Γκὺ Ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant)
Ὄνειρα
(Rêves)
ΤΑΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΕΙΠΝΟ μὲ φίλους, παλιοὺς φίλους. Ἦταν πέντε: ἕνας συγγραφέας, ἕνας γιατρὸς καὶ τρεῖς ἀνύπανδροι, ἀνεπάγγελτοι πλούσιοι ἄνδρες.
Εἴχαμε μιλήσει περὶ παντὸς ἐπιστητοῦ καὶ βρισκόμασταν σὲ μιὰ κατάσταση νωχέλειας, ἐκείνη ἡ νωχέλεια ποὺ προηγεῖται τῆς ἀναχώρησης μετὰ τὸ γεῦμα. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνδαιτημόνες ποὺ κοίταζε σιωπηλὸς ἐπὶ πέντε λεπτὰ τὴ θορυβώδη, κελαρυστὴ καὶ στολισμένη μὲ τὰ μπὲκ γκαζιοῦ λεωφόρο, λέει ξαφνικά:
«Ὅταν δὲν ἀσχολεῖται κανεὶς μὲ τίποτε ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ, οἱ μέρες εἶναι ἀτελείωτες.»
«Καὶ οἱ νύχτες ἐπίσης» πρόσθεσε κάποιος ποὺ καθόταν δίπλα του. «Δὲν κοιμᾶμαι καθόλου, οἱ ἀπολαύσεις μὲ κουράζουν, οἱ συζητήσεις εἶναι πάντα οἱ ἴδιες· ποτὲ δὲν σκοντάφτω πάνω σὲ μιὰ νέα ἰδέα καὶ πρὶν ξεκινήσω μιὰ συζήτηση μὲ κάποιον, αἰσθάνομαι μιὰ σφοδρὴ ἐπιθυμία νὰ μὴ λέω, οὔτε ν’ ἀκούω τίποτε. Δὲν ξέρω τί νὰ κάνω τὰ βράδια μου.»
Καὶ ὁ τρίτος ἄεργος ἀναφώνησε:
«Θὰ πλήρωνα ὅσο-ὅσο γιὰ νὰ περνῶ καθημερινά, τουλάχιστον δύο ὧρες εὐχάριστες.»
Τὴ στιγμὴ ἐκείνη πλησίασε ὁ συγγραφέας ὁ ὁποῖος μόλις εἶχε ἀποθέσει στὸ μπράτσο του τὸ ἐπανωφόρι του.
«Ἐκεῖνος», εἶπε, «ποὺ θὰ ἀνακάλυπτε ἕνα καινούργιο βίτσιο καὶ θὰ τὸ πρόσφερε στοὺς ὁμοίους του ὥστε νὰ συντομέψει κατὰ τὸ ἥμισυ τὴ ζωή τους, θὰ πρόσφερε μεγαλύτερη ὑπηρεσία στὴν ἀνθρωπότητα, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θὰ ἔβρισκε ἕναν νέο τρόπο γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν αἰώνια ὑγεία καὶ νεότητα».
Ὁ γιατρὸς ξέσπασε σὲ γέλια· καὶ μασώντας τὸ ποῦρο του εἶπε:
«Ναί, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἀνακαλύψει κανεὶς ἔτσι ἁπλά. Παρ’ ὅλες τὶς ἐπισταμένες ἔρευνες καὶ μελέτες σχετικὰ μὲ τὴν ὕλη ἀπὸ συστάσεως κόσμου. Οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ἔφτασαν ξαφνικὰ στὴν τελειότητα αὐτοῦ τοῦ εἴδους. Ἐμεῖς, μόλις καὶ μετὰ βίας μποροῦμε νὰ συγκριθοῦμε μαζί τους.»
Ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἄεργους μουρμούρισε:
«Κρίμα.»
Κι ἕνα λεπτὸ μετὰ πρόσθεσε:
«Ἂν μποροῦμε τουλάχιστον νὰ κοιμόμαστε, νὰ κοιμόμαστε καλὰ χωρὶς νὰ αἰσθανόμαστε οὔτε κρύο, οὔτε ζέστη, νὰ κοιμόμαστε ἐξαφανίζοντας τὴ μεγάλη κόπωση ποὺ νιώθουμε τὰ βράδια, νὰ κοιμόμαστε δίχως νὰ βλέπουμε ὄνειρα.»
«Γιατί δίχως ὄνειρα;» ρώτησε ὁ γείτονάς του.
Ὁ ἄλλος συνέχισε:
«Γιατὶ τὰ ὄνειρα δὲν εἶναι πάντα εὐχάριστα, εἶναι πάντα παράξενα, ἀπίθανα, ἀσυνάρτητα, κι ἐπειδὴ κοιμόμαστε, δὲν μποροῦμε νὰ ἀπολαύσουμε τὰ καλύτερα, ὅπως θὰ θέλαμε. Πρέπει νὰ ὀνειρευόμαστε ξύπνιοι.»
«Καὶ ποιός σᾶς ἐμποδίζει»; ρώτησε ὁ συγγραφέας.
Ὁ γιατρὸς πέταξε τὸ ποῦρο του.
«Ἀγαπητέ μου, γιὰ νὰ ὀνειρευτεῖς, χρειάζεται μεγάλη δύναμη καὶ πολὺ δουλειὰ ὥστε νὰ ἔχεις τὴν ἀναγκαία θέληση, καὶ συνεπῶς ἡ κόπωση ποὺ θὰ προκύψει ἀπὸ ὅλη τὴν προσπάθεια, θὰ εἶναι μεγάλη.
»Ὅμως, τὸ πραγματικὸ ὄνειρο, ἐκεῖνος ὁ περίπατος τῆς σκέψης μας μέσα ἀπὸ γοητευτικὰ ὁράματα, εἶναι ἀναμφίβολα, ὅ,τι πιὸ ἀπολαυστικὸ ὑπάρχει στὸν κόσμο· ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔρθει μὲ φυσικὸ τρόπο, νὰ μὴν τὸ προκαλοῦμε ἐμεῖς βεβιασμένα καὶ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη σωματικὴ εὐεξία. Τὸ ὄνειρο αὐτὸ μπορῶ νὰ σᾶς τὸ προσφέρω, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ μοῦ ὑποσχεθεῖτε πὼς δὲν θὰ κάνετε κατάχρηση.»
Ὁ συγγραφέας ἀνασήκωσε τοὺς ὤμους:
«Ἄ, ξέρω, τὸ χασίς, τὸ ὄπιο, ἡ πράσινη μαρμελάδα, οἱ τεχνητοὶ παράδεισοι. Διάβασα τὸν Μπωντλαίρ· καὶ μάλιστα δοκίμασα τὸ περίφημο ναρκωτικὸ ποὺ μὲ ἔριξε βαριὰ ἄρρωστο.»
Ὁ γιατρὸς κάθισε.
«Ὄχι, αἰθέρα, μόνον αἰθέρα, τίποτε ἄλλο, καὶ θὰ πρόσθετα ὅτι ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων, θὰ ἔπρεπε ποῦ καὶ ποῦ νὰ κάνετε χρήση.»
Οἱ τρεῖς πλούσιοι ἄνδρες πλησίασαν. Ὁ ἕνας ρώτησε:
«Ἐξήγησέ μας λοιπὸν τὰ ἀποτελέσματα ἀπὸ τὴ χρήση του.»
Ὁ γιατρὸς ἀπάντησε:
«Ἂς ἀφήσουμε κατὰ μέρος τὰ μεγάλα λόγια, ἐντάξει; Δὲν μιλῶ μὲ ὅρους ἰατρικῆς, οὔτε ἠθικῆς· μιλῶ γιὰ τὴν ἀπόλαυση. Καθημερινὰ ἐπιδίδεστε σὲ ὑπερβολὲς ποὺ ροκανίζουν τὴ ζωή σας. Θέλω νὰ σᾶς ὑποδείξω μιὰ νέα ἐμπειρία τὴν ὁποίαν μόνο οἱ εὐφυεῖς ἄνθρωποι μποροῦν νὰ βιώσουν, θὰ ἔλεγα μάλιστα: οἱ πολὺ εὐφυεῖς, γιατί εἶναι ἐπικίνδυνη ὅπως καὶ κάθε τὶ ποὺ προκαλεῖ ὑπερδιέγερση τῶν ἐσωτερικῶν ὀργάνων μας, ἀλλὰ εἶναι ἐξαιρετική. Θὰ πρόσθετα δὲ ὅτι χρειάζεται μιὰ κάποια προετοιμασία, δηλαδὴ θὰ πρέπει νὰ μᾶς γίνει συνήθεια προκειμένου νὰ αἰσθανθοῦμε ἀπόλυτα τὰ μοναδικὰ ἀποτελέσματα τοῦ αἰθέρα.
»Τὰ ἀποτελέσματά του διαφέρουν ἀπὸ ἐκεῖνα τοῦ χασίς, τοῦ ὀπίου ἢ τῆς μορφίνης καὶ σταματοῦν ἀμέσως μόλις διακόπτεται ἡ εἰσπνοή του, ἐνῶ τὰ ἄλλα ποὺ παράγουν ὀνειρικὲς καταστάσεις, συνεχίζουν τὴ δράση τους ἐπὶ πολλὲς ὧρες ἀκόμα.
»Τώρα θὰ προσπαθήσω νὰ ἀναλύσω ὅσο γίνεται μὲ μεγαλύτερη σαφήνεια αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται κανείς. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι εὔκολα, εἶναι πολὺ εὔθραυστες, σχεδὸν ἀσύλληπτες αὐτὲς οἱ αἰσθήσεις.
»Εἶχα ἀρχίσει νὰ χρησιμοποιῶ αὐτὸ τὸ φάρμακο, ὅταν εἶχα προσβληθεῖ ἀπὸ πολὺ δυνατὲς νευραλγίες, ἀλλὰ ἔκτοτε μᾶλλον ἔκανα μιὰ κάποια κατάχρηση.
»Ὑπέφερα ἀπὸ πολὺ δυνατοὺς πονοκεφάλους καὶ πονόλαιμους, καθὼς καὶ ἀπὸ μιὰ ἀφόρητη θερμότητα στὸ δέρμα μου, ἕναν ἀνησυχητικὸ πυρετό. Πῆρα ἕνα μεγάλο φιαλίδιο αἰθέρα καὶ ἀφοῦ ξάπλωσα, εἶχα ἀρχίσει νὰ τὸν εἰσπνέω σιγὰ-σιγά. Σὲ λίγα λεπτά, εἶχα τὴν αἴσθηση ὅτι ἄκουγα θολὰ ἕνα μουρμουρητὸ ποὺ πολὺ γρήγορα ἔγινε ἕνα εἶδος βουητοῦ, καὶ ὅτι ὅλο τὸ μέσα μου γινόταν ἐλαφρύ, ἐλαφρὺ σὰν ἀέρας ποὺ ἐξατμιζόταν.
»Μετά, αἰσθανόμουν ἕνα εἶδος ψυχικοῦ λήθαργου, μιᾶς ὑπνωτικῆς εὐεξίας παρὰ τοὺς πόνους ποὺ ἐπέμεναν, ἀλλὰ ποὺ εἶχαν πάψει πλέον νὰ εἶναι ἀφόρητοι. Ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πόνους ποὺ δέχεται κανεὶς νὰ τοὺς ὑπομένει καὶ ὄχι πιὰ ἐκεῖνος ὁ φρικτὸς σπαραγμὸς ἐνάντια στὸν ὁποῖον διαμαρτύρεται τὸ βασανισμένο κορμί μας.
»Ἀμέσως, ἡ παράξενη καὶ γοητευτικὴ αἴσθηση κενοῦ ποὺ εἶχα στὸ στῆθος μου, ἐπεκτάθηκε καὶ στὰ ὑπόλοιπα μέλη μου, ποὺ ἔγιναν κι αὐτὰ μὲ τὴ σειρά τους πολὺ ἐλαφριά, ἐλαφριὰ σὰν νὰ εἶχαν συγχωνευθεῖ ἡ σάρκα καὶ τὰ ὀστά μου καὶ εἶχε μείνει μόνο τὸ δέρμα, ἀναγκαῖο γιὰ νὰ μὲ κάνει νὰ γευτῶ τὴ γλύκα τῆς ζωῆς καὶ νὰ γέρνω μέσα της μὲ εὐεξία. Τότε διαπίστωσα ὅτι δὲν ὑπέφερα πιά. Ὁ πόνος εἶχε φύγει, συγχωνεύτηκε κι αὐτὸς καὶ ἐξατμίστηκε. Καὶ τότε ἄκουσα φωνές, τέσσερις φωνές, δύο διαλόγους ποὺ δὲν μποροῦσα ὅμως νὰ διακρίνω τὰ λόγια. Ἄλλοτε ἦταν δυσδιάκριτοι ἦχοι κι ἄλλοτε ἔφτανε στ’ αὐτιά μου κάποια λέξη ποὺ ξεχώριζε. Ἀλλὰ ἀναγνώρισα ὅτι ἦταν μόνο τὸ ὀξυμένο βουητὸ στ’ αὐτιά μου. Δὲν κοιμόμουν, ἤμουν ξύπνιος· καταλάβαινα, αἰσθανόμουν, ἤμουν σὲ θέση νὰ σκέπτομαι λογικά, καθαρά, καὶ βαθιά, μὲ μιὰ ἐξαιρετικὴ δύναμη καὶ μιὰ χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ μιὰ παράξενη μέθη ποὺ ἦταν ἀποτέλεσμα τοῦ δεκαπλασιασμοῦ τῶν νοητικῶν ἱκανοτήτων μου.
»Δὲν ἦταν ὄνειρο ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ χασίς, δὲν ἦταν οὔτε τὰ κάπως νοσηρὰ ὁράματα τοῦ ὀπίου· ἦταν μιὰ ἐξαιρετικὴ ὄξυνση τῆς σκέψης, ἕνας νέος τρόπος νὰ βλέπω, νὰ κρίνω, νὰ ἐκτιμῶ τὰ πράγματα τῆς ζωῆς, νὰ εἶμαι σίγουρος καὶ νὰ ἔχω ἀπόλυτη συνείδηση ὅτι αὐτὸς ὁ τρόπος ἦταν ὁ ἀληθινός.
»Καὶ ξαφνικά, μοῦ πέρασε ἀπὸ τὸ μυαλὸ ἡ ἀρχαία εἰκόνα τῆς Γραφῆς. Μοῦ φαινόταν ὅτι εἶχα γευτεῖ τὸν καρπὸ τῆς Ἐπιστήμης καὶ ὅτι μοῦ ἀποκαλύπτονταν ὅλα τὰ μυστήρια, τόσο πολὺ βρισκόμουν ὑπὸ τὸ κράτος μιᾶς νέας, παράξενης καὶ ἀναντίρρητης λογικῆς.
»Καὶ τὰ ἐπιχειρήματα, οἱ συλλογισμοί, οἱ ἀποδείξεις ἔφταναν σωρηδὸν καὶ ὅλα αὐτὰ ἀνατρέπονταν ἀμέσως ἀπὸ μιὰ ἀπόδειξη, ἕναν λογικὸ συλλογισμό, ἕνα ἰσχυρότερο ἐπιχείρημα. Τὸ κεφάλι μου εἶχε γίνει ἡ παλαίστρα νέων ἰδεῶν. Ἤμουν ἕνα ἀνώτερο ὄν, ἐξοπλισμένο μὲ μιὰ ἀήττητη εὐφυία καὶ γευόμουν μιὰ ὑπέρμετρη ἡδονή, διαπιστώνοντας τὴν δύναμή μου.
»Αὐτὸ κράτησε πολύ. Εἰσέπνεα πάντοτε τὸν αἰθέρα μου ἀπὸ τὸ στόμιο τοῦ φιαλιδίου μου. Ξαφνικὰ ἀντιλήφθηκα ὅτι ἦταν ἄδειο καὶ ἔνιωσα μιὰ τρομακτικὴ θλίψη.»
Οἱ τέσσερις ἄνδρες ἀναφώνησαν μὲ μιὰ φωνή: «Γιατρὲ γρήγορα μιὰ συνταγὴ γιὰ ἕνα λίτρο αἰθέρα!!» Ἀλλὰ ὁ γιατρὸς φορώντας τὸ καπέλο του ἀπάντησε:
«Ἄ, ὅλα κι ὅλα, πᾶτε νὰ σᾶς δηλητηριάσουν οἱ ἄλλοι!»
Καὶ βγῆκε.
Κυρίες καὶ κύριοι, ἂν τὸ ἀντέχει ἡ καρδιά σας!!!!
8 Ἰουλίου 1882
Πηγή: Ἀπὸ τὸ βιβλίο Contes Fantastiques Complets, ἐπιλογὴ κειμένων, παρουσίαση, σημειώσεις: ἐκδόσεις Marabout. Πρώτη δημοσίευση: 8 Ἰουλίου 1882, στὸ Gil Blas.
Γκὺ ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant) (Tourville-sur-Arques 5.8.1850-Παρίσι 6.7.1893). Διηγηματογράφος καὶ νοβελίστας, συνδεόταν μὲ φιλία μὲ τὸν Ἐμὶλ Ζολὰ καὶ τὸν Γουσταῦο Φλωμπέρ. Τὰ ἔργα του χαρακτηρίζονται, παρὰ τὸ στοιχεῖο τοῦ φανταστικοῦ καὶ τὸν πεσιμισμὸ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ αὐτό, ἀπὸ μεγάλη ρεαλιστικὴ δύναμη καὶ ἔλεγχο τῶν ἐκφραστικῶν του μέσων. Ἡ παρουσία του στὸ λογοτεχνικὸ στερέωμα τῆς Γαλλίας, διαρκεῖ μία δεκαετία, ἀπὸ τὸ 1880 ἕως τὸ 1890, πρὶν τρελαθεῖ καὶ πεθάνει σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν. Ἀπέκτησε φήμη πρὶν τὸ θάνατό του καὶ ἐξακολουθεῖ ἀκόμα καὶ σήμερα νὰ θεωρεῖται μεγάλος συγγραφέας ἐνῶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ ἔργο του ἀναζωπυρώθηκε καὶ ἀπὸ τὴ μεταφορὰ ἔργων του στὸν κινηματογράφο.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Ἰωάννα Ἀβραμίδου (Δράμα, 1951). Φιλόλογος, μεταφράστρια. Ἐργάστηκε ὡς μεταφράστρια στὴν ΕΕ ἀπὸ τὸ 1980 ἕως τὸ 2001. Ἀπὸ τὸ 2003 ἀσχολεῖται μὲ τὴ μετάφραση λογοτεχνίας, ποίησης, καὶ φιλοσοφίας ἀπὸ τὰ γαλλικά, γερμανικά, ἀγγλικὰ καὶ ἰταλικά.
Εἰκόνα: Τὸ γραφεῖο τοῦ Γκὺ ντὲ Μωπασσὰν στὸ Παρίσι.
Filed under: Αβραμίδου Ιωάννα,Γαλλικά,Νοσήματα,Περιγραφή,Φυγή,Ψυχή,Ψυχογραφία,Maupassant Guy de | Tagged: Guy de Maupassant,Γαλλικό διήγημα,Ιωάννα Αβραμίδου | Τὰ σχόλια στὸ Γκὺ Ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant): Ὄνειρα ἔχουν κλείσει