ποι­ή­τρια ποὺ κα­τα­λα­βαί­νει πραγ­μα­τι­κά το ἔρ­γο του. Κα­θα­ρο­γρά­φει ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο γιὰ αὐ­τή, μὲ ἀ­φι­έ­ρω­ση στὰ ἀρ­χι­κά του ὀ­νό­μα­τός της. Θὰ τὸ λά­βει λί­γες μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ πι­στέ­ψει ὅ­τι αὐ­τὸς τὴ σκε­φτό­ταν λί­γες μέ­ρες πρὶν τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­λεν­τί­νου.

     

  

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es,New York,Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Λὸν Ὄτ­το (L­on O­t­to). Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ζεῖ στὴν Ὀ­μά­χα ἐ­δῶ καὶ πολ­λὲς γε­νιές. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δύο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς — A N­e­st of H­o­o­ks (U­n­i­v­e­r­s­i­ty of I­o­wa P­r­e­ss) καὶ C­o­v­er Me (C­o­f­f­ee H­o­u­se). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στοὺς συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους F­l­a­sh F­i­c­t­i­o­ns, T­o­w­n­s­h­i­ps, A­m­e­r­i­c­an F­i­c­t­i­on, καὶ B­e­st W­o­r­ds, B­e­st O­r­d­er, κα­θὼς καὶ στὸ F­l­a­sh F­i­c­t­i­o­ns F­o­r­w­a­rd. Εἶ­ναι δι­δά­κτωρ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Ἰν­τιά­να καὶ ἔ­χει ζή­σει στὴν Κό­στα Ρί­κα, ἔ­χει δι­δά­ξει στὸ Με­ξι­κό, στὴν Ἱ­σπα­νί­α καὶ στὴν Πορ­το­γα­λί­α. Δι­δά­σκει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ καὶ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Σὲντ Τό­μας, στὸ Σὲντ Πὸλ τῆς Μι­νε­σό­τα.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Σμα­ρά­γδα Γκέ­τσου (Ἀ­θή­να, 07/05/1980). Ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς σπου­δές της στὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴ δι­ερ­μη­νεί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Στρα­σβούρ­γου τὸ 2004. Ἔ­κτο­τε ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ας στὴ με­τά­φρα­ση.

 

Χρῆστος Γιαννακός: Συνταγὴ γιὰ προζύμι

.

.

Χρῆ­στος Γι­αν­να­κός

 .

Συν­τα­γὴ γιὰ προ­ζύ­μι

.

ἀπὸ τὴν Ἑλένη στὴν Ἑλένη

 .

ΥΓΑΔΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ἀ­π’ τὸ κε­λί, κι ἐ­νῶ προ­χω­ροῦ­σα μὲ προ­σποι­η­τὴ ἄ­νε­ση στὴν αὐ­λὴ τοῦ να­οῦ, βρῆ­κε τρό­πο ἡ πα­πα­διά, πε­τα­χτού­λι­κα, νὰ μοῦ βά­λει στὸ χέ­ρι κι ἕ­να μα­τσά­κι βα­σι­λι­κὸ – πῶς ἐ­γὼ τὸν ἀ­μέ­λη­σα; πά­ει, μὲ φύ­ρα­νε ἡ ἐ­ρω­τι­κὴ τα­ρα­χή· φουν­τω­τός, μυ­ρω­δά­τος στὴ με­γά­λη του γλά­στρα, προ­μή­θευ­ε τὴ δι­α­νε­μη­τι­κὴ κα­λα­θού­να τῆς γι­ορ­τῆς τοῦ Σταυ­ροῦ.

       Στὸ σπί­τι ἑ­τοί­μα­σα μιὰ κού­πα μὲ ζε­στὸ νε­ρό, ὅ­που βύ­θι­σα τὸ μα­τσά­κι γιὰ νὰ πο­τί­σει.

       Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, πρὶν ψή­σω τὸ δει­λι­νὸ κα­φε­δά­κι, κα­τα­πι­ά­στη­κα μὲ τὸ ἐκ­χύ­λι­σμα τοῦ βα­σι­λι­κοῦ. Σὲ λε­κά­νη πή­λι­νη ζύ­μω­σα ὅ­σο ἀ­λεύ­ρι δε­χό­ταν ὁ πρά­σι­νος χυ­μὸς —δί­χως ξέ­νη μα­γιά— καὶ κά­λυ­ψα μὲ μιὰ πε­τσέ­τα τὴ ζύ­μη, γιὰ νὰ φου­σκώ­σει. Ἐ­πα­να­λάμ­βα­να τὴ δι­α­δι­κα­σί­α τὴν ἴ­δια πε­ρί­που ὥ­ρα ἐ­πὶ τρεῖς μέ­ρες προ­σθέ­τον­τας κά­θε φο­ρὰ δυ­ὸ χοῦ­φτες ἀ­λεύ­ρι καὶ ζε­στὸ νε­ρό.

       Λό­γῳ ὑ­πο­χρε­ώ­σε­ων ἡ πα­πα­διὰ εἶ­χε τὶς κλει­σοῦ­ρες της· δὲν βλε­πό­μα­στε. Μά­λα­ζα τὸ ζυ­μά­ρι καὶ σκε­φτό­μουν τὸ στα­ρέ­νιο κορ­μά­κι της. Γι’ αὐ­τὸ λὲς τὸ μεῖγ­μα νὰ φού­σκω­σε κα­λύ­τε­ρα φέ­τος;

       Τὴν τέ­ταρ­τη μέ­ρα, προ­τοῦ πά­ω στὴν τε­λευ­ταί­α πα­ρά­στα­ση τοῦ θε­ρι­νοῦ σι­νε­μά, ἀ­πό­σπα­σα ἕ­να σβό­λο σὲ μέ­γε­θος γρο­θιᾶς ἀ­π’ τὴ ζύ­μη, τὸν φύ­λα­ξα ὡς προ­ζύ­μι μέ­χρι τὸ ἑ­πό­με­νο ζύ­μω­μα στὸ ψυ­γεῖ­ο κι ἀ­νά­πια­σα τὴν ὑ­πό­λοι­πη μά­ζα μὲ τὶς ὁ­ρι­στι­κὲς δό­σεις ἀ­λευ­ριοῦ καὶ νε­ροῦ. Σκέ­πα­σα τὸ ζυ­μά­ρι ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ τὸ τε­λει­ω­τι­κὸ βρά­δυ.

       Ἀ­χά­ρα­γα, τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ι­νὸ ἔ­πλα­σα δυ­ὸ καρ­βέ­λια καὶ τά ’­ψη­σα.

       Ἐξ ἐγ­κύ­ρου πη­γῆς γνώ­ρι­ζα πὼς προ­τι­μοῦ­σε ὁ πα­πὰς τὸ ψω­μὶ ποὺ δὲ μύ­ρι­ζε μα­γιὰ ἐμ­πο­ρί­ου. Ἔ­τσι –ἀ­φορ­μὴ ἔ­ψα­χνα– πῆ­γα στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ τοῦ πρό­σφε­ρα τὸ ἕ­να καρ­βέ­λι.

       «Δὲν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη, εὐ­λο­γη­μέ­νη», μοῦ λέ­ει.

       «Τί κα­λο­πε­ρα­σά­κιας ποὺ εἶ­σαι, βρὲ κε­ρα­τού­κλη!», σκέ­φτη­κα, καὶ μὲ τα­πει­νὸ ὕ­φος ἀ­πάν­τη­σα:

       «Ἄς εἶν’ κα­λὰ ἡ πα­πα­διὰ ποὺ κορ­φο­λο­γεῖ τὸ βα­σι­λι­κό, πά­τερ». Γιὰ κα­λὸ τὴν ἀ­νέ­φε­ρα; Πό­σο μοῦ λεῖ­παν, πά­λι, τὰ κά­λλη της!

 .

 .

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 .

Χρῆ­στος Γι­αν­να­κός (Ἀ­θή­να, 1966). Σπού­δα­σε Χη­μεί­α στὴν Ἀθήνα καὶ Πε­ρι­βάλ­λον στὸ Μάν­τσε­στερ. Ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις «Μαν­δρα­γό­ρας» ἔ­χουν κυ­κλο­φο­ρή­σει οἱ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Ἐγ­χει­ρί­διο Ἀ­μη­χα­νί­ας (2004) καὶ Ἕ­τοι­μος Κό­σμος (2011). Κα­τὰ τὴν τε­λευ­ταί­α δω­δε­κα­ε­τί­α συμ­με­τέ­χει σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες ποί­η­σης, ἐ­νῶ δη­μο­σι­εύ­ει κρι­τι­κές, ποι­ή­μα­τα καὶ πε­ζὰ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ στὰ Πρα­κτι­κά του Συμ­πο­σί­ου Ποί­η­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Πα­τρών. Συμ­με­τεῖ­χε στὸν τό­μο 12 μι­κρὰ σε­νά­ρια, ἐκ­δό­σεις t-short, Ἀ­θή­να, 2011, καὶ μὲ ψη­φια­κὸ φὶλμ στὸ Φε­στι­βὰλ Ται­νι­ῶν Μι­κροῦ Μή­κους Life and Art Theater, Ἀ­θή­να, 2011.

 .

Σωτήρης Δημητρίου: Θὰ σὲ σκοτώσω

 

 

Σωτήρης Δημητρίου

 

Θὰ σὲ σκοτώσω

 

ΥΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΠΕ νὰ σὲ φυ­λά­ει ὁ Θε­ὸς ἀ­π’ τὴν κα­κιὰ τὴν ὥ­ρα κά­τι βα­ρὺ θὰ ἔ­πα­θε, ὅ­πως ἔ­πα­θα κι ἐ­γώ.

Τό­τε δού­λευ­α σ’ ἕ­να μα­γα­ζὶ γκαρ­σόν. Τὴ νύ­χτα. Τέρ­μα Ἱπ­πο­κρά­τους ἦ­ταν τὸ μα­γα­ζί.

       Δὲν εἶ­χα πα­ρά­πο­νο ἀ­π’ τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ οὔ­τε κι ἀ­πὸ τοὺς πε­λά­τες. Ὁ μά­γει­ρας ὅ­μως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη ὥ­ρα δὲν μὲ χώ­νε­ψε. Κά­νε αὐ­τό, κά­νε τ’­ἄλ­λο συ­νε­χῶς νὰ μὴν πά­ρω ἀ­νά­σα οὔ­τε μιὰ στιγ­μή.

       Δὲν μὲ ἔ­νοια­ζε ἡ δου­λειά, ἦ­ταν ποὺ εἶ­χε τὸ μά­τι συ­νε­χῶς ἀ­πά­νω μου σὰν κα­κὸ σκυ­λί. Μὲ τ’ ὄ­νο­μα δὲν μ’ ἔ­λε­γε πο­τέ. Ἄν­τε ρὲ βλά­χο καὶ ἄν­τε ρὲ βλά­χο, γα­μῶ τὴν Ἀλ­βα­νί­α σας, μοῦ ἔ­λε­γε.

       Μοῦ ἔ­γι­νε ἄγ­χος. Πή­γαι­να στὸ σπί­τι νὰ κοι­μη­θῶ καὶ δὲν μοῦ κόλ­λα­γε ὕ­πνος.

       Με­ρι­κὲς φο­ρὲς πῆ­γα νὰ τὸν καλ­μά­ρω μὲ τὸν τρό­πο μου καὶ γέ­λα­γε πα­ρά­ξε­να.

       Τό­τε ἀρ­ρώ­στη­σα μέ­σα μου. Ἔ­ψα­χνα τρό­πο νὰ βρῶ νὰ τὸν σκο­τώ­σω.

       Ἕ­να βρά­δυ μὲ ἔ­φε­ρε στὸ ἀ­προ­χώ­ρη­το. Σκό­λα­σα, ἔ­φυ­γα ἀπ’ τὸ μα­γα­ζὶ καὶ εἶ­δα τὸ μά­τι του πά­νω μου σὰν νὰ μὴν ὑ­πῆρ­χα, σὰν νὰ ἤ­μουν ἕ­να σί­χα­μα.

       Τρά­βη­ξα γιὰ ἕ­ναν φί­λο μου ποὺ ἔ­με­νε στὴν Δάφ­νη. Ἔ­βρε­χε ἀ­στα­μά­τη­τα.

       Τέρ­μα Ἱπ­πο­κρά­τους κα­τό­πιν μέ­χρι τὸ Σύν­ταγ­μα πή­γαι­να ὅ­λο στὴ μέ­ση του δρό­μου θο­λός, τρε­λα­μέ­νος. Ὅ­λο μὲ μού­τζω­ναν οἱ ὁ­δη­γοὶ καὶ μοῦ φώ­να­ζαν.

      Ἔ­φτα­σα στὸ Σύν­ταγ­μα, πε­ρί­με­να στὴ στά­ση. Με­τὰ ἀ­πὸ ὥ­ρα στα­μα­τά­ει ἕ­να γι­ώ­τα χὶ μπρο­στά μου, μοῦ κορ­νά­ρει, καὶ ὁ ὁ­δη­γὸς ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα τοῦ συ­νο­δη­γοῦ. Ἔ­λα, μοῦ λέ­ει, ἔμ­πα. Ἦ­ταν ὁ μά­γει­ρας.

       Ἄλ­λος ἄν­θρω­πος. Μὲ ρώ­τα­γε για­τί εἶ­σαι μού­σκε­μα, πῶς δι­ά­ο­λο ἔ­γι­νες ἔ­τσι. Ἐ­γὼ τοῦ ’­λε­γα νὰ μὴν σὲ βγά­λω ἀπ΄τὸν δρό­μο. Μὴ σὲ νοιά­ζει, θὰ σὲ πά­ω ἐ­γὼ ὅ­που θές, ἔμ­πα. Ἄλ­λος ἄν­θρω­πος, ἀλ­λὰ ἐ­μέ­να τὸ μί­σος δὲν μοῦ εἶ­χε φύ­γει κα­θό­λου.

       Ἀρ­χὲς Βου­λι­αγ­μέ­νης πη­γαί­να­με σὰν τὶς χε­λῶ­νες. Σάβ­βα­το βρά­δυ εἶ­χε φρα­κά­ρει ἡ συγ­κοι­νω­νί­α.

       Ἐ­κεῖ ποὺ ἤ­μα­σταν στα­μα­τη­μέ­νοι τί μ΄ἐ­πί­α­σε γυρ­νά­ω καὶ τοῦ λέ­ω θέ­λω νὰ σὲ σκο­τώ­σω.

       Δὲν μοῦ εἶ­πε τί­πο­τα, τί καὶ πῶς. Μουγ­κά­θη­κε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ κα­μιὰ πεν­τα­κο­σα­ριὰ μέ­τρα ποὺ πά­λι ἤ­μα­σταν στα­μα­τη­μέ­νοι ἄ­νοι­ξα τὴν πόρ­τα καὶ ἔ­φυ­γα.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου (Πό­βλα Θε­σπρω­τί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ψη­λα­φί­σεις, ποι­ή­μα­τα (1985), Ντιά­λι­θ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (1987), Ν’ ἀ­κού­ω κα­λὰ τ’ ὄ­νο­μά σου (1993) κ.α. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ἡ σι­ω­πὴ τοῦ ξε­ρό­χορ­του (2011).

 

Τζέιν Ἂνν Φίλιπς (Jane Anne Phillips): Τυφλὰ Κορίτσια

 

 

Τζέιν Ἂνν Φίλιπς (Jane Anne Phillips)

 

Τυ­φλὰ Κο­ρί­τσια

(Βlind Girls)

 

ΞΕΡΕ πὼς στὸ χω­ρά­φι δὲν ἦ­ταν τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο τ’ ἀ­γό­ρια καὶ πὼς εἶ­χαν ἔρ­θει νὰ τὶς δοῦν νὰ με­θᾶ­νε μὲ και­νού­ριο κρα­σί. Στὴ μι­κρὴ κα­λύ­βα ἕ­να ρα­δι­ό­φω­νο σκορ­ποῦ­σε ὑ­πο­σχέ­σεις γιὰ φι­λιὰ καὶ μαῦ­ρο ἔ­ρω­τα. Ἡ Τζέ­σε κοί­τα­ζε τὴ Σά­λυ· ἔ­βα­φε τὰ μαλ­λιά της μὲ γρε­να­δί­νη(1), πι­τσι­λών­τας τὰ μπρά­τσα της μὲ τὸ σι­ρό­πι. Τὸ πάρ­τι γι­νό­ταν στὴν κα­λύ­βα κα­τε­βαί­νον­τας τὸ λό­φο ἀ­π’ τὸ σπί­τι της, πλά­ι σε χω­ρά­φια μὲ πα­νύ­ψη­λο χορ­τά­ρι, ἐ­κεῖ ὅ­που μαῦ­ρα φί­δια κοί­τον­ταν μοιά­ζον­τας μὲ ξε­­φού­­σκω­­τες λω­ρί­δες. Τὰ μπου­κά­λια R­i­p­p­l­e(2) εἶ­χαν ἀ­δειά­σει καὶ ἡ Τζέ­σε ἔ­λε­γε πορ­νο­γρα­φι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ δι­ά­φο­ρους ἐ­νή­λι­κες, ἐ­νῶ ὅ­λοι γε­λοῦ­σαν· γιὰ τὴ δε­σποι­νί­δα Χὶκς τὴ δα­σκά­λα τῶν οἰ­κο­κυ­ρι­κῶν μὲ τὰ ρυ­τι­δι­α­σμέ­να καὶ ὑ­γρὰ χέ­ρια ποὺ συ­νέ­χεια τοὺς ἀ­κούμ­πα­γε. Ὅ­σο σκο­τεί­νια­ζε, οἱ ἱ­στο­ρί­ες γί­νον­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ τρο­μα­κτι­κές. Τε­λι­κά, εἶ­πε τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη τους, ἐ­κεί­νη γιὰ τὸ κο­ρί­τσι καὶ τὸ ἀ­γό­ρι της. Εἶ­χαν στα­μα­τή­σει μὲ τὸ αὐ­το­κί­νη­το σὲ ἕ­ναν ἐ­ρη­μι­κὸ χω­μα­τό­δρο­μο μιὰ νύ­χτα σὰν αὐ­τή, μὲ τὸν ἀ­έ­ρα νὰ φυ­σᾶ καὶ με­τὰ νὰ βρέ­χει, ὁ­λό­κλη­ρος ὁ οὐ­ρα­νὸς νὰ στά­ζει δά­κρυ­α πα­τα­το­χυ­μοῦ. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ πᾶ­με νὰ φύ­γου­με, ἱ­κε­τεύ­ει τὸ κο­ρί­τσι, Ἀ­κού­ω κά­τι νὰ γδέρ­νει τὸ ἁ­μά­ξι. Γιὰ τ’ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, γκρι­νιά­ζει τὸ ἀ­γό­ρι, καὶ πα­τά­ει τὸ γκά­ζι· αὐ­τὸ σκλη­ρί­ζει. Στὸ σπί­τι βρί­σκουν τὸν γάν­τζο ἑ­νὸς ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­νου τρε­λοῦ γρα­πω­μέ­νο στὴν πόρ­τα. Ἡ Τζέ­σε πε­ρι­έ­γρα­ψε τὸ κί­τρι­νο, σά­πιο πρό­σω­πο καὶ τὸ κα­τα­κόκ­κι­νο κο­λό­βω­μα. Τὸν πε­ρι­έ­γρα­ψε: ξε­φυ­σά­ει στὸ χορ­τά­ρι, οὐρ­λιά­ζει κα­θὼς κά­τι ψά­χνει. Μύ­ρι­ζε τὴ βρώ­μα του ἀ­πὸ ὠ­μὰ λα­χα­νι­κά, ἕ­ναν δι­ωγ­μέ­νο, αἱ­μό­φυρ­το κα­ουμ­πό­ι μὲ μαλ­λιὰ ἀ­πὸ στά­χυ – κι ἔ­χα­σε τὴ συγ­κέν­τρω­σή της. Βογ­γη­τὰ στὸ σκο­τά­δι καὶ τσι­ρί­δες.  Μή μή, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μή. Νευ­ρι­κὰ γέ­λια. Ἡ Σά­λυ κοί­τα­ξε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τῆς κα­λύ­βας.  Τὸ χορ­τά­ρι κου­νι­ό­ταν, εἶ­πε, κά­τι σέρ­νε­ται στὰ χόρ­τα.  Ὄ­χι, δὲν εἶ­ναι τί­πο­τα. Ναί, κά­τι ἔρ­χε­ται, καὶ ἡ φω­νὴ στὸ τέ­λος ὑ­ψώ­θη­κε.  Εἶ­ναι κά­τι ἀ­γό­ρια μό­νο. Θέ­λουν νὰ μᾶς τρο­μά­ξουν.  Ἀλ­λὰ ἡ Σά­λυ κλα­ψού­ρι­ζε καὶ κο­πα­νοῦ­σε τὰ μπρά­τσα της. Ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα, ἀγ­κά­λια­σε τὰ πό­δια τῆς Τζέ­σε καὶ μουρ­μού­ρι­σε μέ­σα στὰ μπού­τια της. Ἐν­τά­ξει, θὰ σὲ πά­ω στὸ σπί­τι.  Ἡ Σά­λυ κο­κα­λω­μέ­νη, τὰ νύ­χια της χω­μέ­να βα­θιὰ στὸ δέρ­μα. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κου­νη­θεῖ. Ἡ Τζέ­σε ἔ­δε­σε ἕ­να μαν­τή­λι γύ­ρω ἀ­π’ τὰ μά­τια της καὶ τὴν ὁ­δή­γη­σε σὰν ἄ­λο­γο μέ­σα ἀ­πὸ τὴ φω­τιά, ἀ­νε­βαί­νον­τας τὸ λό­φο πρὸς τὸ σπί­τι,  ἕ­να φθο­ρι­οῦ­χο φῶς μα­λα­κὸ στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἀ­γό­ρια ἔ­τρε­ξαν ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ χω­ρά­φι στριγ­γλί­ζον­τας.

 

(1). Σπι­τι­κὸ σι­ρό­πι ρο­διοῦ.

(2). Φτη­νό, φρου­τῶ­δες, γλυ­κὸ κρα­σὶ τῶν γκέ­το. Θε­ω­ρεῖ­το κρα­σὶ τῶν ἀλ­κο­ο­λι­κῶν. Ἔ­πα­ψε νὰ κυ­κλο­φο­ρεῖ με­τὰ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’­70

 

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es,Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

 

Τζέιν Ἂνν Φί­λιπς (J­a­ne A­n­ne P­h­i­l­l­i­ps). Γεν­νή­θη­κε στὴ Δυ­τι­κὴ Βιρ­τζί­νια καὶ δί­δα­ξε σὲ πολ­λὰ πα­νε­πι­στή­μια. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει 3 μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ 5 συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των, ἐ­νῶ ἔ­χει κερ­δί­σει πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ βρα­βεῖ­α γιὰ τὰ δι­η­γή­μα­τά της.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μαί­ρη Ἀ­λε­ξο­πού­λου (Κα­λα­μά­τα). Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κὴ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­τρας, στὸν χῶ­ρο τέ­χνης «Ash in Art», στὸ φι­λο­σο­φι­κὸ κα­φε­νεῖ­ο «da­sein» καὶ ἀλ­λοῦ, καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 συμ­με­τεῖ­χε στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­ρου. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Ἐ­ρῶ­μαι (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2005).

 

Γιάννης Παλαβός: Μεγάλος

 

 

Γιάννης Παλαβός

 

Μεγάλος

 

Στὴν Ἕλη

                 

 ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ ΚΑΠΝΙΖΕΙ κά­τω ἀ­πὸ τὸ κι­ό­σκι. Κα­θι­στὸς σ’ ἕ­να σκα­μνί. Μό­λις ποὺ τὸν ξε­χω­ρί­ζω πί­σω ἀ­π’ τὶς ντο­μα­τι­ὲς κα­θὼς κα­τη­φο­ρί­ζω γιὰ νὰ μπῶ στὸν μπαχ­τσέ. «Μπαμ­πά» λέ­ω «τὸ πο­δή­λα­το τά ’­παι­ξε». Τὸν βλέ­πω ποὺ σμί­γει τὰ φρύ­δια του. Δὲν τοῦ ἀ­ρέ­σει νὰ μι­λά­ω ἔ­τσι. «Τί ἔ­χει;» ρω­τά­ει. Στη­ρί­ζω τὸ πο­δή­λα­το σὲ δυ­ὸ ντά­νες τε­λά­ρα, ἄ­δεια, δε­μα­τι­α­σμέ­να γιὰ νὰ πᾶ­με στὸ χω­ρά­φι τὸ πρω­ί. Τώ­ρα σου­ρου­πώ­νει. Ὁ μπαμ­πὰς ση­κώ­νε­ται ἀρ­γά. Σή­με­ρα ἦ­ταν πρω­ι­νός, ἔ­πει­τα ἤ­πι­ε ρα­κὲς στὸ κα­φε­νεῖ­ο. Κοι­μή­θη­κε δυ­ὸ ὧ­ρες καὶ τώ­ρα, κα­θὼς τὸ Βελ­βεν­τὸ γί­νε­ται μὸβ κά­τω ἀ­π’ τὸν ἥ­λιο ποὺ δύ­ει, κά­νει τὸ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νό του τσι­γά­ρο. Δεί­χνω τὸ πε­τά­λι, «ξε­βι­δώ­θη­κε» λέ­ω. Τὸ πιά­νω καὶ τὸ φέρ­νω μιὰ σβού­ρα. Ἄλ­λη μιὰ καὶ θὰ πέ­σει στὰ χόρ­τα. «Πλα­στι­κού­ρα, μπαμ­πά. Θέ­λει ἄλ­λαγ­μα.» Ὁ μπα­μπὰς φέρ­νει τὴν ἐρ­γα­λει­ο­θή­κη. Τὴν ἔ­χει μέ­σα στὸ πα­λιὸ ψυ­γεῖ­ο. Τώ­ρα οἱ γο­νεῖς μου ἀ­γό­ρα­σαν και­νού­ριο, no frost. Τὸ πα­λιὸ ἔ­γι­νε ντου­λά­πα κά­τω ἀ­π’ τὸ κιό­σκι. Ὁ μπα­μπὰς σκύ­βει στὰ πε­τά­λια. Ἐ­γὼ κά­θο­μαι πα­ρα­πέ­ρα, σὲ μιὰ κλού­βα. «Τοὺς πού­στη­δες» λέ­ει. Μ’ ἀ­κού­ει ποὺ γε­λά­ω καὶ μοῦ ρί­χνει ἕ­να κο­φτὸ βλέμ­μα. «Θὰ πᾶ­με αὔ­ριο με­τὰ τὰ ρο­δά­κι­να στὰ Σέρ­βια ν’ ἀλ­λά­ξου­με πε­τά­λια.» Ὕ­στε­ρα ἀ­νοί­γει τὴν ἐρ­γα­λει­ο­θή­κη καὶ τὴν κοι­τά­ζει, ἀ­μί­λη­τος. Ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου βλέ­πω τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό της. Θὰ πρέ­πει νά ’­ναι ’­κεῖ μέ­σα γύ­ρω στὰ πε­νήν­τα κλει­διὰ καὶ κα­τσα­βί­δια, τὸ ἕ­να πά­νω στὸ ἄλ­λο, σὰν μα­κα­ρό­νια με­τὰ τὸ σού­ρω­μα. Ὁ μπαμ­πὰς τὰ πα­ρα­τη­ρεῖ. Ἔ­πει­τα ἁ­πλώ­νει τὸ χέ­ρι, παίρ­νει ἕ­να λε­πτὸ καὶ μα­κρὺ κλει­δί, μὲ μιὰ τρύ­πα στὴ μέ­ση. Γο­να­τί­ζει πλά­ι στὸ πε­τά­λι ποὺ πα­λατ­ζά­ρει. Ἀρ­χί­ζει καὶ βι­δώ­νει τὴ βά­ση τοῦ πε­τα­λιοῦ. Τὸ βλέ­πω, τὸ νι­ώ­θω ποὺ σφίγ­γει. «Γιὰ ἀ­νέ­βα» λέ­ει. Ἀ­νε­βαί­νω. Κά­νω ἕ­ναν γύ­ρο στὴν αὐ­λή, βγαί­νω στὸν κεν­τρι­κὸ δρό­μο, ξα­να­κα­τη­φο­ρί­ζω. Τὸ πο­δή­λα­το φυ­σά­ει, σκέ­φτο­μαι – ἀλ­λὰ δὲν τὸ λέ­ω. Φτά­νω στὸ κιό­σκι καὶ ξε­πε­ζεύ­ω. Ὁ μπαμ­πὰς ἔ­χει ἀ­νά­ψει κι ἄλ­λο τσι­γά­ρο. «Θὰ μοῦ δώ­σεις κι ἐ­μέ­να ἕ­να;» λέ­ω. Δὲν προ­λα­βαί­νει ν’ ἀ­παν­τή­σει κι ἀ­κού­γε­ται ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να τη­λέ­φω­νο. Ὁ μπαμ­πὰς πά­ει νὰ τὸ ση­κώ­σει. «Ἐμ­πρός;» λέ­ει. «Ναί, ἐ­δῶ εἶ­ναι.» Γυ­ρί­ζει σὲ μέ­να, τὸν βλέ­πω μέ­σα ἀ­π’ τὴ σί­τα τῆς πόρ­τας. «Ἡ γυ­ναί­κα σου, λέ­ει ὅ­τι ὁ μι­κρὸς ἔ­χει πυ­ρε­τὸ – ἔ­λα, πλη­ρώ­νει ὑ­πε­ρα­στι­κό.» Ση­κώ­νο­μαι, σκύ­βω μὴ χτυ­πή­σω τὸ κε­φά­λι στὸ κι­ό­σκι καὶ μπαί­νω στὸ σπί­τι.

 

 

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Γιά­ννης Πα­λα­βὸς (Βελ­βεν­δὸ Κο­ζά­νης, 1980). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ ΑΠΘ καὶ πο­λι­τι­στι­κὴ δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Πάν­τει­ο. Τελευταῖο του βιβλίο εἶναι: Τὸ ἀστεῖο (ἐκδ.Νεφέλη, 2012). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Τὸ Δέν­τρο, (Δε)κα­τά, Ἐν­τευ­κτή­ριο, Ἡ Πα­ρέμ­βα­ση κ.ἄ. Συ­νερ­γά­της τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι.

 

Βασίλης Γκουρογιάννης: Ὁδηγώντας ὁ τυφλός

 

 

 

Βασίλης Γκουρογιάννης

 

Ὁδηγώντας ὁ τυφλός

 

ΤΗΡΙΖΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ στὶς πα­λά­μες καὶ προ­σπα­θῶ νὰ ἀ­να­κα­λέ­σω τὸ κλί­μα καὶ τὴν ψυ­χο­λο­γί­α ἐ­κεί­νου τοῦ και­ροῦ, ὄ­χι τό­σο μα­κρι­νοῦ και­ροῦ ἀλ­λὰ ἀ­νά­με­σα Χρι­στού­γεν­να καὶ Ὀ­λυμ­πια­κοὺς ἀ­γῶ­νες τοῦ 2004. Θυ­μᾶ­στε, τό­τε ἦ­ταν σὰ νὰ βρι­σκό­μα­σταν ὅ­λοι οἱ Ἕλ­λη­νες σ΄ἕ­να νη­σι­ώ­τι­κο τα­βερ­νά­κι μὲ θέ­α καὶ κοι­τά­ζα­με στὸν γλαυ­κὸ ὁ­ρί­ζον­τα ἀ­να­μέ­νον­τας ἀ­πὸ κεῖ ποὺ ρο­δί­ζει νὰ φα­νεῖ ἡ παν­σέ­λη­νος. Ἐ­κεί­νη τὴν πε­ρί­ο­δο ὅ­λα ἦ­ταν πο­θη­τά, ἡ­δο­νι­κὰ ἀ­νυ­πό­μο­να σὰν ἕ­να χέ­ρι ποὺ προ­σπα­θεῖ νὰ δι­α­νοί­ξει τοὺς βε­λού­δι­νους μη­ροὺς καὶ ν΄ἀ­νέ­βει ψη­λό­τε­ρα. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι ἦ­ταν ἀ­νυ­πο­ψί­α­στοι γιὰ τὴν τρι­σμέ­γι­στη σο­φί­α τοῦ ἀ­πά­νω κό­σμου ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι κύ­κλος. Μᾶλ­λον ἔ­τσι θὰ ἔ­νι­ω­θα καὶ ἐ­γὼ ἐ­κεῖ­νο τὸ γι­ορ­τι­νὸ με­ση­με­ρά­κι ποὺ πῆ­ρα γιὰ πέμ­πτη, ἕ­κτη φο­ρὰ τὸ και­νού­ριο μας Με­τρὸ πη­γαί­νον­τας ἄ­σκο­πα πρὸς τὸ τέρ­μα καὶ πά­λι πρὸς τὴν ἀ­φε­τη­ρί­α γλεν­τών­τας τὸ συγ­κοι­νω­νια­κὸ ἐ­πί­τευγ­μα τῆς πρω­τεύ­ου­σας. Εἶ­χε ἐγ­και­νια­σθεῖ πρὶν λί­γες μέ­ρες. Μπο­ρού­σα­με ἐ­πι­τέ­λους οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι νὰ κυ­κλο­φο­ροῦ­με μέ­σα στὴ γῆ ἄ­νε­τα καὶ γρή­γο­ρα σὰν τοὺς ἀ­ρου­ραί­ους. Ὁ κα­θέ­νας ἔμ­παι­νε καὶ ἔ­βγαι­νε σὲ ὅ­ποια τρύ­πα ἤ­θε­λε. Σὲ μιὰ ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πλα­νή­σεις μου στὴν ἔ­ξο­δο τοῦ σταθ­μοῦ «Ὁμόνοια» συγ­κρού­σθη­κα ἄ­γαρ­μπα μὲ κά­ποι­α κυ­ρί­α. Τὸ αἰ­σθάν­θη­κα ἐ­νο­χλη­τι­κὸ σὰ νὰ ἤ­θε­λε νὰ μὲ σκουν­τή­σει ἐκ προ­θέ­σε­ως. Τὴν κοί­τα­ξα ἐ­νο­χλη­μέ­νος, ἐ­κεί­νη δὲν μὲ κοί­τα­ξε κάν.Τὰ μαῦ­ρα γυα­λιά της κοι­τοῦ­σαν εὐ­θεί­α, ὕ­στε­ρα εἶ­δα στὸ χέ­ρι της τὸ πτυσ­σό­με­νο μπα­στου­νά­κι τῶν τυ­φλῶν ποὺ ἤ­δη ἄρ­χι­σε νὰ τὸ πε­ρι­φέ­ρει καὶ νὰ ξύ­νει τὸ δά­πε­δο τῆς ἀ­πο­βά­θρας ἀ­να­ζη­τών­τας ἀ­σφα­λῆ πο­ρεί­α. Δύ­σκο­λο νὰ πι­στέ­ψω ὅ­τι τὸ μπα­στου­νά­κι τῶν τυ­φλῶν δὲν εἶ­ναι ζῶν ὀρ­γα­νι­σμὸς καὶ ὅ­τι κά­που ἔ­χει ἄ­γρυ­πνα μι­κρο­σκο­πι­κὰ μα­τά­κια σὰν τοῦ φι­διοῦ. Πα­ρα­τη­ρεῖ­στε το! Κοί­τα­ξα τώ­ρα τὴν κυ­ρί­α μὲ συμ­πά­θεια, ἐν­τά­ξει εἶ­χε γιὰ τὴ βο­ή­θειά της τὸ μα­γι­κὸ ρα­βδά­κι ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ χρο­νιά­ρες μέ­ρες ἔ­πρε­πε νὰ κά­νω τὸ κα­λό. Προ­σφέρ­θη­κα νὰ τὴν βο­η­θή­σω καὶ τὴν ἄγ­γι­ξα ἐ­πι­κοι­νω­νια­κά. Χα­μο­γέ­λα­σε καὶ δέ­χτη­κε τὴ βο­ή­θειά μου. Ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ σα­ράν­τα χρο­νῶν καὶ τὰ μαῦ­ρα γυα­λιά της πό­τε πρό­σθε­ταν πό­τε ἀ­φαι­ροῦ­σαν μυ­στή­ριο ἀ­πὸ τὴν πα­γω­μέ­νη φυ­σι­ο­γνω­μί­α της. Ἐ­γὼ μὲ τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­ση τοῦ ἀ­νοι­χτο­μά­τη κοί­τα­ζα τὶς πι­να­κί­δες καὶ τὶς φω­τει­νὲς ἐν­δεί­ξεις τῶν εἰ­σό­δων, ἐ­ξό­δων, ἀ­νό­δων, κα­θό­δων, τὰ βέ­λη καὶ βε­λά­κια τῆς πο­ρεί­ας, τὶς κυ­λι­ό­με­νες καὶ στα­θε­ρὲς σκά­λες κ.τ.λ. καὶ ἀ­πο­φά­σι­σα νὰ κι­νη­θῶ πρὸς τὴν σω­στὴ κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου κα­τεύ­θυν­ση ἐ­ξό­δου τοῦ λα­βυ­ρίν­θου. Ἡ πρώ­τη ἀ­πό­πει­ρα ἐ­ξό­δου μὲ ἔ­στει­λε ἀλ­λοῦ, ἡ δεύ­τε­ρη ἀλ­λοῦ, τὰ λά­θη μου ἦ­ταν δύ­ο στὰ δύ­ο. Ἐ­κεί­νη τί­να­ξε τὸ μπρά­τσο της νὰ ἀ­νε­ξαρ­τη­το­ποι­η­θεῖ ἀ­πὸ τὴ συ­νο­δεί­α μου. Στά­θη­κε ἀ­κί­νη­τη μὲ ὑ­ψω­μέ­νο τὸ κε­φά­λι σὰν κά­τι νὰ ὀ­σμι­ζό­ταν ἀ­πὸ μα­κρυά. Συ­γύ­ρι­σε τὸ κορ­μί της ὅ­πως τὰ ἀ­πο­δη­μη­τι­κὰ ποὺ γυ­μνά­ζουν τὶς φτε­ροῦ­γες, ὕ­στε­ρα ἄ­κου­σα μὲ κα­τά­πλη­ξη κά­τι ποὺ εἶ­πε δυ­να­τά, μᾶλ­λον πρὸς ἐ­μέ­να σὰν δι­α­τα­γή. «Ἀκολουθεῖστε». Τὸ ἄγ­χος τοῦ ἐγ­κλω­βι­σμοῦ μας με­τα­βλή­θη­κε σὲ δι­κή μου ἀ­μη­χα­νί­α καὶ ντρο­πή. Ὅ­μως μη­χα­νι­κὰ τὴν ἀ­κο­λού­θη­σα, μὲ κρά­τα­γε δι­α­κρι­τι­κὰ ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι καὶ βά­δι­ζε μὲ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση. Προ­σπα­θοῦ­σα νὰ κοι­τά­ξω λο­ξά, δί­πλα ἀ­πὸ τὰ γυα­λιὰ τὰ μά­τια της. Ἦ­ταν κλει­στά, τό­σο κλει­στὰ σὰν πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα ἀ­κα­τοί­κη­του σπι­τιοῦ. Τὸ ρα­βδά­κι της χτυ­ποῦ­σε ρυθ­μι­κά, ἀ­δι­ά­κο­πα σὲ δά­πε­δα, τοι­χεῖ­α, πα­πού­τσια πε­ρα­στι­κῶν. Πά­λι ξα­να­κοί­τα­ξα τὰ μά­τια της μὲ δι­α­κρι­τι­κὸ τρό­πο ἐ­πει­δὴ ὑ­πο­πτευ­ό­μουν βά­σι­μα ὅ­τι μᾶλ­λον βλέ­πει, ἔ­στω πί­σω ἀ­πὸ μιὰ λε­πτὴ κουρ­τί­να. Τὰ μά­τια της ἦ­ταν δύ­σμορ­φες οὐ­λές. Τώ­ρα ὅ­μως μὲ ἔ­σερ­νε ἀ­λάν­θα­στα πρὸς τὸν ἀ­νελ­κυ­στή­ρα. Πά­τη­σε τὸ κουμ­πί, κα­τά­λα­βε πό­τε ἦρ­θε ἡ καμ­πί­να, ἄ­νοι­ξε, σχε­δὸν μὲ ἔ­συ­ρε μέ­σα, μὲ εἶ­χε ἀ­κό­μα κρα­τη­μέ­νο ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι τοῦ παλ­τοῦ. Μὲ ὀρ­θά­νοι­χτη —σὰν μούν­τζα— τὴ δε­ξιά της πα­λά­μη χά­ι­δε­ψε ἐ­κτε­τα­μέ­να τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς καμ­πί­νας στὴν πλευ­ρὰ τῶν κουμ­πι­ῶν. Χω­ρὶς δι­σταγ­μὸ πά­τη­σε τὸ σω­στὸ μπου­τὸν ποὺ ἔ­βγα­ζε στὸ πρῶ­το ὑ­πό­γει­ο τῆς Ὁ­μό­νοι­ας. Ἐ­ξήλ­θα­με. Πλέ­ον ἤ­μουν σὲ πα­σί­γνω­στο μέ­ρος, ἀ­να­κου­φί­σθη­κα. Ἴ­σως κά­τι πε­ρί­με­νε ν΄ἀ­κού­σει ἀ­πὸ μέ­να ποὺ ὅ­μως δὲν τὸ ἄ­κου­γε. Δι­αι­σθα­νό­μουν τὴν πλη­σμο­νή της. Μὲ εἶ­χε ἀ­κό­μα κρα­τη­μέ­νον ἀ­πὸ τὸ μα­νί­κι καὶ στε­κό­ταν λο­ξά μου. Ἄ­κου­σα νὰ λέ­ει ψυ­χρὰ ἀλ­λὰ στορ­γι­κά: «Φαν­τά­ζο­μαι ξέ­ρε­τε νὰ βγεῖ­τε ἀ­πὸ δῶ. Πρὸς τὰ ποῦ πᾶ­τε;» Ἂν ἀ­παν­τοῦ­σα θὰ ἔ­πρε­πε ἐν­τί­μως μό­νο αὐ­τὸ νὰ πῶ :«Κα­λή μου κυ­ρί­α θὰ πά­ω νὰ βγά­λω τὰ μά­τια μου. Θέ­λω κι ἐ­γὼ νὰ βλέ­πω ἀ­πὸ ἄλ­λα μά­τια ὅ­πως ἐ­σεῖς, ἐ­τοῦ­τα τὰ πρά­σι­να τὰ ἔ­χω γιὰ ὀ­μορ­φιά.» Ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι τὸ κορ­μί της τρέ­μει, ὅ­τι τρο­φο­δο­τεῖ­ται ἀ­πὸ ἄ­γνω­στα μα­γνη­τι­κὰ πε­δί­α, τρέ­μει σὰν τὸ ρα­βδὶ τῶν ρα­βδο­σκό­πων. Συ­γυ­ρί­σθη­κε, ὕ­ψω­σε τὸ κε­φά­λι σὰν κά­τι νὰ ὀ­σφραί­νε­ται, μὲ μιὰ νευ­ρι­κὴ κί­νη­ση μὲ ξαγ­κί­στρω­σε ἀ­πὸ τὸ κρά­τη­μα τοῦ παλ­τοῦ, δη­μι­ουρ­γή­θη­κε με­τα­ξὺ μας ἀ­πό­στα­ση κι ἐ­γὼ αἰ­σθάν­θη­κα πο­λὺ ἄ­σχη­μα, ὅ­πως αἰ­σθά­νε­ται τὸ ἄ­γευ­στο ψα­ρά­κι ποὺ τὸ ξαγ­κι­στρώ­νουν οἱ ψα­ρά­δες καὶ τὸ πε­τᾶ­νε μὲ πε­ρι­φρό­νη­ση πά­λι στὸ νε­ρό. Ἀ­πὸ τὰ σπα­σμέ­να ρου­θου­νά­κια τρέ­χει τὸ λι­γο­στὸ αἷ­μα στὴν ἀ­πέ­ραν­τη θά­λασ­σα, ἀ­δύ­να­τον νὰ τὴν κοκ­κι­νή­σει. Ὅ­μως δὲν ἦ­ταν μά­ται­ο τὸ ἀγ­κί­στρω­μά του. Στὸν λί­γο χρό­νο ποὺ σπαρ­τά­ρι­σε στὸ κα­λά­μι τοῦ ψα­ρὰ εἶ­δε ὅ­τι ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ νε­ρὰ ὑ­πάρ­χει ἕ­νας ἄλ­λος δι­α­φο­ρε­τι­κός, ἀ­δι­α­νό­η­τος κό­σμος. Τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τὴ τὴ λέ­ω στοὺς φί­λους μου, στὸν Κούρ­τη, στὸν Ρεκ­κέ, στὸν Πα­πα­νώ­τη καὶ γε­λοῦν. Ὅ­μως δὲν τὴν πι­στεύ­ουν. Νο­μί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι τῆς φαν­τα­σί­ας μου, δὲν ὑ­πο­ψι­ά­ζον­ται ὅ­τι ἕ­νας ἀ­λη­θι­νὰ τυ­φλὸς μπο­ρεῖ νὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σει.

 

      14.03.2012

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Βα­σί­λης Γκου­ρο­γιά­ννης (Γρα­νί­τσα Ἰ­ω­αν­νί­νων, 1951). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα, θέ­α­τρο. Φοί­τη­σε στὴ Νο­μι­κὴ Σχο­λὴ Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἀ­πὸ τὸ 1977 ἐρ­γά­ζε­ται ὡς δι­κη­γό­ρος στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ἀ­πὸ φω­το­γρα­φί­α βου­νοῦ (ποί­η­ση, ἐκδ. Τὸ Δέν­τρο, Ἀ­θή­να, 1985), Τὸ ἀ­ση­μό­χορ­το ἀν­θί­ζει (μυ­θι­στό­ρη­μα, Κα­στα­νι­ώ­της, Ἀ­θή­να, 1992), Κόκ­κι­νο στὴν Πρά­σι­νη Γραμ­μή (μυ­θι­στό­ρη­μα, Με­ταίχ­μιο, Ἀ­θή­να, 2009). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη γω­νία (Με­ταίχ­μιο, Ἀ­θή­να, 2011).

 

Εἰκόνα: Ἐπιτοίχιος χάρτης γιὰ τυφλοὺς στὸ παρισινὸ μετρό.