Ντέ­νις Τζόν­σον (Denis Johnson): Ντάν­ταν



Ντέ­νις Τζόν­σον (Denis Johnson)

 

Ντάν­ταν

(Dundun)


ΚΙΝΗΣΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΡΟΙΚΙΑ ὅ­που ζοῦ­σε ὁ Ντάν­ταν γιὰ νὰ τοῦ πά­ρω λί­γο φαρ­μα­κευ­τι­κὸ ὄ­πιο, ἀλ­λὰ ὅ­μως ἀ­τύ­χη­σα.

       Μὲ χαι­ρέ­τη­σε κα­θὼς ἔ­βγαι­νε στὴ μπρο­στι­νὴ αὐ­λὴ γιὰ νὰ πά­ει στὴν ἀν­τλί­α, φο­ρών­τας και­νού­ρι­ες κα­ουμ­πό­ι­κες μπό­τες καὶ δερ­μά­τι­νο γι­λέ­κο, μὲ τὸ φα­νε­λέ­νιο του που­κά­μι­σο νὰ κρέ­με­ται πά­νω ἀ­π’ τὸ τζίν του. Μα­σοῦ­σε καὶ μιὰ τσί­χλα.

       «Ὁ Μὰκ Ἴν­νες δὲ νι­ώ­θει καὶ πο­λὺ κα­λὰ σή­με­ρα. Τώ­ρα δὰ τὸν πυ­ρο­βό­λη­σα».

       «Ἐν­νο­εῖς τὸν σκό­τω­σες;»

       «Δὲν τὸ ‘θε­λα».

       «Εἶ­ναι ὄν­τως νε­κρός;»

       «Ὄ­χι. Κά­θε­ται».

       «Ἀλ­λὰ εἶ­ναι ζων­τα­νός».

       «Φυ­σι­κὰ κι εἶ­ναι ζων­τα­νός, ρέ. Στὸ πί­σω τὸ δω­μά­τιο κά­θε­ται τώ­ρα».

       Ὁ Ντάν­ταν τρά­βη­ξε πρὸς τὴν ἀν­τλί­α καὶ πῆ­ρε νὰ δου­λεύ­ει τὸν μο­χλό.

       Κι­νή­θη­κα πε­ρι­με­τρι­κά τοῦ σπι­τιοῦ καὶ μπῆ­κα ἀ­πὸ πί­σω. Τὸ πρῶ­το δω­μά­τιο μπαί­νον­τας ἀ­π’ τὴν πί­σω πόρ­τα ἔ­ζε­χνε σκυ­λιὰ καὶ μω­ρά. Ἡ Μπὶ­τλ στε­κό­ταν στὴν ἀν­τι­κρι­νὴ πόρ­τα. Μ’ εἶ­δε ποὺ ἔμ­παι­να. Στη­ρι­ζό­με­νη στὸν τοῖ­χο ἦ­ταν κι ἡ Μπλού, κα­πνί­ζον­τας ἕ­να τσι­γά­ρο καὶ ξύ­νον­τας σκε­πτι­κά τὸ σα­γό­νι της. Ὁ Τζὰκ Χο­τὲλ ἦ­ταν πά­νω ἀ­π’ ἕ­να πα­λιὸ ἕ­δρα­νο, ἀ­νά­βον­τας μιὰ πί­πα, τὸ μπὸλ τῆς ὁ­ποί­ας ἦ­ταν τυ­λιγ­μέ­νο μ’ ἀ­λου­μι­νό­χαρ­το.

       Ὅ­ταν κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ἤ­μουν μό­νος μου, ξα­νά­πια­σαν κι οἱ τρεῖς τους νὰ κοι­τᾶ­νε τὸν Μὰκ Ἴν­νες, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θό­ταν ὁ­λο­μό­να­χος στὸν κα­να­πέ, μὲ τ’ ἀ­ρι­στε­ρό του τὸ χέ­ρι νὰ ‘ναι ἁ­πα­λὰ ἀ­πι­θω­μέ­νο ἐ­πά­νω στὴν κοι­λιά του.

       «Ὁ Ντάν­ταν τὸν πυ­ρο­βό­λη­σε;» ρώ­τη­σα.

       «Κά­ποι­ος πυ­ρο­βό­λη­σε κά­ποι­ον», εἶ­πε ὁ Χο­τέλ.

       Ὁ Ντάν­ταν μπῆ­κε ἀ­πὸ πί­σω μου φέρ­νον­τας λί­γο νε­ρὸ σὲ μιὰ πορ­σε­λά­νι­νη κού­πα κι ἕ­να πο­τή­ρι μπύ­ρα κι εἶ­πε στὸν Μὰκ Ἴν­νες: «Ὁ­ρί­στε».

       «Ἐ­γὼ δὲν τὸ θέ­λω αὐ­τό», εἶ­πε ὁ Μὰκ Ἴν­νες.

       «Ἐν­τά­ξει. Κα­λά, ὁ­ρί­στε, τό­τε». Ὁ Ντάν­ταν τοῦ πρό­σφε­ρε τὸ ὑ­πό­λοι­πό τῆς μπύ­ρας του.

       «Ὄ­χι, εὐ­χα­ρι­στῶ».

       Ἀ­νη­σύ­χη­σα. «Δὲν θὰ τὸν πά­τε σὲ κά­να νο­σο­κο­μεῖ­ο;»

       «Κα­λὴ ἰ­δέ­α», εἶ­πε ἡ Μπὶτλ δη­κτι­κά.

       «Ξε­κι­νή­σα­με», ἐ­ξή­γη­σε ὁ Χο­τέλ, «ἀλ­λὰ στου­κά­ρα­με στὴ γω­νί­α τῆς ἀ­πο­θή­κης ἐ­κεῖ πέ­ρα».

       Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ πλα­ϊ­νὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἦ­ταν τὸ ἀ­γρό­κτη­μα τοῦ Τὶμ Μπί­σοπ. Ἡ Πλύ­μουθ τοῦ Τὶμ Μπί­σοπ, ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν μιὰ πο­λὺ ὡ­ραί­α πα­λιὰ γκρι­ζο­κόκ­κι­νη κούρ­σα, εἶ­χε πλα­γι­ο­κο­πή­σει, εἶ­δα, τὴν ἀ­πο­θή­κη καὶ εἶ­χε ἀν­τι­κα­τα­στή­σει ἕ­να ἀ­π’ τὰ γω­νια­κὰ δο­κά­ρια, ἔ­τσι ποὺ τὸ δο­κά­ρι κει­τό­ταν στὸ ἔ­δα­φος καὶ τ’ αὐ­το­κί­νη­το βά­στα­γε τώ­ρα τὴν σκε­πὴ τῆς ἀ­πο­θή­κης.

       «Τὸ μπρο­στι­νὸ παρ­μπρὶζ ἔ­γι­νε σ­μπα­ρά­λια», εἶ­πε ὁ Χο­τέλ.

       «Πῶς κα­τα­λή­ξα­τε νὰ σκά­σε­τε κεῖ πά­νω;»

       «Ὅ­λα ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἐ­κτὸς ἐ­λέγ­χου», ἔ­κα­νε ὁ Χο­τέλ.

       «Ποῦ ‘ναι, τέ­λος πάν­των, ὁ Τίμ;»

       «Δὲν εἶ­ναι ἐ­δῶ», εἶ­πε ἡ Μπίτλ.

       Ὁ Χο­τέλ μοῦ πέ­ρα­σε τὴν πί­πα. Ἦ­ταν χα­σίς, ἀλ­λὰ ἦ­ταν ἤ­δη σχε­δὸν στὰ τε­λει­ώ­μα­τα.

       «Πῶς τὴν πα­λεύ­εις;» ρώ­τη­σε ὁ Ντάν­ταν τὸν Μὰκ Ἴν­νες.

       «Μπο­ρῶ νὰ τὸ νι­ώ­σω ἐ­δῶ δά. Εἶ­ναι μπηγ­μέ­νο μὲς στὸ μῦ».

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Δὲν εἶ­ναι ἄ­σχη­μα. Δὲν ἔ­σκα­σε κα­νο­νι­κά τὸ κα­ψού­λι, νο­μί­ζω».

       «Ἔ­πα­θε ἀ­φλο­γι­στί­α».

       «Ναί, ἔ­πα­θε λι­γά­κι ἀ­φλο­γι­στί­α».

       Ὁ Χο­τὲλ μὲ ρώ­τη­σε, «Θὰ τὸν πᾶς στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο μὲ τ’ αὐ­το­κί­νη­τό σου;»

       «Ἐν­τά­ξει», εἶ­πα.

       «Θὰ ‘ρθῶ κι ἐ­γώ», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       «Σοῦ ‘χει μεί­νει κα­θό­λου ὄ­πιο;» τὸν ρώ­τη­σα.

       «Ὄ­χι», εἶ­πε. «Ἤ­τα­νε δῶ­ρο γε­νε­θλί­ων. Τὸ ‘πια ὅ­λο».

       «Πό­τε εἶ­ναι τὰ γε­νέ­θλιά σου;» τὸν ρώ­τη­σα.

       «Σή­με­ρα».

       «Δὲ θὰ ‘πρε­πε τό­τε νὰ τὸ πι­είς ὅ­λο πρὶν ἀ­π’ τὰ γε­νέ­θλιά σου», τοῦ ‘κά­να ἐ­γὼ θυ­μω­μέ­να.

       Χά­ρη­κα ὅ­μως μὲ τού­τη τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ φα­νῶ χρή­σι­μος. Ἤ­θε­λα νὰ ‘μαι ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τὴ φά­ση μέ­χρι τέ­λους καὶ θὰ πή­γαι­νε τὸν Μὰκ Ἴν­νες στὸν για­τρὸ χω­ρὶς κα­νέ­να τρα­κά­ρι­σμα. Ὁ κό­σμος θὰ τὸ συ­ζη­τοῦ­σε, κι ἤλ­πι­ζα πὼς ἔ­τσι θὰ γι­νό­μουν ἀ­ρε­στός.

       Στὸ αὐ­το­κί­νη­το ἤ­μα­σταν ὁ Ντάν­ταν, ὁ Μὰκ Ἴν­νες κι ἐ­γώ.

       Τοῦ­τα ‘δῶ ἦ­ταν τὰ εἰ­κο­στὰ πρῶ­τα γε­νέ­θλια τοῦ Ντάν­ταν. Τὸν εἶ­χα γνω­ρί­σει στὶς φυ­λα­κὲς τῆς κο­μη­τεί­ας Τζόν­σον κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν μο­νά­χα λί­γων ἡ­με­ρῶν ποὺ εἶ­χα πο­τὲ πε­ρά­σει στὴ φυ­λα­κή, ἐ­κεῖ γύ­ρω στὴν ἐ­πο­χὴ τῶν δε­κα­ο­χτῶ μου Εὐ­χα­ρι­στι­ῶν. Τοῦ ‘ρι­χνα κά­να δυ­ὸ μῆ­νες. Ὅ­σο γιὰ τὸν Μὰκ Ἴν­νες, αὐ­τὸς μᾶς γυ­ρό­φερ­νε ἀ­πὸ πάν­τα, καί, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ ἀ­φεν­τιά μου εἶ­χε παν­τρευ­τεῖ μιὰ ἀ­πὸ τὶς πα­λι­ές του κο­πε­λι­ές.

       Βά­λα­με μπρὸς ὅ­σο πιὸ γρή­γο­ρα ἤ­μουν σὲ θέ­ση νὰ ὁ­δη­γῶ χω­ρὶς νὰ κου­νά­ω τὸν πυ­ρο­βο­λη­μέ­νο πέ­ρα δώ­θε.

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Καὶ τὰ φρέ­να; Τὰ ‘φτια­ξες;»

       «Τὸ χει­ρό­φρε­νο πιά­νει. Κι εἶ­ναι ἀρ­κε­τό».

       «Καὶ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο;» ὁ Ντάν­ταν πά­τη­σε τὸ κουμ­πί, καὶ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο βάλ­θη­κε νὰ βγά­ζει ἕ­ναν θό­ρυ­βο σὰν κρε­α­το­μη­χα­νή.

       Τὸ ἔ­κλει­σε κι ὕ­στε­ρα τὸ ἄ­νοι­ξε, καὶ τώ­ρα ἐ­κεῖ­νο μουρ­μού­ρι­ζε σὰν κά­να μη­χά­νη­μα ἀ­πὸ κεῖ­να ποὺ γυ­α­λί­ζουν πέ­τρες ὁ­λο­νυ­χτίς.

       «Κι ἐ­σύ;» ρώ­τη­σα τὸν Μὰκ Ἴν­νες. «Εἶ­σαι ἄ­νε­τα;»

       «Ἐ­σὺ τί νο­μί­ζεις;» ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ Μὰκ Ἴν­νες.

       Ἦ­ταν ἕ­νας μα­κρὺς εὐ­θὺς δρό­μος με­σ’ ἀ­πὸ ἄ­νυ­δρα λι­βά­δια ὡς ἐ­κεῖ ποὺ ‘φτα­νε ἀν­θρώ­που μά­τι. Σοῦ φαι­νό­ταν πὼς ὁ οὐ­ρα­νὸς δὲν εἶ­χε μέ­σα του κα­θό­λου ἀ­έ­ρα καὶ πὼς ἡ γῆ ἤ­τα­νε κα­μω­μέ­νη ἀ­πὸ χαρ­τί. Κι ἐ­μεῖς, ἀν­τὶ νὰ κι­νού­μα­στε, μι­κραί­να­με ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ πο­λύ.

       Τί μπο­ρεῖ νὰ εἰ­πω­θεῖ γιὰ κεῖ­να τὰ λι­βά­δια; Ὑ­πῆρ­χαν κο­τσύ­φια ποὺ ‘φερ­ναν γύ­ρες πά­νω ἀ­π’ τὶς ἴ­διους τους τοὺς ἴ­σκιους κι οἱ ἀ­γε­λά­δες κά­τω­θέ τους κά­θον­ταν ἄ­πρα­κτες μυ­ρί­ζον­τας ἡ μιὰ τὰ πι­σι­νὰ τῆς ἀλ­λη­νῆς. Ὁ Ντάν­ταν ἔ­φτυ­σε τὴν τσί­χλα του ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἐ­νό­σω ψά­ρευ­ε τὰ Winston του ἀ­π’ τὴν τσέ­πη τοῦ που­κα­μί­σου του. Ἄ­να­ψε ἕ­να Winston μ’ ἕ­να σπίρ­το. Πέ­ραν τού­του οὐ­δέν.

       «Δὲ θὰ βγοῦ­με πο­τὲ ἀ­π’ αὐ­τὸν τὸν δρό­μο», εἶ­πα.

       «Τί χά­λια γε­νέ­θλια», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       Ὁ Μὰκ Ἴν­νες εἶ­χε πα­νιά­σει κι ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν, ἀγ­κα­λι­ά­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να τὸν ἴ­διο του τὸν ἑ­αυ­τὸ στορ­γι­κά. Τὸν εἶ­χα πε­τύ­χει σὲ πα­ρό­μοι­α φά­ση κά­να δυ­ὸ φο­ρὲς ἀ­κό­μα καὶ τό­τε ποὺ δὲν εἶ­χε πυ­ρο­βο­λη­θεῖ. Εἶ­χε πε­ρά­σει μιὰ βα­ριὰ ἡ­πα­τί­τι­δα ἡ ὁ­ποί­α τοῦ προ­κα­λοῦ­σε συ­χνὰ πο­λὺ πό­νο.

       «Ὑ­πό­σχε­σαι νὰ μὴν τοὺς πεῖς τί­πο­τα;» ἔ­κα­νε ὁ Ντάν­ταν στὸν Μὰκ Ἴν­νες.

       «Δὲν πι­στεύ­ω νὰ σ’ ἀ­κού­ει», εἶ­πα.

       «Πές τους πῶς ἦ­ταν ἀ­τύ­χη­μα, ἐν­τά­ξει;»

       Ὁ Μὰκ Ἴν­νες, γιὰ μιὰ πα­ρα­τε­τα­μέ­νη στιγ­μή, δὲν εἶ­πε τί­πο­τα. Τε­λι­κὰ εἶ­πε, «Ἐν­τά­ξει».

       «Ὑ­πό­σχε­σαι;» εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.  Ὅ­μως ὁ Μὰκ Ἴν­νες δὲν εἶ­πε τί­πο­τα. Ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν νε­κρός.

       Ὁ Ντάν­ταν μὲ κοί­τα­ξε μὲ δά­κρυ­α στὰ μά­τια. «Τί λές;»

       «Τί ἐν­νο­εῖς, τί λέ­ω; Νο­μί­ζεις πῶς εἶ­μαι ἐ­δῶ ἐ­πει­δὴ ξέ­ρω ἀ­π’ αὐ­τά;»

       «Εἶ­ναι νε­κρός».

       «Ἐν­τά­ξει. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι εἶ­ναι νε­κρός».

       «Πέ­τα τον ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το».

       «Ἐν­νο­εῖ­ται πὼς θὰ τὸν πε­τά­ξω ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το», εἶ­πα. «Σι­γὰ μὴν τὸν πά­ω τώ­ρα που­θε­νά».

       Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα, ἐ­κεῖ ποὺ ὁ­δη­γοῦ­σα. Εἶ­δα ἕ­να ὄ­νει­ρο στὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πι­χει­ροῦ­σα νὰ πῶ σὲ κά­ποι­ον κά­τι κι ἐ­κεῖ­νος ὅ­λο μὲ δι­έ­κο­πτε, ἕ­να ὄ­νει­ρο γιὰ τὴ μα­ταί­ω­ση.

       «Χαί­ρο­μαι ποὺ ‘ναι νε­κρός», εἶ­πα στὸν Ντάν­ταν. «Ἀ­πὸ δαῦ­τον ξε­κί­νη­σαν ὅ­λοι νὰ μὲ φω­νά­ζουν Κε­φά­λα».

       Ὁ Ντάν­ταν εἶ­πε, «Μὴν τ’ ἀ­φή­νεις νὰ σὲ παίρ­νει ἀ­πὸ κά­τω».

       Πή­γα­με σφαί­ρα ὡς τὰ ἀ­πο­μει­νά­ρια τῶν σκε­λε­τῶν τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα.

       «Δὲ θὰ μοῦ ‘ταν καὶ τί­πο­τα νὰ δου­λεύ­ω ὡς πλη­ρω­μέ­νος δο­λο­φό­νος», εἶ­πε ὁ Ντάν­ταν.

       Πα­γε­τῶ­νες εἴ­χα­νε συν­τρί­ψει ἐ­τοῦ­το τὸ μέ­ρος σὲ χρό­νο προ­ϊ­στο­ρι­κό. Εἶ­χε ἐ­πι­κρα­τή­σει ξη­ρα­σί­α γιὰ χρό­νια, κι ἕ­να μπρού­τζι­νο πέ­πλο σκό­νης ἐ­πό­πτευ­ε τὶς πε­διά­δες. Ἡ καλ­λι­έρ­γεια σό­γιας ἤ­τα­νε πά­λι ἀ­χρη­στε­μέ­νη, κι οἱ πε­τα­μέ­νοι, μα­ρα­μέ­νοι μί­σχοι κα­λαμ­πο­κιοῦ κεί­τον­ταν στὸ ἔ­δα­φος σὰν ἀ­ρα­δι­α­σμέ­να ἐ­σώ­ρου­χα. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­γρό­τες οὔ­τε κὰν ποὺ φύ­τευ­αν πλέ­ον. Ὅ­λα τὰ ψευ­δῆ ὁ­ρά­μα­τα εἶ­χαν ἐ­ξα­λει­φθεῖ. Ἤ­τα­νε σὰν τὴ στιγ­μὴ προ­τοῦ νὰ ἔρ­θει ὁ Σω­τή­ρας. Καὶ ὁ Σω­τή­ρας πράγ­μα­τι ἦρ­θε, ἀλ­λὰ ὅ­μως χρει­ά­στη­κε νὰ πε­ρι­μέ­νου­με πο­λὺ και­ρό.

       Ὁ Ντάν­ταν βα­σά­νι­σε τὸν Τζὰκ Χο­τὲλ στὴ λί­μνη ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ Ντέν­βερ. Τοῦ­το τὸ ‘κανε γιὰ νὰ τοῦ ἀ­πο­σπά­σει πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κὰ μ’ ἕ­να κλεμ­μέ­νο ἀν­τι­κεί­με­νο, ἕ­να στε­ρε­ο­φω­νι­κό το ὁ­ποῖ­ο ἀ­νῆ­κε στὴν κο­πε­λιὰ τοῦ Ντάν­ταν, η, ἐν­δε­χο­μέ­νως, στὴν ἀ­δερ­φή του. Ἔ­πει­τα, ὁ Ντάν­ταν κο­πά­νη­σε ἕ­ναν ἄν­τρα σχε­δὸν μέ­χρι θα­νά­του μ’ ἕ­να γρύ­λο μὲς στὴ μέ­ση τοῦ δρό­μου στὸ Ὤ­στιν τοῦ Τέ­ξας, πράγ­μα γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πρέ­πει ἐ­πί­σης κά­ποι­α μέ­ρα νὰ δώ­σει ἐ­ξη­γή­σεις, ἀλ­λὰ πλέ­ον βρί­σκε­ται, νο­μί­ζω, στὴν πο­λι­τεια­κὴ φυ­λα­κὴ τοῦ Κο­λο­ράν­το.

       Θὰ μὲ πι­στεύ­α­τε ἂν σᾶς ἔ­λε­γα πῶς ὑ­πῆρ­χε μὲς στὴν καρ­διὰ του κα­λο­σύ­νη; Ἡ ἀ­ρι­στε­ρά του δὲν γνώ­ρι­ζε τί ποι­οῦ­σε ἡ δε­ξιά του. Εἶ­χε ἁ­πλῶς κά­ψει γιὰ τὰ κα­λὰ με­ρι­κὲς ση­μαν­τι­κὲς φλάν­τζες. Ἅ­μα σᾶς ἄ­νοι­γα τὸ κε­φά­λι καὶ σᾶς πι­λά­τευ­α τὸν ἐγ­κέ­φα­λο μ’ ἕ­να καυ­τὸ κολ­λη­τή­ρι, θὰ σᾶς με­τα­μόρ­φω­να πι­θα­νό­τα­τα σὲ κά­ποι­ον σὰν καὶ τοῦ λό­γου του.



Πη­γή: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories, New York, Picador Modern Classics/Farrar, Straus and Giroux, 2015 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories by Denis Johnson, New York, Farrar, Straus and Giroux, 1992]. Τὸ δι­ή­γη­μα «Dundun» πρω­το­δη­μο­σι­εύ­τη­κε στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Esquire.

Denis Johnson (1949, Μό­να­χο – 2017, Κα­λι­φόρ­νια). Σπού­δα­σε στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα πλά­ι στὸν Ρέ­υ­μοντ Κάρ­βερ. Ὑ­πη­ρέ­τη­σε δι­ά­φο­ρα εἴ­δη λό­γου (ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα, ἀρ­θρο­γρα­φί­α) καὶ ἔ­γι­νε εὐ­ρύ­τε­ρα γνω­στὸς μὲ τὴν κυ­κλο­φο­ρί­α τῆς συλ­λο­γῆς δι­η­γη­μά­των JesusSon.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Ἰ­ά­σο­νας Μι­κρώ­νης (Ἀ­θή­να, 1990). Ἔ­χει σπου­δά­σει ἀγ­γλι­κὴ φι­λο­λο­γί­α, νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ἱ­στο­ρί­α καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα.

Ἐλεύθερη κινηματογραφικὴ ἀπόδοση τοῦ διηγήματος

https://www.youtube.com/watch?v=wtDDD1k0a3Y&t=143s

Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη: Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη

 

Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι


Α ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ δύ­σκο­λα. Ὁ δι­κη­γό­ρος εἶ­πε ὅ­τι ἂν δὲν κα­τα­φέ­ρουν νὰ μποῦ­νε στὸ νό­μο Κα­τσέ­λη, οἱ τρά­πε­ζες θὰ εἶ­ναι μὲ λυ­μέ­να τὰ χέ­ρια. Θὰ βγά­λουν τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο σὲ πλει­στη­ρια­σμό. Στὰ νύ­χια στέ­κον­ται. Ἂν τὰ χρέ­η εἶ­χαν πρω­το­εμ­φα­νι­στεῖ τὴν ἐ­πο­χὴ τῶν μνη­μο­νί­ων, θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ τὰ δι­και­ο­λο­γή­σουν. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος γύ­ρι­σε ἀ­νά­πο­δα τό­τε. Ἀλ­λὰ ἐ­δῶ τὰ χρέ­η ξε­κί­νη­σαν τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ δέ­να­νε τὰ σκυ­λιὰ μὲ τὰ λου­κά­νι­κα, ὁ­πό­τε κλά­φ’­τα.

        «Ἐν­τά­ξει ρὲ Θέ­μη, πὲς ὅ­τι δὲν ἔ­κα­να κα­λὴ δι­α­χεί­ρι­ση. Πρέ­πει νὰ τὰ χά­σω ὅ­λα; Ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα χρω­στά­ει, μό­νο ἐ­γὼ εἶ­μαι;»

       «Ἠ­λί­α, δὲν ἔ­χει ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα ξε­νο­δο­χεῖ­ο στὴ Σαν­το­ρί­νη. Ἐ­γὼ θὰ κά­νω ὅ,τι μπο­ρῶ, ἀλ­λὰ ὁ δι­κα­στὴς δὲν εἶ­ναι χα­ζός».

        «Φέ­τος τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο θὰ δου­λέ­ψει. Θὰ δου­λέ­ψει κα­λά. Ἔ­φε­ρα hotel manager ἀ­πὸ τὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χω ξε­κι­νή­σει καὶ σὲ ψυ­χί­α­τρο στὸ κοι­νω­νι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο. Θὰ βά­λω ἕ­να τέ­λος στὴν κα­τρα­κύ­λα. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, βο­ή­θη­σέ με νὰ τὸ σώ­σου­με».

        Ὁ Ἠ­λί­ας ἀ­γό­ρα­σε τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο πρὶν 20 χρό­νια. Τὴ χρο­νιὰ ποὺ γνώ­ρι­σε τὴ Βα­σι­λι­κή. Πού­λη­σε τὸ ἀρ­γυ­ρο­χο­εῖ­ο ποὺ τοῦ ἄ­φη­σε ὁ πα­τέ­ρας του στὰ Γι­άν­νε­να καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν στὸ νη­σὶ ὅ­που γνω­ρί­στη­καν καὶ ἐ­ρω­τεύ­τη­καν. Ἔ­κα­ναν τέσ­σε­ρα ἀ­γό­ρια. Τὸ ἕ­να πί­σω ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο. Ἐ­κεῖ­νος δὲν εἶ­χε ἀ­δέρ­φια καὶ ἤ­θε­λε με­γά­λη οἰ­κο­γέ­νεια.

      Τὸν πρῶ­το και­ρὸ ζοῦ­σαν εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Στὸ πρῶ­το τη­λε­φώ­νη­μα ἀ­πὸ τὴν εἰ­σπρα­κτι­κή, ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἦ­ταν βέ­βαι­η ὅ­τι κά­ποι­ο λά­θος εἶ­χε γί­νει. Ὅ­ταν πῆ­γε στὴν τρά­πε­ζα νὰ ση­κώ­σει χρή­μα­τα καὶ εἶ­δε ὅ­τι ὁ κοι­νός τους λο­γα­ρια­σμὸς ἦ­ταν ἄ­δει­ος, ἔ­χα­σε τὴ γῆ κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Πῆ­γε στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο καὶ χί­μη­ξε κα­τὰ πά­νω του μπρο­στὰ στοὺς πε­λά­τες. «Ἀ­λι­τή­ρι­ε, δὲν σκέ­φτη­κες τὰ παι­διά σου». Τὸν ἀ­πεί­λη­σε ὅ­τι θὰ τὰ πά­ρει καὶ θὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Τὴν ἄ­κου­σαν ὅ­λα τὰ Φη­ρά.

        Τῆς εἶ­πε ὅ­τι ἔμ­πλε­ξε μὲ πα­ρέ­α. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­παι­ζαν μιὰ στὸ τό­σο. Ὅ­μως ἐ­πί­α­νε χαρ­τιὰ στὸ χέ­ρι καὶ αἰ­σθα­νό­ταν ἕ­να ἀ­κα­τα­μά­χη­το γαρ­γα­λη­τὸ στὰ σω­θι­κά του. Ἔ­χα­νε καὶ ξα­να­έ­χα­νε καὶ συ­νέ­χι­ζε. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ση­κω­θεῖ ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι για­τί ἦ­ταν βέ­βαι­ος ὅ­τι τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ θὰ κερ­δί­σει. Τε­λι­κὰ ση­κω­νό­ταν κα­τα­χρε­ω­μέ­νος. Εἶ­χε πά­ρει τρί­α δά­νεια γιὰ ἐ­πι­σκευ­ὲς καὶ ἐ­πέ­κτα­ση τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου. Ὅ­λα φα­γω­μέ­να στὰ χαρ­τιά.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ τε­λι­κὰ δὲν ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ποῦ νὰ πά­ει μὲ τέσ­σε­ρα παι­διὰ χω­ρὶς δε­κά­ρα; Συ­νέ­χι­σαν νὰ ζοῦν σὰν ξέ­νοι κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια στέ­γη. Τὸν τι­μω­ροῦ­σε μὲ τὴ σι­ω­πὴ της σκά­βον­τας ὅ­λο καὶ πιὸ βα­θιὰ τὴν τά­φρο τοῦ χω­ρι­σμοῦ τους.

        Ὁ δι­κη­γό­ρος τοῦ ἔ­δω­σε ραν­τε­βοὺ γιὰ τὴν ἑ­πο­μέ­νη στὶς ὀ­κτώ­μι­ση ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ εἰ­ρη­νο­δι­κεῖ­ο. Τοῦ εἶ­πε νὰ ξυ­ρι­στεῖ καὶ νὰ φο­ρέ­σει κο­στού­μι. Ἂν οἱ ἐ­ρω­τή­σεις τῶν δι­κη­γό­ρων τῆς τρά­πε­ζας τὸν ζο­ρί­σουν, νὰ κοι­τά­ζει στὰ μά­τια τὸν δι­κα­στὴ καὶ ὄ­χι αὐ­τούς.

        Ὁ Ἠ­λί­ας κα­τη­φό­ρι­σε πρὸς τὸ σπί­τι. Εἶ­δε στὸ δρό­μο ἕ­να ζευ­γά­ρι Κι­νέ­ζων, νε­ό­νυμ­φοι, νὰ φω­το­γρα­φί­ζον­ται μὲ θέ­α τὴν Καλ­ντέ­ρα. Θυ­μή­θη­κε τὸ τα­ξί­δι τοῦ μέ­λι­τος μὲ τὴ Βα­σι­λι­κή. Πό­σο τὴ λά­τρευ­ε. Πό­σα ἀ­πὸ ὅ­σα τῆς ὑ­πο­σχέ­θη­κε μπό­ρε­σε τε­λι­κὰ νὰ τῆς δώ­σει; Ἔ­πει­τα συλ­λο­γί­στη­κε τὰ ἀ­γό­ρια του. Ὁ με­γά­λος τέ­λει­ω­νε φέ­τος τὸ λύ­κει­ο. Τί μέλ­λον μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει; Μέλ­λον ὑ­πο­θη­κευ­μέ­νο ὅ­πως τὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο.

        Ἔ­φτα­σε σπί­τι. Ἡ Βα­σι­λι­κὴ κα­θό­ταν στὸ τρα­πέ­ζι τῆς κου­ζί­νας καὶ ἔ­τρω­γε μό­νη.

        «Τὰ παι­διὰ εἶ­ναι ἔ­ξω;»

        Δὲν πῆ­ρε ἀ­πάν­τη­ση. Πῆ­γε καὶ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τί της στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Βα­σι­λι­κή, θέ­λω νὰ σοῦ ζη­τή­σω μιὰ χά­ρη. Αὔ­ριο εἶ­ναι τὸ δι­κα­στή­ριο. Αὔ­ριο στὶς ἐν­νιά το πρω­ί. Μπο­ρεῖς νὰ ἔρ­θεις μα­ζί μου σὲ πα­ρα­κα­λῶ;» εἶ­πε χα­μη­λό­φω­να.

        Ἡ Βα­σι­λι­κὴ ἄ­φη­σε τὸ κου­τά­λι. Ἔ­βα­λε τὶς πα­λά­μες ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι.

        «Τί μὲ θές, Ἠ­λί­α; Νὰ φα­νοῦ­με ὅ­τι εἴ­μα­στε ζευ­γά­ρι; Νὰ μοι­ρα­στοῦ­με τὴν ντρο­πὴ πού ἔ­φε­ρες στὸ σπί­τι μας; Τί μὲ θὲς ἐ­μέ­να, μοῦ λές;»

        Ὁ Ἠ­λί­ας χα­μή­λω­σε τὸ βλέμ­μα. Κόμ­πια­σε. Ἅ­πλω­σε τὸ δε­ξὶ χέ­ρι καὶ τὴν ἐ­πί­α­σε ἀ­πὸ τὸν καρ­πό. Τὴν ἔσφι­ξε.

        «Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι, Βα­σι­λι­κή. Χω­ρὶς ἐ­σέ­να φο­βᾶ­μαι θὰ δι­α­λυ­θῶ. Στε­νεύ­ει ὁ κό­σμος καὶ δὲν μπο­ρῶ νὰ πά­ρω ἀ­νά­σα. Νὰ μοῦ κρα­τᾶς τὸ χέ­ρι».

        Τὸν κοί­τα­ξε γιὰ λί­γο.

        «Ἠ­λί­α, βγά­λ’ τὰ πέ­ρα μό­νος σου». Ση­κώ­θη­κε καὶ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν κου­ζί­να.

        Ὁ Ἠ­λί­ας ξά­πλω­σε στὸν κα­να­πέ, ὅ­πως κά­θε βρά­δυ. Ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε τὰ ξη­με­ρώ­μα­τα. Ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ ξυ­πνη­τή­ρι, ἔ­βλε­πε στὸν ὕ­πνο του ὅ­τι ἦ­ταν παι­δά­κι καὶ βρι­σκό­ταν στὴν αὐ­λὴ τοῦ πα­τρι­κοῦ του στὰ Γι­άν­νε­να, μὲ τὴ μά­να του νὰ τὸν μα­λώ­νει για­τί ἔ­κο­βε τὰ ἄν­θη ἀ­πὸ τὶς τρι­αν­τα­φυλ­λι­ὲς τοῦ κή­που.

        Ξύ­πνη­σε ἀ­λα­φι­α­σμέ­νος. Ἔ­ρι­ξε νε­ρὸ στὸ πρό­σω­πό του καὶ ντύ­θη­κε ἄ­ρον ἄ­ρον. Πῆ­γε στὴν κου­ζί­να νὰ πά­ρει τὸ χά­πι γιὰ τὴν πί­ε­ση. Βρῆ­κε τὴ Βα­σι­λι­κὴ νὰ κά­θε­ται στὸ τρα­πέ­ζι. Μό­λις τὸν εἶ­δε, ση­κώ­θη­κε.

        «Πᾶ­με;» τοῦ εἶ­πε.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Μα­ρί­α Ντα­λα­ού­τη (Πρέ­βε­ζα, 1983). Ἀ­πό­φοι­τη Νο­μι­κῆς Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης.


Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος: Ἡ λι­τα­νεί­α


Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος

 

Ἡ λι­τα­νεί­α

 

ΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 195Χ, ὁ μή­νας Αὔ­γου­στος στὴν ἀρ­χή του, ἄ­νυ­δρη χρο­νιά, μῆ­νες εἶ­χε νὰ φα­νεῖ σύν­νε­φο στὸν οὐ­ρα­νό, ὁ ἥ­λιος ἀ­πὸ εὐ­ερ­γέ­της, δυ­νά­στης, ἀ­νε­λέ­η­τος καύ­σω­νας, ἔ­­λι­ω­νε τὸ βό­λι πέ­ρα στὰ στουρ­νά­ρια. Καὶ δὲν ἔ­φτα­ναν ὅ­λα αὐ­τά, ἀν­τὶ νὰ φα­νοῦν σύν­νε­φα βρο­χῆς, σύν­νε­φα ἀ­πὸ ἀ­κρί­δες κά­λυ­ψαν τὸν οὐ­ρα­νό, ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­κρί­δες πει­να­σμέ­νες, λὲς καὶ τὶς γεν­νοῦ­σε ἡ γῆ, ρο­κά­νι­ζαν ὅ,τι φυλ­λα­ρά­κι πρά­σι­νο ἔ­βρι­σκαν μπρο­στά τους, μέ­ρα καὶ νύ­χτα, ἀ­στα­μά­τη­τα. Τὰ σπαρ­τά, τὰ κη­πευ­τι­κά, τὰ λου­λού­δια, τὰ δέν­δρα ἀ­φα­νί­ζον­ταν, σή­με­ρα τὸ κτῆ­μα τοῦ ἑ­νός, αὔ­ριο τὸ χω­ρά­φι τοῦ ἄλ­λου, λὲς καὶ εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει ἔρ­γο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­κτε­λοῦ­σαν μὲ σύ­στη­μα. Οἱ ἄν­θρω­ποι βρί­σκον­ταν σὲ ἀ­πό­γνω­ση, σὲ ἀ­πελ­πι­σί­α, ὁ λι­μὸς θὰ τοὺς ἀ­φά­νι­ζε κι αὐ­τούς. Πολ­λοὶ μι­λοῦ­σαν γιὰ ὀρ­γὴ θε­οῦ, ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν ὑ­πο­μο­νή, ἄλ­λοι σι­χτί­ρι­ζαν, ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν προ­σευ­χές.

        Ἦ­ταν Κυ­ρια­κὴ πρω­ί, ὅ­ταν ὅ­λοι μα­ζεύ­τη­καν στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ Πα­πα­γι­ώρ­γης στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα τὴ λει­τουρ­γί­α, ξε­σκέ­πα­σε τὴν ἁ­γί­α τρά­πε­ζα, δί­πλω­σε μὲ εὐ­λά­βεια τὸ ἀν­τι­τρα­πέ­ζιο καὶ τὸ ἔ­χω­σε στὸν κόρ­φο του, πῆ­ρε μὲ τὰ δυ­ό του χέ­ρια τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο καὶ τὸ ἀ­κούμ­πη­σε στὸ στῆ­θος του, βγῆ­κε πρῶ­τος ἔ­ξω στὸ δρό­μο καὶ μπῆ­κε μπρο­στά. Ἀ­πὸ κον­τά το ἐκ­κλη­σί­α­σμα ἀ­κο­λου­θοῦ­σε σὰν πο­τά­μι. Ἡ πομ­πὴ πῆ­γε πρὸς τὸν κάμ­πο, σὲ μιὰ το­πο­θε­σί­α ποὺ τὴν ἔ­λε­γαν Κα­ροῦ­λες. Κα­τα­με­σὶς σ’ ἕ­να χω­ρά­φι στά­θη­κε ὁ πα­πάς, ἦρ­θε κι ὁ κό­σμος, ἔ­κα­ναν ὅ­λοι ἕ­να κύ­κλο γύ­ρω του. Ξε­δί­πλω­σε αὐ­τὸς τὸ ὑ­φα­σμα­τά­κι τῆς ἁ­γί­ας τρά­πε­ζας καὶ τὸ ἔ­στρω­σε κά­τω στὸ χῶ­μα. «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ πα­τρός, τοῦ υἱ­οῦ καὶ τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος», ἀ­κού­στη­κε ἡ βρον­τε­ρὴ φω­νή του, «ἀ­μήν», ἀ­πάν­τη­σαν ὅ­λοι μα­ζὶ καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν. Ἔ­ψα­λαν τὸ, «Σῶ­σον κύ­ρι­ε τὸν λα­όν σου», τὸ «πά­σα πνο­ὴ αἰ­νε­σά­τω τὸν κύ­ριον» καὶ πο­λὺ κα­τα­νυ­κτι­κά τὸ, «κα­τευ­θυν­θή­τω ἡ προ­σευ­χή μου ὡς θυ­μί­α­μα». Στὸ «πά­τερ ἠ­μῶν» ὅ­ταν ἔ­φτα­σαν στὸ «δὸς ἠ­μὶν σή­με­ρον τὰ ὠ­φε­λή­μα­τα ἠ­μῶν» γο­νά­τι­σαν ὅ­λοι στὴ γῆ καὶ προ­σευ­χή­θη­καν. Ὁ πα­πὰς ἀ­νέ­γνω­σε τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο κι ἔ­δω­σε τὴν ἀ­πό­λυ­ση μὲ τὸ «δὶ’ εὐ­χῶν». Ἄ­ξαφ­να ὁ οὐ­ρα­νὸς γέ­μι­σε ἀ­πὸ μαῦ­ρα σύν­νε­φα, πρὶν προ­λά­βουν νὰ φτά­σουν ξα­νὰ στὰ σπί­τια ἐ­πί­α­σε δυ­να­τὴ βρο­χή, κα­τα­κλυ­σμός, πνί­γη­κε ὁ τό­πος. Μα­ζὶ πνί­γη­καν καὶ τὰ λε­φού­σια οἱ ἀ­κρί­δες ποὺ ρή­μα­ζαν κι ἀ­φά­νι­ζαν τὰ σπαρ­τά, ἀ­παλ­λά­χτη­κε ὁ τό­πος.

        Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀ­κρί­δες, ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ κα­λο­καί­ρι, ἐ­κεῖ­νο κι ὄ­χι ἄλ­λο, κα­θώς μοῦ ἔ­λε­γαν οἱ πα­λι­ό­τε­ροι, ἔρ­χον­ταν κύ­μα­τα κύ­μα­τα καὶ ρο­κά­νι­ζαν τὰ σπαρ­τά, τὰ κη­πευ­τι­κά, τὰ δέν­τρα, τὰ λου­λού­δια, τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων μέ­ρα καὶ νύ­χτα. Ρή­μα­ζαν τὶς σο­δι­ές, ἔ­φερ­ναν τὴ φτώ­χεια καὶ τὴν ἀ­νέ­χεια στὰ σπί­τια.

        Ὁ Πα­πα­γι­ώρ­γης συμ­μά­ζε­ψε τὸ ἀν­τι­τρα­πέ­ζιο ἀ­πὸ τὴ γῆ, τὸ δί­πλω­σε εὐ­λα­βι­κά, τὸ ἀ­σπά­στη­κε, ἔ­τσι ὅ­πως ἀ­σπά­ζον­ταν τὴν ἁ­γί­α τρά­πε­ζα κά­θε Κυ­ρια­κή, καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν κόρ­φο του. Ἔ­βα­λε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο κά­τω ἀ­πὸ τὸ ρά­σο γιὰ νὰ μὴν βρα­χεῖ. Πῆ­ρε τὸ δρό­μο κι αὐ­τὸς γιὰ τὸ σπί­τι του τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­π’ ὅ­λους, χω­ρὶς νὰ βι­ά­ζε­ται. Τὸ νε­ρὸ τῆς δυ­να­τῆς βρο­χῆς τοῦ ἔ­λου­ζε τὰ μαλ­λιὰ καὶ τὰ γέ­νια. «Εὐ­λο­γη­μέ­νη ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ πα­τρὸς καὶ τοῦ υἱ­οῦ καὶ τοῦ ἁ­γί­ου πνεύ­μα­τος», τὸν ἄ­κου­σαν νὰ μο­νο­λο­γεῖ, κα­θὼς πλα­τσού­ρι­ζε μέ­σα στὰ νε­ρά.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ῶρ­γος Πα­πα­θα­να­σό­που­λος (1955, Αἰ­τω­λί­α). Σπού­δα­σε οἰ­κο­νο­μι­κὰ καὶ ἐρ­γά­στη­κε στὸν τρα­πε­ζι­κὸ χῶ­ρο. Συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του μὲ τὸν τί­τλο, Ἐξ ἀ­δι­α­θέ­του, ἐκ­δό­θη­κε τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2020 ἀ­πὸ τὶς Ἐκ­δό­σεις «Ἀ­λε­ξάν­δρεια».


Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος: Ἀ­δερ­φή



Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος


Ἀ­δερ­φή


SΗΜΕΡΑ, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος, πῆ­ρε τὸ δρο­μά­κι ποὺ ἀ­πέ­φευ­γε ἐ­πὶ δε­κα­ε­τί­ες, καὶ μὲ ἕ­να τσίμ­πη­μα στὴν καρ­διά, ποὺ ἔ­κα­νε πὼς ἀ­γνο­εῖ, στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ στὸ μέ­ρος ὅ­που εἶ­χε πρω­τα­κού­σει τὴ λέ­ξη ποὺ τοῦ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ή.

       Ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­νά­με­σα στὰ κάγ­κε­λα τῆς σχο­λι­κῆς αὐ­λῆς καί, ἐ­νό­σω τὰ παι­διὰ ἔ­παι­ζαν ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ τὴν πα­ρου­σί­α του, ἔ­μει­νε γιὰ ὥ­ρα νὰ τὴν κοι­τά­ζει γα­λή­νια, ὅ­πως κοι­τᾶ­με τὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ μᾶς κά­νουν κα­κό.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γο­ς (Ἀ­θή­να 1963). Κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, Ἰ­σπα­νι­κὴ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ἐ. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ἰ. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Ἀ. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Τά­κης Σι­μώ­τας: Λοιπὸς ὁ­πλί­της


Τά­κης Σι­μώ­τας


Λοι­πός ὁ­πλί­της


Ὁ τα­χύ­τα­τος Ἀ­χιλ­λέ­ας δὲν θὰ προ­φθά­σει πο­τέ τὴν χε­λώ­να ποὺ κυ­νη­γά­ει για­τὶ, κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, θὰ πρέ­πει κά­θε φο­ρά νὰ φθά­νει πρῶ­τα στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ χε­λώ­να εἶ­χε ξε­κι­νή­σει κι ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει ἤ­δη φύ­γει, ἑ­φό­σον ἐν τῷ με­τα­ξύ συ­νε­χί­ζει κι αὐ­τή νὰ κι­νεῖ­ται.
Ζή­νων ὁ Έ­λε­ά­της

Ο ΑΛΦΑΜΙΤΗΣ στὴν πύ­λη μὲ κοι­τά­ζει εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.

       «Τί συμ­βαί­νει φί­λε;»

       Τὴν πά­τη­σα καὶ πά­λι ὅ­πως κά­θε φο­ρά στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο. Βλέ­πω τὴν στά­ση νὰ πλη­σιά­ζει καὶ δὲν λέ­ω νὰ κου­νη­θῶ ἀ­πὸ τὴ θέ­ση μου. Σκέ­πτο­μαι πὼς ἔ­χω ἑ­κα­τό ὁ­λό­κλη­ρα μέ­τρα ἀ­κό­μα καὶ με­τά ἄλ­λα ὀ­γδόν­τα, ἄλ­λα εἴ­κο­σι, ἄλ­λα δέ­κα, ἄλ­λα πέν­τε κτλ., κτλ., μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸ ΦΣΣΣΤ τῆς πόρ­τας νὰ μὲ αἰφ­νι­διά­ζει. Καὶ ἄν­τε με­τά, ἄν δὲν εἶ­ναι ἤ­δη πο­λύ ἀρ­γά, νὰ τσα­λα­πα­τά­ω ἄ­ρον ἄ­ρον τοὺς ἐ­πι­βὰ­τες.

        Κι ὅ­μως, γιὰ ποι­ό λό­γο ὁ χῶ­ρος νὰ μὴν δι­αι­ρεῖ­ται ἐ­π’ ἄ­πει­ρον σὲ ὅ­λο καὶ πιὸ μι­κρά κομ­μα­τά­κια; Τὸ χω­ρὶς καμ­μιά δι­ά­στα­ση ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ πιὸ χον­δρο­ει­δὴς αὐ­θαι­ρε­σί­α τῆς γε­ω­με­τρί­ας. Δὲν ὑ­πάρ­χει τὲ­τοι­ο πράγ­μα μέ­σα στὸ σύμ­παν.

        …Εἶ­ναι ἡ προ­κα­τα­κλυ­σμια­ία αὐ­τα­πά­τη ποὺ μᾶς κά­νει χει­ρό­τε­ρους κι ἀ­πὸ τὸν Ζή­νω­να. Ξέ­ρου­με ὅ­τι κά­πο­τε θὰ μη­δε­νι­στεῖ ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας ποὺ μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὰ πά­σης φύ­σε­ως ἰ­κρι­ώ­μα­τα. Αὐ­τό ὅ­μως δὲν θὰ συμ­βεῖ ΤΩΡΑ, ἄ­ρα δὲ θὰ γί­νει καὶ πο­τέ ἀ­φοῦ ἡ ὕ­παρ­ξη εἶ­ναι ἕ­να τώ­ρα ποὺ τραι­νά­ρει, κι­νού­με­νη σὰν τὴ χε­λώ­να, σὰν τὸν Ἀ­χιλ­λέ­α ἤ σὰν τὸν κά­βου­ρα. Ναί· τὰ πό­δια τοῦ μελ­λο­θά­να­του ἀγ­κυ­λώ­νουν στὸ τε­λευ­ταῖ­ο βῆ­μα καὶ ὁ ὑ­πο­ψή­φιος αὐ­τό­χει­ρας ἀ­να­βάλ­λει του­λά­χι­στον μιὰ φο­ρὰ τὴν αὐ­το­κτο­νί­α για­τὶ κα­τὰ βά­θος, δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει πο­τέ ὅ­τι θα ’ρ­χό­ταν ἡ ὥ­ρα…

        «Μη­δέ­νι­σα τὴν ἀ­πό­στα­ση», τοῦ ἀ­παν­τά­ω καὶ τὴν στιγ­μή ἀ­κρι­βῶς ποὺ ἔ­λη­γε ἡ προ­θε­σμί­α κα­τα­τά­ξε­ως κά­νω ἀ­κό­μα ἕ­να βῆ­μα μπαί­νον­τας γιὰ τὰ κα­λὰ στὸ στρα­τό­πε­δο.



Πηγή: Λοι­πός ὁ­πλί­της (ἐκδ. Χειρόγραφα, 1991)

Τά­κης Σι­μώ­τας γεν­νή­θη­κε στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­που καὶ κα­τοι­κεῖ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὰ δο­κί­μια Ἡ κρί­ση τῆς ἐ­πι­κῆς συ­νεί­δη­σης (Ἑ­ξάν­τας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1973), Ὁ κυ­νη­γὸς (Ἑ­ξάν­τας, Ἀ­θή­να 1982), Πε­ρὶ φαν­τα­σί­ας (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να, 2009), Ἡ­ρό­δο­τος-Θου­κυ­δί­δης: Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὡς θέ­α­μα καὶ ὡς ὄρ­γα­νο πο­λι­τι­κοῦ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ, (Σμί­λη, 2016), τὴ συλ­λο­γὴ ποι­η­μά­των καὶ πε­ζῶν Λοι­πὸς ὁ­πλί­της (Χει­ρό­γρα­φο, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1991) καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ὁ λάκ­κος (Ἄ­γρα, Ἀ­θή­να 1997). Εἶ­ναι ὁ στι­χουρ­γὸς πολ­λῶν ἐμ­βλη­μα­τι­κῶν τρα­γου­δι­ῶν τοῦ Νί­κου Πα­πά­ζο­γλου (Ρα­γί­ζει ἀ­πό­ψε ἡ καρ­διά, Γι­α­γιά­κα, Βα­ριὰ βα­λί­τσα, κλπ.).



		

	

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης: Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης


Ἀ­συμ­φω­νί­α χα­ρα­κτή­ρων


ΗΜΕΡΑ τὸ πρω­ῒ ξύ­πνη­σα πε­θα­μέ­νος.

Ἡ γυ­ναί­κα μου δὲ μὲ πι­στεύ­ει ποὺ λέ­ω πὼς ξύ­πνη­σα.

        Ἐ­γὼ δὲν τὴν πι­στεύ­ω ποὺ λέ­ει πὼς πέ­θα­να.

        Πε­νήν­τα χρό­νια παν­τρε­μέ­νοι, πο­τὲ δὲ συμ­φω­νή­σα­με. Τὸ πεῖ­σμα της θὰ μὲ πε­θά­νει!

        Κά­λε­σε τὸ γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν καὶ δὲ μὲ ἄ­φη­σε νὰ πά­ω στὴ δου­λειά. Εἶ­πε νὰ μεί­νω ἀ­κί­νη­τος στὸ κρε­βά­τι, ὅ­πως ὀ­φεί­λει νὰ κά­νει κά­θε σω­στὸς πε­θα­μέ­νος.

        Ἐλ­πί­ζω ὅ­ταν θὰ ἔρ­θουν οἱ νε­κρο­θά­φτες ἐ­δῶ νὰ ξε­κα­θα­ρι­στεῖ τὸ θέ­μα. Μὰ ἀ­νη­συ­χῶ ἂν θὰ εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κοί. Φο­βᾶ­μαι πὼς στὸ τέ­λος θὰ μὲ θά­ψουν.



Πηγή: ­σύ, ­γό­ρι μου, δὲ θὰ μά­θεις πο­τὲ νὰ γρά­φεις­μορ­φες πε­ρι­λή­ψεις. 77 μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα (flash fiction), Ἐκ­δό­σεις Ἀ­ρο­θυ­μί­α, Δε­κέμ­βριος 2019.

Βα­σί­λης Γερ­γα­τσού­λης. Δάσκαλος, φιλόλογος καὶ διδάκτορας Λαογραφί-ας ­Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἔχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποι­ή­­­­­­ματα καὶ παραμύθια. Βιβλία του: Ἡ αναρά (μυθιστόρημα, Σύγχρονη επο­χή, 2005), Καιροί σκε­φτι­κοί (ποίηση, 24 Γράμματα), Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνεκδοτολογικοῦ λό­γου στὴν κοινωνία τῆς Καρπάθου (δοκίμιο, Ἐντύποις, 2019), κ.ἄ.



		

	

Νών­τας Τσίγ­κας: Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


Νών­τας Τσίγ­κας


Κα­ρέλ­λη ἢ κρου­α­ζι­ε­ρό­πλοι­ο;


…νὰ ἰ­δῶ τοὺς ποι­η­τὲς πρό­λα­βα ἐ­γώ.

Δ. Σαβ­βό­που­λος


ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ἐ­ξα­δέλ­φη κά­πο­τε μοῦ εἶ­πε: «κον­τὰ στὴν Πέ­τρου Συν­δί­κα, μέ­νει ἡ Ζω­ὴ Κα­ρέλ­λη. Τὴ βλέ­πω καμ­μιὰ φο­ρά.» Ἔ­μοια­ζε νὰ μοῦ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται, ὑ­πε­ρη­φά­νως, πὼς μιὰ ἀ­πλη­σί­α­στη στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ἀ­φα­νὴς στὸ φῶς τῆς ἡ­μέ­ρας ἔ­λα­φος, τι­μη­τι­κὰ καὶ χα­ρι­στι­κῶς πως, ζοῦ­σε στὴν ἴ­δια σχε­δὸν γει­το­νιὰ μ’­ ἐ­κεί­νη.

        Ἕ­νας ἄλ­λος ντό­πιος, γε­ρὸς συγ­γρα­φέ­ας, χρό­νια φευ­γά­τος στὴν Ἀ­θή­να, ἐ­πέ­στρε­ψε γιὰ νὰ τα­φεῖ στὴν Ἁ­γί­α Σο­φί­α τῆς «πό­λης τῶν προ­σφύ­γων», καὶ ὄ­χι στὴ «με­γα­λο­πρε­πὴ τούρ­τα» τῆς Μη­τρό­πο­λής της, μιὰ βρο­χε­ρὴ μέ­ρα τοῦ Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1985. Στὸ κα­τό­πι πῆ­ραν νὰ φυλ­λορ­ρο­οῦν ἕ­νας-ἕ­νας: Κα­ζαν­τζῆς, Ἀσ­λά­νο­γλου, Πεν­τζί­κης, Βαρ­βι­τσι­ώ­της, Θέ­με­λης, Μπα­κό­λας, Μο­σκώφ… Σὰν τὸν πνιγ­μέ­νο, ποὺ πι­ά­νε­ται ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά του, πά­σχι­ζα φο­ρὲς νὰ δι­α­κρί­νω τὸ μαῦ­ρο θο­λω­τὸ κα­πέ­λο τοῦ Κώ­στα Λα­χᾶ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος ἢ τὴν κα­παρ­ντί­να τοῦ πι­κρό­στο­μου Χρι­στι­α­νό­που­λου, μὲ τὸν ἴ­διο μέ­σα της, νὰ πε­ρι­μέ­νει στὴ στά­ση τοῦ λε­ω­φο­ρεί­ου γιὰ τὶς Σα­ράν­τα Ἐκ­κλη­σι­ὲς μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ ὑ­πό­γει­ο πλέ­ον βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Ρα­γιᾶ στὴν Ἑρ­μοῦ. Κά­ποι­α μέ­ρα εἶ­χα δεῖ τὸν Τη­λέμα­χο Ἀ­λα­βέ­ρα νὰ βα­δί­ζει μὲ μιὰ συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐ­πι­τή­δευ­ση στὸ δρό­μο. Σὰν νὰ ἀ­πό­φευ­γε τὶς πλά­κες τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου ἢ ἄλ­λα ἀ­ό­ρα­τα ἐμ­πό­δια ποὺ ὑ­πῆρ­χαν κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια του… Λὲς κι ἔ­πλε­ε μέ­σα σὲ μιὰ ζε­λε­δέ­νια λί­μνη καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κρα­τη­θεῖ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ χω­ρὶς νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ ἡ πε­ρι­ρέ­ου­σα πη­κτω­μα­τώ­δης οὐ­σί­α. Λί­γο με­τὰ χά­θη­κε κι ἐ­κεῖ­νος. Μέ­σα σὲ τριά­ντα χρό­νια θαρ­ρεῖς κι ἔ­γι­νε ἐ­πέ­λα­ση σὲ χάρ­τι­νο κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ σκη­νι­κὸ καὶ ἀ­φα­νί­στη­καν μὲ μιᾶς τὰ το­πό­ση­μα τοῦ ἐ­σω­τε­ρι­κοῦ μας προ­σα­να­το­λι­σμοῦ: βι­βλι­o­πω­λεῖ­α, κα­φε­νεῖ­α, τα­βερ­νά­κια καὶ λοι­ποὶ θύ­λα­κες φι­λό­τη­τας τῆς πό­λης μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Κα­μιὰ φο­ρὰ βλέ­πω τὴν ἀ­ση­μέ­νια χαί­τη τοῦ Ἠ­λί­α Κου­τσού­κου κα­θὼς αὐ­τὸς ἀ­νε­βαί­νει βα­ρύ­θυ­μος κα­τὰ τὴν Ἀ­χει­ρο­ποί­η­το ἢ τὸν Θω­μᾶ Κο­ρο­βί­νη, εὐ­θυ­τε­νῆ μὲ μὼβ-μπορ­ντὸ φου­λά­ρι, νὰ προ­βαί­νει στὴν Τσι­μι­σκῆ τὸ πρω­ί. Εἶ­ναι κά­ποι­α πα­ρη­γο­ριὰ ὅ­σο νά ’­ναι.

        Ὅ­μως, οἱ κά­τοι­κοι τῆς πό­λε­ως, ὅ­πως καὶ οἱ ἀρ­χές, ἀ­δη­μο­νοῦν γιὰ τὸ ἂν καὶ πό­τε θὰ ἐλ­λι­με­νι­σθοῦν τὰ θη­ρι­ώ­δη πλέ­ον­τα ξε­νο­δο­χεῖ­α ποὺ θὰ ἀ­πο­βι­βά­σουν τοὺς τρι­σχι­λί­ους των. Ἐ­κεῖ­νοι θὰ βη­μα­τί­σουν χα­ρί­εν­τες στὸ πα­ρά­λιο μέ­τω­πο μὲ ἐ­λά­χι­στη ἔν­δον κί­νη­ση αἰ­σθη­μά­των. Τοὺς πα­ρα­κο­λου­θῶ πε­ρι­δε­ὴς μέ­σα στὴν ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τή τους κα­τά­στα­ση. Για­τί οἱ του­ρί­στες δὲν πο­νοῦν. Ἀ­φοῦ δὲν ἔ­χουν χά­σει τί­πο­τα ἐ­δῶ…


 Ἰ­ού­νιος 2023



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: πέρ. Τύρ­βη, ἀρ. 21, Κα­λο­καί­ρι 2023.

Νών­τας Τσίγ­κας (Ἀ­θή­να (1959). Ἔ­ζη­σε μέ­χρι τὴν ἐ­φη­βεί­α του στὸ Βο­γα­τσι­κὸ Κα­στο­ριᾶς. Σπού­δα­σε Ἰ­α­τρι­κὴ καὶ εἰ­δι­κεύ­τη­κε στὴ Νευ­ρο­λο­γί­α. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­ναι ἐ­πι­με­λη­τὴς τῶν ἀ­δη­μο­σί­ευ­των ἡ­με­ρο­λο­γί­ων τοῦ Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη. Τὸ 2021 ἐκ­δό­θη­καν σὲ δι­κή του Εἰ­σα­γω­γὴ-ἐ­πι­μέ­λεια-σχό­λια-ἐ­πί­με­τρο Ἴ­ω­νος Δρα­γού­μη, Τὰ «κρυμ­μέ­να» ἡ­με­ρο­λό­για, Ὀ­κτώ­βριος 1912-Αὔ­γου­στος 1913 (Πα­τά­κης). Βι­βλί­α του ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ: Οὑ ἀ­πά­ν’ κι οὑ κά­τ’ οὑ κό­σμου­ς (2009)· Μαῦ­ρο χι­ό­νι«Δι­­ά­πυ­ροΝ» (2010)· Ἐ­πο­χια­κὸς δι­α­νο­μέ­α­ς (Δι­η­γη­μα­τα, «Πα­νο­πτι­κόν», 2013)· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας Ι – δυ­ό δι­η­γή­μα­τα· Μα­θή­μα­τα Πα­τρι­δο­γνω­σί­ας ΙΙἩ κοι­μω­μέ­νη (2019). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Εἰκόνα: Ζωῆς Καρέλλη 2, Θεσσαλονίκη. Φωτογραφία: Google, Αὔγουστος 2022.



		

	

Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης: Ὁ πα­τέ­ρας



Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κης


Ὁ πα­τέ­ρας


ΕΣΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ βα­σι­λι­κός. Τὸ φύλ­λω­μά του ἔ­χει ἀ­ραι­ώ­σει, πολ­λὰ φύλ­λα του ἔ­χουν μα­ρα­θεῖ. Ἕ­να σύν­νε­φο ἀ­πὸ πρά­σι­να μι­κρο­σκο­πι­κὰ μυ­γά­κια ση­κώ­νε­ται ὅ­ταν ἀ­να­μο­χλεύ­ω τὰ κλα­διά του. Μιὰ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ σά­πιο χῶ­μα μέ­νει στὰ χέ­ρια μου. Ψά­χνω στὸ ἴν­τερ­νετ γιὰ λύ­ση. Μᾶλ­λον με­λίγ­κρα, κα­τα­λή­γω, καὶ τὸν ψε­κά­ζω ἕ­να αὐ­το­σχέ­διο μεῖγ­μα μὲ σα­πού­νι καὶ νε­ρό. Μαύ­ρη ἐ­πί­στρω­ση κα­λύ­πτει κά­ποι­α ἀ­πὸ τὰ κλω­νά­ρια του. Μύ­κη­τας τῆς κα­πνιᾶς, ἀ­π’ ὅ­τι δι­α­βά­ζω. Τὸν πα­ρα­τη­ρῶ ἀ­δύ­να­μο καὶ κα­τσού­φη. Χα­ϊ­δεύ­ω τὰ φύλ­λα του ποὺ τρί­βον­ται σὰν τσι­γα­ρό­χαρ­τα. Πό­σα πράγ­μα­τα δὲν ξέ­ρω γι’ αὐ­τόν. Ἔ­πρε­πε ν’ ἀρ­ρω­στή­σει γιὰ νὰ ἀ­σχο­λη­θῶ. Τί ρά­τσα νὰ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε; Σγου­ρός, πλα­τύ­φυλ­λος, τζε­νο­βέζ, νυ­χά­τος, κόκ­κι­νος (μᾶλ­λον ὄ­χι), ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κος, δεν­τρο­βα­σι­λι­κός; Πῶς νὰ πεῖ κα­νεὶς στὰ χά­λια ποὺ εἶ­ναι; Εἶ­ναινὰ τὸν λυ­πᾶ­σαι.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ὁ Μα­νό­λης Σα­μω­νά­κη­ς ζεῖ στὴ Ση­τεί­α μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς Παι­δί­α­τρος. Εἶ­ναι φα­να­τι­κὸς ἀ­να­γνώ­στης.



		

	

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη: Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη


Ἀ­δι­έ­ξο­δο


Ἕ­να πι­κρὸ τέ­λος εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο

                                         ἀ­πὸ μιὰ πί­κρα χω­ρὶς τέ­λος.

 ΓΥΝΑΙΚΑ, προ­αι­σθα­νό­με­νη τὸ μέλ­λον, δι­α­βά­ζει τὸ Χρο­νι­κὸ ἑ­νὸς προ­α­ναγ­γελ­θέν­τος θα­νά­του, ἐ­νῶ ὁ ἄν­τρας, βυ­θι­σμέ­νος στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ Ξέ­νου, ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὰ σκο­τά­δια τῆς ὕ­παρ­ξης. Ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ δοῦν συν­τρο­φιὰ τὴν ται­νί­α Ση­μα­σί­α ἔ­χει ν’ ἀ­γα­πᾶς.

        Ἡ πρω­τα­γω­νί­στρια, παν­τρε­μέ­νη μὲ κά­ποι­ον ποὺ τῆς στε­ρεῖ τὴν ἐ­ρω­τι­κὴ ἐ­πα­φή, συγ­χέ­ει τὴν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα μὲ τὸ πλα­τὸ καὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ πεῖ «σ’ ἀ­γα­πῶ» στὸν παρ­τε­νέρ της ποὺ «πε­θαί­νει» στὴν ὀ­θό­νη. Ὅ­ταν ἐ­ρω­τεύ­ε­ται ἕ­ναν ἄν­τρα τοῦ ὑ­πο­κό­σμου, βι­ώ­νει τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς σκη­νὴ κα­θὼς ὁ ἐ­ρα­στὴς της ξε­ψυ­χᾶ στὴν ἀγ­κα­λιά της. Μό­νον τό­τε, κυ­ρι­ο­λε­κτοῦν στὰ χεί­λη της οἱ λέ­ξεις.

        Τὸ ἔρ­γο τε­λει­ώ­νει τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸ ζευ­γά­ρι ἐ­πι­στρέ­φει στὴ σι­ω­πή.



Πη­γή: Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη, Κόκ­κι­νη Γραμ­μή, Ἄ­γρα (2023).

Εἰ­ρή­νη Ρη­νι­ώ­τη (Ἀ­θή­να 1964). Σπού­δα­σε στὴ Σχο­λὴ Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Ἀ­νοι­κτοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, στὸ Πρό­γραμ­μα Σπου­δῶν «Ἑλ­λη­νι­κὸς Πο­λι­τι­σμός», καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς Με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δές της στὸ Μ.Π.Σ. «Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ» τοῦ ἰ­δί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Εἶ­ναι μέ­λος τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων, τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν, κα­θὼς καὶ τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ Κέν­τρου τοῦ Δι­ε­θνοῦς Ἰν­στι­τού­του Θε­ά­τρου ὡς ἠ­θο­ποι­ός. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐν­νέ­α ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Οἱ τρεῖς τε­λευ­ταῖ­ες, μὲ τί­τλο Ἡ ἀν­θο­φο­ρί­α τῆς σι­ω­πῆς (2008), Ἴ­λιγ­γος (2011) καὶ Μιὰ βόλ­τα μό­νο (2016), ἡ ὁ­ποί­α τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Βρα­βεῖ­ο «Αἰ­κα­τε­ρί­νης Στα­θο­πού­λου» τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν τὸ 2017, κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις “Ἄ­γρα”. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πε­ρι­λη­φθεῖ σὲ ἀν­θο­λο­γί­ες καὶ με­τα­φρα­στεῖ σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, ἐ­νῶ ὁ­ρι­σμέ­να με­λο­ποι­ή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θά­νο Μι­κρού­τσι­κο, τὸν Μά­νο Ἀ­βα­ρά­κη καὶ τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Κων­σταν­τα­κό­που­λο.



		

	

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου: Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου


Πα­ρα­λί­ας τὸ ἀ­νά­γνω­σμα


ΚΕΙΝΗ ΤΗ ΜΕΡΑ, ἡ Κυ­ρί­α X κα­τέ­βη­κε πα­νέ­τοι­μη στὴν πα­ρα­λί­α. Ψά­θι­νη τσάν­τα, κα­πε­λά­κι, γυα­λιὰ ἡ­λί­ου, κα­ρε­κλά­κι, πε­τσε­τού­λα, ὀμ­πρε­λί­τσα, κα­φε­δά­κι, νε­ρά­κι, βι­βλί­ο. Τὸ μα­γιὸ τὸ φο­ροῦ­σε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι.

       Πρῶ­τα δο­κί­μα­σε τὴν ἄμ­μο. Ζε­στὴ τό­σο ὅ­σο. Στὴ συ­νέ­χεια ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ μπρο­στά της. Ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ θά­λασ­σα συ­ναν­τοῦ­σε τὸν οὐ­ρα­νό. Τὰ ἔ­λε­γαν ὅ­πως πάν­τα. Κου­βέν­τες σὲ μπλὲ ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ Κυ­ρί­α X χα­μο­γέ­λα­σε ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νη. Ὅ­λα ἦ­ταν ὅ­πως ἔ­πρε­πε.

       Ἔ­στη­σε τὴν ὀμ­πρε­λί­τσα της. Πρά­σι­νη στὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­λιᾶς. Με­τὰ ξε­δί­πλω­σε τὴν κα­ρε­κλί­τσα της. Κί­τρι­νη σὰν τὸ λε­μό­νι. Τέ­λος, ἔ­στρω­σε τὴν πε­τσε­τού­λα της. Κόκ­κι­νη τῆς φω­τιᾶς. Ἀ­να­στέ­να­ξε ἀ­να­στε­ναγ­μὸ ἀ­πό­λαυ­σης καὶ γέ­μι­σε τὸ πο­τη­ρά­κι τοῦ θερ­μὸς μὲ κα­φέ. Ζε­στὸ γαλ­λι­κὸ μὲ λί­γο γά­λα. Πα­ρα­φω­νί­α, θὰ σκε­φτεῖ ὁ ἀ­να­γνώ­στης, ἐν μέ­σω θέ­ρους. Ὅ­μως, γοῦ­στα εἶ­ναι αὐ­τά. Πλα­τά­γι­σε ἡ­δο­νι­κὰ τὰ χεί­λη της. Ὁ κα­φὲς ἦ­ταν ἡ ἐ­πι­το­μὴ τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας της, ποὺ μό­λις εἶ­χε ἀρ­χί­σει.

       Στὴν πα­ρα­λί­α μιὰ ἀ­πὸ τὰ ἴ­δια. Κό­σμος σὲ κα­λο­και­ρι­νὴ δι­ά­θε­ση. Ἁ­πλω­μέ­να κορ­μιὰ σὲ κα­τά­στα­ση ἀ­πο­χαύ­νω­σης κά­τω ἀ­πὸ τὸν ἥ­λιο, μα­μά­δες τρο­χο­νό­μοι, ἡ γνω­στὴ για­γιὰ ποὺ μά­λω­νε καὶ σή­με­ρα τὸν μα­κά­ριο κου­φὸ παπ­πού, ἕ­να ἐ­ρω­τευ­μέ­νο ζευ­γά­ρι ποὺ μοι­ρα­ζό­ταν ἀ­δι­ά­λει­πτα ἁλ­μυ­ρὲς θω­πεῖ­ες.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἀ­φοῦ βε­βαι­ώ­θη­κε γιὰ τὴν ἀ­τα­ρα­ξί­α τῶν εἰ­ω­θό­των, ἔ­βγα­λε ἀ­πὸ τὴν ψά­θι­νη τσάν­τα της τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε ἐ­δῶ καὶ λί­γο και­ρό. Μυ­θι­στό­ρη­μα. Γαλ­λι­κὸ καὶ αὐ­τό. Ἀ­σορ­τὶ μὲ τὸν κα­φέ της. Τοῦ 17ου αἰ­ώ­να. La Princesse de Cleves τῆς Madame de la Fayette.

       Ἀ­πορ­ρο­φή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἀ­νά­γνω­σμά της πά­ραυ­τα. Τό­σο ὥ­στε νὰ αἰφ­νι­δια­στεῖ ἀ­πὸ τὸ μπα­λά­κι τοῦ τέ­νις ποὺ προ­σγει­ώ­θη­κε στὰ πό­δια της. Σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι της, γιὰ νὰ δεῖ ἀ­πὸ ποῦ τῆς ἦρ­θε, καὶ ἀν­τί­κρι­σε ἕ­ναν νε­α­ρὸ ἄν­τρα νὰ τὴν πλη­σιά­ζει καὶ νὰ τῆς λέ­ει εὐ­γε­νι­κά: «Σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη.» Πρὶν τοῦ ἀ­παν­τή­σει νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ, αὐ­τὰ συμ­βαί­νουν, ἄ­κου­σε μιὰ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νή: «Ντίκ, ζε­στά­θη­κα. Θέ­λω λί­γη σαμ­πά­νια.» «Ἔρ­χο­μαι, ντάρ­λινγκ» τῆς ἀ­πο­κρί­θη­κε ἐ­κεῖ­νος καὶ ἔ­τρε­ξε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Ἡ Κυ­ρία X δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀν­τι­στα­θεῖ στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ τοῦ ρί­ξει μιὰ κλε­φτὴ μα­τιὰ πί­σω ἀ­πὸ τὰ γυα­λιά της. Ὁ Ντὶκ φο­ροῦ­σε ἕ­να θα­λασ­σὶ ὁ­λό­σω­μο μα­γιὸ μὲ ἄ­σπρες ρί­γες. Ἀ­πό­ρη­σε κι ἀ­να­ζή­τη­σε τὴν «ντάρ­λινγκ», γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει τί γι­νό­ταν. Τὴν εἶ­δε στὴν ἀμ­μου­διὰ νὰ τοῦ γνέ­φει μὲ νά­ζι. Κον­τὸ μαλ­λά­κι μὲ βάγκ, κορ­δέ­λα πρά­σι­νη, με­τα­ξω­τὸ φό­ρε­μα ἐ­κροὺ καὶ ξυ­πό­λυ­τη.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἀ­να­κά­θι­σε νευ­ρι­κὰ στὴν πτυσ­σό­με­νη κα­ρε­κλί­τσα της. Κοί­τα­ξε ὁ­λό­γυ­ρα. Στὶς γει­το­νι­κὲς ὀμ­πρέ­λες ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν τά­ξη καὶ ἀ­σφά­λεια. «Τέ­λος πάν­των» μουρ­μού­ρι­σε, ἐ­νῶ ὁ ἥ­λιος δυ­νά­μω­νε καὶ ἡ θά­λασ­σα ἄρ­χι­ζε τὰ κα­λέ­σμα­τα. Ση­κώ­θη­κε καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος της. Τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ξα­πλώ­νει ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­σκα­γε τὸ κύ­μα.

       Αὐ­τὸ ἔ­κα­νε, ὅ­ταν μιὰ φω­νὴ τὴν ἀ­πέ­σπα­σε ἀ­πὸ τὸ προ­σφι­λές της πλα­τσού­ρι­σμα: «Συγ­γνώ­μη, ποῦ μπο­ρῶ νὰ βά­λω τὸ μα­γιό μου;» Ἡ Κυ­ρί­α X, πρὶν ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός τῆς ἀ­πεύ­θυ­νε τὸν λό­γο, εἶ­δε τὰ πα­πού­τσια «του», ἢ μᾶλ­λον «της». Ἄ­σπρα μπο­τά­κια μὲ ρὸζ κορ­δέ­λες. Πε­τά­χτη­κε ὄρ­θια καὶ βρέ­θη­κε ἐ­νώ­πιον μιᾶς ὄ­μορ­φης γυ­ναί­κας μὲ θλιμ­μέ­νο χα­μό­γε­λο, ντυ­μέ­νης στὶς δαν­τέ­λες καὶ μὲ ἕ­να ὀμ­πρε­λί­νο ἀ­νοι­χτὸ στὸ ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι. Φο­ροῦ­σε καὶ γάν­τια. Λευ­κά! «Κυ­ρί­α μου…» ψέλ­λι­σε ἔν­τρο­μη ἡ Κυ­ρί­α X καὶ ὀ­πι­σθο­χώ­ρη­σε. «Ἔμ­μα μὲ λέ­νε» τῆς ἀ­πάν­τη­σε ἡ ἄ­γνω­στη καὶ ἡ Κυ­ρί­α X ἔ­νι­ω­σε μιὰ θο­λού­ρα. Πρὶν προ­λά­βει νὰ λι­πο­θυ­μή­σει, τὶς πλη­σί­α­σε ἕ­νας κύ­ριος ντυ­μέ­νος κι ἐ­κεῖ­νος στὰ λευ­κά. Κο­στού­μι λι­νό, πα­πι­γιόν, κα­πέ­λο ψά­θι­νο ἐ­ξαι­ρε­τι­κῆς ποι­ό­τη­τας, μο­κα­σί­νια, μπα­στού­νι μὲ ἀ­ση­μέ­νια λα­βή.

       «Ἔμ­μα, ἀ­γα­πη­τή μου! Τί εὐ­χά­ρι­στη ἔκ­πλη­ξη! Κι ἐ­σεῖς ἐ­δῶ;» «Ὤ! Φίλ­τα­τε Ἄ­σεν­μπαχ! Ἦρ­θα γιὰ νὰ ξε­σκά­σω λι­γά­κι. Πλήτ­τω. Πλήτ­τω ἀ­φό­ρη­τα. Ἐ­σεῖς; Πῶς καὶ ἀ­φή­σα­τε τὴ Βε­νε­τί­α;» «Πα­ρά­τα­ση ζω­ῆς, ἀ­γα­πη­τή μου Ἔμ­μα. Ἐ­δῶ, ξα­να­ζῶ, ὅ­πως κι ἐ­σεῖς, ἐ­ξάλ­λου.» Χα­μο­γέ­λα­σαν μὲ νό­η­μα, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σαν νω­χε­λι­κὰ τὴν Κυ­ρί­α X καὶ συ­νέ­χι­σαν μα­ζὶ τὴν πα­ρα­θα­λάσ­σια βόλ­τα τους. Ἡ Ἔμ­μα μά­ζευ­ε μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι τὸ δαν­τε­λέ­νιο φου­στά­νι της, ποὺ ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν συ­νε­χῶς μὲ τὴν ἄμ­μο. Ἄ­βο­λο, εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ στη­ρι­ζό­ταν στὸ λευ­κό του μπα­στού­νι, ἐ­νῶ σκού­πι­ζε ποὺ καὶ ποὺ τὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πο μὲ τὸ κά­τα­σπρο μαν­τί­λι του.

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἦ­ταν ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νη νὰ βγά­λει ἄ­κρη μὲ τὰ πα­ρά­δο­ξα. Τοὺς ἀ­κο­λού­θη­σε. Δι­α­κρι­τι­κά. Τοὺς εἶ­δε νὰ χα­ρι­εν­τί­ζον­ται καὶ νὰ πλη­σιά­ζουν ὁ­λο­έ­να πρὸς τὸ μέ­ρος τοῦ Ντίκ. «Ἐ­λᾶ­τε, ὑ­πάρ­χει ἄ­φθο­νη σαμ­πά­νια γιὰ ὅ­λους» τοὺς φώ­να­ξε ἡ «ντάρ­λινγκ», μᾶλ­λον ἐ­λα­φρῶς με­θυ­σμέ­νη. Ὁ Ντὶκ τὴν κρα­τοῦ­σε ἀ­πὸ τὴ μέ­ση καὶ τῆς ἔ­δι­νε καυ­τὰ φι­λιὰ στὸ στό­μα. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ δέ­χτη­καν μὲ κομ­ψὸ δι­σταγ­μὸ τὴ σαμ­πά­νια ποὺ τοὺς πρό­σφε­ραν. Τὴ γεύ­τη­καν μὲ ἐμ­φα­νὴ εὐ­φο­ρί­α.

       «Στὴν ὑ­γειά μας…» εἶ­παν καὶ ὕ­ψω­σαν ὅ­λοι τὰ κο­λο­νά­τα πο­τή­ρια τους. Ἤ­πιαν μιὰ με­γά­λη, χορ­τα­στι­κὴ γου­λιά.

       Ξαφ­νι­κά, μιὰ δυ­να­τὴ γυ­ναι­κεῖ­α φω­νὴ ἀ­πὸ τὴ δι­πλα­νὴ ὀμ­πρέ­λα ἔ­μελ­λε νὰ τοὺς χα­λά­σει τὴν ἀ­πό­λαυ­ση: «Γι­αν­νά­κη­η­η, τὰ κου­βα­δά­κια σου καὶ φύ­γα­με!».

       Ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» θο­ρυ­βή­θη­καν. «Πρέ­πει νὰ ἐ­πι­στρέ­ψου­με, ἀ­γα­πη­τοί μου! Φεύ­γουν…» εἶ­παν καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ μα­ζεύ­ουν βι­α­στι­κά τὸ κα­λά­θι μὲ τὴ σαμ­πά­νια καὶ τὰ πο­τή­ρια. Ἡ Ἔμ­μα καὶ ὁ Ἄ­σεν­μπαχ τοὺς κοί­τα­ξαν τρυ­φε­ρὰ καὶ μὲ κα­τα­νό­η­ση. «Φεύ­γου­με κι ἐ­μεῖς, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γιὰ ὅ­λους μας.»

       Ἡ Κυ­ρί­α X ἄ­νοι­ξε δι­ά­πλα­τα μά­τια, αὐ­τιὰ καὶ στό­μα. «Νὰ φύ­γουν, νὰ πᾶ­νε ποῦ καὶ μὲ ποι­ούς» ἀ­να­ρω­τή­θη­κε.

       Στὸ με­τα­ξύ, ὁ Ντὶκ καὶ ἡ «ντάρ­λινγκ» ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο φι­λί, τί­να­ξαν τὴν ἄμ­μο ἀ­πὸ τὰ πό­δια τους καὶ χώ­θη­καν στὶς σε­λί­δες τοῦ βι­βλί­ου Τρυ­φε­ρὴ εἶ­ναι ἡ νύ­χτα, πρὶν τὸ κλεί­σει ἡ μα­μὰ τοῦ Γι­αν­νά­κη. Ὁ Ἄ­σεν­μπαχ πλεύ­ρι­σε ἕ­ναν κύ­ριο στὴν ξα­πλώ­στρα ποὺ κρα­τοῦ­σε τὸν Θά­να­το στὴ Βε­νε­τί­α. Ὅ­σο γιὰ τὴν Ἔμ­μα, μά­ζε­ψε τὶς δαν­τέ­λες της, ἔ­κλει­σε τὸ ὀμ­πρε­λί­νο της, ἄ­φη­σε ἕ­να βα­θὺ σκο­τει­νὸ «ἄχ» καὶ βυθίστηκε στὴ Μαντὰμ Μποβαρύ, ποὺ  ἦ­ταν κά­τω ἀ­πὸ μιὰ κόκ­κι­νη ὀμ­πρέ­λα.

       Ἡ Κυ­ρί­α X, ἄ­ναυ­δη, ἔ­τρε­ξε νὰ ξε­φυλ­λί­σει τὸ δι­κό της βι­βλί­ο, γιὰ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν ὅ­λοι οἱ ἥ­ρω­ές της ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἀ­φοῦ σι­γου­ρεύ­τη­κε, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ ἐ­πι­στρέ­φει, γιὰ νὰ συ­νέλ­θει.

       Λί­γα βή­μα­τα πιὸ κά­τω, «σκόν­τα­ψε» στὸ λευ­κὸ μαν­τί­λι τοῦ Ἄ­σεν­μπαχ.



Πη­γή: Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018).

Καλ­λι­ό­πη Ἐ­ξάρ­χου (Δρά­μα) Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α στὸ ΑΠΘ. Εἶ­ναι Ἀ­να­πλη­ρώ­τρια κα­θη­γή­τρια θε­α­τρο­λο­γί­ας στὸ Τμῆ­μα Γαλ­λι­κῆς Γλώσ­σας καὶ Φι­λο­λο­γί­ας τοῦ Α.Π.Θ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς με­λέ­τες γιὰ τὸ θέ­α­τρο, θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Πρό­σφα­τα βι­βλί­α της: Δη­μή­τρης Δη­μη­τριά­δης: Τὸ θέ­α­τρο τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ (με­λέ­τη, Σο­κό­λη, 2016), Μά­χι­μα Χεί­λη (ποί­η­ση, Σο­κό­λη, 2014), Ἡ Κυ­ρί­α Χ  (δι­η­γή­μα­τα, Σο­κό­λης, 2018) καὶ ἄλ­λα.