Ἀλέξανδρος Βαναργιώτης: 11-9-2001

 

 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της

 

11-9-2001

 

ΑΛΕΨΑ ΠΟΛΥ γι’ αὐ­τὴ τὴ σχέ­ση. Τὰ χρό­νια ποὺ ὑ­πη­ρε­τού­σα­με μα­ζί, ἐ­νῶ στὴν ἀρ­χὴ δὲν ἔ­δει­ξε κα­νέ­να ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ μέ­να, κα­τά­φε­ρα σι­γὰ-σι­γὰ μὲ σχέ­δια καὶ προ­σε­κτι­κὲς κι­νή­σεις, βῆ­μα-βῆ­μα, νὰ τὴν κά­νω πρῶ­τα νὰ μὲ προ­σέ­ξει καὶ ἀρ­γό­τε­ρα νὰ συ­ζοῦ­με. Ἦ­ταν καλ­λι­τε­χνι­κὴ φύ­ση καὶ γιὰ νὰ τὴν κερ­δί­σω ἔ­βγα­λα ἀ­πὸ μέ­σα μου ὅ­λη τὴν εὐ­αι­σθη­σί­α καὶ μά­λι­στα στοὺς το­μεῖς ποὺ τὴν ἐν­δι­έ­φε­ραν τὴν πολ­λα­πλα­σί­α­σα. Ζω­γρά­φι­ζε κα­λά. Δα­νεί­στη­κα ὅ,τι δι­έ­θε­τε ἡ δη­μο­τι­κὴ βι­βλι­ο­θή­κη καὶ ἔ­μα­θα ὅ­λες τὶς τά­σεις καὶ τὶς τε­χνο­τρο­πί­ες. Δι­ά­βα­σα βι­ο­γρα­φί­ες καὶ εἶ­δα πί­να­κες ἀ­πὸ τὸν Μι­χα­ὴλ Ἄγ­γε­λο ὣς τὸν Οὐ­όρ­χολ καὶ τὸν Μπέ­ι­κον. Μά­λι­στα μπῆ­κα στὸν πει­ρα­σμὸ καὶ ἀ­γό­ρα­σα χαρ­τιά, χρώ­μα­τα καὶ κα­βα­λέ­το καὶ ἄρ­χι­σα νὰ κά­νω κι ἐ­γὼ με­ρι­κὲς ἀ­δέ­ξι­ες πι­νε­λι­ές. Πέ­τρα-πέ­τρα ἔ­χτι­σα αὐ­τὴ τὴ σχέ­ση. Ἡ ὅ­λη προ­σπά­θεια μοῦ ἔ­μα­θε τί δύ­να­μη κρύ­βει ὁ ἔ­ρω­τας. Δὲν εἶ­χα ἐ­ρω­τευ­τεῖ ἀ­λη­θι­νὰ ὣς τό­τε. Δὲν ἔ­κα­να θυ­σί­ες γιὰ τὶς σχέ­σεις μου. Γιὰ τὴ Χρι­στί­να θὰ ἔ­κα­να τὰ πάν­τα. Ἔ­φτα­σα στὸ ση­μεῖ­ο νὰ ἀ­κού­ω τζάζ, ἐ­γὼ ὁ φα­να­τι­κὸς τοῦ Κα­ζαν­τζί­δη. Ἒ ρέ, γέ­λιο ποὺ θὰ ἔ­κα­ναν οἱ φί­λοι στὸ χω­ριό, ἂν μὲ ἔ­βλε­παν ἔ­τσι ἀλ­λαγ­μέ­νο. Θὰ ξε­ραί­νον­ταν στὰ γέ­λια. Μὲ με­τα­μόρ­φω­σε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ὁ ἔ­ρω­τας.

       Τὰ νέ­α ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ποὺ προ­στέ­θη­καν στὴν προ­σω­πι­κό­τη­τά μου ἔ­κα­ναν τὸν Μι­χά­λη, τὸν νέ­ο συ­νά­δελ­φο τῶν καλ­λι­τε­χνι­κῶν, νὰ μὲ συμ­πα­θή­σει. Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος χα­μη­λῶν τό­νων, ἤ­ρε­μος καὶ εἶ­χε πά­νω-κά­τω τα ἴ­δια ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα μὲ μᾶς, γι’ αὐ­τὸ κέρ­δι­σε καὶ τὴ Χρι­στί­να καὶ γί­να­με μιὰ πο­λὺ κα­λὴ πα­ρέ­α οἱ τρεῖς μας. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­κλι­νε βέ­βαι­α μου­σι­κὰ πρὸς τὰ ἔ­θνικ, ἀλ­λὰ καὶ τὸ στὺλ τῆς ζω­γρα­φι­κῆς του εἶ­χε πολ­λὰ στοι­χεῖ­α ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­το­λή. Οἱ προ­σω­πο­γρα­φί­ες του θύ­μι­ζαν Φα­γιοὺμ καὶ οἱ γυ­ναῖ­κες του εἶ­χαν μαῦ­ρα με­γά­λα μά­τια σὰν τὶς Ἰν­δὲς καὶ φο­ροῦ­σαν μα­κριὰ πορ­το­κα­λο­κόκ­κι­να φο­ρέ­μα­τα.

       Τὸ βρά­δυ τῆς Δευ­τέ­ρας εἴ­χα­με πι­εῖ κά­τι πα­λι­ο­πο­τὰ σὲ ἕ­να μπάρ, για­τὶ τὴν ἄλ­λη μέ­ρα εἴ­χα­με ρε­πό. Στὸ σχο­λεῖ­ο πη­γαί­να­με μὲ βάρ­δι­ες. Ἔ­τσι ἐ­κεί­νη τὴν Τρί­τη δὲν ξύ­πνη­σα κα­λά. Ση­κώ­θη­κα ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι ἀρ­γὰ καὶ τὸ κε­φά­λι μου κόν­τευ­ε νὰ σκι­στεῖ στὰ δύ­ο. Τὸ με­ση­μέ­ρι μὲ τὸ ζό­ρι ἔ­φα­γα κά­τι ἐ­λα­φρύ. Βυ­θί­στη­κα σὲ μιὰ πο­λυ­θρό­να μ’ ἕ­να βι­βλί­ο στὸ χέ­ρι, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ συγ­κεν­τρω­θῶ. Ἀ­πὸ ἰ­δε­ο­λο­γί­α δὲν συν­δέ­σα­με τὴν κοι­νή μας ζω­ὴ μὲ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ ἡ Χρι­στί­να —τυ­χε­ρή, για­τὶ τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε χυ­μό— ἀ­πο­λάμ­βα­νε τὸν κα­φέ της ἀ­κού­γον­τας ἕ­να πρό­γραμ­μα τζὰζ στὰ με­σαῖ­α. Θά ’­ταν πέν­τε τὸ ἀ­πό­γευ­μα, ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ τὸ πρό­γραμ­μα δι­α­κό­πη­κε καὶ ἀ­να­κοι­νώ­θη­κε στὰ ἀγ­γλι­κὰ ὅ­τι ἔ­γι­νε τρο­μο­κρα­τι­κὸ χτύ­πη­μα στὴ Νέα Ὑόρκη ἀ­πὸ τὴν Ἂλ Κά­ιν­τα καὶ κα­τέρ­ρευ­σαν οἱ δί­δυ­μοι πύρ­γοι. «Τί λέ­ει, ρέ; ἄ­κου­σες τί ἔ­γι­νε;» ξε­φώ­νι­σε ἡ Χρι­στί­να, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­χε ἐ­πι­σκε­φτεῖ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ μά­λι­στα εἶ­χε φά­ει σὲ ἕ­να ἑ­στι­α­τό­ριο στοὺς δί­δυ­μους πύρ­γους. Δὲν πί­στευ­ε στ’ αὐ­τιά της. Ἐ­γὼ πά­λι εἶ­χα στ’ αὐ­τιά μου ἕ­να βου­η­τὸ ἀ­πὸ τὸν πο­νο­κέ­φα­λο ποὺ μὲ ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­θω τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ καὶ τὸ Μαν­χά­ταν τὴν πιὸ μα­κρι­νὴ καὶ ἀ­δι­ά­φο­ρη χώ­ρα στὸν κό­σμο. Δὲν ἔ­δω­σα προ­σο­χὴ καὶ μπῆ­κα νὰ κά­νω ἕ­να δρο­σε­ρὸ μπά­νιο μπὰς καὶ συ­νέλ­θω. Κα­τὰ τὶς ἕ­ξι μᾶς πῆ­ρε ὁ Μι­χά­λης τη­λέ­φω­νο νὰ βγοῦ­με. Εἴ­χα­με ἤ­δη ἀ­να­στα­τω­θεῖ ὅ­λοι κα­θὼς ἔ­φτα­σαν καὶ οἱ λε­πτο­μέ­ρει­ες γιὰ τοὺς χι­λιά­δες νε­κροὺς τῶν ὁ­ποί­ων ὁ ἀ­ριθ­μὸς δὲν εἶ­χε προσ­δι­ο­ρι­στεῖ ἀ­κρι­βῶς ἀ­κό­μη.

       Εὐ­τυ­χῶς μὲ δυ­ὸ ἀ­σπι­ρί­νες ὁ πο­νο­κέ­φα­λος μοῦ πέ­ρα­σε, ἀλ­λὰ λί­γο ἡ θλί­ψη γιὰ τὰ γε­γο­νό­τα, λί­γο ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α στὸ νευ­ρι­κὸ σύ­στη­μα, ποὺ μοῦ ἄ­φη­σε ἡ κε­φα­λαλ­γία, καὶ βρι­σκό­μουν σὲ μιὰ πε­ρί­ερ­γη κα­τά­στα­ση. Ἀ­πο­λύ­τως ἤ­ρε­μος, ἀλ­λὰ μὲ τὶς αἰ­σθή­σεις μου ὅ­λες τε­τα­μέ­νες. Κα­θί­σα­με σὲ μιὰ κα­φε­τε­ρί­α ἔ­ξω. Φυ­σοῦ­σε ἕ­νας ζε­στὸς ἀ­έ­ρας ποὺ ἔ­λε­γες πὼς ἦ­ταν κα­λο­καί­ρι. Κά­τι ὅ­μως στὴ μυ­ρω­διά του, μιὰ ἀ­νε­παί­σθη­τη ὑ­γρα­σί­α, λί­γο το φῶς ποὺ ἄλ­λα­ξε, μιὰ αἰ­ω­ρού­με­νη με­λαγ­χο­λί­α στὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα, οἱ ὀ­ξυμ­μέ­νες μου αἰ­σθή­σεις ἔ­πι­α­ναν ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ τὸ πέ­ρα­σμα σὲ ἄλ­λη ἐ­πο­χή. «Μυ­ρί­ζει φθι­νό­πω­ρο», εἶ­πα, ἀλ­λὰ κα­νέ­νας δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Ἡ Χρι­στί­να εἶ­χε κυ­ρι­ευ­τεῖ ἀ­πὸ ἀ­κα­τά­σχε­τη φλυ­α­ρί­α, σχο­λί­α­ζε καὶ ἀ­νέ­λυ­ε μὲ πά­θος μὲ τὸν Μι­χά­λη τὰ γε­γο­νό­τα καὶ σχε­δὸν μοῦ εἶ­χε γυ­ρί­σει τὴν πλά­τη. Δὲν ἔ­δω­σα ση­μα­σί­α, κοί­τα­ζα τὰ ὄ­μορ­φα νε­ο­κλα­σι­κὰ σπί­τια γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν μι­κρὴ πλα­τεί­α καὶ σκε­φτό­μουν ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ ζω­γρα­φί­σει μὲ ἁ­πα­λὸ ὑ­δα­τό­χρω­μα τὸ παι­χνί­δι πά­νω τους ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χα­νό­ταν, τὴ νύ­χτα ποὺ ἔ­φτα­νε ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν ὀ­μορ­φιά τους ἔ­τσι ποὺ στέ­κον­ταν ἐ­κεῖ χρό­νια καὶ και­ρούς.

       Με­τὰ στρά­φη­κα στὴ Χρι­στί­να καὶ στὸ Μι­χά­λη. Προ­σπά­θη­σα νὰ δι­α­κό­ψω τὴ θλι­βε­ρὴ συ­ζή­τη­ση, νὰ τοὺς μι­λή­σω γιὰ τὴν ὀ­μορ­φιά. Δὲν τὰ κα­τά­φε­ρα. Καὶ ὅ­πως τοὺς κοί­τα­ζα σι­ω­πη­λὸς νὰ συ­ζη­τᾶ­νε, στὶς ὀ­χτὼ καὶ σα­ραν­τα­πέν­τε πε­ρί­που ἀν­τι­λή­φθη­κα ἕ­να ἀ­νε­παί­σθη­το χά­δι τῆς Χρι­στί­νας στὸ χέ­ρι του. Στὶς ἐν­νιὰ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ μου εἶ­δα τὸ γό­να­τό της νὰ ἀγ­γί­ζει κά­τω ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τὸ δι­κό του. Καὶ κα­τὰ τὶς ἐν­νι­ά­μι­ση ἔ­πι­α­σα ἕ­να βλέμ­μα ὅ­λο φω­τιὰ στὰ μά­τια τους. Ἐ­κεῖ­νοι φλέ­γον­ταν καὶ ἡ σχέ­ση ποὺ τό­σον και­ρὸ ἔ­χτι­ζα γκρε­μί­στη­κε μὲ μιᾶς σὲ χα­λά­σμα­τα.

  

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Βα­ναρ­γι­ώ­της (Τρί­κα­λα Θεσ­σα­λί­ας, 1966). Σπού­δα­σε στὸ Κλα­σι­κὸ Τμῆ­μα τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γη­τὴς Φι­λό­λο­γος στὴ δη­μό­σια Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας (Ἐκ­δό­σεις Λο­γεῖ­ον, Τρί­κα­λα, 2009).

 

Εἰκόνα: Ἔργο τοῦ Graydon Parrish.