Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Θεραπεῖες



Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης


Θε­ρα­πεῖ­ες


ΟΝ ΚΑΙΡΟ τῆς ἀρρώστιας τῆς μη­τέ­ρας, ὅ­πως τό­σοι καὶ τό­σοι ἄν­θρω­ποι, ἐ­πι­σκε­πτό­μα­σταν σὲ τα­κτὰ χρο­νι­κὰ δι­α­στή­μα­τα τὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι γιὰ τὶς ἀ­ναγ­καῖ­ες χη­μει­ο­θε­ρα­πεῖ­ες. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ξε­κι­νοῦ­σε νω­ρὶς τὸ πρω­ῒ μὲ τὶς ἐ­ξε­τά­σεις αἵ­μα­τος, καὶ τε­λεί­ω­νε ἀρ­γὰ τὸ με­ση­μέ­ρι. Οἱ ἡ­μέ­ρες καὶ οἱ ἡ­με­ρο­μη­νί­ες ἦ­ταν αὐ­στη­ρὰ κα­θο­ρι­σμέ­νες καὶ ἄλ­λα­ζαν μό­νο ἂν ὑ­πῆρ­χαν ἀ­νυ­πέρ­βλη­τα ἐμ­πό­δια. Ἔ­τσι λί­γο-πο­λὺ στοὺς δι­α­δρό­μους στοι­βα­ζό­μα­σταν λό­γω καὶ ἔλ­λει­ψης χώ­ρου —στὸ πα­λιὸ τό­τε ἀ­κό­μα νο­σο­κο­μεῖ­ο—οἱ ἴ­δι­ες πά­νω-κά­τω φυ­σι­ο­γνω­μί­ες ἀ­σθε­νῶν καὶ συ­νο­δῶν. Καὶ λέ­ω λί­γο-πο­λὺ για­τί κά­ποι­οι ἐν τῷ με­τα­ξὺ τε­λεί­ω­ναν τὸν κύ­κλο τῆς θε­ρα­πεί­ας τους καὶ δὲν ξα­να­έρ­χον­ταν γιὰ με­γά­λο δι­ά­στη­μα, ἄλ­λοι πά­λι τε­λεί­ω­ναν τὸν κύ­κλο τῆς ζω­ῆς τους καὶ μα­θαί­να­με τὰ ἄ­σχη­μα νέ­α ἀ­πὸ τοὺς ἄλ­λους συ­νο­δοι­πό­ρους στὸν Γολ­γο­θᾶ τῆς ἐ­πά­ρα­της νό­σου.

       Ἕ­να με­ση­μέ­ρι κα­τὰ τὶς δώ­δε­κα, κα­θὼς πε­ρί­με­να στὸ δι­ά­δρο­μο ὄρ­θιος ­—στὶς λί­γες θέ­σεις κά­θον­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νοι καὶ ἀ­σθε­νεῖς— ἐ­νῶ ἡ μη­τέ­ρα μου εἶ­χε ἀρ­χί­σει τὴ θε­ρα­πεί­α, ξα­πλω­μέ­νη σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα ὀ­δον­τιά­τρου, ἐμ­φα­νί­στη­κε ἕ­νας με­λα­ψὸς με­σή­λι­κας, πι­θα­νό­τα­τα τσιγ­γά­νος. Χαι­ρέ­τη­σε καὶ κά­θι­σε σὲ μιὰ ἄ­δεια θέ­ση στὸν κα­να­πέ. Εἶ­χε ἔρ­θει μό­νος του, χω­ρὶς συ­νο­δό. Ἐ­γὼ πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἔ­βλε­πα. Οἱ ἄλ­λοι ὅ­μως φά­νη­κε πὼς τὸν γνώ­ρι­ζαν. Ἔ­δω­σε αἷ­μα καὶ πε­ρί­με­νε τὴ σει­ρά του. Ὅ­ση ὥ­ρα κα­θό­ταν ἔ­βη­χε μὲ ἕ­ναν βα­θὺ ὕ­που­λο βή­χα ποὺ τὸν συν­τά­ρα­ζε ὁ­λό­κλη­ρο. Ὁ για­τρός του ὡ­στό­σο ἀρ­γοῦ­σε νὰ ἔρ­θει, καὶ ὁ ἄν­θρω­πος κά­ποι­α στιγ­μὴ ση­κώ­θη­κε καὶ βγῆ­κε ἔ­ξω. Στά­θη­κε στὸν ἤ­σκιο, στὴν εἴ­σο­δο τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, ἄ­να­ψε ἕ­να τσι­γά­ρο καὶ ἄρ­χι­σε νὰ τὸ ρου­φᾶ λαί­μαρ­γα, βή­χον­τας ταυ­τό­χρο­να. Τὶς κι­νή­σεις του τὶς ἀν­τι­λή­φθη­καν οἱ πα­ρα­κα­θή­με­νοι καί, ὅ­ταν μπῆ­κε μέ­σα, κά­ποι­οι τοῦ ρί­χτη­καν – ἦ­ταν πρό­σφα­τες καὶ οἱ αὐ­στη­ρὲς δι­α­τά­ξεις τῆς εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ἕ­νω­σης, ποὺ εἶ­χαν ὀ­ξύ­νει στὸ ἔ­πα­κρο τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α τῶν ἀν­τι­κα­πνι­στῶν.

       — Κα­λὰ ἐ­σὺ δὲ βά­ζεις μυα­λό. Δὲν δι­ορ­θώ­νε­σαι μὲ τί­πο­τα; Οὔ­τε ἡ ἀρ­ρώ­στια σὲ συ­νε­τί­ζει;

       Ἐ­κεῖ­νος προ­σπά­θη­σε νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ ἡ φω­νή του κο­βό­ταν ἀ­πὸ βή­χα καὶ τε­λι­κὰ ἀ­κού­στη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ λό­γος, ἕ­να μούγ­κρι­σμα δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας.

       Με­τὰ μπῆ­καν κι ἄλ­λοι στὴ συ­ζή­τη­ση καὶ ἔ­βγα­λαν ὅ­λο τὸν πό­νο γιὰ τοὺς δι­κούς τους ἀρ­ρώ­στους πά­νω του, μὲ χτυ­πή­μα­τα δια­ρκῶς κά­τω ἀ­πὸ τὴ ζώ­νη. Τὸν ρώ­τη­σαν ἂν ἔ­χει παι­διὰ καί, ὅ­ταν ἔ­νευ­σε κα­τα­φα­τι­κά, τὸν κα­τη­γό­ρη­σαν ὅ­τι δὲν τὰ σκέ­φτε­ται καὶ τοῦ εἶ­παν καὶ ἄλ­λα λό­για ποὺ πλη­γώ­νουν ἕ­ναν ἄν­θρω­πο μὲ τε­ρά­στια ὑ­πο­μο­νή, ἀ­κό­μα καὶ ἂν εἶ­ναι ὑ­γι­ής.

       Ἐ­κεῖ­νος πε­ρι­έ­φε­ρε τὰ κα­φὲ σκοῦ­ρα μά­τια του γύ­ρω-γύ­ρω γε­μά­τα πό­νο, μουγ­κρί­ζον­τας καὶ βή­χον­τας, ψά­χνον­τας νὰ βρεῖ ὑ­πο­στή­ρι­ξη. Μά­ται­α ἐ­γὼ προ­σπά­θη­σα νὰ πῶ πὼς πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ τὸ τσι­γά­ρο σὲ αὐ­τὴ τὴν πό­λη βλα­πτι­κὸ εἶ­ναι τὸ καυ­σα­έ­ριο ποὺ εἰ­σπνέ­ου­με, τὰ αἰ­ω­ρού­με­να σω­μα­τί­δια. Ἐ­κεῖ­νος συγ­κα­τά­νευ­σε ἀλ­λὰ οἱ ἄλ­λοι δὲν ἡ­σύ­χα­ζαν καὶ τοῦ ἐ­πι­τί­θον­ταν συ­νέ­χεια.

       Τό­τε ση­κώ­θη­κε ἀ­πό­το­μα καὶ ἔ­δω­σε τέ­λος στὴ συ­ζή­τη­ση μὲ μιὰ σπα­ρα­κτι­κὴ ἀ­πο­στρο­φή. «Ἀ­φοῦ θὰ πε­θά­νω, ρὲ γα­μῶ­το, ἀ­φοῦ θὰ πε­θά­νω.» Καὶ δι­α­σχί­ζον­τας σκυ­φτός το δι­ά­δρο­μο ἄ­να­ψε ἄλ­λο ἕ­να τσι­γά­ρο, μό­λις βγῆ­κε ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο.

       Τὸν ἀ­κο­λού­θη­σα κι ἐ­γώ, ἀλ­λὰ βγαί­νον­τας κα­τευ­θύν­θη­κα στὸ πί­σω μέ­ρος τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου καὶ ἀ­φοῦ κά­θι­σα σὲ μιὰ βρό­μι­κη σκά­λα, ἔ­χω­σα τὸ κε­φά­λι μου ἀ­νά­με­σα στὰ πό­δια καὶ ἄρ­χι­σα νὰ κλαί­ω.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­τη­ς (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­τω­ν Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρα­ς (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009), Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶ­ν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014) καὶ Κα­τὰ μῆ­κος τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ὁ­δοῦ (Εὔ­μα­ρος 2019).


			

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της: Τσικνοπέμπτη



Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της


Τσι­κνο­πέμ­πτη


ΤΡΑΓΩΔΙΑ προ­χω­ροῦ­σε πρὸς τὴν ἔ­ξο­δο. Ὁ­λο­κλη­ρώ­να­με τὸ τρί­το ἐ­πει­σό­διο: «Ὁ δό­λος, τὸ εἶ­ναι καὶ φαί­νε­σθαι, ἡ γνώ­ση καὶ ἡ ἄ­γνοι­α» ἦ­ταν τὰ βα­σι­κὰ θέ­μα­τα τῆς ἑ­νό­τη­τας.

       Στὸ χῶ­ρο τοῦ σχο­λεί­ου ἔ­τρε­χαν γε­γο­νό­τα καὶ ἀ­να­μέ­νον­ταν ἐ­ξε­λί­ξεις.

       «Τοὺς ἔ­πια­σε χθές, ὁ ἄν­τρας της σὲ ραν­τε­βου­δά­κι» εἶ­πε ἕ­να πρω­ὶ ὁ Μίλ­τος.

       Μι­λοῦ­σε γιὰ τὸν μα­θη­μα­τι­κὸ καὶ τὴν Ἀγ­γλι­κοῦ. Εὐ­τυ­χῶς ὅ­μως δὲν ἄ­νοι­ξε μύ­τη. Δὲν ἔ­μα­θα πο­τὲ ποὺ κα­τέ­λη­ξε ἡ ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λὰ ὅ­λα ἔ­δει­χναν νὰ κυ­λοῦν φυ­σι­ο­λο­γι­κά. Τί­πο­τε δὲν τα­ρα­κού­νη­σε τὴν τελ­μα­τώ­δη ἀ­κι­νη­σί­α τοῦ σχο­λι­κοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος.

       «Ἡ γέν­νη­ση τοῦ δρά­μα­τος, ὁ Δι­θύ­ραμ­βος καὶ οἱ γι­ορ­τὲς τοῦ Δι­ο­νύ­σου ἐ­πα­νά­λη­ψη γιὰ τέ­στ τὴν ἄλ­λη Τε­τάρ­τη», ἀ­να­κοί­νω­σα στὴν τρί­τη Γυ­μνα­σί­ου πα­ρα­μο­νὲς Τσι­κνο­πέμ­πτης, ἀ­πο­βλέ­πον­τας μὲ τὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη νὰ ἀ­φο­μοι­ω­θοῦν κά­ποι­ες βα­σι­κὲς γνώ­σεις πρὶν χα­θοῦν στὴ λή­θη τοῦ χρό­νου.

       Τὸ βρά­δυ τῆς Τσι­κνο­πέμ­πτης τὸ κέ­φι στὴν τα­βέρ­να εἶ­χε κο­ρυ­φω­θεῖ. Κρα­σί, χο­ρὸς καὶ μιὰ κα­λὴ μι­κρὴ ὀρ­χή­στρα ὁ­δή­γη­σαν σὲ ἔ­ξα­ψη καὶ ἔκ­στα­ση τοὺς φαι­νο­με­νι­κὰ ἄ­καμ­πτους στὴ σχο­λι­κὴ κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα συ­να­δέλ­φους. Κα­τὰ τὶς δώ­δε­κα ὅ­λοι ἦ­ταν στὴν πί­στα. Τὰ ζευ­γά­ρια ἀ­να­κα­τεύ­τη­καν. «Κα­νεὶς δὲν ἦ­ταν κα­νε­νὸς» σὲ κεῖ­νο τὸ μπου­λού­κι τῶν ἀ­να­ψο­κοκ­κι­νι­σμέ­νων προ­σώ­πων τῶν ὁ­ποί­ων ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς ἄγ­γι­ζε τὴν ἱ­ε­ρὴ μα­νί­α. Τρεῖς φο­ρὲς ἕ­να χέ­ρι μοῦ χά­ι­δε­ψε τὸ σβέρ­κο καὶ πέ­ρα­σε τρυ­φε­ρὰ ἀ­πὸ τὴν πλά­τη μου. Δὲν ἦ­ταν τῆς γυ­ναί­κας μου, ἀλ­λὰ τῆς δι­ευ­θύν­τριας.

       Χα­ρά­μα­τα φύ­γα­με πα­ρα­πα­τών­τας ἀ­πὸ τὴν τα­βέρ­να τοῦ χω­ριοῦ. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα εἴ­χα­με κα­νο­νί­σει νὰ πᾶ­με τὰ παι­διὰ ἐκ­δρο­μή. Ὅ­λοι ἀ­πο­φεύ­γα­με με­τα­ξὺ μας νὰ κοι­τα­ζό­μα­στε γιὰ πο­λὺ στὰ μά­τια, σὰν νὰ ὑ­πῆρ­χε μυ­στι­κὴ συμ­φω­νί­α. Τὸ ὕ­φος μας, στὴ μί­νι συ­νε­δρί­α­ση ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σε προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κρα­τή­σει τὰ προ­σχή­μα­τα. Ἕ­να «ὤ­πα», ποὺ πέ­τα­ξε ὁ γυ­μνα­στής, μᾶς ἔ­κα­νε νὰ ξε­σπά­σου­με σὲ ἕ­να σύν­το­μο γέ­λιο.

       Τὴ Δευ­τέ­ρα κου­βεν­τι­ά­ζον­τας τὸ θέ­μα τῆς συ­ζυ­γι­κῆς πί­στης στὴν «Ἑ­λέ­νη», προ­σπά­θη­σα νὰ ἐμ­βα­θύ­νουν οἱ μα­θη­τὲς στὴν ἔν­νοι­α τοῦ τρα­γι­κοῦ καὶ τῆς πε­ρι­πέ­τειας. Δὲν ἔ­δει­ξαν νὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται γιὰ κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ δύ­ο.

       Στὸ τέ­λος τῆς ἑ­βδο­μά­δας ὁ Μίλ­τος μὲ πλη­σί­α­σε στὸ τρί­το δι­ά­λειμ­μα καὶ ψι­θύ­ρι­σε συ­νω­μο­τι­κὰ στὸ αὐ­τί μου: «Ἔ­χου­με δι­α­ζύ­γιο.»

       Ἔκ­πλη­κτος σή­κω­σα τὰ μά­τια ἀ­μή­χα­να καὶ κοί­τα­ξα τὸν μα­θη­μα­τι­κὸ ποὺ κα­θό­ταν στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τῆς αἴ­θου­σας. «Ὄ­χι αὐ­τός», μουρ­μού­ρι­σε πά­λι ὁ Μίλ­τος. «Ὁ Κώ­στας».

       Μι­λοῦ­σε γιὰ τὸν Κώ­στα ποὺ δί­δα­σκε τὸ μά­θη­μα τῆς τε­χνο­λο­γί­ας. Ὁ Κώ­στας ἦ­ταν κον­τὰ στὰ πε­νῆν­τα πέν­τε. Εἴ­κο­σι χρό­νια παν­τρε­μέ­νος, μὲ τρί­α παι­διά.

       «Κρί­μα, εἶ­πα. Πο­λὺ κρί­μα. Καὶ ποι­ά εἶ­ναι ἡ ὑ­παί­τιος;» ρώ­τη­σα μὲ πραγ­μα­τι­κὴ ἀ­πο­ρί­α.

       Ὁ Μίλ­τος ὕ­ψω­σε σι­γὰ-σι­γὰ τὸ βλέμ­μα καὶ μοῦ ἔ­δει­ξε μὲ νό­η­μα τὴ δι­ευ­θύν­τρια, ἡ ὁ­ποί­α μὲ γυ­ρι­σμέ­νη τὴν πλά­τη φω­το­τυ­ποῦ­σε ἔγ­γρα­φα στὸ μο­να­δι­κὸ φω­το­τυ­πι­κὸ τοῦ ἐ­παρ­χια­κοῦ μας σχο­λεί­ου, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν πα­λιὸ καὶ κα­θὼς λει­τουρ­γοῦ­σε βογ­κοῦ­σε καὶ βρυ­χό­ταν. Ὁ ἦ­χος του ἔ­μοια­ζε μὲ ἠ­χὼ ποὺ ἀ­νη­φό­ρι­ζε ἀ­πὸ βα­θιὰ δαι­δα­λώ­δη σπη­λιά.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­τη­ς (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­τω­ν Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρα­ς (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009), Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶ­ν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014) καὶ Κα­τὰ μῆ­κος τῆς Ἐ­θνι­κῆς Ὁ­δοῦ (Εὔ­μα­ρος 2019).


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της: Ἡ πληγωμένη πάπια



Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της


Ἡ πλη­γω­μέ­νη πά­πια


ΑΘΕ ΧΡΟΝΟ τὸ Τα­χυ­δρο­μι­κὸ Τα­μι­ευ­τή­ριο προ­κή­ρυσ­σε δι­α­γω­νι­σμὸ γιὰ τὴν κα­λύ­τε­ρη ἔκ­θε­ση μὲ θέ­μα τὴν ἀ­πο­τα­μί­ευ­ση καὶ ἔ­δι­νε δῶ­ρο στὸν νι­κη­τὴ ἕ­ναν με­ταλ­λι­κὸ κουμ­πα­ρά. Ὁ μα­θη­τὴς δε­χό­ταν τὰ συγ­χα­ρη­τή­ρια τοῦ δι­ευ­θυν­τῆ ἐ­νώ­πιον τῶν συμ­μα­θη­τῶν με­τὰ τὴν πρω­ι­νὴ προ­σευ­χὴ καὶ πα­ρα­λάμ­βα­νε τὸ ἔ­πα­θλο. Ἡ φτώ­χεια με­γά­λη, δυ­σκο­λεύ­ον­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λὰ ὑ­πο­σχέ­σεις τῆς Χούν­τας γιὰ οἰ­κο­νο­μι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη καὶ πα­ροι­μί­ες ὅ­πως «φα­σού­λι τὸ φα­σού­λι γε­μί­ζει τὸ σα­κού­λι», «μά­ζευ­ε κι ἂς εἶ­ν’ καὶ ρῶ­γες», ποὺ ἦ­ταν εὐ­ρύ­τα­τα δι­α­δε­δο­μέ­νες, ἔ­τρε­φαν τὶς ἀ­δη­φά­γες τρά­πε­ζες μὲ τὸ ὑ­στέ­ρη­μα τῶν τα­πει­νῶν. Μὲ ἀ­πί­στευ­τες στε­ρή­σεις ὁ πα­τέ­ρας μου ἀ­πο­τα­μί­ευ­ε τὸ ἐ­λά­χι­στο γιὰ νὰ φτιά­ξει ἕ­να μα­γα­ζὶ στὸ χω­ριό, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὅ­μως δὲν μπό­ρε­σε νὰ ἀ­πο­λαύ­σει για­τὶ τὸν πρό­λα­βε ἡ ἀρ­ρώ­στια.

       Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ «τυ­χε­ρὰ» παι­διὰ ἤ­μουν κι ἐ­γώ. Πα­ρα­μο­νὴ τῆς ἔκ­θε­σης εἶ­χα πα­πα­γα­λί­σει δυ­ὸ-τρί­α σχε­τι­κὰ θέ­μα­τα ἀ­πὸ ἐκ­θε­σι­ο­λό­για, τὰ συν­δύ­α­σα, ἔ­βα­λα καὶ δι­κά μου καὶ νί­κη­σα. Ἔ­τσι βρέ­θη­κα στὸ δρό­μο τῆς ἀ­πο­τα­μί­ευ­σης. Ὁ με­ταλ­λι­κὸς κουμ­πα­ρὰς δὲν μὲ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε. Γιὰ νὰ τὸν ἀ­νοί­ξεις ἔ­πρε­πε νὰ πᾶς στὸ τα­χυ­δρο­μεῖ­ο. Ἐ­ξάλ­λου,  δὲν μά­ζευ­α τὰ χρή­μα­τα γιὰ νὰ τὰ κα­τα­θέ­σω. Σκε­φτό­μουν νὰ ἀ­γο­ρά­σω παι­χνί­δια ἢ δερ­μά­τι­νη μπά­λα. Μοῦ χά­ρι­σε λοι­πὸν ὁ πα­τέ­ρας μιὰ πλα­στι­κὴ πά­πια, ἡ ὁ­ποί­α στὴ μέ­ση ἀ­κρι­βῶς τοῦ κορ­μοῦ της εἶ­χε μιὰ σχι­σμὴ —κά­πως με­γά­λη, γιὰ νὰ χω­ρᾶ τὰ εἰ­κο­σά­ρι­κα— καὶ ἐ­κεῖ ἔ­ρι­χνα ὅ­σα τά­λι­ρα ἐ­ξοι­κο­νο­μοῦ­σα ἀ­πὸ τοὺς παπ­ποῦ­δες καὶ τὰ ἔ­σο­δα ἀ­πὸ τὰ κά­λαν­τα. Μὲ τὸν και­ρὸ ἡ πά­πια βά­ρυ­νε, πράγ­μα ποὺ σή­μαι­νε ὅ­τι κυ­ο­φο­ροῦ­σε μέ­σα της ἄ­φθο­νο ὑ­λι­κὸ παι­δι­κῶν ὀ­νεί­ρων.

       Ἐν τῷ με­τα­ξύ τὰ σχέ­διά μου εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει. Μὲ κέρ­δι­σε ἕ­να ρομ­πότ. Κου­νοῦ­σε χέ­ρια καὶ πό­δια, ἀ­να­βό­σβη­ναν ρυθ­μι­κὰ πο­λύ­χρω­μα λαμ­πά­κια καὶ ἔ­βγα­ζε μιὰ βα­θιὰ με­ταλ­λι­κὴ φω­νή, σὰν ἀ­πὸ τὸ ὑ­περ­πέ­ραν. Ἔ­χα­σα τὸ μυα­λό μου. Ξέ­χα­σα τὴ μπά­λα καὶ μιὰ μπουλ­ντό­ζα μὲ ἀ­να­τρε­πό­με­νο κου­βὰ ποὺ εἶ­χα βά­λει στὸ μά­τι. Κα­θό­μουν μπρο­στὰ στὴ βι­τρί­να καὶ τὸ ὀ­νει­ρευ­ό­μουν. Κά­πως ἔ­τσι πρέ­πει νὰ ὀ­νει­ρευ­ό­ταν κι ὁ πα­τέ­ρας τὸ μα­γα­ζὶ στὸ χω­ριό, ὅ­ταν τὸν ἔ­βρι­σκα βυ­θι­σμέ­νο στὶς σκέ­ψεις ἀλ­λὰ μὲ πρό­σω­πο χα­ρού­με­νο.

       Ση­κω­θή­κα­με νω­ρὶς ἕ­να πρω­ί, νὰ πᾶ­με μὲ τὴ μη­τέ­ρα στὸ πα­νη­γύ­ρι μιᾶς γει­το­νι­κῆς κοι­νό­τη­τας ποὺ γι­όρ­τα­ζε τὴν Πα­να­γί­α. Ὑ­πῆρ­χε καὶ μιὰ θαυ­μα­τουρ­γὴ ἀ­χει­ρο­ποί­η­τος εἰ­κό­να. Τὸ ΚΤΕΛ δρο­μο­λό­γη­σε ἐ­πι­πλέ­ον λε­ω­φο­ρεῖ­α γιὰ νὰ με­τα­φέ­ρουν τὸν κό­σμο. Στὸ πα­νη­γύ­ρι πλή­θη εἶ­χαν συρ­ρεύ­σει. Οἱ πα­ράγ­κες μὲ εἴ­δη προι­κός, χαλ­βά­δες καὶ παι­δι­κὰ παι­χνί­δια δε­ξιὰ καὶ ἀ­ρι­στε­ρὰ στὸ δρό­μο γιὰ τὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ οἱ φω­νὲς τῶν πω­λη­τῶν ἔ­κα­ναν ἀ­κό­μα πιὸ ἑ­ορ­τα­στι­κὴ τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα. Πί­ε­ση στὴν πί­ε­ση κα­τά­φε­ρα τὴ μη­τέ­ρα νὰ μοῦ πά­ρει ἕ­να μαῦ­ρο πλα­στι­κὸ φι­δά­κι τὸ ὁ­ποῖ­ο πε­τοῦ­σα στὴν ἀ­δερ­φή μου γιὰ νὰ τὴν τρο­μά­ζω.

       Ἐ­πι­στρέ­φον­τας τὸ με­ση­μέ­ρι ὅ­λη ἡ χα­ρὰ τῆς γι­ορ­τῆς πνί­γη­κε στὰ θλιμ­μέ­να μά­τια τῆς μη­τέ­ρας καὶ στὸ κλά­μα τῆς ἀ­δερ­φῆς. Στὸ σπί­τι μπῆ­καν κλέ­φτες. Πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­κα­τω­σού­ρα δὲν πῆ­ραν καὶ πολ­λὰ πράγ­μα­τα. Δὲν εἴ­χα­με. Ἕ­να πα­λιὸ γερ­μα­νι­κὸ ρα­δι­ό­φω­νο Filipps γιὰ μα­κρὰ καὶ με­σαῖ­α, με­ρι­κὰ χει­ρο­ποί­η­τα κεν­τή­μα­τα τῆς μη­τέ­ρας καὶ ἕ­να σὲτ ἀ­νο­ξεί­δω­τα μα­χαι­ρο­πί­ρου­να, δῶ­ρο γά­μου, ποὺ κρα­τού­σα­με γιὰ κα­μιὰ ἐ­πί­ση­μη ἡ­μέ­ρα, ἂν τρα­πε­ζώ­να­με δη­λα­δὴ κα­νέ­να ση­μαν­τι­κὸ πρό­σω­πο, κά­τι ποὺ δὲν ἔ­γι­νε πο­τὲ τό­σα χρό­νια καὶ τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να ἔ­πι­α­ναν ἁ­πλῶς χῶ­ρο στὸ συρ­τά­ρι. Ξαφ­νι­κὰ μαῦ­ρα φί­δια μὲ ἔ­ζω­σαν, ὅ­ταν δι­α­πί­στω­σα πὼς ἡ πά­πια μὲ τὶς οἰ­κο­νο­μί­ες μου εἶ­χε πα­ρα­βια­στεῖ, τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της εἶ­χε κά­νει φτε­ρὰ καὶ μα­ζί του ἡ μπά­λα, ἡ μπουλ­ντό­ζα καὶ τὸ ρομ­πότ. Ἡ πά­πια κεί­τον­ταν μπρο­στά μου σκι­σμέ­νη καὶ τσα­λα­κω­μέ­νη. Βούρ­κω­σα τό­τε, ἔ­πε­σα στὸ κρε­βά­τι σὰν ἄ­δει­ο σα­κὶ καὶ ἔ­μει­να νὰ κοι­τῶ τὸ τα­βά­νι.

       Ἡ μη­τέ­ρα δὲν ἤ­ξε­ρε τί νὰ κά­νει. Πῶς νὰ τὸ πεῖ στὸν πα­τέ­ρα γιὰ νὰ μὴν τὸν στε­νο­χω­ρή­σει; Καὶ πῶς νὰ πα­ρη­γο­ρή­σει ἐ­μᾶς ποὺ τὰ εἴ­χα­με χα­μέ­να; Λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­κού­στη­κε τὸ τρί­ξι­μο τῆς σι­δε­ρέ­νιας ἐ­ξώ­πορ­τας, ση­μά­δι ὅ­τι ὁ πα­τέ­ρας ἐ­πέ­στρε­ψε. Βγῆ­κε ἡ μη­τέ­ρα νὰ τὸν προ­ϋ­παν­τή­σει καὶ ἀ­πὸ πί­σω της ἐ­μεῖς, μα­ζε­μέ­να σὰν νὰ μᾶς εἶ­χαν δεί­ρει. Σύν­το­μα ἡ μη­τέ­ρα τοῦ ἐ­ξή­γη­σε τὴν κα­τά­στα­ση καὶ ὤ τοῦ θαύ­μα­τος, ὁ πα­τέ­ρας πα­ρέ­μει­νε ψύ­χραι­μος. Τὴν χτύ­πη­σε ἁ­πα­λὰ στὴν πλά­τη καὶ μπή­κα­με μέ­σα. Συ­ζή­τη­σαν λί­γο πα­ρά­με­ρα κι ἔ­πει­τα χά­ι­δε­ψε ἐ­μᾶς στὸ κε­φά­λι καὶ κα­θί­σα­με νὰ φᾶ­με τὸν χαλ­βὰ Φαρ­σά­λων ποὺ εἴ­χα­με φέ­ρει ἀ­π’ τὸ πα­νη­γύ­ρι.

       Ἕ­ναν μή­να με­τά, τὸν κλέ­φτη τὸν ἔπια­σαν. Ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πὸ τὰ με­γα­λύ­τε­ρα παι­διὰ τῆς γει­το­νιᾶς. Εἶ­χε μπεῖ καὶ σὲ ἄλ­λα σπί­τια. Τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, τὰ κεν­τή­μα­τα καὶ τὰ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να ἐ­πέ­στρε­ψαν στὴ θέ­ση τους. Μό­νο τα χρή­μα­τα δὲν ἐ­πε­στρά­φη­σαν πο­τέ. Τὸ γει­το­νό­που­λο τὰ εἶ­χε ξο­δέ­ψει. Ἐ­πέν­δυ­σε, ὅ­πως φά­νη­κε, σὲ ἕ­να πο­λὺ κα­λὸ πο­δή­λα­το μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κυ­κλο­φο­ροῦ­σε τὸν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρὸ καὶ τὸ θαυ­μά­ζα­με ὅ­λοι.

       Μὲ τὰ χα­μέ­να λε­φτὰ στα­μά­τη­σε καὶ ἡ σχέ­ση μου μὲ τὴν ἀ­πο­τα­μί­ευ­ση. Δὲν ἀ­γό­ρα­σα ἄλ­λο κουμ­πα­ρὰ κι οὔ­τε οἱ τρά­πε­ζες εἶ­δαν πο­τὲ χρή­μα­τά μου. Ἄλ­λω­στε μιὰ ζω­ὴ οἱ οἰ­κο­νο­μί­ες μου ἦ­ταν πε­νι­χρές. Καὶ ἡ οἰ­κο­νο­μί­α τῆς χώ­ρας ὅ­μως δὲν ἐ­ξε­λί­χτη­κε κα­λύ­τε­ρα. Ὅ­πως τε­λι­κὰ ἀ­πο­δεί­χτη­κε, ἦ­ταν πάν­τα εὐ­ά­λω­τη στοὺς κλέ­φτες σὰν τὴν πλα­στι­κὴ πά­πια μου.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).



		

	

Alexandros Vanaryotis: Materialism

 

Alexandros Vanaryotis


Materialism


OTH OF THEM were crying for a long time, each in the other’s arms. The bank had just repossessed their house. The house they had dreamed about for years, the one they had built with love and care, the house they had raised their children in. They were crying and holding each other tightly. So tightly, as they had never held one other in the years before, the years they were together, when they dreamed and raised their children.



Source: First published.


Alexandros Vanaryotis was born in Trikala, Thessaly in 1966. He studied at the Philosophical School of Ioannina. His books are: Stories for the end of the day (2009) and The Theory of Kites (2014).

Translated from the greek by

Chris H. Sakellaridis is a poet and teacher who was born in London and grew up in Crete. He studied English at Queen Mary University, Social Anthropology at UCL and completed a Postgraduate Certificate in Education at Bath Spa. Poems and translations of his have been published in magazines and anthologies in the UK, Ireland, Spain, Italy and Greece. He has also been involved in radio production, animation and sound art.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της: Ἄ, ρὲ μάνα



Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της


Ἄ ρέ, μά­να


ΙΧΑ ΚΟΙΜΗΘΕΙ μό­νο δύ­ο ὧ­ρες. Τὸ με­ση­μέ­ρι ζή­τη­σα ν’ ἀλ­λά­ξουν οἱ σκο­πι­ὲς γιὰ νὰ νὰ πά­ω στὴν ἀ­να­στά­σι­μη λει­τουρ­γί­α στὸ δι­πλα­νὸ χω­ριό. Μοῦ φαι­νό­ταν μιὰ πρά­ξη ἀν­θρώ­πι­νη. Στὸ στρα­τό­πε­δο ἦρ­θε ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας στὶς 11 τὸ βρά­δυ. Μα­ζευ­τή­κα­με καὶ ἀ­φοῦ δι­ά­βα­σε με­ρι­κὲς εὐ­χὲς καὶ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο, εἴ­πα­με τὸ «Χρι­στὸς Ἀ­νέ­στη». Ἄ­χα­ρη Ἀ­νά­στα­ση.

       Μὲ εἶ­χαν ὑ­πη­ρε­σί­α στὴν πύ­λη. Ἀ­πὸ τὴν ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πέ­στρε­ψα κα­τευ­θεί­αν στὴ σκο­πιὰ στὶς δύ­ο τὸ πρωΐ. Εἶ­χα κοι­νω­νή­σει καὶ δὲν ἔ­νι­ω­θα κού­ρα­ση. Ἤ­μουν χα­ρού­με­νος. Μέ­σα μου συν­τε­λοῦν­ταν μιὰ ἀ­νά­στα­ση ἀ­πὸ τὸ δρά­μα τῶν προ­η­γού­με­νων ἡ­με­ρῶν. Σι­γο­έ­ψαλ­λα τὸ «Ἀ­να­στά­σε­ως ἡ­μέ­ρα λαμ­πρυν­θῶ­μεν λα­οί, Πά­σχα Κυ­ρί­ου, Πά­σχα». Δά­κρυ­ζα. Σκε­φτό­μουν τὸ σπί­τι καὶ τοὺς συγ­γε­νεῖς ποὺ σὲ λί­γο θὰ ἔ­ψη­ναν τὸ ἀρ­νὶ στὸ χω­ριό. Ἄ­δεια μοῦ εἶ­χαν δώ­σει τὴ Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα. Ἐ­πέ­στρε­ψα τὴ Με­γά­λη Πέμ­πτη. Οἱ «κα­λὲς» μέ­ρες δί­νον­ταν σὲ ὅ­σους εἶ­χαν μέ­σον. Οἱ ἄλ­λοι… στὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λη τὴ Μ. Ἑ­βδο­μά­δα τὸ στρα­τό­πε­δο ἦ­ταν σὲ ἀ­να­βρα­σμό. Τὸ Πά­σχα θὰ τὸ γι­όρ­τα­ζε μα­ζί μας ὁ στρα­τη­γὸς μὲ τὴ γυ­ναί­κα του. Ἀ­πὸ τὴν ὥ­ρα ποὺ ἐ­πέ­στρε­ψα ἀ­πὸ τὴν ἄ­δεια ὣς καὶ τὸ Μ. Σάβ­βα­το ὅ­λοι κοι­μό­μα­σταν ἐ­λά­χι­στα. Γυ­α­λί­ζα­με ἅρ­μα­τα μά­χης καὶ τζὶπ στὸν ὄρ­χο, σκου­πί­ζα­με, ἀ­πο­ψι­λώ­να­με ἀ­πὸ τὰ χόρ­τα τὸ στρα­τό­πε­δο, μὲ τὰ χέ­ρια, ἀ­φοῦ τὰ σκα­πτι­κὰ δὲν ἔ­φτα­ναν γιὰ ὅ­λους, ἀ­σβε­στώ­να­με τοί­χους. Με­τέ­φε­ρα ἕ­να τρέ­ι­λερ γε­μά­το χόρ­τα. Ἔ­πρε­πε νὰ τὸ δέ­σω στὸν κο­τσα­δό­ρο τοῦ τζίπ. Δὲν εἶ­χα βο­ή­θεια. Τὸ τρέ­ι­λερ κύ­λη­σε καὶ μοῦ ἔ­πι­α­σε τὸ χέ­ρι. Πά­λευ­α νὰ τὸ βγά­λω, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σα. Τὸ χέ­ρι ἄρ­χι­σε νὰ πρή­ζε­ται. Περ­νοῦ­σε τυ­χαῖα ἕ­νας ἀν­θυ­πο­λο­χα­γὸς καὶ μὲ εἶ­δε. Ἔ­σπρω­ξε τὸ τρέ­ι­λερ κι ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σα τὸ χέ­ρι. «Πά­γο» μοῦ εἶ­πε. «Μὴν πᾶς στὸ για­τρὸ για­τὶ θὰ σὲ τι­μω­ρή­σουν. Θὰ ποῦν ὅ­τι τὸ ἔ­κα­νες ἐ­πί­τη­δες γιὰ ἀ­ναρ­ρω­τι­κή.»

       Τὸν ἄ­κου­σα. Ἔ­βα­ζα πά­γο καὶ τὸ ἔ­κρυ­βα στὴν τσέ­πη. Εὐ­τυ­χῶς ποὺ δὲν ἔ­σπα­σε. Μὲ πο­νοῦ­σε πο­λὺ ὅ­μως.

       Τὴν Κυ­ρια­κὴ τὸ πρω­ῒ δὲν μὲ ἄ­φη­σαν νὰ πά­ω στὸ προ­σκλη­τή­ριο. «Μεῖ­νε στὴ σκο­πιά» μοῦ εἶ­πε ὁ ἔ­φε­δρος ἀ­ξι­ω­μα­τι­κὸς ποὺ ἦ­ταν ὑ­πη­ρε­σί­α στὸ φυ­λά­κιο τῆς πύ­λης. «Θὰ ἔρ­χον­ται ἐ­πί­ση­μοι καὶ εἶ­σαι ἀ­πὸ τοὺς λί­γους μὲ σι­δε­ρω­μέ­νη στο­λή.» «Ἄ ρέ, μά­να», σκέ­φτη­κα. «Τί μοῦ ἔ­κα­νες;» Θυ­μή­θη­κα μὲ τί σχο­λα­στι­κό­τη­τα σι­δέ­ρω­νε τὰ φρε­σκο­πλυ­μέ­να ροῦ­χα μου. «Ποι­ός ξέ­ρει πό­τε θὰ ξα­ναρ­θεῖς» ἔ­λε­γε. Κόν­τευ­ε δώ­δε­κα τὸ με­ση­μέ­ρι καὶ ἀ­κό­μη δὲν μὲ εἶ­χαν ἀλ­λά­ξει. Δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κα. Ἤ­μουν νη­στι­κός. Ὁ ἔ­φε­δρος μὲ ἄ­φη­σε μό­νο δέ­κα λε­πτὰ νὰ ξε­μου­διά­σω καὶ νὰ φά­ω κά­τι, για­τὶ ὁ ἀν­τι­κα­τα­στά­της μου ἦ­ταν γιὰ κλά­μα­τα. Ἡ στο­λὴ τοῦ ἐρ­χό­ταν μι­κρὴ καὶ εἶ­χε παν­τοῦ τσα­λά­κες. Ἀ­νέ­λα­βα πά­λι. Ζα­λι­ζό­μουν, ἀλ­λὰ σὲ ποι­όν νὰ τὸ πῶ. Τὰ μά­τια μου βούρ­κω­ναν. Κα­τὰ τὴ μί­α ἔ­γι­νε πα­νι­κός. Κα­τέ­βη­κε ὁ δι­οι­κη­τὴς καὶ οἱ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κοὶ στὴν πύ­λη. Ἐρ­χό­ταν ὁ στρα­τη­γός. Με­τὰ τὰ «πα­ρου­σιά­στε», τὰ «στρα­τι­ώ­της τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων κλπ.» γιὰ τὴν ὑ­πο­τι­θέ­με­νη γνω­ρι­μί­α, πῆ­ρα πά­λι τὴ θέ­ση μου στὴ σκο­πιά. Μὲ φώ­να­ξε σχε­δὸν ἀ­μέ­σως ὅ­μως ὁ ἔ­φε­δρος. Μᾶς εἶ­χαν στή­σει ὅ­λους τοῦ φυ­λα­κί­ου τὸν ἕ­ναν δί­πλα στὸν ἄλ­λον σὰν γιὰ ἐ­κτέ­λε­ση. Μᾶς ἔ­δω­σαν ἀ­πὸ ἕ­να αὐ­γό. Τὸ μυα­λό μου κοι­μό­ταν. Δὲν θυ­μᾶ­μαι πολ­λά. Μό­νο τὴ φω­νὴ τοῦ στρα­τη­γοῦ νὰ μὲ ρω­τά­ει ἀ­πὸ ποῦ εἶ­μαι καὶ «Δέ­κα μέ­ρες ἄ­δεια στὸν Καρ­δι­τσι­ώ­τη». Τσουγ­κρί­σα­με καὶ τοῦ ἔ­σπα­σα τὸ αὐ­γό. Μᾶλ­λον ἡ ἔκ­φρα­σή μου ἔ­δει­χνε ὅ­τι δὲν τὸ πί­στευ­α καὶ γι’ αὐ­τὸ πιὸ δυ­να­τὰ καὶ ἐ­πι­τα­κτι­κὰ ὁ στρα­τη­γὸς εἶ­πε στὸν δι­οι­κη­τή: «Φεύ­γει τώ­ρα!». «Ἄ ρέ, μά­να» ἦ­ταν τὸ μό­νο ποὺ σκέ­φτη­κα.

       Μὲ ὠ­το­στόπ, λε­ω­φο­ρεῖ­α καὶ τραῖ­να στὶς δύ­ο τὸ βρά­δυ ἔ­φτα­σα στὸ σπί­τι κι ἔ­βα­λα τὸ κλει­δὶ στὴν πόρ­τα.



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Υλισμός

 


Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης


Ὑ­λι­σμός


ΚΛΑΙΓΑΝ καὶ οἱ δύ­ο γιὰ ὥ­ρα, ὁ ἕ­νας στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ ἄλ­λου. Ἡ τρά­πε­ζα μό­λις τοὺς εἶ­χε κα­τά­σχει τὸ σπί­τι. Τὸ σπί­τι ποὺ χρό­νια ὀ­νει­ρεύ­ον­ταν, ποὺ τὸ ἔ­φτια­ξαν μὲ με­ρά­κι, τὸ σπί­τι ὅ­που με­γά­λω­σαν τὰ παι­διά τους. Ἔ­κλαι­γαν κι ἀγ­κά­λια­ζαν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο σφι­χτά. Τό­σο σφι­χτὰ ποὺ πο­τὲ δὲν εἶ­χαν ἀγ­κα­λια­στεῖ τὰ χρό­νια ποὺ πέ­ρα­σαν, ὅ­ταν ἦ­ταν μα­ζί, τὰ χρό­νια ποὺ ὀ­νει­ρεύ­ον­ταν καὶ με­γά­λω­ναν τὰ παι­διά τους.



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).



		

	

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Τὸ κέρασμα


banargiotisaleksandros-tokerasma-eikona-05


Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης


Τὸ κέ­ρα­σμα


k-kappa-somataΑΘΙΣΑΝ σὲ ἕ­να ἀ­πό­με­ρο μπάρ. Πα­ρήγ­γει­λαν ἕ­να μπου­κά­λι κρα­σί. Ἤ­πιαν ἀρ­κε­τὰ καὶ κου­βέν­τια­σαν. Ἦ­ταν ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κός. Κά­τι μέ­σα του τὸν κρα­τοῦ­σε. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη τὸν ἄγ­γι­ξε στὸ γό­να­το μὲ τὸ γό­να­τό της καὶ καρ­φώ­νον­τας μὲ τὸ μα­χαί­ρι ἕ­να κομ­μά­τι μῆ­λο τοῦ τὸ πρό­σφε­ρε μὲ νό­η­μα. Ἐ­κεῖ­νος τὸ δάγ­κω­σε, τὸ μα­χαί­ρι ἔ­μει­νε γυ­μνὸ κι ἄρ­χι­σε πά­λι ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ κό­σμου…


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).


 

Aléxandros Vanaryotis: Historias de la puerta


Banargiotis,Aleksandros-IstoriesTisPortas-Eikona-01


Aléxandros Vanaryotis


Historias de la puerta

 

16-AlphaBRÍ la puerta. No me lo esperaba. No creí que viniese.

—¡Qué sorpresa más agradable!

— ¿Acaso estoy molestando?

       — No, al contrario, me apetece tener compañía ahora. María tampoco está.

       — Te había dicho que iba a pasar.

       Se sentó en el salón y me precipité a traer un dulce y preparar café.

       Cuando el lunes me lo encontré en el mercadillo, tardé en reconocerlo; había cambiado totalmente. Tampoco él me reconoció de inmediato. Durante tres años fuimos compañeros de clase en la secundaria; nos sentábamos en pupitres vecinos. Después fue a formación profesional. Y ahora de su rostro sólo quedaba aquella chispa en los ojos y la sonrisa «traviesa», como yo decía entonces.

       No oculté mi alegría. No ocurre con frecuencia volver a tener, de repente, doce años; aunque solo sea por un rato. Lo que dura un encuentro en la esquina de una calle un lunes cualquiera de todos los lunes del año. Él tenía prisa y le invité a pasar por casa.

       —¿Cuándo? —me preguntó.

       — Cuando quieras —le respondí— las puertas de mi casa están abiertas para ti.

       —¿Cuándo? — volvió a preguntarme.

       — Todas las tardes, después de las siete, estoy en casa.

       — Vale, iré.

       Vino dos días después.

       Se produjo un momento incómodo. Le pregunté por su mujer, Déspina, y sus hijos. Me respondía de modo cortante dándome la información que pedía, sin darme pie a seguir la conversación. Déspina, que era maestra, trabajaba en un pueblo cercano; iba y venía. Estaba bien. Sus hijos estudiaban, ellos también se encontraban bien.

       Dirigí la conversación a nuestra infancia, a las excursiones y a las bromas que nos gastábamos. Sonreía de manera contenida.

       — Sí, sí —decía— buenas épocas, nos lo pasábamos genial.

       Hablé incluso de la mili, le conté en tono melodramático mi vida posterior; de escuela en escuela, adversidades, peripecias en pueblos de montaña y el anhelado traslado dieciocho años después a la tierra patria, pero sin lograr que se abriera.

       Asentía moviendo la cabeza: «Sí, entiendo, situaciones difíciles, igual que Déspina».

       Se me hizo un nudo en el estómago. En algún momento me cansé y me callé. Cogí la taza de café y bebí tranquilamente, sin hablar. Se hizo un silencio. Solo se oían los coches desde la calle y la tele del vecino anciano, que la pone siempre muy alta.

       — Ya va siendo hora de marcharme —dijo y se levantó. Tengo que pasar por la casa de mi madre por si necesita algo.

       Nos paramos a la entrada y nos despedimos. Lo miré directamente a los ojos. «¿A qué se debe esta visita?», me pregunté. Él también me miró. Fue a decir algo y su voz se rompió en un sollozo. Sus ojos se llenaron de lágrimas.

       — Estoy enfermo —me dice— me han dado seis meses de vida.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Fuente: De la colección de cuentos θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν [La teoría de las cometas] (Εdiciones Παράξενες Μέρες, Atenas, 2014).

 

Aléxandros Vanaryotis (Tríkala, Tesalia, 1966). Estudió Filología Clásica en la Facultad de Filosofía y Letras de la Universidad de Ioánina. Trabaja como profesor de filología griega en la enseñanza secundaria pública. Publicó las colecciones de cuentos Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας [Cuentos para el final del día] (Εdiciones Λο­γεί­ον, Tríkala, 2009) y θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν [La teoría de las cometas] (Εdiciones Παράξενες Μέρες, Atenas, 2014).

 

La traducción colectiva se ha realizado en el marco de la asignatura «Traducción literaria del griego al español» del Máster en Traducción, Co­mu­ni­ca­ción y Mundo Editorial (Universidad Aristóteles de Salónica) impartida du­rante el curso 2015-2016 por Marisol Fuentes y Gabriela Larrieux. Participaron los estu­di­antes: Elena Chatzikiriakou, Sofía Georgiadou, Paraskevi-María Krokidou, Konstantina Lazarou, Marianna Orfanidou, Katerina Pliaki, Matilde Simha, Magda Sopotinú, Anastasia Vakouftsí y Christos Vasileiadis. Revisión: Konstantinos Paleologos.

 

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Ἀθανασία


Banargiotis,Aleksandros-Athanasia-Eikona-03


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της


Ἀ­θα­να­σί­α


01-DeltaΥΟ ΠΡΑΓΜΑΤΑ κρα­τά­ω ἀ­πὸ τὴ για­γιά μου, τὰ χέ­ρια καὶ τὰ μά­τια της. Ὅ­λη ἡ ὑ­πό­λοι­πη ἦ­ταν ἕ­νας μαῦ­ρος ὄγ­κος. Ἀ­με­τα­νό­η­τη γκα­ραγ­κού­να ὣς τὸ τέ­λος, δὲν ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὸ σεγ­κού­νι μὲ κα­νε­νὸς εἴ­δους ἄλ­λη φο­ρε­σιά. Οὔ­τε σὲ προ­χω­ρη­μέ­νη ἡ­λι­κί­α, ποὺ πολ­λὲς ἡ­λι­κι­ω­μέ­νες προ­τι­μοῦν ρόμ­πες πιὸ ἐ­λα­φρι­ές, τὸ ἀ­πο­χω­ρί­στη­κε πο­τέ. Ἐ­πει­δὴ καὶ τὸ κε­φά­λι της κά­λυ­πτε μο­νί­μως ἕ­να μαῦ­ρο τσεμ­πέ­ρι, θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ τὴν πα­ρο­μοιά­σεις μὲ κα­τὰ κό­σμον μο­να­χή. Ἄλ­λω­στε τὰ βά­σα­να καὶ ἡ σκλη­ρὴ ζω­ή της ξε­περ­νοῦ­σαν κα­τὰ πο­λὺ τὶς δυ­σκο­λί­ες τῆς μο­να­χι­κῆς ζω­ῆς. Μο­νά­χα ὁ συ­χνὸς ἐκ­κλη­σια­σμὸς τῆς ἔ­λει­πε. Ποῦ νὰ προ­φτά­σει ἡ φτω­χή. Δὲν στα­μα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ ὣς τὸ βρά­δυ. Χρω­μα­τι­κά, λοι­πόν, ἂν ἀ­φαι­ρέ­σου­με τὴν ἄ­σπρη τρα­χη­λιά, πεν­θοῦ­σε. Καὶ ἡ ζω­ή της ὅ­μως δὲν ἦ­ταν φορ­τω­μέ­νη λι­γό­τε­ρο πέν­θος. Αὐ­τὸ ἐ­ξέ­πεμ­παν καὶ τὰ μά­τια της. Ὅ­σο θυ­μᾶ­μαι εἶ­χε ἕ­να βλέμ­μα πο­νε­μέ­νο, γε­μά­το ἔ­γνοι­α γιὰ ὅ­λους καὶ γιὰ ὅ­λα, ἀλ­λὰ βα­θιὰ πο­νε­μέ­νο. Ἀ­θώ­α καὶ ἄ­κα­κη σὰν τὰ ἀρ­νιὰ ποὺ τά­ι­ζε ἀ­γόγ­γυ­στα μὲ μπιμ­πε­ρό, γεν­νη­μέ­νη ὅ­μως λὲς ἐ­ξί­σου μ’ αὐ­τὰ γιὰ τὴ θυ­σί­α. Μι­κρὸς τὴν πα­ρο­μοί­α­ζα μὲ χε­λι­δο­μά­να. Μὲ τὸ μαῦ­ρο σεγ­κού­νι καὶ τὴν ἄ­σπρη τρα­χη­λιά, τὴν ἔ­βλε­πα νὰ τρέ­χει ἀ­πὸ τὰ χα­ρά­μα­τα νὰ τα­κτο­ποι­ή­σει ζων­τα­νὰ κι ἀν­θρώ­πους. Ἀ­π’ τὴν κου­ζί­να, τὴν πυ­ρο­στιὰ καὶ τὶς μπα­τζί­νες, στὰ κο­τό­που­λα, στ’ ἀρ­νιὰ καὶ στὰ γε­λά­δια. Τὰ κα­λο­καί­ρια πέ­ρα ἀ­π’ ὅ­λα τὰ ἄλ­λα στέ­γνω­νε τρα­χα­νὰ καὶ ξε­σπύ­ρι­ζε κα­θι­στὴ σὲ κύ­κλο μὲ ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες κα­λαμ­πό­κι, ἐ­νῶ τὰ βρά­δια τοῦ χει­μώ­να δί­πλα στὸ τζά­κι ἔ­γνε­θε τὸ μαλ­λὶ τῶν προ­βά­των.

       Αὐ­τὰ τὰ ἐ­πι­δέ­ξια χέ­ρια δὲν τὰ πρό­σε­ξα μι­κρός, ἂς μὲ ἔ­πλυ­ναν τό­σες φο­ρὲς στὴ σκά­φη. Ἔ­πρε­πε νὰ με­γα­λώ­σω κι ἐ­κεί­νη νὰ γί­νει πιὸ δυ­σκί­νη­τη καὶ πιὸ ἀρ­γὴ στὶς κι­νή­σεις γιὰ νὰ τρα­βή­ξουν τὴν προ­σο­χή μου. Ἡ δυ­να­τό­τη­τα νὰ φεύ­γω ἀ­πὸ τὴ γε­νι­κὴ αἴ­σθη­ση καὶ νὰ ἐ­πι­κεν­τρώ­νω στὸ εἰ­δι­κὸ καὶ τὸ συγ­κε­κρι­μέ­νο ἦρ­θε ἀρ­γά, μὲ τὴν ὡ­ρί­μα­σή μου. Ἡ για­γιὰ τό­τε τὰ εἶ­χε τὰ χρο­νά­κια της. Τὴν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα πιὰ μὲ προ­σο­χὴ ὅ­ταν κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι καὶ τὰ σταύ­ρω­νε πά­νω στὴν πο­διά της. Δυ­ὸ λι­πό­σαρ­κα, ἀλ­λὰ δυ­να­τὰ χέ­ρια, σκα­σμέ­να στὶς ἄ­κρες τῶν δα­χτύ­λων, μὲ φλέ­βες πρά­σι­νες δι­ογ­κω­μέ­νες, ἀ­νά­γλυ­φες, καὶ δέρ­μα δι­ά­φα­νο σὰν τσι­γα­ρό­χαρ­το. Δυὸ χέ­ρια ποὺ δού­λε­ψαν πο­λύ, ποὺ χά­ι­δε­ψαν, φά­σκι­ω­σαν, ἀ­πο­χαι­ρέ­τι­σαν, σκού­πι­σαν δα­κρυ­σμέ­να μά­τια, ἀ­κουμ­πη­μέ­να ἥ­συ­χα —αὐ­τὰ τὰ ἀ­ει­κί­νη­τα— ἀ­πο­κα­μω­μέ­να λές, τὸ ἕ­να πά­νω στὸ ἄλ­λο σὲ σχῆ­μα σταυ­ροῦ, στὴν πο­διά της.

       Πα­ρα­τη­ροῦ­σα τὸν τρό­πο ποὺ ἔ­χω­νε τὶς χοῦ­φτες της στὸ τσου­βά­λι μὲ τὸ κα­λαμ­πό­κι γιὰ νὰ τα­ΐ­σει τὶς κό­τες—κι ὅ­λα τα πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ— καὶ με­τὰ πῶς σκόρ­πι­ζε τοὺς σπό­ρους στὸ χῶ­μα, ὅ­μοι­α γε­ωρ­γὸς ποὺ σπέρ­νει χω­ρά­φι. Κι ἦ­ταν ὁ ἴ­διος τρό­πος ποὺ θρυμ­μά­τι­ζε τὸ χῶ­μα συν­τε­τριμ­μέ­νη πά­νω ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νοι­χτοὺς τά­φους, ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας τὸν παπ­ποὺ καὶ τὰ παι­διά της. Καὶ δὲν ἔ­χα­σε λί­γα. Ἀ­πὸ τὰ ἐν­νιὰ ποὺ ἔ­κα­νε, τὰ τρί­α τῆς πέ­θα­ναν βρέ­φη καὶ λό­γῳ συν­θη­κῶν —κα­το­χὴ καὶ φτώ­χεια— τὰ ἔ­θα­ψε χω­ρὶς πα­πά, μέ­σα σὲ κου­τιὰ πα­που­τσι­ῶν, ποὺ κι ἐ­κεῖ­να ἦ­ταν δυ­σεύ­ρε­τα, σὲ μί­αν ἄ­κρη τοῦ κοι­μη­τη­ρί­ου. Τὰ ἄλ­λα δύ­ο τὰ ἔ­χα­σε με­γά­λα, παν­τρε­μέ­να μὲ οἰ­κο­γέ­νει­ες δι­κές τους. Τὴν κοί­τα­ζα ὅ­πως ἔ­τρε­χε τὸ χῶ­μα ἀ­πὸ τὰ δά­χτυ­λά της καὶ ἔ­μοια­ζε σὰν νὰ κυ­λᾶ ὁ χρό­νος ἀ­πὸ τὴν κλε­ψύ­δρα τῆς ζω­ῆς της. Πό­λε­μοι, πεί­να, κα­κου­χί­ες, θά­να­τοι. Ὅ­λα μιὰ χού­φτα χῶ­μα· ἡ ἱ­στο­ρί­α, τὸ χθές, τὸ σή­με­ρα καὶ τὸ αὔ­ριο ὅ­λων μας. Χοῦς εἰς χοῦν. Ἐ­κεῖ­να τὰ ἐρ­γα­σμέ­να χέ­ρια ποὺ σπά­γαν τοὺς σβώ­λους κι ἐ­κεῖ­να τὰ μά­τια ποὺ μοι­ρο­λο­γοῦ­σαν, δὲν ἦ­ταν ἄλ­λα ἀ­πὸ τὰ μά­τια καὶ τὰ χέ­ρια τῆς Ἑ­κά­βης καὶ τῆς μη­τέ­ρας τῆς πα­ρα­λο­γῆς μὲ τοὺς ἐν­νιὰ τοὺς γιοὺς καὶ μὲ τὴ μιὰ τὴν κό­ρη. Μό­νο ποὺ ἡ για­γιὰ στὸ τέ­λος ἔ­μει­νε μὲ μιὰ κό­ρη, τὴ μά­να μου, καὶ τρεῖς Κων­σταν­τῆ­δες μα­κριὰ στὰ ξέ­να.

       Τὰ πό­δια τῆς για­γιᾶς τὰ ἔ­κρυ­βαν κα­λὰ τὰ μα­κριὰ σεγ­κού­νια. Δι­έ­κρι­νες τὶς ἄ­κρες ἀ­πὸ τὰ δά­χτυ­λά της τὰ κα­λο­καί­ρια ποὺ περ­πα­τοῦ­σε ξυ­πό­λυ­τη καὶ δυ­ὸ πα­σου­μά­κια πα­τη­μέ­να στὸ πί­σω μέ­ρος τὸ χει­μώ­να. Μό­νο, ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε καὶ τὴ βο­ή­θη­σα νὰ μπεῖ στὸ αὐ­το­κί­νη­το γιὰ νὰ τὴν πά­ω στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο, μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­φθη­καν μέ­χρι τὰ γό­να­τα δυ­ὸ πό­δια γε­μά­τα φλε­βί­τι­δα.

       Τὰ μά­τια καὶ τὰ χέ­ρια της λοι­πὸν κρά­τη­σα. Καὶ κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὴν ἐ­πι­σκε­πτό­μουν με­γά­λος, πρῶ­τα τὴν κοί­τα­ζα βα­θιὰ μέ­σα στὰ μά­τια καὶ δε­χό­μουν τὴ με­τα­κέ­νω­ση τῆς θλί­ψης της —ποὺ ἦ­ταν πραγ­μα­τι­κὸ ἕρ­μα στὸ ἀ­στα­θὲς σκα­ρί μου— καὶ ἀ­μέ­σως με­τὰ ἔ­σκυ­βα καὶ τῆς φι­λοῦ­σα τὰ χέ­ρια.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).



		

	

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: Σὰν σινεμά


Banargiotis,Aleksandros-SanPalioSinema-Eikona-01

Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης


Σὰν σινεμά


02-HttaΤΑΝ Ο ΘΕΙΟΣ ποὺ ἀ­σχο­λοῦν­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο μ’ ἐ­μᾶς τὰ παι­διά. Στὶς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς συ­να­θροί­σεις, κυ­ρί­ως τὴν Πρω­το­χρο­νιά, μᾶς μά­ζευ­ε γύ­ρω ἀ­πὸ ἕ­να τρα­πέ­ζι καὶ μᾶς ἐ­ξέ­πλητ­τε μὲ τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γι­κὰ κόλ­πα χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μιὰ τρά­που­λα. Ἐ­μεῖς ρω­τού­σα­με γε­μά­τοι θαυ­μα­σμὸ ποῦ τὰ ἔ­μα­θε τό­σα κόλ­πα. Τοῦ δί­να­με ἔ­τσι τὴν εὐ­και­ρί­α, ἀ­να­κα­τεύ­ον­τας τὴν τρά­που­λα δια­ρκῶς καὶ πε­ρί­τε­χνα σὰν ἕ­νας ἐ­πι­δέ­ξιος κρου­πι­έ­ρης, νὰ ἀ­φη­γη­θεῖ πε­ρι­στα­τι­κὰ ἀ­πὸ τὰ νε­α­νι­κά του χρό­νια, ὅ­ταν δε­κα­ε­ξά­χρο­νος ἄ­φη­σε τὸ σπί­τι στὸ χω­ριὸ καὶ ἔ­πι­α­σε δου­λειὰ σὲ ἕ­να ἑ­στι­α­τό­ριο στὴν Ἀ­θή­να. Ἀρ­χι­κὰ ὡς λαν­τζέ­ρης, στὴ συ­νέ­χεια ὡς σερ­βι­τό­ρος, μὲ με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α μά­λι­στα, για­τί πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὰ κα­λύ­τε­ρα μα­γα­ζιά, καὶ ἔ­τσι γνώ­ρι­σε τὴ ζω­ή, ἰ­δι­αί­τε­ρα τὴ νυ­χτε­ρι­νὴ – στὴ φρά­ση αὐ­τὴ μας ἔ­κλει­νε συ­νή­θως τὸ μά­τι μὲ νό­η­μα. Ἄλ­λες φο­ρὲς πά­λι, ἀ­φοῦ μᾶς εἶ­χε ἐκ­θέ­σει μιὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ θε­ω­ρία, τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ μι­λά­ει γιὰ τὸ πῶς θὰ εἶ­ναι ὁ κό­σμος στὸ μέλ­λον ἢ γιὰ τὸν τρί­το παγ­κό­σμιο πό­λε­μο ἢ γιὰ τὰ παι­χνί­δια κα­τα­σκο­πεί­ας με­τα­ξύ των με­γά­λων δυ­νά­με­ων, στη­ρί­ζον­τας τὶς ἀ­πό­ψεις του στὸ με­γά­λο σχο­λεῖο, ὅ­πως ἔ­λε­γε, στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο – ὁ ἴ­διος, λό­γῳ πο­λέ­μου, μὲ τὸ ζό­ρι εἶ­χε τε­λει­ώ­σει τὸ δη­μο­τι­κό. Λά­τρευ­ε τὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο καὶ ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι πάν­τα προ­η­γοῦν­ταν τῆς ἐ­πο­χῆς καὶ προ­φή­τευ­ε πράγ­μα­τα ποὺ λί­γο με­τὰ συ­νέ­βαι­ναν ἀ­πα­ρέγ­κλι­τα. Μὲ κα­μά­ρι ἀ­να­φε­ρό­ταν στὶς μέ­ρες ποὺ συμ­με­τεῖ­χε ὡς κομ­πάρ­σος σὲ ἐ­πι­κὲς ται­νί­ες, ὅ­πως «Τρω­ι­κὸς πό­λε­μος» καὶ «Ἡ­ρα­κλῆς», ὅ­ταν κά­ποι­ες σκη­νὲς γυ­ρί­ζον­ταν στὴν Ἑλ­λά­δα, καὶ τὸν ἔ­βα­ζαν, παίρ­νον­τας λή­ψεις ἀ­πὸ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ γω­νί­α, νὰ σκο­τώ­νε­ται τρεῖς καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρές.

       Ὡς κο­ρύ­φω­ση στὶς ἀ­φη­γή­σεις του ἔ­βγα­ζε προ­σε­κτι­κὰ ἀ­πὸ τὸ πορ­το­φό­λι καὶ μᾶς ἔ­δει­χνε μιὰ ἀ­σπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φί­α μὲ αὐ­τό­γρα­φη ἀ­φι­έ­ρω­ση τῆς Anne Lonnberg, τῆς πε­ρί­φη­μης Ἄ­ναμ­πελ, γνω­στῆς ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α «Κο­ρί­τσια στὸν ἥ­λιο», τὸ ἴν­δαλ­μα τό­τε χι­λιά­δων νέ­ων. —Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χὴ ποὺ ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος ἔ­στελ­νε μη­νύ­μα­τα ξε­γνοια­σιᾶς καὶ ἀ­θω­ό­τη­τας, τὴν ὥ­ρα ποὺ πολ­λοὶ συμ­πα­τρι­ῶ­τες μας «ἀ­πο­λάμ­βα­ναν» τὶς ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὲς δι­α­κο­πὲς στὰ κα­τά­ξε­ρα νη­σιὰ τῆς ἐ­ξο­ρί­ας—. Ὁ θεῖ­ος εἶ­χε «ἕ­να πέ­ρα­σμα» σὲ μιὰ ται­νί­α τοῦ ’68, μὲ τὸν τί­τλο «Ραν­τε­βοὺ μὲ μιὰ ἄ­γνω­στη», στὴν ὁ­ποία ἡ Lonnberg κρα­τοῦ­σε ἕ­ναν δεύ­τε­ρο ρό­λο.

       Κα­θὼς με­γα­λώ­να­με, ὁ θεῖ­ος Μη­νᾶς ἐμ­πλού­τι­ζε τὶς ἱ­στο­ρί­ες μὲ σκη­νές, ποὺ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο θὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζαν τὸ ἔρ­γο ὡς κα­τάλ­λη­λο ἄ­νω τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων. Ἄρ­χι­σε νὰ πε­ρι­γρά­φει συμ­πλο­κὲς μὲ ἀν­θρώ­πους τῆς νύ­χτας καὶ μα­χαι­ρώ­μα­τα, κυ­νη­γη­τὰ τῆς ἀ­στυ­νο­μί­ας, κυ­ρί­ως ὅ­μως τὶς ἀ­τέ­λει­ω­τες κα­τα­κτή­σεις του στὸ γυ­ναι­κεῖ­ο φύ­λο.

       «Ὅ­λα αὐ­τὰ βέ­βαι­α μέ­χρι ποὺ γνώ­ρι­σα τὴ θεί­α σας», κα­τέ­λη­γε. «Αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα ἦ­ταν ἡ ἀ­φορ­μὴ νὰ ἀλ­λά­ξει ἡ ζω­ή μου. Μό­λις τὴν εἶ­δα, εἶ­πα ”Μ’ αὐ­τὴ τὴ γυ­ναί­κα ἐ­γὼ θέ­λω νὰ ζή­σω”. Τὰ ἄ­φη­σα ὅ­λα καὶ ἦρ­θα καὶ ἄ­νοι­ξα τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο ἐ­δῶ».

       Ὅ­ταν κά­πο­τε τὸν ρώ­τη­σα για­τί ἔ­κλει­σε τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο, ἄρ­χι­σε νὰ κα­τη­γο­ρεῖ τὸν συ­νέ­ται­ρό του ὅ­τι ἔ­κλε­βε λε­φτὰ καὶ ἔ­ρι­ξε τὴν ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἔ­ξω. «Εὐ­τυ­χῶς ποὺ κα­τά­φε­ρα καὶ μπῆ­κα στὸ στρα­τό, μὲ ἔ­βα­λε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἀν­θρω­πά­κος καὶ σώ­θη­κα», πρό­σθε­σε καὶ ἀ­νέ­φε­ρε τὸ ὄ­νο­μα ἑ­νὸς ταγ­μα­τάρ­χη ποὺ τὸν τα­κτο­ποί­η­σε ὡς μά­γει­ρα στὴ λέ­σχη τῶν ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν. «Εὐ­τυ­χῶς, ὁ Θε­ὸς νὰ τὸν ἔ­χει πάν­τα κα­λὰ καὶ αὐ­τὸν καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του», ξα­να­εῖ­πε.

       Ὡς παι­διὰ πο­τὲ δὲν ἀ­να­ρω­τη­θή­κα­με γιὰ τὴν ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τῶν ὅ­σων ἔ­λε­γε ὁ θεῖ­ος Μη­νᾶς. Ὁ λό­γος του γλα­φυ­ρὸς στὴν ἀ­φή­γη­ση σὰν ἕ­να κα­λο­δου­λε­μέ­νο σε­νά­ριο, μᾶς ἔ­πει­θε. Οὔ­τε ἀρ­γό­τε­ρα ἀμ­φι­σβη­τή­σα­με τὶς κα­τα­κτή­σεις του, ἂν καὶ ἔ­μοια­ζε μὲ ὑ­περ­βο­λὴ ἕ­νας γε­ρο­δε­μέ­νος μέν, ἀλ­λὰ κον­τό­χον­τρος καὶ μέ­τριας ὀ­μορ­φιᾶς ἄν­δρας νὰ καυ­χι­έ­ται ὅ­τι εἶ­χε γνω­ρί­σει κι εἶ­χε σχε­τι­στεῖ στὴν ἐ­πο­χή του μὲ τὶς πιὸ ὄ­μορ­φες γυ­ναῖ­κες. Ἴ­σως πι­στεύ­α­με ἐ­κεῖ­νο ποὺ συ­νε­χῶς ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε «μὴν κοι­τᾶ­τε πῶς κα­τάν­τη­σα τώ­ρα, στὰ νιά­τα μου νὰ δεῖ­τε πὼς ἤ­μουν, Μάρ­λον Μπράν­το, θὰ σᾶς δεί­ξω κα­μιὰ φο­ρὰ φω­το­γρα­φί­ες καὶ θὰ μὲ θυ­μη­θεῖ­τε».

       Ἔ­πρε­πε νὰ ἀν­δρω­θοῦ­με, νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με τὶς δι­κές μας ἐμ­πει­ρί­ες στὴ ζω­ὴ γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­θη­λώ­σου­με τὸν θεῖ­ο Μη­νᾶ ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ πο­λύ­ξε­ρου καὶ πο­λύ­πει­ρου «Δὸν Ζου­άν» καὶ νὰ τὸν δοῦ­με στὶς πραγ­μα­τι­κές του δι­α­στά­σεις. Ἦρ­θαν μὲ τὸν και­ρὸ καὶ κά­ποι­ες πλη­ρο­φο­ρί­ες ποὺ δι­έρ­ρευ­σαν ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο του τὸ οἰ­κο­γε­νεια­κὸ πε­ρι­βάλ­λον, οἱ ὁ­ποῖ­ες μᾶς με­τέ­βα­λαν αὐ­το­μά­τως ἀ­πὸ θαυ­μα­στὲς σὲ αὐ­στη­ροὺς κρι­τές του.

       Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες αὐ­τὲς ἔ­ρι­ξαν φῶς σὲ σκο­τει­νὲς καὶ ἀ­νερ­μή­νευ­τες πλευ­ρὲς τοῦ θεί­ου, ὅ­πως ἦ­ταν ἡ πα­θη­τι­κὴ στά­ση τοῦ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν τσα­ού­σα θεί­α Μα­ρί­α. Ἡ θεί­α μου συ­χνὰ τὸν ἀ­πό­παιρ­νε καὶ τοῦ μι­λοῦ­σε προ­σβλη­τι­κὰ μπρο­στὰ μας κι ἐ­κεῖ­νος δὲν ἀν­τι­δροῦ­σε. Ἐ­πι­πλέ­ον τὸν βλέ­πα­με νὰ κά­νει ἕ­να σω­ρὸ δου­λει­ὲς στὸ σπί­τι ποὺ δὲν ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νες τό­τε γιὰ ἕ­ναν ἄν­τρα. Μα­γεί­ρευ­ε, ἔ­στρω­νε τρα­πέ­ζι, ἐ­πλέ­νε τὰ πιά­τα καὶ σκού­πι­ζε τὴν κου­ζί­να, ἐ­νῶ ἡ θεί­α πή­γαι­νε καὶ ξά­πλω­νε στὸ κρε­βά­τι γιὰ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ, παίρ­νον­τας πα­ρα­μά­σχα­λα ἕ­να πε­ρι­ο­δι­κὸ μό­δας. Πολ­λὲς φο­ρὲς ὅ­μως ἡ σκλη­ρό­τη­τα τῆς θεί­ας ἔ­φτα­νε σὲ ἀ­κραῖα ση­μεῖ­α. Ἀ­πέ­φευ­γε πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν νὰ τὸν φρον­τί­ζει ὅ­ταν ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, μὲ τὴν δι­και­ο­λο­γία μὴν κολ­λή­σει κι αὐ­τή. Ἤ, ἂν τὸν πο­νοῦ­σε ἡ μέ­ση ἀ­πὸ τὴν ὀρ­θο­στα­σί­α στὴ δου­λειὰ καὶ τὰ βα­ριὰ κα­ζά­νια ποὺ σή­κω­νε, ἀρ­νοῦν­ταν κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ νὰ τὸν τρί­ψει μὲ vix, για­τί μύ­ρι­ζαν ἄ­σχη­μα τὰ σεν­τό­νια. Ἀρ­χι­κὰ ἀ­πο­δώ­σα­με τὴ στά­ση αὐ­τὴ στὴ μπερ­μπάν­τι­κη ζω­ὴ τοῦ θεί­ου, ἡ ὁ­ποί­α δὲν φαί­νε­ται νὰ εἶ­χε πο­τὲ στα­μα­τή­σει. Πι­θα­νό­τα­τα ἡ θεί­α τὸ πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε καὶ τὸ ἐκ­με­ταλ­λευ­ό­ταν κά­νον­τάς τον ὅ,τι ἤ­θε­λε.

       Τε­λι­κά, ὅ­πως ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε, τὰ πράγ­μα­τα ἦ­ταν πιὸ σύν­θε­τα. Τὸν και­ρὸ ποὺ ὁ θεῖ­ος Μη­νᾶς ζοῦ­σε στὴν Ἀ­θή­να, εἶ­χε ἀ­φή­σει ἔγ­κυ­ο μί­α κο­πέ­λα, τὴν ὁ­ποί­α ὅ­μως δὲν ἤ­θε­λε γιὰ γυ­ναί­κα του. Ἡ κο­πέ­λα τὸν πῆ­γε στὰ δι­κα­στή­ρια, ὅ­που ὅ­μως κα­τά­φε­ρε νὰ ἀ­θω­ω­θεῖ, καὶ γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γει πε­ραι­τέ­ρω μπε­λά­δες καὶ πι­έ­σεις ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να καὶ γύ­ρι­σε πί­σω στὰ Τρί­κα­λα.

       Μιὰ ξα­δέλ­φη του τὸν προ­ξέ­νε­ψε στὴ θεί­α μου, ποὺ εἶ­χαν πε­ρά­σει λί­γο τὰ χρό­νια της, ἀλ­λὰ δι­έ­θε­τε μιὰ ἀ­ξι­ό­λο­γη προί­κα. Ἔ­τσι προ­έ­κυ­ψε ὁ κε­ραυ­νο­βό­λος ἔ­ρω­τας καὶ ὁ ἐ­σπευ­σμέ­νος γά­μος. Ἡ προί­κα τῆς θεί­ας με­τὰ τὰ στέ­φα­να ἀ­πο­τέ­λε­σε καὶ τὸ βα­σι­κὸ κε­φά­λαι­ο γιὰ τὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ ἑ­στι­α­το­ρί­ου.

       Ἡ ἐγ­κυ­μο­νού­σα κο­πέ­λα ὅ­μως ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ κρα­τή­σει τὸ παι­δί. Γέν­νη­σε ἕ­να ἀ­γό­ρι, τὸ ὁ­ποῖ­ο με­γά­λω­σε, σπού­δα­σε καὶ κά­ποι­α στιγ­μὴ ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­να­ζη­τᾶ τὸν πα­τέ­ρα του. Κα­τά­φε­ρε νὰ ἔ­χει μιὰ τη­λε­φω­νι­κὴ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μα­ζί του καὶ ζή­τη­σε νὰ γνω­ρί­σει τὸν ἴ­διο καὶ τὰ ἀ­δέλ­φια του. Ὁ θεῖ­ος ἀρ­νή­θη­κε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ καὶ τὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καὶ τὸ ὅ­τι ἦ­ταν παι­δί του. Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ βέ­βαι­α ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτὸ ἀ­πὸ τὴ θεί­α Μα­ρί­α, στὴν ὁ­ποί­α δι­και­ο­λο­γή­θη­κε ὅ­τι κά­πο­τε εἶ­χε πά­ει μὲ μιὰ «πόρ­νη» ποὺ ἦ­ταν ἔγ­κυ­ος καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ τοῦ φορ­τώ­σει τὸ παι­δί. Ὅ­ταν τὸν πῆ­γε στὰ δι­κα­στή­ρια, πα­ρου­σί­α­σε τρεῖς φί­λους του ὡς μάρ­τυ­ρες ποὺ ὑ­πο­στή­ρι­ξαν ὅ­τι εἶ­χαν κοι­μη­θεῖ μα­ζί της, καὶ ἔ­τσι ἀ­θω­ώ­θη­κε.

       Ἀ­πὸ τό­τε ἄλ­λα­ξε ἐν­τε­λῶς ἡ στά­ση τῆς θεί­ας. Φυ­σι­κὰ ἄλ­λα­ξε καὶ ἡ δι­κή μου, ὅ­ταν ἔ­μα­θα τὰ σχε­τι­κά. Ἀ­πέ­φευ­γα νὰ πη­γαί­νω στὸ σπί­τι τους. Ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴν ἀ­νυ­πο­λη­ψί­α τοῦ θεί­ου μου. Ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ αὐ­τὴ μὲ εἶ­χε πει­ρά­ξει ποὺ ἡ θεί­α Μα­ρί­α δὲν ἔ­δει­ξε γεν­ναι­ο­ψυ­χί­α καὶ δὲν ἐ­πι­κοι­νώ­νη­σε ἡ ἴ­δια μὲ τὸ παι­δί, ἀλ­λὰ ἁ­πλῶς ἐ­πέ­λε­ξε σι­ω­πη­ρά τα ἔμ­με­σα βα­σα­νι­στή­ρια τοῦ θεί­ου.

       Τὸν θεῖ­ο Μη­νᾶ τὸν ἐ­πι­σκέ­φτη­κα ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα, με­τὰ τὸν θά­να­το τῆς θεί­ας Μα­ρί­ας. Ἦ­ταν μό­νος. Τὰ παι­διά του ριγ­μέ­να μὲ τὰ μοῦ­τρα στὴ βι­ο­πά­λη, πά­λευ­αν στὶς λα­ϊ­κὲς τῆς Ἀ­θή­νας νὰ ζή­σουν τὶς δι­κές τους οἰ­κο­γέ­νει­ες. Εἶ­χε ἤ­δη ὑ­πο­στεῖ δύ­ο ἐγ­κε­φα­λι­κὰ ποὺ τοῦ ἄ­φη­σαν κά­ποι­ο πρό­βλη­μα στὸ δε­ξὶ πό­δι καὶ χέ­ρι. Μοῦ ἔ­κα­νε ἐν­τύ­πω­ση ἡ με­γά­λη στρο­φή του πρὸς τὴν ἐκ­κλη­σί­α. Στὸ κο­μο­δί­νο δί­πλα στὸ κρε­βά­τι του εἶ­χε τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ ἕ­να σω­ρὸ πα­τε­ρι­κὰ βι­βλί­α.

       «Αὐ­τὰ δι­α­βά­ζω τώ­ρα», εἶ­πε δεί­χνον­τάς μου τὴ στοί­βα μὲ τὰ βι­βλί­α. Κα­θὼς κου­βεν­τι­ά­ζα­μέ μου πε­ρι­έ­γρα­ψε σκη­νὲς ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ τὸν ἄγ­γι­ξαν.

       Φεύ­γον­τας, ὡς ἀ­να­λαμ­πὴ ἄ­στρα­ψε μέ­σα μου ἡ σκέ­ψη ὅ­τι, ὅ­σα μοῦ πε­ρι­έ­γρα­ψε, δὲν ἦ­ταν χω­ρί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, ἀλ­λὰ σκη­νὲς ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α «ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πὸ τὴν Να­ζα­ρὲτ» τοῦ Τζε­φι­ρέ­λι.

 
Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009) καὶ Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν χαρ­τα­ε­τῶν (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, Ἀ­θή­να, 2014).

Εἰ­κό­να: σκη­νὴ ἀ­πὸ τὴν ται­νί­α Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πὸ τὴν Να­ζα­ρέτ (1977) τοῦ Φράν­κο Τζε­φι­ρέ­λι (1923). Στὸν ρό­λο τοῦ Ἰ­ω­σὴφ (εἰ­κό­να) ὁ ἕλ­λη­νας ἠ­θο­ποι­ὸς Γιῶρ­γος Βογιατζής.