Κατερίνα Παπαντωνίου: Ἡ κόρη τοῦ παπᾶ

 

 

Κα­τε­ρί­να Πα­παν­τω­νί­ου

 

                                             Ἡ κόρη τοῦ παπᾶ

 

ΡΩΜΙΑΡΗ ΜΟΥΓΓΑΘΗΚΕΣ τώ­ρα, μὰ τί νὰ πεῖς, νὰ πεῖς φχα­ρι­στῶ κυ­ρὰ Πα­να­γι­ώ­τα, ποὺ σὲ βρῆ­κα πει­να­σμέ­νο στὴ δη­μο­σιὰ με­τὰ τὸ Γε­ρά­κι, σ’ ἐ­τά­ϊσα, χόρ­τα­σες ἔ­ρη­με δυ­ὸ χρό­νια κον­τά μου, ἔ­πια­σε κρέ­ας τὸ πε­τσί σου, μυα­λὸ δὲν εἶ­χες ὅ­μως, πα­πού­τσια σοῦ ἔ­δω­κα νὰ φο­ρέ­σεις, τὰ ροῦ­χα τοῦ Γι­αν­νά­κη μου, θε­ὸς σχω­ρέ­σ’ το δυ­ὸ μέ­τρα πα­λι­κά­ρι κά­τω ἀ­πὸ τὸ χῶ­μα, σ΄ ἔ­βλε­πα μὲ τὰ παν­τε­λό­νια τοῦ Γι­αν­νά­κη μου καὶ κα­μά­ρω­να, φχα­ρι­στῶ θε­ὲ πού μοῦ ξα­νά­δω­σες παι­δὶ στὸ σπί­τι ἔ­λε­γα, σ΄ ἔ­βα­λα μέ­σα νὰ κοι­μη­θεῖς ψο­φί­μι, τὰ μπο­στά­νια καὶ τὶς πορ­το­κα­λι­ές τοῦ ἄν­τρα μου νὰ ξα­να­φτιά­ξεις, πά­τα­γες μω­ρὲ τὰ χω­ρά­φια τοῦ Κώ­στα τοῦ Καρ­βε­λᾶ σὰν ἀ­φεν­τι­κό, τοῦ ἔ­μοια­ζες κι­ό­λας, γα­λα­νο­μά­της καὶ σμι­χτο­φρύ­δης σὰν αὐ­τό­να­νε ἤ­σου­να ἀλ­λά, αὐ­τὸς πο­τὲ δὲν ἤ­θε­λε νὰ μ΄ ἀ­φή­σει, λα­φί­να μου μ΄ ἔ­λε­γε ὣς τὸ τέ­λος κι ἤ­μουν λα­φί­να ἐ­γώ, μπο­ρεῖ νὰ μὴν ἤ­μουν μορ­φο­νιὰ ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὴν περ­πα­τη­σιά μου μ΄ ἀ­γά­πη­σε, νὰ ἔ­βλε­πες πῶς χό­ρευ­α, κα­λύ­τε­ρη ἀ­πὸ ὅ­λες καὶ ἕ­να κε­φά­λι πιὸ ψη­λή, κυ­ρὰ μὲ εἶ­χε στὸ σπί­τι μας, ὄ­χι σὰν τὶς χα­μέ­νες τὶς κό­ρες μου ποὺ δοῦ­λες ἐ­γί­ναν, ὅ­που ἤ­θε­λα μὲ πή­γαι­νε, καὶ στὴν Σπάρ­τη καὶ στὴν Ἀ­θή­να, καὶ γράμ­μα­τα ἤ­ξε­ρε ὁ Καρ­βε­λᾶς, τὸ Γυ­μνά­σιο στοὺς Μο­λά­ους εἶ­χε βγά­λει, μέ­χρι ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α κρά­τα­γε μὲ τὴν ἀγ­γό­να μας τὴν γι­α­τρί­να, κι ἐ­γὼ πε­ρή­φα­νη νοι­κο­κυ­ρὰ στὸ σπί­τι μας, σα­πού­νι μο­σχο­βό­λα­γε αὐ­λὴ καὶ σπί­τι, μὲ ρόμ­πα δὲν μὲ εἶ­δε πο­τέ, μὲ φου­στά­νι τὸν σερ­βί­ρι­ζα, μὲ φου­στά­νι τὸν πε­ρί­με­να τὸ βρά­δι στὸ πα­ρά­θυ­ρο σὰ καὶ τοῦ λό­γου σου, ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἐρ­χό­ταν ἀ­πὸ τὸ κα­φε­νεῖ­ο ὄ­χι ἀ­πὸ τὰ φου­στά­νια, τί νό­μι­ζες πὼς δὲν ἤ­ξε­ρα πα­νά­θε­μά σε, βού­ι­ξε τὸ χω­ριὸ γιὰ τὴν κό­ρη τοῦ πα­πᾶ, στὴν Ἀν­τριά­ννα βρὲ ἔ­ρι­ξες τὰ μά­τια σου, τὴν ξαν­θού­λα τοῦ πα­πᾶ Γι­ώρ­γη τρο­μά­ρα σου ἤ­θε­λες νὰ κλέ­ψεις νὰ τὴν πᾶς στὸ χω­ριό σου τὸ Δέλ­βι­νο, κα­λὴ κι αὐ­τή, ν΄ ἀ­φή­σει τὸν Ἄ­ϊ Δη­μή­τρη νὰ πά­ει νὰ γί­νει Ἀλ­βα­νέ­ζα γιὰ τὰ μά­τια σου, νὰ ἔρ­θει τώ­ρα νὰ στὰ σφα­λί­σει καὶ νὰ σὲ πα­ρα­χώ­σει δί­πλα στὸ μνῆ­μα τοῦ πα­τέ­ρα της, νὰ πλύ­νω κι ἐ­γὼ τὰ σα­νί­δια ἀ­πὸ τὸ αἷ­μα σου τὸ ξέ­νο.     

 

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Κα­τε­ρί­να Πα­παν­τω­νί­ου. (Ἀθήνα, 1965). Ἐργάζεται ὡς δικηγόρος καὶ ἔχει πα­­ρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικῆς γραφῆς στὸ ΕΚΕΒΙ μὲ τὸν Στρα­τή Χαβιαρά καὶ τὸν Μισὲλ Φάις.