Ζέτα Κουντούρη
Τριτοκοσμικὲς ἱστορίες
ΟΙΤΑΖΩ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥστὸν καθρέφτη. Τὸ τόξο στὰ χείλη γυρτό, τὸ δέρμα μουντὸ καὶ μνησίκακο. Ἡ βοηθὸς τοῦ ἄντρα μου, ἡ Ψιψινέλ, χαμογελάει γαλαζοπράσινα κάθε φορὰ ποὺ μὲ συναντάει στὸ πολυτελὲς ἰατρεῖο του. Τί ψηλοτάκουνες γόβες, τί φινετσάτα καλσὸν παρατηρεῖ μ’ ὀξυδέρκεια, ἀλήθεια τί τυρὶ εἶχες βάλει προχτὲς στὸ σουφλέ σου; Γλείψαμε μέχρι καὶ τὸ τριανταφυλί σου τραπεζομάντηλο!
Ἀπ’ τὸ παράθυρο τῆς τραπεζαρίας φαίνεται ἡ νεραντζιὰ τοῦ δρόμου. Ὅποτε φυσάει ὁ ἄνεμος σπρώχνει τὰ κλωνάρια της μὲς στὸ πιάτο μου. Φτιάχνω διάφορα γλυκὰ τοῦ κουταλιοῦ, ὀλίγον ὑπόξινα, καὶ τὰ προσφέρω ὡς ἐπιδόρπιο τὰ βράδια στοὺς καλεσμένους μου.
Ὁ ἄντρας μου, πλαστικὸς χειρουργός, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χειρουργεῖα ἔχει καὶ τὰ ἐπαγγελματικὰ δεῖπνα, συναντιόμαστε σπανιότατα, ὑπάρχει ἀνάγκη ἀνόδου, ὅταν ἀνέβει ἀρκετὰ θὰ μπορεῖ νὰ φτάνει ἄνετα στὴν κορυφὴ τῆς νεραντζιᾶς, δὲν θὰ χρειάζεται νὰ φυσάει γιὰ νὰ κόβουμε φροῦτα.
Ἐμένα, σᾶς παρακαλῶ, κ. συνάδελφε, μὴ μ’ ἀνακατεύετε, εἶναι τρελὴ καὶ τὸ διαπιστώνετε καὶ μόνος σας, διαμαρτύρεται ἀγανακτισμένα.
Ὅταν μᾶς καλεῖ στὸ σπίτι της ἡ Ψιψινέλ, μ’ ἀρέσει νὰ φτύνω τὰ κουκούτσια ἀπ’ τὰ δαμάσκηνα μὲς στὸ πιάτο του, ἀκόμη κι ἂν δὲν κάθεται δίπλα μου παρὰ μίλια ὁλόκληρα μακριά μου.
Ὁ ἄντρας της, ὁ Ὀρσίνιος, ἀνώτατος τραπεζικός, φλυαρεῖ μὲ ἄνεση περὶ πάντων. Ἀστεΐζεται, γνωρίζει πρόσωπα καὶ πράγματα, διατυπώνει ἀπόψεις βαρετὲς καὶ βαρύγδουπες.
Ἱστορίες ἀπ’ τὶς Ἰνδίες, πῶς μ’ ἀρέσει ν’ ἀκούω ἱστορίες ἀπὸ τὶς Ἰνδίες, οἱ πλαϊνοί μου ἐπέστρεψαν προχτὲς καὶ διηγοῦνται μ’ ἐνθουσιασμό. Οἱ ἄνθρωποι πεσμένοι στοὺς δρόμους σὰν τὶς μύγες κι ἀπὸ πάνω ὁ ἥλιος νὰ τοὺς ψήνει, ἱδρώνουν οἱ μασχάλες καὶ οἱ παλάμες μου, ὁ ἄντρας μου σιχαίνεται τὶς τριτοκοσμικὲς ἱστορίες. Ἂς ταξιδέψουμε κάπου στὸν πολιτισμό, βρὲ ἀδερφέ, ἀποτολμάει. Στὴν Βαγδάτη, τὸν διακόπτουν, οἱ Ἰσλαμιστὲς κάψαν πάλι τὸν κόσμο, κόσμο εἰρηνικό, ἀνυποψίαστο… κανεὶς δὲν ἐπιτρέπεται στὶς μέρες μας νὰ παραμένει ἀνυποψίαστος, παρεμβαίνει ὁ Ὀρσίνιος, ὁ πόλεμος παραμονεύει, ἡ φτώχεια παραμονεύει, οἱ λαθρομετανάστες παραμονεύουν, ὁ θάνατος πάνω ἀπ’ ὅλα παραμονεύει…
Ἡ Ψιψινὲλ χασμουριέται κάνοντας μὲ τρόπο νόημα στὸν ἄντρα μου πὼς πρέπει νὰ τοῦ δίνουμε, αὔριο τοὺς περιμένουν στὴν κλινικὴ δώδεκα μύτες καὶ σαράντα δύο βυζιά, πότε θὰ τὰ προλάβουν; Ἡ ἴδια ἔχει ἀλλάξει ὄψη μετὰ τὸ τελευταῖο της lifting κι ἀντιμετωπίζει τὸν κόσμο μ’ εὐτυχισμένο βλέμμα μεσ’ ἀπ’ τοὺς γαλαζοπράσινους φακούς της.
Ὁ ἄντρας μου γυρνάει χαμογελαστὰ πρὸς τὸ μέρος μου, τὰ παιδιά, δὲν εἶπες πὼς πρέπει αὔριο νὰ ξυπνήσουμε νωρὶς τὰ παιδιά, λέει καὶ μοῦ σφίγγει προειδοποιητικὰ τὸ χέρι.
Τρελαίνομαι γιὰ τὸ κυνήγι, μὴ μὲ κοιτᾶτε παραξενεμένα, ξέρω πὼς δὲν εἶναι ἕνα σπὸρ συνηθισμένο στὶς γυναῖκες, ὅμως ἐμένα μ’ ἀρέσει αὐτὴ ἡ λεπτὴ αἴσθηση τῆς ὑπεροχῆς, νὰ κρατάω σφιχτὰ τὸ ὅπλο καὶ ὕστερα νὰ ρίχνω, στὰ τυφλὰ ἢ στὸ στόχο, ἀδιακρίτως, κυρίως τὸ χάραμα, ἀκούγοντας τὰ φτερουγίσματα τῶν πουλιῶν καὶ τὰ σκάγια.
Κι ἂν ξυπνοῦσαν τὰ παιδιά σας, κυρία μου, ἂν ἀπ’ τὰ σκάγια ξυπνοῦσαν οἱ γιοί σας;
Ὁ Ἔντυ καὶ ὁ Μέρφυ κοιμοῦνται βαθιά, διαμαρτύρομαι κι ὁ τρελογιατρὸς κουνάει τὸ κεφάλι του.
Ὁ Τάμπυ ὑπῆρξε ὁ μοναδικός μου ἔρωτας. Στὸ βουνὸ ποὺ παραθερίζαμε μαζεύαμε κάμπιες καὶ σαλιγκάρια μετὰ τὴ βροχή, ἐκεῖνος τὰ κουβάλαγε κι ἐγὼ τὰ μαγείρευα, ἀφοῦ πρῶτα τὰ ξεκοίλιαζα γιὰ νὰ μὴ βρωμᾶνε. Ἔπειτα ξαπλώναμε καὶ παίζαμε τὸ ἀντρόγυνο…
Δὲν ἔστειλα τὴν κόρη μου στ’ ἀκριβότερα σχολεῖα γιὰ νὰ γυρνάει μ’ αὐτοὺς τοὺς ἄχρηστους, ὁ μπαμπὰς θυμωμένος χτυπᾶ τὸ χέρι του πάνω στὸ τραπέζι. Ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα θὰ κάνει τὸ σωστὸ γάμο!
Καὶ γιατί πρῶτα νὰ σπουδάσει, ἐγὼ θὰ σᾶς ἔλεγα νὰ τὴν παντρέψετε, δὲν θὰ χάσει δὰ καὶ ἡ Ἐπιστήμη ἕνα νέο Παστέρ, γελάει εἰρωνικὰ ὁ θεῖος ὁ Αὐγουστίνος.. Τὰ βράδια ποὺ οἱ ἄλλοι κοιμοῦνται χτυπάει τὴν πόρτα τοῦ δωματίου μου, κλειδώνω καὶ διπλοκλειδώνομαι ὅποτε μᾶς ἐπισκέπτεται. Ἔλα μωρό μου, ἔλα νὰ παίξουμε πάλι τὸ λύκο μὲ τ’ ἀρνάκι, ἐγὼ γιὰ τὸ καλό σου τὰ ἔλεγα ὅλα αὐτὰ τὸ πρωί…
Καὶ τώρα οἱ δυό μας. Γιατί μὲ παντρεύτηκες; τὸν ρωτάω. Ἡ Ψιψινέλ, χωμένη κάτω ἀπ’ τὸ κρεβάτι μας, ξεκαρδίζεται. Καημενούλι μου, ποὺ ἔμπλεξες, ἀκούω συχνὰ ποὺ τὸν κανακεύει.
Καὶ τώρα οἱ δυό μας μικρό μου πιτσουνάκι!
Πάρτε της τ’ ὅπλο, εἶναι τρελή, γιὰ δέσιμο, οἱ γείτονες σκαρφαλωμένοι στὴ νεραντζιὰ εἶναι χωρισμένοι στὰ δυό, ἔχει δίκιο, εἶναι καθίκι, ρίξ’ του, φωνάζουν οἱ μισοί, εἶναι ἐντελῶς ἀνισόρροπη, οἱ ὑπόλοιποι, οἱ δυό μας τώρα πιτσουνάκι μου, τσιρίζω καὶ σημαδεύω. Ἀκούγεται μόνον ὁ ἦχος ἀπ’ τὰ φυσίγγια…
Ἀμὰν μαμά, δὲν ξέρεις κανένα ἄλλο παραμύθι λιγότερο βαρετό, ὅλο τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, ὁ Ἔντυ καὶ ὁ Μέρφυ ἀλληλοκοιτάζονται μὲ σημασία κι ἀλλάζουν πλευρό.
— Ἐπιτέλους, κυρία μου, λογικευτεῖτε, βῆμα δὲν θὰ προχωρήσουμε ἂν δὲν ἀποφασίσετε νὰ λέτε πρόσωπα καὶ πράγματα μὲ τὸ ὄνομά τους…
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ζέτα Κουντούρη (Ἀθήνα, 1947). Πεζογράφος (διήγημα, μυθιστόρημα). Σπούδασε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Πρῶτο της βιβλίο: Ἡ πρεμιέρα, Ἀθήνα, 1992 (διηγήματα) καὶ τελευταῖο: Ρωγμές στὴ σιωπή, Ἀθήνα, 2010 (μυθιστόρημα).
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ερωτας,Ελληνικά,Κουντούρη Ζέτα,Κοινωνικοί κώδικες,Μονόλογος,Νοσήματα,Οικογένεια,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Ζέτα Κουντούρη,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Ζέτα Κουντούρη: Τριτοκοσμικὲς ἱστορίες ἔχουν κλείσει