Λύντια Ντέιβις (Lydia Davis): Ἡ κάλτσα

 

 

Λύν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis)

 

Ἡ Κάλτσα

(The Sock)

 

ΑΝΤΡΑΣ ΜΟΥ εἶ­ναι τώ­ρα παν­τρε­μέ­νος μὲ ἄλ­λη γυ­ναί­κα, πιὸ κον­τὴ ἀ­πὸ ἐ­μέ­να, μὲ ὕ­ψος πε­ρί­που ἑ­νά­μι­ση μέ­τρο, γε­ρο­δε­μέ­νη, καὶ φυ­σι­κὰ αὐ­τὸς φαί­νε­ται πιὸ μα­κρὺς ἀ­π’ ὅ,τι φαι­νό­ταν καὶ πιὸ στε­νός, καὶ τὸ κε­φά­λι του μοιά­ζει μι­κρό­τε­ρο. Σὲ σύγ­κρι­ση μ’ ἐ­κεί­νη νι­ώ­θω κο­κα­λιά­ρα καὶ ἀλ­λό­κο­τη. Ἐ­πι­πλέ­ον δὲν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ ψη­λὴ ὥ­στε νὰ τὴν κοι­τά­ω στὰ μά­τια, πα­ρό­λο ποὺ προ­σπα­θῶ νὰ στέ­κο­μαι ἢ νὰ κά­θο­μαι μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε νὰ τὰ κα­τα­φέρ­νω. Κά­πο­τε εἶ­χα σα­φῆ ἄ­πο­ψη γιὰ τὸ εἶ­δος τῆς γυ­ναί­κας ποὺ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ παν­τρευ­τεῖ ὅ­ταν θὰ ξα­να­παν­τρευ­ό­ταν, ἀλ­λὰ κα­μιὰ ἀ­πὸ τὶς κο­πέ­λες του δὲν εἶ­χε ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶ­χα στὸ νοῦ μου, κι αὐ­τὴ τὸ εἶ­χε λι­γό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­λες.

       Πέ­ρυ­σι τὸ κα­λο­καί­ρι ἦρ­θαν ἐ­δῶ, στὴν ἐ­ξο­χή, γιὰ με­ρι­κὲς ἑ­βδο­μά­δες γιὰ νὰ δοῦν τὸν γιό μου, ποὺ εἶ­ναι δι­κός μου καὶ δι­κός του. Ὑ­πῆρ­ξαν κά­ποι­ες στιγ­μὲς ποὺ νι­ώ­θα­με πε­ρί­ερ­γα, ἀλ­λὰ καὶ κα­λὲς στιγ­μές, μὰ φυ­σι­κὰ ἀ­κό­μα καὶ οἱ κα­λὲς στιγ­μὲς ἦ­ταν λί­γο ἄ­βο­λες. Οἱ δυ­ό τους ἔ­μοια­ζαν νὰ πε­ρι­μέ­νουν πολ­λὰ ἀ­πὸ μέ­να, ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ἄρ­ρω­στη – πο­νοῦ­σε καὶ ἦ­ταν κα­κό­κε­φη, μὲ κύ­κλους κά­τω ἀ­π’ τὰ μά­τια. Χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τὸ τη­λέ­φω­νό μου καὶ ἄλ­λα πράγ­μα­τα στὸ σπί­τι μου. Χω­ρὶς βι­α­σύ­νη ἀ­νέ­βαι­ναν ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­λί­α στὸ σπί­τι μου κι ἔ­κα­ναν ντούς, καὶ ἀρ­γό­τε­ρα πή­γαι­ναν γιὰ ἀ­πο­γευ­μα­τι­νὴ βόλ­τα, κα­θα­ροί, μὲ τὸν γιό μου ἀ­νά­με­σά τους, πι­α­σμέ­νοι χέ­ρι-χέ­ρι. Ἔ­κα­να πάρ­τυ, ἦρ­θαν, χό­ρε­ψαν, ἐν­τυ­πω­σί­α­σαν τοὺς φί­λους μου κι ἔ­μει­ναν μέ­χρι τὸ τέ­λος. Ἔ­κα­να ὅ,τι μπο­ροῦ­σα γι’ αὐ­τούς, κυ­ρί­ως λό­γῳ τοῦ γιοῦ μας. Σκε­φτό­μουν πὼς γιὰ χά­ρη του ἔ­πρε­πε νὰ τὰ πη­γαί­νου­με κα­λά. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε ἡ ἐ­πί­σκε­ψή τους ἤ­μουν κου­ρα­σμέ­νη.

       Τὴ νύ­χτα πρὶν φύ­γουν, εἴ­χα­με σχε­διά­σει νὰ πᾶ­με γιὰ φα­γη­τὸ σ’ ἕ­να βι­ετ­να­μέ­ζι­κο ἑ­στι­α­τό­ριο μα­ζὶ μὲ τὴ μη­τέ­ρα του. Ἡ μη­τέ­ρα του ἐρ­χό­ταν ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κῶς ἀ­πὸ μιὰ ἄλ­λη πό­λη, καὶ οἱ τρεῖς τους θὰ ἔ­φευ­γαν τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα γιὰ τὶς Με­σο­πο­λι­τεῖ­ες. Οἱ γο­νεῖς τῆς γυ­ναί­κας του ἤ­θε­λαν νὰ γι­ορ­τά­σουν τὸ γά­μο καὶ νὰ τοὺς γνω­ρί­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­κεί­νη εἶ­χε με­γα­λώ­σει, οἱ λε­βεν­τό­κορ­μοι ἀ­γρό­τες καὶ οἱ οἰ­κο­γέ­νει­ές τους.

       Ὅ­ταν πῆ­γα στὴν πό­λη ἐ­κεί­νη τὴ νύ­χτα νὰ τοὺς συ­ναν­τή­σω ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­με­ναν, πῆ­ρα ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χαν ἀ­φή­σει στὸ σπί­τι μου καὶ εἶ­χα βρεῖ ὣς τό­τε: ἕ­να βι­βλί­ο, δί­πλα στὴν πόρ­τα τῆς ντου­λά­πας, καὶ κά­που ἀλ­λοῦ μιὰ κάλ­τσα του. Ὁ­δή­γη­σα ὣς τὸ κτί­ριο καὶ εἶ­δα τὸν ἄν­τρα μου ἔ­ξω στὸ πε­ζο­δρό­μιο νὰ μοῦ κά­νει νό­η­μα νὰ στα­μα­τή­σω. Ἤ­θε­λε νὰ μοῦ μι­λή­σει προ­τοῦ νὰ μπῶ. Μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα του δὲν ἦ­ταν κα­λὰ καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νει μα­ζί τους, καὶ μὲ πα­ρα­κά­λε­σε ἂν θὰ γι­νό­ταν ἀρ­γό­τε­ρα νὰ τὴν πά­ρω μα­ζί μου. Χω­ρὶς νὰ τὸ σκε­φτῶ, εἶ­πα ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σα. Εἶ­χα ξε­χά­σει τὸν τρό­πο ποὺ θὰ ξε­ψά­χνι­ζε τὸ σπί­τι μου καὶ ὅ­τι ὅ­σο θὰ κα­θά­ρι­ζα ἐ­κεί­νη θὰ κοι­τοῦ­σε.

       Στὴν αἴ­θου­σα ὑ­πο­δο­χῆς, κά­θον­ταν ἡ μί­α ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη σὲ δυ­ὸ πο­λυ­θρό­νες, αὐ­τὲς οἱ μι­κρό­σω­μες γυ­ναῖ­κες, ὄ­μορ­φες μὲ ξε­χω­ρι­στὸ τρό­πο, καὶ φο­ροῦ­σαν κρα­γιὸν ἀλ­λι­ώ­τι­κου χρώ­μα­τος, ἀ­σθε­νι­κές, σκέ­φτη­κα ἀρ­γό­τε­ρα, μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς τρό­πους. Ὁ λό­γος ποὺ κά­θον­ταν ἐ­δῶ κά­τω ἦ­ταν ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα του φο­βό­ταν νὰ ἀ­νε­βεῖ ἐ­πά­νω. Δὲν εἶ­χε πρό­βλη­μα νὰ πε­τά­ξει μὲ ἀ­ε­ρο­πλά­νο, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­νε­βεῖ πά­νω ἀ­π’ τὸν πρῶ­το ὄ­ρο­φο. Ἡ κα­τά­στα­ση εἶ­χε χει­ρο­τε­ρέ­ψει ἀ­πὸ πα­λαι­ό­τε­ρα. Τό­τε —ἂν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη— ἄν­τε­χε ν’ ἀ­νε­βεῖ στὸν ὄ­γδο­ο, ὑ­πὸ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι τὰ πα­ρά­θυ­ρα ἦ­ταν κλει­στά.

       Πρὶν βγοῦ­με γιὰ φα­γη­τό, ὁ ἄν­τρας μου ἀ­νέ­βα­σε τὸ βι­βλί­ο στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, ἀλ­λὰ ἀ­συ­ναί­σθη­τα ἔ­χω­σε τὴν κάλ­τσα στὴν πί­σω τσέ­πη του καὶ τὴν ἄ­φη­σε ἐ­κεῖ στὴ διά­ρκεια τοῦ δεί­πνου, ὅ­που ἡ μη­τέ­ρα του ντυ­μέ­νη στὰ μαῦ­ρα κα­θό­ταν στὴν ἄ­κρη τοῦ τρα­πε­ζιοῦ ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ μιὰ ἄ­δεια κα­ρέ­κλα· κά­ποι­ες στιγ­μὲς ἔ­παι­ζε μὲ τὸν γιό μου, μὲ τ’ αὐ­το­κι­νη­τά­κια του, καὶ ἄλ­λο­τε ρω­τοῦ­σε τὸν ἄν­τρα μου καὶ με­τὰ ἐ­μέ­να καὶ με­τὰ τὴ γυ­ναί­κα του σχε­τι­κὰ μὲ κόκ­κους μαύ­ρου πι­πε­ριοῦ καὶ ἄλ­λα δυ­να­τὰ μπα­χα­ρι­κὰ ποὺ ὑ­πῆρ­χε πι­θα­νό­τη­τα νὰ εἶ­χαν βά­λει στὸ φα­γη­τό της. Με­τά, ἀ­φοῦ φύ­γα­με ὅ­λοι μα­ζὶ ἀ­π’ τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο καὶ στε­κό­μα­σταν στὸ πάρ­κινκ, ἐ­κεῖ­νος ἔ­βγα­λε τὴν κάλ­τσα ἀ­π’ τὴν τσέ­πη του καὶ τὴν κοί­τα­ξε, κι ἀ­να­ρω­τή­θη­κε πῶς εἶ­χε βρε­θεῖ ἐ­κεῖ.

       Ἦ­ταν ἕ­να ἀ­σή­μαν­το ζή­τη­μα, ἀλ­λὰ ἀρ­γό­τε­ρα δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­χά­σω τὴν κάλ­τσα, αὐ­τὴ τὴ μί­α κάλ­τσα στὴν πί­σω τσέ­πη του σὲ μιὰ ἄ­γνω­στη, μα­κρι­νὴ γει­το­νιὰ στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ πλευ­ρὰ τῆς πό­λης σ’ ἕ­να βι­ετ­να­μέ­ζι­κο γκέ­το, δί­πλα σὲ αἴ­θου­σες μα­σάζ, καὶ κα­νείς μας δὲν ἤ­ξε­ρε πραγ­μα­τι­κὰ αὐ­τὴ τὴν πό­λη, ἀλ­λὰ ἤ­μα­σταν ὅ­λοι ἐ­δῶ μα­ζὶ καὶ ἦ­ταν πα­ρά­ξε­νο, για­τί ἀ­κό­μα ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι ἐ­γὼ κι αὐ­τὸς ἤ­μα­σταν σύν­τρο­φοι, εἴ­χα­με ὑ­πάρ­ξει σύν­τρο­φοι γιὰ πο­λὺ και­ρό, καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα πα­ρὰ νὰ σκέ­φτο­μαι ὅ­λες τὶς ὑ­πό­λοι­πες κάλ­τσες του ποὺ εἶ­χα μα­ζέ­ψει, βρώ­μι­κες ἀ­π’ τὸν ἱ­δρώ­τα του καὶ ξε­φτι­σμέ­νες στὴν πα­τού­σα, σὲ ὅ­λη μας τὴν κοι­νὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τό­πο σὲ τό­πο, καὶ με­τὰ σκέ­φτη­κα τὰ πό­δια του σ’ ἐ­κεῖ­νες τὶς κάλ­τσες, πῶς τὸ δέρ­μα ἦ­ταν δι­α­φα­νὲς στὸν ἀ­στρά­γα­λο καὶ ἡ φτέρ­να μὲ τὴ φθαρ­μέ­νη ὕ­φαν­ση· σκε­φτό­μουν πῶς δι­ά­βα­ζε ξα­πλω­μέ­νος στὸ κρε­βά­τι μὲ τὰ πό­δια σταυ­ρω­μέ­να στοὺς ἀ­στρα­γά­λους ἔ­τσι ὥ­στε τὰ δά­χτυ­λα νὰ δεί­χνουν σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς με­ρι­ὲς τοῦ δω­μα­τί­ου· πῶς με­τὰ γυρ­νοῦ­σε στὸ πλά­ι μὲ τὰ πό­δια ἑ­νω­μέ­να σὰν δυ­ὸ μι­σὰ φρού­του· πῶς, συ­νε­χί­ζον­τας τὸ δι­ά­βα­σμα, ἅ­πλω­νε τὸ χέ­ρι κι ἔ­φτα­νε τὰ πό­δια του καὶ ἔ­βγα­ζε τὶς κάλ­τσες καὶ τὶς πέ­τα­γε στὸ πά­τω­μα δι­πλω­μέ­νες σὲ μι­κρὲς μπά­λες κι ἔ­πια­νε ξα­νὰ κι ἔ­τρι­βε τὰ δά­χτυ­λά του ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζε· με­ρι­κὲς φο­ρὲς μοι­ρα­ζό­ταν μα­ζί μου αὐ­τὸ ποὺ δι­ά­βα­ζε καὶ αὐ­τὸ ποὺ σκε­φτό­ταν, καὶ ἄλ­λο­τε δὲν ἤ­ξε­ρε κὰν ποῦ ἤ­μουν: στὸ δω­μά­τιο ἢ κά­που ἀλ­λοῦ.

       Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ ξε­χά­σω ὅ­λο αὐ­τό, πα­ρό­λο ποὺ ὅ­ταν ἔ­φυ­γαν βρῆ­κα με­ρι­κὰ ἀ­κό­μα πράγ­μα­τα ποὺ εἶ­χαν ἀ­φή­σει, ἢ ποὺ μᾶλ­λον ἡ γυ­ναί­κα του εἶ­χε ἀ­φή­σει στὴν τσέ­πη ἑ­νὸς σα­κα­κιοῦ μου – μί­α κόκ­κι­νη χτέ­να, ἕ­να κόκ­κι­νο κρα­γιὸν καὶ ἕ­να μπου­κα­λά­κι χά­πια. Γιὰ λί­γο και­ρὸ ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να κά­θον­ταν ἥ­συ­χα στὸν πάγ­κο τῆς κου­ζί­νας σὲ μιὰ μι­κρὴ ὁ­μά­δα τῶν τρι­ῶν κι ἀρ­γό­τε­ρα, σκε­φτό­μουν ὅ­τι θὰ τῆς τὰ ἔ­στελ­να, ἐ­πει­δὴ ἔ­λε­γα πὼς ἴ­σως νὰ χρει­α­ζό­ταν τὰ φάρ­μα­κα, ἀλ­λὰ συ­νε­χῶς ξε­χνοῦ­σα νὰ ρω­τή­σω, μέ­χρι ποὺ τε­λι­κὰ τὰ ἔ­βα­λα σ’ ἕ­να συρ­τά­ρι γιὰ νὰ τῆς τὰ δώ­σω, ὅ­ταν θὰ ξα­να­έρ­χον­ταν ἐ­δῶ, για­τί εἶ­χε πε­ρά­σει και­ρός, ὁ­πό­τε δὲν θὰ ἀρ­γοῦ­σαν νὰ ξα­νάρ­θουν, καὶ κου­ρα­ζό­μουν καὶ μό­νο ποὺ τὸ σκε­φτό­μουν.

 

  

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es,Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Λύν­τια Ντέ­ι­βις (Lydia Davis). Δι­δά­σκει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Ὤλ­μπα­νυ. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει 6 συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν ἐ­παι­νε­θεῖ γιὰ τὴ συν­το­μί­α καὶ τὸ χι­οῦ­μορ τους. Με­τα­φρά­ζει ἐ­πί­σης Γάλ­λους συγ­γρα­φεῖς, ἐ­νῶ ὑ­πῆρ­ξε παν­τρε­μέ­νη μὲ τὸν δι­ά­ση­μο συγ­γρα­φέ­α Πὸλ Ὦ­στερ.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Μαί­ρη ­λε­ξο­πού­λου (Κα­λα­μά­τα). Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κὴ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­τρας, στὸν χῶ­ρο τέ­χνης «Ash in Art», στὸ φι­λο­σο­φι­κὸ κα­φε­νεῖ­ο «dasein» καὶ ἀλ­λοῦ, καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 συμ­με­τεῖ­χε στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­ρου. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Ἐ­ρῶ­μαι (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2005).

 

Φω­το­γρα­φί­α: Robyn Drage, Toe Srory IV, Μι­κτὴ τε­χνι­κή σὲ καμ­βά (15,24 x 15,24 ἑκ.).