Ἡρὼ Νικοπούλου
Τὸ ραντεβού
.
Ο ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙΖΕ ἐπίμονα μέσα στὴ νύχτα. Ἦταν τρεῖς τὰ ξημερώματα. Ὁ Ἴσμα καθόταν μὲ τὸ πρόσωπο ἀκουμπισμένο στὶς παλάμες του καὶ κοιτοῦσε θλιμμένος τὴν ἀναγνώριση κλήσης. Ἡ Ἰρίνα ἦταν πάντα ἐπίμονη. Ἀπὸ τὸ πρῶτο ἔτος τῆς σχολῆς τὴν εἶχε ξεχωρίσει· τοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὶς σημειώσεις, τότε ποὺ ἡ Ἰρίνα εἶχε διαπληκτιστεῖ ἄγρια μ’ ἕναν Ἕλληνα συμφοιτητή, ἐπειδὴ τῆς εἶχε ζητήσει ἀντάλλαγμα γιὰ νὰ δώσει τὶς σημειώσεις του. Ἦταν πολὺ δυναμικὸ κι ὄμορφο κορίτσι, πράγμα ποὺ ὑπογράμμιζε μιὰ χοροπηδηχτὴ χρυσὴ ἀλογοουρά. Ἐκεῖνος ἐρωτεύτηκε τὴν ἔμφυτη χαρὰ ποὺ ἀνάβλυζε ἀπὸ μέσα της κι ἐκείνη μᾶλλον τὴν βουβή του λύπη, ποὺ τὴν πῆρε γιὰ στοχασμό. Πράγμα ποὺ δὲν ἦταν ὁλότελα λάθος, μιὰ ποὺ ὁ ἀσφαλὴς μέσα στὶς βεβαιότητές του Ἴσμα μόλις συνδέθηκε —κατὰ παρέκκλιση τῶν κανόνων— μαζί της ἄρχισε νὰ βλέπει ἕνα κομμάτι μιᾶς ἄλλης πραγματικότητας ἐντελῶς διαφορετικῆς ἀπ’ αὐτὴ ποὺ τοῦ εἶχαν μάθει. Εἶχε κρατήσει τὴ σχέση τους κρυφὴ ἀπ’ τοὺς δικούς του. Τὸν ἔφταναν οἱ ἀμφιβολίες του, δὲν εἶχε τὸ σθένος νὰ ἀντιμετωπίζει καὶ τοὺς ἄλλους. Καθησύχαζε τὸν ἑαυτό του μὲ τὴ σκέψη πὼς ἡ Ἰρίνα ἦταν ἁπλῶς μιὰ ξένη γυναίκα, ἕνα παιχνίδι γι’ αὐτὸν ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες.
Σήμερα λίγες ὧρες νωρίτερα τῆς εἶχε ζητήσει νὰ χωρίσουν. Ἐκείνη μετὰ τὴν πρώτη ἔκπληξη διατήρησε τὴν ἀξιοπρέπειά της καὶ τὸν ρώτησε μόνο μιὰ φορά, γιατί. Ἐπέστρεφε στὴν πατρίδα του, τῆς εἶπε, γιὰ νὰ ἀρραβωνιαστεῖ. Ἡ Ἰρίνα ἔβαλε τὰ γέλια, τοῦ ἔριξε ἕνα εἰρωνικὸ βλέμμα γεμάτο ἀπογοήτευση, ἄφησε στὸ τραπεζάκι χρήματα γιὰ τὸ ποτό της, πῆρε τὴν τσάντα της κι ἔφυγε.
Τὸ τηλέφωνο χτύπησε πάλι κατὰ τὶς τέσσερις τὸ πρωί, αὐτὴ τὴν φορὰ ἡ Ἰρίνα ἀποφάσισε νὰ ἀφήσει μήνυμα στὸν τηλεφωνητή, ἡ φωνὴ της ἀκούστηκε τυπική. «Ἔλα Ἰσμαήλ, ἐγὼ εἶμαι, δὲν πρόλαβα νὰ σοῦ πῶ… μὲ εἰδοποίησαν ἀπὸ τὴν ἀσφαλιστικὴ ἑταιρεία ποὺ εἶχα στείλει τὸ βιογραφικό μου, αὔριο στὶς ὀκτώ τὸ πρωὶ ἔχω ραντεβοὺ γιὰ τὴν πρώτη συνέντευξη στὰ γραφεῖα τους…Ξέρεις, βρίσκονται στὸ Βόρειο Πύργο ἀκριβῶς δέκα ὀρόφους κάτω ἀπὸ τὴν καφετέρια ποὺ εἴμασταν χθές. Μὲ τὴν εὐκαιρία θέλω νὰ σοῦ ἐπιστρέψω ἐκεῖνο τὸ δαχτυλίδι ποὺ μοῦ χάρισες πέρυσι, ἄλλωστε θὰ σοῦ χρειαστεῖ. Θὰ σὲ περιμένω ἐκεῖ στὶς ἐννιὰ παρὰ τέταρτο.»
Τὰ χέρια τοῦ Ἰσμαὴλ ἔτρεμαν ἐλαφρὰ πάνω στὸ μοχλὸ τοῦ πιλοτηρίου. Ἔστριψε μὲ ἀκίνητο τὸ κεφάλι τὴν κόρη τοῦ ματιοῦ πρὸς τὸν Ἀμπντούλ, θὰ ἦταν μιὰ περιττὴ ἥττα ἂν ὁ σύντροφός του ἀντιλαμβανόταν ὁτιδήποτε. Τὸν εἶδε νὰ κρατᾶ μὲ σιγουριὰ τὸ πιστόλι πίσω ἀπὸ τὸν αὐχένα τοῦ κυβερνήτη. Μέχρις ἐδῶ ὅλα εἶχαν πάει ἀκριβῶς ὅπως τὰ εἶχαν σχεδιάσει, πετοῦσαν στὶς τρεῖς χιλιάδες πόδια πάνω ἀπὸ τὸ Μανχάταν. Ἡ μέρα ἦταν ἡλιόλουστη, τὸ ρολόι τοῦ ταμπλὼ ἔδειχνε ἐννέα παρὰ εἴκοσι. Σὲ λίγο ὅλα θὰ ἦταν παρελθόν. Ἕνα λαμπρό, ἕνα ἔνδοξο παρελθὸν ποὺ θὰ δικαίωνε ὅλες τὶς ἄγρυπνες νύχτες του, ὅλες τὶς προκαταβολικές του τύψεις, ὅλα τα ἐρωτήματα καὶ τὶς κρυφὲς ἀνομολόγητες ἀμφιβολίες.
Οἱ μάρτυρες εἶναι στεφανωμένοι μόνο ἀπὸ βεβαιότητες.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
Ἡρὼ Νικοπούλου (Ἀθήνα, 1958). Ζωγραφική, ποίηση, πεζογραφία. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν της Ἀθηνας. Πρῶτο της βιβλίο: Ὁ Μύθος τοῦ Ὁδοιπόρου (Ποίηση, Ἀθήνα, 1986). Τελευταῖο της: Ἑλληνιστί:ὁ γρίφος (Διηγήματα, ἔκδ. Γαβριηλίδης, 2013).
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Θάνατος,Ιστορία,Νικοπούλου Ηρώ,Ξένοι-Ξενιτειά,Συγκρούσεις,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Ηρώ Νικοπούλου,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Ἡρὼ Νικοπούλου: Τὸ ραντεβού ἔχουν κλείσει